Ο Ίρβιν Γιάλομ γεννήθηκε το 1931 στην Ουάσιγκτον. Το 1956 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. Μέχρι το 1960 εργάστηκε σε νοσοκομεία. Το 1963 εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και το 1968 έγινε μόνιμος καθηγητής του ιδρύματος. Στη συνέχεια, με τα άρθρα του και τη διδασκαλία του, συνεισέφερε στην πρόοδο της ομαδικής ψυχοθεραπείας και εισήγαγε το δικό του μοντέλο της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Αργότερα έγινε ακόμη γνωστότερος γράφοντας βιβλία εκλαϊκευμένης ψυχολογίας – “Ο δήμιος του έρωτα” (1989), “Η μάνα και το νόημα της ζωής” (1999), “Το δώρο της ψυχοθεραπείας” (2001) –και μυθιστορήματα ιδεών– “Όταν έκλαψε ο Νίτσε”, (1992), “Στο ντιβάνι” (1996). Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και εξακολουθεί να ετοιμάζει επιστημονικά άρθρα, θεωρητικά βιβλία και μυθοπλασίες.
Είμαι και συγγραφέας και ψυχίατρος. Ίσως ιδιότητα μου ως θεραπευτή να έχει μια μικρή προτεραιότητα. Αν όμως παράλληλα μ´αυτό δεν έγραφα, δεν θα ένιωθα ευτυχισμένος. Είναι κάτι που το κάνω εδώ και πάρα πολύ καιρό. Όταν άρχισα βέβαια να δουλεύω ως θεραπευτής, δεν είχα ιδέα ότι τελικά θα κατέληγα να γράφω για τη θεραπεία με τον τρόπο που γράφω.
Η άποψη που είχαν οι γονείς μου για τα πράγματα ήταν πολύ περιορισμένη. Δεν είχαν καμία μόρφωση. Από την άλλη, όλοι φίλοι μου νόμιζαν ότι δύο δυνατότητες υπάρχουν στη ζωή: ή να γίνεις γιατρός ή να μπεις στη δουλειά του πατέρα σου. Για την ακρίβεια, δεν γνώριζα καν άλλα επαγγέλματα εκείνη την εποχή. Οι επιλογές που είχα ήταν λοιπόν πολύ περιορισμένες. Φυσικά προτιμούσα να γίνω γιατρός, εφόσον έτσι μπορούσα να ξεφύγω από το γκέτο. Επιλέγοντας όμως το επάγγελμα του γιατρού, ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω χειρουργός. Σκεφτόμουν ότι θα γίνω ψυχίατρος. Πίστευα ότι έτσι θα έρθω πιο κοντά στις ιδέες που ανακάλυπτά στα βιβλία του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι.
Για θεραπεία ψάχνει ο άνθρωπος όταν νιώθει πόνο. Όταν υπάρχει μέσα του κάτι που τον κάνει να μη νιώθει καλά με τον εαυτό του. Άλλες φορές μπορεί κάποιος να θέλει να μάθει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του. Έχω μπει και εγώ αρκετές φορές στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Άλλοτε με αφορμή πράγματα που συνέβαιναν κατά καιρούς στη ζωή μου και που με έκαναν να μη νιώθω καθόλου καλά. Άλλοτε επειδή, με αφορμή μια μικρή ενόχληση που ένιωθα, ήθελα να μάθω περισσότερα πράγματα για τον εαυτό μου.
Έχω κάποιους ασθενείς που νιώθουν βαθιά αγωνία για τον θάνατο. Έχω ασθενείς που έρχονται επειδή νιώθουμε βαθιά θλίψη και δεν μπορούν να την ξεπεράσουν. Έχω ασθενείς που, ενώ θέλουν να μάθουν να αγαπούν τους άλλους, δεν μπορούν να το κάνουν. Δουλεύω επίσης με πολλούς ψυχοθεραπευτές, που έρχονται για να τους βοηθήσω να γίνουν καλύτεροι στη δουλειά τους.
Το πιο δύσκολο πράγμα για να ξεπεράσει κανείς είναι ο εθισμός στην ηρωίνη. Είναι τρομερό να προσπαθεί κάποιος να ξεπεράσει την ηρωίνη. Είναι κάποια χρόνια τώρα που δουλεύω πάνω σ’ αυτό το ζήτημα με μια κοπέλα. Δεν κάνει πλέον χρήση ηρωίνης, αλλά παίρνει ένα σωρό άλλα φάρμακα που την κάνουν επίσης άλλο άνθρωπο, που βγάζουν από μέσα της το πρεζόνι.
Σκέφτομαι τον θάνατο αρκετά, αλλά δε νιώθω ότι με βασανίζει. Νιώθω απλώς ότι με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Έχω διαβάσει πολλά πράγματα γύρω απ’ αυτό το θέμα και έχω θαυμάσει την άποψη του Επίκουρου, ο οποίος προσπάθησε πάρα πολύ να βρει τρόπους ώστε να ξεπεράσει τον φόβο του για τον θάνατο. Από την άλλη, για ένα μεγάλο διάστημα, για περίπου 15 χρόνια, δούλευα με καρκινοπαθείς που ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν. Προσπαθούσα λοιπόν να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος είναι πάντως ένα θέμα που ακόμη με ενδιαφέρει. Εξάλλου με απασχολεί πολύ επαγγελματικά.
Οι επιρροές που έχω δεχτεί είναι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Με κάποιον τρόπο –δεν ξέρω πώς– έμαθα πολύ νωρίς πόσο σημαντικά είναι τα βιβλία στη ζωή του ανθρώπου. Οι γονείς μου, ας πούμε, δεν διάβαζαν. Κανένας από τους δύο. Σχεδόν δεν ήξεραν καν να διαβάζουν. Εμένα όμως μου μεταδόθηκε η ιδέα ότι είναι πολύ σημαντικό κάποιος να διαβάζει. Όταν με έβλεπαν πάντως να διαβάζω, δεν με ενοχλούσαν. Ενώ όταν με έβλεπαν να παίζω, έβρισκαν πάντα λόγο να με σταματήσουν.
Εγώ και η γυναίκα μου έχουμε ωριμάσει μαζί. Με τη Μέρλιν δενόμαστε από τα τέσσερα παιδιά μας, μοιραζόμαστε κοινές απόψεις, γράφουμε βιβλία. Από την άλλη, περνάμε ένα κομμάτι του χρόνου μας χωριστά. Η γυναίκα μου έχει ένα διαμέρισμα στο Παρίσι και κάθε χρόνο μένει για ένα διάστημα εκεί. Εμένα, πάλι, μου αρέσει το Σαν Φρανσίσκο πολύ περισσότερο απ’ ότι σ´εκείνη και έτσι είμαστε κατά διαστήματα χώρια. Τη σέβομαι πάρα πολύ και την εμπιστεύομαι. Από την άλλη, νομίζω ότι ο γάμος είναι και θέμα εποχής. Νομίζω ότι πρέπει να πέσεις σε καλή εποχή και να ανήκεις σε γενιά με συγκεκριμένη νοοτροπία.
Στη χώρα σας είδα τη φωτογραφία μου στην πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας και πιο μέσα μία ολόκληρη σελίδα αφιερωμένη σε μένα. Αυτό είναι για μένα εκπληκτικό. Είναι κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί στην Αμερική. Όχι μόνο σ’ εμένα, αλλά σε οποιονδήποτε συγγραφέα. Να βρεθεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων; Αδιανόητο! Επιπλέον, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσα, μια ολόκληρη αίθουσα γέμισε από δημοσιογράφους οι οποίοι είχαν έρθει για να κάνουν ερωτήσεις σ’ έναν συγγραφέα. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται στην Αμερική. Να δώσεις συγγραφέας συνέντευξη Τύπου; Ο καλύτερος συγγραφέας της χώρας να ήταν δεν επρόκειτο να μαζευτούν τόσοι άνθρωποι.