Οι παραστάσεις του Κωνσταντίνου Ντέλλα δεν ξεχνιούνται. Δεν είναι κάτι που βλέπεις, είναι κάτι που βιώνεις και γι’ αυτό τις θυμάσαι με τις αισθήσεις σου. Πώς να ξεχάσω τις νύμφες που μετατράπηκαν σε μαινάδες στα υπόγεια του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά από την τριλογία της “Insomnia Greca” ή τις απόκοσμες μορφές του από το «Ο Έλλην Βρυκόλαξ [reloaded]» στη βιβλιοθήκη του Ιστορικού Αρχείου ΠΙΟΠ.
Ο Ντέλλας μιλάει για το “ελληνικό” μέσα από βαθιά γνώση της παράδοσης, της μουσικής, των θρύλων αλλά και των ιστορικών γεγονότων και δεν διστάζει να ανοίξει τη ντουλάπα με τους σκελετούς. Στην παράσταση «Γκιακ» καταπιάνεται με το τραύμα του βετεράνου με αφετηρία την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, ημερολόγια στρατιωτών που βρέθηκαν στο μικρασιατικό μέτωπο αλλά και λόγους στρατιωτικών από τους Βαλκανικούς πολέμους και το 1922.
– Στο παρελθόν έχεις παρουσιάσει παραστάσεις σου σε ιδιαίτερους χώρους όπως μια βιβλιοθήκη ή μια καθολική εκκλησία ή έχεις εκμεταλλευτεί ολόκληρο το κτήριο ενός θεάτρου όπως συνέβη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Φέτος παρουσιάζεις το «Γκιακ» στο Θέατρο 104.
Ναι, μου αρέσει πολύ να δουλεύω έτσι. Δηλαδή τώρα με το «Γκιακ» στο 104 που είναι αμιγώς θεατρικός χώρος, παρ’ ολίγον να καταπιεστώ. Έγινε όμως κάτι μαγικό. Παίζει συνεχώς, κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο ήχος της οικοδομής συνεχόμενα ως δήλωση ότι η ζωή εκεί έξω συνεχίζεται, οι άνθρωποι χτίζουν, επενδύουν σε σπίτια, κάνουν οικογένειες κι όλα αυτά. Αυτός ο ήχος δεν ακούγεται από το ίδιο ηχείο με τους υπόλοιπους. Στις πρόβες η σκηνογράφος μας, η Μάρθα Φωκά έδωσε την ιδέα να είναι ανοιχτή η πόρτα προς τα παρασκήνια για να φαίνεται ένας σωλήνας που ξεκινάει μέσα από τον σκηνικό χώρο της παράστασης και συνεχίζεται εκτός αυτού, για να φαίνεται μια σκάλα που κάπου οδηγεί. Αυτό το πράγμα με ελευθέρωσε. Μου αρέσει να ξέρω ότι στον δίπλα χώρο, ή από πάνω ή κάτω γίνεται κάτι παράλληλα. Είναι σημαντικό ως υπενθύμιση: ναι μεν τώρα παρακολουθείς ένα γεγονός, το γεγονός αφορά τους ήρωες του κάθε έργου αλλά αυτοί οι ήρωες είναι άνθρωποι και υπάγονται μέσα σε κάτι. Παράλληλα όμως συμβαίνει κάτι μεγαλύτερο, η Γη γυρνάει και θα συνεχίσει να γυρνάει ακόμη και όταν πεθαίνει ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα. Αυτή η γνώση κάνει πιο σημαντικές και τις κινήσεις του ήρωα γιατί τονίζει την έννοια της επιλογής. Την ώρα που πράττει όπως πράττει αφήνει κάτι άλλο πίσω του, το διακύβευμα δεν είναι μικρό. Στον «Ματωμένο Γάμο» που είχα κάνει στο Από Μηχανής υπήρχε παράλληλα με τη δράση μια προβολή που έδειχνε γεννήσεις και θανάτους από όλο τον κόσμο. Όλα αυτά αποτελούν μια υπενθύμιση ότι «κανένας δεν πέθανε από κακό θέατρο», όπως λέει και μια φίλη, η Ζωή Ξανθοπούλου, και ότι πρέπει να ρίχνουμε μια παράλληλη ματιά στην μεγάλη εικόνα.
– Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το «Γκιακ»; Είχε προηγηθεί μια αποχή σου από τα θεατρικά δρώμενα.
Το να καταπιαστώ με το «Γκιακ» έπαιζε αρκετά χρόνια στο μυαλό μου. Η τελευταία παράσταση πριν απ’ αυτό ήταν η «Αντιγόνη» που ανέβηκε το καλοκαίρι του 2018 στην Μικρή Επίδαυρο. Το επόμενο καλοκαίρι την ανεβάσαμε στο MITTELFEST της Ιταλίας με άλλη διανομή αλλά και εκεί εντάχθηκαν ντόπιοι στην παράσταση, έγινε διάλογος με τις τοπικές μουσικές ενώ η παράσταση δόθηκε μέσα σε μια εκκλησία. Μετά απ’ αυτό κατάλαβα ότι ήθελα κάποιο χρόνο να κάνω κάποια πράγματα, να δω αν θα συνεχίσω με τον δικό μου τρόπο, να δω εάν δεν θα συνεχίσω. Πιο πολύ ήθελα να κάτσω και να καταλάβω αν πάνω στη δουλειά είμαι ειλικρινής σ’ αυτό που θέλω να πω κι αν το επικοινωνώ με τους ηθοποιούς. Λίγο μετά προέκυψε η καραντίνα. Ήταν, για εμένα, μια περίοδος τρελού διαβάσματος, εξεταστικών μέσω zoom και πτυχιακής. Ήθελα να ολοκληρώσω την Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, που εν τω μεταξύ είχε γίνει τεταρτοετούς φοίτησης, για να προχωρήσω σε ένα μεταπτυχιακό. Βρέθηκα μέσω Erasmus στη Γρανάδα, για επτά μήνες. Την επέλεξα λόγω Λόρκα και εξαιτίας του τοπικού Κέντρου Νεοελληνικών Σπουδών. Εκεί ασχολήθηκα με το Θέατρο Σκιών, ο πρόεδρος του Κέντρου, ο κ. Μορφακίδης έχει μεγάλη αγάπη προς αυτό. Επέστρεψα και μπήκα στο μεταπτυχιακό στο Ναύπλιο. Τότε ήρθε η επιχορήγηση για το «Γκιακ» και είπα ότι ήρθε η ώρα να το πιάσω στην πράξη. Eίχαν ανοίξει άλλα πεδία στο ενδιάμεσο γιατί είχα ανάγκη να γνωρίσω ακαδημαϊκά τα πεδία που ήδη δούλευα στις παραστάσεις μου.
– Η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία πώς είχε προκύψει;
Έτσι, παλιότερα.
– Άρα δεν ήταν κάτι στοχευμένο;
Νομίζω ότι δεν έχω κάνει ποτέ κάτι στοχευμένα, ρε γαμώτο. Πάω και βλέπω αν θα κάτσω κάπου. Πολλές φορές κάθομαι για λόγους που μπορούν να μην αφορούν καν το συγκεκριμένο πράγμα. Πάντως το θρησκευτικό κομμάτι από τη λαϊκή του εκδοχή είναι πράγμα που το δουλεύω πάρα πολύ, και λόγω της σχέσης μου με τον παραδοσιακό χορό και το παραδοσιακό τραγούδι. Όλα αυτά έδεσαν σε σχέση με αυτό που εγώ ήθελα να κάνω με την ανθρωπολογία του θεάτρου και με τις μορφές θεάτρου που υπάρχουν μέσα στα λαϊκά δρώμενα. Κύκλωσε αυτό το πράγμα, και χρειαζόμουν πολύ αυτήν την ησυχία που σου περιέγραψα πριν για να κυκλώσει. Μέσα σε αυτό το διάστημα λοιπόν υπήρξε μια αλλαγή τρόπου σκέψης σε σχέση με τη βιβλιογραφία, τις υπάρχουσες τάσεις αυτή τη στιγμή στην ιστοριογραφία και στο κομμάτι των κοινωνικών επιστημών. Δεν μου έβγαινε λοιπόν να κάνω ένα «Γκιακ» που θα βασιζόταν πάνω στο λαϊκό στοιχείο με την έννοια μιας τελετουργίας, που είναι σε ένα πρώτο επίπεδο αναγνωρίσιμη ως κάτι χωριάτικο. Έχει μεταβολιστεί πολύ αυτό το πράγμα μέσα μου, γιατί μου είναι τόσο πυρηνικό, που πραγματικά μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω. Γενικά μ’ αρέσουν οι αντιστίξεις έτσι κι αλλιώς. Άλλωστε η δομή της τελετουργίας υπάρχει μέσα στην παράσταση γιατί αυτό είναι το πεδίο που με ενδιαφέρει και το οποίο με απασχολεί, όχι φιλολογικά αλλά επειδή με αυτήν είναι εμποτισμένη το είναι μου. Άνοιξε όμως πια το θέμα του υποκειμένου.
– Δηλαδή;
Δηλαδή το να ασχοληθώ όχι με μια ιδέα και τι θέλει να πει αυτή αλλά με το υποκείμενο. Ήταν ανάγκη μου να εστιάσω στους βετεράνους. Έχω προσφυγική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας μου. Έβλεπα ότι όλη η συζήτηση στην ελληνική κοινωνία είχε μια επετειακή χροιά του «πω, πω κακό που μας έκαναν» και έμενε εκεί. Προφανώς ισχύει το κακό που έγινε και το ότι οι άνθρωποι έφυγαν απ’ τα σπίτια τους. Το θέμα της παράστασης είναι τι συνάντησαν αυτοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα, είναι τι βίωσαν οι άνθρωποι που στάλθηκαν στην Μικρασία να πολεμήσουν εκεί αλλά και εδώ μετά. Στους περισσότερους δεν είναι γνωστό ότι είχε αναπτυχθεί αντιπολεμική δράση και στο μέτωπο. Όλα αυτά έχουν αρχίσει να συζητιούνται και να γράφονται πολύ πρόσφατα, με αφορμή και τα 100 χρόνια από το 1922. Το θέμα του ήρωα δεν αφορά μόνο μια συνθήκη πολέμου αλλά την καθημερινότητά μας και το πώς θέτουμε τους στόχους μας περί ακεραιότητας.
– Ποιο είναι το διήγημα ή πρόσωπο από τη συλλογή του «Γκιακ» που αποτέλεσε το βασικό άξονά σου;
Για μένα ο Χότζας είναι το διήγημα κλειδί, σε όλα παρότι είναι ίσως το πιο «αουτσάιντερ». Είναι το μοντέλο του αγαπημένου μπάρμπα/παππού που ήταν αγαπητός στο χωριό αλλά έκρυβε από πίσω μια τεράστια παθογένεια. Όσα αναφέρει ο μπάρμπα Κώτσος ως επιτεύγματα μεταφράζονται σε «πόσο καλύτεροι ήμασταν εμείς από τους ξένους», «πώς καταφέραμε να ξεφύγουμε γιατί ήμασταν πιο έξυπνοι», πώς επειδή εκείνη την ώρα επειδή με νευριάζεις σε σκοτώνω και μετά «χαχα, δεν έγινε τίποτα». Όλο αυτό δεν έχει διαφορά από τις άπειρες ιστορίες που έχουμε ακούσει για τον στρατό. Αυτή ήταν η σύνδεσή μου με το σήμερα. Είδαμε πολλά ντοκιμαντέρ για βετεράνους από τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και για τον τραύμα του πολεμιστή.
– Παράλληλα είσαι σε πρόβες για μια νέα παράσταση.
Ναι, για την Πειραματική Σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου. Το έργο ονομάζεται «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα». Πρόκειται για συρραφή κειμένων από ένα ευρύ φάσμα, που ξεκινάει από σύγχρονη λογοτεχνία και φτάνει μέχρι και σε ρωμαϊκά κείμενα. Οι βασικοί άξονες είναι η μαγεία, η μαγειρική και το έμφυλο και η αφετηρία είναι ο θεσσαλικός τόπος. Εστιάζουμε στη σχέση της γυναίκας με τη μαγεία και την μαγειρική και πόσο αυτό λειτουργούσε ως μια λανθάνουσα εξουσία κάτω από την σκιά της ανδροκρατίας. Θα δουλέψουμε με μάσκες αυτή τη φορά, τις κατασκευάζει η Μάρθα Φωκά. Ήθελα τρεις νεαροί άνδρες με αναφορά στη δική τους γιαγιά να προσεγγίσουν σκηνικά το σώμα της ηλικιωμένης γυναίκας.
– Τρομερό ταμπού το γερασμένο γυναικείο σώμα.
Ο αγαπημένος μου φιλόσοφος ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν λέει ότι εκτός από τον ψυχαναγκασμό του «μπορώ τα πάντα» που βρίσκεται παντού στην εποχή μας υπάρχει ο ψυχαναγκασμός του οτιδήποτε λείου, από τις επιφάνειες μέχρι και το σώμα. Δεν συγχωρείται η ρωγμή πουθενά, είτε αφορά ύλη, τρόπος έκφρασης ή στάση ζωής.
* Πληροφορίες: Γκιακ, Συγγραφέας: Δημοσθένης Παπαμάρκος, Σκηνοθέτης – Δραματουργός: Κωσταντίνος Ντέλλας, Ηχητικό Περιβάλλον-Μουσική: Αλέξανδρος Κτιστάκης, Σκηνογράφος: Μάρθα Φωκά, Ενδυματολόγος: Κωνσταντίνα Μαρδίκη, Σχεδιασμός Φώτων – Φωτογραφίες/Video: Παναγιώτης Λαμπής, Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγγα, Ερμηνεύουν: Αντώνης Χρήστου, Γιώργος Σύρμας , Δημοσθένης Ξυλαρδιστός,, Ευθύμης Χαλκίδης. Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι.