Είναι ανακουφιστικό, ειδικά τις άγριες ημέρες που διανύουμε, να συναντάσαι με ανθρώπους που νιώθεις ότι υπάρχει ένας κοινός, ψυχικός πυρήνας. Δεν μιλάμε για ταύτιση, άλλωστε αυτή τελικά δεν γεννά μέλλον, αλλά για μια θέση μοιράσματος σκέψεων, ιδεών και συναισθημάτων μέσα σε έναν κόσμο που όλο και λιγότερο ευνοεί την συνύπαρξη.
Η Ιώ Βουλγαράκη επανέρχεται στη συνεργασία με την ομάδα ΠΥΡ, στηρίζει έμπρακτα τον αγώνα των σπουδαστών δραματικών σχολών, άλλωστε είναι μια από τις καθηγήτριες της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου που παραιτήθηκαν, επιλέγει την τρυφερότητα σε μια εποχή απωλειών και δυστοπίας.
Βρεθήκαμε στον Βιβλιοπότη, ένα βιβλιοκαφενείο κρυμμένο μέσα σε στοά της Χαριλάου Τρικούπη. Από το άνοιγμα της στοάς παρατηρείς τη σφύζουσα ζωή της Αθήνας από μια ελάχιστη απόσταση, που όμως είναι απαραίτητη όταν θες να «χωνέψεις» όσα συμβαίνουν γύρω σου και τελικά μέσα σου.
Αυτά είναι όσα μοιράστηκε μαζί μας.
Η «Αρκουδοράχη» είναι μια παράσταση που ετοιμάσαμε μαζί με τους ΠΥΡ, που είναι η πολυαγαπημένη μου καλλιτεχνική οικογένεια, και όχι μόνο καλλιτεχνική. Αποφασίσαμε κατά τη διάρκεια του πρώτου λόκνταουν ότι θέλουμε να κάνουμε αυτό το έργο. Η «Αρκουδοράχη» γράφτηκε από τον Ουαλό Εντ Τόμας το 2019 και ανέβηκε στο Royal Court, την χρονιά ακριβώς πριν τον κόβιντ. Συμφωνήσαμε όλη η ομάδα ότι είναι ένα κείμενο σπάνιο, δεν γράφονται τέτοια έργα πια. Πρόκειται για μια πολύ αιχμηρή γραφή και ταυτόχρονα ποιητική, που πατάει με το ένα πόδι στο παράλογο.
Θεματικά, η καρδιά της «Αρκουδοράχης» είναι η έννοια hiraeth που υπάρχει μόνο στην ουαλική γλώσσα. Hiraeth είναι η νοσταλγία για εκείνο το μοναδικό κράμα ανθρώπων, χρόνου και τόπου που έχει αμετάκλητα χαθεί. Αυτό είναι ένα θέμα της ουαλικής κουλτούρας εν γένει και η μετάφραση που κάνω αυτή τη στιγμή είναι μια απόπειρα απόδοσης της πίκρας αλλά και της γλύκας που εμπεριέχονται σε αυτό το πένθος το οποίο δεν είναι παθητικό αλλά κρύβει μέσα του τη δυνατότητα να δημιουργηθεί κάτι νέο. Παρ’ όλα αυτά κλείνει πάντα μέσα του την αμετάκλητη απώλεια που τελικά είναι θέμα ταυτότητας. Βρισκόμαστε μέσα σε ένα κλειστό κρεοπωλείο που οι ιδιοκτήτες του αρνούνται να το εγκαταλείψουν, ενώ παράλληλα υπονοείται ένας Εμφύλιος που έχει ισοπεδώσει τα πάντα.
Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο στο έργο είναι η τρομερή του τρυφερότητα παρότι η δράση εξελίσσεται σε μια δυστοπία, σε έναν αφιλόξενο κόσμο. Προτάσσεται έναντι στην ασύλληπτη βία μια προσπάθεια διατήρησης της μνήμης μέσα από την αγάπη, κι αυτός είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης. Έχω ανάγκη αυτή την τρυφερότητα, ειδικά αυτή την περίοδο.
Στο έργο αναρωτιόμαστε για το ποια είναι η ταυτότητά σου όταν παύει να υπάρχει αυτό που την όριζε. Όταν για παράδειγμα χάσεις τη γλώσσα σου, την επαγγελματική σου ιδιότητα, το παιδί σου ή τον σύντροφο σου που σε όριζε ως γονέα και ως σύντροφο αντιστοίχως. Ποιος είσαι τότε; Στις πυρηνικές, οριστικές απώλειες η ταυτότητα πλήττεται. Είναι ούτως ή άλλως ένα ερώτημα «τι είναι αυτό που διατηρεί μια ταυτότητα». Μια απάντηση, που υπάρχει στο έργο, είναι η μνήμη. Η μνήμη είναι η μόνη απόδειξη πως ό,τι συνέβη, αλήθεια συνέβη και άρα υπήρξαμε ως αυτοί που νομίζουμε ότι υπήρξαμε.
Δεν σου κρύβω ότι συχνά νιώθω εκτός εποχής, ότι δηλαδή είμαι σε έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνω. Νομίζω ότι ζούμε σε μια πολύ άγρια περίοδο, παγκοσμίως. Διεξάγεται ένας πόλεμος, εδώ δίπλα μας και πολλοί το έχουν ξεχάσει. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να πάω ξανά στη Ρωσία· εκεί που σπούδασα. Δεν είναι κάτι θεωρητικό αυτό που συμβαίνει, έχω φίλους που ένα πρωί έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους στο άγνωστο, πήραν την οικογένεια τους και άλλαξαν όλη τους τη ζωή.
Τώρα πιο πολύ από ποτέ έχουμε την αίσθηση του αόρατου εχθρού. Συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορούμε να ορίσουμε, που αναρωτιόμαστε ποιοι είναι από πίσω. Αυτή η αίσθηση δεν ξέρω αν υπήρχε πριν 30 χρόνια. Νιώθω ότι έχει αναδειχθεί ένας «νέος κόσμος» που σαρώνει τα πάντα, που δεν αφήνει χώρο στο να συνεχίσουν οι άνθρωποι με τρόπους που υπήρχαν παλιότερα. Όλα τα υπάρχοντα συστήματα σε χρειάζονται απελπισμένο. Θέλουν να νιώθεις ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Όλοι δεν παλεύουμε με αυτήν την κόπωση και την ματαίωση; «Σου αρπάζει ό,τι καλύτερο ο φόβος. Αν μπει μέσα σου, τέλος· δεν σε αφήνει ποτέ», λέει κάποια στιγμή η Νόνι, η ηρωίδα της «Αρκουδοράχης».
Με την ομάδα ΠΥΡ είμαστε δέκα χρόνια μαζί χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει αποκλειστικότητα, κάνουμε και δουλειές χωριστά. Δεν είναι κάτι προαποφασισμένο, είναι κάτι που έχει ανθίσει μέσα στα χρόνια από ανάγκη και από μια αίσθηση ότι μπορούμε να είμαστε να είμαστε «ελεύθερα μαζί». Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι που χωρίς να χάνει ο καθένας τη διαφορετικότητά του συναντιόμαστε κάπου. Αυτό το κάπου αφορά ένα κοινό ήθος δουλειάς. Δεν υπάρχει κάτι που μας δεσμεύει, δεν οφείλουμε να υπάρχουμε μόνο μαζί. Υπάρχει ο χώρος να ψάχνουμε κι άλλα πράγματα και να κάνουμε κι άλλα πράγματα.
Θα ήθελα να δουλεύω λιγότερο. Έχω υπάρξει σε περιόδους που παίρνω την απόστασή μου. Με τρομάζει η αίσθηση ότι διαρκώς πρέπει να παράγω κάτι. Η εν γένει οικονομική κατάσταση αυτό δεν το επιτρέπει. Όποιος θεωρεί ότι αυτό δεν επηρεάζει το επίπεδο της καλλιτεχνικής παραγωγής είναι αφελής. Δεν θα πειστώ ποτέ ότι καλός καλλιτέχνης είναι ο πεινασμένος καλλιτέχνης. Έχω δύο παιδιά, δεν μπορώ να πω ότι για ένα χρόνο δεν θα δουλέψω αλλά θα καθίσω. Κι όμως χρειάζεται να το πω κάποια στιγμή για να έρθω την επόμενη χρονιά και να έχω ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη να απευθυνθώ κάπου και να ξέρω τι θέλω να πω. Χρειάζομαι χρόνο για να μεταβολίσω πράγματα που συμβαίνουν σε εμένα και στην κοινωνία.
Η ελληνική κοινωνία ποτέ δεν αντιμετώπισε τον καλλιτέχνη ως άτομο άξιο σεβασμού. Εκτός κι αν έφευγε έξω και έκανε όνομα, γινόταν η Ειρήνη Παπά. Κατά τ’ άλλα είσαι μέλος του περιθωρίου, ενός μπουλουκιού, κάποιος που κάνει την τρέλα του. Πάντα αυτό ήμασταν.
Οι σπουδαστές των δραματικών σχολών μας παρέσυραν και μας έφεραν αντιμέτωπους με τις ευθύνες μας. Εμείς ως καθηγήτριες και καθηγητές τους ήμασταν έτσι κι αλλιώς κοντά τους αλλά το μομέντουμ ήταν τέτοιο που δεν γινόταν να μην πάρουμε θέση. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ωριμότητα, την συγκρότηση και την καλώς εννοούμενη αδιαλλαξία αυτών των παιδιών, αυτής της γενιάς. Η απροκάλυπτη άρνηση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το ζήτημα όχι με όρους αγοράς αλλά με όρους παιδείας ευθύνεται για την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε τώρα από πλευράς κινητοποιήσεων και καταλήψεων σε όλη τη χώρα.
Yπάρχει ένα μοτίβο στα έργα του Εντ Τόμας, το “screaming soul syndrome”, η βασική ιδέα του οποίου είναι ότι η σύμβαση είναι κάτι απαραίτητο για τους ανθρώπους προκειμένου να οργανώσουν και να συγκροτήσουν τη ζωή τους αλλά τελικά έφτασε η ανθρωπότητα να αγαπάει τη σύμβαση ως ζωή αντί για την ίδια τη ζωή. Αν και όταν αυτό μας φανερωθεί, η ψυχή μας, μέσα στις πιο μύχιες στιγμές της νύχτας, ξυπνάει ξαφνικά και ουρλιάζει. Είναι η στιγμή που πρέπει να την ακούσουμε.
➱ Info: Αρκουδοράχη του Εντ Τόμας στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από την Παρασκευή 3 Μαρτίου. Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης, Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη, Σύμβουλος δραματουργίας: Άρτεμις Γρύμπλα, Σκηνικό- Κοστούμια: Anna Fedorova, Κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη, Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Βοηθός σκηνοθέτριας: Νιόβη Δανέζη, Βοηθός συνθέτη: Γιώργος Καρούμπαλος. Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Δημήτρης Γεωργιάδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης