Όταν η Ιωάννα Παππά ήταν παιδί, μια φορά χάθηκε, γιατί κοίταζε τα κτήρια και τον ουρανό. Οι γονείς της προχωρούσαν μπροστά κι αυτή έμεινε πίσω, βυθισμένη στις σκέψεις της και την ταξιδιάρα φαντασία της που από τα πρώτα της βήματα στον κόσμο φαίνεται πως δούλευε έντονα. Κάπως έτσι ξεκινα η κουβέντα μας, γιατί της αναφέρω πως χρόνια τώρα την πετυχαίνω στο κέντρο και ιδίως στα Εξάρχεια να περπατά με βλέμμα ονειρικό, ολίγον τι χαμένο, ριγμένο στο παραμύθι. «20 χρόνια τώρα ζω στα Εξάρχεια! Τώρα το συνειδητοποιώ που στο λέω», σχολιάζει η Ιωάννα. Της απαντώ ότι αυτή η συνέντευξη, που έλαβε χώρα στα Εξάρχεια, θα μπορούσε να αποτελεί έναν μικρό φόρο τιμής στην 20ετή της παραμονή (σε διαφορετικά σπίτια) της πιο χαρακτηριστικής αθηναϊκής γειτονιάς.
«Σε όποια πόλη και να έμενα, νομίζω θα επέλεγα να ζήσω κάπου κεντρικά. Δεν οδηγώ κιόλας, αλλά δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος της παραμονής μου στο κέντρο. Η δουλεια μου είναι εύκολα προσβάσιμη από εδώ, εδώ είναι όλα τα θέατρα, είναι πολύ βολικό να γλιτώνεις τόσο χρόνο στις μετακινήσεις, οι οποίες δεν μου αρέσουν και πολύ. Όπως δεν μου αρέσει και η ησυχία πάρα πολύ. Δεν θα μπορούσα να μένω σε μια περιοχή με δεντράκια, ηρεμία και τα λοιπά. Μου αρέσει να κάνω εκδρομές, να φεύγω για δύο ή περισσότερες μέρες στην φύση, αλλά έπειτα με καλεί πίσω η φασαρία, θέλω να επιστρέφω.»
Η Ιωάννα Παππά βαπτίστηκε Εξαρχειώτισσα το 2003, με ένα σπίτι στην Βαλτετσίου, που το μπαλκόνι του έβλεπε μες στο σινεμά Ριβιέρα, ένα σπίτι που της χάρισε σπουδαίες αναμνήσεις-πάρτυ, επισκέψεις, η πρώτη περίοδος ανεξαρτησίας από το πατρικό. «Κάθε φορά που περνάω από αυτόν τον δρόμο, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα, θυμάμαι όλη αυτή την ανεμελιά εκείνου του καιρού. Η γειτονιά έχει υποστεί μεγάλες αλλαγές, τον τελευταίο καιρό, για πολλούς λόγους πηγαίνω περιφερειακά των Εξαρχείων, δεν περνάω από μέσα.» Το δεύτερο σπίτι της ήταν στη Σπύρου Μερκούρη, απέναντι από το θέατρο του Αρμένη και ο τρίτος δρόμος είναι εκεί που μένει σήμερα, κοντά στο Πεδίο του Άρεως. «Μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια, δεν άλλαξε μόνο η γειτονιά, άλλαξα κι εγώ. Ξέρεις, 20 χρόνια είναι διαφορά ολόκληρης γενιάς, ίσως και δύο γενιών».
Παραδόξως, η συζήτησή μας γυρίζει στους σεισμούς.
«Το 1999 ο Κουτσομύτης με έχει επιλέξει για την σειρά, για την πρώτη μου δουλειά, από τις εξετάσεις της σχολής μου. Κάναμε το πρώτο δοκιμαστικό στην κάμερα, ήταν οι πρώτες μέρες μετά τον σεισμό, θυμάμαι, κι εγώ ήμουν τελείως αλλού-είχα χάσει τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτησή μου, δεν κοιμόμουν για κανένα δεκαήμερο, είχα μονίμως πάνω μου ένα τσαντάκι με λεφτά και κλειδιά. Έμενα σε μια φίλη μου και κοιμόμασταν στην έξοδο του σπιτιού της, για περισσότερη ασφάλεια, εκεί, σε ένα κηπάκι που είχε το σπίτι. Στον σεισμό του 1983, που ήμουν 5 χρονών, θυμάμαι έναν αντίστοιχο πανικό, μόνο που ως παιδί βίωσα και τον ενθουσιασμό όλης αυτής της αναμπουμπούλας. Θυμάμαι κοιμηθήκαμε σε ένα πούλμαν εκείνο το βράδυ. Ήταν από τις πρώτες ισχυρές αναμνήσεις που δεν θα ξεχάσω ποτέ.»
– Τι άλλο δεν θα ξεχάσεις ποτέ, Ιωάννα;
Το πολυκλαδικό λύκειο της Νέας Φιλαδέλφειας, στο οποίο πήγα. Θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη ιδέα στον τομέα της παιδείας. Εκεί ξεκίνησα να ασχολούμαι και με το θέατρο. Ήταν ένα εναλλακτικό σχολείο, όπου υπήρχαν όλες οι κατηγορίες νέων ανθρώπων. Έχω συνδιαλλαγεί με όλα τα είδη νεαρών ατόμων: καλλιτέχνες, αθλητές, επιστημονικά μυαλά, τα πάντα. Αισθάνομαι πως με βοήθησε στο να μπορώ και να θπέλω να συνομιλώ με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως status, δουλειάς, καλλιτεχνικής κλίσης και τα λοιπά. Άλλωστε, αν δεν μπορείς να απευθύνεσαι σε όλον τον κόσμο και να επικοινωνείς με αυτόν, νομίζω είναι λίγο δύσκολο να είσαι ηθοποιός. Συνήθως, οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με τις τέχνες δεν έχουμε ιδεολογικά εμπόδια και περιορισμούς, ας πούμε ότι είμαστε κάπως πιο ανοιχτοί ως άτομα.
– Μες στα χρόνια, όμως, δεν ανακάλυψες ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που μπορούν να σε κάνουν να τον αγαπήσεις, να συνδεθείς βαθύτερα;
Μου αρέσουν, γενικότερα, οι άνθρωποι που συνδυάζουν διαφορετικά πράγματα και που δεν είναι μονομανείς. Φυσικά, καταλαβαίνω και τις περιπτώσεις που μπορεί κάποιος να εμμείνει σε κάτι στο οποίο είναι πάρα πολύ καλός. Αλλά έχω μια αδυναμία στους πολυδιάστατους ανθρώπους.
– Εσύ, είσαι πολυδιάστατη; Εκτός από την υποκριτική τι άλλο σε έλκει;
Η αλήθεια είναι πως η υποκριτική, το θέατρο καταλάμβανε μεγάλο χώρο και χρόνο στην ζωή μου, και από πριν ακόμα ξεκινήσω να το κάνω επαγγελματικά. Είναι ο μισός μου εαυτός αυτό το πράγμα. Μετά, η μητρότητα. Δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο. (γέλια)
– Την ήθελες την μητρότητα, την προσδοκούσες;
Ναι, ήταν πολύ συνειδητή απόφαση και έφτασα σε ένα σημείο που έλεγα ότι εφόσον θέλω, πρέπει να γίνει τώρα. Ευτυχώς, δεν δυσκολεύτηκα. Έγινε όπως έπρεπε.
– Τι σου έχει μάθει μέχρι στιγμής η ενασχόλησή σου με την υποκριτική και τι η μητρότητα; Αν μπορούσες να διαλέξεις ένα πραγμα για το καθένα από αυτά.
Έχουν ένα κοινο χαρακτηριστικό. Όλα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αγάπη, ενδιαφέρον, νοιάξιμο, διαθεσιμότητα. Η κοινή τους βάση επίσης είναι το παιχνίδι και η αθωότητα. Επίσης, η σημασία του «τώρα». Πρέπει να είσαι παρών στη σύνδεσή σου με ένα παιδί και στη σύνδεσή σου με έναν ρόλο, είτε σε περίοδο προβών είτε παραστάσεων.
– Φέτος, πρωταγωνιστείς στον «Πατέρα» του Φλoριάν Ζελέρ σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, συμπράττοντας επί σκηνής με τον Περικλή Μουστάκη. Είσαι μια κόρη…
Χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι σε αυτή τη δουλειά. Εκτιμώ πάρα πολύ τους συνεργάτες και σχεδόν με όλους δουλεύουμε για πρώτη φορά μαζί! Με τον Περικλή συνυπήρξαμε με στο Εθνικό Θέατρο, στο Όνειρο Θερινής Νύχτας σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού, αλλά δεν είχαμε δουλέψει σχεδόν καθόλου μαζί, γιατί, για τις ανάγκες των προβών, είχαμε χωριστεί σε τρεις ομάδες. Ήταν ένας μεγάλος θίασος κσι δεν είχαμε συνυπάρξει. Τώρα, με τον Πατέρα, είχα την ευκαιρία να δουλέψω πραγματικά μαζί του. Το κείμενο είναι πάρα πολύ καλό, βραβευμένο κιόλας, έχει πάρει και Όσκαρ ο Άντονι Χόπκινς για τον ρόλον του ως πατέρα στο σινεμά, αλλά η παράστασή μας έχει κάπως πιο ανάλαφρα, χιουμοριστικα στοιχεία από ό, τι η ταινία. Είναι μια παράσταση που, από ό, τι έχουμε λάβει από το κοινό, συγκινεί βαθιά και ταράζει αρκετά.
– Το Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πατέρα, δημιουργεί σίγουρα συνδέσεις σε πολλούς από τους θεατές.
Ισχύει, πολλοί άνθρωποι τυχαίνει να βιώνουν μια τέτοια κατάσταση στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Είναι ένα ευαίσθητο θέμα, που βέβαια δεν θίγεται καθόλου επιστημονικά. Παρουσιάζει το έργο μια οικογένεια, η οποία έχει βιώσει πένθος από τον θάνατο της μικρότερης κόρης και ίσως αυτό το πένθος έχει οδηγήσει τον πατέρα σε άνοια, σε ένα μπλοκάρισμα. Οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής είναι αβάσταχτοι και αυτό φαίνεται όταν συμβαίνει να υπάρχει στην οικογένεια μια ασθένεια σαν αυτή του Αλτσχάιμερ. Η ηρωίδα μου, η μεγαλύτερη κόρη, θέλει να σταθεί στον πατέρα της, αλλά έχει και μια ζωή να φέρει εις πέρας, αναγκαστικά. Πρέπει να εργαστεί, ας πούμε, έχειν τις υποχρεώσεις της. Αντιμετωπίζει τεράστιο δίλημμα, η ίδια της η ζωη τίθεται μπροστά της και την καλεί να λάβει κομβικές αποφάσεις. Να τον βοηθήσει; Ή να τον βάλει σε οίκο ευγηρίας; Ο πατέρας, δε, είναι ένας άνθρωπος έντονος, σχεδόν δεσποτικός, που έχει κάνει διάκριση ανάμεσα στα παιδιά του, εις βάρος της εν ζωή κόρης. Είναι σημαντικό να πούμε ότι σίγουρα θα κλέψει και θα συγκινηθεί ο θεατής, αλλά θα γελάσει κιόλας.
– Εσύ με τον πραγματικό σου πατέρα τι σχέσεις είχες και έχεις;
Όπως και με την μητέρα μας τις καλύτερες. Λέω «μας», γιατί έχω μια αδερφή, μεγαλύτερη. Ξέρεις, νιώθω ως δεύτερο παιδί ότι τα μικρότερσα αδέρφια αποκτούν μια διαφορετική ευελιξία στην ζωή τους, εξελίσσονται διαφορετικά από τα πρώτα, επειδή έχουν πράγματα να δουν , να συγκρίνουν, να παρακολουθήσουν. Ίσως, γίνοντσαι με έναν τρόπο πιο σοφά ή ίσως πιο ευφυή, βλέποντας μια κατάσταση που προϋπάρχει. Πιστευω ότι οι γονείς δεν πρέπει ποτέ να βασίζουν στα παιδιά τους τις προσωπικές τους προσδοκίες και φιλοδοξίες, πρέπει να αφήνουν χώρο στα παιδιά να καταλάβουν από μόνα τους ποιοι θέλουν να γίνουν. Νομίζω οι γονείς μας το έκαναν αυτό μαζί μας, μας άφησαν χώρο, όχι αφήνοντάς μας χωρίς καθοδήγηση ή επίβλεψη, αλλά μεγαλώνοντάς μας με ελευθερία στην σκέψη, στην βούληση. Βασική βέβαια είναι η παροχή ερεθισμάτων. Με το ότι ήθελα να ακολουθήσω την υποκριτική, οι γονείς μου δεν είχαν ποτέ θέμα ούτε μου έθεσαν κάπιο εμπόδιο. Η μητέρα μου μου είχε απλώς πει ότι θα χρειαστεί γερό στομάχι αυτή η δουλειά.
– Δικαιώθηκε;
Ναι, γιατί έρχονται και κάποιες στιγμές πάρα πολύ δύσκολες σε αυτήν την δουλειά, πράγματι. Η έκθεση είναι αδυσώπητη, στο ξεκίνημα είσαι ανοχύρωτος, αθώος, αν γνωρίσεις επιτυχία σε περιμένουν στη γωνία, άρα καλείσαι να αποδείξεις ότι την αξίζεις. Χρειάζεται να πατάς γερά στα πόδια σου για να μην παρασυρθείς και νομίζεις ότι κάτι φοβερό κατάφερες στην ζωή σου. Δεν είναι δύσκολο, ξέρεις, να χαθεί εδώ το μέτρο.
– Εσύ πώς βίωσες την από νωρίς αναγνώριση και επιτυχία σου;
Δεν είμαι βέβαιη ότι το καταλάβαινα τότε (ή και ποτέ, δηλαδή). Μπορώ να σου πω ότι ντρεπόμουν κιόλας, δε νομίζω ότι την χάρηκα την επιτυχία. Ήθελα να αποδείξω ότι αξιζω αυτό που συμβαίνει και με απασχολουσε αυτό το ζήτημα. Άκουσα διάφορα τον πρώτο καιρό, πιέστηκα αρκετά, ανέπτυξα ίσως μια αμυντική στάση. Μετά την οικονομική κρίση, αισθάνομαι πως μαλάκωσε το πράγμα. Βίωσα περισσότερη αλληλεγγύη από τον χώρο, παρουσιάστηκε πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον και όχι να κατηγορούμε ή να δείχνουμε με το δάχτυλο ή να πολεμάμε ο ένας τον άλλον.
– Κανείς θα μπορουσε να πει ότι μετην οικονομική κρίση αγριέψαν τα πράγματα, όχι ότι μαλάκωσαν.
Αγρίεψαν από την άποψη ότι δέκα άτομα διεκδικούσαν και διεκδικούν μια θέση. Γιατί υπάρχουν δέκα θέσεις, αντί για εκατό.
– Η σκηνή ή η κάμερα αποκαλύπτει τον καλό ηθοποιό;
Η σκηνή. Πάνω στη σκηνή υπάρχουν απαιτήσεις. Στη ζωή μου μου έχει συμβεί κυρίως η σκηνή. Έχω κάνει πάρα πολλές παραστάσεις όλα αυτά τα χρόνια και πολύ διαφορετικά πράγματα. Στο θέατρο επένδυσα και αυτό είναι η προτεραιότητά μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρει ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, οι δουλειές που αξίζουν. Με ενδιαφέρει πολύ η νέα γενιά σκηνοθετών και τώρα, αυτή την περίοδο, δούλεψα για μια ταινία μικρού μήκους. Οι ταινίες μικρού μήκους είναι κάπως υποτιμημένες στη χώρα μας κι εγώ, ακόμη παλιότερα δεν είχα τρομερό ενδιαφέρον να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο.
– Πιστεύεις στην πολιτική μέσα στην τέχνη; Είναι όλα πολιτική;
Όλα είναι ζωή, αυτό πιστεύω. Φυσικά και το θέατρο είναι μια κοινωνική, πολιτική, ακόμα και ερωτική πράξη. Το αν είναι πολιτικό, είναι κάτι πιο ειδικό. Έχει να κάνμει με τον τρόπο που ανεβαίνει, με το θέμα, με την συμπεριφορά των ανθρώπων στην πράξη, καθώς δουλεύον για μια παράσταση. Κάθε team παράστασης είναι μια μικρή κοινωνία και εκεί αναμετρώμαστε με έννοιες όπως η ιεραρχία, η εξουσία, έννοιες που δεν αντιλαμβανόμαστε όλες και όλοι με τον ίδιο τρόπο, προφανώς. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια παράσταση που πραγματεύεται κάτι βαθιά πολιτικό και το υπηρετεί, ως παράσταση, σωστά, αλλά οι άνθρωποι που την στήνουν να παλινωδούν, να ακυρώνουν το περιεχόμενο του έργου με τις συμπεριφορές τους. Άρα, είναι πολιτική αυτή η παράσταση, τελικά; Αναρωτιέμαι.
– Έχεις στόχους στην φάση αυτή που βρίσκεσαι;
Να ζήσω πολλά χρόνια, για να δω το παιδί μου να μεγαλώνει όσο περισσότερο γίνεται. Αυτό είναι που με κάνει, επίσης, να σκεφτώ παραπάνω την υγεία μου, να κάνω πιο τακτικά εξετάσεις, να με προσέχω κάπως περισσότερο. Άρα, έχω στόχο να γεράσω όσο γίνεται πιο πολύ.
Όταν η Ιωάννα Παππά ήταν παιδί, μια φορά χάθηκε, γιατί κοίταζε τα κτήρια και τον ουρανό. Οι γονείς της προχωρούσαν μπροστά κι αυτή έμεινε πίσω, βυθισμένη στις σκέψεις της και την ταξιδιάρα φαντασία της που από τα πρώτα της βήματα στον κόσμο φαίνεται πως δούλευε έντονα. Κάπως έτσι ξεκινα η κουβέντα μας, γιατί της αναφέρω πως χρόνια τώρα την πετυχαίνω στο κέντρο και ιδίως στα Εξάρχεια να περπατά με βλέμμα ονειρικό, ολίγον τι χαμένο, ριγμένο στο παραμύθι. «20 χρόνια τώρα ζω στα Εξάρχεια! Τώρα το συνειδητοποιώ που στο λέω», σχολιάζει η Ιωάννα. Της απαντώ ότι αυτή η συνέντευξη, που έλαβε χώρα στα Εξάρχεια, θα μπορούσε να αποτελεί έναν μικρό φόρο τιμής στην 20ετή της παραμονή (σε διαφορετικά σπίτια) της πιο χαρακτηριστικής αθηναϊκής γειτονιάς.
«Σε όποια πόλη και να έμενα, νομίζω θα επέλεγα να ζήσω κάπου κεντρικά. Δεν οδηγώ κιόλας, αλλά δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος της παραμονής μου στο κέντρο. Η δουλεια μου είναι εύκολα προσβάσιμη από εδώ, εδώ είναι όλα τα θέατρα, είναι πολύ βολικό να γλιτώνεις τόσο χρόνο στις μετακινήσεις, οι οποίες δεν μου αρέσουν και πολύ. Όπως δεν μου αρέσει και η ησυχία πάρα πολύ. Δεν θα μπορούσα να μένω σε μια περιοχή με δεντράκια, ηρεμία και τα λοιπά. Μου αρέσει να κάνω εκδρομές, να φεύγω για δύο ή περισσότερες μέρες στην φύση, αλλά έπειτα με καλεί πίσω η φασαρία, θέλω να επιστρέφω.»
Η Ιωάννα Παππά βαπτίστηκε Εξαρχειώτισσα το 2003, με ένα σπίτι στην Βαλτετσίου, που το μπαλκόνι του έβλεπε μες στο σινεμά Ριβιέρα, ένα σπίτι που της χάρισε σπουδαίες αναμνήσεις-πάρτυ, επισκέψεις, η πρώτη περίοδος ανεξαρτησίας από το πατρικό. «Κάθε φορά που περνάω από αυτόν τον δρόμο, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα, θυμάμαι όλη αυτή την ανεμελιά εκείνου του καιρού. Η γειτονιά έχει υποστεί μεγάλες αλλαγές, τον τελευταίο καιρό, για πολλούς λόγους πηγαίνω περιφερειακά των Εξαρχείων, δεν περνάω από μέσα.» Το δεύτερο σπίτι της ήταν στη Σπύρου Μερκούρη, απέναντι από το θέατρο του Αρμένη και ο τρίτος δρόμος είναι εκεί που μένει σήμερα, κοντά στο Πεδίο του Άρεως. «Μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια, δεν άλλαξε μόνο η γειτονιά, άλλαξα κι εγώ. Ξέρεις, 20 χρόνια είναι διαφορά ολόκληρης γενιάς, ίσως και δύο γενιών».
Παραδόξως, η συζήτησή μας γυρίζει στους σεισμούς.
«Το 1999 ο Κουτσομύτης με έχει επιλέξει για την σειρά, για την πρώτη μου δουλειά, από τις εξετάσεις της σχολής μου. Κάναμε το πρώτο δοκιμαστικό στην κάμερα, ήταν οι πρώτες μέρες μετά τον σεισμό, θυμάμαι, κι εγώ ήμουν τελείως αλλού-είχα χάσει τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτησή μου, δεν κοιμόμουν για κανένα δεκαήμερο, είχα μονίμως πάνω μου ένα τσαντάκι με λεφτά και κλειδιά. Έμενα σε μια φίλη μου και κοιμόμασταν στην έξοδο του σπιτιού της, για περισσότερη ασφάλεια, εκεί, σε ένα κηπάκι που είχε το σπίτι. Στον σεισμό του 1983, που ήμουν 5 χρονών, θυμάμαι έναν αντίστοιχο πανικό, μόνο που ως παιδί βίωσα και τον ενθουσιασμό όλης αυτής της αναμπουμπούλας. Θυμάμαι κοιμηθήκαμε σε ένα πούλμαν εκείνο το βράδυ. Ήταν από τις πρώτες ισχυρές αναμνήσεις που δεν θα ξεχάσω ποτέ.»
– Τι άλλο δεν θα ξεχάσεις ποτέ, Ιωάννα;
Το πολυκλαδικό λύκειο της Νέας Φιλαδέλφειας, στο οποίο πήγα. Θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη ιδέα στον τομέα της παιδείας. Εκεί ξεκίνησα να ασχολούμαι και με το θέατρο. Ήταν ένα εναλλακτικό σχολείο, όπου υπήρχαν όλες οι κατηγορίες νέων ανθρώπων. Έχω συνδιαλλαγεί με όλα τα είδη νεαρών ατόμων: καλλιτέχνες, αθλητές, επιστημονικά μυαλά, τα πάντα. Αισθάνομαι πως με βοήθησε στο να μπορώ και να θπέλω να συνομιλώ με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως status, δουλειάς, καλλιτεχνικής κλίσης και τα λοιπά. Άλλωστε, αν δεν μπορείς να απευθύνεσαι σε όλον τον κόσμο και να επικοινωνείς με αυτόν, νομίζω είναι λίγο δύσκολο να είσαι ηθοποιός. Συνήθως, οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με τις τέχνες δεν έχουμε ιδεολογικά εμπόδια και περιορισμούς, ας πούμε ότι είμαστε κάπως πιο ανοιχτοί ως άτομα.
– Μες στα χρόνια, όμως, δεν ανακάλυψες ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που μπορούν να σε κάνουν να τον αγαπήσεις, να συνδεθείς βαθύτερα;
Μου αρέσουν, γενικότερα, οι άνθρωποι που συνδυάζουν διαφορετικά πράγματα και που δεν είναι μονομανείς. Φυσικά, καταλαβαίνω και τις περιπτώσεις που μπορεί κάποιος να εμμείνει σε κάτι στο οποίο είναι πάρα πολύ καλός. Αλλά έχω μια αδυναμία στους πολυδιάστατους ανθρώπους.
– Εσύ, είσαι πολυδιάστατη; Εκτός από την υποκριτική τι άλλο σε έλκει;
Η αλήθεια είναι πως η υποκριτική, το θέατρο καταλάμβανε μεγάλο χώρο και χρόνο στην ζωή μου, και από πριν ακόμα ξεκινήσω να το κάνω επαγγελματικά. Είναι ο μισός μου εαυτός αυτό το πράγμα. Μετά, η μητρότητα. Δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο. (γέλια)
– Την ήθελες την μητρότητα, την προσδοκούσες;
Ναι, ήταν πολύ συνειδητή απόφαση και έφτασα σε ένα σημείο που έλεγα ότι εφόσον θέλω, πρέπει να γίνει τώρα. Ευτυχώς, δεν δυσκολεύτηκα. Έγινε όπως έπρεπε.
– Τι σου έχει μάθει μέχρι στιγμής η ενασχόλησή σου με την υποκριτική και τι η μητρότητα; Αν μπορούσες να διαλέξεις ένα πραγμα για το καθένα από αυτά.
Έχουν ένα κοινο χαρακτηριστικό. Όλα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αγάπη, ενδιαφέρον, νοιάξιμο, διαθεσιμότητα. Η κοινή τους βάση επίσης είναι το παιχνίδι και η αθωότητα. Επίσης, η σημασία του «τώρα». Πρέπει να είσαι παρών στη σύνδεσή σου με ένα παιδί και στη σύνδεσή σου με έναν ρόλο, είτε σε περίοδο προβών είτε παραστάσεων.
– Φέτος, πρωταγωνιστείς στον «Πατέρα» του Φλoριάν Ζελέρ σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, συμπράττοντας επί σκηνής με τον Περικλή Μουστάκη. Είσαι μια κόρη…
Χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι σε αυτή τη δουλειά. Εκτιμώ πάρα πολύ τους συνεργάτες και σχεδόν με όλους δουλεύουμε για πρώτη φορά μαζί! Με τον Περικλή συνυπήρξαμε με στο Εθνικό Θέατρο, στο Όνειρο Θερινής Νύχτας σε σκηνοθεσία Μαρμαρινού, αλλά δεν είχαμε δουλέψει σχεδόν καθόλου μαζί, γιατί, για τις ανάγκες των προβών, είχαμε χωριστεί σε τρεις ομάδες. Ήταν ένας μεγάλος θίασος κσι δεν είχαμε συνυπάρξει. Τώρα, με τον Πατέρα, είχα την ευκαιρία να δουλέψω πραγματικά μαζί του. Το κείμενο είναι πάρα πολύ καλό, βραβευμένο κιόλας, έχει πάρει και Όσκαρ ο Άντονι Χόπκινς για τον ρόλον του ως πατέρα στο σινεμά, αλλά η παράστασή μας έχει κάπως πιο ανάλαφρα, χιουμοριστικα στοιχεία από ό, τι η ταινία. Είναι μια παράσταση που, από ό, τι έχουμε λάβει από το κοινό, συγκινεί βαθιά και ταράζει αρκετά.
– Το Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πατέρα, δημιουργεί σίγουρα συνδέσεις σε πολλούς από τους θεατές.
Ισχύει, πολλοί άνθρωποι τυχαίνει να βιώνουν μια τέτοια κατάσταση στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Είναι ένα ευαίσθητο θέμα, που βέβαια δεν θίγεται καθόλου επιστημονικά. Παρουσιάζει το έργο μια οικογένεια, η οποία έχει βιώσει πένθος από τον θάνατο της μικρότερης κόρης και ίσως αυτό το πένθος έχει οδηγήσει τον πατέρα σε άνοια, σε ένα μπλοκάρισμα. Οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής είναι αβάσταχτοι και αυτό φαίνεται όταν συμβαίνει να υπάρχει στην οικογένεια μια ασθένεια σαν αυτή του Αλτσχάιμερ. Η ηρωίδα μου, η μεγαλύτερη κόρη, θέλει να σταθεί στον πατέρα της, αλλά έχει και μια ζωή να φέρει εις πέρας, αναγκαστικά. Πρέπει να εργαστεί, ας πούμε, έχειν τις υποχρεώσεις της. Αντιμετωπίζει τεράστιο δίλημμα, η ίδια της η ζωη τίθεται μπροστά της και την καλεί να λάβει κομβικές αποφάσεις. Να τον βοηθήσει; Ή να τον βάλει σε οίκο ευγηρίας; Ο πατέρας, δε, είναι ένας άνθρωπος έντονος, σχεδόν δεσποτικός, που έχει κάνει διάκριση ανάμεσα στα παιδιά του, εις βάρος της εν ζωή κόρης. Είναι σημαντικό να πούμε ότι σίγουρα θα κλέψει και θα συγκινηθεί ο θεατής, αλλά θα γελάσει κιόλας.
– Εσύ με τον πραγματικό σου πατέρα τι σχέσεις είχες και έχεις;
Όπως και με την μητέρα μας τις καλύτερες. Λέω «μας», γιατί έχω μια αδερφή, μεγαλύτερη. Ξέρεις, νιώθω ως δεύτερο παιδί ότι τα μικρότερσα αδέρφια αποκτούν μια διαφορετική ευελιξία στην ζωή τους, εξελίσσονται διαφορετικά από τα πρώτα, επειδή έχουν πράγματα να δουν , να συγκρίνουν, να παρακολουθήσουν. Ίσως, γίνοντσαι με έναν τρόπο πιο σοφά ή ίσως πιο ευφυή, βλέποντας μια κατάσταση που προϋπάρχει. Πιστευω ότι οι γονείς δεν πρέπει ποτέ να βασίζουν στα παιδιά τους τις προσωπικές τους προσδοκίες και φιλοδοξίες, πρέπει να αφήνουν χώρο στα παιδιά να καταλάβουν από μόνα τους ποιοι θέλουν να γίνουν. Νομίζω οι γονείς μας το έκαναν αυτό μαζί μας, μας άφησαν χώρο, όχι αφήνοντάς μας χωρίς καθοδήγηση ή επίβλεψη, αλλά μεγαλώνοντάς μας με ελευθερία στην σκέψη, στην βούληση. Βασική βέβαια είναι η παροχή ερεθισμάτων. Με το ότι ήθελα να ακολουθήσω την υποκριτική, οι γονείς μου δεν είχαν ποτέ θέμα ούτε μου έθεσαν κάπιο εμπόδιο. Η μητέρα μου μου είχε απλώς πει ότι θα χρειαστεί γερό στομάχι αυτή η δουλειά.
– Δικαιώθηκε;
Ναι, γιατί έρχονται και κάποιες στιγμές πάρα πολύ δύσκολες σε αυτήν την δουλειά, πράγματι. Η έκθεση είναι αδυσώπητη, στο ξεκίνημα είσαι ανοχύρωτος, αθώος, αν γνωρίσεις επιτυχία σε περιμένουν στη γωνία, άρα καλείσαι να αποδείξεις ότι την αξίζεις. Χρειάζεται να πατάς γερά στα πόδια σου για να μην παρασυρθείς και νομίζεις ότι κάτι φοβερό κατάφερες στην ζωή σου. Δεν είναι δύσκολο, ξέρεις, να χαθεί εδώ το μέτρο.
– Εσύ πώς βίωσες την από νωρίς αναγνώριση και επιτυχία σου;
Δεν είμαι βέβαιη ότι το καταλάβαινα τότε (ή και ποτέ, δηλαδή). Μπορώ να σου πω ότι ντρεπόμουν κιόλας, δε νομίζω ότι την χάρηκα την επιτυχία. Ήθελα να αποδείξω ότι αξιζω αυτό που συμβαίνει και με απασχολουσε αυτό το ζήτημα. Άκουσα διάφορα τον πρώτο καιρό, πιέστηκα αρκετά, ανέπτυξα ίσως μια αμυντική στάση. Μετά την οικονομική κρίση, αισθάνομαι πως μαλάκωσε το πράγμα. Βίωσα περισσότερη αλληλεγγύη από τον χώρο, παρουσιάστηκε πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον και όχι να κατηγορούμε ή να δείχνουμε με το δάχτυλο ή να πολεμάμε ο ένας τον άλλον.
– Κανείς θα μπορουσε να πει ότι μετην οικονομική κρίση αγριέψαν τα πράγματα, όχι ότι μαλάκωσαν.
Αγρίεψαν από την άποψη ότι δέκα άτομα διεκδικούσαν και διεκδικούν μια θέση. Γιατί υπάρχουν δέκα θέσεις, αντί για εκατό.
– Η σκηνή ή η κάμερα αποκαλύπτει τον καλό ηθοποιό;
Η σκηνή. Πάνω στη σκηνή υπάρχουν απαιτήσεις. Στη ζωή μου μου έχει συμβεί κυρίως η σκηνή. Έχω κάνει πάρα πολλές παραστάσεις όλα αυτά τα χρόνια και πολύ διαφορετικά πράγματα. Στο θέατρο επένδυσα και αυτό είναι η προτεραιότητά μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρει ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, οι δουλειές που αξίζουν. Με ενδιαφέρει πολύ η νέα γενιά σκηνοθετών και τώρα, αυτή την περίοδο, δούλεψα για μια ταινία μικρού μήκους. Οι ταινίες μικρού μήκους είναι κάπως υποτιμημένες στη χώρα μας κι εγώ, ακόμη παλιότερα δεν είχα τρομερό ενδιαφέρον να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο.
– Πιστεύεις στην πολιτική μέσα στην τέχνη; Είναι όλα πολιτική;
Όλα είναι ζωή, αυτό πιστεύω. Φυσικά και το θέατρο είναι μια κοινωνική, πολιτική, ακόμα και ερωτική πράξη. Το αν είναι πολιτικό, είναι κάτι πιο ειδικό. Έχει να κάνμει με τον τρόπο που ανεβαίνει, με το θέμα, με την συμπεριφορά των ανθρώπων στην πράξη, καθώς δουλεύον για μια παράσταση. Κάθε team παράστασης είναι μια μικρή κοινωνία και εκεί αναμετρώμαστε με έννοιες όπως η ιεραρχία, η εξουσία, έννοιες που δεν αντιλαμβανόμαστε όλες και όλοι με τον ίδιο τρόπο, προφανώς. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια παράσταση που πραγματεύεται κάτι βαθιά πολιτικό και το υπηρετεί, ως παράσταση, σωστά, αλλά οι άνθρωποι που την στήνουν να παλινωδούν, να ακυρώνουν το περιεχόμενο του έργου με τις συμπεριφορές τους. Άρα, είναι πολιτική αυτή η παράσταση, τελικά; Αναρωτιέμαι.
– Έχεις στόχους στην φάση αυτή που βρίσκεσαι;
Να ζήσω πολλά χρόνια, για να δω το παιδί μου να μεγαλώνει όσο περισσότερο γίνεται. Αυτό είναι που με κάνει, επίσης, να σκεφτώ παραπάνω την υγεία μου, να κάνω πιο τακτικά εξετάσεις, να με προσέχω κάπως περισσότερο. Άρα, έχω στόχο να γεράσω όσο γίνεται πιο πολύ.