Γεννήθηκε στο Εδιμβούργο στις 27 Σεπτεμβρίου 1961. Σπούδασε προγραμματισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών και απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων από το Πανεπιστήμιο Henot Watt. Έζησε μερικά χρόνια στο Λονδίνο και αργότερα εργάστηκε στον Δήμο Εδιμβούργου, ως κλητήρας αλλά και ως εργάτης σε οικοδομές ενώ παράλληλα έπαιζε μουσική σέ ποπ ροκ Συγκροτήματα. Το δεύτερο βιβλίο του ήταν το «Trainspotting» (1993), που τον έκανε ευρέως γνωστό. Με αυτό ο Γουέλς καθιερώθηκε στη Βρετανία ως ο αξιότερος εκπρόσωπος της νέας γενιάς βρετανών λογοτεχνών, ενώ το βιβλίο μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Marabou Stork Nightmares» (1995), είναι μια κατάθεση ψυχής από έναν χούλιγκαν, τον Ρόι Στρανγκ. Με το «Πορνό» (2002) ο συγγραφέας ξαναπιάνει την ιστορία των ηρώων τού «Trainspotting» δέκα χρόνια μετά. Εκτός από το «Trainspotting», ταινία έχει γίνει και το βιβλίο του «The Acid House» (1994), στην οποία έχει εμφανιστεί και ο ίδιος. Έχει γράψει επίσης δύο θεατρικά έργα, το «Headstate» (1994) και το «You ΊΙ have had your hole» (1998), ενώ αρθρογραφεί στο περιοδικό «Loaded» και στις εφημερίδες «The Guardian» και «Daily Telegraph» · Είναι οπαδός της μουσικής του Ίγκι Ποπ και της ποδοσφαιρικής ομάδας Χιμπέρνιαν του Εδιμβούργου. Στην Αθήνα ήρθε τον Ιανουάριο του 2005 προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου, του πολυχώρου Bios και των εκδόσεων Οξύ.

Η συνέντευξη με τον Ίρβιν Γουέλς, τον συγγραφέα του θρυλικού «Trainspotting», είχε ξεκινήσει. Κάποια στιγμή με μια άτυχη κίνηση έριξε το ποτήρι με το γάλα στην πολυθρόνα. Και λίγο μετά το δίσκο με τα κρουασάν. Σήκωσε με απροθυμία το μαξιλάρι, άφησε το γάλα να τρέξει πάνω στην πολυθρόνα, εν συνεχεία το έκρυψε βάζοντας και πάλι το μαξιλάρι από πάνω. Όσο για τα κρουασάν αρκέστηκε στο να τα κλωτσήσει κάτω από το τραπεζομάντιλο. Βρισκόμασταν σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο. Το οποίο διέθετε παράθυρο με θέα προς την Ακρόπολη. Έχω μεγαλώσει στην Αθήνα αλλά αυτή τη μοναδική θέα μού φαίνεται αδύνατον να τη συνηθίσω, μου κλέβει την προσοχή κάθε φορά που τη συναντώ. 

Του είπα: «Τι τύχη! Η θέα σας είναι μοναδική!». Μου απάντησε: «Αλήθεια; Δεν την είχα προσέξει… Α, ναι, η Ακρόπολη δεν είναι αυτή;». Πιστέψτε με, εκείνος ούτε που την είχε δει. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν τελικά είχα μπροστά μου έναν σπουδαίο συγγραφέα ο οποίος κατάφερε να συλλάβει το πνεύμα μιας γενιάς που, κατά τα φαινόμενα, δεν της χρειάζεται να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, δεν νοιώθει την ανάγκη να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, παρά μόνο να προβεί σε απελπισμένες ενέργειες να το φέρει στα μέτρα της – ή μήπως για να αποφύγει το κόστος της ενηλικίωσης? – ή είναι και ο ίδιος άξιος εκπρόσωπος της. Ασφαλώς και ο συγγραφέας του “Trainspotting” δεν θα μπορούσε -όση φαντασία και αν διαθέτει- να είναι ένας κύριος με ατσαλάκωτο κουστούμι, γραβάτα και καλογυαλισμένα παπούτσια. Νομίζω ότι ο ίδιος θα χαρακτήριζε τον εαυτό του “cool”. Αν το να είσαι μονίμως αφηρημένος, «φευγάτος», «αλλού», διατεθειμένος για πλάκες και φάρσες είναι αυτό που σε κάνει “cool”, τότε προφανώς ο Ίρβιν Γουέλς είναι πολύ “cool”. Απολαύστε τον… Α και κάτι ακόμη: Όσοι περιμένουν ότι θα τον ρωτούσα για ναρκωτικά ας μη διαβάσουν τη συνέντευξη αυτή. Αποφεύγω τις κοινότοπες ερωτήσεις …

– Αυτό θέλατε πάντα να κάνετε στη ζωή σας, να γίνετε συγγραφέας;

Όχι. Θα έλεγα ότι συνέβη μάλλον τυχαία. Περισσότερο σύμπτωση ήταν το ότι ασχολήθηκαν με το γράψιμο. Στην αρχή ήθελα να γίνω μουσικός. Ξεκίνησα να γράφω ιστορίες για τραγούδια, από ’κει σιγά σιγά άρχισα να γράφω μεγαλύτερες ιστορίες μυθοπλασίας και στο τέλος έγραφα πλέον ολόκληρα μυθιστορήματα. Είναι λοιπόν μεγάλη ιστορία το πως κατέληξα συγγραφέας.

– Όταν λέτε ότι ασχοληθήκατε τυχαία με το γράψιμο τι εννοείτε, τι σημαίνει δηλαδή «τυχαία»;

Αυτό είναι μάλλον δύσκολο να το ορίσουμε. Στην αρχή ωστόσο δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Πρώτα απ’ όλα η οικογένειά μου δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία, οπότε το γράψιμο δεν ήταν από τα πράγματα με τα οποία ήταν πιθανόν να ασχοληθώ με αφορμή το περιβάλλον από το οποίο προέρχομαι.

– Πως ήταν, δηλαδή, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε;

Οι γονείς μου ανήκαν στην εργατική τάξη. Μέναμε σε κάτι εργατικές πολυκατοικίες, σε μια συνοικία στην άκρη της πόλης. Το διαμέρισμά μας βρισκόταν σε ένα οικοδομικό τετράγωνο όπου δεν υπήρχαν ούτε μαγαζιά ούτε βιβλιοθήκες ούτε μπαρ. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μόνο σπίτια. Το περιβάλλον λοιπόν ήταν φτωχικό και υποβαθμισμένο, αλλά εγώ ποτέ δεν αισθάνθηκα κατωτερότητα διότι όλος ο κόσμος και οι φίλοι μου βρισκόταν στην ίδια θέση.

– Οι γονείς σας δεν είχαν καμία σχέση με όλα αυτά;

Όχι. Ο πατέρας μου δούλευε στο λιμάνι και η μητέρα μου ήταν σερβιτόρα.

– Μοναχοπαίδι είστε;

Ναι.

– Γενικά ποιο ήταν το ζητούμενο στη ζωή σας ώσπου να ανακαλύψετε το μονοπάτι που σας οδήγησε στο γράψιμο; Τι θέλατε, δηλαδή, να γίνετε μεγαλώνοντας;

Πολύ μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης. Παιδικές χαζομάρες…

– Η εμφάνισή σας ωστόσο θυμίζει λίγο αστροναύτη. (γέλια)

Μα νιώθω και λίγο αστροναύτης. (γέλια) Το θέμα είναι ότι δεν ένιωσα ποτέ να υπάρχει ένα μονοπάτι το οποίο με οδηγούσε στο γράψιμο. Με το που τελείωσα το σχολείο βρήκα αμέσως δουλειά ως μηχανικός τηλεοράσεων. Η πρώτη μου δουλειά, δηλαδή, ήταν να φτιάχνω τηλεοράσεις. Μετά έμπλεξα με τη μουσική και κάποια στιγμή έφυγα από το Εδιμβούργο για να πάω στο Λονδίνο την εποχή της έκρηξης της πανκ μουσικής. Εκείνο το διάστημα περιφερόμουν ασκόπως και συγχρόνως έκανα διάφορες δουλειές κλητήρας, εργάτης σε οικοδομές κ.ά. , τίποτε σταθερό όμως. Η δουλειά ήταν για μένα μέσο επιβίωσης. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η μουσική και οι συναυλίες.

– Όταν λέτε «μουσική» τι ακριβώς κάνατε; Γράφατε ο ίδιος κομμάτια;

Ναι. Όχι ότι είχα γράψει καμιά φοβερή επιτυχία ή ότι ασχολιόμουν πολύ σοβαρά. Απλώς έπαιζα σε ποπ ροκ συγκροτήματα, έγραφα μουσική, έκανα πρόβες και παίζαμε σε κάποια μπαρ παρέα με άλλα άτομα, που ήταν στην ίδια φάση.

– Παίζατε κάποιο όργανο;

Στην αρχή κιθάρα και μετά μπάσο.

– Τι κάνει κάποιον καλό σε κάτι;

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι εμένα με τραβούσε πάντα περισσότερο η αποτυχία παρά η επιτυχία. Διότι, ενώ μέσα από την αποτυχία μαθαίνεις πράγματα, μέσα από την επιτυχία δεν μαθαίνεις τίποτε. Το βρίσκω πολύ δύσκολο να απομονώσεις κάποια προσόντα και να πεις ότι αυτά έκαναν κάποιον να πετύχει. Ενώ η αποτυχία σε βοηθάει να δεις τα λάθη που έχεις κάνει, επιτυγχάνοντας το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δώσεις συγχαρητήρια στον εαυτό σου που πέτυχες. Νομίζω ότι πιο έντονα είναι τα πράγματα που έμαθα στη ζωή μου ψάχνοντας να βρω για ποιον λόγο απέτυχα ως μουσικός παρά εκείνα που έμαθα χάρη στην επιτυχία που γνώρισα ως συγγραφέας.

– Ποιο είναι το βασικό κόστος της επιτυχίας;

 Υπάρχουν δύο πράγματα τα οποία στην κοινωνία στην οποία ζούμε σχετίζονται αμέσως με την επιτυχία. Το ένα είναι το χρήμα και το άλλο η δόξα. Όσον αφορά το χρήμα νομίζω ότι, από τη στιγμή που η κοινωνία τού δίνει τόση αξία, από τη στιγμή που όλοι πρέπει να πληρώνουμε λογαριασμούς και όλα αυτά, είναι καλό να το έχεις. Η δόξα όμως είναι επικίνδυνο πράγμα, ειδικά για έναν συγγραφέα. Πιστεύω ότι ένας συγγραφέας θα έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώνυμος, να αποφεύγει όσο περισσότερο μπορεί τη φήμη. Αυτή τη στιγμή στη Βρετανία υπάρχει μια εκπομπή που ονομάζεται “Big Brother για διασημότητες”. Με κάλεσαν και μένα να συμμετάσχω ως διαγωνιζόμενος. Αν είχα αποφασίσει να πάω, αυτή τη στιγμή θα ήμουν κλεισμένος στο σπίτι του “Big Brother”. Θεωρώ όμως ότι αυτού του είδους η φήμη είναι θάνατος για έναν συγγραφέα. Γι’ αυτό και προσπαθώ να εμφανίζομαι όσο λιγότερο μπορώ στην τηλεόραση. Με ενδιαφέρει να με αναγνωρίζουν μέσα από τα βιβλία μου και όχι ως κάποιον που είναι στην τηλεόραση και κάτι κάνει.

– Πως γυρίζει κανείς την πλάτη στη δόξα; Πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να κινδυνεύει να παρασυρθεί από τέτοιου είδους πειρασμούς; 

Ασφαλώς. Έχω έρθει και εγώ αντιμέτωπος με αυτούς τους πειρασμούς. Πριν από μερικά χρόνια· δοκίμασα και είδα ότι δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι μόνο δοκιμάζοντας κάτι μπορείς να ανακαλύψεις ότι δεν κάνει για σένα. Υπήρξε λοιπόν ένα διάστημα που πήγαινα σε πρεμιέρες, σε διάφορες απ’ αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις όπου συχνάζουν σταρ, μοντέλα και διάφοροι τέτοιοι. Είδα όμως ότι δεν ήταν κάτι που μ’ ενδιέφερε, κάτι που θα μπορούσα να το κάνω για την υπόλοιπη ζωή μου. Ύστερά από ένα δυο χρόνια το βαρέθηκα.

– Τι κάνει κάποιον καλό συγγραφέα;

Δεν νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου. Πιστεύω ότι έναν συγγραφέα πρέπει πάντα να τον απασχολούν οι ήρωές και η πλοκή. Νομίζω ότι πάντα αυτό θα είναι το “κλειδί”.

– Οι ιστορίες που έχετε γράψει ως σήμερα είναι όλες μυθοπλασία;

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτε που να είναι 100% μυθοπλασία. Θεωρώ ότι όλες οι ιστορίες πηγάζουν από κάπου. Οι πρώτες ιστορίες που έγραψα περιείχαν αρκετό αυτοβιογραφικό υλικό. Αλλά με τον καιρό αυτό εξαντλείται και δεν μένουν πλέον πολλά να βάλεις στις ιστορίες σου.

– Έτσι όπως το λέτε είναι σαν να «τελειώνει» η ζωή κι από ένα σημείο και μετά αρχίζει η ζωή του συγγραφέα.

Ναι. Για μένα όμως δεν υπήρξε ποτέ αυτό το δίλημμα. Θεωρούσα ότι είναι πάντα καλύτερο να γράφει κανείς με βάση τις εμπειρίες του παρά με αφορμή κάποιες ιδέες που μπορεί να έχει. Είμαι συγγραφέας τα τελευταία 15 χρόνια και ένα από τα πράγματα τα οποία απεχθάνομαι είναι να βλέπω συγγραφείς να γράφουν για τη ζωή του συγγραφέα. Δεν βρίσκω να έχει κανένα ενδιαφέρον αυτό το πράγμα. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να προχωρείς. Και εγώ έχω σταματήσει να είμαι “συγγραφέας εμπειριών’’.

– Γιατί διαβάζουν οι άνθρωποι;

Παλαιότερα πίστευα ότι τα βιβλία, όπως και το Internet, αποτελούν προέκταση της ζωής. Αλλά δυστυχώς περνάμε τόσο πολύ χρόνο πλέον κοιτάζοντας μια οθόνη και το μόνο που καταλήγουμε να έχουμε στα χέρια μας είναι ένα υποκατάστατο. Το βιβλίο όμως σε οδηγεί να βρεις μόνος σου αυτή την προέκταση.

– Τι δημιουργεί αυτό το ενδιαφέρον στους ανθρώπους που «μπαίνουν» σε ένα βιβλίο;

Πηγαίνοντας να δούμε μια ταινία στον κινηματογράφο αυτό που λαμβάνουμε είναι το αίσθημα του σκηνοθέτη. Διαβάζοντας ένα βιβλίο λειτουργούμε διαδραστικά σε σχέση με τον συγγραφέα, δημιουργώντας μια δική μας αίσθηση. Όσο περιγραφικός και αν είναι ο συγγραφέας, εμείς συνεχίζουμε να ψάχνουμε πράγματα με τον δικό μας τρόπο, να χρωματίζουμε την ιστορία με τα δικά μας χρώματα. Νομίζω ότι αυτό απελευθερώνει τους ανθρώπους.

– Αρά, το βιβλίο είναι αφορμή για να φτιάχνουμε τις δικές μας ιστορίες;

Είναι κάτι που δίνει στους ανθρώπους την άδεια να μπουν σε τοπία της φαντασίας τους. Με τον συγγραφέα είναι προφανές ότι συμβαίνει αυτό, αλλά το θέμα είναι πως συμβαίνει και με τον αναγνώστη.

– Τι είναι η φαντασία; Ένας διαφορετικός κόσμος στον οποίο κάποιοι μπορούν να μπαίνουν και κάποιοι όχι;

Νομίζω ότι όλοι, αν θέλουν, μπορούν να μπουν σε αυτόν τον κόσμο. Για μένα είναι καθαρά θέμα επιλογής και χρόνου. Χρόνου που αφιερώνεις για τον εαυτό σου. Το αν θα μπούμε, δηλαδή, στον κόσμο της φαντασίας έχει να κάνει με το αν θα το διεκδικήσουμε. Ζούμε σε μια εποχή όπου όλοι τρέχουν για τον επιούσιόν και ο χρόνος γλιστράει μέσα απ’ τα χέρια μας. Η φαντασία ανήκει σε όλους τους ανθρώπους.

– Από τις χιλιάδες ιστορίες που υπάρχουν πως επιλέγετε αυτή με την οποία θα ασχοληθείτε; 

Κανένας δεν ξέρει την τύχη που θα έχει μια ιστορία από τη στιγμή που θα μεταφερθεί στο χαρτί. Ορισμένες φορές πράγματα τα οποία στο μυαλό μας έχουν ένα νόημα με το που θα τα γράψουμε στο χαρτί χάνουν το νόημά τους ή το νόημά τους δεν είναι πλέον το ίδιο. Ή μπορεί να συμβεί το αντίθετο. Μια ιστορία, δηλαδή, η οποία στο χαρτί δεν λέει κάτι το ιδιαίτερο μπορεί να γίνει μια πολύ ωραία ταινία ή ένα πολύ ωραίο θεατρικό. Τις περισσότερες φορές γράφω πράγματα τα οποία μου φαίνονται καλά ως ιδέες αλλά βλέπω ότι ως ιστορίες δεν μπορούν να σταθούν. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τα αφήσω και να επανέλθω αργότερα κάποια στιγμή σ’ αυτά.

Πως αισθάνεστε όταν μια ιστορία δεν μπορεί να σταθεί;

Νιώθω απογοήτευση, διότι συνήθως ξοδεύω χρόνο στην προσπάθεια να δω πως θα πάει. Πολύ γρήγορα όμως έρχεται μια στιγμή που καταλαβαίνεις ότι πρέπει να σταματήσεις, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι το οποίο δεν σου βγαίνει.

– Οι ήρωες από ένα σημείο και μετά αποκτούν ανεξαρτησία; Σε σχέση με τον συγγραφέα, εννοώ…

Ναι, αποκτούν δική τους ζωή και αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε έναν συγγραφέα. Το να αποκτήσουν οι ήρωες δική τους ζωή. Μερικές φορές το παλεύεις ως συγγραφέας αλλά από ένα σημείο και μετά μπαίνεις σε μια υπερβατική φάση, όπου οι ήρωες είναι πλέον εκείνοι που αποφασίζουν.

– Αφού όλοι οι άνθρωποι έχουν έτσι κι αλλιώς το δικαίωμα της φαντασίας, γιατί δεν το χρησιμοποιούν; Γιατί έχουν ανάγκη μια αφορμή για να το χρησιμοποιήσουν;

Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι από πολύ μικροί αναπτύσσουν αυτή τη λειτουργία. Αλλά το περιβάλλον τους δεν είναι πάντα ευνοϊκό για κάτι τέτοιο. Δεν μας ενθαρρύνουν να το κάνουμε επειδή ο κόσμος στον οποίο ζούμε θέλει να βγάζει γιατρούς, μηχανικούς, εργάτες, οικοδόμους, δασκάλους. Για οτιδήποτε άλλο κρίνει η κοινωνία ότι δεν θα της φανεί οικονομικά χρήσιμο δεν έχει λόγο να ενθαρρύνει τη δημιουργικότητά σου. Υπάρχουν άνθρωποι που με ερωτούν πότε άρχισα να γράφω. Συνήθως τους λέω ότι η σωστή ερώτηση είναι πότε θα σταματήσω να γράφω.

– Υπήρξαν στιγμές που σταματήσατε να γράφετε; 

Ασφαλώς. Από τα δεκαέξι, που γράφαμε εκθέσεις στο σχολείο, ως τα είκοσι οκτώ μου περίπου δεν έγραψα σχεδόν τίποτε.

– Πότε αποφασίσατε ότι το γράψιμο είναι η δουλειά την οποία θα κάνετε; Κατ’ αρχάς, είναι για σας δουλειά;

Μπορεί το βιβλίο μου, το “Trainspotting”, να γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν ένα κανονικό μυθιστόρημα. Περισσότερο ήταν συλλογή αποσπασματικών ιστοριών, με βάση τις οποίες συνέθεσα ένα μυθιστόρημα. Οπότε, το “Marabou Stork nightmares” ουσιαστικά ήταν το πρώτο κανονικό μυθιστόρημα που έγραψα. Από ’κει και μετά συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι η δουλειά που θα κάνω και ταυτόχρονα θα έχω το μυαλό μου ήσυχο!. (γέλια)

– Τι σας δημιούργησε την αίσθηση ότι από ’δω και πέρα θα κάνετε αυτή τη δουλειά;

Ένιωσα ότι από αυτή τη δουλειά κέρδισα πολλά εγκωμιαστικά σχόλια, πολλά χρήματα. Και όταν μια δουλειά σού εξασφαλίζει όλα αυτά, συν πολύ ελεύθερο χρόνο για να κάνεις ό,τι θέλετε, όταν δεν έχεις αφεντικό πάνω απ’ το κεφάλι σου, όλοι αυτοί είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για να αποφασίσεις ότι θα συνεχίσεις να την κάνεις.

 –Τελικά η φήμη είναι απόδειξη ότι αυτό που κάνετε ενδιαφέρει και τους άλλους;

Όχι τόσο η φήμη. Διότι διάσημος μπορεί να γίνει κανείς και μέσα από μια δεκάλεπτη εμφάνιση σε ένα τηλεπαιχνίδι. Περισσότερο είναι η αναγνώριση από τους άλλους ότι έχεις καταφέρει κάτι καλό και αξιόλογο. Το ότι με πλησιάζουν νέα παιδιά για να μου πουν πως διαβάζοντας το βιβλίο μου ένιωσαν να αλλάζει η ζωή τους δεν ξέρω αν ήταν υπερβολή, δείχνουν ωστόσο να το πιστεύουν , αυτό είναι κάτι που δίνει μεγάλη δύναμη.

– Χωρίς κοινό μπορεί να υπάρξει συγγραφέας;

Δεν ξέρω να σας απαντήσω σε αυτό διότι, από την άλλη, αν η δουλειά μου δεν ήταν επιτυχημένη, νομίζω ότι και πάλι θα ένιωθα την ανάγκη να εκφραστώ. Όλοι οι άνθρωποι νιώθουν αυτή την ανάγκη. Δεν ξέρω αν θα το έκανα μέσα από το γράψιμο. Μπορεί να επέλεγα κάτι άλλο, όπως τη ζωγραφική, τη γλυπτική ή τη μουσική. Μπορεί σε αυτή την περίπτωση να επέστρεφα στη μουσική.

– Τι κάνει κάποιους ανθρώπους δημιουργικούς και κάποιους άλλους να περνούν τη ζωή τους σαν «κοινοί θνητοί»;

Νομίζω ότι έχει να κάνει με το πόσο σε ενθαρρύνουν οι άλλοι γύρω σου. Μπορεί κάποιος να γνωρίσει στη ζωή του σημαντικούς ανθρώπους οι οποίοι θα τον επηρεάσουν, θα τον βοηθήσουν να ανακαλύψει τις δυνατότητες που έχει. Μπορεί, ας πούμε, να σου δώσει κάποιος, για τον οποίο τρέφεις μεγάλο σεβασμό, να διαβάσεις ένα βιβλίο και μέσα απ’ αυτό να ανακαλύψεις κάτι που σε ενδιαφέρει πάρα πολύ. Προσωπικά μού έχει συμβεί. Συμβαίνει μερικές φορές να συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι αυτό θα κάνεις στη ζωή σου.

– Ποιες ήταν οι επιρροές σας;

Είχα έναν πολύ καλό δάσκαλο στο σχολείο, στο μάθημα των αγγλικών.

– Συγγνώμη, μια παρένθεση: Τι είναι για σας καλός δάσκαλος;

Εκείνος που θα ασχοληθεί ουσιαστικά μαζί σου, που θα σου μάθει πράγματα τα οποία θα σε συγκινήσουν, θα σε κάνουν να ταρακουνηθείς και να καταλάβεις αυτό που προσπαθεί να σου μεταδώσει. Επίσης καλός δάσκαλος είναι εκείνος από τον οποίο μπορείς να εμπνευστείς.

– Ο καλός δάσκαλος κάνει τον καλό μαθητή ή ο καλός μαθητής τον καλό δάσκαλο;

Δεν έχει τύχει να βρεθώ ποτέ στη θέση του δασκάλου. Πιθανόν να συμβαίνουν και τα δύο. Εγώ ωστόσο πιστεύω ότι οι περισσότεροι μαθητές θέλουν να μάθουν. Οπότε ο δάσκαλος πρέπει να βρει έναν τρόπο να ασχοληθεί ουσιαστικά με τον μαθητή του και να του δείξει πράγματα που θα τον ενδιαφέρουν.

– Λέγατε λοιπόν ότι είχατε έναν καλό δάσκαλο… 

Ναι, στο μάθημα των αγγλικών. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου είπε ότι θα μπορούσα να γίνω συγγραφέας και μάλιστα επιτυχημένος.

– Άλλοι άνθρωποι που σας επηρέασαν;

Οι γονείς μου, οι οποίοι με οτιδήποτε και αν επέλεγα να ασχοληθώ πάντα με ενθάρρυναν. Πάντα με έκαναν να πιστεύω πως ό,τι κι αν θελήσω θα καταφέρω να το αποκτήσω. Για τη γενιά στην οποία ανήκω και για τη νοοτροπία με την οποία μεγάλωνε αυτή η γενιά αυτή η στάση ήταν αρκετά ασυνήθιστη. Σε πολλούς προκαλούσε φόβο το να στοχεύουν τα παιδιά τους πολύ ψηλά ή να θέλουν να σταδιοδρομήσουν σε χώρους που το κοινωνικό τους περιβάλλον τούς απέκλειε. Εμένα οι γονείς μου μού προκαλούσαν πάντα την αίσθηση ότι μπορώ να προσπαθήσω να φθάσω όσο ψηλά θέλω. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική και την πανκ σκηνή υπήρχαν πολλά παιδιά όπως εγώ, που προέρχονταν από οικογένειες της εργατικής τάξης και τα οποία ήθελαν να ασχοληθούν με κάτι δημιουργικό. Βγήκα λοιπόν από αυτό το μαζικό πανκ κίνημα μαζί με τους φίλους μου, χωρίς να δίνουμε σημασία για το αν ο κόσμος έβλεπε παράξενη ή υπεροπτική τη συμπεριφορά μας, το ντύσιμό μας… Και οι γονείς μου με στήριζαν σε αυτές ης επιλογές.

– Πόσο σας έχει επηρεάσει το γεγονός ότι οι γονείς σας ανήκαν στην εργατική τάξη; Είχατε ποτέ την αίσθηση ότι γεννηθήκατε ηττημένος; 

Όχι, ποτέ. Πάντα η καταγωγή μου με έκανε περήφανο. Απλώς ένιωθα οτι οι επιλογές που είχα ήταν κατά κάποιον τρόπο προδιαγεγραμμένες. Ο ορίζοντας μπροστά μου ήταν περιορισμένος, απλώς εκείνη τη στιγμή δεν το καταλάβαινα. Οπότε, δεν είχα την αίσθηση οτι ήμουν ηττημένος, επειδή ταυτιζόμουν με τους υπόλοιπους ανθρώπους που υπήρχαν γύρω μου και οι οποίοι βρίσκονταν στην ίδια θέση με μένα.

– Υπάρχει ταλέντο;

Ναι. Οι πιο ταλαντούχοι άνθρωποι που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου ήταν τα παιδιά με τα οποία πηγαίναμε μαζί σχολείο. Έχει τύχει να βρεθώ σε διάφορα πάρτι με ανθρώπους οι οποίοι προέρχονταν από την ανώτερη αστική τάξη, πλουσίους και πολύ “μορφωμένους”. Οι πιο αστείοι όμως, οι πιο πνευματώδεις και οι πιο αληθινά μορφωμένοι που γνώρισα ποτέ ήταν τα παιδιά με τα οποία μεγαλώσαμε μαζί. Και το κοινωνικό σύστημα στη Βρετανία δεν τους ευνοεί, μάλλον τους καταπιέζει.

– Τι είναι το ταλέντο, το να έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας ή κάτι άλλο;

Δεν είναι τόσο το να έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας όσο το να αισθανόμαστε λόγω κάποιων χαρακτηριστικών μας τη βεβαιότητα ότι όταν συναντήσουμε κάτι με το οποίο δεν συμφωνούμε μπορούμε να το αλλάζουμε.

– Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να μην ανακαλύψει ποτέ το ταλέντο του; 

Άλλοτε η αποτυχία και άλλοτε η επιτυχία.

– Οι επιρροές ή οι επιλογές είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή; Σας ρωτάω επειδή τόσην ώρα σάς ακούω να μιλάτε και για επιρροές και για επιλογές… 

Αυτή η ερώτηση είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Διότι σημαντικό δεν είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο, αλλά η σχέση αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα στα δύο. Πιστεύω ότι κανένας δεν ζει κάτω από ιδανικές συνθήκες ούτε μπορεί να πει ότι έχει κάνει τις ιδανικές επιλογές. Μπορεί δύο άνθρωποι να δίνουν την εντύπωση ότι ζουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή οτι έχουν κάνει παρόμοιες επιλογές. Όταν όμως μιλάμε για τη σχέση αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα δύο ή για τον συνδυασμό αυτών των δύο πραγμάτων, τότε υπάρχουν πολλές μικρολεπτομέρειες οι οποίες μπορούν να παίζουν καταλυτικό ρόλο.

– Πώς ένας συγγραφέας καταλήγει να βρει την υπογραφή του; Πώς γίνεται, δηλαδή, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο δικό σας, χωρίς να έχουμε δει ποιος το έγραψε, να λέμε: «Αυτό είναι Ίρβιν Γουέλς», Και δεν το λέω μόνο για σας, το λέω για οποιονδήποτε καλλιτέχνη γίνεται αναγνωρίσιμος μέσα από το έργο του. Πιστεύετε ότι είναι ζητούμενο αυτό για έναν καλλιτέχνη;

Νομίζω οτι ο κάθε συγγραφέας οφείλει να ανακαλύψει τη δική του φωνή, για να μπορεί να είναι αυθεντικός. Θεωρώ τραγικό το ότι ορισμένοι συγγραφείς δεν καταφέρνουν να βρουν ποτέ μια φωνή μέσα από την οποία να μπορούν να εκφράζονται άνετα και πειστικά. Η φωνή ενός συγγραφέα, εκτός από άνετη και πειστική, μερικές φορές πρέπει να είναι και επιβλητική. Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει ωραίες ιδέες και “τεχνικές” ικανότητες. Αν όμως δεν βρει τη δική του φωνή, τότε θα χρειαστεί να μοχθήσει πολύ στη ζωή του. Είναι σίγουρο ότι θα τα βρει δύσκολα.

– Εσείς νιώθετε εκπρόσωπος μιας γενιάς;

Όχι ακριβώς. Νομίζω ότι κανένας δεν μπορεί να δει έτσι τον εαυτό του. Το γράψιμο πρέπει να είναι κανείς μόνος του για να το κάνει, είναι κάτι πολύ εγωιστικό. Άρα ο μόνος άνθρωπος που μπορείς να εκπροσωπείς είναι ο εαυτός σου. Κατά καιρούς ακούω να λένε ότι εκπροσωπώ πότε το ένα και πότε το άλλο. Για τους άλλους μπορεί αυτό να έχει ένα νόημα. Το να κατατάσσουν, δηλαδή, συγγραφείς, μουσικούς, καλλιτέχνες σε διάφορες κατηγορίες. Όπως για μένα έχει νόημα το να κατατάσσω τους άλλους. Βλέποντας όμως τα πράγματα από μέσα δεν βρίσκω να έχει κανένα νόημα το να πω εγώ ότι ανήκω στη μία ή στην άλλη κατηγορία.

– Νιώθετε ότι είστε συνάδελφος, ας πούμε, με τον Ντοστογέφσκι;

Νιώθω να υπάρχει ανάμεσά μας ένα είδος συγγένειας. Δεν ξέρω… Πως το εννοείτε;.

– Εννοώ, νιώθετε ότι κάνετε την ίδια δουλειά;

Α, ναι, βεβαίως. Έχει ενδιαφέρον το ότι αναφέρατε συγκεκριμένα τον Ντοστογέφσκι διότι πέρυσι έτυχε να βρεθώ στην Αγία Πετρούπολη και να επισκεφθώ το σπίτι του, το οποίο έχει μετατραπεί σε μουσείο. Υπάρχει λοιπόν εκεί το γραφείο του και μια στοίβα χαρτιά. Δεν υπήρχε ούτε γραφομηχανή ούτε επεξεργαστής κειμένου. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο μπαίνοντας στο σπίτι του ήταν η αίσθηση ότι τελικά η ουσία του πράγματος δεν έχει αλλάζει και τόσο πολύ. Το τι σημαίνει, δηλαδή, να είναι κανείς συγγραφέας. Μπορεί σήμερα να υπάρχει η τεχνολογία αλλά ένας συγγραφέας εξακολουθεί να είναι μόνος του ανάμεσα σε όλους αυτούς τους χαρακτήρες του οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Η δουλειά του συγγραφέα συνεχίζει να είναι μια παράξενη, ψυχωτική δουλειά.

– Πώς γίνεται, ενώ η δουλειά του συγγραφέα είναι όπως την περιγράφετε, κάτι να αντέχει στον χρόνο και κάτι άλλο να μην αντέχει;

Ένα βιβλίο μπορεί να σου πει ορισμένα πράγματα για τον χρόνο. Μπορεί, για παράδειγμα, να σου πει πώς ήταν να ζει κάποιος το 1930. Το καλύτερο απ’ όλα τα βιβλία που γράφτηκαν το 1930 θα καταφέρει να αντέξει στον χρόνο. Το βιβλίο αυτό όμως δεν θα περιγράφει απλώς την εποχή του, θα έχει να πει και κάτι το οποίο θα είναι παγκόσμιο, θα μιλάει για πράγματα που λειτουργούν ως κίνητρο για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Νομίζω οτι αυτό είναι που προσδίδει σε ένα βιβλίο πιο παγκόσμια διάσταση. Στο βιβλίο του Σάλιντζερ Ό φύλακας στη σίκαλη” η σύγκρουση και η πάλη του βασικού ήρωα μοιάζει να είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα και ταυτόχρονα παντοτινό, να μην το επηρεάζει ο χρόνος. Μπορεί το περιβάλλον και το όλο σκηνικό να διαφέρουν αλλά νιώθουμε ότι είναι ένα αγόρι στην εφηβεία του το οποίο θα μπορούσε να ζει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, οποιαδήποτε εποχή.

– Άρα θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια αλήθεια αποδεκτή από όλους είναι ένας τρόπος να νικήσουμε τον χρόνο; Και τι είναι η αλήθεια; Είναι ζητούμενο;

Θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα τη μυθοπλασία. Ξέρετε, παράλληλα με το γράψιμο ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία. Συνεργάζομαι με διάφορες βρετανικές εφημερίδες, αρκετά χρόνια έγραφα για περιοδικά ενώ κάνω και ρεπορτάζ. Επειδή δουλεύω ως πρεσβευτής της UNICEF, ταξιδεύω σε διάφορες χώρες. Ήμουν στο Νταρφούρ του Σουδάν προτού πάνε οι ‘‘New York Times”, απεσταλμένος του “Daily Telegraph”. Μέσω της δημοσιογραφίας προσπαθεί κανείς να φτάσει σε μια αντικειμενική αλήθεια. Η μυθοπλασία όμως είναι κάτι άλλο… Είναι σαν να σου δίνουν την άδεια να κατασκευάσεις με το μυαλό σου διάφορες ανοησίες, διάφορα ψέματα. Όταν δεν χρειάζεται να είσαι συγκεντρωμένος σε γεγονότα και λεπτομέρειες μπορείς παραδόξως να φθάσεις σε μεγαλύτερες αλήθειες, σε πράγματα που ισχύουν ευρύτερα. Αυτό σημαίνει μυθοπλασία: να μην περιορίζεσαι από γεγονότα, ώστε να μπορείς να δεις μεγαλύτερες αλήθειες. Οι απόλυτες αλήθειες βασίζονται σε έναν εσωτερικό ηθικό κώδικα ο οποίος έχει άμεση σχέση με τις εμπειρίες του κάθε ανθρώπου. Είναι λίγο πολύ ένας διάλογος του τύπου: “Δείξε μου την αλήθεια σου και θα σου δείξω τη δική μου”. Πολύ ενδιαφέρουσα λοιπόν η ερώτηση. Πιστεύω ωστόσο ότι η αλήθεια έχει ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία είναι απόλυτα και ταυτόχρονα πολύ σχετικά.

– Συναντιέται κανείς με αυτό που είναι σημαντικό όταν φεύγει από τα όριά του ή όταν δεν τα ξεπερνάει;

Νομίζω ότι με τη μυθοπλασία φθάνει κανείς σε μεγαλύτερες αλήθειες και γενικώς σε καλύτερα συγγραφικά αποτελέσματα. Όταν δηλαδή μπαίνει σε αυτή την υπερβατική κατά στάση, όπου δεν έχει την αίσθηση ότι γράφει, όταν σχεδόν ξεχνάει πού βρίσκεται. Νομίζω ότι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα έτσι προκύπτουν. Τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο συνταρακτικά.

– Πιστεύετε ότι υπάρχει η άλλη πλευρά του εαυτού σας ή ο εαυτός σας είναι ένα πράγμα;

Νομίζω οτι όλοι οι άνθρωποι ακολουθούμε έναν δρόμο και αυτό βεβαίως αποκλείει όλους τους άλλους τους οποίους θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει. Ένα από τα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας μέσω της μυθοπλασίας και μάλιστα πολύ ελκυστικό είναι, καθώς έρχεται σε επαφή με τον άλλον του εαυτό, με όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα που θα μπορούσε να είναι, να ακολουθεί όλους τους δρόμους που δεν έχει επιλέξει στη ζωή του. Για παράδειγμα, στο “Trainspotting” υπάρχουν τέσσερις βασικοί χαρακτήρες, όλοι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπήρξε μια στιγμή στη ζωή μου που συνειδητοποίησα οτι θα μπορούσα να είμαι ένας από αυτούς. Οποιοσδήποτε, δεν έχει σημασία.

– Ήταν σαν να συνυπήρχαν, δηλαδή, μέσα σας τέσσερις διαφορετικές επιλογές.

Ναι. Όταν είναι κανείς 1820 χρόνων και ψάχνει ακόμη να βρει τον εαυτό του έχει μπροστά του ένα σωρό επιλογές. Ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον μπορεί κάποιος να βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή ή στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.

– Πιστεύετε ότι η παιδική ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο σε σχέση με αυτό που θα κάνουμε αργότερα στη ζωή μας;

Ναι, έτσι νομίζω. Πάντα έχουμε τα περιθώρια να επιλέξουμε. Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο άνθρωπο. Ακόμη και αν η κοινωνία ή ο πολιτισμός προσπαθούν να μας περιορίσουν, πρέπει να θεωρούμε ότι είμαστε ελεύθεροι. Οι επιλογές που μας απομένουν αν δεν το κάνουμε είναι τρομακτικές. Αν δε γίνεται διαφορετικά τουλάχιστον μπορούμε να φανταζόμαστε ότι είμαστε ελεύθεροι και να λειτουργούμε σαν να ήμασταν σε θέση να κάνουμε αυτές τις επιλογές.

– Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έχουν δει τα μάτια σας, κάτι που σας κάνει να νιώθετε ότι άξιζε που ζήσατε;

Είναι τόσο πολλά τα ενδιαφέροντα πράγματα τα οποία έχω δει στη ζωή μου που μου είναι πολύ δύσκολο να απομονώσω ένα από αυτά. Κάτι που είχε μεγάλο αντίκτυπο πάνω μου ήταν όταν βρισκόμουν στην Καλκούτα δίπλα στο ποτάμι και έπεσα πάνω σε μια κηδεία. Στη νεκρώσιμη ακολουθία το πτώμα μιας κοπέλας καιγόταν σε μια πυρά δίπλα στο ποτάμι, σύμφωνα με τις παραδόσεις της θρησκείας της. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις νεαροί οι οποίοι έκλαιγαν ντυμένοι με άσπρα φορέματα αλλά τα γεννητικά τους όργανα ήταν πλήρως εκτεθειμένα σε όλους. Ακόμη δεν ξέρω το γιατί ή το τι σήμαινε αυτή η αμφίεση. Ήταν ωστόσο παράξενο θέαμα το οποίο δεν περίμενα να με συγκινήσει τόσο πολύ. Πολλές φορέ προσπάθησα να καταλάβω τι ακριβώς είχε γίνει, για ποιον λόγο συνέβη. Η κοπέλα αυτή ήταν άραγε παρθένα ή η ερωμένη κάποιου; Ήταν τόσο παράξενο όλο αυτό, μια εικόνα που στοίχειωσε μέσα μου. Το πτώμα της κοπέλας σφιχτά δεμένο και αυτοί οι νεαροί να στέκονται εκεί… Αν δεν ήμουν μαζί με άλλους για να μου επιβεβαιώσουν οτι αυτό που είδα ήταν αληθινό θα νόμιζα οτι είχα παραισθήσεις.

– Ο συγγραφέας είναι ένας περίεργος που ζητάει συνεχώς εξηγήσεις;

Ναι. Όταν  βρισκόμουν στο Νότιο Σουδάν συνάντησα έναν τύπο σε ένα χωριό που ήταν κάτι σαν μάγος του χωριού και ο οποίος μου είπε οτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα συνήθιζε να θάβει τον εαυτό του ζωντανό δίπλα στο ποτάμι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είδους αναζωογόνηση έπαιρνε με αυτόν τον τρόπο. Το πρόσωπό του έδειχνε γερασμένο αλλά το κορμί και το δέρμα του έμοιαζαν με νεαρού άνδρα. Ίσως οφειλόταν σε αυτή τη διαδικασία τού να θάβει τον εαυτό του ζωντανό και μετά να σηκώνεται από την άμμο. Δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθεί κανείς να τα εξηγήσει όλα αυτά με βάση τη δυτική κουλτούρα και λογική. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα μεταλλικά στοιχεία του εδάφους εμπλουτίζουν τον οργανισμό αυτών των ανθρώπων, τον ανανεώνουν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τον ανανεώνει το σεξ. Αυτή η διαδικασία “αυτοασφυξίας” πρέπει να τους αφυπνίζει, να τους ζωντανεύει. Αρχίζεις λοιπόν να βλέπεις την κουλτούρα, τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις αξίες των άλλων ανθρώπων, προσπαθώντας να διαμορφώσεις μια εικόνα της όλης διαδικασίας. Όλα αυτά είναι πράγματα που, αν τα δεις με τα μάτια σου, σε κάνουν να σαστίζεις. Αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μια τρομερή εμπειρία αν δεν τα προσπεράσεις αλλά, αντιθέτως, προσπαθήσεις να τα προσεγγίσεις και να βγάλεις κάποιο νόημα.

– Τι είναι ο άνθρωπος τελικά;

Είμαστε ζώα τα οποία όμως έχουν αυτό που ονομάζουμε ψυχή. Κάτι τόσο μυστηριώδες, τόσο δύσκολο να το ορίσεις. Κανένας δεν ξέρει τι γίνεται όταν το σώμα μας παύει πια να υπάρχει, όταν πεθαίνουμε. Όλο το ζήτημα είναι οτι επί χρόνια προσπαθούμε να σκοτώσουμε τους εαυτούς μας διά μέσου ίων διαφόρων θρησκειών, αναζητώντας απάντηση στο ερώτημα “ποια είναι η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης”. Και εν τέλει δεν το μαθαίνουμε ούτε όταν πεθάνουμε. Δεν βρίσκουμε κανέναν που να μπορεί να μας το πει. (γέλια)

– Η ψυχή τρέφεται με ερωτήματα ή με απαντήσεις;

Νομίζω ότι περισσότερο τρέφεται με τα ερωτήματα. Έτσι κι αλλιώς, τα ερωτήματα είναι πάντα περισσότερα από τις απαντήσεις. Από την ίδια τη φύση της ζωής μας. Νομίζω ότι, αν περιμέναμε να τραφούμε από τις απαντήσεις, θα πεθαίναμε της πείνας. Επειδή συνήθως αυτά που μας απασχολούν είναι πολύ πιο γήινα! (γέλια) Είναι σαν αυτούς τους τύπους που θάβονται στην άμμο. Κατά κάποιο τρόπο δεν θέλω να ξέρω την απάντηση. Νιώθω πιο ευτυχισμένος με το ερώτημα να αιωρείται. Δεν θέλω να ξέρω για ποιο λόγο οι άνθρωποι αυτοί θάβονταν ζωντανοί. Το να απασχολεί απλώς το μυαλό μου με κάνει και νιώθω καλύτερα.

– Τι χάνει κάποιος μεγαλώνοντας;

Πιστεύω ότι για όλες τις ηλικίες υπάρχει ένα αντιστάθμισμα. Ένα από τα ωραιότερα πράγματα, όταν είναι κανείς νέος, είναι ότι όλα τα κάνει με πάθος. Ένα από τα ωραιότερα πράγματα μεγαλώνοντας είναι ότι δεν δίνεις δεκάρα για τίποτε, κάτι εξίσου απελευθερωτικό. Επειδή ήδη έχεις ακούσει όλες τις μαλακίες που θα μπορούσες να ακούσεις και βλέπεις ότι, παρ’ όλα αυτά, τίποτε δεν προχωράει, τίποτε στην ουσία δεν αλλάζει, αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι μάλλον δεν θα μπορέσεις να δώσεις απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα τα οποία απασχολούν τον κόσμο ή στα μεγάλα μυστήρια της ανθρωπότητας. Και τότε σκέφτεσαι οτι δεν αξίζει να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Αυτό λοιπόν είναι εξίσου απελευθερωτικό, διότι σε βάζει στη διαδικασία να χαίρεσαι τη ζωή και όχι να προσπαθείς να την καταλάβεις. Γι’ αυτό λέω οτι κάθε ηλικία έχει τα καλά της.

– Κυνηγώντας τη γνώση υπάρχει πιθανότητα να χάσουμε τη ζωή μας;

Έτσι πιστεύω. Όταν  μια χώρα ή μια κοινωνία έχει να λύσει προβλήματα, τότε βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ούτε τέχνη ούτε πολιτισμός. Παρ’ όλα αυτά, βλέπεις τους ανθρώπους να νιώθουν ευτυχισμένοι, γεμάτοι. Εννοώ πνευματικά ευτυχισμένοι, κάτι που δεν το βλέπεις να συμβαίνει στη Δύση. Και τότε αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που δημιούργησε όλους αυτούς τους πολιτισμούς. Μάλλον θα πρέπει να δημιουργήθηκαν για να αντισταθμίσουν την πνευματική ένδεια των ανθρώπων. Και λες: “Αξίζουν όλα αυτά;”. Αξίζουν για εμάς τους Δυτικούς, διότι εμείς τους έχουμε δώσει τόσο αξία. Με όσα ταλαιπωρούν τους ανθρώπους σε όλη την ανθρωπότητα αναρωτιέμαι πόση σημασία έχουν όλα αυτά. Η τέχνη, ο πολιτισμός… Δεν λέω οτι δεν είναι σημαντικά. Απλώς αναρωτιέμαι αν είναι τόσο σημαντικά όσο τα θεωρούμε εμείς.

– Σας ευχαριστώ πολύ.

Κι εγώ σας ευχαριστώ.