Ο Κώστας Λάνταβος, γεννημένος στη Λάρισα, είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα της λογοτεχνίας και της τέχνης. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά η πορεία του τον οδήγησε σε βαθιά εμπλοκή με την πολιτιστική ζωή, ως Πρόεδρος του Θεσσαλικού Θεάτρου και Αντιδήμαρχος Πολιτισμού. Mέχρι σήμερα, έχει εκδώσει 15 ποιητικές συλλογές, δύο νουβέλες, και έχει επιμεληθεί δύο ανθολογίες με την Πόπη Αρωνιάδα.
Η μεταφραστική του δραστηριότητα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από κλασικούς ξένους συγγραφείς όπως ο Μπλέικ, ο Πεσσόα και ο Σαίξπηρ, μέχρι αρχαίους Έλληνες δραματουργούς όπως ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε τη μετάφραση της Σοφίας Σειράχ από την Παλαιά Διαθήκη.
Ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού ΓΡΑΦΗ (1989-2004), έργα και κριτικές του έχουν φιλοξενηθεί σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2020, βραβεύτηκε με το Βραβείο Ποίησης «Μάκης Λαχανάς» για τη συνολική του προσφορά, ενώ το έργο του αναγνωρίζεται και διεθνώς, με μεταφράσεις από τον Ισπανό ποιητή και ελληνιστή Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο, που κυκλοφόρησαν στο βιβλίο “EL DESVELO EN MI INTERIOR”.
Ένας ποιητής, μεταφραστής και στοχαστής που συνεχίζει να εμπνέει. Και στο OLAFAQ, ανοίξαμε μια διάπλατη πόρτα σε έναν κόσμο λέξεων και σιωπών, καθώς ο Κωνσταντίνος Λάνταβος μας μίλησε με τη στιβαρή τρυφερότητα ενός ποιητή που ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες.
– To ιατρικό σας επάγγελμα επηρέασε καθόλου τη γραφή σας; Υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην ιατρική και τη λογοτεχνία που διακρίνετε εσείς προσωπικά;
Η άσκηση της ιατρικής δεν με επηρέασε άμεσα στη γραφή μου. Ούτε ως προς στην έκφραση, ούτε ως προς στο περιεχόμενο. Η ιατρική επηρέασε, αυξάνοντας την ευαισθησία μου απέναντι στην ευαλωτότητα και την θνητότητα των ανθρώπων. Είδα πόσο εύκολο είναι να φύγει ένας άνθρωπος και άλλοτε πόσο δύσκολο είναι αυτό, με αποτέλεσμα να βασανίζεται ο ίδιος και οι γύρω του άνθρωποι. Μ’ έκανε «πιο άνθρωπο», θέλω να πω. Κι έτσι αντιμετώπισα την ποίηση με πιο στοχαστική ματιά. Τώρα, για την σύνδεση, που λέτε, ιατρικής και λογοτεχνίας, αν υπάρχει κάποια αφορά μάλλον την ευαισθησία που πρέπει να διαθέτουν και οι γιατροί και οι λογοτέχνες. Κι αυτό σχετίζεται πάλι με την ανθρωπιά, που υποτίθεται ότι διαθέτουν και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες. Κι όταν οι δύο ιδιότητες συμπίπτουν στο ίδιο άτομο, καταλαβαίνετε «τί φορτίο εν δυνάμει» κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος.
– Ο λυρισμός σας χαρακτηρίζεται από μια «θαυμάσια οικονομία». Πώς καταφέρνετε να ισορροπήσετε την εκφραστική ακρίβεια με τη συναισθηματική φόρτιση στα ποιήματά σας;
Χαίρομαι για την διαπίστωση αυτή, καθώς αυτή η θαυμάσια οικονομία, όπως την ονοματίζετε, είναι το ποθητό ζητούμενο στην ποιητική γραφή. Η εκφραστική ακρίβεια πρέπει να ισορροπεί με το συναίσθημα και κανένα από τα δύο να μην κυριαρχεί του άλλου. Δηλαδή η έκφραση να μην πιέζει και μην καταπνίγει το συναίσθημα, και το συναίσθημα επίσης να μην υπερφορτώνει το ποίημα, καθώς τότε οδηγείται το ποίημα σε μιαν «αισθηματολογία». Όπως το είπατε, η ισορροπία είναι το παν. Πώς τα καταφέρνω, όταν το επιτυγχάνω; Κατά ένα μέρος, ίσως και το σημαντικότερο, αυτό κατορθώνεται μ’ έναν άγνωστο κι ακατανόητο τρόπο. Εδώ υπεισέρχεται αυτό που ονομάζουμε ταλέντο ή χάρισμα. Ο Σωκράτης στον “Φαίδρο”, το αποκαλεί «θεϊκή μανία», δηλαδή «έμπνευση». Κατά το άλλο μέρος, η ισορροπία αυτή επιτυγχάνεται με την δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και «ουκ έστιν αριθμός επίσκεψη» του ποιητή στο ποίημα. Δηλαδή δουλειά, δουλειά μέχρι να ΄ρθει το ποθητό αποτέλεσμα. Αυτό, νομίζω, θέλει να πει ο Γκαίτε, όταν γράφει στον “Φάουστ”:
Για έμπνευση τι βγαίνει να μιλείς,
Ποτέ δε θα τη βρεις όσο διστάζεις.
Άμα το θέλεις να ΄σαι ποιητής,
Την έμπνευση πρέπει να προστάζεις.
– Ο θάνατος φαίνεται να είναι ένα κεντρικό θέμα στη δουλειά σας. Τι σας οδήγησε να εξερευνήσετε αυτό το ζήτημα με τόσο βάθος και επιμονή;
Είναι καλό που το επισημαίνετε. Όντως ο θάνατος είναι κεντρικό θέμα στην ποίησή μου. Σχεδόν οι περισσότεροι ποιητές ασχολούνται με δύο βασικά θέματα: Τον “Έρωτα και τον Θάνατο”. Μάλιστα ο έρωτας εμπεριέχει και ζωή και θάνατο. Ο έρωτας είναι το άλλο κεντρικό θέμα στη δουλειά μου. Πώς όμως να μην ασχοληθεί ένας όντως ποιητής με το θέμα του θανάτου; Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τη θνητότητά μας, η σκέψη κι ο στοχασμός γύρω από το ανέκκλητο τέλος που επιφέρει ο θάνατος, γίνονται μόνιμοι συνοδοιπόροι στο άθλημα της ζωής. Και να που τώρα μου δίνετε την ευκαιρία να προσθέσω στην πρώτη σας ερώτηση μια χειροπιαστή επιρροή της ιατρικής στην ποίησή μου. Ως παθολόγος που ήμουνα, ήρθα πολύ κοντά στην επέλαση του θανάτου, έζησα πολλούς θανάτους, ηλικιωμένων κυρίως, ασθενών μου. Έζησα την αγωνία τους, τη θλίψη τους, την παραίτησή τους εντέλει. Νέος άνθρωπος σαραντάρης, στο νοσοκομείο, ξεψύχησε στην αγκαλιά μου. Πώς να μην γράψω για τον θάνατο σε βάθος και με επιμονή, όπως εύστοχα λέτε; Αυτό το είχε επισημάνει και ο σπουδαίος Κώστας. Ε. Τσιρόπουλος και μάλιστα εκνευρισμένος έλεγε – όταν κυκλοφόρησε μια ποιητική ανθολογία με θέμα τον θάνατο –, «Μα είναι δυνατόν να κυκλοφορεί ανθολογία για τον θάνατο χωρίς να έχει ποιήματα του Λ.;».
– Τι σας τράβηξε στους ποιητές όπως ο Μπλέικ, ο Πάουντ και ο Πεσσόα; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε στη μετάφραση των έργων τους; Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη πρόκληση όταν μεταφράζετε ποίηση; Είναι η πιστότητα στο πρωτότυπο ή η διατήρηση του συναισθηματικού του αντίκτυπου πιο σημαντική;
Ο Μπλέϊκ είναι ο πρώτος ποιητής που μετέφρασα. Στην αρχή έπεσα τυχαία στην ποίησή του, αλλά συνέχισα καθώς με συγκίνησε ο έντονος λυρισμός του, ο περίεργος μυστικισμός του –σπάνια ιδιότητα για μη ορθόδοξο χριστιανό και μάλιστα σε χώρα προτεσταντική. Ακόμα με τράβηξε η προσωπική του μυθολογία στην αγγλική ποίηση. Θεωρείται ο πρώτος ρομαντικός ποιητής, πρόδρομος της «αγίας τριάδας» του αγγλικού ρομαντισμού, των Μπάϊρον, Κήτς και Σέλλεϋ. Τον Πάουντ τον επέλεξα μόνο για την “Κατάη” του, μια συλλογή κινέζικων ποιημάτων που γράφτηκαν από το 1100 π.Χ. μέχρι το 700 μ.Χ. Ο Πάουντ τα μετέφρασε σε μια πιο χαλαρή μορφή – «ελευθεριάζουσες» μεταφράσεις – και ποτέ δεν δήλωσε αν είναι όντως μεταφράσεις ή αν ανήκει στο πρωτότυπο έργο. Εξυμνείται ιδιαίτερα το αγαθό της φιλίας, όπως και στους αρχαίους Έλληνες.
Είναι μια μετάφραση που αγαπώ ιδιαίτερα. Πέρα από την “Κατάη”, ο Πάουντ με ενδιαφέρει κυρίως ως καταλύτης στο έργο άλλων σπουδαίων δημιουργών, όπως ο Έλιοτ, ας πούμε, του οποίου την “Έρημη χώρα” αυτός την επιμελήθηκε, αφαιρώντας πολλά κεφάλαια τα οποία έκρινε πως βάρυναν το έργο και δεν το απογείωναν. Τώρα, με τον Πεσσόα, μου ήρθε ουρανοκατέβατος. Συγκεκριμένα, ήρθε κάποια μέρα στο ιατρείο μου ο Μάκης Λαχανάς, ένας λαρισαίος ψυχίατρος και λογοτέχνης που τότε μοίραζε τον χρόνο σε Λάρισα και Κέρκυρα. Κρατούσε στο χέρι του ένα φωτοτυπημένο αντίγραφο του ποιήματος “Αντίνοος” του Πεσσόα. Στο ποίημα αυτό –ένας ποιητικός μονόλογος– ο αυτοκράτορας της Ρώμης Αδριανός θρηνεί τον Έλληνα νεαρό εραστή του που πνίγηκε, άγνωστο πώς, στα νερά του Νείλου. Το αντίγραφο αυτό στις αριστερές του σελίδες είχε το ποίημα του Πεσσόα, στην αγγλική γλώσσα, και στις δεξιές σελίδες την μετάφραση του ποιήματος στα ιταλικά. Από ποιόν λέτε; Από τον σπουδαίο ιταλό πεζογράφο Αντόνιο Ταμπούκι, στον οποίο μάλιστα οφείλεται η μετά θάνατον παγκόσμια αναγνώριση του Πεσσόα. Ε, αυτό ήταν. Ο συνδυασμός ποίησης-Πεσσόα- Ταμπούκι με κινητοποίησε αμέσως. Τώρα η πρόκληση, για μένα προσωπικά, είναι διττή. Πρώτο, μ’ ενδιαφέρει πολύ να αποδώσω το περιεχόμενο του ποιήματος, να μην προδώσω την πρόθεση του ξένου ποιητή ως προς «αυτό που θέλει να εκφράσει, αυτό που θέλει να διατυπώσει ως ποιητική πρόταση» και δεύτερο να διασώσω ό,τι μπορώ, με τις δυνατότητες τις δικές και της γλώσσας μου, από τον λυρισμό, την ποίηση του πρωτοτύπου. Το δυσκολότερο δηλαδή. Εδώ παίζει τον όποιο ρόλο της η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ του μεταφραζόμενου και του μεταφραστή. Με ηττημένο πάντοτε τον μεταφραστή. Διότι όσο και άξια να είναι η μετάφραση πάντα θα υπολείπεται του πρωτοτύπου. Είναι όντως μια «μάχη» χαμένη εκ των προτέρων. Με παρηγορεί «αυτό το λίγο που διασώζεται» και το γεγονός ότι η μετάφραση είναι «ένα αυτόνομο έργο» στη γλώσσα που μεταφράζεται , με δανεικό υλικό βέβαια.
– Υπήρξαν στιγμές που αισθανθήκατε ότι η ελληνική γλώσσα σας περιορίζει στη μετάφραση; Αν ναι, πώς ξεπερνάτε τέτοιες δυσκολίες;
Όχι ασφαλώς. Οι μεταφράσεις ξένων ποιητών –Άγγλων και Γάλλων– μα και οι μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά, μου φανέρωσαν και μου δίδαξαν τον ανεξάντλητο πλούτο της ελληνικής γλώσσας που μιλιέται στον ίδιο τόπο από τότε που πρωτοεμφανίστηκε μέχρι σήμερα. Η δυσκολία μου, εμού που δεν έζησα σε ξένη χώρα, και δεν μίλησα προφορικά τις γλώσσες από τις οποίες μεταφράζω, είναι κυρίως οι ιδιωματισμοί, που αν δεν τους αντιληφθείς θα σε «πετάξουν» μακριά απ’ το νόημα του πρωτότυπου κειμένου. Στις μεταφράσεις είναι προτιμότερο να ξέρεις καλύτερα τη γλώσσα στην οποία μεταφράζεις, παρά εκείνην από την οποία μεταφράζεις. Γιατί ισότιμη γνώση και των δύο είναι δύσκολο να έχεις. Και το ζητούμενο εδώ είναι να πετύχεις την καλύτερη δυνατή μετάφραση στη γλώσσα σου.
– Τι σας καθοδηγεί στην επιλογή των έργων ή των ποιητών που θα μεταφράσετε; Είναι ζήτημα αισθητικής, προσωπικής σύνδεσης ή κάτι άλλο;
Όπως θαυμάσια το θέτετε, κυρίως είναι ζήτημα αισθητικής. Αν δηλαδή βρίσκει κανείς «εκλεκτικές συγγένειες» με έναν ποιητή. Και μέσα σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται η κοινή ή παραπλήσια αισθητική προσέγγιση της ποίησης. Κι εδώ εννοώ την γραφή και την ανάγνωση, καθώς ο μεταφραστής εκκινεί την προσπάθειά του ως αναγνώστης. Και ως αναγνώστης επιλέγει την «ποίηση που του πάει καλύτερα» –για να μιλήσω απλά– , δηλαδή επιλέγει την αισθητική, το περιεχόμενο και ίσως και την ένταξη του ποιητή που θα μεταφράσει σε κάποιο από τα υπάρχοντα αισθητικά ρεύματα. Αλλά και η προσωπική σύνδεση με το έργο ενός ποιητή παίζει τον ρόλο του. Όταν ένας ποιητής σε συγκινεί πολύ, και λες, ας πούμε, «αχ, αυτό το ποίημα θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ», τότε, επί της ουσίας, έχεις επιλέξει τον ποιητή ως υποψήφιο προς μετάφραση. Προσωπικά, λειτουργώ πρωτίστως έτσι. Στο «κάτι άλλο» που λέτε, θα προσθέσω και το περιεχόμενο όταν είναι δυνατό και ιδιαίτερο. Ας πούμε, όταν μετέφρασα το ποίημα του Τζών Ντόν “Κανένας άνθρωπος δεν είναι ένα νησί”, με συγκίνησε αυτή η μεγαλειώδης μεταφορά, που συγχρόνως αναδεικνύει μια μεγάλη αλήθεια και εμπεριέχει, έστω και αν δεν το κραυγάζει, «μια υπενθύμιση και προτροπή στον ανθρωπισμό».
– Ο Θεσσαλικός Κάμπος φαίνεται να έχει ιδιαίτερη θέση στην ποίησή σας. Πώς επηρεάζει το φυσικό τοπίο τη δημιουργικότητά σας;
Έχετε δίκιο. Παρόλο που οι γονείς μου ήταν από την Ήπειρο, απ΄ τα Βόρεια Τζουμέρκα, εγώ γεννήθηκα στον Θεσσαλικό κάμπο. Δεν θα μπορούσα «να αγνοήσω τον κάμπο». Πώς να αγνοήσεις αυτό το ακαταμάχητο φυσικό τοπίο; Ο Κάμπος είναι ο αιώνιος ζωοδότης όλων των Θεσσαλών και όχι μόνον. Ο πλούτος του κάμπου και η απέραντη πεδιάδα του προσέλκυσαν διαχρονικά όλους τους επίδοξους κατακτητές, οι οποίοι, σχεδόν όλοι, κατάφεραν να τον υποτάξουν. Και πώς να οχυρωθείς στην επίπεδη αυτή γη… Ο πλούτος και η σχεδόν εύκολη κατάκτηση ρήμαζαν τη Θεσσαλία και κυρίως το κέντρο της, τη Λάρισα. Και σήμερα ακόμα ο κάμπος δίνει αφειδώλευτα τον πλούτο του στους Θεσσαλούς καλλιεργητές του. Βέβαια αυτός ο πλούτος, ιδίως στις μέρες μας με την υπερκατανάλωση και το, πάση θυσία, κυνήγι της καλοπέρασης, έφερε και την φθορά ή την αλλοίωση των συνειδήσεων. Στην ποιητική μου συλλογή, “Η δωρεά του κάμπου”, που αφιέρωσα στη Λάρισα και τον Κάμπο, σ’ ένα ολιγόστιχο ποίημα, γράφω:
Μας έδειξαν εύνοια οι Θεοί,
Του κάμπου ο πλούτος,
θερίζει συνειδήσεις.
Πώς λοιπόν να μην με συγκινήσει, να μην με επηρεάσει ο κάμπος. Και όχι τόσο για τις παροχές του, καταλυτικές αναμφίβολα, μα κυρίως ως φυσικό τοπίο, όπως πολύ καλά το λέτε. Με την απεραντοσύνη του, καθώς η ματιά σου δεν αρκεί για να τον αγκαλιάσεις όλον, με το μεγαλείο που κάθε εποχή ντύνεται άλλη φορεσιά, με άλλα χρώματα, άλλες θερμοκρασίες, άλλες συμπεριφορές. Άλλοτε φίλος κι άλλοτε απόμακρος συγγενής, αιώνιος όμως σύντροφος της ανθρώπινης περιπέτειας. Παραμένει ατάραχος κι αλλάζουν οι εποχές. Λες και δανείζεται την αταραξία που εκπέμπει ο παρακείμενος γείτονας και προστάτης του, ο Όλυμπος. Στο δεύτερο μέρος της “Δωρεάς του κάμπου” υπάρχει μια μπαλάντα για τον κάμπο. Ιδού ένα μικρό απόσπασμα:
Τoν Iούλιο καμαρώνω τoν κάμπο
όταν πετάει τα ρούχα του
σαν κάποιος πού γύρισε
απ᾿ το μόχθο της μέρας
τη γύμνια του περιφέροντας
καμαρώνω τον κάμπο
πού ατάραχος παραδίνεται
στο απολαυστικό μαρτύριο του ήλιου.
– Ως πρώην δημοτικός σύμβουλος, αντιδήμαρχος Πολιτισμού και πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, πώς βλέπετε την εξέλιξη της πολιτιστικής δραστηριότητας της πόλης;
Ωραία η ερώτησή σας. Η Λάρισα διαχρονικά υπήρξε μια «άγονη, πολιτιστικά, πόλη». Πέρα από τον πλούτο της και τα θεσσαλικά άλογα, δεν φημίζονταν για την πνευματική δημιουργικότητά της. Αν και είχε υποδεχτεί αρκετές προσωπικότητες κατά την κλασσική αρχαιότητα, με διασημότερο τον σοφιστή Γοργία που ήρθε, έζησε και πέθανε στη Λάρισα όπου έγινε ιδιαίτερα αγαπητός, παραμένοντας πολλά χρόνια με την οικογένεια των Αλευαδών. Ο μόνος ντόπιος και αξιόλογος ήταν ο Φίλων ο Λαρισαίος, φιλόσοφος του 2ου/1ου αι. π.X., μαθητής του Κλειτομάχου, τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας στην Αθήνα. Το 88 π. Χ. πήγε στη Ρώμη, όπου υπήρξε δάσκαλος πολλών Ρωμαίων, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρωνας. Θεωρείται ιδρυτής της λεγόμενης τέταρτης Ακαδημίας. Στον εικοστό αιώνα, εμφανίζεται, και ως Λαρισαίος, ο Μ. Καραγάτσης, του οποίου ο αδελφός Κ. Ροδόπουλος εκλεγόταν επί σειρά ετών βουλευτής Λαρίσης. Ο Καραγάτσης από νέος ακόμα και αργότερα επισκεπτόταν συχνά τη Λάρισα, είχε πολλούς αστούς φίλους εδώ και έγραψε το πρώτο του –και καλύτερο κατά την άποψή μου– μυθιστόρημα, τον “Συνταγματάρχη Λιάπκιν”. Η δράση του έργου εκτυλίσσεται μόνο στη Λάρισα, οι ήρωες, πλην του Λιάπκιν βεβαίως, είναι όλοι Λαρισαίοι. Ο Καραγάτσης έγραψε κι άλλα έργα που αφορούν τη Λάρισα και τον κάμπο, όπως το “Μπουρίνι” και το διήγημα “Μπουχούνστα”. Η συχνή παρουσία του στην πόλη και τα βιβλία του τον συνέδεσαν στενά με την Λάρισα, έτσι που οι Λαρισαίοι να τον θεωρούν Λαρισαίο λογοτέχνη. Αργότερα εμφανίζεται στη λογοτεχνία ο Κ. Ε. Τσιρόπουλος που γεννήθηκε στη Λάρισα και έζησε μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο. Έκανε λαμπρή διαδρομή στα ελληνικά γράμματα, αλλά ως λογοτέχνης δεν δημιούργησε στη γενέτειρα πόλη, άρα δεν είχε καμία επιρροή στο ντόπιο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Παρόμοια περίπτωση ήταν και ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης που γεννήθηκε μεν στη Λάρισα, αλλά έφυγε μικρός από την πόλη και δραστηριοποιήθηκε λογοτεχνικά στην Αθήνα επίσης. Κι αυτός δεν άσκησε κάποια επιρροή στα δρώμενα της Λάρισας.
Στην δεκαετία του ΄60 εμφανίζονται τρεις ποιοτικοί λογοτέχνες που έζησαν και δημιούργησαν στη Λάρισα. Μιλάω για την σημαντική πεζογράφο Βασιλική Παπαγιάννη, για τον ψυχίατρο και λογοτέχνη Μάκη Λαχανά που εξέδιδε ένα λαμπρό λογοτεχνικό περιοδικό “Σπαρμός”, και την σπουδαία ποιήτρια Λίνα Καράμπα. Τα πράγματα έτσι πορεύονταν μέχρι την δεκαετία του ΄80, οπότε η πολιτιστική δραστηριότητα αλλάζει πράγματι προς το καλύτερο. Με όχημα την Δημοτική Αρχή του Αριστείδη Λαμπρούλη συμβαίνει μια πολιτιστική έκρηξη την οποία τροφοδοτούν: το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας – Θεσσαλικό Θέατρο, η δημιουργία της Δημοτικής Πινακοθήκης– Μουσείο Γ. Κατσίγρα, χάρις και στη μεγάλη δωρεά πινάκων του διάσημου Λαρισαίου γιατρού Γιώργου Κατσίγρα, το Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, η δημιουργία Δημοτικής Σχολής Χορού, η έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού, οι αρκετοί χώροι καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και μικρότερες πολιτιστικές πρωτοβουλίες εκτός Δήμου. Αυτή η πολιτιστική έκρηξη συνεχίστηκε και με τους επόμενους Δημάρχους, ανεξάρτητα της κομματικής τους τοποθέτησης. Σήμερα στη Λάρισα η πολιτιστική δραστηριότητα συνεχίζεται με δυναμισμό, ποιότητα και μεγάλη ποικιλία. Συχνά, επειδή είναι πολλές οι δράσεις και εκδηλώσεις, οι Λαρισαίοι προβληματίζονται για το ποιες θα παρακολουθήσουν και ποιες θα χάσουν. Στη λογοτεχνία ειδικότερα εμφανίστηκαν κάμποσοι ποιητές και πεζογράφοι της νέας γενιάς του 2000, με ταλέντο και ποιότητα. Και με την καίρια συνδρομή του λογοτεχνικού περιοδικού “Θράκα”, τις εκδόσεις της Θράκας και το ετήσιο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, που διοργανώνει η Θράκα με την Αντιδημαρχία Πολιτισμού, η λογοτεχνική κίνηση στη Λάρισα καλά κρατεί.
– Τι σας ώθησε να δημιουργήσετε το λογοτεχνικό περιοδικό “ΓΡΑΦΗ”; Και ποιο ήταν το όραμά σας για αυτό;
Λοιπόν, λίγα μόνον χρόνια ύστερα από την οριστική μου εγκατάσταση στη Λάρισα ερχόταν και ξαναρχόταν στη σκέψη μου η ιδέα για ένα λογοτεχνικό περιοδικό που να εκδίδεται στην πόλη μας, από Λαρισαίους δημιουργούς, αλλά να έχει πανελλήνια εμβέλεια και να φιλοξενεί πρωτότυπα κείμενα ελλήνων λογοτεχνών, Λαρισαίων και μη. Αυτή η αρχικά ουτοπική και φιλόδοξη ιδέα άρχισε να φαντάζει πραγματοποιήσιμη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ήδη η Λάρισα έμπαινε σε μια τροχιά πολιτιστικής ανάτασης, που είχε να κάνει ασφαλώς με την πολιτική βούληση ανοιχτών οριζόντων της τότε Δημοτικής Αρχής υπό τον Αρ. Λαμπρούλη. Μέσα σ’ αυτό το λαμπρό κλίμα έκρινα σκόπιμο να τολμήσω να προτείνω στον τότε Αντιδήμαρχο Χρήστο Χαλκιά την έκδοση λογοτεχνικού περιοδικού από τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου. Αυτό σήμαινε πώς ο Δήμος θα ήταν ο εκδότης και ο χρηματοδότης του περιοδικού, το οποίο όμως θα διηύθυνε συντακτική ομάδα Λαρισαίων λογοτεχνών. Την ευθύνη δηλαδή της ύλης, της επιλογής της ύλης και εν γένει της εμφάνισης του περιοδικού θα είχε η συντακτική ομάδα και μόνον αυτή, χωρίς καμία παρέμβαση απολύτως. Η πρόταση αυτή έγινε τον Σεπτέμβριο του 1988. Ο Χρ. Χαλκιάς αποδέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή μου και μου ανέθεσε να οργανώσω τα πάντα γύρω από το περιοδικό. Έτσι γεννήθηκε η ΓΡΑΦΗ, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό αυτοδιοικητικού οργανισμού της χώρας. Στις αρχές Ιανουαρίου 1989 παραδώσαμε, σε μια συνέντευξη τύπου, το πρώτο τεύχος της ΓΡΑΦΗΣ. Τις πρώτες σελίδες κοσμούσαν έξι ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου (που μετά θάνατον συμπεριελήφθησαν στην ποιητική συλλογή “ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ”). Στο προλογικό μας σημείωμα προς τους αναγνώστες, γράφαμε: «Εμείς πιστεύουμε, ότι με την συγκεκριμένη προσπάθειά μας δίνεται η δυνατότητα αφ’ ενός μεν στους Λαρισαίους δημιουργούς να εκφραστούν σε πανελλήνιο επίπεδο μαζί με άλλους ομοτέχνους τους, αφ’ ετέρου δε στo αναγνωστικό κοινό της Λάρισας να έχει πρόσβαση στα λογοτεχνικά πράγματα της πόλης του και της υπόλοιπης χώρας. Ένα βήμα λοιπόν ελεύθερης έκφρασης των Ελλήνων λογοτεχνών πού η αξία του και η αναγκαιότητά του θα κριθεί από σας τους αναγνώστες». Το περιοδικό προχώρησε με γοργά και ποιοτικά βήματα και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα καταξιώθηκε τόσο στην συντεχνία των λογοτεχνών (το πιο δύσκολο βήμα), όσο και στο αναγνωστικό κοινό (το μέγα στοίχημα ασφαλώς). Τόσο καλά κύλησαν τα πράγματα που μας εξέπληξαν και εμάς τους ίδιους. Στο τρίτο κιόλας τεύχος είχαμε κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο και στο πέμπτο τεύχος κάναμε ένα μεγάλο αφιέρωμα στην πεζογράφο της γενιάς του ’30 Λιλίκα Νάκου. Αυτή, εν συντομία, η ιστορία γέννησης της ΓΡΑΦΗΣ.
– Πιστεύετε ότι ανήκετε σε μια συγκεκριμένη ποιητική γενιά; Ή πώς θα περιγράφατε τη θέση σας στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα;
Δεν ξέρω αν ο όρος «λογοτεχνική γενιά» σηματοδοτεί κάτι, αλλά, έστω και για λόγους ηλικιακούς ανήκω στην Γενιά του ΄70. Τώρα δεν γνωρίζω πώς ορίζεται ο ελληνικός λογοτεχνικός κανόνας, και πώς καταχωρείται κανείς σ’ αυτόν, αλλά σχετικά πρόσφατα ένας αθηναίος ποιητής και κριτικός μου είπε ότι στον ελληνικό κανόνα μπαίνουν οι βραβευμένοι με Κρατικό Βραβείο ή με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, που δεν νομίζω, τότε μάλλον δεν έχω θέση σ’ αυτόν τον κανόνα…
– Ποια είναι η γνώμη σας για την ποίηση που γράφεται σήμερα στην Ελλάδα; Υπάρχει κάτι που σας εμπνέει ή σας προβληματίζει;
Πιστεύω, πάντα το πίστευα, πως στη χώρα μας γράφεται καλή ποίηση μα και σπουδαία ποίηση. Υπάρχουν καλοί και πολύ καλοί ποιητές. Η ποίηση στην Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα να έχει πίσω της μια μεγάλη παράδοση, που ξεκινάει απ’ τον Όμηρο και συνεχίζει ως σήμερα αδιάλειπτα ακολουθώντας την πορεία της ελληνικής γλώσσας. Πράγμα που δεν συμβαίνει με την πεζογραφία. Αυτό που με προβληματίζει όμως είναι το γεγονός ότι η νεότατη γενιά δεν στρέφει το βλέμμα στους προλαλήσαντες ποιητές, σαν να θέλει να τους αγνοήσει. Αυτό όμως, αν συμβεί, θα είναι ολέθριο λάθος. Θα το βρει αυτό η νέα γενιά μπροστά της, ως ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ελπίζω να διαψευστώ.
– Πώς βλέπετε τη θέση της ποίησης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία; Έχει αλλάξει η αξία της ή η απήχησή της τα τελευταία χρόνια;
Δεν νομίζω ότι η ποίηση σήμερα έχει κάποια διαφορετική θέση στην ελληνική κοινωνία απ’ αυτήν που είχε διαχρονικά. Πάντοτε η ποίηση ήταν και εξακολουθεί να είναι, υπόθεση των λίγων, μιας αναγνωστικής ελίτ μόνο. Και όσοι θα ήθελαν να την πλησιάσουν, δεν το κάνουν, καθώς πέφτει βαρύ κι ασήκωτο επάνω τους το ψευτο-αίτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ακόμα και σήμερα μου λένε διάφοροι φίλοι και γνωστοί στη Λάρισα: «θέλω να διαβάσω ποίηση, αλλά δεν την καταλαβαίνω, δεν μπορώ βρω το νόημα ενός ποιήματος, γιατί πάντοτε πιστεύω ότι ο ποιητής κάτι άλλο εννοεί απ’ αυτό που εγώ προσλαμβάνω. Νιώθω ανεπαρκής απέναντι στον ποιητή κι αυτό με πληγώνει». Έτσι, δεν επιχειρεί νέα απόπειρα να έρθει κοντά στην ποίηση. Πασχίζω να τους πείσω ότι δεν χρειάζεται να απαντήσουν στο δήθεν αίτημα, να αφήσουν τον ποιητή στην άκρη και στην ησυχία του και να διαβάσουν το ποίημα χωρίς καμία ενοχή, με όση αθωότητα μπορούν και ν’ αφεθούν στην συγκίνηση που θα τους προκαλέσει η ανάγνωση του ποιήματος –εάν το κάνει. Ακόμα κι έναν στίχο να βρουν που τους συγκίνησε ή τους άρεσε απλώς, τότε το ποίημα έκανε τη δουλειά του, όπως κι αυτοί. Επομένως, νομίζω ότι ούτε η αξία της έχει αλλάξει, ούτε και η απήχησή της. Προσωπικά, θα ήθελα μεγαλύτερο κοινό, αλλά αρκούμαι και σ’ αυτό που υπάρχει.
– Θεωρείτε, ίσως, ότι οι οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις της Ελλάδας έχουν επηρεάσει τη θεματολογία και την αισθητική της λογοτεχνίας;
Η τελευταία οικονομική κρίση φάνηκε να επηρέασε εν μέρει τη θεματολογία της ποίησης. Αλλά αυτή η επιρροή ήταν συγκυριακή. Γράφτηκαν ποιήματα για την κρίση, βγήκαμε όπως βγήκαμε απ’ αυτήν, και η ζωή επανήλθε στη προαιώνια συνηθισμένη της ρότα. Η αισθητική της ποίησης νομίζω ότι έμεινε αλώβητη. Κρίσεις οικονομικές ή κοινωνικές επηρεάζουν –και είναι λογικό– την θεματολογία γιατί τέτοιες ώρες κυρίως αυτή πρέπει να έρθει σε πρώτο πλάνο.
– Πώς βλέπετε τη σύνθεση ανάμεσα στην τοπική λογοτεχνία, με τις ελληνικές ρίζες, και την παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή;
Νομίζω πως επί της ουσίας δεν μπαίνει τέτοιο ζήτημα ή προβληματισμός, καθώς η καλή, η σπουδαία και η μεγάλη λογοτεχνία, εφ’ όσον υπάρξουν, αυτονόητα είναι «τοπική», έχει ελληνικές ρίζες αφού γράφεται στην ελληνική γλώσσα, και συνδέεται με την παγκόσμια λογοτεχνική όταν πραγματικά είναι μεγάλη λογοτεχνία, εκφράζοντας παναθρώπινα και διαχρονικά ιδεώδη και αξίες.
– Πιστεύετε ότι η τεχνολογία, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ψηφιακά βιβλία, έχουν αλλάξει τον τρόπο που γράφουμε, διαβάζουμε ή αντιλαμβανόμαστε τη λογοτεχνία;
Δεν έχω γνώση του θέματος, θέλω να πω στοιχεία στατιστικά ή άλλα επ’ αυτού. Προσωπικά με έχει επηρεάσει μόνον ως προς αυτό: Χρησιμοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία για τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα, άρχισα να γράφω, κάποια στιγμή, ποιήματα κατ’ ευθείαν στο κομπιούτερ, το συνήθισα, κι έτσι όλα τα ποιήματα της τελευταίας ποιητικής μου συλλογής “ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΑΥΜΑ” υπάρχουν μόνο στον υπολογιστή. Ούτε ένα χειρόγραφο δεν έχω αυτών των ποιημάτων. Αυτό ήταν αδιανόητο για μένα πριν χρησιμοποιήσω υπολογιστή. Το θεωρούσα μάλιστα ανίερη πράξη να μην γράφω ποίηση με το χέρι σ’ ένα λευκό χαρτί. Αλλά πόσες φορές οι θεωρίες μας, τα πιστεύω μας και οι διακηρύξεις μας, δεν ματαιώνονται όταν η πραγματικότητα επέρχεται αμείλικτη και, πολλές φορές, νομοτελειακή…
– Ποιον θεωρείτε ως τον ιδανικό σας αναγνώστη; Υπάρχει κάποιο μήνυμα που ελπίζετε να περάσετε μέσω της δουλειάς σας;
Δεν ξέρω αν υπάρχει ιδανικός αναγνώστης, η λέξη «ιδανικός» μου ακούγεται πολύ συγγενική με την λέξη «ουτοπικός». Αλλά για την οικονομία της συζήτησης, νομίζω, ότι αυτόν τον αναγνώστη τον προτιμώ κάπως έτσι: Να γνωρίζει καλά ελληνικά, να έχει έφεση στα γράμματα και τις τέχνες –για να μην απορρίπτει a priori την ποίηση– και να προσέρχεται στην ανάγνωση της ποίησης με, όση γίνεται, αθωότητα και θετική αύρα. Δηλαδή, να αφήνεται «άοπλος» την ώρα της ανάγνωσης, να μην έχει πολλές προσδοκίες –ίσως και καμία– να μην σκέφτεται τον ποιητή, εκείνος ό,τι ήταν να κάνει το έκανε, να μην τον υπερτιμά και να μην τον εξιδανικεύει ως προνομιούχο όν, και ν’ απαγγέλλει το ποίημα τουλάχιστον μία φορά. Ο Σεφέρης έλεγε –και είχε δίκιο– ότι το ποίημα «ολοκληρώνεται με την ανάγνωση», διότι έτσι αντιλαμβάνεσαι τον ρυθμό και την μουσικότητα του ποιήματος, εφ’ όσον τα έχει. Τα ομηρικά έπη διασώθηκαν επειδή απαγγέλλονταν και μ’ αυτήν προοπτική γράφτηκαν. Πρέπει να απαγγέλλουμε τα ποιήματα, να μην ντρεπόμαστε να το κάνουμε. Έχει σημασία και αξία. Το διαπίστωσα αυτό, όταν πήρα τους δίσκους με τις απαγγελίες του ίδιου του Σεφέρη. Σε αρκετά σημεία, πριν τον ακούσω, διάβαζα τα ποιήματά του λάθος.
Τώρα, το «μήνυμα» είναι μια φθαρμένη λέξη από την συχνή και άκυρη συνήθως χρήση εκ μέρους των πολιτικών κυρίως. Θα προτιμούσα τη λέξη «προτείνω». Η ζωή λοιπόν είναι ένα υπέροχο δώρο και πως «η αγάπη είναι ο πιο όμορφος τόπος να ζήσεις και να πεθάνεις». Και, συμπληρώνω, παραθέτοντας το πρώτο ποίημα της συλλογής μου “ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΑΥΜΑ”, όπου το μέγιστο θαύμα, κατά τον Ερμή τον τρισμέγιστο είναι ο άνθρωπος. «Πίστη λοιπόν στη ζωή και στον άνθρωπο».
Είμαι εδώ και επιμένω. Επιμένω να ζω, να υπάρχω
σ’ ένα άναρχο σύμπαν σε πλήρη ευταξία.
Λένε, η ζωή είναι μια ανέλπιδη νύχτα
μια αναλαμπή φωτός στο αψηλάφητο σκότος.
Λένε, θες δε θες, την ζωή οφείλεις να ζήσεις
ο θάνατος είναι απατηλό μέσον απόδρασης.
Παραμένω. Και περιμένω ώσπου τ’ αστέρια τ’ ουρανού
όλα μαζί να ψάλλουν τον ύμνο της χαράς στη ζωή.
Όσο κι αν χάνομαι πάντα στη ζωή επιστρέφω.
✑ Tα βιβλία του Κώστα Λάνταβου έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, Θράκα, Κέδρος, Τραμάκια, Μεταίχμιο & Αρμός.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Ο Κώστας Λάνταβος, γεννημένος στη Λάρισα, είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα της λογοτεχνίας και της τέχνης. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά η πορεία του τον οδήγησε σε βαθιά εμπλοκή με την πολιτιστική ζωή, ως Πρόεδρος του Θεσσαλικού Θεάτρου και Αντιδήμαρχος Πολιτισμού. Mέχρι σήμερα, έχει εκδώσει 15 ποιητικές συλλογές, δύο νουβέλες, και έχει επιμεληθεί δύο ανθολογίες με την Πόπη Αρωνιάδα.
Η μεταφραστική του δραστηριότητα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από κλασικούς ξένους συγγραφείς όπως ο Μπλέικ, ο Πεσσόα και ο Σαίξπηρ, μέχρι αρχαίους Έλληνες δραματουργούς όπως ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε τη μετάφραση της Σοφίας Σειράχ από την Παλαιά Διαθήκη.
Ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού ΓΡΑΦΗ (1989-2004), έργα και κριτικές του έχουν φιλοξενηθεί σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2020, βραβεύτηκε με το Βραβείο Ποίησης «Μάκης Λαχανάς» για τη συνολική του προσφορά, ενώ το έργο του αναγνωρίζεται και διεθνώς, με μεταφράσεις από τον Ισπανό ποιητή και ελληνιστή Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο, που κυκλοφόρησαν στο βιβλίο “EL DESVELO EN MI INTERIOR”.
Ένας ποιητής, μεταφραστής και στοχαστής που συνεχίζει να εμπνέει. Και στο OLAFAQ, ανοίξαμε μια διάπλατη πόρτα σε έναν κόσμο λέξεων και σιωπών, καθώς ο Κωνσταντίνος Λάνταβος μας μίλησε με τη στιβαρή τρυφερότητα ενός ποιητή που ταξιδεύει ανάμεσα στους αιώνες.
– To ιατρικό σας επάγγελμα επηρέασε καθόλου τη γραφή σας; Υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην ιατρική και τη λογοτεχνία που διακρίνετε εσείς προσωπικά;
Η άσκηση της ιατρικής δεν με επηρέασε άμεσα στη γραφή μου. Ούτε ως προς στην έκφραση, ούτε ως προς στο περιεχόμενο. Η ιατρική επηρέασε, αυξάνοντας την ευαισθησία μου απέναντι στην ευαλωτότητα και την θνητότητα των ανθρώπων. Είδα πόσο εύκολο είναι να φύγει ένας άνθρωπος και άλλοτε πόσο δύσκολο είναι αυτό, με αποτέλεσμα να βασανίζεται ο ίδιος και οι γύρω του άνθρωποι. Μ’ έκανε «πιο άνθρωπο», θέλω να πω. Κι έτσι αντιμετώπισα την ποίηση με πιο στοχαστική ματιά. Τώρα, για την σύνδεση, που λέτε, ιατρικής και λογοτεχνίας, αν υπάρχει κάποια αφορά μάλλον την ευαισθησία που πρέπει να διαθέτουν και οι γιατροί και οι λογοτέχνες. Κι αυτό σχετίζεται πάλι με την ανθρωπιά, που υποτίθεται ότι διαθέτουν και οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες. Κι όταν οι δύο ιδιότητες συμπίπτουν στο ίδιο άτομο, καταλαβαίνετε «τί φορτίο εν δυνάμει» κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος.
– Ο λυρισμός σας χαρακτηρίζεται από μια «θαυμάσια οικονομία». Πώς καταφέρνετε να ισορροπήσετε την εκφραστική ακρίβεια με τη συναισθηματική φόρτιση στα ποιήματά σας;
Χαίρομαι για την διαπίστωση αυτή, καθώς αυτή η θαυμάσια οικονομία, όπως την ονοματίζετε, είναι το ποθητό ζητούμενο στην ποιητική γραφή. Η εκφραστική ακρίβεια πρέπει να ισορροπεί με το συναίσθημα και κανένα από τα δύο να μην κυριαρχεί του άλλου. Δηλαδή η έκφραση να μην πιέζει και μην καταπνίγει το συναίσθημα, και το συναίσθημα επίσης να μην υπερφορτώνει το ποίημα, καθώς τότε οδηγείται το ποίημα σε μιαν «αισθηματολογία». Όπως το είπατε, η ισορροπία είναι το παν. Πώς τα καταφέρνω, όταν το επιτυγχάνω; Κατά ένα μέρος, ίσως και το σημαντικότερο, αυτό κατορθώνεται μ’ έναν άγνωστο κι ακατανόητο τρόπο. Εδώ υπεισέρχεται αυτό που ονομάζουμε ταλέντο ή χάρισμα. Ο Σωκράτης στον “Φαίδρο”, το αποκαλεί «θεϊκή μανία», δηλαδή «έμπνευση». Κατά το άλλο μέρος, η ισορροπία αυτή επιτυγχάνεται με την δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και «ουκ έστιν αριθμός επίσκεψη» του ποιητή στο ποίημα. Δηλαδή δουλειά, δουλειά μέχρι να ΄ρθει το ποθητό αποτέλεσμα. Αυτό, νομίζω, θέλει να πει ο Γκαίτε, όταν γράφει στον “Φάουστ”:
Για έμπνευση τι βγαίνει να μιλείς,
Ποτέ δε θα τη βρεις όσο διστάζεις.
Άμα το θέλεις να ΄σαι ποιητής,
Την έμπνευση πρέπει να προστάζεις.
– Ο θάνατος φαίνεται να είναι ένα κεντρικό θέμα στη δουλειά σας. Τι σας οδήγησε να εξερευνήσετε αυτό το ζήτημα με τόσο βάθος και επιμονή;
Είναι καλό που το επισημαίνετε. Όντως ο θάνατος είναι κεντρικό θέμα στην ποίησή μου. Σχεδόν οι περισσότεροι ποιητές ασχολούνται με δύο βασικά θέματα: Τον “Έρωτα και τον Θάνατο”. Μάλιστα ο έρωτας εμπεριέχει και ζωή και θάνατο. Ο έρωτας είναι το άλλο κεντρικό θέμα στη δουλειά μου. Πώς όμως να μην ασχοληθεί ένας όντως ποιητής με το θέμα του θανάτου; Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τη θνητότητά μας, η σκέψη κι ο στοχασμός γύρω από το ανέκκλητο τέλος που επιφέρει ο θάνατος, γίνονται μόνιμοι συνοδοιπόροι στο άθλημα της ζωής. Και να που τώρα μου δίνετε την ευκαιρία να προσθέσω στην πρώτη σας ερώτηση μια χειροπιαστή επιρροή της ιατρικής στην ποίησή μου. Ως παθολόγος που ήμουνα, ήρθα πολύ κοντά στην επέλαση του θανάτου, έζησα πολλούς θανάτους, ηλικιωμένων κυρίως, ασθενών μου. Έζησα την αγωνία τους, τη θλίψη τους, την παραίτησή τους εντέλει. Νέος άνθρωπος σαραντάρης, στο νοσοκομείο, ξεψύχησε στην αγκαλιά μου. Πώς να μην γράψω για τον θάνατο σε βάθος και με επιμονή, όπως εύστοχα λέτε; Αυτό το είχε επισημάνει και ο σπουδαίος Κώστας. Ε. Τσιρόπουλος και μάλιστα εκνευρισμένος έλεγε – όταν κυκλοφόρησε μια ποιητική ανθολογία με θέμα τον θάνατο –, «Μα είναι δυνατόν να κυκλοφορεί ανθολογία για τον θάνατο χωρίς να έχει ποιήματα του Λ.;».
– Τι σας τράβηξε στους ποιητές όπως ο Μπλέικ, ο Πάουντ και ο Πεσσόα; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε στη μετάφραση των έργων τους; Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη πρόκληση όταν μεταφράζετε ποίηση; Είναι η πιστότητα στο πρωτότυπο ή η διατήρηση του συναισθηματικού του αντίκτυπου πιο σημαντική;
Ο Μπλέϊκ είναι ο πρώτος ποιητής που μετέφρασα. Στην αρχή έπεσα τυχαία στην ποίησή του, αλλά συνέχισα καθώς με συγκίνησε ο έντονος λυρισμός του, ο περίεργος μυστικισμός του –σπάνια ιδιότητα για μη ορθόδοξο χριστιανό και μάλιστα σε χώρα προτεσταντική. Ακόμα με τράβηξε η προσωπική του μυθολογία στην αγγλική ποίηση. Θεωρείται ο πρώτος ρομαντικός ποιητής, πρόδρομος της «αγίας τριάδας» του αγγλικού ρομαντισμού, των Μπάϊρον, Κήτς και Σέλλεϋ. Τον Πάουντ τον επέλεξα μόνο για την “Κατάη” του, μια συλλογή κινέζικων ποιημάτων που γράφτηκαν από το 1100 π.Χ. μέχρι το 700 μ.Χ. Ο Πάουντ τα μετέφρασε σε μια πιο χαλαρή μορφή – «ελευθεριάζουσες» μεταφράσεις – και ποτέ δεν δήλωσε αν είναι όντως μεταφράσεις ή αν ανήκει στο πρωτότυπο έργο. Εξυμνείται ιδιαίτερα το αγαθό της φιλίας, όπως και στους αρχαίους Έλληνες.
Είναι μια μετάφραση που αγαπώ ιδιαίτερα. Πέρα από την “Κατάη”, ο Πάουντ με ενδιαφέρει κυρίως ως καταλύτης στο έργο άλλων σπουδαίων δημιουργών, όπως ο Έλιοτ, ας πούμε, του οποίου την “Έρημη χώρα” αυτός την επιμελήθηκε, αφαιρώντας πολλά κεφάλαια τα οποία έκρινε πως βάρυναν το έργο και δεν το απογείωναν. Τώρα, με τον Πεσσόα, μου ήρθε ουρανοκατέβατος. Συγκεκριμένα, ήρθε κάποια μέρα στο ιατρείο μου ο Μάκης Λαχανάς, ένας λαρισαίος ψυχίατρος και λογοτέχνης που τότε μοίραζε τον χρόνο σε Λάρισα και Κέρκυρα. Κρατούσε στο χέρι του ένα φωτοτυπημένο αντίγραφο του ποιήματος “Αντίνοος” του Πεσσόα. Στο ποίημα αυτό –ένας ποιητικός μονόλογος– ο αυτοκράτορας της Ρώμης Αδριανός θρηνεί τον Έλληνα νεαρό εραστή του που πνίγηκε, άγνωστο πώς, στα νερά του Νείλου. Το αντίγραφο αυτό στις αριστερές του σελίδες είχε το ποίημα του Πεσσόα, στην αγγλική γλώσσα, και στις δεξιές σελίδες την μετάφραση του ποιήματος στα ιταλικά. Από ποιόν λέτε; Από τον σπουδαίο ιταλό πεζογράφο Αντόνιο Ταμπούκι, στον οποίο μάλιστα οφείλεται η μετά θάνατον παγκόσμια αναγνώριση του Πεσσόα. Ε, αυτό ήταν. Ο συνδυασμός ποίησης-Πεσσόα- Ταμπούκι με κινητοποίησε αμέσως. Τώρα η πρόκληση, για μένα προσωπικά, είναι διττή. Πρώτο, μ’ ενδιαφέρει πολύ να αποδώσω το περιεχόμενο του ποιήματος, να μην προδώσω την πρόθεση του ξένου ποιητή ως προς «αυτό που θέλει να εκφράσει, αυτό που θέλει να διατυπώσει ως ποιητική πρόταση» και δεύτερο να διασώσω ό,τι μπορώ, με τις δυνατότητες τις δικές και της γλώσσας μου, από τον λυρισμό, την ποίηση του πρωτοτύπου. Το δυσκολότερο δηλαδή. Εδώ παίζει τον όποιο ρόλο της η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ του μεταφραζόμενου και του μεταφραστή. Με ηττημένο πάντοτε τον μεταφραστή. Διότι όσο και άξια να είναι η μετάφραση πάντα θα υπολείπεται του πρωτοτύπου. Είναι όντως μια «μάχη» χαμένη εκ των προτέρων. Με παρηγορεί «αυτό το λίγο που διασώζεται» και το γεγονός ότι η μετάφραση είναι «ένα αυτόνομο έργο» στη γλώσσα που μεταφράζεται , με δανεικό υλικό βέβαια.
– Υπήρξαν στιγμές που αισθανθήκατε ότι η ελληνική γλώσσα σας περιορίζει στη μετάφραση; Αν ναι, πώς ξεπερνάτε τέτοιες δυσκολίες;
Όχι ασφαλώς. Οι μεταφράσεις ξένων ποιητών –Άγγλων και Γάλλων– μα και οι μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά, μου φανέρωσαν και μου δίδαξαν τον ανεξάντλητο πλούτο της ελληνικής γλώσσας που μιλιέται στον ίδιο τόπο από τότε που πρωτοεμφανίστηκε μέχρι σήμερα. Η δυσκολία μου, εμού που δεν έζησα σε ξένη χώρα, και δεν μίλησα προφορικά τις γλώσσες από τις οποίες μεταφράζω, είναι κυρίως οι ιδιωματισμοί, που αν δεν τους αντιληφθείς θα σε «πετάξουν» μακριά απ’ το νόημα του πρωτότυπου κειμένου. Στις μεταφράσεις είναι προτιμότερο να ξέρεις καλύτερα τη γλώσσα στην οποία μεταφράζεις, παρά εκείνην από την οποία μεταφράζεις. Γιατί ισότιμη γνώση και των δύο είναι δύσκολο να έχεις. Και το ζητούμενο εδώ είναι να πετύχεις την καλύτερη δυνατή μετάφραση στη γλώσσα σου.
– Τι σας καθοδηγεί στην επιλογή των έργων ή των ποιητών που θα μεταφράσετε; Είναι ζήτημα αισθητικής, προσωπικής σύνδεσης ή κάτι άλλο;
Όπως θαυμάσια το θέτετε, κυρίως είναι ζήτημα αισθητικής. Αν δηλαδή βρίσκει κανείς «εκλεκτικές συγγένειες» με έναν ποιητή. Και μέσα σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται η κοινή ή παραπλήσια αισθητική προσέγγιση της ποίησης. Κι εδώ εννοώ την γραφή και την ανάγνωση, καθώς ο μεταφραστής εκκινεί την προσπάθειά του ως αναγνώστης. Και ως αναγνώστης επιλέγει την «ποίηση που του πάει καλύτερα» –για να μιλήσω απλά– , δηλαδή επιλέγει την αισθητική, το περιεχόμενο και ίσως και την ένταξη του ποιητή που θα μεταφράσει σε κάποιο από τα υπάρχοντα αισθητικά ρεύματα. Αλλά και η προσωπική σύνδεση με το έργο ενός ποιητή παίζει τον ρόλο του. Όταν ένας ποιητής σε συγκινεί πολύ, και λες, ας πούμε, «αχ, αυτό το ποίημα θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ», τότε, επί της ουσίας, έχεις επιλέξει τον ποιητή ως υποψήφιο προς μετάφραση. Προσωπικά, λειτουργώ πρωτίστως έτσι. Στο «κάτι άλλο» που λέτε, θα προσθέσω και το περιεχόμενο όταν είναι δυνατό και ιδιαίτερο. Ας πούμε, όταν μετέφρασα το ποίημα του Τζών Ντόν “Κανένας άνθρωπος δεν είναι ένα νησί”, με συγκίνησε αυτή η μεγαλειώδης μεταφορά, που συγχρόνως αναδεικνύει μια μεγάλη αλήθεια και εμπεριέχει, έστω και αν δεν το κραυγάζει, «μια υπενθύμιση και προτροπή στον ανθρωπισμό».
– Ο Θεσσαλικός Κάμπος φαίνεται να έχει ιδιαίτερη θέση στην ποίησή σας. Πώς επηρεάζει το φυσικό τοπίο τη δημιουργικότητά σας;
Έχετε δίκιο. Παρόλο που οι γονείς μου ήταν από την Ήπειρο, απ΄ τα Βόρεια Τζουμέρκα, εγώ γεννήθηκα στον Θεσσαλικό κάμπο. Δεν θα μπορούσα «να αγνοήσω τον κάμπο». Πώς να αγνοήσεις αυτό το ακαταμάχητο φυσικό τοπίο; Ο Κάμπος είναι ο αιώνιος ζωοδότης όλων των Θεσσαλών και όχι μόνον. Ο πλούτος του κάμπου και η απέραντη πεδιάδα του προσέλκυσαν διαχρονικά όλους τους επίδοξους κατακτητές, οι οποίοι, σχεδόν όλοι, κατάφεραν να τον υποτάξουν. Και πώς να οχυρωθείς στην επίπεδη αυτή γη… Ο πλούτος και η σχεδόν εύκολη κατάκτηση ρήμαζαν τη Θεσσαλία και κυρίως το κέντρο της, τη Λάρισα. Και σήμερα ακόμα ο κάμπος δίνει αφειδώλευτα τον πλούτο του στους Θεσσαλούς καλλιεργητές του. Βέβαια αυτός ο πλούτος, ιδίως στις μέρες μας με την υπερκατανάλωση και το, πάση θυσία, κυνήγι της καλοπέρασης, έφερε και την φθορά ή την αλλοίωση των συνειδήσεων. Στην ποιητική μου συλλογή, “Η δωρεά του κάμπου”, που αφιέρωσα στη Λάρισα και τον Κάμπο, σ’ ένα ολιγόστιχο ποίημα, γράφω:
Μας έδειξαν εύνοια οι Θεοί,
Του κάμπου ο πλούτος,
θερίζει συνειδήσεις.
Πώς λοιπόν να μην με συγκινήσει, να μην με επηρεάσει ο κάμπος. Και όχι τόσο για τις παροχές του, καταλυτικές αναμφίβολα, μα κυρίως ως φυσικό τοπίο, όπως πολύ καλά το λέτε. Με την απεραντοσύνη του, καθώς η ματιά σου δεν αρκεί για να τον αγκαλιάσεις όλον, με το μεγαλείο που κάθε εποχή ντύνεται άλλη φορεσιά, με άλλα χρώματα, άλλες θερμοκρασίες, άλλες συμπεριφορές. Άλλοτε φίλος κι άλλοτε απόμακρος συγγενής, αιώνιος όμως σύντροφος της ανθρώπινης περιπέτειας. Παραμένει ατάραχος κι αλλάζουν οι εποχές. Λες και δανείζεται την αταραξία που εκπέμπει ο παρακείμενος γείτονας και προστάτης του, ο Όλυμπος. Στο δεύτερο μέρος της “Δωρεάς του κάμπου” υπάρχει μια μπαλάντα για τον κάμπο. Ιδού ένα μικρό απόσπασμα:
Τoν Iούλιο καμαρώνω τoν κάμπο
όταν πετάει τα ρούχα του
σαν κάποιος πού γύρισε
απ᾿ το μόχθο της μέρας
τη γύμνια του περιφέροντας
καμαρώνω τον κάμπο
πού ατάραχος παραδίνεται
στο απολαυστικό μαρτύριο του ήλιου.
– Ως πρώην δημοτικός σύμβουλος, αντιδήμαρχος Πολιτισμού και πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, πώς βλέπετε την εξέλιξη της πολιτιστικής δραστηριότητας της πόλης;
Ωραία η ερώτησή σας. Η Λάρισα διαχρονικά υπήρξε μια «άγονη, πολιτιστικά, πόλη». Πέρα από τον πλούτο της και τα θεσσαλικά άλογα, δεν φημίζονταν για την πνευματική δημιουργικότητά της. Αν και είχε υποδεχτεί αρκετές προσωπικότητες κατά την κλασσική αρχαιότητα, με διασημότερο τον σοφιστή Γοργία που ήρθε, έζησε και πέθανε στη Λάρισα όπου έγινε ιδιαίτερα αγαπητός, παραμένοντας πολλά χρόνια με την οικογένεια των Αλευαδών. Ο μόνος ντόπιος και αξιόλογος ήταν ο Φίλων ο Λαρισαίος, φιλόσοφος του 2ου/1ου αι. π.X., μαθητής του Κλειτομάχου, τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας στην Αθήνα. Το 88 π. Χ. πήγε στη Ρώμη, όπου υπήρξε δάσκαλος πολλών Ρωμαίων, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρωνας. Θεωρείται ιδρυτής της λεγόμενης τέταρτης Ακαδημίας. Στον εικοστό αιώνα, εμφανίζεται, και ως Λαρισαίος, ο Μ. Καραγάτσης, του οποίου ο αδελφός Κ. Ροδόπουλος εκλεγόταν επί σειρά ετών βουλευτής Λαρίσης. Ο Καραγάτσης από νέος ακόμα και αργότερα επισκεπτόταν συχνά τη Λάρισα, είχε πολλούς αστούς φίλους εδώ και έγραψε το πρώτο του –και καλύτερο κατά την άποψή μου– μυθιστόρημα, τον “Συνταγματάρχη Λιάπκιν”. Η δράση του έργου εκτυλίσσεται μόνο στη Λάρισα, οι ήρωες, πλην του Λιάπκιν βεβαίως, είναι όλοι Λαρισαίοι. Ο Καραγάτσης έγραψε κι άλλα έργα που αφορούν τη Λάρισα και τον κάμπο, όπως το “Μπουρίνι” και το διήγημα “Μπουχούνστα”. Η συχνή παρουσία του στην πόλη και τα βιβλία του τον συνέδεσαν στενά με την Λάρισα, έτσι που οι Λαρισαίοι να τον θεωρούν Λαρισαίο λογοτέχνη. Αργότερα εμφανίζεται στη λογοτεχνία ο Κ. Ε. Τσιρόπουλος που γεννήθηκε στη Λάρισα και έζησε μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο. Έκανε λαμπρή διαδρομή στα ελληνικά γράμματα, αλλά ως λογοτέχνης δεν δημιούργησε στη γενέτειρα πόλη, άρα δεν είχε καμία επιρροή στο ντόπιο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Παρόμοια περίπτωση ήταν και ο ποιητής Γιάννης Νεγρεπόντης που γεννήθηκε μεν στη Λάρισα, αλλά έφυγε μικρός από την πόλη και δραστηριοποιήθηκε λογοτεχνικά στην Αθήνα επίσης. Κι αυτός δεν άσκησε κάποια επιρροή στα δρώμενα της Λάρισας.
Στην δεκαετία του ΄60 εμφανίζονται τρεις ποιοτικοί λογοτέχνες που έζησαν και δημιούργησαν στη Λάρισα. Μιλάω για την σημαντική πεζογράφο Βασιλική Παπαγιάννη, για τον ψυχίατρο και λογοτέχνη Μάκη Λαχανά που εξέδιδε ένα λαμπρό λογοτεχνικό περιοδικό “Σπαρμός”, και την σπουδαία ποιήτρια Λίνα Καράμπα. Τα πράγματα έτσι πορεύονταν μέχρι την δεκαετία του ΄80, οπότε η πολιτιστική δραστηριότητα αλλάζει πράγματι προς το καλύτερο. Με όχημα την Δημοτική Αρχή του Αριστείδη Λαμπρούλη συμβαίνει μια πολιτιστική έκρηξη την οποία τροφοδοτούν: το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας – Θεσσαλικό Θέατρο, η δημιουργία της Δημοτικής Πινακοθήκης– Μουσείο Γ. Κατσίγρα, χάρις και στη μεγάλη δωρεά πινάκων του διάσημου Λαρισαίου γιατρού Γιώργου Κατσίγρα, το Δημοτικό Ωδείο Λάρισας, η δημιουργία Δημοτικής Σχολής Χορού, η έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού, οι αρκετοί χώροι καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και μικρότερες πολιτιστικές πρωτοβουλίες εκτός Δήμου. Αυτή η πολιτιστική έκρηξη συνεχίστηκε και με τους επόμενους Δημάρχους, ανεξάρτητα της κομματικής τους τοποθέτησης. Σήμερα στη Λάρισα η πολιτιστική δραστηριότητα συνεχίζεται με δυναμισμό, ποιότητα και μεγάλη ποικιλία. Συχνά, επειδή είναι πολλές οι δράσεις και εκδηλώσεις, οι Λαρισαίοι προβληματίζονται για το ποιες θα παρακολουθήσουν και ποιες θα χάσουν. Στη λογοτεχνία ειδικότερα εμφανίστηκαν κάμποσοι ποιητές και πεζογράφοι της νέας γενιάς του 2000, με ταλέντο και ποιότητα. Και με την καίρια συνδρομή του λογοτεχνικού περιοδικού “Θράκα”, τις εκδόσεις της Θράκας και το ετήσιο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης, που διοργανώνει η Θράκα με την Αντιδημαρχία Πολιτισμού, η λογοτεχνική κίνηση στη Λάρισα καλά κρατεί.
– Τι σας ώθησε να δημιουργήσετε το λογοτεχνικό περιοδικό “ΓΡΑΦΗ”; Και ποιο ήταν το όραμά σας για αυτό;
Λοιπόν, λίγα μόνον χρόνια ύστερα από την οριστική μου εγκατάσταση στη Λάρισα ερχόταν και ξαναρχόταν στη σκέψη μου η ιδέα για ένα λογοτεχνικό περιοδικό που να εκδίδεται στην πόλη μας, από Λαρισαίους δημιουργούς, αλλά να έχει πανελλήνια εμβέλεια και να φιλοξενεί πρωτότυπα κείμενα ελλήνων λογοτεχνών, Λαρισαίων και μη. Αυτή η αρχικά ουτοπική και φιλόδοξη ιδέα άρχισε να φαντάζει πραγματοποιήσιμη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ήδη η Λάρισα έμπαινε σε μια τροχιά πολιτιστικής ανάτασης, που είχε να κάνει ασφαλώς με την πολιτική βούληση ανοιχτών οριζόντων της τότε Δημοτικής Αρχής υπό τον Αρ. Λαμπρούλη. Μέσα σ’ αυτό το λαμπρό κλίμα έκρινα σκόπιμο να τολμήσω να προτείνω στον τότε Αντιδήμαρχο Χρήστο Χαλκιά την έκδοση λογοτεχνικού περιοδικού από τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου. Αυτό σήμαινε πώς ο Δήμος θα ήταν ο εκδότης και ο χρηματοδότης του περιοδικού, το οποίο όμως θα διηύθυνε συντακτική ομάδα Λαρισαίων λογοτεχνών. Την ευθύνη δηλαδή της ύλης, της επιλογής της ύλης και εν γένει της εμφάνισης του περιοδικού θα είχε η συντακτική ομάδα και μόνον αυτή, χωρίς καμία παρέμβαση απολύτως. Η πρόταση αυτή έγινε τον Σεπτέμβριο του 1988. Ο Χρ. Χαλκιάς αποδέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή μου και μου ανέθεσε να οργανώσω τα πάντα γύρω από το περιοδικό. Έτσι γεννήθηκε η ΓΡΑΦΗ, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό αυτοδιοικητικού οργανισμού της χώρας. Στις αρχές Ιανουαρίου 1989 παραδώσαμε, σε μια συνέντευξη τύπου, το πρώτο τεύχος της ΓΡΑΦΗΣ. Τις πρώτες σελίδες κοσμούσαν έξι ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου (που μετά θάνατον συμπεριελήφθησαν στην ποιητική συλλογή “ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ”). Στο προλογικό μας σημείωμα προς τους αναγνώστες, γράφαμε: «Εμείς πιστεύουμε, ότι με την συγκεκριμένη προσπάθειά μας δίνεται η δυνατότητα αφ’ ενός μεν στους Λαρισαίους δημιουργούς να εκφραστούν σε πανελλήνιο επίπεδο μαζί με άλλους ομοτέχνους τους, αφ’ ετέρου δε στo αναγνωστικό κοινό της Λάρισας να έχει πρόσβαση στα λογοτεχνικά πράγματα της πόλης του και της υπόλοιπης χώρας. Ένα βήμα λοιπόν ελεύθερης έκφρασης των Ελλήνων λογοτεχνών πού η αξία του και η αναγκαιότητά του θα κριθεί από σας τους αναγνώστες». Το περιοδικό προχώρησε με γοργά και ποιοτικά βήματα και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα καταξιώθηκε τόσο στην συντεχνία των λογοτεχνών (το πιο δύσκολο βήμα), όσο και στο αναγνωστικό κοινό (το μέγα στοίχημα ασφαλώς). Τόσο καλά κύλησαν τα πράγματα που μας εξέπληξαν και εμάς τους ίδιους. Στο τρίτο κιόλας τεύχος είχαμε κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στον ποιητή Τίτο Πατρίκιο και στο πέμπτο τεύχος κάναμε ένα μεγάλο αφιέρωμα στην πεζογράφο της γενιάς του ’30 Λιλίκα Νάκου. Αυτή, εν συντομία, η ιστορία γέννησης της ΓΡΑΦΗΣ.
– Πιστεύετε ότι ανήκετε σε μια συγκεκριμένη ποιητική γενιά; Ή πώς θα περιγράφατε τη θέση σας στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα;
Δεν ξέρω αν ο όρος «λογοτεχνική γενιά» σηματοδοτεί κάτι, αλλά, έστω και για λόγους ηλικιακούς ανήκω στην Γενιά του ΄70. Τώρα δεν γνωρίζω πώς ορίζεται ο ελληνικός λογοτεχνικός κανόνας, και πώς καταχωρείται κανείς σ’ αυτόν, αλλά σχετικά πρόσφατα ένας αθηναίος ποιητής και κριτικός μου είπε ότι στον ελληνικό κανόνα μπαίνουν οι βραβευμένοι με Κρατικό Βραβείο ή με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, που δεν νομίζω, τότε μάλλον δεν έχω θέση σ’ αυτόν τον κανόνα…
– Ποια είναι η γνώμη σας για την ποίηση που γράφεται σήμερα στην Ελλάδα; Υπάρχει κάτι που σας εμπνέει ή σας προβληματίζει;
Πιστεύω, πάντα το πίστευα, πως στη χώρα μας γράφεται καλή ποίηση μα και σπουδαία ποίηση. Υπάρχουν καλοί και πολύ καλοί ποιητές. Η ποίηση στην Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα να έχει πίσω της μια μεγάλη παράδοση, που ξεκινάει απ’ τον Όμηρο και συνεχίζει ως σήμερα αδιάλειπτα ακολουθώντας την πορεία της ελληνικής γλώσσας. Πράγμα που δεν συμβαίνει με την πεζογραφία. Αυτό που με προβληματίζει όμως είναι το γεγονός ότι η νεότατη γενιά δεν στρέφει το βλέμμα στους προλαλήσαντες ποιητές, σαν να θέλει να τους αγνοήσει. Αυτό όμως, αν συμβεί, θα είναι ολέθριο λάθος. Θα το βρει αυτό η νέα γενιά μπροστά της, ως ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ελπίζω να διαψευστώ.
– Πώς βλέπετε τη θέση της ποίησης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία; Έχει αλλάξει η αξία της ή η απήχησή της τα τελευταία χρόνια;
Δεν νομίζω ότι η ποίηση σήμερα έχει κάποια διαφορετική θέση στην ελληνική κοινωνία απ’ αυτήν που είχε διαχρονικά. Πάντοτε η ποίηση ήταν και εξακολουθεί να είναι, υπόθεση των λίγων, μιας αναγνωστικής ελίτ μόνο. Και όσοι θα ήθελαν να την πλησιάσουν, δεν το κάνουν, καθώς πέφτει βαρύ κι ασήκωτο επάνω τους το ψευτο-αίτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ακόμα και σήμερα μου λένε διάφοροι φίλοι και γνωστοί στη Λάρισα: «θέλω να διαβάσω ποίηση, αλλά δεν την καταλαβαίνω, δεν μπορώ βρω το νόημα ενός ποιήματος, γιατί πάντοτε πιστεύω ότι ο ποιητής κάτι άλλο εννοεί απ’ αυτό που εγώ προσλαμβάνω. Νιώθω ανεπαρκής απέναντι στον ποιητή κι αυτό με πληγώνει». Έτσι, δεν επιχειρεί νέα απόπειρα να έρθει κοντά στην ποίηση. Πασχίζω να τους πείσω ότι δεν χρειάζεται να απαντήσουν στο δήθεν αίτημα, να αφήσουν τον ποιητή στην άκρη και στην ησυχία του και να διαβάσουν το ποίημα χωρίς καμία ενοχή, με όση αθωότητα μπορούν και ν’ αφεθούν στην συγκίνηση που θα τους προκαλέσει η ανάγνωση του ποιήματος –εάν το κάνει. Ακόμα κι έναν στίχο να βρουν που τους συγκίνησε ή τους άρεσε απλώς, τότε το ποίημα έκανε τη δουλειά του, όπως κι αυτοί. Επομένως, νομίζω ότι ούτε η αξία της έχει αλλάξει, ούτε και η απήχησή της. Προσωπικά, θα ήθελα μεγαλύτερο κοινό, αλλά αρκούμαι και σ’ αυτό που υπάρχει.
– Θεωρείτε, ίσως, ότι οι οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις της Ελλάδας έχουν επηρεάσει τη θεματολογία και την αισθητική της λογοτεχνίας;
Η τελευταία οικονομική κρίση φάνηκε να επηρέασε εν μέρει τη θεματολογία της ποίησης. Αλλά αυτή η επιρροή ήταν συγκυριακή. Γράφτηκαν ποιήματα για την κρίση, βγήκαμε όπως βγήκαμε απ’ αυτήν, και η ζωή επανήλθε στη προαιώνια συνηθισμένη της ρότα. Η αισθητική της ποίησης νομίζω ότι έμεινε αλώβητη. Κρίσεις οικονομικές ή κοινωνικές επηρεάζουν –και είναι λογικό– την θεματολογία γιατί τέτοιες ώρες κυρίως αυτή πρέπει να έρθει σε πρώτο πλάνο.
– Πώς βλέπετε τη σύνθεση ανάμεσα στην τοπική λογοτεχνία, με τις ελληνικές ρίζες, και την παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή;
Νομίζω πως επί της ουσίας δεν μπαίνει τέτοιο ζήτημα ή προβληματισμός, καθώς η καλή, η σπουδαία και η μεγάλη λογοτεχνία, εφ’ όσον υπάρξουν, αυτονόητα είναι «τοπική», έχει ελληνικές ρίζες αφού γράφεται στην ελληνική γλώσσα, και συνδέεται με την παγκόσμια λογοτεχνική όταν πραγματικά είναι μεγάλη λογοτεχνία, εκφράζοντας παναθρώπινα και διαχρονικά ιδεώδη και αξίες.
– Πιστεύετε ότι η τεχνολογία, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ψηφιακά βιβλία, έχουν αλλάξει τον τρόπο που γράφουμε, διαβάζουμε ή αντιλαμβανόμαστε τη λογοτεχνία;
Δεν έχω γνώση του θέματος, θέλω να πω στοιχεία στατιστικά ή άλλα επ’ αυτού. Προσωπικά με έχει επηρεάσει μόνον ως προς αυτό: Χρησιμοποιώντας την ψηφιακή τεχνολογία για τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα, άρχισα να γράφω, κάποια στιγμή, ποιήματα κατ’ ευθείαν στο κομπιούτερ, το συνήθισα, κι έτσι όλα τα ποιήματα της τελευταίας ποιητικής μου συλλογής “ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΑΥΜΑ” υπάρχουν μόνο στον υπολογιστή. Ούτε ένα χειρόγραφο δεν έχω αυτών των ποιημάτων. Αυτό ήταν αδιανόητο για μένα πριν χρησιμοποιήσω υπολογιστή. Το θεωρούσα μάλιστα ανίερη πράξη να μην γράφω ποίηση με το χέρι σ’ ένα λευκό χαρτί. Αλλά πόσες φορές οι θεωρίες μας, τα πιστεύω μας και οι διακηρύξεις μας, δεν ματαιώνονται όταν η πραγματικότητα επέρχεται αμείλικτη και, πολλές φορές, νομοτελειακή…
– Ποιον θεωρείτε ως τον ιδανικό σας αναγνώστη; Υπάρχει κάποιο μήνυμα που ελπίζετε να περάσετε μέσω της δουλειάς σας;
Δεν ξέρω αν υπάρχει ιδανικός αναγνώστης, η λέξη «ιδανικός» μου ακούγεται πολύ συγγενική με την λέξη «ουτοπικός». Αλλά για την οικονομία της συζήτησης, νομίζω, ότι αυτόν τον αναγνώστη τον προτιμώ κάπως έτσι: Να γνωρίζει καλά ελληνικά, να έχει έφεση στα γράμματα και τις τέχνες –για να μην απορρίπτει a priori την ποίηση– και να προσέρχεται στην ανάγνωση της ποίησης με, όση γίνεται, αθωότητα και θετική αύρα. Δηλαδή, να αφήνεται «άοπλος» την ώρα της ανάγνωσης, να μην έχει πολλές προσδοκίες –ίσως και καμία– να μην σκέφτεται τον ποιητή, εκείνος ό,τι ήταν να κάνει το έκανε, να μην τον υπερτιμά και να μην τον εξιδανικεύει ως προνομιούχο όν, και ν’ απαγγέλλει το ποίημα τουλάχιστον μία φορά. Ο Σεφέρης έλεγε –και είχε δίκιο– ότι το ποίημα «ολοκληρώνεται με την ανάγνωση», διότι έτσι αντιλαμβάνεσαι τον ρυθμό και την μουσικότητα του ποιήματος, εφ’ όσον τα έχει. Τα ομηρικά έπη διασώθηκαν επειδή απαγγέλλονταν και μ’ αυτήν προοπτική γράφτηκαν. Πρέπει να απαγγέλλουμε τα ποιήματα, να μην ντρεπόμαστε να το κάνουμε. Έχει σημασία και αξία. Το διαπίστωσα αυτό, όταν πήρα τους δίσκους με τις απαγγελίες του ίδιου του Σεφέρη. Σε αρκετά σημεία, πριν τον ακούσω, διάβαζα τα ποιήματά του λάθος.
Τώρα, το «μήνυμα» είναι μια φθαρμένη λέξη από την συχνή και άκυρη συνήθως χρήση εκ μέρους των πολιτικών κυρίως. Θα προτιμούσα τη λέξη «προτείνω». Η ζωή λοιπόν είναι ένα υπέροχο δώρο και πως «η αγάπη είναι ο πιο όμορφος τόπος να ζήσεις και να πεθάνεις». Και, συμπληρώνω, παραθέτοντας το πρώτο ποίημα της συλλογής μου “ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΘΑΥΜΑ”, όπου το μέγιστο θαύμα, κατά τον Ερμή τον τρισμέγιστο είναι ο άνθρωπος. «Πίστη λοιπόν στη ζωή και στον άνθρωπο».
Είμαι εδώ και επιμένω. Επιμένω να ζω, να υπάρχω
σ’ ένα άναρχο σύμπαν σε πλήρη ευταξία.
Λένε, η ζωή είναι μια ανέλπιδη νύχτα
μια αναλαμπή φωτός στο αψηλάφητο σκότος.
Λένε, θες δε θες, την ζωή οφείλεις να ζήσεις
ο θάνατος είναι απατηλό μέσον απόδρασης.
Παραμένω. Και περιμένω ώσπου τ’ αστέρια τ’ ουρανού
όλα μαζί να ψάλλουν τον ύμνο της χαράς στη ζωή.
Όσο κι αν χάνομαι πάντα στη ζωή επιστρέφω.
✑ Tα βιβλία του Κώστα Λάνταβου έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, Θράκα, Κέδρος, Τραμάκια, Μεταίχμιο & Αρμός.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.