Aπό την έκρηξη του new wave στο Λίβερπουλ βρέθηκε στο Λονδίνο και από εκεί τα πορτρέτα του ξεκίνησαν να στολίζουν τα εξώφυλλα των πιο επιδραστικών περιοδικών του πλανήτη. Από το Τhe Face και τη Vogue στους Νew York Times, η αναδρομική του έκθεση στη γκαλερί i-D Conceptstores αποκαλύπτει το τρομακτικό πάνθεον των προσώπων που πόζαραν στο φακό του.
H συνέντευξη που ακολουθεί έγινε τον Ιούλιο του 2022 στην Αθήνα, λίγο πριν ο John Stoddart ταξιδέψει για την Σκόπελο, το νησί που όπως αποκαλεί ο ίδιος, φιλοξενεί το αγαπημένο του καλοκαιρινό σπίτι.
– Που μεγαλώσατε κύριε Stoddart;
Γεννήθηκα στο Λίβερπουλ της Αγγλίας, σε μια πολύ κοινή μεσοαστική περιοχή. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ εύκολο να παρατήσεις το σχολείο και επειδή εμένα δεν μου άρεσε καθόλου το σχολείο, έφυγα στα δεκαπέντε μου για να καταταχθώ στον Βρετανικό Στρατό. Εκεί υπηρέτησα για έξι χρόνια και αυτό με βοήθησε στο να γνωρίσω καινούργια μέρη στον κόσμο.
– Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στην φωτογραφία;
Πάντα μου άρεσε η φωτογραφία, και η αλήθεια είναι αυτό ήταν το μοναδικό μου χόμπι από μικρός. Σε ένα από τα ταξίδια μου με τον στρατό βρέθηκα στο Χονγκ Κονγκ, και εκείνα τα χρόνια, στη δεκαετία του ‘70, μπορούσες να αγοράσεις πάρα πολύ καλές φωτογραφικές μηχανές, όπως μια Nikon ή μια Canon, στην μισή τιμή. Κάπως έτσι λοιπόν, αγόρασα 2 κάμερες και επειδή τότε είχαμε αρκετό ελεύθερο χρόνο είχα πολλές ευκαιρίες να παίζω μ’ αυτές. Ξεκίνησα, λοιπόν, να τραβάω φωτογραφίες για εμένα. Για να ικανοποιήσω μόνο το δικό μου ενδιαφέρον σε όλα αυτά που έβλεπα γύρω μου. Δεν πήγα ποτέ σε κάποιο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω φωτογραφία, ό,τι έμαθα το έμαθα μόνος μου. Αλλά υπήρχε και μια άλλη αγάπη που με τράβηξε μέσα στη φωτογραφία. Η ίδια η κάμερα. Η μηχανική της, η ικανότητα της να παγιδεύει τη ζωή μέσα από έναν καθρέφτη. Γι’ αυτό σήμερα, μισώ τις ψηφιακές μηχανές, δεν συμβαίνει τίποτα μέσα στο σώμα τους.
– Όταν ήσασταν νέος, λοιπόν, και ξεκινήσατε να φωτογραφίζετε, είχατε την αίσθηση τι είδους δημιουργική πορεία θα μπορούσε να ακολουθήσει η ζωή σας;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Πάντα με ενδιέφερε η τέχνη. Και φυσικά τα πιο σπουδαία μαθήματα μου τα δίδαξαν οι μεγάλοι αμερικανοί φωτογράφοι. Ο Richard Avedon, o Irving Penn και ο William Klein ήταν αυτό που θα λέγαμε οι «ηρωές» μου. Από το στρατό έφυγα στα 21 μου, ήμουν ακόμη πολύ νέος, οπότε επέστρεψα πίσω στο Λίβερπουλ στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μια εποχή τρομακτικής ύφεσης στην Αγγλία με τη Θάτσερ πρωθυπουργό, και εγώ βρισκόμουν σε μια παραδοσιακή εργατική πόλη του Βορρά. Στην αρχή δεν ήξερα τι να κάνω, δεν μπορούσα να βρω μια σταθερή δουλειά, ίσως για κάποιο διάστημα σε ένα κατάστημα, αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ. Οπότε ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες ανθρώπων από τη ροκ εν ρολ σκηνή. Είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε ότι το Λίβερπουλ έχει μια σπουδαία παράδοση στο ροκ εν ρολ.
– Φυσικά, ποιος δεν γνωρίζει τους Beatles… Αλλά και εκείνη την περίοδο ειδικά στην οποία αναφέρεστε η σκηνή του έβραζε.
Ακριβώς. Και επειδή συνέβαιναν τόσα πολλά με τόσα νέα συγκροτήματα στην πόλη, ξεκίνησα να παίρνω μικρές προμήθειες από τον λονδρέζικο τύπο για φωτογραφίζω συναυλίες ή νέες μπάντες. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε με τους Frankie Goes to Hollywood. Ήταν φίλοι μου και τους βοηθούσα να ετοιμάσουν το δίσκο τους! Και μετά με τους Echo & The Bunnymen και τους Dead Or Alive του Pete Burns. Mέχρι σήμερα πιστεύω ότι η ροκ φωτογραφία είναι πιο το αγαπημένο μου πεδίο.
– Μπορούσε μόνο το Λίβερπουλ να συντηρήσει τις ανησυχίες σας;
H αλήθεια είναι ότι η πόλη είχε πολλά μεγάλα συγκροτήματα, που συνεχίζω να τα αγαπώ μέχρι σήμερα. Αλλά ήταν τόσο άσχημη η κατάσταση στο Λίβερπουλ που κάποια στιγμή, η σύζυγος μου κι εγώ αποφασίσαμε ότι εφόσον οι μοναδικοί άνθρωποι για τους οποίους δούλευα ήταν στο Λονδίνο, θα έπρεπε να μετακομίσουμε εκεί. Και αυτό ήταν τα καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου.
– Ποιο θα λέγατε ότι ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό που σας έκανε να ξεχωρίσετε στη βρετανική ροκ φωτογραφία;
Στη φωτογραφία γενικότερα δεν έχει σημασία πόσο καλός φωτογράφος είσαι και πόσο καλές είναι οι φωτογραφίες σου, φυσικά και πρέπει να είναι καλές, αλλά με ποιον δουλεύεις μαζί. Ειδικά στην μουσική. Και ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια προ-ψηφιακή εποχή, όπου η μουσική επανάσταση έχει φέρει στο προσκήνιο όχι μόνο σπουδαία ονόματα, αλλά και μια πρωτοφανή έκρηξη του μουσικού Τύπου που υποστηρίζει αυτήν τη μουσική. Οπότε ήταν μια φανταστική περίοδος, πολύ δημιουργική σε νέους τομείς.
– Φυσικά έπαιζε ρόλο ότι και η μουσική βιομηχανία λειτουργούσε υπό άλλες συνθήκες τότε. Και το punk και το new-wave έφερε νέες τάσεις και άλλαξε τον ρου της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.
Ναι, απλά σήμερα είναι όλα αναγνωρίσιμα. Εκείνη την εποχή έπρεπε να τα ανακαλύψεις με πιο πρωτόγονους τρόπους. Να ψάξεις σε μικρά κλαμπ για να ακούσεις νέα ταλέντα, να ταξιδέψεις στον Βορρά για να συναντήσεις νέες μπάντες. Σήμερα όλα είναι διαθέσιμα σε μια ροκ εν ρολ αναδρομική έκθεση. Τότε δεν ήταν έτσι. Και αυτό που ήθελα να δείξω εγώ ήταν η πρόσβαση που μπορούσε να έχει ο φωτογράφος σε καλλιτέχνες που εκείνη την εποχή μπορεί να ξεκινούσαν τα πρώτα τους βήματα, αλλά μετά από λίγο θα ήταν διάσημοι. Και αυτή η πρόσβαση ήταν πολύ πιο εύκολη εκείνα τα χρόνια. Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατον να πλησιάσεις κάποιον τόσο εύκολα, ειδικά με τα περιοδικά να εξαφανίζονται από το καθημερινό μας τοπίο.
– To Λονδίνο αποδείχθηκε μια σωστή επιλογή και πόσο γρήγορα σας αφομοίωσε στο εκρηκτικό του περιβάλλον;
Το Λονδίνο, παρά την ύφεση που βασάνιζε τη χώρα, εκείνη την εποχή άνθιζε! Όλο το χρήμα ήταν εκεί. Όχι επειδή ήταν άπληστο, αλλά επειδή άλλαζε πιο γρήγορα απ’ ότι η υπόλοιπη χώρα. Επίσης, όσο κι αν φαίνεται περίεργο δεν υπήρχαν πολλοί ενεργοί φωτογράφοι στο Λονδίνο. Στάθηκα πολύ τυχερός που ξεκίνησα να δουλεύω για πολύ καλά περιοδικά όπως το The Face, το I-D και το Arena. Και ενώ αυτά μπορεί να μην έδιναν μεγάλες αμοιβές, ήξερες ότι δούλευες για πραγματικά σημαίνοντα περιοδικά, που έδιναν πρόσβαση σε όλους τους σύγχρονους δημιουργούς για να εκφραστούν. Αυτά τα περιοδικά, αν μη τι άλλο, άνοιξαν πάρα πολλές πόρτες.
– Από τότε μέχρι σήμερα έχετε φωτογραφίσει σχεδόν τους πάντες, από διάσημους και ανερχόμενους, μέχρι μέλη της βασιλικής οικογένειας και μοντέλα. Πώς αισθάνεστε όταν κοιτάτε το δικό σας φωτογραφικό πάνθεον; Είναι ένα καρουζέλ αναμνήσεων ή ένα μουσείο προσωπικοτήτων;
Θα σας πω. Αυτό που πάντα έκανα ήταν να μην ακολουθώ κανέναν κανόνα. Δεν ήμουν αυτό που λέμε «μοδάτος» φωτογράφος. Πάντα κοιτούσα πίσω σε αυτούς τους αμερικανούς δασκάλους της φωτογραφίας που σας ανέφερα πιο πριν. Άρα ήμουν πολύ κλασικός. Γνώριζα ότι αυτό το ύφος αγαπούσα και αυτό ήθελα να υπηρετήσω. Ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα περίεργους φακούς ή περίεργα φιλμ. Όλα στη φωτογραφία μου πηγάζουν από την μεγάλη κλασική σχολή των πορτρέτων. Κι ενώ διατηρώ το δικό μου στυλ, δεν θέλω να χάνω ποτέ την προσέγγιση ενός πορτρέτου. Φυσικά, μπορώ να παίξω με πολλά πράγματα, το παιχνίδι που θα κάνω με το φως ή με την κάμερα που θα διαλέξω. Και αυτά τα διαφορετικά παιχνίδια μου έδωσαν τη δυνατότητα να μπορώ να δουλέψω και για την Vogue αλλά και για τους New York Times, των οποίων η αισθητική ήταν διαφορετική. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω.
– Ως κλασικός φωτογράφος εκδόσεων σας δελέασε καθόλου η διαφημιστική φωτογραφία;
Γύρω στο 2000 και μέχρι το 2010, θυμάμαι ότι πετούσα σε όλα τα πιθανά σημεία του πλανήτη για να φωτογραφίσω διάσημα πρόσωπα για περιοδικά. Αυτό ήταν που πάντα με ενδιέφερε, και όχι η διαφήμιση. Αλλά ναι, υπέκυψα κάποιες φορές στον πειρασμό της γιατί όλοι ξέρουμε ότι η φωτογραφία διαφήμισης ήταν πάντα πιο καλοπληρωμένη. Αλλά δεν το έκανα συχνά, γιατί εγώ ήμουν τρελά ερωτευμένος με τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Θυμάμαι, μάλιστα, με πολλή αγάπη που κάποτε είχα έρθει να δουλέψω για μερικά τεύχη του Νitro και πραγματικά με στενοχωρεί που όλη αυτή η ενέργεια που υπήρχε στα περιοδικά έχει χαθεί σήμερα.
– Μα έχει χαθεί και η μόδα από τη ζωή μας, σωστά;
Κοιτάξτε, κάποτε στο γραφείο μου είχα όλα τα περιοδικά του κόσμου. Σήμερα δεν έχω κανένα. Πριν μερικές μέρες εβδομάδες αγόρασα την Vogue στο αεροδρόμιο και πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν σοκαριστικό το τόσο απρόσωπη ήταν. Ένα περιοδικό χωρίς καμία προσωπικότητα, χωρίς κάτι το εξαιρετικό που να το κάνει να ξεχωρίζει. Αλλά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα οι άνθρωποι δεν έχουν λεφτά για να αγοράσουν την Vogue, και ότι οι μεγάλοι οίκοι μόδας πλέον δουλεύουν καλύτερα μόνοι τους παρά σε μέσα που αργοπεθαίνουν. Άρα, η δουλειά του φωτογράφου εξαφανίζεται από τα μεγάλα μέσα και περνά ανώνυμα σε πιο διαφημιστικές καμπάνιες. Και μετά, είναι και η τεχνολογία που έπαιξε έναν ρόλο σε όλο αυτό, γιατί ο καθένας μπορεί να βγάλει πλέον φωτογραφίες με το κινητό του. Άκουγα πριν μέρες μια συνέντευξη στο βρετανικό ραδιόφωνο για τη συναυλία του Bob Dylan στο Λονδίνο που είπε “σας παρακαλώ μην φέρετε τα κινητά σας. Σιχαίνομαι να παίζω και όλοι να με σημαδεύετε με τα κινητά σας”. Και έχει δίκιο. Όταν πας σε μια συναυλία, πας για να μοιραστείς με τον καλλιτέχνη αυτό που θέλει να σου δώσει, όχι να βασανίζεσαι να ανεβάσεις μια φωτογραφία στο διαδίκτυο.
– Υπάρχουν σίγουρα πλεονεκτήματα στο να μοιράζεται κάποιος τη δουλειά του στο Instagram, αλλά πιστεύετε ότι είναι καλή ιδέα να μοιράζεσαι την τέχνη σου σε μια πλατφόρμα που δεν υποστηρίζει απαραίτητα το έργο σου;
Έχετε απόλυτο δίκιο. Έχω σιχαθεί και το Instagram, και το Facebook. Δεν ξέρω αν είναι το καταπιεσμένο «εγώ» μας, δεν ξέρω τι στο διάβολο μπορεί να φταίει για όλη αυτήν την γελοία παρέλαση, αλλά προσωπικά εγώ δεν παίρνω τίποτα από αυτά τα πράγματα. Αφήστε που o λογαριασμός μου στο Instagram χακαρίστηκε πριν κάτι μήνες, έχασα φίλους και φωτογραφίες που είχα ανεβάσει, και έπεσα σε κατάθλιψη. Για ποιον λόγο; Σκέφτηκα λίγο περισσότερο και είπα στον εαυτό μου, όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλά κάθε μέρα που δουλεύω εδώ στο γραφείο μου, κοιτάζω τα πορτρέτα στους τοίχους, τώρα αυτή τη στιγμή κοιτάζω τους Frankie Goes To Hollywood που τράβηξα το 1981, και είναι ένα αληθινό πράγμα που μπορώ να κρατήσω στα χέρια μου. Ξέρετε, μπορεί να ακουστώ γεροπαράξενος, και κάποιοι να πουν «ναι, είσαι κολλημένος στο παρελθόν», αλλά πραγματικά, ενώ υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι φωτογράφοι εκεί έξω σήμερα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον έναν από τον άλλον.
– Ναι, γιατί κάποτε μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τους φωτογράφους.
Ακριβώς, γιατί όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία μπορούσα να ξεχωρίσω μια φωτογραφία του Helmut Newton από μια του David Bailey σε δευτερόλεπτα. Σήμερα τα περιοδικά δεν αναφέρουν καν τους φωτογράφους. Και ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται, αρκεί να μοιάζει με όλες τις φωτογραφίες που βλέπει γύρω του. Φυσικά, υπάρχουν μεγάλοι φωτογράφοι εκεί έξω σήμερα, και πάντα θα υπάρχουν. Αλλά, η κυριαρχία της ψηφιακής επεξεργασίας θεωρώ ότι καταστρέφει την ουσία της φωτογραφίας. Αυτό είναι κάτι που παρατηρώ σε πολλές εκθέσεις που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια.
– Από την άλλη, θέλω να σας ρωτήσω, το σύμπαν των διασημοτήτων είναι αχανές. Εσείς πώς αποφεύγετε να «καείτε» ή να βαρεθείτε να τραβάτε τα ίδια και τα ίδια πλάνα;
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Το μυστικό μου ήταν ότι ποτέ δεν αισθάνθηκα γοητευμένος από την φήμη τους, ίσως να ήμουν πιο γοητευμένος από εκείνους που στάθηκαν στο φακό μου όταν δεν είχαν γίνει διάσημοι ακόμα. Οπότε αυτό το παιχνίδι είχε να κάνει με τον δικό μου έρωτα με τη φωτογραφία, παρά με το πρόσωπο που φωτογράφιζα. Για παράδειγμα, από όλους αυτούς που φωτογράφισα, δεν έκανα ούτε έναν φίλο. Δεν εννοώ ότι ήμουν αγενής, αλλά δεν βρισκόμουν εκεί μαζί τους για να κάνουμε παρέα και να γίνουμε φίλοι. Ήμουν εκεί για τη φωτογραφία. Γι’ αυτό και μου άρεσε να δουλεύω για τα περιοδικά. Εκείνοι ήταν το αφεντικό, όχι το πρόσωπο που θα φωτογράφιζα. Aς μην ξεχνάμε ότι κάθε προσωπικότητα είναι διαφορετική, και επειδή βλέπω μια φωτογραφία τώρα στο γραφείο μου, ένα πορτρέτο του Mel Gibson, θυμάμαι πόσο του είχε αρέσει και μου έγραφε για το πόσο του άρεσε αυτή η φωτογραφία. Όμως, εμένα με ενδιέφερε τι θα πει το περιοδικό και ποια φωτογραφία θα επέλεγε για εξώφυλλο, γιατί εκείνοι θα αποφάσιζαν και όχι ο ηθοποιός.
– Πόσο δύσκολο θα ήταν να ικανοποιήσετε και τις δύο πλευρές; Και εκείνον που φωτογραφίζετε και εκείνους που ζητούν τη φωτογραφία του;
Μπορεί να ακούγεται απαίσιο, ίσως και για μένα να μην είναι καλό που το αναφέρω, αλλά δεν βγάζω τη φωτογραφία για τον άνθρωπο που στέκεται στο φακό μου. Είναι σκληρό, αλλά ο ρόλος τους είναι να παίξουν ένα σκηνικό αντικείμενο μπροστά από την κάμερα.
– Έχετε μια πολύ μεγάλη εμπειρία στις διασημότητες. Αισθανθήκατε ποτέ ότι αυτή η εμπειρία ήταν μια απίστευτη δύναμη πίσω από το φακό σας;
Όλοι αυτοί οι διάσημοι άνθρωποι, στάθηκαν στο φακό μου για κάποιον λόγο. Είτε επειδή ήθελαν να διαφημίσουν ένα καινούργιο άλμπουμ είτε επειδή ήθελαν να διαφημίσουν την καινούργια τους ταινία. Άρα ήταν εκεί επειδή έπρεπε να είναι εκεί. Άρα, ναι τους εξουσιάζω για μερικά λεπτά, και τους καθοδηγώ, και τους σκηνοθετώ, και μπορεί αυτό να πάρει ώρες, αλλά πιστέψτε με, όλοι τους και το γνώριζαν και ήθελαν αυτό. Λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, ήταν πιο αγενείς στο φακό μου. Αλλά όλοι οι άλλοι, από τον Mick Jagger μέχρι τον Martin Scorsese ήταν αφοσιωμένοι στη δουλειά μου, τους ενδιέφερε να μάθουν τι ήθελα να βγάλω από αυτούς και όλοι ακολουθούσαν πιστά αυτό που ήθελα. Ποτέ δεν βαρέθηκαν ή αναρωτήθηκαν «Θεε μου, γιατί το κάνω αυτό τώρα;». Αλλά, ναι, είχα και άτυχες στιγμές. Θυμάμαι μια φορά που φωτογράφιζα τον Eric Clapton, δεν βαριόταν εμένα, βαριόταν την ίδια τη ζωή του. Kαι είχα απογοητευτεί τόσο πολύ γιατί τον θαύμαζα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο γιατί το έβλεπα στα μάτια του ότι δεν ήθελε να είναι εκεί.
– Εσείς έχετε πιάσει ποτέ τον εαυτό σας να αναρωτιέται «γιατί το κάνω αυτό τώρα»;
Όχι, πάντα έλεγα ότι είμαι ο πιο τυχερός μπάσταρδος του κόσμου και μπορώ να κάνω αυτό που αγαπάω.
– Eάν ξαναρίξετε μια ακόμη, πιο προσεκτική, ματιά στο έργο σας, θα το χαρακτηρίζατε ως μια πορεία μέσα στο σκοτάδι ή ένα ταξίδι προς το φως;
Αυτή είναι μια μεγάλη ερώτηση. Και η απάντηση θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη επίσης, γιατί βλέπετε, η φωτογραφία είναι ένα παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι. Αλλά, το ενδιαφέρον ξέρετε ποιο είναι; Πριν μερικά χρόνια είχα πει στον εαυτό μου ότι φωτογραφίζω πλούσιους δυστυχισμένους ανθρώπους. Και ξεκίνησα να ψάχνω στο αρχείο μου, και ίσως να ακουστεί περίεργο ή αρρωστημένο, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι πολλοί από αυτούς είχαν πεθάνει. Από αυτοκτονία, ή από μια υπερβολική δόση ναρκωτικών. Βρήκα τα πορτρέτα του Michael Hutchence, μετά της Paula Yates που είχε παντρευτεί τον Bob Geldof και που κάποτε ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Hutchence, η οποία πέθανε από υπερβολική δόση, και μετά την Peaches Geldof, που κι αυτή έφυγε από την ίδια αιτία. Και αυτό ήταν ένα κομμάτι μόνο από το ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Κάποιοι άνθρωποι που αναζητούν τη φήμη, μπορεί να την ψάχνουν μέσα από πολύ σκοτεινά μονοπάτια. Και όλο αυτό το έχω δει με τα μάτια μου. Υπάρχει μια φωτογραφία του Prince Andrew στην τωρινή έκθεση της Αθήνας που μπορεί να απαντήσει καλύτερα και πιο οπτικά την ερώτησή σας. Δεν μου άρεσε αυτή η φωτογραφία, αλλά έχει όντως μια πολύ σκοτεινή δύναμη. Γιατί ενώ την τράβηξα πίσω στο 2000, ακόμα κι αν την είχα τραβήξει την προηγούμενη εβδομάδα, εκείνος θα φαινόταν σαν τον πιο ανήσυχο άνθρωπο του κόσμου.
– Πιστεύετε ότι η φωτογραφία είναι ένα κομμάτι ζωής παγιδευμένο στο χρόνο ή μια πραγματικότητα;
Πιστεύω ότι μπορεί να είναι και τα δύο. Ακόμα και σήμερα ενθουσιάζομαι με αυτό που θα πάρω από το φακό. Αλλά, το περιέργο είναι όταν κοιτάς παλιά αρνητικά, ίσως κάποια που τράβηξες πριν από είκοσι χρόνια, μπορεί να δεις πράγματα που δεν τα είδες αμέσως τότε. Πράγματα που ίσως δεν πιστεύεις ότι έγιναν τότε. Αλλά τώρα, μέσα από τα αρνητικά, ζωντανεύουν. Κι αυτό μπορεί να γίνεται συχνά και να αναρωτιέμαι “γιατί δεν το είδα αυτό σε αυτή τη φωτογραφία;”. Αυτή είναι η μαγεία της φωτογραφίας.
– Ποιο πορτρέτο διάσημου προσώπου θεωρείτε ότι απουσιάζει από το μεγαλειώδες πάνθεον των διασημοτήτων σας;
Αναμφισβήτητα της Marilyn Monroe. Αυτή ήταν που με ενέπνευσε και για την έκθεση “Τhe Ghost of Mairilyn Monroe” όπου πρωταγωνιστεί μια γυναίκα πίσω από την μάσκα της Μέριλιν. Φυσικά και άλλους πολλούς θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να φωτογραφίσω, όπως τον Richard Burton και τον John Lennon.
– Τελειώνοντας, κύριε Stoddart, με αφορμή την λυπημένη μάσκα της Μέριλιν που κρατά η κυρία στην έκθεσή που αναφέρετε, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι είναι η «φήμη” στις μέρες μας;
Κάποτε πήγα και συνάντησα τον Scorsese στο δωμάτιό του και σκεφτόμουν ότι πήγαινα να βρω τον μεγαλύτερο σύγχρονο αμερικανό σκηνοθέτη. Μερικά χρόνια μπροστά, σε γρήγορο fast-forward παίξιμο, μπορεί να πήγαινα να φωτογραφίσω κάποιον που κέρδισε σε ένα τηλεπαιχνίδι σαν το X-Factor. Kαι αυτή ή αυτός, θα είχαν την ταμπέλα «διάσημοι». Αλλά, βλέπετε, μισώ το γεγονός να με αποκαλούν φωτογράφο διασημοτήτων. Είμαι ένας φωτογράφος πορτρέτων. Σε όλον τον κόσμο, οι διασημότητες δεν έχουν την ίδια αξία. Η τηλεόραση ναι, σε κάνει διάσημο. Αλλά από την άλλη, επειδή θαυμάζω πολύ τον Andy Warhol, λέω μέσα μου, «Θεε μου, πόσο δίκιο είχε. Όλοι μας θα γίνουμε διάσημοι κάποια στιγμή, έστω και για 15 λεπτά».
INFO: H έκθεση με τίτλο «Come Close*» διαρκεί μέχρι τις 12 Αυγούστου, i-D Conceptstores, Κανάρη 12, 2ος Όροφος, Τηλ.: 210 3221801
Aπό την έκρηξη του new wave στο Λίβερπουλ βρέθηκε στο Λονδίνο και από εκεί τα πορτρέτα του ξεκίνησαν να στολίζουν τα εξώφυλλα των πιο επιδραστικών περιοδικών του πλανήτη. Από το Τhe Face και τη Vogue στους Νew York Times, η αναδρομική του έκθεση στη γκαλερί i-D Conceptstores αποκαλύπτει το τρομακτικό πάνθεον των προσώπων που πόζαραν στο φακό του.
H συνέντευξη που ακολουθεί έγινε τον Ιούλιο του 2022 στην Αθήνα, λίγο πριν ο John Stoddart ταξιδέψει για την Σκόπελο, το νησί που όπως αποκαλεί ο ίδιος, φιλοξενεί το αγαπημένο του καλοκαιρινό σπίτι.
– Που μεγαλώσατε κύριε Stoddart;
Γεννήθηκα στο Λίβερπουλ της Αγγλίας, σε μια πολύ κοινή μεσοαστική περιοχή. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ εύκολο να παρατήσεις το σχολείο και επειδή εμένα δεν μου άρεσε καθόλου το σχολείο, έφυγα στα δεκαπέντε μου για να καταταχθώ στον Βρετανικό Στρατό. Εκεί υπηρέτησα για έξι χρόνια και αυτό με βοήθησε στο να γνωρίσω καινούργια μέρη στον κόσμο.
– Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στην φωτογραφία;
Πάντα μου άρεσε η φωτογραφία, και η αλήθεια είναι αυτό ήταν το μοναδικό μου χόμπι από μικρός. Σε ένα από τα ταξίδια μου με τον στρατό βρέθηκα στο Χονγκ Κονγκ, και εκείνα τα χρόνια, στη δεκαετία του ‘70, μπορούσες να αγοράσεις πάρα πολύ καλές φωτογραφικές μηχανές, όπως μια Nikon ή μια Canon, στην μισή τιμή. Κάπως έτσι λοιπόν, αγόρασα 2 κάμερες και επειδή τότε είχαμε αρκετό ελεύθερο χρόνο είχα πολλές ευκαιρίες να παίζω μ’ αυτές. Ξεκίνησα, λοιπόν, να τραβάω φωτογραφίες για εμένα. Για να ικανοποιήσω μόνο το δικό μου ενδιαφέρον σε όλα αυτά που έβλεπα γύρω μου. Δεν πήγα ποτέ σε κάποιο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω φωτογραφία, ό,τι έμαθα το έμαθα μόνος μου. Αλλά υπήρχε και μια άλλη αγάπη που με τράβηξε μέσα στη φωτογραφία. Η ίδια η κάμερα. Η μηχανική της, η ικανότητα της να παγιδεύει τη ζωή μέσα από έναν καθρέφτη. Γι’ αυτό σήμερα, μισώ τις ψηφιακές μηχανές, δεν συμβαίνει τίποτα μέσα στο σώμα τους.
– Όταν ήσασταν νέος, λοιπόν, και ξεκινήσατε να φωτογραφίζετε, είχατε την αίσθηση τι είδους δημιουργική πορεία θα μπορούσε να ακολουθήσει η ζωή σας;
Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Πάντα με ενδιέφερε η τέχνη. Και φυσικά τα πιο σπουδαία μαθήματα μου τα δίδαξαν οι μεγάλοι αμερικανοί φωτογράφοι. Ο Richard Avedon, o Irving Penn και ο William Klein ήταν αυτό που θα λέγαμε οι «ηρωές» μου. Από το στρατό έφυγα στα 21 μου, ήμουν ακόμη πολύ νέος, οπότε επέστρεψα πίσω στο Λίβερπουλ στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μια εποχή τρομακτικής ύφεσης στην Αγγλία με τη Θάτσερ πρωθυπουργό, και εγώ βρισκόμουν σε μια παραδοσιακή εργατική πόλη του Βορρά. Στην αρχή δεν ήξερα τι να κάνω, δεν μπορούσα να βρω μια σταθερή δουλειά, ίσως για κάποιο διάστημα σε ένα κατάστημα, αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ. Οπότε ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες ανθρώπων από τη ροκ εν ρολ σκηνή. Είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε ότι το Λίβερπουλ έχει μια σπουδαία παράδοση στο ροκ εν ρολ.
– Φυσικά, ποιος δεν γνωρίζει τους Beatles… Αλλά και εκείνη την περίοδο ειδικά στην οποία αναφέρεστε η σκηνή του έβραζε.
Ακριβώς. Και επειδή συνέβαιναν τόσα πολλά με τόσα νέα συγκροτήματα στην πόλη, ξεκίνησα να παίρνω μικρές προμήθειες από τον λονδρέζικο τύπο για φωτογραφίζω συναυλίες ή νέες μπάντες. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε με τους Frankie Goes to Hollywood. Ήταν φίλοι μου και τους βοηθούσα να ετοιμάσουν το δίσκο τους! Και μετά με τους Echo & The Bunnymen και τους Dead Or Alive του Pete Burns. Mέχρι σήμερα πιστεύω ότι η ροκ φωτογραφία είναι πιο το αγαπημένο μου πεδίο.
– Μπορούσε μόνο το Λίβερπουλ να συντηρήσει τις ανησυχίες σας;
H αλήθεια είναι ότι η πόλη είχε πολλά μεγάλα συγκροτήματα, που συνεχίζω να τα αγαπώ μέχρι σήμερα. Αλλά ήταν τόσο άσχημη η κατάσταση στο Λίβερπουλ που κάποια στιγμή, η σύζυγος μου κι εγώ αποφασίσαμε ότι εφόσον οι μοναδικοί άνθρωποι για τους οποίους δούλευα ήταν στο Λονδίνο, θα έπρεπε να μετακομίσουμε εκεί. Και αυτό ήταν τα καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου.
– Ποιο θα λέγατε ότι ήταν εκείνο το χαρακτηριστικό που σας έκανε να ξεχωρίσετε στη βρετανική ροκ φωτογραφία;
Στη φωτογραφία γενικότερα δεν έχει σημασία πόσο καλός φωτογράφος είσαι και πόσο καλές είναι οι φωτογραφίες σου, φυσικά και πρέπει να είναι καλές, αλλά με ποιον δουλεύεις μαζί. Ειδικά στην μουσική. Και ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια προ-ψηφιακή εποχή, όπου η μουσική επανάσταση έχει φέρει στο προσκήνιο όχι μόνο σπουδαία ονόματα, αλλά και μια πρωτοφανή έκρηξη του μουσικού Τύπου που υποστηρίζει αυτήν τη μουσική. Οπότε ήταν μια φανταστική περίοδος, πολύ δημιουργική σε νέους τομείς.
– Φυσικά έπαιζε ρόλο ότι και η μουσική βιομηχανία λειτουργούσε υπό άλλες συνθήκες τότε. Και το punk και το new-wave έφερε νέες τάσεις και άλλαξε τον ρου της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.
Ναι, απλά σήμερα είναι όλα αναγνωρίσιμα. Εκείνη την εποχή έπρεπε να τα ανακαλύψεις με πιο πρωτόγονους τρόπους. Να ψάξεις σε μικρά κλαμπ για να ακούσεις νέα ταλέντα, να ταξιδέψεις στον Βορρά για να συναντήσεις νέες μπάντες. Σήμερα όλα είναι διαθέσιμα σε μια ροκ εν ρολ αναδρομική έκθεση. Τότε δεν ήταν έτσι. Και αυτό που ήθελα να δείξω εγώ ήταν η πρόσβαση που μπορούσε να έχει ο φωτογράφος σε καλλιτέχνες που εκείνη την εποχή μπορεί να ξεκινούσαν τα πρώτα τους βήματα, αλλά μετά από λίγο θα ήταν διάσημοι. Και αυτή η πρόσβαση ήταν πολύ πιο εύκολη εκείνα τα χρόνια. Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατον να πλησιάσεις κάποιον τόσο εύκολα, ειδικά με τα περιοδικά να εξαφανίζονται από το καθημερινό μας τοπίο.
– To Λονδίνο αποδείχθηκε μια σωστή επιλογή και πόσο γρήγορα σας αφομοίωσε στο εκρηκτικό του περιβάλλον;
Το Λονδίνο, παρά την ύφεση που βασάνιζε τη χώρα, εκείνη την εποχή άνθιζε! Όλο το χρήμα ήταν εκεί. Όχι επειδή ήταν άπληστο, αλλά επειδή άλλαζε πιο γρήγορα απ’ ότι η υπόλοιπη χώρα. Επίσης, όσο κι αν φαίνεται περίεργο δεν υπήρχαν πολλοί ενεργοί φωτογράφοι στο Λονδίνο. Στάθηκα πολύ τυχερός που ξεκίνησα να δουλεύω για πολύ καλά περιοδικά όπως το The Face, το I-D και το Arena. Και ενώ αυτά μπορεί να μην έδιναν μεγάλες αμοιβές, ήξερες ότι δούλευες για πραγματικά σημαίνοντα περιοδικά, που έδιναν πρόσβαση σε όλους τους σύγχρονους δημιουργούς για να εκφραστούν. Αυτά τα περιοδικά, αν μη τι άλλο, άνοιξαν πάρα πολλές πόρτες.
– Από τότε μέχρι σήμερα έχετε φωτογραφίσει σχεδόν τους πάντες, από διάσημους και ανερχόμενους, μέχρι μέλη της βασιλικής οικογένειας και μοντέλα. Πώς αισθάνεστε όταν κοιτάτε το δικό σας φωτογραφικό πάνθεον; Είναι ένα καρουζέλ αναμνήσεων ή ένα μουσείο προσωπικοτήτων;
Θα σας πω. Αυτό που πάντα έκανα ήταν να μην ακολουθώ κανέναν κανόνα. Δεν ήμουν αυτό που λέμε «μοδάτος» φωτογράφος. Πάντα κοιτούσα πίσω σε αυτούς τους αμερικανούς δασκάλους της φωτογραφίας που σας ανέφερα πιο πριν. Άρα ήμουν πολύ κλασικός. Γνώριζα ότι αυτό το ύφος αγαπούσα και αυτό ήθελα να υπηρετήσω. Ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα περίεργους φακούς ή περίεργα φιλμ. Όλα στη φωτογραφία μου πηγάζουν από την μεγάλη κλασική σχολή των πορτρέτων. Κι ενώ διατηρώ το δικό μου στυλ, δεν θέλω να χάνω ποτέ την προσέγγιση ενός πορτρέτου. Φυσικά, μπορώ να παίξω με πολλά πράγματα, το παιχνίδι που θα κάνω με το φως ή με την κάμερα που θα διαλέξω. Και αυτά τα διαφορετικά παιχνίδια μου έδωσαν τη δυνατότητα να μπορώ να δουλέψω και για την Vogue αλλά και για τους New York Times, των οποίων η αισθητική ήταν διαφορετική. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω.
– Ως κλασικός φωτογράφος εκδόσεων σας δελέασε καθόλου η διαφημιστική φωτογραφία;
Γύρω στο 2000 και μέχρι το 2010, θυμάμαι ότι πετούσα σε όλα τα πιθανά σημεία του πλανήτη για να φωτογραφίσω διάσημα πρόσωπα για περιοδικά. Αυτό ήταν που πάντα με ενδιέφερε, και όχι η διαφήμιση. Αλλά ναι, υπέκυψα κάποιες φορές στον πειρασμό της γιατί όλοι ξέρουμε ότι η φωτογραφία διαφήμισης ήταν πάντα πιο καλοπληρωμένη. Αλλά δεν το έκανα συχνά, γιατί εγώ ήμουν τρελά ερωτευμένος με τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Θυμάμαι, μάλιστα, με πολλή αγάπη που κάποτε είχα έρθει να δουλέψω για μερικά τεύχη του Νitro και πραγματικά με στενοχωρεί που όλη αυτή η ενέργεια που υπήρχε στα περιοδικά έχει χαθεί σήμερα.
– Μα έχει χαθεί και η μόδα από τη ζωή μας, σωστά;
Κοιτάξτε, κάποτε στο γραφείο μου είχα όλα τα περιοδικά του κόσμου. Σήμερα δεν έχω κανένα. Πριν μερικές μέρες εβδομάδες αγόρασα την Vogue στο αεροδρόμιο και πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν σοκαριστικό το τόσο απρόσωπη ήταν. Ένα περιοδικό χωρίς καμία προσωπικότητα, χωρίς κάτι το εξαιρετικό που να το κάνει να ξεχωρίζει. Αλλά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα οι άνθρωποι δεν έχουν λεφτά για να αγοράσουν την Vogue, και ότι οι μεγάλοι οίκοι μόδας πλέον δουλεύουν καλύτερα μόνοι τους παρά σε μέσα που αργοπεθαίνουν. Άρα, η δουλειά του φωτογράφου εξαφανίζεται από τα μεγάλα μέσα και περνά ανώνυμα σε πιο διαφημιστικές καμπάνιες. Και μετά, είναι και η τεχνολογία που έπαιξε έναν ρόλο σε όλο αυτό, γιατί ο καθένας μπορεί να βγάλει πλέον φωτογραφίες με το κινητό του. Άκουγα πριν μέρες μια συνέντευξη στο βρετανικό ραδιόφωνο για τη συναυλία του Bob Dylan στο Λονδίνο που είπε “σας παρακαλώ μην φέρετε τα κινητά σας. Σιχαίνομαι να παίζω και όλοι να με σημαδεύετε με τα κινητά σας”. Και έχει δίκιο. Όταν πας σε μια συναυλία, πας για να μοιραστείς με τον καλλιτέχνη αυτό που θέλει να σου δώσει, όχι να βασανίζεσαι να ανεβάσεις μια φωτογραφία στο διαδίκτυο.
– Υπάρχουν σίγουρα πλεονεκτήματα στο να μοιράζεται κάποιος τη δουλειά του στο Instagram, αλλά πιστεύετε ότι είναι καλή ιδέα να μοιράζεσαι την τέχνη σου σε μια πλατφόρμα που δεν υποστηρίζει απαραίτητα το έργο σου;
Έχετε απόλυτο δίκιο. Έχω σιχαθεί και το Instagram, και το Facebook. Δεν ξέρω αν είναι το καταπιεσμένο «εγώ» μας, δεν ξέρω τι στο διάβολο μπορεί να φταίει για όλη αυτήν την γελοία παρέλαση, αλλά προσωπικά εγώ δεν παίρνω τίποτα από αυτά τα πράγματα. Αφήστε που o λογαριασμός μου στο Instagram χακαρίστηκε πριν κάτι μήνες, έχασα φίλους και φωτογραφίες που είχα ανεβάσει, και έπεσα σε κατάθλιψη. Για ποιον λόγο; Σκέφτηκα λίγο περισσότερο και είπα στον εαυτό μου, όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα. Απολύτως τίποτα. Αλλά κάθε μέρα που δουλεύω εδώ στο γραφείο μου, κοιτάζω τα πορτρέτα στους τοίχους, τώρα αυτή τη στιγμή κοιτάζω τους Frankie Goes To Hollywood που τράβηξα το 1981, και είναι ένα αληθινό πράγμα που μπορώ να κρατήσω στα χέρια μου. Ξέρετε, μπορεί να ακουστώ γεροπαράξενος, και κάποιοι να πουν «ναι, είσαι κολλημένος στο παρελθόν», αλλά πραγματικά, ενώ υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι φωτογράφοι εκεί έξω σήμερα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον έναν από τον άλλον.
– Ναι, γιατί κάποτε μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τους φωτογράφους.
Ακριβώς, γιατί όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία μπορούσα να ξεχωρίσω μια φωτογραφία του Helmut Newton από μια του David Bailey σε δευτερόλεπτα. Σήμερα τα περιοδικά δεν αναφέρουν καν τους φωτογράφους. Και ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται, αρκεί να μοιάζει με όλες τις φωτογραφίες που βλέπει γύρω του. Φυσικά, υπάρχουν μεγάλοι φωτογράφοι εκεί έξω σήμερα, και πάντα θα υπάρχουν. Αλλά, η κυριαρχία της ψηφιακής επεξεργασίας θεωρώ ότι καταστρέφει την ουσία της φωτογραφίας. Αυτό είναι κάτι που παρατηρώ σε πολλές εκθέσεις που έχω παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια.
– Από την άλλη, θέλω να σας ρωτήσω, το σύμπαν των διασημοτήτων είναι αχανές. Εσείς πώς αποφεύγετε να «καείτε» ή να βαρεθείτε να τραβάτε τα ίδια και τα ίδια πλάνα;
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Το μυστικό μου ήταν ότι ποτέ δεν αισθάνθηκα γοητευμένος από την φήμη τους, ίσως να ήμουν πιο γοητευμένος από εκείνους που στάθηκαν στο φακό μου όταν δεν είχαν γίνει διάσημοι ακόμα. Οπότε αυτό το παιχνίδι είχε να κάνει με τον δικό μου έρωτα με τη φωτογραφία, παρά με το πρόσωπο που φωτογράφιζα. Για παράδειγμα, από όλους αυτούς που φωτογράφισα, δεν έκανα ούτε έναν φίλο. Δεν εννοώ ότι ήμουν αγενής, αλλά δεν βρισκόμουν εκεί μαζί τους για να κάνουμε παρέα και να γίνουμε φίλοι. Ήμουν εκεί για τη φωτογραφία. Γι’ αυτό και μου άρεσε να δουλεύω για τα περιοδικά. Εκείνοι ήταν το αφεντικό, όχι το πρόσωπο που θα φωτογράφιζα. Aς μην ξεχνάμε ότι κάθε προσωπικότητα είναι διαφορετική, και επειδή βλέπω μια φωτογραφία τώρα στο γραφείο μου, ένα πορτρέτο του Mel Gibson, θυμάμαι πόσο του είχε αρέσει και μου έγραφε για το πόσο του άρεσε αυτή η φωτογραφία. Όμως, εμένα με ενδιέφερε τι θα πει το περιοδικό και ποια φωτογραφία θα επέλεγε για εξώφυλλο, γιατί εκείνοι θα αποφάσιζαν και όχι ο ηθοποιός.
– Πόσο δύσκολο θα ήταν να ικανοποιήσετε και τις δύο πλευρές; Και εκείνον που φωτογραφίζετε και εκείνους που ζητούν τη φωτογραφία του;
Μπορεί να ακούγεται απαίσιο, ίσως και για μένα να μην είναι καλό που το αναφέρω, αλλά δεν βγάζω τη φωτογραφία για τον άνθρωπο που στέκεται στο φακό μου. Είναι σκληρό, αλλά ο ρόλος τους είναι να παίξουν ένα σκηνικό αντικείμενο μπροστά από την κάμερα.
– Έχετε μια πολύ μεγάλη εμπειρία στις διασημότητες. Αισθανθήκατε ποτέ ότι αυτή η εμπειρία ήταν μια απίστευτη δύναμη πίσω από το φακό σας;
Όλοι αυτοί οι διάσημοι άνθρωποι, στάθηκαν στο φακό μου για κάποιον λόγο. Είτε επειδή ήθελαν να διαφημίσουν ένα καινούργιο άλμπουμ είτε επειδή ήθελαν να διαφημίσουν την καινούργια τους ταινία. Άρα ήταν εκεί επειδή έπρεπε να είναι εκεί. Άρα, ναι τους εξουσιάζω για μερικά λεπτά, και τους καθοδηγώ, και τους σκηνοθετώ, και μπορεί αυτό να πάρει ώρες, αλλά πιστέψτε με, όλοι τους και το γνώριζαν και ήθελαν αυτό. Λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, ήταν πιο αγενείς στο φακό μου. Αλλά όλοι οι άλλοι, από τον Mick Jagger μέχρι τον Martin Scorsese ήταν αφοσιωμένοι στη δουλειά μου, τους ενδιέφερε να μάθουν τι ήθελα να βγάλω από αυτούς και όλοι ακολουθούσαν πιστά αυτό που ήθελα. Ποτέ δεν βαρέθηκαν ή αναρωτήθηκαν «Θεε μου, γιατί το κάνω αυτό τώρα;». Αλλά, ναι, είχα και άτυχες στιγμές. Θυμάμαι μια φορά που φωτογράφιζα τον Eric Clapton, δεν βαριόταν εμένα, βαριόταν την ίδια τη ζωή του. Kαι είχα απογοητευτεί τόσο πολύ γιατί τον θαύμαζα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο γιατί το έβλεπα στα μάτια του ότι δεν ήθελε να είναι εκεί.
– Εσείς έχετε πιάσει ποτέ τον εαυτό σας να αναρωτιέται «γιατί το κάνω αυτό τώρα»;
Όχι, πάντα έλεγα ότι είμαι ο πιο τυχερός μπάσταρδος του κόσμου και μπορώ να κάνω αυτό που αγαπάω.
– Eάν ξαναρίξετε μια ακόμη, πιο προσεκτική, ματιά στο έργο σας, θα το χαρακτηρίζατε ως μια πορεία μέσα στο σκοτάδι ή ένα ταξίδι προς το φως;
Αυτή είναι μια μεγάλη ερώτηση. Και η απάντηση θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη επίσης, γιατί βλέπετε, η φωτογραφία είναι ένα παιχνίδι με το φως και το σκοτάδι. Αλλά, το ενδιαφέρον ξέρετε ποιο είναι; Πριν μερικά χρόνια είχα πει στον εαυτό μου ότι φωτογραφίζω πλούσιους δυστυχισμένους ανθρώπους. Και ξεκίνησα να ψάχνω στο αρχείο μου, και ίσως να ακουστεί περίεργο ή αρρωστημένο, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι πολλοί από αυτούς είχαν πεθάνει. Από αυτοκτονία, ή από μια υπερβολική δόση ναρκωτικών. Βρήκα τα πορτρέτα του Michael Hutchence, μετά της Paula Yates που είχε παντρευτεί τον Bob Geldof και που κάποτε ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Hutchence, η οποία πέθανε από υπερβολική δόση, και μετά την Peaches Geldof, που κι αυτή έφυγε από την ίδια αιτία. Και αυτό ήταν ένα κομμάτι μόνο από το ταξίδι στη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Κάποιοι άνθρωποι που αναζητούν τη φήμη, μπορεί να την ψάχνουν μέσα από πολύ σκοτεινά μονοπάτια. Και όλο αυτό το έχω δει με τα μάτια μου. Υπάρχει μια φωτογραφία του Prince Andrew στην τωρινή έκθεση της Αθήνας που μπορεί να απαντήσει καλύτερα και πιο οπτικά την ερώτησή σας. Δεν μου άρεσε αυτή η φωτογραφία, αλλά έχει όντως μια πολύ σκοτεινή δύναμη. Γιατί ενώ την τράβηξα πίσω στο 2000, ακόμα κι αν την είχα τραβήξει την προηγούμενη εβδομάδα, εκείνος θα φαινόταν σαν τον πιο ανήσυχο άνθρωπο του κόσμου.
– Πιστεύετε ότι η φωτογραφία είναι ένα κομμάτι ζωής παγιδευμένο στο χρόνο ή μια πραγματικότητα;
Πιστεύω ότι μπορεί να είναι και τα δύο. Ακόμα και σήμερα ενθουσιάζομαι με αυτό που θα πάρω από το φακό. Αλλά, το περιέργο είναι όταν κοιτάς παλιά αρνητικά, ίσως κάποια που τράβηξες πριν από είκοσι χρόνια, μπορεί να δεις πράγματα που δεν τα είδες αμέσως τότε. Πράγματα που ίσως δεν πιστεύεις ότι έγιναν τότε. Αλλά τώρα, μέσα από τα αρνητικά, ζωντανεύουν. Κι αυτό μπορεί να γίνεται συχνά και να αναρωτιέμαι “γιατί δεν το είδα αυτό σε αυτή τη φωτογραφία;”. Αυτή είναι η μαγεία της φωτογραφίας.
– Ποιο πορτρέτο διάσημου προσώπου θεωρείτε ότι απουσιάζει από το μεγαλειώδες πάνθεον των διασημοτήτων σας;
Αναμφισβήτητα της Marilyn Monroe. Αυτή ήταν που με ενέπνευσε και για την έκθεση “Τhe Ghost of Mairilyn Monroe” όπου πρωταγωνιστεί μια γυναίκα πίσω από την μάσκα της Μέριλιν. Φυσικά και άλλους πολλούς θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να φωτογραφίσω, όπως τον Richard Burton και τον John Lennon.
– Τελειώνοντας, κύριε Stoddart, με αφορμή την λυπημένη μάσκα της Μέριλιν που κρατά η κυρία στην έκθεσή που αναφέρετε, θα ήθελα να σας ρωτήσω τι είναι η «φήμη” στις μέρες μας;
Κάποτε πήγα και συνάντησα τον Scorsese στο δωμάτιό του και σκεφτόμουν ότι πήγαινα να βρω τον μεγαλύτερο σύγχρονο αμερικανό σκηνοθέτη. Μερικά χρόνια μπροστά, σε γρήγορο fast-forward παίξιμο, μπορεί να πήγαινα να φωτογραφίσω κάποιον που κέρδισε σε ένα τηλεπαιχνίδι σαν το X-Factor. Kαι αυτή ή αυτός, θα είχαν την ταμπέλα «διάσημοι». Αλλά, βλέπετε, μισώ το γεγονός να με αποκαλούν φωτογράφο διασημοτήτων. Είμαι ένας φωτογράφος πορτρέτων. Σε όλον τον κόσμο, οι διασημότητες δεν έχουν την ίδια αξία. Η τηλεόραση ναι, σε κάνει διάσημο. Αλλά από την άλλη, επειδή θαυμάζω πολύ τον Andy Warhol, λέω μέσα μου, «Θεε μου, πόσο δίκιο είχε. Όλοι μας θα γίνουμε διάσημοι κάποια στιγμή, έστω και για 15 λεπτά».
INFO: H έκθεση με τίτλο «Come Close*» διαρκεί μέχρι τις 12 Αυγούστου, i-D Conceptstores, Κανάρη 12, 2ος Όροφος, Τηλ.: 210 3221801