Για τον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού και των εικαστικών τεχνών το ονοματεπώνυμο της Κατερίνας Κοσκινά δεν είναι ξένο. Η μουσειολόγος, Δρ Ιστορίας της Τέχνης και Επιμελήτρια εκθέσεων έχει συνδέσει το όνομά της με μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές των εικαστικών της χώρας και την ελληνική μουσειακή ιστορία, με την έκθεση του περίφημου Γιάννη Κουνέλλη στον Πειραιά το 1994 και τη συνεργασία της με το Ίδρυμα Ι. Φ. Κωστοπούλου να αποτελούν τους πυλώνες μιας καριέρας που την οδήγησε στο «τιμόνι» του ΕΜΣΤ και μέχρι πρότινος στο πόστο της συμβούλου του Δημάρχου Αθηναίων για θέματα πολιτισμού.
Η συγκυρία της συζήτησής μας υπήρξε ευχάριστη και άκρως επίκαιρη, καθώς έγινε ενόσω η ίδια επιμελήθηκε την συλλογή τοιχογραφιών του διάσημου Έλληνα visual artist INO, με θέμα τις Καρυάτιδες, και σαφή αναφορά στα Γλυπτά του Παρθενώνα.
«Είναι συγκλονιστική η είδηση ότι μια από τις τοιχογραφίες του ΙΝΟ, οι “Καρυάτιδες που κλαίνε”, έχουν πιάσει σχεδόν 6 εκατομμύρια views, ένας αριθμός τεράστιος για τα δεδομένα της street art όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και σε Ευρώπη και υφήλιο. Η τέχνη έχει τη δύναμη να στέλνει μηνύματα και στην πιο μακρινή γωνιά, να εκφράσει εν προκειμένω το συλλογικό αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα» μου λέει, σε μια συζήτηση που αφορά την επίδραση της τοιχογραφίας μεγάλης κλίμακας στο Μοναστηράκι, σε κτίριο επί της οδού Ερμού 121. Η επιμέλεια του έργου, που ολοκληρώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2023, είναι μια υπόθεση που της ανήκει.
«Έμαθα πολλά από τους street artists, πολύτιμη η εμπειρία του να δουλεύω μαζί τους. Όπως είναι street artists, θα μπορούσαν να είναι και “κλασικοί” καλλιτέχνες. Αλλά εδώ έχουμε ένα γεγονός που έχει να κάνει με αυτήν τη γενιά και τάση καλλιτεχνών να είναι πιο ελεύθεροι και επιδραστικοί κοινωνικά. «Εισάγουν καινά δαιμόνια». Είναι ακομπλεξάριστοι, έχουν βιώσει τον ελληνικό πολιτισμό μέσα τους αλλά και τη ζοφερή πραγματικότητα της καθημερινότητας των τελευταίων χρόνων με την αποκοπή από αυτήν, την οικονομική κρίση, την πανδημία, την ανάγκη επικοινωνίας και έκφρασης. Συχνά σκέφτονται και δρουν σε επίπεδο συλλογικού υποσυνείδητου», μας λέει καθώς εξηγεί την επιτυχία του έργου.
«Είναι ένα πολύ ωραίο έργο, με ένα πολύ ωραίο μήνυμα, σε μια καλή στιγμή. Η Ελλάδα “πουλάει” και περισσότερο η Αθήνα σήμερα. Μου αρέσει και ο καλλιτέχνης και η ιδέα του και επιπλέον πιστεύω πολύ στην πολιτιστική διπλωματία. Η Τέχνη είναι παγκόσμια γλώσσα, κινείται με τη δική της τροχιά και δυναμική της. Είναι σπουδαίο απέναντι από τον Φειδία να στέκεται ένας σύγχρονος ‘Έλληνας καλλιτέχνης, που το έργο του γίνεται viral».
Το ίδιο πιστεύει όταν αναφέρεται στο άλλο πρόσφατο εικαστικό γεγονός το οποίο έφερε την υπογραφή της, έκθεση με τίτλο “Νάσος Δάφνης, City Walls: Από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα 1969-2023”. «Ο Δάφνης ήταν πρωτοπόρος ακριβώς για στον ίδιο στόχο, της διάδρασης της Τέχνης με τη ζωή και την κοινωνία. Ο ίδιος, μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του ίδρυσαν μια οργάνωση η οποία είχε στόχο να βγάλει τη ζωγραφική στο δημόσιο χώρο μέσα από τη δημιουργία τοιχογραφιών καθώς θεωρούσε ότι η καθημερινή σχέση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος με την τέχνη είναι καθοριστική τόσο για την διαμόρφωση της αισθητικής του και για την παιδεία του».
«Αλήθεια όμως, τι μέθοδο ακολουθεί κανείς στην επιμέλεια εκθέσεων και τι χαρά αποκομίζει;», ρωτάω, προσπαθώντας –ατέχνως– να περάσω σε πιο τεχνικές και προσωπικές ερωτήσεις.
«Δεν είμαι ένας άνθρωπος που ήθελα να γίνω καλλιτέχνης και ο δρόμος μ’ έβγαλε αλλού, δεν έχω αυτόν τον καημό. Αγαπώ τους καλλιτέχνες και κάνω αυτό που ήθελα εξαρχής, να είμαι μέσα στην τέχνη ως θεράπων. Η μέθοδος μου είναι ίδια από όλα τα πόστα που υπηρέτησα. Αγαπώ τον χώρο και πιστεύω πολύ στη δύναμη της Τέχνης. Είναι μια δουλειά που κάνω πάνω από 34 χρόνια και έχω την ευλογία να την κάνω με τον ίδιο ενθουσιασμό και ζήλο, παρά τις όποιες απογοητεύσεις. Το ΄΄κλειδί΄΄ για να συνεχίζεις στην Ελλάδα, είναι να αγαπάς το μέσο, τον χώρο και τη χώρα» απαντάει η Κατερίνα Κοσκινά για να ανοίξει κατόπιν την παλέτα και να φανερώσει το εύρος ενός πάθους που δεν «μασάει» από προκλήσεις…»
«Με βλέπω ως amateur, είμαι κάποιος που αγαπά, κατά τη λατινική ρίζα της λέξης amare που σημαίνει αγαπώ. Βάζω την ψυχή μου, τη γνώση μου και την εμπειρία μου και η τέχνη είναι ο ζωτικός μου χώρος».
«Σκέψου ότι ζούσα στο Παρίσι, έχοντας δουλειά και σπίτι. Πήγαινα κυριολεκτικά σφαίρα όταν μου έγινε πρόταση να δουλέψω στους Δελφούς, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, και παρά τη νεανική, αρχικά, μάλλον επαρμένη αντίδρασή μου, όταν ξεκίνησα είπα: Ναι εδώ είναι το κέντρο του κόσμου. Τώρα ακούγεται τρελό αλλά τότε ήταν έτσι για μένα. Γνώρισα τον Μπομπ Ουίλσον, τη Σιμόν Βέιλ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, τον Ιζάμου Νογκούσι, τον Αλιγκιέρο ε Μποέτι, τον Ντένις Οπενχάιμ, τον Ταντάσι Σουζούκι και άλλους μέσα από τη δουλειά του Περικλή Νεάρχου και του Θόδωρου Τερζόπουλου. Ακολούθησα το δικό τους παράδειγμα, γεγονός που με προέτρεψε να παλέψω για κάτι αντίστοιχα πρωτοποριακό και σημαντικό και τα κατάφερα με κόπο και ψυχική κατάθεση. Αυτό έφερε τις επόμενες θέσεις μου, με κυρίαρχη αυτήν στο Ίδρυμα και την Alpha Bank. Αυτή η δουλειά με οδήγησε στις συνεργασίες με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, Το Αττικό Μετρό, τα Μουσεία. Μεγάλες ευθύνες, μεγάλη αγωνία, μεγάλη επιτυχία αλλά και μεγάλη απογοήτευση, κάποιες φορές. Χρειάστηκε να αψηφήσω και τον εαυτό μου κάποιες φορές. Δε θα πω αν άξιζε».
«Στο Κάσελ, για να γίνει η έκθεση της συλλογής του ΕΜΣΤ, δηλαδή για να παρουσιαστεί εμπλουτισμένη η μουσειολογική μου μελέτη για το άνοιγμα του μουσείου, πήγα με σπασμένη λεκάνη και σε αναπηρικό αμαξίδιο. Δεν ήξερα τι και αν θα τα καταφέρω, αλλά διαπραγματεύτηκα, για το μουσείο σύγχρονης τέχνης της χώρας μου, με όλες μου τις δυνάμεις και σχεδόν μόνη», μου εξιστορεί, στην προσπάθειά μου να ψηλαφίσω αυτή ακριβώς τη δύναμη της θέλησης που την διέπει.
«Αν δεν είχα γαλουχηθεί μέσα στη τέχνη των μεγάλων μουσείων, όπως του Λούβρου, δεν θα αγαπούσα τόσο τη σύγχρονη Τέχνη. Πολλές φορές πέρναγα πολύ χρόνο στο αιγυπτιακό τμήμα του. Τα μουσεία είναι το ψώνιο μου. Και αν δεν ταξίδευα φυσικά στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Ιταλία και αλλού. Εκεί αποκτάς ρίζες με τη σύγχρονη Τέχνη, στη σχέση με το παρελθόν. Το βήμα του κούρου ή ο Ντελακρουά ήταν στην εποχή του πιο ρηξικέλευθο από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Δεν μπορείς να κοιτάξεις μπροστά αν δεν διασυνδεθείς με το παρελθόν» συμπληρώνει και συνεχίζει στην ίδια διαυγή γραμμή.
«Νιώθω ευτυχία και ασφάλεια μέσα στον πολιτισμό. Διασκεδάζω. Στα μουσεία παίζω ένα παιχνίδι. Προσπαθώ να βρω τι θα έπαιρνα από ένα μουσείο, τι θα έπαιρνα μαζί μου, να σώσω νοερά στην πιθανότητα μιας μεγάλης καταστροφής. Για παράδειγμα από το Λούβρο θα έσωζα το πορτρέτο του Κουβαρούμπιας του Γκρέκο, από τη Νational Gallery τον Δόγη του Μπελίνι».
«Όταν ζει ο καλλιτέχνης δεν είσαι μόνος σου, κι αυτό είναι καλό ή πιο δύσκολο, αναλόγως το είδος της συνεργασίας που έχετε. Υπάρχει ωστόσο μια πυξίδα. Όταν απουσιάζει, για τον οποιοδήποτε λόγο, το βάρος πέφτει πάνω σου, είναι αφόρητο, από τη μελέτη και το κείμενο έως την κριτική που θα δεχτείς. Είναι μεγάλη η κούραση αλλά και αναζωογωνητική ταυτόχρονα. Η έκθεση του Κουνέλλη στο φορτηγό πλοίο ΙΟΝΙΟ με τον Κουνέλλη παρόντα και η έκθεση του Λουκά Σαμαρά στην Εθνική Πινακοθήκη χωρίς τον Σαμαρά είναι δύο τέτοιες περιπτώσεις, κομβικές για μένα, με διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό. Ο πρώτος είχε τον απόλυτο έλεγχο στην έκθεσή του. Ήταν ο πραγματικός επιμελητής σε κάθε έκθεσή του. Η δεύτερη ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία, με έναν άνθρωπο που έλεγε κάν΄το μόνος σου. Προσαρμόζεσαι αναλόγως και μαθαίνεις να υπηρετείς αυτό που αγαπάς σε συμφωνία με τις συνθήκες».
– Κλείνω επιστρέφοντας στο παρόν και το μέλλον. Βλέπετε θετικές εξελίξεις αναφορικά με τον πολιτιστικό χάρτη της χώρας;
Η εμπειρία μου από τους street artists είναι νέα και σημαντική. Η συνεργασία μου με το Δήμο Αθηναίων συνέβαλε κατά πολύ στη σχέση με το δημόσιο χώρο. Απευθύνθηκα σε νέους καλλιτέχνες, η εξωστρέφεια έγινε ανάγκη. Υπάρχει ο Cacao Rocks, του οποίου την έκθεση είχα τη χαρά να επιμεληθώ και στο νησί μου, την Κέρκυρα. Υπάρχει ο ΙNO, ο SER που δουλέψαμε για τη μεταγραφή του έργου του Νάσου Δάφνη και υπάρχει η πραγματικότητα δεκάδων καλλιτεχνών στον χώρο των εικαστικών που παρουσιάζουν άκρως ενδιαφέροντα έργα τους σε μικρότερους ή μεγαλύτερους χώρους. Έχω και άλλα σχέδια για τη τέχνη στο δημόσιο χώρο. Είναι θετικό που το NEON άνοιξε τη Δήλο για μια εμπειρία σύγχρονης τέχνης και πιστεύω ότι πρέπει να κλείσουμε το κενό ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με πραγματική κατανόηση και αγάπη για τον τόπο. Όταν αυτά δεν υπάρχουν, ακόμη και η γνώση δεν είναι δημιουργική, είναι στείρα και καταντά αρχαιοπληξία. Η σχέση των Ελλήνων σήμερα με τα μουσεία είναι σαφώς καλύτερη. Είμαι αισιόδοξη γενικότερα. Μας βοηθάει εξάλλου και ο τόπος. Χρησιμοποιώ συχνά τη διαστρωμάτωση στο Μετρό του Συντάγματος ως παράδειγμα. Βλέπεις την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική εποχή στην καθημερινότητά σου, είναι κομμάτι της πραγματικότητας. Στην Ελλάδα κάνεις πράγματα που μόνο σε 3-4 άλλα μέρη της υφηλίου μπορείς. Υπάρχει καλλιτεχνική δραστηριότητα και αξιόλογοι καλλιτέχνες. Ίσως αυτό που λείπει σήμερα είναι η αξιοκρατία, η κριτική και ο λόγος. Βλέπω πολύ πληροφορία και εικόνα αλλά πολύ λιγότερο διαλεκτική και διάλογο και συνείδηση ενός κοινού στόχου.
Για τον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού και των εικαστικών τεχνών το ονοματεπώνυμο της Κατερίνας Κοσκινά δεν είναι ξένο. Η μουσειολόγος, Δρ Ιστορίας της Τέχνης και Επιμελήτρια εκθέσεων έχει συνδέσει το όνομά της με μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές των εικαστικών της χώρας και την ελληνική μουσειακή ιστορία, με την έκθεση του περίφημου Γιάννη Κουνέλλη στον Πειραιά το 1994 και τη συνεργασία της με το Ίδρυμα Ι. Φ. Κωστοπούλου να αποτελούν τους πυλώνες μιας καριέρας που την οδήγησε στο «τιμόνι» του ΕΜΣΤ και μέχρι πρότινος στο πόστο της συμβούλου του Δημάρχου Αθηναίων για θέματα πολιτισμού.
Η συγκυρία της συζήτησής μας υπήρξε ευχάριστη και άκρως επίκαιρη, καθώς έγινε ενόσω η ίδια επιμελήθηκε την συλλογή τοιχογραφιών του διάσημου Έλληνα visual artist INO, με θέμα τις Καρυάτιδες, και σαφή αναφορά στα Γλυπτά του Παρθενώνα.
«Είναι συγκλονιστική η είδηση ότι μια από τις τοιχογραφίες του ΙΝΟ, οι “Καρυάτιδες που κλαίνε”, έχουν πιάσει σχεδόν 6 εκατομμύρια views, ένας αριθμός τεράστιος για τα δεδομένα της street art όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και σε Ευρώπη και υφήλιο. Η τέχνη έχει τη δύναμη να στέλνει μηνύματα και στην πιο μακρινή γωνιά, να εκφράσει εν προκειμένω το συλλογικό αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα» μου λέει, σε μια συζήτηση που αφορά την επίδραση της τοιχογραφίας μεγάλης κλίμακας στο Μοναστηράκι, σε κτίριο επί της οδού Ερμού 121. Η επιμέλεια του έργου, που ολοκληρώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2023, είναι μια υπόθεση που της ανήκει.
«Έμαθα πολλά από τους street artists, πολύτιμη η εμπειρία του να δουλεύω μαζί τους. Όπως είναι street artists, θα μπορούσαν να είναι και “κλασικοί” καλλιτέχνες. Αλλά εδώ έχουμε ένα γεγονός που έχει να κάνει με αυτήν τη γενιά και τάση καλλιτεχνών να είναι πιο ελεύθεροι και επιδραστικοί κοινωνικά. «Εισάγουν καινά δαιμόνια». Είναι ακομπλεξάριστοι, έχουν βιώσει τον ελληνικό πολιτισμό μέσα τους αλλά και τη ζοφερή πραγματικότητα της καθημερινότητας των τελευταίων χρόνων με την αποκοπή από αυτήν, την οικονομική κρίση, την πανδημία, την ανάγκη επικοινωνίας και έκφρασης. Συχνά σκέφτονται και δρουν σε επίπεδο συλλογικού υποσυνείδητου», μας λέει καθώς εξηγεί την επιτυχία του έργου.
«Είναι ένα πολύ ωραίο έργο, με ένα πολύ ωραίο μήνυμα, σε μια καλή στιγμή. Η Ελλάδα “πουλάει” και περισσότερο η Αθήνα σήμερα. Μου αρέσει και ο καλλιτέχνης και η ιδέα του και επιπλέον πιστεύω πολύ στην πολιτιστική διπλωματία. Η Τέχνη είναι παγκόσμια γλώσσα, κινείται με τη δική της τροχιά και δυναμική της. Είναι σπουδαίο απέναντι από τον Φειδία να στέκεται ένας σύγχρονος ‘Έλληνας καλλιτέχνης, που το έργο του γίνεται viral».
Το ίδιο πιστεύει όταν αναφέρεται στο άλλο πρόσφατο εικαστικό γεγονός το οποίο έφερε την υπογραφή της, έκθεση με τίτλο “Νάσος Δάφνης, City Walls: Από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα 1969-2023”. «Ο Δάφνης ήταν πρωτοπόρος ακριβώς για στον ίδιο στόχο, της διάδρασης της Τέχνης με τη ζωή και την κοινωνία. Ο ίδιος, μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής του ίδρυσαν μια οργάνωση η οποία είχε στόχο να βγάλει τη ζωγραφική στο δημόσιο χώρο μέσα από τη δημιουργία τοιχογραφιών καθώς θεωρούσε ότι η καθημερινή σχέση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος με την τέχνη είναι καθοριστική τόσο για την διαμόρφωση της αισθητικής του και για την παιδεία του».
«Αλήθεια όμως, τι μέθοδο ακολουθεί κανείς στην επιμέλεια εκθέσεων και τι χαρά αποκομίζει;», ρωτάω, προσπαθώντας –ατέχνως– να περάσω σε πιο τεχνικές και προσωπικές ερωτήσεις.
«Δεν είμαι ένας άνθρωπος που ήθελα να γίνω καλλιτέχνης και ο δρόμος μ’ έβγαλε αλλού, δεν έχω αυτόν τον καημό. Αγαπώ τους καλλιτέχνες και κάνω αυτό που ήθελα εξαρχής, να είμαι μέσα στην τέχνη ως θεράπων. Η μέθοδος μου είναι ίδια από όλα τα πόστα που υπηρέτησα. Αγαπώ τον χώρο και πιστεύω πολύ στη δύναμη της Τέχνης. Είναι μια δουλειά που κάνω πάνω από 34 χρόνια και έχω την ευλογία να την κάνω με τον ίδιο ενθουσιασμό και ζήλο, παρά τις όποιες απογοητεύσεις. Το ΄΄κλειδί΄΄ για να συνεχίζεις στην Ελλάδα, είναι να αγαπάς το μέσο, τον χώρο και τη χώρα» απαντάει η Κατερίνα Κοσκινά για να ανοίξει κατόπιν την παλέτα και να φανερώσει το εύρος ενός πάθους που δεν «μασάει» από προκλήσεις…»
«Με βλέπω ως amateur, είμαι κάποιος που αγαπά, κατά τη λατινική ρίζα της λέξης amare που σημαίνει αγαπώ. Βάζω την ψυχή μου, τη γνώση μου και την εμπειρία μου και η τέχνη είναι ο ζωτικός μου χώρος».
«Σκέψου ότι ζούσα στο Παρίσι, έχοντας δουλειά και σπίτι. Πήγαινα κυριολεκτικά σφαίρα όταν μου έγινε πρόταση να δουλέψω στους Δελφούς, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, και παρά τη νεανική, αρχικά, μάλλον επαρμένη αντίδρασή μου, όταν ξεκίνησα είπα: Ναι εδώ είναι το κέντρο του κόσμου. Τώρα ακούγεται τρελό αλλά τότε ήταν έτσι για μένα. Γνώρισα τον Μπομπ Ουίλσον, τη Σιμόν Βέιλ, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, τον Ιζάμου Νογκούσι, τον Αλιγκιέρο ε Μποέτι, τον Ντένις Οπενχάιμ, τον Ταντάσι Σουζούκι και άλλους μέσα από τη δουλειά του Περικλή Νεάρχου και του Θόδωρου Τερζόπουλου. Ακολούθησα το δικό τους παράδειγμα, γεγονός που με προέτρεψε να παλέψω για κάτι αντίστοιχα πρωτοποριακό και σημαντικό και τα κατάφερα με κόπο και ψυχική κατάθεση. Αυτό έφερε τις επόμενες θέσεις μου, με κυρίαρχη αυτήν στο Ίδρυμα και την Alpha Bank. Αυτή η δουλειά με οδήγησε στις συνεργασίες με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, Το Αττικό Μετρό, τα Μουσεία. Μεγάλες ευθύνες, μεγάλη αγωνία, μεγάλη επιτυχία αλλά και μεγάλη απογοήτευση, κάποιες φορές. Χρειάστηκε να αψηφήσω και τον εαυτό μου κάποιες φορές. Δε θα πω αν άξιζε».
«Στο Κάσελ, για να γίνει η έκθεση της συλλογής του ΕΜΣΤ, δηλαδή για να παρουσιαστεί εμπλουτισμένη η μουσειολογική μου μελέτη για το άνοιγμα του μουσείου, πήγα με σπασμένη λεκάνη και σε αναπηρικό αμαξίδιο. Δεν ήξερα τι και αν θα τα καταφέρω, αλλά διαπραγματεύτηκα, για το μουσείο σύγχρονης τέχνης της χώρας μου, με όλες μου τις δυνάμεις και σχεδόν μόνη», μου εξιστορεί, στην προσπάθειά μου να ψηλαφίσω αυτή ακριβώς τη δύναμη της θέλησης που την διέπει.
«Αν δεν είχα γαλουχηθεί μέσα στη τέχνη των μεγάλων μουσείων, όπως του Λούβρου, δεν θα αγαπούσα τόσο τη σύγχρονη Τέχνη. Πολλές φορές πέρναγα πολύ χρόνο στο αιγυπτιακό τμήμα του. Τα μουσεία είναι το ψώνιο μου. Και αν δεν ταξίδευα φυσικά στη Μεγάλη Ελλάδα, στην Ιταλία και αλλού. Εκεί αποκτάς ρίζες με τη σύγχρονη Τέχνη, στη σχέση με το παρελθόν. Το βήμα του κούρου ή ο Ντελακρουά ήταν στην εποχή του πιο ρηξικέλευθο από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Δεν μπορείς να κοιτάξεις μπροστά αν δεν διασυνδεθείς με το παρελθόν» συμπληρώνει και συνεχίζει στην ίδια διαυγή γραμμή.
«Νιώθω ευτυχία και ασφάλεια μέσα στον πολιτισμό. Διασκεδάζω. Στα μουσεία παίζω ένα παιχνίδι. Προσπαθώ να βρω τι θα έπαιρνα από ένα μουσείο, τι θα έπαιρνα μαζί μου, να σώσω νοερά στην πιθανότητα μιας μεγάλης καταστροφής. Για παράδειγμα από το Λούβρο θα έσωζα το πορτρέτο του Κουβαρούμπιας του Γκρέκο, από τη Νational Gallery τον Δόγη του Μπελίνι».
«Όταν ζει ο καλλιτέχνης δεν είσαι μόνος σου, κι αυτό είναι καλό ή πιο δύσκολο, αναλόγως το είδος της συνεργασίας που έχετε. Υπάρχει ωστόσο μια πυξίδα. Όταν απουσιάζει, για τον οποιοδήποτε λόγο, το βάρος πέφτει πάνω σου, είναι αφόρητο, από τη μελέτη και το κείμενο έως την κριτική που θα δεχτείς. Είναι μεγάλη η κούραση αλλά και αναζωογωνητική ταυτόχρονα. Η έκθεση του Κουνέλλη στο φορτηγό πλοίο ΙΟΝΙΟ με τον Κουνέλλη παρόντα και η έκθεση του Λουκά Σαμαρά στην Εθνική Πινακοθήκη χωρίς τον Σαμαρά είναι δύο τέτοιες περιπτώσεις, κομβικές για μένα, με διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό. Ο πρώτος είχε τον απόλυτο έλεγχο στην έκθεσή του. Ήταν ο πραγματικός επιμελητής σε κάθε έκθεσή του. Η δεύτερη ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία, με έναν άνθρωπο που έλεγε κάν΄το μόνος σου. Προσαρμόζεσαι αναλόγως και μαθαίνεις να υπηρετείς αυτό που αγαπάς σε συμφωνία με τις συνθήκες».
– Κλείνω επιστρέφοντας στο παρόν και το μέλλον. Βλέπετε θετικές εξελίξεις αναφορικά με τον πολιτιστικό χάρτη της χώρας;
Η εμπειρία μου από τους street artists είναι νέα και σημαντική. Η συνεργασία μου με το Δήμο Αθηναίων συνέβαλε κατά πολύ στη σχέση με το δημόσιο χώρο. Απευθύνθηκα σε νέους καλλιτέχνες, η εξωστρέφεια έγινε ανάγκη. Υπάρχει ο Cacao Rocks, του οποίου την έκθεση είχα τη χαρά να επιμεληθώ και στο νησί μου, την Κέρκυρα. Υπάρχει ο ΙNO, ο SER που δουλέψαμε για τη μεταγραφή του έργου του Νάσου Δάφνη και υπάρχει η πραγματικότητα δεκάδων καλλιτεχνών στον χώρο των εικαστικών που παρουσιάζουν άκρως ενδιαφέροντα έργα τους σε μικρότερους ή μεγαλύτερους χώρους. Έχω και άλλα σχέδια για τη τέχνη στο δημόσιο χώρο. Είναι θετικό που το NEON άνοιξε τη Δήλο για μια εμπειρία σύγχρονης τέχνης και πιστεύω ότι πρέπει να κλείσουμε το κενό ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με πραγματική κατανόηση και αγάπη για τον τόπο. Όταν αυτά δεν υπάρχουν, ακόμη και η γνώση δεν είναι δημιουργική, είναι στείρα και καταντά αρχαιοπληξία. Η σχέση των Ελλήνων σήμερα με τα μουσεία είναι σαφώς καλύτερη. Είμαι αισιόδοξη γενικότερα. Μας βοηθάει εξάλλου και ο τόπος. Χρησιμοποιώ συχνά τη διαστρωμάτωση στο Μετρό του Συντάγματος ως παράδειγμα. Βλέπεις την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική εποχή στην καθημερινότητά σου, είναι κομμάτι της πραγματικότητας. Στην Ελλάδα κάνεις πράγματα που μόνο σε 3-4 άλλα μέρη της υφηλίου μπορείς. Υπάρχει καλλιτεχνική δραστηριότητα και αξιόλογοι καλλιτέχνες. Ίσως αυτό που λείπει σήμερα είναι η αξιοκρατία, η κριτική και ο λόγος. Βλέπω πολύ πληροφορία και εικόνα αλλά πολύ λιγότερο διαλεκτική και διάλογο και συνείδηση ενός κοινού στόχου.