Αν μου ζητούσαν κάποια στιγμή, με το πιστόλι στον κρόταφο, να απαντήσω στην ερώτηση «ποιος είναι κατά την γνώμη σου ο πιο συνεπής μουσικός που έβγαλε η Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια;», θα απαντούσα χωρίς καν να το σκεφτώ «ο Κωνσταντίνος Βήτα». Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που δημιουργεί διαρκώς και σε υψηλότατο πάντα επίπεδο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, αρχικά με τους Στέρεο Νόβα και κατόπιν στις σόλο δουλειές του, οι οποίες ήταν η μία ανώτερη από την προηγούμενη.
Χάρη (και εξαιτίας) του Κωνσταντίνου, κάποτε, πριν 21 χρόνια, βγήκα από ένα αθηναϊκό θέατρο έχοντας δει την σπουδαιότερη παράσταση της ζωής μου, το “Angel Baby” – και μέχρι σήμερα, παίζει σοβαρά να μην έχω δει και να έχω ακούσει κάτι συγκλονιστικότερο από τον σπουδαίο Γιάννη Παλαμίδα να τραγουδάει το «Τυχερό Αστέρι» που συνέθεσε ο Κωνσταντίνος για την εν λόγω παράσταση.
Η συνέχεια ήταν εξίσου συναρπαστική: από το «Για σένα με αγάπη» του 2002 μέχρι την «Αντήχηση» του 2013, από την «Άγρια Χλόη» του 2004 μέχρι την «Ένωση» του 2009 και από το «Άργος» του 2007 μέχρι την «Χρυσαλλίδα» του 2012, ο Κωνσταντίνος υπήρξε πάντοτε απολύτως συνεπής, τόσο απέναντι στον εαυτό του, ως αυθύπαρκτη μουσική προσωπικότητα, όσο και απέναντι στο κοινό του.
Και θα προσέθετα σχετικά ότι, για τον ίδιο μάλλον ισχύει ένα γνωστο μουσικό αξίωμα που υποστηρίζει ότι «μπορεί κάποτε να βγάλει ένα μέτριο άλμπουμ. Αλλά δεν θα καταφέρει ποτέ του, όσο και αν το προσπαθήσει, να βγάλει ένα αδιάφορο άλμπουμ».
Και αυτή η αξιωματική ρήση ισχύει 100% στο νέο άλμπουμ “Neapoly“ που δημιούργησε από κοινού με τον φίλο του, Νίκο Πατρελάκη. Μετά την επιτυχημένη συνεργασία τους στο έργο «Ο κόσμος είναι ένας» με θέμα τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά, εξερευνώντας την ηλεκτρονική μουσική από τη βάση της, ως φόρμα και ως ύφος. Από τα ’70s μέχρι σήμερα.
Το άλμπουμ γράφτηκε και ηχογραφήθηκε μεταξύ Κορίνθου και Επιδαύρου, όπου περνούσαν πολύ χρόνο οι δυο τους, κατά την διάρκεια της πανδημίας. Αντάλλαξαν e-mail, μουσικά αρχεία, ιδέες, σχηματοποιημένες μουσικές προτάσεις, έκαναν βελτιώσεις και προσθαφαιρέσεις. Και κάπως έτσι προέκυψε το “Neapoly“, με τους δυο τους να στρέφουν το βλέμμα τους στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αναζητώντας τις αρχικές αναφορές της electronica.
Υπό μια έννοια, η μεταξύ συνεργασία τους αποτελεί το εγχώριο αντίστοιχο των Postal Service, του συγκροτήματος των Ben Gibbard, Jimmy Tamborello και Jenny Lewis που το 2003 έβγαλαν ένα από καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς εκείνης, το “Give Up“, χωρίς να συναντηθούν ποτέ τους, απλώς ανταλλάσσοντας αρχεία και τραγούδια μέσω ταχυδρομείου (συμβατικού ή ηλεκτρονικού). Εξού και Postal Service. Το “Neapoly“ βρίσκεται πάνω στα βήματα του “Give Up” -μόνο που είναι πολύ πιο εκλεκτικό και διατρέχει με περισσότερη μουσική ευκρίνεια την ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής.
– Το “Neapoly” είναι ένα από τα πλέον πολυσυλλεκτικά ηλεκτρονικά ακούσματα που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια –και δεν εννοώ για τα δεδομένα της Ελλάδας, εννοώ γενικά. Κινείστε με φοβερή επιτυχία πάνω στην δική σας παρακαταθήκη, συμπλέκοντας την με επιρροές από Tangerine Dream, Four Tet, Air, Boards of Canada μέχρι σύγχρονο synthwave. Πως καταφέρατε και τα μπλέξατε όλα αυτά τόσο επιτυχημένα και το Neapoly ακούγεται ισόποσα σαν να κυκλοφόρησε το 2022, το 2012 ή το 2002; Και τι συναίσθημα, τι γεύση σας άφησε η ολοκλήρωσή του;
Ήταν πριν τρία χρόνια όταν αποφασίσαμε να γράψουμε από κοινού ένα μουσικό έργο που η βάση του, η σύστασή του θα ήταν κυρίως sequencers και arpeggiator. Ήμασταν και οι δύο στα χωριά μας στην Πελοπόννησο λόγω της πανδημίας, είχαμε τα λάπτοπ μαζί μας και έτσι ανταλλάσσοντας ιδέες, ξεκινήσαμε την Neapoly. Πολλές φορές μιλήσαμε για τις συναυλίες και τους δίσκους των Tangerine Dream, ακόμα θυμάμαι το φιλμ “Sorcerer” με το υπέροχο υπνωτικό, ηλεκτρονικό σάουντρακ να πλημυρίζει την αίθουσα του σινέ «Απόλλωνα» στην οδό Σταδίου, ήμουν έφηβος όταν είχε παιχτεί και το θέμα του sequencer είχε σφηνωθεί στο μυαλό μου. Είμαστε και οι δύο σε μια ώριμη μουσική φάση μετά από τόσες παραγωγές και άλμπουμ που έχουμε φτιάξει. Δουλέψαμε τον ήχο μας για ένα χρόνο περίπου με αναλογικούς ενισχυτές και επεξεργαστές για να δημιουργήσουμε το τελικό ηλεκτρικό χρώμα και είμαστε ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα. Δεν θέλαμε να προσεγγίσουμε ένα mainstream ήχο, είναι κυρίως ένα ήσυχο ταξιδιάρικο άλμπουμ. Με τον Νίκο είμαστε πολλά χρόνια φίλοι και είχαμε μια πολύ ήσυχη συνεργασία. Και εγώ συμφωνώ ότι, κατά ένα περίεργο τρόπο, η “Neapoly” είναι σαν να είναι ένα εκτός χρόνου άλμπουμ.
– Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί καθημερινά ως μουσικό και σε αναγκάζει να μην το βάλεις κάτω;
Νομίζω πως η ίδια η ζωή με κινητοποιεί πρώτα σαν άνθρωπο και μετά σαν μουσικό. Η σύνθεση παίρνει κάποιο χρόνο, όμως η παραγωγή ενός κομματιού, οι συχνότητες και ο ήχος που θες να δημιουργήσεις απαιτούν περισσότερο χρόνο. Έτσι ασχολούμαι αρκετό χρόνο προσπαθώντας να συνδυάζω και να δημιουργώ ήχους, άλλες φορές καταλήγω να αλλάζω ολόκληρη την αρχική ιδέα και κάποιες φορές μπορεί και να διαγράψω το κομμάτι. Αυτό που με κινητοποιεί είναι να αντιλαμβάνομαι τη ζωή, να συνδέομαι με την πραγματικότητα, σαν ένα κομμάτι που αποκαλύπτεται κάθε φορά και είναι αυτό που σε καθοδηγεί στο ξέφωτο του πνευματικού σου αγώνα.
– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθεις εσωτερικά κάθε φορά που κυκλοφορείς καινούργιο δίσκο;
Δεν έχω προσδοκίες γιατί δεν περιμένω να πραγματοποιηθούν αυτά που σκέφτομαι, ίσως νιώθω μια ελπίδα, η ελπίδα είναι περισσότερο κοντά στην ελευθερία και προσαρμόζεται εύκολα στις αλλαγές της ζωής. Η πίεση κατά κάποιο τρόπο υπάρχει κατά την διάρκεια της παραγωγής του δίσκου, αλλά είναι μέρος της δουλειάς μου, νομίζω σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν στάδια δύσκολα. Ποτέ δεν περίμενα να γίνει κάτι σπουδαίο όταν έβγαζα ένα άλμπουμ.
– Όταν ολοκληρώνεις ένα τραγούδι ή ένα δίσκο, φαντάζεσαι μέσα στο κεφάλι σου τυχόν αντιδράσεις των ακροατών σου μετά;
Όταν φτιάχνω την μουσική μου και τα τραγούδια περνάω ένα μεγάλο διάστημα μαζί τους, τα ακούω προσεκτικά και κάνω διαρκώς διορθώσεις που θα με οδηγήσουν σε ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Έτσι είμαι ο ακροατής για μια περίοδο, μου αρέσει οι ακροατές μου να είναι ελεύθεροι και να κρίνουν μέσα από την δική τους αισθητική και επίσης δεν θα ήθελα να τους πατρονάρω, να φυλακίζω τους ακροατές μου ή να τους κατευθύνω μουσικά, οπότε τα αφήνω όλα στο Θέλημα του Θεού, αν μπορούσα να το πω πιο απλά.
– Ποια είναι η πρώτη πρώτη ανάμνηση σου από την μουσική;
Κυρίως ήχοι από το ραδιόφωνο, τραγούδια που δεν καταλάβαινα τη σημασία τους – είχαμε ένα κασετόφωνο στο σπίτι και έγραφα στις μαγνητοταινίες ό,τι άκουγα, ό,τι έβρισκα, ήμουν δυσλεξικό παιδί και είχα αρκετές δυσκολίες στην επικοινωνία. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο δισκάκι που αγόρασα: ήταν το “Superstar” των Carpenters και το “Superstition” του Stevie Wonder με εκείνο το δαιμονισμένο μπάσο από το Moog που για χρόνια στριφογυρνούσε στη σκέψη μου και από την άλλη ήταν η φωνή της Karen Carpenter που έπεφτε σε όλη μου την διαδρομή μέχρι το σχολείο. Κυρίως ακούγαμε ραδιόφωνο το ’70, δεν υπήρχε κάτι άλλο, από παιδί ακολουθούσα αυτό που με ενδιέφερε, ήμουν λάτρης της μουσικής και αυτός ήταν ο κανόνας μου. Έτσι οδηγήθηκα εδώ.
– Ποιο είναι το καλύτερο στοιχείο της καθημερινότητάς σου ως μουσικός και ποιο το χειρότερο;
Σίγουρα έχει να κάνει με μια αίσθηση διερεύνησης σχετικά με τη λειτουργία των πραγμάτων, δηλαδή το να βρίσκω τι είναι αυτό που κάνει τη μουσική να έχει καλύτερη ροή. Η μουσική δεν είναι εξ ολοκλήρου το αποτέλεσμα μιας ορθολογικής διαδικασίας, δουλεύω και προκύπτουν πράγματα. Η μουσική είναι μια δουλειά που όταν τη φτιάχνεις συμβαίνουν διάφορα.
– Έχοντας παρακολουθήσει την πορεία σου, από σόλο δίσκο σε σόλο δίσκο μέχρι σήμερα, κάθε φορά και με κάθε νέο σου άλμπουμ, μού ακούγεσαι περισσότερο απελευθερωμένος σε σχέση με το παρελθόν. Συμβαίνει όντως αυτό; Πετάς «βαρίδια» του παρελθόντος και προχωράς, γινόμενος, αν όχι καλύτερος, ένας άλλος, διαφορετικός άνθρωπος σε σχέση με το άμεσο παρελθόν σου;
Η αλήθεια είναι ότι πετάω διαρκώς πράγματα, έχω φτάσει να μένω σε άδεια δωμάτια, έτσι και μέσα μου προσπαθώ να απελευθερωθώ. Η αλήθεια είναι πως νιώθω πολύ μπερδεμένος με τα άλμπουμ που κάνω, έχω κυκλοφορήσει κομμάτια που νόμιζα πως τα είχα διαγράψει. Κάποτε πέταξα ένα μονοφωνικό synth στα σκουπίδια και το απόγευμα πήγα να το βρω αλλά το είχαν πάρει, έτσι έγραψα τον «Κύκλωπα» και αντικατέστησα το χαμένο sequencer που είχα πετάξει με ένα άλλο που δεν κόλλαγε καθόλου μέσα στο κομμάτι, αλλά το άφησα για να θυμάμαι πως εκτιμάμε κάτι όταν το χάνουμε. Προσπαθώ να είμαι διαφορετικός σε κάθε άλμπουμ αλλά δεν ξέρω αν το καταφέρνω , νομίζω πως κάθε φορά μεταφέρω κάτι που βρήκα. Παίρνει πολλά χρόνια για να καταλάβω τα άλμπουμ που έκανα, έχω μια σκόρπια αίσθηση για αυτά που κάνω.
– Αν έκανα μια βαθύτερη παρατήρηση για την μουσική σου όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι προσομοιάζει το κιαροσκούρο: είναι γεμάτη αντιθετικά στοιχεία, από αρμονικά και μελωδικά, μέχρι στιχουργικά (π.χ. κινείσαι διαρκώς ανάμεσα στον ονειροπόλο ρομαντισμό και τον στιβαρό πραγματισμό). Είναι κάτι που το έχεις παρατηρήσει κι εσύ αυτό; Και είναι ηθελημένο;
Νομίζω πως έχεις πέσει μέσα, κάπως έτσι είναι, ακόμα κι εγώ δεν έχω συλλάβει τι γίνεται με την γραφή μου, ξεκινάω να γράφω κάτι, το αφήνω για μέρες, έχω ξεχάσει το αρχικό θέμα και συνεχίζω να γράφω κάτι άλλο δίπλα στο παλιό, έτσι περνάει ο καιρός και βλέπω ότι έχω ένα τραγούδι για το οποίο δεν είμαι σίγουρος γιατί μιλάει αλλά όμως βγάζει νόημα, τουλάχιστον σε μένα. Πάντα έγραφα με αυτό τον τρόπο, θα έλεγα είναι μια αποσπασματική γραφή γεμάτη αντιθετικά στοιχεία όπου ο ρεαλισμός προσπαθεί να υπερβεί τον υπάρχοντα δυαλισμό μεταξύ της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Νεαρός διάβαζα ποιήματα του Amiri Baraka, E. Weismiller, Καρυωτάκη, Ρίτσο, Σίλβια Πλαθ και μαζί με το ενδιαφέρον μου για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό στην ζωγραφική έφτιαξα κατά κάποιο τρόπο τα τραγούδια μου. Μου αρέσει η ποίηση γιατί χρειάζεται χρόνια για να αποκαλυφθεί και καθώς μεγαλώνεις γράφονται στη ψυχή και δημιουργούν μια ενάργεια.
– Ένας αμερικανός μουσικοκριτικός είχε υποστηρίξει ότι «κάθε άλμπουμ ενός καλλιτέχνη αποτελεί ταυτόχρονα και ένα βήμα στην πορεία να απαντήσει ο ίδιος σε κάποια ερωτήματα, προβληματισμούς ή απορίες που τυχόν έχει στον κόσμο»; Τι προβληματισμούς έχει ο Κωνσταντίνος Βήτα του 2022;
Θα έλεγα πως με προβληματίζουν τα οικολογικά ζητήματα, οι γυναικοκτονίες, η βία στην ανθρώπινη συμπεριφορά, ο πόλεμος και το έλλειμμα της αγάπης.
– Αν σου ζητούσαν να περιγράψεις την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα μας σήμερα, κοινωνικά και πολιτικά, πώς θα την περιέγραφες;
Είναι μια δύσκολη κατάσταση για όλο τον κόσμο και σίγουρα και για την χώρα μας. Δεν νομίζω όμως ότι έχει υπάρξει και ποτέ μια ιδανική συνθήκη. Τα μεγάλα συμφέροντα και η διαπλοκή σε όλα τα επίπεδα δεν θα αφήσουν ποτέ την κοινωνία να ζήσει σε ένα κόσμο όπως ο καθένας τον ονειρεύεται. Και τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα όπως βλέπουμε σε σχέση με παλιότερες εποχές. Δεν υπάρχει όμως επιστροφή, η τεχνολογία καλπάζει και μαζί πλάθεται ένας νέος άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του όλο αυτό το καινούριο υλικό που πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται για να επιβιώσει στον νέο κόσμο που έρχεται. Εγώ ακόμη πιστεύω στον άνθρωπο και στις αξίες που είναι χαραγμένες μέσα του. Διατηρώντας αυτές τις ανθρώπινες αξίες νομίζω ότι θα μπορέσουμε να διασχίσουμε τον νέο κόσμο. Ο προσωπικός αγώνας του καθένα για αυτοβελτίωση θα φέρει την πρόοδο στην κοινωνία και την πολιτική. Έτσι το βιώνω εγώ, αλλά εκτιμώ και κάθε συλλογική προσπάθεια που γίνεται για έναν καλύτερο κόσμο. Νομίζω ότι αυτά προχωράνε παράλληλα.
– Έχουμε έστω κάποιους λόγους να έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτό το κράτος που ζούμε ή η υπόθεση Λιγνάδη έβαλε την «ταφόπλακα» μέσα μας ως προς την τελικά καθόλου εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης;
Δεν έχω γνώσεις νομικής και σαν απλός άνθρωπος που παρακολουθώ όσα ακραία και δυσάρεστα συμβαίνουν και τις αδικίες που κλονίζουν την πίστη του κόσμου στη Δικαιοσύνη θέλω να πιστεύω ότι θα επικρατήσει το δίκαιο και η λογική και στην κοινωνία και στους εκπροσώπους της Δικαιοσύνης. Αν τα χάσουμε και αυτά θα χαθεί η ελπίδα. Μερικές φορές οι άνθρωποι προχωράνε πιο γρήγορα από τους αργοκίνητους θεσμούς και τελικά τους παρασέρνουν μαζί τους. Συντάσσομαι πάντα με τα θύματα και περιμένω να αποδοθεί δικαιοσύνη.
– Υπάρχουν τρόποι αντίστασης απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία; Και αν ναι, ποιοι είναι αυτοί;
Και εμένα με απασχολεί αυτή η ερώτηση συνεχώς και στην καθημερινότητά μου. Δεν έχω συγκεκριμένη απάντηση και νομίζω ότι το ένα προσδιορίζει το άλλο. Αν τους γνώριζα όλους και ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν και αποτελεσματικοί, μπορεί και να μην γινόμουν μουσικός. Υπάρχουν πολλοί τρόποι και συλλογικοί και ατομικοί όπως δείχνει η ιστορία, ας πούμε στις προηγούμενες δεκαετίες του ’60, ‘70, όταν κατακτήθηκαν πολλές ελευθερίες που σήμερα τις απολαμβάνουμε και τις θεωρούμε δεδομένες. Στα τραγούδια μου δίνω απαντήσεις σε όλα αυτά που με ρωτάς και θέτω και άλλες τόσες ερωτήσεις με τον δικό μου τρόπο.
– Είναι η νέα χιπ χοπ σκηνή η πιο ενδιαφέρουσα, δυναμική και ακτιβιστική εγχώρια πρόταση;
Ένας μουσικός που ασχολείται με την χιπ χοπ και προσπαθεί μέσα από τις ρίμες που φτιάχνει να μιλήσει για την καθημερινότητα αλλά και το όνειρά του, σίγουρα θα βρείς σε αυτόν κάτι που θα σε συγκινήσει. Πιστεύω ότι σε μια εποχή που η ποίηση είναι έως και ανύπαρκτη, εννοώ πολύς κόσμος δεν προσεγγίζει την κλασσική ή σύγχρονη λογοτεχνία έστω και ένας μουσικός που μιλάει ή τραγουδά για τον κόσμο γύρω του είναι κάτι θετικό. Θέλω να πω πως η ποίηση, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία στη πορεία του χρόνου καλλιεργεί μέσα μας την ενσυναίσθηση, διευκολύνει την αντίληψη να διευρυνθεί ώστε να έχουμε καλύτερη σχέση με τον εαυτό μας και φυσικά με τον συνάνθρωπό μας.
– Ακούς νέες εγχώριες ή ξενες μουσικές; Πώς βιώνεις μέσα σου το έργο νέων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων;
Ακούω μουσική όταν πηγαίνω σε κλάμπ, αυτή την τετραετία μέσα από το ίντερνετ περισσότερο, η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι πολύ κοινωνικός, εννοώ ότι συναντώ λίγους ανθρώπους, κάτι γίνεται και ο χρόνος φεύγει γρήγορα κι αυτό έχει ένα αντίκτυπο και στον τρόπο που ακούω ή επικοινωνώ. Υπάρχουν ωραίοι καλλιτέχνες γύρω μας και ωραίες μουσικές. Νέοι καλλιτέχνες που καταγράφουν τις μουσικές τους εμπειρίες. Ακούω κάποιες φορές ιντερνετικά ραδιόφωνα και μπαίνω στο bandcamp όπου συχνάζουν πολλοί τα τελευταία χρόνια.
– Μια πρόταση που σου έρχεται στο νου όταν ακούς τις λέξεις «Στέρεο Νόβα».
Νιώθω μια μικρή ηλιαχτίδα, μια διάθλαση φωτός σ’ ένα τοίχο, μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί.
– Πόσο δυνατή είναι τελικά η λέξη «νοσταλγία» για σένα; Νοσταλγείς καταστάσεις ή κοιτάς μπροστά;
Νομίζω πως βιώνω κάποιες φορές νοσταλγία, είναι κυρίως εκείνη η στιγμή που συνειδητοποιώ πως μέσα στο χρόνο έχει διευρυνθεί η συνείδηση μου σε ένα ζήτημα, δηλαδή κάτι που παλιά δεν μπορούσα να το δεχτώ, να το χωρέσω, ξαφνικά βλέπω πως έχω μεγαλώσει και μπορώ να συγχωρέσω και να το αγκαλιάσω και αυτό μου φέρνει δάκρυα και νομίζω πως αυτό για μένα είναι αυτές οι στιγμές νοσταλγίας. Σαν άνθρωπος όπως όλοι μας είχα επώδυνες εμπειρίες και πολλές άσχημες στιγμές που δεν ήθελα να θυμάμαι και γι αυτό γινόμουν κάποιες φορές σκληρός με τον εαυτό μου, όσο μεγαλώνω νιώθω περισσότερη χωρητικότητα και κάποιες φορές έρχεται και η νοσταλγία.
– Για τέλος, θα σε πάω στο live σου στο Release. Πως ένιωσες που έπαιξες πριν από ένα συγκρότημα που πιστεύω ότι και εσένα, ως μουσικό, σε έχει επηρεάσει όσο λίγα; Μιλήσατε καθόλου με τους Pet Shop Boys;
Ήταν ένα ωραίο απόγευμα και χάρηκα πολύ που ήμουν εκεί, είχαμε καιρό να παίξουμε ζωντανά με το γκρούπ μας. Νομίζω χάρηκε και ο κόσμος όπως κι εμείς. Είχαμε παίξει με τους Pet Shop Boys όταν έπαιξαν στις 28 Ιουνίου του 2000 στον Λυκαβηττό και τότε τους είχα γνωρίσει στα καμαρίνια, είχα ενθουσιαστεί πολύ, ήταν πολύ ωραίοι άνθρωποι, θυμάμαι είχαν παίξει το “I Don’t Know What You Want But I Can’t Give It Any More” που είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια αλλά και το “Young Offender” σε μια extended εκτέλεση συγκλονιστική. Είμαι τρελός φαν των PSB και φυσικά έχω όλα τα άλμπουμ τους από την πρώτη μέρα που βγήκε το “Please” στην Ελλάδα. Αυτή την φορά δεν μιλήσαμε λόγω covid αλλά ήμουν στην αρένα και τους χάρηκα για άλλη μια φορά. Είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο της ποπ μουσικής.
– Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτή την περίοδο;
Θα ετοιμάσω νέα mastering για παλιές επανεκδόσεις άλμπουμ μου, όπως και ακυκλοφόρητες δουλειές μου που θα εκδοθούν, και την άνοιξη του 2023 έρχεται το νέο μου άλμπουμ μετά από την «Ομόνοια» του 2016, σχεδόν 7 χρόνια.
*Μπορείτε να παραγγείλετε το “Neapoly” από εδώ.