Συνάντησα τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τον πρωτότοκο γιο του, Γιώργο, στο θέατρο Επί Κολωνώ δύο ώρες πριν από την παράσταση «ΤΑΟ» που συμπρωταγωνιστούν οι τρεις τους μαζί με τον Θοδωρή Σκυφτούλη. Ένα έργο, το πρώτο με την υπογραφή του Γιώργου Καφετζόπουλου, που ξεχώρισε από πέρυσι με τον ωμό ρεαλισμό, τις πολιτικές νύξεις και το χιούμορ του. «Όσο μεγαλώνετε, μοιάζετε πολύ του Δημήτρη Πουλικάκου» σχολίασα για να εισπράξω την απάντηση του Αντώνη «Ο Πουλικάκος είναι καλός άνθρωπος. Εγώ δεν είμαι και τόσο καλός». Ωραία έναρξη, λοιπόν, για μια ελεύθερη κουβέντα, στη διάρκεια της οποίας αναφερθήκαμε στη ρεαλιστική, μα και εν προκειμένω στη θεατρική σχέση πατέρα – γιου, στο ΕΚΚΕ, στην Κατερίνα Γώγου και στον Άρη Ρέτσο, στην κρατική και την τρομοκρατική βία. Μια συνέντευξη «it takes three (και όχι «two») to tango» στον κήπο της αυλής ενός θεάτρου, του φυσικού τους χώρου.
– Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για τη σχέση πατέρα – γιου που αναδύεται μέσα από το έργο. Ως αληθινοί πατέρας και γιος, πώς το βλέπετε εσείς;
Γιώργος Καφετζόπουλος: Στο έργο, βέβαια, ο γιος κατηγορεί τον πατέρα και του ζητάει πράγματα. Είναι μια τέτοια ξεκάθαρη σχέση κι έτσι αρχίζει το έργο.
Αντώνης Καφετζόπουλος: Εγώ με το που διάβασα το έργο του Γιώργου, εκεί πήγε κατευθείαν το μυαλό μου, χωρίς να έχει επίγνωση ο Γιώργος τι έχει κάνει: Η πρώτη σκηνή, ας πούμε, είναι αντιστροφή μιας σκηνής από τον «Άμλετ». Βγαίνει ο πατέρας και λέει στον γιο: «Μαλάκα, τι θα κάνεις με το βασίλειο, που μας το πήρε ο σφετεριστής;» Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Επειδή ζει ο πατέρας, τού μιλάει σαν να είναι φάντασμα και του λέει: «Που είναι όλα αυτά που μας έταξες και που κέρδισες μες τον κόσμο της νύχτας με τη στάση ζωής σου;» Στην πορεία, είναι μια αναπτυσσόμενη σχέση. Ο πατέρας προσπαθεί να τον «κουλάρει», ενώ δεν φαίνεται ιδιαίτερα «κουλ» άτομο ο ίδιος μετά από τόσα χρόνια στη φυλακή.
– Ήταν δική σας ιδέα, κύριε Καφετζόπουλε, να παίξετε εσείς τον πατέρα;
Α.Κ.: Όχι, ο Γιώργος ήθελε πάντα να κάνουμε κάτι μαζί. Μου τηλεφώνησε μια μέρα και μου είπε: «Μου βγαίνει σε θεατρικό έργο».
Γ.Κ.: Βασικά σκεφτόμουν κάτι μπρεχτικά που μου αρέσουν τύπου «Όπερα της πεντάρας». Το λέω γιατί, πρόσφατα, μια θεατής στην Καβάλα, ήταν το πρώτο άτομο που είδε το «ΤΑΟ» και μίλησε για την «Όπερα της πεντάρας», επειδή ο Σκυφτούλης, που επίσης παίζει, έχει τον πιο μπρεχτικό ρόλο. Μπαίνει σ’ ένα σπίτι και ουσιαστικά λέει: «Ο Εσκομπάρ δεν ήταν ευεργέτης επειδή πουλούσε κόκα; Που είναι το κακό, αφού έχτιζε νοσοκομεία και έδινε ένα πιάτο φαΐ στον κόσμο;» Έχει πολλά τέτοια στοιχεία μπρεχτικά χωρίς να θέλω να πω ότι το κείμενο μου είναι αντίστοιχου επιπέδου.
– Φαντάζομαι πως μεγαλώνοντας σ’ ένα καλλιτεχνικό σπίτι θα το θέλατε πολύ να παίξετε μαζί με τον πατέρα σας.
Γ.Κ.: Ήταν κι αυτό, αλλά συγκριτικά με το πώς γνωρίζει ο κόσμος τον πατέρα μου, εμένα μου έδειχνε Marx Brothers, το «Moby Dick» με τον Γκρέγκορι Πεκ, αμερικανιές κλπ. Έτσι, τώρα κάνουμε κάτι μαζί χωρίς κανείς να μας καπελώνει. Ένας παραγωγός μπορεί να του έλεγε «Αντώνη, έλα δω να κάνουμε μια κωμωδία», καταλαβαίνετε. Δεν είχαμε καμία λογοκρισία από πουθενά. Βέβαια, ενώ στο έργο λέμε πράγματα, που τελικά δεν είναι και τόσο χοντρά, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει γενικώς λογοκρισία. Εννοώ ότι θα πρέπει να μαζέψεις και λίγο πράγματα που θες να πεις.
– Από το 1979 που παίξατε στην τηλεοπτική «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πως είδατε τον εαυτό σας να εξελίσσεται μέσα στα χρόνια;
Α.Κ.: Τίποτα δεν έχει αλλάξει, όπως ήμουν είμαι. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Προσαρμόζονται μόνο στις συνέπειες των πράξεων τους. Αν κάνεις μαλακίες και τιμωρηθείς, θα μαζευτείς. Αν κάνεις μαλακίες και επιβραβευθείς γι’ αυτές, διότι συμβαίνει κι αυτό, χειροτερεύεις. Να, ο Τραμπ ας πούμε, έκανε ένα κάρο μαλακίες και πήρε την Προεδρία των ΗΠΑ.
– Η σημερινή εποχή ευνοεί τη μαλακία;
Α.Κ.: Όλες οι εποχές την ευνοούν, ευνοούν δυσάρεστα πράγματα. Κάθε εποχή έχει πράγματα που τραβάνε την ανθρωπότητα προς τα πίσω και τώρα σ’ ένα σταυροδρόμι είμαστε πάλι. Το μεγάλο διακύβευμα δεν είναι αυτά που λέμε, γιατί λέγονται πάρα πολλά πράγματα λόγω πρόσβασης του καθενός στα πάντα. Χωρίς αυτό να το λέω για κακό. Υπάρχουν πολλές πηγές πληροφόρησης, ελάχιστα αξιόπιστες και συνειδητά ψευδείς. Ένα ανακατεμένο τουρλουμπούκι που είναι πολύ δύσκολο να πας προς τα πραγματικά γεγονότα. Έτσι δημιουργείται ο θόρυβος του όλα πάνε κατά διαόλου. Δεν πάνε όλα κατά διαόλου! Υπάρχουν πράγματα που η ανθρωπότητα λίγο – πολύ έχει παγιώσει. Είναι αδιανόητο να μπαίνουν 1.500 παλικαράδες της Χαμάς και να τραβάνε τις κοπέλες απ’ τα μαλλιά. Αδιανόητο και για τον ισλαμικό κόσμο, όχι μόνο για εμάς τους ίδιους. Επαναλαμβάνω, όμως, πως καλά κάνουν οι άνθρωποι σήμερα και μιλάνε, γράφουν, εκφράζονται. Αυτή θα είναι η νέα πραγματικότητα, η πολυφωνία.
– Επιτίθεται, λοιπόν, η Χαμάς στο Ισραήλ και το Ισραήλ εισβάλλει στην Παλαιστίνη, σκοτώνοντας πολύ περισσότερο κόσμο. Σε τι διαφέρει η τρομοκρατική βία από την κρατική βία;
Γ.Κ.: Εγώ που είμαι και πιο νέος, θα έπαιρνα πάντα το μέρος των Παλαιστίνιων. Αυτό σίγουρα είναι περίεργο, τη στιγμή που βλέπω κάποια debates στο εξωτερικό ενός τύπου ονόματι Πιρς Μόργκαν. Το πιο δίκαιο θα ήταν να συζητάς το θέμα χωρίς καμιά λογοκρισία. Να μπορείς να πεις ότι υπάρχει και μια ιστορική κατάσταση και να ακούς διάφορες απόψεις. Βλέπεις, π.χ., αναρτήσεις Εβραίων, οι οποίοι δεν τάσσονται υπέρ του κράτους του Ισραήλ.
Α.Κ.: Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, είναι δύο κρατικές βίες. Κρατική οντότητα έχει η Χαμάς, έτσι; Κυβέρνηση είναι! Την ονόμασαν τρομοκρατική οργάνωση για πολιτικούς λόγους, αλλά είναι κρατική οντότητα που έκανε μια πολεμική επίθεση με τα μέσα που έχει. Δεν την έκαναν την επίθεση κάτι τύποι εξτρεμιστές, κρυμμένοι σ’ ένα δωμάτιο.
– Μα εδώ ακούσαμε ότι συνέλαβαν τον άντρα της Ελένης Γερασιμίδου με την κόρη τους…
Γ.Κ.: Για μια παλαιστινιακή σημαία, έτσι;
Α.Κ.: Δεν έχω ιδέα, δεν ξέρω αν έγινε ποτέ αυτό. Εάν κάποιος συνελήφθη για μια σημαία, είναι εντελώς έξω απ’ την υπόσταση του ελληνικού κράτους. Δεν συλλαμβάνεις άνθρωπο για ένα κομμάτι πανί, ότι και να γράφει απάνω, ότι χρώμα και να’χει. Έγινε έτσι, όμως; Συνελήφθη απ’ την αστυνομία ή του είπαν «Για έλα δω, ποιος είσαι, τι κάνεις;» και τον άφησαν μετά από μισή ώρα; Διότι αυτό δεν είναι σύλληψη. Μην τρελαθούμε κιόλας. Μπορεί να τον πέρασαν για Παλαιστίνιο ζωσμένο. Δεν γνωρίζω την υπόθεση, ειλικρινά. Έστω όμως κι αν αυτοί οι άνθρωποι κρατήθηκαν για πέντε λεπτά, είναι έξω τελείως απ’ τον ελληνικό νομικό πολιτισμό. Σαν τα άλλα τα ζώα που λένε ότι έχουμε χούντα, ενώ δεν έζησαν τη χούντα που έζησα εγώ. Νέοι, νεότατοι άνθρωποι θεωρούν μες την άγνοια τους ότι αυτή τη στιγμή έχουμε χούντα στην Ελλάδα. Μαλακίες λένε! Δεν μπορούν να διανοηθούν αυτοί οι ίδιοι ότι είναι αδιανόητο να κρατείται ένας άνθρωπος για πέντε λεπτά. Τελεία!
– Η λέξη «ΤΑΟ» σημαίνει το δρόμο, αλλά και μια πιο αφηρημένη έννοια. Υπάρχει κανονικά η έννοια του ταοϊσμού μέσα στο έργο, εξ ου και ο τίτλος;
Α.Κ.: Προσπαθεί ο πατέρας Καραμούτσος να εξηγήσει στους άλλους τι είναι αυτό το ΤΑΟ. Τους λέει μερικές αρχές που έχει διαβάσει, αλλά γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι και κανένας μάστερ του ταοϊσμού. Τους τρολλάρει κάποια στιγμή κιόλας. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως άμα μπεις στον Κορυδαλλό, το πιο λογικό θα ήταν να μπλέξεις με την Ορθοδοξία, όχι με τον ταοϊσμό. Εδώ ο γερομαφιόζος βάζει τους άλλους δυο τρελαμένους να συγκρουστούν με κάτι βαθιά πασιφιστικό.
Γ.Κ.: Υπάρχει κι η ατάκα που λέει «Αν καταλάβεις κάτι, δεν μπορείς να το εξηγήσεις. Αν πας πάλι να το εξηγήσεις, σημαίνει ότι δεν το κατάλαβες». Εκεί κόβει την κουβέντα ο τύπος μετά από ένα 9 χρόνια φυλακή, επειδή είναι γκάγκστερ κι έχει κάνει και κακά πράγματα. Έχω φίλους θρήσκους, οι οποίοι δεν ήταν και τα καλύτερα παιδάκια. Βλέπεις ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Θυμάμαι έναν, ας πούμε, που έμπλεξε με τους παπάδες για να γλιτώσει απ’ τα ναρκωτικά. Μου έλεγε «Δεν έχει σημασία τι πιστεύεις εσύ, αφού εμένα με βοηθάει, εγώ θα πιστέψω το άλλο».
– Είναι δυνατόν να κάνεις θέατρο χωρίς να έχεις μεράκι;
Α.Κ.: Ναι, είναι, εννοείται. Είμαστε επαγγελματίες και δεν έχεις την πολυτέλεια να πεις όχι, να μείνεις εκτός σαιζόν. Πως θα γεμίσει το ψυγείο, όπως λέει κι ο νεαρός Καραμούτσος στο έργο; Πρέπει όλοι να γουστάρουν, με το χαβά του ο καθένας. Παράδειγμα: Πώς διαλέξαμε σκηνοθέτη. Μου έδωσε ο Γιώργος το έργο του και του είπα να το συμπληρώσει, λέγοντας του κάποιες σκέψεις που είχα πάνω στα δραματουργικά. Η Δανάη ήταν βοηθός μου πριν από είκοσι χρόνια. Από τότε προχώρησε, έκανε δικές της παραστάσεις, τις οποίες έβλεπα και μου άρεσαν πολύ. Δεν ήξερα, ούτε φαντάστηκα ότι θα της ταίριαζε το ΤΑΟ. Τώρα, ας πούμε, κάνει έναν πολύ ωραίο Πλατόνοφ στο θέατρο Θησείο. Έδωσα το έργο του Γιώργου σε μερικούς ανθρώπους για να πάρουμε μια γνώμη, μεταξύ αυτών και στη Δανάη. Μου τηλεφώνησε την άλλη μέρα η Δανάη για να μου πει ότι συγκινήθηκε, έκλαιγε κλπ. Κι εκεί μου είπε ο Γιώργος: «Γιατί να ψάχνουμε σκηνοθέτη; Να το πούμε στη Δανάη». Που δεν την ήξερε και καλά τότε! Να ένας άνθρωπος που το έκανε γιατί γούσταρε, η Δανάη! Ο Σκυφτούλης επίσης είχε έρθει να μας δει σε πρόβες με τον Σταμουλακάτο για το ίδιο έργο, που τελικά, λόγω lockdown, δεν παίξαμε ποτέ μαζί. Ο Θοδωρής, λοιπόν, συνέχεια έλεγε «Πω, πω, τι εργάρα»! Όταν είπαμε να το ξεκινήσουμε πάλι μετά τον covid, σκεφτήκαμε: «Ποιος γουστάρει αυτό το ρόλο; Ο Θοδωρής»! Μπορεί να έπρεπε να ήταν λίγο πιο μεγάλος ηλικιακά, αλλά στα παπάρια μας, μια χαρά είναι. Η παράσταση είναι αποτέλεσμα ανθρώπων που ο καθένας φορτώθηκε στην πλάτη του το ρόλο του, αλλά και κάτι συνολικό. Το ίδιο έγινε και με τον Φώτη Σιώτα, που μας έγραψε τη μουσική.
Γ.Κ.: Κάποιοι έχουν φάει αυτογκόλ παίζοντας σε μεγάλες σκηνές. Έκαναν πράγματα όπως τα γούσταραν σε μικρά θέατρα και μετά, όταν τους κάλεσαν στη Στέγη π.χ. να παίξουν, καπελώθηκαν. Βλέπεις να έχουν τέλειο μπάτζετ, τέλεια φώτα, αλλά λείπει η ψυχή του καλλιτέχνη που υπήρχε στα προηγούμενα που έκανε. Μπορεί επίσης να μην ήταν ακόμη η ώρα τους για να παίξουν εκεί. Και μένα αν μου λέγανε μετά απ’ αυτό εδώ, να γράψω κάτι για έναν μεγάλο χώρο, δεν θα είχε την ίδια αφετηρία. Ο Σκουρλέτης της bizoux de kant κάνει τα δικά του σε φάση «όποιος θέλει, ας έρθει» – αναφέρω το όνομα του, γιατί τον εκτιμώ. Κάνει κάτι πιο μεταμοντέρνο που το στηρίζει και δίνει παραστάσεις σε πολλούς διαφορετικούς χώρους. Βλέπεις πως όταν ο Σκουρλέτης μπαίνει σε μεγάλους χώρους, το διαχειρίζεται, τους κάνει δικούς του.
– Θυμάμαι τώρα, κύριε Καφετζόπουλε, τι μου είχε πει για σας η Αρλέτα: «Ο Καφετζόπουλος ήταν ένα πολύ ωραίο παιδί που τον έκαναν μπλε μαρέ από το ξύλο στις διαδηλώσεις και κατέφευγε στο δισκάδικο της Ρηνιώς Παπανικόλα».
Α.Κ.: Δούλευα στη Ρηνιώ, ήμουν υπάλληλος της. Με την Αρλέτα έχω παίξει δωδεκάχορδη κιθάρα σε συναυλία της με τραγούδια του Leonard Cohen. Η Αρλέτα δεν έπαιζε κιθάρα, μόνο τραγουδούσε. Μιλάμε για το 1972 – έχω, νομίζω, κάποιες φωτογραφίες. Είμαι με καμπάνα παντελόνι και μαλλιά πολύ μακριά. Δεν έπαιζα καθόλου καλή κιθάρα, άσχετος ήμουν, αλλά γούσταρε η Αρλέτα να έχει αυτή τη χίπικη μορφή στο σχήμα της. Κι εκείνη ήταν, όπως την ξέραμε από νέα, στενό παντελόνι και κοντό μαλλί. Εγώ ήμουν ο μαλλιάς και τους έλεγα στις πρόβες «Παιδιά, εμένα να με χαμηλώνετε, να μην ακούγομαι». Πρώτη φορά το λέω αυτό, γιατί μου θύμισες την Παπανικόλα και την Αρλέτα…
– Ήσασταν στο ΕΚΚΕ, ως γνωστόν, μια φορά κι ένα καιρό. Τι συνέβη σε παλιούς ΕΚΚΕτζήδες που τους είδαμε μέσα στις δεκαετίες να κάνουν στροφή 180 μοιρών;
Α.Κ.: Αυτό που λες είναι τελείως λάθος. Δηλαδή, αν εξαιρέσεις κάτι τομάρια, σαν τον Κούλογλου και τον Τατούλη, που ήταν στο ΕΚΚΕ…
– Γιατί τόσο σκληροί χαρακτηρισμοί;
Α.Κ.: Μεγάλος άνθρωπος είμαι, δεν μπορώ να λέω ότι θέλω; Οι περισσότεροι ΕΚΚΕτζήδες κράτησαν μια πολύ συνεπή στάση. Ο Αποστολίδης, ο μακαρίτης ο Κουμάνταρος, ο Οικονομάκης κι άλλοι, που τους ξέρω και δεν τους ξέρεις, κράτησαν μια στάση αρχών όλα τα χρόνια. Δεν έμπλεξαν ποτέ με εξουσίες, έχοντας καραμπινάτες αντιστασιακές περγαμηνές. Είχαν παράσημο να τους δικάσει η χούντα ως υποκινητές των γεγονότων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
– Τον ίδιο καιρό ανήκατε κι εσείς στο ΕΚΚΕ;
Α.Κ.: Όχι, εγώ τότε ήμουν ένας ανεξάρτητος μαλλιάς. Πρώτα έλεγα «Κάτω η χούντα, κάτω ο φασισμός», αλλά ήθελα και να γίνουμε δυτική χώρα λίγα χρόνια μετά τον Μάη του ’68. Η ιδεολογία μου ήταν «Κάτω όλες οι εξουσίες» κι αυτό δεν έχει αλλάξει. Μετά έμπλεξα με τους μαοϊκούς. Ήξερες κάποιον που ήταν σε μια οργάνωση, ο οποίος σε έψηνε να μπεις στη δική του οργάνωση. Δεν ήξερες τι ήταν, άλλοι κατέληξαν στην ΚΝΕ, άλλοι στο ΚΚΕ Εσωτερικού και άλλοι καταλήξαμε σε κάτι μαοϊκά γκρουπούσκουλα και άλλοι σε κάτι αναρχικές ομάδες των τριών.
– Είχατε και μεγάλη φιλία με τον -τροτσκιστή τότε- Μανώλη Ρασούλη.
Α.Κ.: Ακριβώς, ο Μανώλης έζησε στην Αγγλία κι εκεί οι τροτσκιστές είχαν ισχυρό κίνημα. Ο Λοΐζος, ο κολλητός του, ήταν στο ΚΚΕ, γιατί ήταν και μεγαλύτερης γενιάς. Εμείς ήμασταν πιο χίπηδες με τον Μανώλη, όπως και με τη μακαρίτισσα τη Μάρθα, τη γυναίκα του και μητέρα της Ναταλίας. Ήμασταν λίγο πιο «flower power». Στο φοιτητικό μου δωμάτιο είχα αφίσες του Τζιμ Μόρισον και των Doors…
Γ.Κ.: Του Μικ Τζάγκερ;
Α.Κ.: Όχι του Τζάγκερ! Θυμάμαι ότι είχα σίγουρα και μια φωτογραφία του Τσέχου Γιαν Πάλατς, του τύπου που αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Σβόμποντα, όταν εισέβαλλαν τα σοβιετικά τανκς. Αυτό ήμασταν τότε! Γαμάω τη Σοβιετική Ένωση, γαμάω τους Αμερικανούς, τα γαμάω όλα! Για το Βιετνάμ είχαμε φτύσει αίμα, γιατί οι Αμερικανοί ηττήθηκαν εκεί όταν εμείς είχαμε δημοκρατία στην Ελλάδα και δεν μπορούσες να διαδηλώσεις.
– Κι αν η Αριστερά ήταν το κόκκινο, σήμερα ποιο χρώμα θα την εξέφραζε; Το ροζ, το πορτοκαλί;
Α.Κ.: Εμένα προσωπικά δεν με αφορά καθόλου. Δεν είμαι αριστερός. Είμαι φιλελεύθερος αναρχικός, ανήκω στην ιδιόρρυθμη κατηγορία των αναρχικών όλου του κόσμου. Μιλάω με διάφορους Άγγλους, Γερμανούς και δηλώνουμε φιλελεύθεροι αναρχικοί. Πιστεύουμε στη δημοκρατία, η μεγαλύτερη επινόηση του ανθρώπινου είδους, που έφερε τα δικαιώματα και τράφηκε απ’ αυτά. Δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς δικαιώματα και όλο αυτό που ζούμε σήμερα, τον δικαιωματισμό ας πούμε, είναι παιδάκι της δημοκρατίας. Και όλα αυτά είναι παιδιά της δικαιοσύνης.
Γ.Κ.: Βλέπω να συμβαίνει κάτι με τη μεσαία τάξη, την οποία πάντα η Αριστερά ήθελε να την εκπροσωπεί. Αυτό που ξέραμε πριν την κρίση, τελειώνει. Όταν βλέπεις πολιτικούς σαν τον Κασσελάκη και τον Κόκαλη, που είναι αρκετά ευκατάστατοι και πάνε να διεκδικήσουν, ενώ φαίνεται κουφό, δεν είναι άκυρο για ότι ζούμε σήμερα. Δες πόσο έχει πάει το ελαιόλαδο και το σουβλάκι. Είναι δυνατόν να μη μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, ή κοινοβουλευτική Αριστερά, να ρίξουν αυτές τις τιμές αφού τους ενδιαφέρει η μεσαία τάξη και να τσακώνονται για πολύ πιο ασήμαντους λόγους με τους δεξιούς μες τη Βουλή; Και να το’χουν και για παράσημο αυτό; Δεν το θεωρώ νορμάλ, όπως νορμάλ δεν είναι να κόπτονται όλοι υπέρ της κορεκτίλας ενόσω σκοτώνονται παιδάκια. Και ένας Ρομά δεν είναι στη συνείδηση όλων σαν τον Γρηγορόπουλο!
– Ακούτε συχνά αυτό το «Α, είσαι γιος του Αντώνη Καφετζόπουλου;» Κι αν το ακούτε, πως αντιδράτε; Θυμώνετε, αδιαφορείτε;
Γ.Κ.: Κάποιες φορές με ενοχλούσε. Με πλήγωνε το ότι κάποια πράγματα πολιτικά, που ο πατέρας μου μπορούσε να πει δημοσίως, οδηγούσαν σε σχόλια του τύπου «Ψόφα»! Αυτό μ’ ενοχλούσε, αλλά σιγά – σιγά κατάλαβα πως όταν είσαι στα σόσιαλ και εκτίθεσαι, θα το βλέπεις μπροστά σου. Πλέον μια κάφρικη κριτική απέναντι σε κάτι που θα πεις, δεν τη βλέπω καν.
– Ανατρέχω, π.χ., στη συνέντευξη με τον καλλιτέχνη γιο ενός μεγάλου καλλιτέχνη που δεν ήθελε καθόλου να αναφερθεί στον πατέρα του.
Γ.Κ.: Θα πω κάτι και μην ακουστεί σαν το «παίνευε το σπίτι σου». Στη νοοτροπία του, ασχέτως αν είναι πατέρας μου, δεν ήταν ποτέ πιεστικός. Μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρός και μέθυσα στις διακοπές, με πήρε σε μια μεριά και μου έκανε κήρυγμα. Εγώ μεγάλωσα στα Εξάρχεια, κυρίως λόγω της μαμάς μου…
Α.Κ.: Και με τη μαμά του, τη Λίνα Καρανασοπούλου, στο ΕΚΚΕ γνωριστήκαμε.
Γ.Κ.: Δεν με πίεσαν ποτέ για θέματα που άλλοι θα ασκούσαν πίεση στα παιδιά τους. Κι από την άλλη, βλέπεις καλλιτέχνες σπουδαίους να περιαυτολογούν. Καλύτερο είναι να κάνεις και όχι να λες πράγματα, παίξε μπάλα δια του έργου σου δηλαδή. Θέλω να πω ότι εγώ πιο μεγάλη καταπίεση έχω υποστεί απ’ άλλους παρά από τον πατέρα μου. Υπάρχουν κι άλλοι λαϊκοί τύποι που με πιάνουν και μου λένε «Ο μπαμπάς σου ο Ακάλυπτος, φοβερός» κλπ. Αυτοί το γουστάρουν όταν το λένε και πολύ μου αρέσει. Επίσης, κάποια πράγματα που με είχαν τσαντίσει σε απίστευτο βαθμό, τα συμπεριέλαβα τώρα στο ΤΑΟ. Υπάρχει μια πιο τσιμπημένη σχέση πατέρα – γιου, γιατί κι εγώ βρήκα τον τρόπο μου μέσω του έργου να αποφορτιστώ. Αν το ίδιο έργο το παίξουν άλλοι μετά από μια εικοσαετία, δεν θα είμαστε πια η ρεαλιστική συνθήκη πατέρας – γιος.
Α.Κ.: Και καλά θα κάνουν να το ανεβάσουν κι άλλοι, γιατί είναι πολύ ωραίο έργο!
Γ.Κ.: Εγώ θα ήθελα να το παίξουν γυναίκες. Έχω κάτι φίλες ηθοποιούς που το διάβαζαν και ψήνονταν. Διότι τώρα είμαστε τρεις άντρες, πολύ ματσό φάση. Μιλάμε για πούτσες, αρχίδια, γαμάω κλπ.
Α.Κ.: (γέλια) Ναι, η αλήθεια είναι πως είμαστε πολύ μες τη ματσίλα!
– Η πλειοψηφία, θα μου επιτρέψετε.
Α.Κ.: Όχι, δε νομίζω. Η Ηρώ η Μπέζου, ας πούμε, είναι κόρη του Γιάννη Μπέζου και της Ναταλίας Τσαλίκη, οι οποίοι, ο καθένας στο είδος του, είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί και πολύ πετυχημένοι – ιδιαίτερα ο Γιάννης. Η Ηρώ το έχει διαχειριστεί τόσο καλά, που διακρίνεται σε πράγματα, τα οποία δεν μοιάζουν ούτε μ’ αυτά που έκανε η Ναταλία, ούτε ο Γιάννης. Έχει ένα στυλ δικό της. Τι καλύτερο μπορεί να περιμένει κανείς απ’ αυτό; Υπάρχει βέβαια και το αντίθετο, η συνθήκη «μαλάκες γονείς που καταστρέφουν τα παιδιά τους». Παίζει, λοιπόν, ρόλο τι αντιστάσεις έχει το κάθε παιδί και με τι καλωδίωση γεννήθηκε μες το κεφάλι του. Όποιος έχει σχετιστεί με γατάκια, σκυλάκια κλπ. στο σπίτι του, το ξέρει αυτό. Τα όντα που έχουν εγκέφαλο, είτε είναι άνθρωποι, είτε ζωάκια, γεννιούνται με χαρακτήρα. Έξι κουτάβια γεννιούνται απ’ την ίδια σκύλα με μισή ώρα διαφορά και το ένα είναι τζαναμπέτικο, το άλλο είναι γλείφτης και τ’ άλλο είναι υπάκουο. Απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο. Έτσι και οι άνθρωποι γεννιόμαστε με το χαρακτήρα μας.
– Σκέφτομαι καμιά φορά τον Άρη Ρέτσο που παίζατε μαζί στην «Αστροφεγγιά». Αν, αντικειμενικά, έχουμε δύο καλούς ηθοποιούς, εσάς και τον Ρέτσο, τι συνέβη και ο ένας προχώρησε στην καριέρα του, ενώ ο άλλος αποτραβήχτηκε;
Α.Κ.: Επειδή είμαι φαν του Ρέτσου και μιλάμε ενίοτε, δεν κάνουμε παρέα. Άλλωστε νομίζω πως δεν κάνει με κανέναν παρέα. Επειδή τον έζησα στην «Αστροφεγγιά» και σε κάποιες παραστάσεις – happenings που έκανε ο Βολανάκης, βλεπόμασταν καθημερινά, τότε που μέναμε κι οι δύο στα Εξάρχεια. Ο Άρης έκανε αυτό που ήθελε κι εγώ έκανα αυτό που ήθελα. Δεν ήθελε πολλά – πολλά με τους ανθρώπους και δυσκολευόταν με τις σχέσεις του. Είχε τσακωθεί με διάφορους σκηνοθέτες, κάποιους τους είχε πλακώσει και στο ξύλο, άλλοτε δικαίως, άλλοτε υπερβολικώς, αλλά αυτός είναι ο Άρης και πάντα έκανε ότι γούσταρε. Ας τον θυμηθούμε και στο σινεμά, όπως έπαιξε στους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου και στη «Φωτογραφία» του Παπατάκη.
– Μέσα στο ΤΑΟ πρωτοστατούν οι μύθοι και οι φαντασιώσεις των ανθρώπων.
Α.Κ.: Το έργο είναι βαθιά πολιτικό χωρίς να μιλάνε για πολιτική. Μιλάνε για πράγματα που συμβαίνουν στην Πολιτεία.
Γ.Κ.: Σκέψου ότι ο άλλος πάει για δήμαρχος μες το έργο ενώ είναι αρχιγκάγκστερ. Ασκεί αρκετή κριτική σε διάφορους τύπους που ασχολούνται με τα κοινά και που δεν είναι και τα καλύτερα παιδιά.
– Η ενασχόληση με την τέχνη είναι μια δικλίδα ασφαλείας;
Α.Κ.: Είναι καλή θεραπεία, για τους καλλιτέχνες, όχι για την κοινωνία. Η τέχνη δεν λύνει προβλήματα, δεν προτείνει λύσεις κοινωνικές ή πολιτικές. Σχολιάζει την ανθρώπινη ιδιότητα και είναι βαθιά πολιτική πάντα.
Γ.Κ.: Συμφωνώ ως προς το ψυχοθεραπευτικό κομμάτι της, όχι επειδή βλέπεις άλλους χαρακτήρες, συν αυτό που λένε όλοι: «Ένα έργο είναι πολιτικό από μόνο του δίχως να έχει πολιτικό concept». Δεν νομίζω πως ο Μπουκόφσκι, π.χ., έγραφε τόσο βιωματικά. Γινόταν κι ο ίδιος μετασχηματιστής των βιωμάτων του.
Α.Κ.: Εγώ ήμουν πιο πολιτικοποιημένος από την Κατερίνα! (σ.σ. εννοεί την Κατερίνα Γώγου) Εκτός απ’ το ότι ήμουν πιο οργανωμένος, που ήμουν, η Κατερίνα ήταν πιο κοντά στη ζωή και στις απολαύσεις της. Και στο χαβαλέ, εκεί που εγώ τα έπαιρνα λίγο πιο δραματικά τα πράγματα. Κάναμε παρέα, όμως. Μας πάντρεψε με τη μαμά του Γιώργου.
Γ.Κ.: Έχουμε μια φωτογραφία από το γάμο των γονιών μου, που είχε φτιάξει η Κατερίνα. Πάνω από το κεφάλι του υπήρχε ένα τουρκικό σύμβολο, λόγω κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, ενώ πάνω απ’ το κεφάλι της μάνας μου υπήρχε η ελληνική σημαία.
– Μα, νομίζω, η Γώγου σας είχε προτείνει στον Παύλο Τάσιο για την «Παραγγελιά».
Α.Κ.: Κι εγώ νομίζω πως ναι, αν και δεν μου το είπε ποτέ. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος η Κατερίνα. Μου έδειχνε μια συμπάθεια, της άρεσε όπως έπαιζα και μέναμε στην ίδια γειτονιά τότε, η Κατερίνα παντρεμένη με τον Τάσιο και η Μυρτώ μωρό παιδί. Με ξέρανε από 14 – 15 χρονών. Σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο ώστε να πρωταγωνιστήσω στο «Στίγμα» του Τάσιου, δηλαδή δεν έχω καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Η Κατερίνα έδειχνε με τη στάση της ότι σε γουστάρει, δεν στο έλεγε όμως.
– Πώς νιώθετε όταν βλέπετε σήμερα έναν στίχο της Γώγου σε τοίχο των Εξαρχείων;
Α.Κ.: Η Κατερίνα δεν ήταν αυτό που φαντάζεστε, το «Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά». Δεν ήταν μαύρο πουλί! Ο πρόωρος θάνατος και η δραματική ζωή που πέρασε με την κόρη της, η οποία ήταν από 14 ετών στις ουσίες, κάπου τη μυθοποίησε. Οι πολλοί νομίζουν πως η Κατερίνα ήταν πάντα έτοιμη να δαγκώσει λαρύγγια, αλλά δεν ξέρουν πως η Κατερίνα ήταν το ίδιο άτομο που τα καλοκαίρια πήγαινε στις Σεϋχέλλες και περνούσε ωραία. Είχε αυτό το αντιφατικό, όταν οι Σεϋχέλλες ήταν «προνόμιο» της μεγαλοαστικής τάξης εδώ.
Γ.Κ.: Έχω δει και ποιήματα της, άλλα, ανέκδοτα, αφιερωμένα στη μάνα μου. Αν άραζαν μαζί της, θα καταλάβαιναν και πως ήταν ένας άνθρωπος του χαβαλέ και της χαράς.
– Μέσα στα χρόνια σας ενδιέφερε να εξελιχθείτε περισσότερο σαν άνθρωπος ή σαν καλλιτέχνης;
Α.Κ.: Πιστεύω αυτό που είπα και στην αρχή, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Καλλιτεχνικά εμένα με ενδιέφερε να εξελιχτώ.
– Και πώς το καταφέρατε, με δουλειά, με επιλογές κ.λπ.;
Α.Κ.: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο σύστημα, ξέρετε, οι ηθοποιοί είμαστε αυτοδίδακτοι. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν δυο – τρεις σχολές κι αυτή του Εθνικού, που είναι μια συγκροτημένη σχολή. Τα άλλα όλα είναι τουρλουμπούκι, αλλά υπάρχουν πάρα πολλά άλλα πράγματα, δίνονται δηλαδή master classes και σεμινάρια. Σ’ άλλες εποχές, δεν υπήρχε τίποτα. Πήγαινες κι έβλεπες πρόβες από ηθοποιούς και δασκάλους που εκτιμούσες, πώς έκανε το ένα ο Βογιατζής και πώς το άλλο ο Σοφοκλής Πέππας ή η Λαμπέτη.
Γ.Κ.: Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Βλέπεις ανθρώπους που έχουν σπουδάσει σε δραματικές σχολές της Αμερικής και αλλού. Υπάρχει η σχολή σκηνοθεσίας του Εθνικού από το 2000 και μετά. Όλα αυτά σηματοδοτούν μια πρόοδο στο κομμάτι της θεατρικής εκπαίδευσης.
– Υπάρχει κάτι που σας φοβίζει;
Α.Κ.: Όλα μας φοβίζουν (γέλια).
Γ.Κ.: Εμένα τα αεροπλάνα. Και όλο το στρες που μας δημιούργησαν μες τον covid.
Α.Κ.: Εμένα με φοβίζει αυτό που θα έπρεπε να μας φοβίζει όλους. Η ανθρωπότητα έχει φτάσει σ’ ένα σταυροδρόμι με όλες τις δυνάμεις για να καταστρέψει τον εαυτό της.
– Εννοείτε τη διαβόητη τεχνητή νοημοσύνη;
Α.Κ.: Αναφέρομαι στην κλιματική αλλαγή και όσα λέγαμε κάποιοι τρελοί πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια μαζί με επιστήμονες που δεν ήταν τρελοί και κάνανε τη δουλειά τους. Λέγανε «Τι ωραία, τι ευγενής ιδέα», αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα. Και τώρα βλέπουμε πράγματα που είναι απτά, μετρήσιμα. Αυτό, ναι, με τρομάζει πάρα πολύ. Θα μου πεις δε σε τρομάζει ο θάνατος; Χέστηκα!
– Δε σας νοιάζει η ιδέα του θανάτου;
Α.Κ.: Όλους μας νοιάζει ο τρόμος της εκμηδένισης, το μηδέν, η ανυπαρξία. Είναι μια πολύ μελαγχολική σκέψη, αλλά επειδή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό, απλώς με απασχολεί έτσι. Λίγο θα μελαγχολήσω και μετά το ξεχνάω.
– Αυτή είναι και η ζωή, όμως, έτσι δεν είναι;
Α.Κ.: Προσέχω όσο μπορώ. Καπνίζω πολύ, που δε θα ’πρεπε, δεν πίνω πια όσο έπινα, αφού με πειράζει, και προσέχω επίσης όταν οδηγώ, φοράω πάντα τη ζώνη μου. Κάνω και κάθε χρόνο εξετάσεις…
Γ.Κ.: Παίζει κι αυτό μες το έργο, ο ένας ρωτάει τον άλλον «Ρε, εξετάσεις κάνεις;» Ας μην κάνουμε, όμως, άλλο spoiler.
– Κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση.
Α.Κ.: Που θα τα χωρέσεις όλα αυτά;
Γ.Κ.: Εμείς ευχαριστούμε.
Συνάντησα τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τον πρωτότοκο γιο του, Γιώργο, στο θέατρο Επί Κολωνώ δύο ώρες πριν από την παράσταση «ΤΑΟ» που συμπρωταγωνιστούν οι τρεις τους μαζί με τον Θοδωρή Σκυφτούλη. Ένα έργο, το πρώτο με την υπογραφή του Γιώργου Καφετζόπουλου, που ξεχώρισε από πέρυσι με τον ωμό ρεαλισμό, τις πολιτικές νύξεις και το χιούμορ του. «Όσο μεγαλώνετε, μοιάζετε πολύ του Δημήτρη Πουλικάκου» σχολίασα για να εισπράξω την απάντηση του Αντώνη «Ο Πουλικάκος είναι καλός άνθρωπος. Εγώ δεν είμαι και τόσο καλός». Ωραία έναρξη, λοιπόν, για μια ελεύθερη κουβέντα, στη διάρκεια της οποίας αναφερθήκαμε στη ρεαλιστική, μα και εν προκειμένω στη θεατρική σχέση πατέρα – γιου, στο ΕΚΚΕ, στην Κατερίνα Γώγου και στον Άρη Ρέτσο, στην κρατική και την τρομοκρατική βία. Μια συνέντευξη «it takes three (και όχι «two») to tango» στον κήπο της αυλής ενός θεάτρου, του φυσικού τους χώρου.
– Έχουν ήδη γραφτεί πολλά για τη σχέση πατέρα – γιου που αναδύεται μέσα από το έργο. Ως αληθινοί πατέρας και γιος, πώς το βλέπετε εσείς;
Γιώργος Καφετζόπουλος: Στο έργο, βέβαια, ο γιος κατηγορεί τον πατέρα και του ζητάει πράγματα. Είναι μια τέτοια ξεκάθαρη σχέση κι έτσι αρχίζει το έργο.
Αντώνης Καφετζόπουλος: Εγώ με το που διάβασα το έργο του Γιώργου, εκεί πήγε κατευθείαν το μυαλό μου, χωρίς να έχει επίγνωση ο Γιώργος τι έχει κάνει: Η πρώτη σκηνή, ας πούμε, είναι αντιστροφή μιας σκηνής από τον «Άμλετ». Βγαίνει ο πατέρας και λέει στον γιο: «Μαλάκα, τι θα κάνεις με το βασίλειο, που μας το πήρε ο σφετεριστής;» Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Επειδή ζει ο πατέρας, τού μιλάει σαν να είναι φάντασμα και του λέει: «Που είναι όλα αυτά που μας έταξες και που κέρδισες μες τον κόσμο της νύχτας με τη στάση ζωής σου;» Στην πορεία, είναι μια αναπτυσσόμενη σχέση. Ο πατέρας προσπαθεί να τον «κουλάρει», ενώ δεν φαίνεται ιδιαίτερα «κουλ» άτομο ο ίδιος μετά από τόσα χρόνια στη φυλακή.
– Ήταν δική σας ιδέα, κύριε Καφετζόπουλε, να παίξετε εσείς τον πατέρα;
Α.Κ.: Όχι, ο Γιώργος ήθελε πάντα να κάνουμε κάτι μαζί. Μου τηλεφώνησε μια μέρα και μου είπε: «Μου βγαίνει σε θεατρικό έργο».
Γ.Κ.: Βασικά σκεφτόμουν κάτι μπρεχτικά που μου αρέσουν τύπου «Όπερα της πεντάρας». Το λέω γιατί, πρόσφατα, μια θεατής στην Καβάλα, ήταν το πρώτο άτομο που είδε το «ΤΑΟ» και μίλησε για την «Όπερα της πεντάρας», επειδή ο Σκυφτούλης, που επίσης παίζει, έχει τον πιο μπρεχτικό ρόλο. Μπαίνει σ’ ένα σπίτι και ουσιαστικά λέει: «Ο Εσκομπάρ δεν ήταν ευεργέτης επειδή πουλούσε κόκα; Που είναι το κακό, αφού έχτιζε νοσοκομεία και έδινε ένα πιάτο φαΐ στον κόσμο;» Έχει πολλά τέτοια στοιχεία μπρεχτικά χωρίς να θέλω να πω ότι το κείμενο μου είναι αντίστοιχου επιπέδου.
– Φαντάζομαι πως μεγαλώνοντας σ’ ένα καλλιτεχνικό σπίτι θα το θέλατε πολύ να παίξετε μαζί με τον πατέρα σας.
Γ.Κ.: Ήταν κι αυτό, αλλά συγκριτικά με το πώς γνωρίζει ο κόσμος τον πατέρα μου, εμένα μου έδειχνε Marx Brothers, το «Moby Dick» με τον Γκρέγκορι Πεκ, αμερικανιές κλπ. Έτσι, τώρα κάνουμε κάτι μαζί χωρίς κανείς να μας καπελώνει. Ένας παραγωγός μπορεί να του έλεγε «Αντώνη, έλα δω να κάνουμε μια κωμωδία», καταλαβαίνετε. Δεν είχαμε καμία λογοκρισία από πουθενά. Βέβαια, ενώ στο έργο λέμε πράγματα, που τελικά δεν είναι και τόσο χοντρά, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει γενικώς λογοκρισία. Εννοώ ότι θα πρέπει να μαζέψεις και λίγο πράγματα που θες να πεις.
– Από το 1979 που παίξατε στην τηλεοπτική «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πως είδατε τον εαυτό σας να εξελίσσεται μέσα στα χρόνια;
Α.Κ.: Τίποτα δεν έχει αλλάξει, όπως ήμουν είμαι. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Προσαρμόζονται μόνο στις συνέπειες των πράξεων τους. Αν κάνεις μαλακίες και τιμωρηθείς, θα μαζευτείς. Αν κάνεις μαλακίες και επιβραβευθείς γι’ αυτές, διότι συμβαίνει κι αυτό, χειροτερεύεις. Να, ο Τραμπ ας πούμε, έκανε ένα κάρο μαλακίες και πήρε την Προεδρία των ΗΠΑ.
– Η σημερινή εποχή ευνοεί τη μαλακία;
Α.Κ.: Όλες οι εποχές την ευνοούν, ευνοούν δυσάρεστα πράγματα. Κάθε εποχή έχει πράγματα που τραβάνε την ανθρωπότητα προς τα πίσω και τώρα σ’ ένα σταυροδρόμι είμαστε πάλι. Το μεγάλο διακύβευμα δεν είναι αυτά που λέμε, γιατί λέγονται πάρα πολλά πράγματα λόγω πρόσβασης του καθενός στα πάντα. Χωρίς αυτό να το λέω για κακό. Υπάρχουν πολλές πηγές πληροφόρησης, ελάχιστα αξιόπιστες και συνειδητά ψευδείς. Ένα ανακατεμένο τουρλουμπούκι που είναι πολύ δύσκολο να πας προς τα πραγματικά γεγονότα. Έτσι δημιουργείται ο θόρυβος του όλα πάνε κατά διαόλου. Δεν πάνε όλα κατά διαόλου! Υπάρχουν πράγματα που η ανθρωπότητα λίγο – πολύ έχει παγιώσει. Είναι αδιανόητο να μπαίνουν 1.500 παλικαράδες της Χαμάς και να τραβάνε τις κοπέλες απ’ τα μαλλιά. Αδιανόητο και για τον ισλαμικό κόσμο, όχι μόνο για εμάς τους ίδιους. Επαναλαμβάνω, όμως, πως καλά κάνουν οι άνθρωποι σήμερα και μιλάνε, γράφουν, εκφράζονται. Αυτή θα είναι η νέα πραγματικότητα, η πολυφωνία.
– Επιτίθεται, λοιπόν, η Χαμάς στο Ισραήλ και το Ισραήλ εισβάλλει στην Παλαιστίνη, σκοτώνοντας πολύ περισσότερο κόσμο. Σε τι διαφέρει η τρομοκρατική βία από την κρατική βία;
Γ.Κ.: Εγώ που είμαι και πιο νέος, θα έπαιρνα πάντα το μέρος των Παλαιστίνιων. Αυτό σίγουρα είναι περίεργο, τη στιγμή που βλέπω κάποια debates στο εξωτερικό ενός τύπου ονόματι Πιρς Μόργκαν. Το πιο δίκαιο θα ήταν να συζητάς το θέμα χωρίς καμιά λογοκρισία. Να μπορείς να πεις ότι υπάρχει και μια ιστορική κατάσταση και να ακούς διάφορες απόψεις. Βλέπεις, π.χ., αναρτήσεις Εβραίων, οι οποίοι δεν τάσσονται υπέρ του κράτους του Ισραήλ.
Α.Κ.: Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πάντως, είναι δύο κρατικές βίες. Κρατική οντότητα έχει η Χαμάς, έτσι; Κυβέρνηση είναι! Την ονόμασαν τρομοκρατική οργάνωση για πολιτικούς λόγους, αλλά είναι κρατική οντότητα που έκανε μια πολεμική επίθεση με τα μέσα που έχει. Δεν την έκαναν την επίθεση κάτι τύποι εξτρεμιστές, κρυμμένοι σ’ ένα δωμάτιο.
– Μα εδώ ακούσαμε ότι συνέλαβαν τον άντρα της Ελένης Γερασιμίδου με την κόρη τους…
Γ.Κ.: Για μια παλαιστινιακή σημαία, έτσι;
Α.Κ.: Δεν έχω ιδέα, δεν ξέρω αν έγινε ποτέ αυτό. Εάν κάποιος συνελήφθη για μια σημαία, είναι εντελώς έξω απ’ την υπόσταση του ελληνικού κράτους. Δεν συλλαμβάνεις άνθρωπο για ένα κομμάτι πανί, ότι και να γράφει απάνω, ότι χρώμα και να’χει. Έγινε έτσι, όμως; Συνελήφθη απ’ την αστυνομία ή του είπαν «Για έλα δω, ποιος είσαι, τι κάνεις;» και τον άφησαν μετά από μισή ώρα; Διότι αυτό δεν είναι σύλληψη. Μην τρελαθούμε κιόλας. Μπορεί να τον πέρασαν για Παλαιστίνιο ζωσμένο. Δεν γνωρίζω την υπόθεση, ειλικρινά. Έστω όμως κι αν αυτοί οι άνθρωποι κρατήθηκαν για πέντε λεπτά, είναι έξω τελείως απ’ τον ελληνικό νομικό πολιτισμό. Σαν τα άλλα τα ζώα που λένε ότι έχουμε χούντα, ενώ δεν έζησαν τη χούντα που έζησα εγώ. Νέοι, νεότατοι άνθρωποι θεωρούν μες την άγνοια τους ότι αυτή τη στιγμή έχουμε χούντα στην Ελλάδα. Μαλακίες λένε! Δεν μπορούν να διανοηθούν αυτοί οι ίδιοι ότι είναι αδιανόητο να κρατείται ένας άνθρωπος για πέντε λεπτά. Τελεία!
– Η λέξη «ΤΑΟ» σημαίνει το δρόμο, αλλά και μια πιο αφηρημένη έννοια. Υπάρχει κανονικά η έννοια του ταοϊσμού μέσα στο έργο, εξ ου και ο τίτλος;
Α.Κ.: Προσπαθεί ο πατέρας Καραμούτσος να εξηγήσει στους άλλους τι είναι αυτό το ΤΑΟ. Τους λέει μερικές αρχές που έχει διαβάσει, αλλά γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι και κανένας μάστερ του ταοϊσμού. Τους τρολλάρει κάποια στιγμή κιόλας. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως άμα μπεις στον Κορυδαλλό, το πιο λογικό θα ήταν να μπλέξεις με την Ορθοδοξία, όχι με τον ταοϊσμό. Εδώ ο γερομαφιόζος βάζει τους άλλους δυο τρελαμένους να συγκρουστούν με κάτι βαθιά πασιφιστικό.
Γ.Κ.: Υπάρχει κι η ατάκα που λέει «Αν καταλάβεις κάτι, δεν μπορείς να το εξηγήσεις. Αν πας πάλι να το εξηγήσεις, σημαίνει ότι δεν το κατάλαβες». Εκεί κόβει την κουβέντα ο τύπος μετά από ένα 9 χρόνια φυλακή, επειδή είναι γκάγκστερ κι έχει κάνει και κακά πράγματα. Έχω φίλους θρήσκους, οι οποίοι δεν ήταν και τα καλύτερα παιδάκια. Βλέπεις ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Θυμάμαι έναν, ας πούμε, που έμπλεξε με τους παπάδες για να γλιτώσει απ’ τα ναρκωτικά. Μου έλεγε «Δεν έχει σημασία τι πιστεύεις εσύ, αφού εμένα με βοηθάει, εγώ θα πιστέψω το άλλο».
– Είναι δυνατόν να κάνεις θέατρο χωρίς να έχεις μεράκι;
Α.Κ.: Ναι, είναι, εννοείται. Είμαστε επαγγελματίες και δεν έχεις την πολυτέλεια να πεις όχι, να μείνεις εκτός σαιζόν. Πως θα γεμίσει το ψυγείο, όπως λέει κι ο νεαρός Καραμούτσος στο έργο; Πρέπει όλοι να γουστάρουν, με το χαβά του ο καθένας. Παράδειγμα: Πώς διαλέξαμε σκηνοθέτη. Μου έδωσε ο Γιώργος το έργο του και του είπα να το συμπληρώσει, λέγοντας του κάποιες σκέψεις που είχα πάνω στα δραματουργικά. Η Δανάη ήταν βοηθός μου πριν από είκοσι χρόνια. Από τότε προχώρησε, έκανε δικές της παραστάσεις, τις οποίες έβλεπα και μου άρεσαν πολύ. Δεν ήξερα, ούτε φαντάστηκα ότι θα της ταίριαζε το ΤΑΟ. Τώρα, ας πούμε, κάνει έναν πολύ ωραίο Πλατόνοφ στο θέατρο Θησείο. Έδωσα το έργο του Γιώργου σε μερικούς ανθρώπους για να πάρουμε μια γνώμη, μεταξύ αυτών και στη Δανάη. Μου τηλεφώνησε την άλλη μέρα η Δανάη για να μου πει ότι συγκινήθηκε, έκλαιγε κλπ. Κι εκεί μου είπε ο Γιώργος: «Γιατί να ψάχνουμε σκηνοθέτη; Να το πούμε στη Δανάη». Που δεν την ήξερε και καλά τότε! Να ένας άνθρωπος που το έκανε γιατί γούσταρε, η Δανάη! Ο Σκυφτούλης επίσης είχε έρθει να μας δει σε πρόβες με τον Σταμουλακάτο για το ίδιο έργο, που τελικά, λόγω lockdown, δεν παίξαμε ποτέ μαζί. Ο Θοδωρής, λοιπόν, συνέχεια έλεγε «Πω, πω, τι εργάρα»! Όταν είπαμε να το ξεκινήσουμε πάλι μετά τον covid, σκεφτήκαμε: «Ποιος γουστάρει αυτό το ρόλο; Ο Θοδωρής»! Μπορεί να έπρεπε να ήταν λίγο πιο μεγάλος ηλικιακά, αλλά στα παπάρια μας, μια χαρά είναι. Η παράσταση είναι αποτέλεσμα ανθρώπων που ο καθένας φορτώθηκε στην πλάτη του το ρόλο του, αλλά και κάτι συνολικό. Το ίδιο έγινε και με τον Φώτη Σιώτα, που μας έγραψε τη μουσική.
Γ.Κ.: Κάποιοι έχουν φάει αυτογκόλ παίζοντας σε μεγάλες σκηνές. Έκαναν πράγματα όπως τα γούσταραν σε μικρά θέατρα και μετά, όταν τους κάλεσαν στη Στέγη π.χ. να παίξουν, καπελώθηκαν. Βλέπεις να έχουν τέλειο μπάτζετ, τέλεια φώτα, αλλά λείπει η ψυχή του καλλιτέχνη που υπήρχε στα προηγούμενα που έκανε. Μπορεί επίσης να μην ήταν ακόμη η ώρα τους για να παίξουν εκεί. Και μένα αν μου λέγανε μετά απ’ αυτό εδώ, να γράψω κάτι για έναν μεγάλο χώρο, δεν θα είχε την ίδια αφετηρία. Ο Σκουρλέτης της bizoux de kant κάνει τα δικά του σε φάση «όποιος θέλει, ας έρθει» – αναφέρω το όνομα του, γιατί τον εκτιμώ. Κάνει κάτι πιο μεταμοντέρνο που το στηρίζει και δίνει παραστάσεις σε πολλούς διαφορετικούς χώρους. Βλέπεις πως όταν ο Σκουρλέτης μπαίνει σε μεγάλους χώρους, το διαχειρίζεται, τους κάνει δικούς του.
– Θυμάμαι τώρα, κύριε Καφετζόπουλε, τι μου είχε πει για σας η Αρλέτα: «Ο Καφετζόπουλος ήταν ένα πολύ ωραίο παιδί που τον έκαναν μπλε μαρέ από το ξύλο στις διαδηλώσεις και κατέφευγε στο δισκάδικο της Ρηνιώς Παπανικόλα».
Α.Κ.: Δούλευα στη Ρηνιώ, ήμουν υπάλληλος της. Με την Αρλέτα έχω παίξει δωδεκάχορδη κιθάρα σε συναυλία της με τραγούδια του Leonard Cohen. Η Αρλέτα δεν έπαιζε κιθάρα, μόνο τραγουδούσε. Μιλάμε για το 1972 – έχω, νομίζω, κάποιες φωτογραφίες. Είμαι με καμπάνα παντελόνι και μαλλιά πολύ μακριά. Δεν έπαιζα καθόλου καλή κιθάρα, άσχετος ήμουν, αλλά γούσταρε η Αρλέτα να έχει αυτή τη χίπικη μορφή στο σχήμα της. Κι εκείνη ήταν, όπως την ξέραμε από νέα, στενό παντελόνι και κοντό μαλλί. Εγώ ήμουν ο μαλλιάς και τους έλεγα στις πρόβες «Παιδιά, εμένα να με χαμηλώνετε, να μην ακούγομαι». Πρώτη φορά το λέω αυτό, γιατί μου θύμισες την Παπανικόλα και την Αρλέτα…
– Ήσασταν στο ΕΚΚΕ, ως γνωστόν, μια φορά κι ένα καιρό. Τι συνέβη σε παλιούς ΕΚΚΕτζήδες που τους είδαμε μέσα στις δεκαετίες να κάνουν στροφή 180 μοιρών;
Α.Κ.: Αυτό που λες είναι τελείως λάθος. Δηλαδή, αν εξαιρέσεις κάτι τομάρια, σαν τον Κούλογλου και τον Τατούλη, που ήταν στο ΕΚΚΕ…
– Γιατί τόσο σκληροί χαρακτηρισμοί;
Α.Κ.: Μεγάλος άνθρωπος είμαι, δεν μπορώ να λέω ότι θέλω; Οι περισσότεροι ΕΚΚΕτζήδες κράτησαν μια πολύ συνεπή στάση. Ο Αποστολίδης, ο μακαρίτης ο Κουμάνταρος, ο Οικονομάκης κι άλλοι, που τους ξέρω και δεν τους ξέρεις, κράτησαν μια στάση αρχών όλα τα χρόνια. Δεν έμπλεξαν ποτέ με εξουσίες, έχοντας καραμπινάτες αντιστασιακές περγαμηνές. Είχαν παράσημο να τους δικάσει η χούντα ως υποκινητές των γεγονότων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
– Τον ίδιο καιρό ανήκατε κι εσείς στο ΕΚΚΕ;
Α.Κ.: Όχι, εγώ τότε ήμουν ένας ανεξάρτητος μαλλιάς. Πρώτα έλεγα «Κάτω η χούντα, κάτω ο φασισμός», αλλά ήθελα και να γίνουμε δυτική χώρα λίγα χρόνια μετά τον Μάη του ’68. Η ιδεολογία μου ήταν «Κάτω όλες οι εξουσίες» κι αυτό δεν έχει αλλάξει. Μετά έμπλεξα με τους μαοϊκούς. Ήξερες κάποιον που ήταν σε μια οργάνωση, ο οποίος σε έψηνε να μπεις στη δική του οργάνωση. Δεν ήξερες τι ήταν, άλλοι κατέληξαν στην ΚΝΕ, άλλοι στο ΚΚΕ Εσωτερικού και άλλοι καταλήξαμε σε κάτι μαοϊκά γκρουπούσκουλα και άλλοι σε κάτι αναρχικές ομάδες των τριών.
– Είχατε και μεγάλη φιλία με τον -τροτσκιστή τότε- Μανώλη Ρασούλη.
Α.Κ.: Ακριβώς, ο Μανώλης έζησε στην Αγγλία κι εκεί οι τροτσκιστές είχαν ισχυρό κίνημα. Ο Λοΐζος, ο κολλητός του, ήταν στο ΚΚΕ, γιατί ήταν και μεγαλύτερης γενιάς. Εμείς ήμασταν πιο χίπηδες με τον Μανώλη, όπως και με τη μακαρίτισσα τη Μάρθα, τη γυναίκα του και μητέρα της Ναταλίας. Ήμασταν λίγο πιο «flower power». Στο φοιτητικό μου δωμάτιο είχα αφίσες του Τζιμ Μόρισον και των Doors…
Γ.Κ.: Του Μικ Τζάγκερ;
Α.Κ.: Όχι του Τζάγκερ! Θυμάμαι ότι είχα σίγουρα και μια φωτογραφία του Τσέχου Γιαν Πάλατς, του τύπου που αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Σβόμποντα, όταν εισέβαλλαν τα σοβιετικά τανκς. Αυτό ήμασταν τότε! Γαμάω τη Σοβιετική Ένωση, γαμάω τους Αμερικανούς, τα γαμάω όλα! Για το Βιετνάμ είχαμε φτύσει αίμα, γιατί οι Αμερικανοί ηττήθηκαν εκεί όταν εμείς είχαμε δημοκρατία στην Ελλάδα και δεν μπορούσες να διαδηλώσεις.
– Κι αν η Αριστερά ήταν το κόκκινο, σήμερα ποιο χρώμα θα την εξέφραζε; Το ροζ, το πορτοκαλί;
Α.Κ.: Εμένα προσωπικά δεν με αφορά καθόλου. Δεν είμαι αριστερός. Είμαι φιλελεύθερος αναρχικός, ανήκω στην ιδιόρρυθμη κατηγορία των αναρχικών όλου του κόσμου. Μιλάω με διάφορους Άγγλους, Γερμανούς και δηλώνουμε φιλελεύθεροι αναρχικοί. Πιστεύουμε στη δημοκρατία, η μεγαλύτερη επινόηση του ανθρώπινου είδους, που έφερε τα δικαιώματα και τράφηκε απ’ αυτά. Δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς δικαιώματα και όλο αυτό που ζούμε σήμερα, τον δικαιωματισμό ας πούμε, είναι παιδάκι της δημοκρατίας. Και όλα αυτά είναι παιδιά της δικαιοσύνης.
Γ.Κ.: Βλέπω να συμβαίνει κάτι με τη μεσαία τάξη, την οποία πάντα η Αριστερά ήθελε να την εκπροσωπεί. Αυτό που ξέραμε πριν την κρίση, τελειώνει. Όταν βλέπεις πολιτικούς σαν τον Κασσελάκη και τον Κόκαλη, που είναι αρκετά ευκατάστατοι και πάνε να διεκδικήσουν, ενώ φαίνεται κουφό, δεν είναι άκυρο για ότι ζούμε σήμερα. Δες πόσο έχει πάει το ελαιόλαδο και το σουβλάκι. Είναι δυνατόν να μη μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, ή κοινοβουλευτική Αριστερά, να ρίξουν αυτές τις τιμές αφού τους ενδιαφέρει η μεσαία τάξη και να τσακώνονται για πολύ πιο ασήμαντους λόγους με τους δεξιούς μες τη Βουλή; Και να το’χουν και για παράσημο αυτό; Δεν το θεωρώ νορμάλ, όπως νορμάλ δεν είναι να κόπτονται όλοι υπέρ της κορεκτίλας ενόσω σκοτώνονται παιδάκια. Και ένας Ρομά δεν είναι στη συνείδηση όλων σαν τον Γρηγορόπουλο!
– Ακούτε συχνά αυτό το «Α, είσαι γιος του Αντώνη Καφετζόπουλου;» Κι αν το ακούτε, πως αντιδράτε; Θυμώνετε, αδιαφορείτε;
Γ.Κ.: Κάποιες φορές με ενοχλούσε. Με πλήγωνε το ότι κάποια πράγματα πολιτικά, που ο πατέρας μου μπορούσε να πει δημοσίως, οδηγούσαν σε σχόλια του τύπου «Ψόφα»! Αυτό μ’ ενοχλούσε, αλλά σιγά – σιγά κατάλαβα πως όταν είσαι στα σόσιαλ και εκτίθεσαι, θα το βλέπεις μπροστά σου. Πλέον μια κάφρικη κριτική απέναντι σε κάτι που θα πεις, δεν τη βλέπω καν.
– Ανατρέχω, π.χ., στη συνέντευξη με τον καλλιτέχνη γιο ενός μεγάλου καλλιτέχνη που δεν ήθελε καθόλου να αναφερθεί στον πατέρα του.
Γ.Κ.: Θα πω κάτι και μην ακουστεί σαν το «παίνευε το σπίτι σου». Στη νοοτροπία του, ασχέτως αν είναι πατέρας μου, δεν ήταν ποτέ πιεστικός. Μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρός και μέθυσα στις διακοπές, με πήρε σε μια μεριά και μου έκανε κήρυγμα. Εγώ μεγάλωσα στα Εξάρχεια, κυρίως λόγω της μαμάς μου…
Α.Κ.: Και με τη μαμά του, τη Λίνα Καρανασοπούλου, στο ΕΚΚΕ γνωριστήκαμε.
Γ.Κ.: Δεν με πίεσαν ποτέ για θέματα που άλλοι θα ασκούσαν πίεση στα παιδιά τους. Κι από την άλλη, βλέπεις καλλιτέχνες σπουδαίους να περιαυτολογούν. Καλύτερο είναι να κάνεις και όχι να λες πράγματα, παίξε μπάλα δια του έργου σου δηλαδή. Θέλω να πω ότι εγώ πιο μεγάλη καταπίεση έχω υποστεί απ’ άλλους παρά από τον πατέρα μου. Υπάρχουν κι άλλοι λαϊκοί τύποι που με πιάνουν και μου λένε «Ο μπαμπάς σου ο Ακάλυπτος, φοβερός» κλπ. Αυτοί το γουστάρουν όταν το λένε και πολύ μου αρέσει. Επίσης, κάποια πράγματα που με είχαν τσαντίσει σε απίστευτο βαθμό, τα συμπεριέλαβα τώρα στο ΤΑΟ. Υπάρχει μια πιο τσιμπημένη σχέση πατέρα – γιου, γιατί κι εγώ βρήκα τον τρόπο μου μέσω του έργου να αποφορτιστώ. Αν το ίδιο έργο το παίξουν άλλοι μετά από μια εικοσαετία, δεν θα είμαστε πια η ρεαλιστική συνθήκη πατέρας – γιος.
Α.Κ.: Και καλά θα κάνουν να το ανεβάσουν κι άλλοι, γιατί είναι πολύ ωραίο έργο!
Γ.Κ.: Εγώ θα ήθελα να το παίξουν γυναίκες. Έχω κάτι φίλες ηθοποιούς που το διάβαζαν και ψήνονταν. Διότι τώρα είμαστε τρεις άντρες, πολύ ματσό φάση. Μιλάμε για πούτσες, αρχίδια, γαμάω κλπ.
Α.Κ.: (γέλια) Ναι, η αλήθεια είναι πως είμαστε πολύ μες τη ματσίλα!
– Η πλειοψηφία, θα μου επιτρέψετε.
Α.Κ.: Όχι, δε νομίζω. Η Ηρώ η Μπέζου, ας πούμε, είναι κόρη του Γιάννη Μπέζου και της Ναταλίας Τσαλίκη, οι οποίοι, ο καθένας στο είδος του, είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί και πολύ πετυχημένοι – ιδιαίτερα ο Γιάννης. Η Ηρώ το έχει διαχειριστεί τόσο καλά, που διακρίνεται σε πράγματα, τα οποία δεν μοιάζουν ούτε μ’ αυτά που έκανε η Ναταλία, ούτε ο Γιάννης. Έχει ένα στυλ δικό της. Τι καλύτερο μπορεί να περιμένει κανείς απ’ αυτό; Υπάρχει βέβαια και το αντίθετο, η συνθήκη «μαλάκες γονείς που καταστρέφουν τα παιδιά τους». Παίζει, λοιπόν, ρόλο τι αντιστάσεις έχει το κάθε παιδί και με τι καλωδίωση γεννήθηκε μες το κεφάλι του. Όποιος έχει σχετιστεί με γατάκια, σκυλάκια κλπ. στο σπίτι του, το ξέρει αυτό. Τα όντα που έχουν εγκέφαλο, είτε είναι άνθρωποι, είτε ζωάκια, γεννιούνται με χαρακτήρα. Έξι κουτάβια γεννιούνται απ’ την ίδια σκύλα με μισή ώρα διαφορά και το ένα είναι τζαναμπέτικο, το άλλο είναι γλείφτης και τ’ άλλο είναι υπάκουο. Απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο. Έτσι και οι άνθρωποι γεννιόμαστε με το χαρακτήρα μας.
– Σκέφτομαι καμιά φορά τον Άρη Ρέτσο που παίζατε μαζί στην «Αστροφεγγιά». Αν, αντικειμενικά, έχουμε δύο καλούς ηθοποιούς, εσάς και τον Ρέτσο, τι συνέβη και ο ένας προχώρησε στην καριέρα του, ενώ ο άλλος αποτραβήχτηκε;
Α.Κ.: Επειδή είμαι φαν του Ρέτσου και μιλάμε ενίοτε, δεν κάνουμε παρέα. Άλλωστε νομίζω πως δεν κάνει με κανέναν παρέα. Επειδή τον έζησα στην «Αστροφεγγιά» και σε κάποιες παραστάσεις – happenings που έκανε ο Βολανάκης, βλεπόμασταν καθημερινά, τότε που μέναμε κι οι δύο στα Εξάρχεια. Ο Άρης έκανε αυτό που ήθελε κι εγώ έκανα αυτό που ήθελα. Δεν ήθελε πολλά – πολλά με τους ανθρώπους και δυσκολευόταν με τις σχέσεις του. Είχε τσακωθεί με διάφορους σκηνοθέτες, κάποιους τους είχε πλακώσει και στο ξύλο, άλλοτε δικαίως, άλλοτε υπερβολικώς, αλλά αυτός είναι ο Άρης και πάντα έκανε ότι γούσταρε. Ας τον θυμηθούμε και στο σινεμά, όπως έπαιξε στους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου και στη «Φωτογραφία» του Παπατάκη.
– Μέσα στο ΤΑΟ πρωτοστατούν οι μύθοι και οι φαντασιώσεις των ανθρώπων.
Α.Κ.: Το έργο είναι βαθιά πολιτικό χωρίς να μιλάνε για πολιτική. Μιλάνε για πράγματα που συμβαίνουν στην Πολιτεία.
Γ.Κ.: Σκέψου ότι ο άλλος πάει για δήμαρχος μες το έργο ενώ είναι αρχιγκάγκστερ. Ασκεί αρκετή κριτική σε διάφορους τύπους που ασχολούνται με τα κοινά και που δεν είναι και τα καλύτερα παιδιά.
– Η ενασχόληση με την τέχνη είναι μια δικλίδα ασφαλείας;
Α.Κ.: Είναι καλή θεραπεία, για τους καλλιτέχνες, όχι για την κοινωνία. Η τέχνη δεν λύνει προβλήματα, δεν προτείνει λύσεις κοινωνικές ή πολιτικές. Σχολιάζει την ανθρώπινη ιδιότητα και είναι βαθιά πολιτική πάντα.
Γ.Κ.: Συμφωνώ ως προς το ψυχοθεραπευτικό κομμάτι της, όχι επειδή βλέπεις άλλους χαρακτήρες, συν αυτό που λένε όλοι: «Ένα έργο είναι πολιτικό από μόνο του δίχως να έχει πολιτικό concept». Δεν νομίζω πως ο Μπουκόφσκι, π.χ., έγραφε τόσο βιωματικά. Γινόταν κι ο ίδιος μετασχηματιστής των βιωμάτων του.
Α.Κ.: Εγώ ήμουν πιο πολιτικοποιημένος από την Κατερίνα! (σ.σ. εννοεί την Κατερίνα Γώγου) Εκτός απ’ το ότι ήμουν πιο οργανωμένος, που ήμουν, η Κατερίνα ήταν πιο κοντά στη ζωή και στις απολαύσεις της. Και στο χαβαλέ, εκεί που εγώ τα έπαιρνα λίγο πιο δραματικά τα πράγματα. Κάναμε παρέα, όμως. Μας πάντρεψε με τη μαμά του Γιώργου.
Γ.Κ.: Έχουμε μια φωτογραφία από το γάμο των γονιών μου, που είχε φτιάξει η Κατερίνα. Πάνω από το κεφάλι του υπήρχε ένα τουρκικό σύμβολο, λόγω κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, ενώ πάνω απ’ το κεφάλι της μάνας μου υπήρχε η ελληνική σημαία.
– Μα, νομίζω, η Γώγου σας είχε προτείνει στον Παύλο Τάσιο για την «Παραγγελιά».
Α.Κ.: Κι εγώ νομίζω πως ναι, αν και δεν μου το είπε ποτέ. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος η Κατερίνα. Μου έδειχνε μια συμπάθεια, της άρεσε όπως έπαιζα και μέναμε στην ίδια γειτονιά τότε, η Κατερίνα παντρεμένη με τον Τάσιο και η Μυρτώ μωρό παιδί. Με ξέρανε από 14 – 15 χρονών. Σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο ώστε να πρωταγωνιστήσω στο «Στίγμα» του Τάσιου, δηλαδή δεν έχω καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Η Κατερίνα έδειχνε με τη στάση της ότι σε γουστάρει, δεν στο έλεγε όμως.
– Πώς νιώθετε όταν βλέπετε σήμερα έναν στίχο της Γώγου σε τοίχο των Εξαρχείων;
Α.Κ.: Η Κατερίνα δεν ήταν αυτό που φαντάζεστε, το «Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά». Δεν ήταν μαύρο πουλί! Ο πρόωρος θάνατος και η δραματική ζωή που πέρασε με την κόρη της, η οποία ήταν από 14 ετών στις ουσίες, κάπου τη μυθοποίησε. Οι πολλοί νομίζουν πως η Κατερίνα ήταν πάντα έτοιμη να δαγκώσει λαρύγγια, αλλά δεν ξέρουν πως η Κατερίνα ήταν το ίδιο άτομο που τα καλοκαίρια πήγαινε στις Σεϋχέλλες και περνούσε ωραία. Είχε αυτό το αντιφατικό, όταν οι Σεϋχέλλες ήταν «προνόμιο» της μεγαλοαστικής τάξης εδώ.
Γ.Κ.: Έχω δει και ποιήματα της, άλλα, ανέκδοτα, αφιερωμένα στη μάνα μου. Αν άραζαν μαζί της, θα καταλάβαιναν και πως ήταν ένας άνθρωπος του χαβαλέ και της χαράς.
– Μέσα στα χρόνια σας ενδιέφερε να εξελιχθείτε περισσότερο σαν άνθρωπος ή σαν καλλιτέχνης;
Α.Κ.: Πιστεύω αυτό που είπα και στην αρχή, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Καλλιτεχνικά εμένα με ενδιέφερε να εξελιχτώ.
– Και πώς το καταφέρατε, με δουλειά, με επιλογές κ.λπ.;
Α.Κ.: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο σύστημα, ξέρετε, οι ηθοποιοί είμαστε αυτοδίδακτοι. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν δυο – τρεις σχολές κι αυτή του Εθνικού, που είναι μια συγκροτημένη σχολή. Τα άλλα όλα είναι τουρλουμπούκι, αλλά υπάρχουν πάρα πολλά άλλα πράγματα, δίνονται δηλαδή master classes και σεμινάρια. Σ’ άλλες εποχές, δεν υπήρχε τίποτα. Πήγαινες κι έβλεπες πρόβες από ηθοποιούς και δασκάλους που εκτιμούσες, πώς έκανε το ένα ο Βογιατζής και πώς το άλλο ο Σοφοκλής Πέππας ή η Λαμπέτη.
Γ.Κ.: Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Βλέπεις ανθρώπους που έχουν σπουδάσει σε δραματικές σχολές της Αμερικής και αλλού. Υπάρχει η σχολή σκηνοθεσίας του Εθνικού από το 2000 και μετά. Όλα αυτά σηματοδοτούν μια πρόοδο στο κομμάτι της θεατρικής εκπαίδευσης.
– Υπάρχει κάτι που σας φοβίζει;
Α.Κ.: Όλα μας φοβίζουν (γέλια).
Γ.Κ.: Εμένα τα αεροπλάνα. Και όλο το στρες που μας δημιούργησαν μες τον covid.
Α.Κ.: Εμένα με φοβίζει αυτό που θα έπρεπε να μας φοβίζει όλους. Η ανθρωπότητα έχει φτάσει σ’ ένα σταυροδρόμι με όλες τις δυνάμεις για να καταστρέψει τον εαυτό της.
– Εννοείτε τη διαβόητη τεχνητή νοημοσύνη;
Α.Κ.: Αναφέρομαι στην κλιματική αλλαγή και όσα λέγαμε κάποιοι τρελοί πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια μαζί με επιστήμονες που δεν ήταν τρελοί και κάνανε τη δουλειά τους. Λέγανε «Τι ωραία, τι ευγενής ιδέα», αλλά κανείς δεν έκανε τίποτα. Και τώρα βλέπουμε πράγματα που είναι απτά, μετρήσιμα. Αυτό, ναι, με τρομάζει πάρα πολύ. Θα μου πεις δε σε τρομάζει ο θάνατος; Χέστηκα!
– Δε σας νοιάζει η ιδέα του θανάτου;
Α.Κ.: Όλους μας νοιάζει ο τρόμος της εκμηδένισης, το μηδέν, η ανυπαρξία. Είναι μια πολύ μελαγχολική σκέψη, αλλά επειδή δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό, απλώς με απασχολεί έτσι. Λίγο θα μελαγχολήσω και μετά το ξεχνάω.
– Αυτή είναι και η ζωή, όμως, έτσι δεν είναι;
Α.Κ.: Προσέχω όσο μπορώ. Καπνίζω πολύ, που δε θα ’πρεπε, δεν πίνω πια όσο έπινα, αφού με πειράζει, και προσέχω επίσης όταν οδηγώ, φοράω πάντα τη ζώνη μου. Κάνω και κάθε χρόνο εξετάσεις…
Γ.Κ.: Παίζει κι αυτό μες το έργο, ο ένας ρωτάει τον άλλον «Ρε, εξετάσεις κάνεις;» Ας μην κάνουμε, όμως, άλλο spoiler.
– Κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση.
Α.Κ.: Που θα τα χωρέσεις όλα αυτά;
Γ.Κ.: Εμείς ευχαριστούμε.