Οι υπαρξιακές και ιδεολογικές αναζητήσεις χαρακτήρων που βιώνουν τις πιέσεις μιας ενίοτε αφόρητης κοινωνικής πραγματικότητας, είναι ένα από τα βασικά θεματικά μοτίβα της πεζογραφίας του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (Λάρισα, 1970). Η συνθήκη που έχει περιγραφεί ως «ελληνική ιδιαιτερότητα» υπεισέρχεται στις ιστορίες του, όχι όμως ως στοιχείο αποκλεισμού ή εξαίρεσης (πόσω μάλλον εξωτισμού), όσο ως απόρροια μιας ιστορικής διαδρομής που συνδέεται πολιτικά και πολιτισμικά με την ευρύτερη βαλκανική χερσόνησο.

Στο τελευταίο του, εκτενέστερο, πιο πολυφωνικό και σαφώς πιο φιλόδοξο μυθιστόρημα με τον τίτλο Θα πέσει η νύχτα (Μεταίχμιο, 2025), κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, ένας  καλλιεργημένος και προοδευτικός μεγαλοεπιχειρηματίας, ο οποίος έχει καταφέρει να εγκαθιδρύσει μια βιομηχανική μονάδα κλωστοϋφαντουργίας στον γενέθλιο τόπο του, τον θεσσαλικό τύπο. Γύρω από τον Διαμαντόπουλο, περιστρέφονται οι υπόλοιποι βασικοί χαρακτήρες: η κόρη του, η Ευρωπαία επαναστάτρια Άζια, η οποία ερωτεύεται έναν δυναμικό, μοναχικό επαρχιώτη ακτιβιστή, με ευαισθησίες παρόμοιες με τις δικέ της∙ η εν διαστάσει σύζυγος του Διαμαντόπουλου, η Βασιλική, ζει στην Αθήνα, στο Κολωνάκι και έχει εξελιχθεί σε μπεστσελερίστρια  ρομαντικών μυθιστορημάτων∙ η Δήμητρα ερωμένη του μεγαλοβιομηχάνου, την οποία λες και ακολουθεί κάποια τραγική μοίρα∙ η Τασία και ο Βαγγέλης, βασικοί υπεύθυνοι για την εύρυθμοι λειτουργία των εγκαταστάσεων στο κτήμα Διαμαντόπουλου, που επίσης μέλλει να πληρώσουν ακριβά το αντίτιμο της οικογενειακής μοίρας.

Έκκεντρη θέση στο μυθιστόρημα και σε σχέση με τους προαναφερθέντες έχουν οι άλλοι δύο βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου, οι αδελφοί Γιώργος και Γιάννης, που διατηρούν με τα χίλια ζόρια το οικογενειακό στεγνοκαθαριστήριο στην Κυψέλη, σε μια γειτονιά όπου ζουν κυρίως μετανάστες. Πρώην οργανωμένοι οπαδοί του Παναθηναϊκού και οι δύο, με βεβαρυμμένο χουλιγκανικό μητρώο, νεαροί χωρίς μέλλον, συναναστρέφονται τον υπόκοσμο και  είναι επιρρεπείς στην βία, συμπεριλαμβανομένης και της ρατσιστικής∙ δεν είναι ακροδεξιοί ιδεολόγοι, εθνικιστές ή θιασώτες της καθαρότητας του αίματος κλπ.∙ φθονούν τους μετανάστες για την δική τους οικονομική/κοινωνική κατάσταση.

Ο θεσσαλικός κάμπος, λοιπόν, η Λάρισα, η περιοχή Σκουριών, τα μεταλλεία και τα γύρω χωριά, η πλατεία Βικτωρίας, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, χωριά και κωμοπόλεις της Μεσσηνίας, οριοθετούν το ναρκοπέδιο της πλοκής του μυθιστορήματος. Επίσης τα Τίρανα και τα βουνά της Αλβανίας: ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από μια επιχείρηση ανεύρεσης των σορών δυο από τους χιλιάδες άταφους νεκρούς Έλληνες στρατιώτες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Σε ένα κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και το οποίο ξανανοίγει ο Τζαμιώτης, το ελληνικό κράτος ουδέποτε ασχολήθηκε με την αναζήτηση των οστών των χιλιάδων πεσόντων στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του ’40-‘41. Αυτές οι χιλιάδες που θυσιάστηκαν για την πατρίδα, έμειναν στα αζήτητα, χωρίς καμία ταυτοποίηση, χωρίς κανονική ταφή. Καθώς το παρελθόν απρόσκλητα εισβάλει στο παρόν, η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται ως παραλλαγμένη τραγωδία…

Υφολογικά, το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη μπορεί να διαβαστεί συγχρόνως ως μια οικογενειακή σάγκα, μια ιστορία ενηλικίωσης ή μια σχεδόν αστυνομική ιστορία. Πέρα όμως από τις ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις, όπως αναφέρεται και στο κείμενο του οπισθόφυλλου, είναι ένα μυθιστόρημα που «μιλά για την ασίγαστη ανάγκη να υπερασπίζεται κανείς το καλό πριν το κακό υπερισχύσει και πέσει πάλι η νύχτα».

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα. Σπούδασε κινηματογράφο. Ζει στην Αθήνα. Βιβλία του: Η πόλη και η σιωπή (2013), Η εφεύρεση της σκιάς (2008), Παραβολή (2006), Ο βαθμός δυσκολίας (2005), Βαθύ πηγάδι (2003), Η συνάντηση (2002). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις. Το πρώτο του θεατρικό έργο Ουδέτερη ζώνη απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Κείμενά του καθώς και άρθρα για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Από το Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του: Το πέρασμα (2016 – Athens Prize for Literature), το οποίο μεταφράστηκε στη Γαλλία από τις εκδόσεις Actes Sud, και Ίσως την επόμενη φορά (2017), καθώς και το παιδικό βιβλίο Η πολιτεία των παπουτσιών και ο ξυπόλυτος Ιππόλυτος.

Ο συγγραφέας μιλάει στο Olafaq:

– To μυθιστόρημα, που είναι σίγουρα η πιο φιλόδοξη δουλειά σου μέχρι σήμερα, είναι κατά βάση μια οικογενειακή ιστορία, συγχρόνως όμως έχει πολλές προεκτάσεις. Μία από αυτές είναι η αλόγιστη (υπερ)εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και η καταστροφή του περιβάλλοντος, θέματα που δεν προσεγγίζεις μόνο από στενή οικολογική σκοπιά, αλλά ξεκάθαρα πολιτικά. Πιστεύεις ότι είναι το μείζον θέμα της εποχής μας, σε παγκόσμιο επίπεδο; Αναζητάς στην προσωπική σου ζωή μια πιο ισορροπημένη σχέση με το φυσικό περιβάλλον, όπως το ζευγάρι (δύο εκ) των κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου, η Άζια και ο Πέτρος;

Ανέκαθεν ξεζουμίζαμε τη φύση. Είμαστε βάναυσα άπληστο είδος. Η μόνη διαφορά της εποχής μας από την εποχή της αρχαιότητας ή του γαλλικού διαφωτισμού (που επίσης ήταν υπέρ του ξεζουμίσματος ελέω θεού) είναι ο πληθυσμός μας και οι τεράστιες μηχανικές δυνατότητες που διαθέτουμε έναντι εκείνου του παλιού κόσμου. Με άλλα λόγια, ροκανίζουμε το κλαδί που στεκόμαστε με απείρως πιο γοργούς ρυθμούς από ό,τι οι παλαιότεροι. Ξαφνικά ο χρόνος δεν είναι πια με το μέρος μας αλλά εναντίον μας. Σε μια δυο γενιές από τη δική μας θα έχουν απομείνει ελάχιστες ελεύθερες φυσικές ζώνες. Ας είμαστε έτοιμοι για τα χειρότερα λοιπόν.

– Ο περίγυρος πάντως αντιδρά βίαια στην προσπάθεια αυτή των δύο προαναφερθέντων. Είναι κάπως σταμπαρισμένοι, ενώ όταν περνούν σε ακτιβιστική οικολογική δράση, πέφτουν θύματα επιθέσεων. Πιστεύεις ότι αυτή είναι δυστυχώς η μοίρα της διαφορετικότητας στην Ελλάδα;

Δεν πρόκειται αποκλειστικά για ελληνική ιδιαιτερότητα. Παντού το διαφορετικό διώκεται. Κανείς δεν αγαπά όσους του θυμίζουν πως είναι δειλός, πνευματικά αχαμνός, ιδιοτελής και κοντόφθαλμος. Τι ωραία που τα λέει ο Ίψεν στον εχθρό του λαού;

– Ο κεντρικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο πολύ επιτυχημένος οικογενειάρχης, μεγαλοκτηματίας και βαμβακοπαραγωγός Λευτέρης Διαμαντόπουλος είναι ένας επιχειρηματίας ο οποίος εμφανίζεται να έχει κοινωνικές και οικολογικές ευαισθησίες. Ωστόσο, αναγκάζεται και αυτός να παίξει βρόμικα σε αρκετές περιπτώσεις. Ήθελες στην περίπτωσή του να φτιάξεις έναν χαρακτήρα που να συμπυκνώνει τις αντιφάσεις, αναγκαστικές ή ίσως επιβαλλόμενες, ενός ανθρώπου που θέλει να πετύχει με τους σημερινούς όρους του συστήματος και συγχρόνως να διατηρήσει κάποιες αρχές;

Ο χαρακτήρας του Λευτέρη Διαμαντόπουλου φωτίζει και αποκαλύπτει τις ασυνέχειες της ελληνικής ή αν προτιμάτε της παγκόσμιας αστικής τάξης. Πρόβλημα σοβαρό για οποιαδήποτε δυτική δημοκρατία όπως η δική μας. Προφανώς δεν είναι διατεθειμένος να απολέσει το παραμικρό από τα προνόμιά του και κάνει ό,τι μπορεί για να τα διατηρήσει. Από την άλλη έχει για συμμάχους του την καρτερικότητα, τη σκληρότητα και την αυτοπεποίθηση που απαιτεί κάθε ηγεμονική θέση σαν τη δική του. Βλέπετε, έρχεται από τον κόσμο της απόδοσης και ζει σε έναν κόσμο της απόλαυσης. Αλλά είναι καλά εκπαιδευμένος. Φυσικά αυτό δεν τον βοηθά μέχρι τέλους.

– Ο Διαμαντόπουλος έχει στο προσκέφαλό του βιβλία του Μάρκου Αυρήλιου και του Παναγιώτη Κονδύλη. Ανατρέχεις και εσύ σ’ αυτούς τους στοχαστές; Θα ήθελες να μας μιλήσεις ιδιαίτερα για τη φιλοσοφία του Κονδύλη – ενδεχομένως του κορυφαίου Έλληνα μελετητή του Μακιαβέλλι;

Ο Μάρκος Αυρήλιος αποτελεί μια παραφωνία στον κόσμο των εξουσιαστών. Είναι σοβαρός, αν όχι σοφός. Ο Κονδύλης πάλι σίγουρα δεν αστειεύεται. Άνθρωποι που τον έχουν συναναστραφεί μιλούν για μια «ολοκληρωτική μηχανή σκέψης». Με την έννοια πως οι νοητικές ικανότητές του έμοιαζαν ασύγκριτες με οποιουδήποτε άλλου της γενιάς του. Και είναι αυτή η πνευματική υπεροπλία που τον σπρώχνει συχνά να παρουσιάζει την ανθρώπινη κατάσταση σχεδόν με ωμό τρόπο. Δεν του αρκεί να μοιραστεί απλά την αλήθεια του. Έχω την εντύπωση πως απολαμβάνει να γίνεται πειστικός με τον αμείλικτο τρόπο που το κάνει, γιατί απλά γνωρίζει την αντοχή υλικών από τα οποία αποτελείται ο κυρίαρχος ανθρωπότυπος. Κάποιος ισχυρός σαν τον Διαμαντόπουλο μοιάζει να το αντιλαμβάνεται αυτό, και έχει ανάγκη να συνομιλεί με κάποιον ισχυρότερό του. Εκεί πατάει η εμμονή του με τον λόγο του φιλοσόφου.

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

– Το άλλο πολιτικό ζήτημα που θίγει το βιβλίο είναι τα λείψανα των πεσόντων στο αλβανικό μέτωπο τα οποία το κράτος ουδέποτε ενδιαφέρθηκε να περισυλλέξει ώστε οι νεκροί μαχητές του ’40 να βρουν την ταφή που τους έπρεπε. Επειδή το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, θα ήθελες να μας πεις περισσότερα; Τι σε παρακίνησε καταρχάς να ασχοληθείς με αυτό το θέμα; Τι σου αποκάλυψε η ιστορική έρευνα;

Πρόκειται για παλιά ιστορία. Καλό όμως είναι να ασχολούμαστε και μ’ αυτές τις παλιές ιστορίες. Οι άνθρωποι σε τίποτα δεν είναι καλύτεροι από το να ξεχνούν. Εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο με τη συγκεκριμένη ιστορία ήταν να καταδείξω μια πολιτισμική μετατόπιση της κοινωνίας μας. Δεν μπορείς να υποστηρίζεις πως αποτελείς συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και να είσαι η μοναδική από τις νικήτριες χώρες εκείνου του πολέμου που δεν φρόντισε να συλλέξει τους νεκρούς της στρατιώτες. Στον κόσμο της κλασικής Ελλάδας κάτι τέτοιο αποτελούσε ασυγχώρητη ύβρη και επέφερε ποινή θανάτου, όπως ξέρουμε από τις δίκες και τις εκτελέσεις των Αθηναίων στρατηγών που ακολούθησαν τη νικηφόρα για τη Δημοκρατία της Αθήνας ναυμαχία των Αργινουσών, επειδή δεν φρόντισαν να συλλέξουν τα πτώματα των νεκρών ναυτών. Στον κόσμο του Ευριπίδη και τις «Ικέτιδές» του, η Αθήνα κηρύσσει τον πόλεμο στη Θήβα επειδή αρνείται να παραδώσει τα πτώματα των νεκρών Αργείων στους δικούς τους. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στην υπόθεση των Τεμπών και τη διαχείρισή της από τη σημερινή εξουσία για να δει κανείς τι εννοώ. Αν μη τι άλλο πρόκειται για τεράστιο πολιτισμικό και ηθικό χάσμα μεταξύ εκείνου του πολιτισμού και του δικού μας. Αλλά η συλλογική άγνοια και η υποκρισία όλων των ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες οχτώ δεκαετίες δεν εμπόδισαν κανέναν μας να αντλεί κύρος και ανωτερότητα από εκείνους που ζούσαν κάποτε σ’ αυτά τα μέρη. Έπειτα υπήρχε και κάτι άλλο: Ο Κανταρέ και το μυθιστόρημά του «Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών» του 1963. Ένα βιβλίο βασισμένο σε ψέματα. Μια ασφαλώς εσκεμμένη πρακτική που σκοπό είχε την αποσιώπηση όσων είχαν συμβεί τις ταραγμένες εκείνες μέρες. Δεν είναι τυχαίο πως ο κατά τ’ άλλα σπουδαίος Αλβανός συγγραφέας αναφέρεται στο μυθιστόρημά του μόνο σε νεκρούς Ιταλούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν όλοι τους από Αλβανούς παρτιζάνους. Σαν να μην πέρασε από εκεί ποτέ ο ελληνικός στρατός. Σαν να μην υπήρξε ελληνοϊταλικός πόλεμος στο έδαφος της Αλβανίας. Αυτή ήταν η γραμμή του καθεστώτος, της ίδιας γραμμής είναι και ο Κανταρέ στο συγκεκριμένο βιβλίο. Και δεν μπορούσα να το αφήσω αναπάντητο. Έπειτα ήταν οι αφηγήσεις του παππού μου. Μεγάλωσα μ’ αυτές. Πολέμησε ως μουλαράς, ένα πράγμα σαν τον ήρωα του Μπεράτη στο σπουδαίο του «Πλατύ ποτάμι». Με άλλα λόγια, ήξερα γιατί πράγμα πάω να γράψω πριν ξεκινήσω την έρευνά μου.

– Το μυθιστόρημα, πέρα από την Αθήνα, εκτυλίσσεται κυρίως στον θεσσαλικό κάμπο και στα δάση της Χαλκιδικής. Εσύ ο ίδιος έχεις γεννηθεί στη Λάρισα. Κατά πόσο κάποιες περιγραφές και στιγμιότυπα αντανακλούν αυτοβιογραφικές εμπειρίες;

Πολλά από όσα περιγράφονται αποτελούν παιδικές εμπειρίες που παραμένουν ανεξίτηλες μέσα μου παρότι είμαι άνθρωπος της πόλης. Η φύση όμως δεν είναι κάτι εχθρικό για μένα. Νομίζω πως κουβαλώ ακέραια τα περισσότερα από τα μαθήματα που έλαβα ως παιδί. Θέλω να πω πως βρίσκω ακόμη τρομερά ενδιαφέρουσα την πρόκληση να ζεις σε περιβάλλοντα που δεν είναι απόλυτα ελεγχόμενα∙ περιβάλλοντα που γελοιοποιούν τη νεύρωση της ασφάλειας και την ανάγκη ελέγχου, από την οποία κατατρυχόμαστε όλοι εξαιτίας της ελάχιστης σύνδεσής μας με τον φυσικό κόσμο.

– Ένα άλλο αυτοβιογραφικό στοιχείο, που ενδεχομένως υπεισέρχεται στην αφήγηση, είναι οι μινιατούρες που απεικονίζουν σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες, τις οποίες κατασκευάζει ένας από τους χαρακτήρες. Έχεις κάνει ο ίδιος σπουδές κινηματογράφου. Με ποιους τρόπους πιστεύεις ότι σε έχουν επηρεάσει ως συγγραφέα;

Ο κινηματογράφος μού έμαθε πως δεν πρέπει να περισσεύει τίποτα σε μια αφήγηση. Μου έμαθε τη σπουδαιότητα του χρόνου. Μου έμαθε επίσης πως τίποτα δεν είναι πολυτιμότερο από το να λες καλές ιστορίες με απλό και συγκινητικό τρόπο.

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

– Στα κεφάλαια του μυθιστορήματος που εκτυλίσσονται στο κέντρο της Αθήνας, συναντάμε έξαρση της εφηβικής εγκληματικότητας, νέους που ενηλικιώνονται σε αδιέξοδο, οι οποίοι στρέφονται στον χουλιγκανισμό, στην ακροδεξιά και στο οργανωμένο έγκλημα, μια κοινωνία και ένα κράτος ανίκανο (και απρόθυμο) να ενσωματώσει τους μετανάστες και έναν αστικό ιστό σε πλήρη παρακμή. Πέρα από την οργή και τη διαμαρτυρία, διακρίνω και απαισιοδοξία στην οπτική σου σε αυτές τις σελίδες…

Ναι, πιστεύω πως η δημοκρατία μας βρίσκεται σε κίνδυνο. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται στο γεγονός πως κάθε μέρα αδράνειας και παραίτησης που περνά μειώνει δραστικά τον αριθμό των πρόθυμων να την υπερασπιστούν. Υπάρχουν μέρες και καταστάσεις που η δημοκρατία μας μοιάζει με τρύπιο μπαλόνι. Αλλά δεν είμαι πραγματικά απαισιόδοξος παρότι ζούμε σε εξαιρετικά αβέβαιους καιρούς. Η Ιστορία τα έχει αυτά. Φοβάμαι ωστόσο πως τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Όχι μόνο για εμάς εδώ. Σε ολόκληρη τη Δύση τα πράγματα θα γίνουν σύντομα πολύ χειρότερα. Ίσως για ολόκληρο τον κόσμο. Μπορεί πάλι κάποιοι πιο γενναίοι από μας, κάποιοι που θα έρθουν αργότερα, να βρουν τον τρόπο να αλλάξουν τον ρου της κατηφόρας που βιώνουμε.

– Πρόκειται σαφώς για το πιο πολυφωνικό σου μυθιστόρημα μέχρι σήμερα. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε να θεωρηθεί και το πιο μοντερνιστικό, υφολογικά. Σε δυσκόλεψαν ιδιαίτερα στο να τις πετύχεις κάποιες από αυτές τις διαφορετικές αφηγηματικές φωνές;

Η αλήθεια δεν γέρνει ποτέ αποκλειστικά προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Η αλήθεια συνηθίζει να κρύβεται στις λεπτομέρειες. Κυρίως τις πιο ενοχλητικές απ’ αυτές. Λεπτομέρειες που απορρέουν από τις πολλές και πολύ διαφορετικές οπτικές. Και όσο περισσότερες οπτικές τόσο περισσότερες και οι λεπτομέρειες. Ειδάλλως κινδυνεύει κανείς να γίνει υποκειμενικός ή ακόμα χειρότερα προπαγανδιστής. Όσο για τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, μπορώ να πω πως όντως δεν υπήρξε απλή υπόθεση. Τίποτα άξιο λόγου δεν επιτυγχάνεται χωρίς κόπο. Είναι κάτι που πρέπει να αποδεχτούμε όλοι αν θέλουμε να συνεχίσουμε να αισθανόμαστε ζωντανοί. Δεν ακούγεται βολικό αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.

– Κλείνοντας, σε αρκετά σημεία του βιβλίου αναφέρεσαι σε στοιχεία της λαϊκής παράδοσης, της μουσικής συμπεριλαμβανομένης. Σε κάποιο σημείο, για παράδειγμα, περιγράφεις ένα πανηγύρι όπου μεταξύ άλλων ακούγονταν ωραιότατα παραδοσιακά θρακιώτικα. Επειδή είμαστε συνομήλικοι, διακρίνεις ίσως ότι σήμερα περισσότεροι νέοι έλκονται από τη λαϊκή παράδοση, μουσική και μη, σε σχέση με μας που λίγο πολύ τη σνομπάραμε τότε οι περισσότεροι; Πιστεύεις ότι η παράδοση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση δυναμικά, μοντερνιστικά αν προτιμάς;

Είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι από τον άχαρο τρόπο ζωής που ζούμε. Ειδικά οι νεότεροι. Όλοι έχουν δικαίωμα να αναζητούν τρόπους που μοιάζουν ικανοί να τους βγάλουν από τον βάλτο στον οποίο νιώθουν τελματωμένοι. Και δεν μιλώ για νοσταλγία. Η παράδοση, αυτή η εξαντλητικά φιλτραρισμένη κοινωνική κατασκευή, κουβαλά στα σπλάχνα της πολλή ουσία, πολύ περιεχόμενο. Οι πιο συντηρητικοί από μας ίσως την καταναλώνουν στείρα και άκριτα, οι πιο τολμηροί ωστόσο μπορούν να την αξιοποιήσουν με πιο δημιουργικούς τρόπους.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.