Τα Ιλίσια, εκείνο το απόγευμα, ήταν ντυμένα με το φως μιας μελαγχολικής ρομαντικής νοσταλγίας. Οι δρόμοι αντηχούσαν από τη σιωπή μιας πόλης που έδειχνε να ξεχνά την ορμή της, ενώ εμείς, σαν φαντάσματα μιας άλλης εποχής, ξανασυναντιόμασταν. Με τον Άλεξ και με τον Νίκο παρέα (και με τους δύο μαζί εννοώ), είχα να βρεθώ πολλά χρόνια… Ωστόσο αυτή η πρόσφατη συνάντηση μας δεν ήταν απλώς μια κουβέντα· ήταν ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις αρχές των ’90s, τότε που οι μουσικές και τα όνειρα ήταν ακόμα ωμά, χειροποίητα και γεμάτα πάθος.
Θυμάμαι την πρώτη γνωριμία μας, σαν να ήταν χθες. Μετά ακολούθησαν ηχογραφήσεις, υπνοδωμάτια γεμάτα συνθεσάιζερ, κούτες με δίσκους, ξενύχτια, Εξάρχεια, ένας Μacintosh Plus να γεμίζει με τις ιστορίες του Alex όταν ήθελε να βγάλει το fanzine του, ο Νίκος στις πρώτες ηχογραφήσεις των Raw στο Παγκράτι, η Elfish (ένα νεκρό κορίτσι, αλλά ζωντανό στις μνήμες και των τριών μας), ιστορίες γραμμένες με νότες και ατέλειες. Τώρα, καθισμένοι σε έναν ζεστό καναπέ, γελάμε με τις κοινές μας αναμνήσεις, αφήνοντας όλη τη βαρύτητα των χρόνων να ξεθωριάσει. Οι λέξεις μας, σαν μικρά συνθετικά beats, πάλλονται ξανά με τον ίδιο ρυθμό, δημιουργώντας έναν αόρατο σύνδεσμο που ανέκαθεν ξεπερνούσε το παρόν.
Μιλήσαμε για την πρώτη συνάντηση του Άλεξ Μαχαίρα με τον Νίκο Βελιώτη, μιλήσαμε για τον Ηλία Ασλάνογλου που πρότεινε ένα όνομα στον πιτσιρικά, τότε, Άλεξ (ο οποίος ξημεροβραδιαζόταν στο Happening), μιλήσαμε για τον Greg (Βάιο) και το πρώτο demo των In Trance 95, για την αγωνία της δημιουργίας και τη χαρά της ανακάλυψης… Θυμηθήκαμε το “Brazilia” και το “Desire to Desire”, τα μικρά θαύματα που γεννήθηκαν από τα χέρια τους, και γελάσαμε με την άγνοιά τους τότε για την «καλλιτεχνική» επιτυχία που θα έρχονταν χρόνια μετά. Κάθε ανάμνηση ήταν σαν ένα κλικ στο drum machine του μυαλού μας, ένας ήχος που μας γύριζε πίσω σε εκείνες τις μέρες που το μέλλον φάνταζε τόσο φωτεινό όσο η λάμψη ενός αρχαίου sequencer.
Το απόγευμα πέρασε σαν μελωδία, με εμάς να μοιραζόμαστε το παρελθόν, αλλά και να μιλάμε για τις δυνατότητες του μέλλοντος. Οι In Trance 95, το ηλεκτρονικό ντουέτο του Άλεξ και του Νίκου ετοιμάζονται να κατακτήσουν τη σκηνή του Piraeus Club Academy την Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου. Μια εμφάνιση που έρχεται λίγες ημέρες μετά τη συμμετοχή τους στο φεστιβάλ Ombra στη Βαρκελώνη, μαζί με περισσότερα ευχάριστα νέα, αφού η θρυλική δισκογραφική Minimal Wave της Veronica Vasicka προετοιμάζει την επόμενη κυκλοφορία τους, γεγονός που ενισχύει τη σημασία της επιστροφής τους στη μουσική σκηνή.
Κι όταν ο ήλιος, έπεσε αργά, όλοι μας νιώσαμε χαρούμενοι που τον προλάβαμε εκείνο το απόγευμα σε μια ταράτσα στα Ιλίσια. Γιατί, όλο αυτό, δεν ήταν απλώς μια ακόμη συνάντηση για μια τυπική συνέντευξη. Ήταν μια επανασύνδεση με εκείνη τη νεανική φωτιά, που ακόμα καίει. Σαν τους In Trance 95, που ποτέ δεν σταμάτησαν να παίζουν το soundtrack μιας ολόκληρης εποχής.
– Ας ξεκινήσουμε από τα παλιά. Πώς συναντηθήκατε και αποφασίσατε να δημιουργήσετε ένα τόσο διαφορετικό (ηλεκτρονικό) σχήμα; Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τους In Trance 95 στην εφηβεία σας; Ποια ήταν η βασική σας έμπνευση εκείνη την περίοδο;
Νίκος: Συναντηθήκαμε τυχαία, σε μία συναυλία του Blaine L. Reininger στο Ρόδον. Τις επόμενες μέρες κιόλας αρχίσαμε να γράφουμε τα πρώτα μας demos. Ο Άλεξ τα θυμάται πολύ καλύτερα…
Άλεξ: Η συνάντηση ήταν μεν τυχαία, αλλά εγώ ήδη έψαχνα το άτομο με το οποίο θα δημιουργούσαμε ένα ηλεκτρονικό ντουέτο. Το είχα σκοπό από πολύ νωρίς. Μάλιστα είχα και όνομα, Steel & Neon, το οποίο μού είχε προτείνει ο Ηλίας Ασλάνογλου πολύ νωρίτερα. Και τελικά χρησιμοποιιήσαμε αυτό το όνομα, αλλά σε τίτλο κοματιού που είναι και το ομότιτλο της πρώτης μας κυκλοφορίας με τη Minimal Wave. Μάλιστα, “Cities of Steel & Neon” ήταν και ο αρχικός τίτλος του πρώτου μας άλμπουμ που άλλαξε τη τελευταία στιγμή…
– Και ο ήχος σας από την αρχή βασίστηκε στη χρήση συνθεσάιζερ και drum machines. Πώς επηρέασε όλο αυτό το μηχανικό σύστημα τη δημιουργική σας διαδικασία;
Ν: Πάρα πολύ! Σκέψου μόνο το πρακτικό μέρος του όλου εγχειρήματος. Μπορούσαμε να φτιάχνουμε και κυρίως να ηχογραφούμε μουσική χωρίς να πρέπει να πηγαίνουμε σε στούντιο ή να έχουμε κάποιο χώρο να κάνουμε πρόβες. Θυμάμαι πρόβες σε υπνοδωμάτια, σαλόνια και κουζίνες. Τελικά φτιάξαμε ένα μικρό υπόγειο στην Καλλιθέα στην Λυκούργου 95 (απ’ όπου και ο αριθμός 95 στο όνομα μας). Το ονομάσαμε “στούντιο” με εξοπλισμό ό,τι είχαμε μεταξύ μας – δύο μικρά, φτηνά συνθεσάιζερ, ένα drum machine κι ένα τετρακάναλο κασετόφωνο όλα κι όλα, και ηχεία από το στερεοφωνικό των γονιών μου το οποίο μετακόμισε αυθαίρετα. Δεν ξέραμε τον τρόπο να μάθουμε πως συγχρονίζονται τα όργανα κι ενώ θέλαμε να ακούγονταν όλα μηχανικά, αναγκαστικά τα ηχογραφούσαμε όλα στο χέρι. Φυσικά χάνουν λίγο στο χρόνο, και τότε προσπαθούσα με μανία να παίξω σαν μηχανή, που να φανταζόμουν ότι 40 χρόνια μετά θα υπήρχε η αντίθετη δυνατότητα στα μουσικά λογισμικά δηλαδή να κάνουν το μηχανικό να ακούγεται πιο ανθρώπινο…
Α: Ήταν ένα τυπικό DIY στούντιο της εποχής. Με τις αυγοθήκες στους τοίχους για ηχομόνωση. Όταν βρέθηκα με τον Νίκο, το στούντιο προυπήρχε, γιατί είχε ήδη ένα σχήμα και ψαχνόταν και ο ίδιος για κάτι διαφορετικό. Το γκρουπ του τότε ήταν οι Days & Graves αλλά σκεφτόταν ένα ηλεκτρονικό project με την ονομασία The Eternal. Από την επόμενη της συνάντησής μας, βρισκόμασταν σε καθημερινή βάση. Γράψαμε αμέτρητα demos και παίζαμε και πολλά live μονοι μας πριν το ντεμπούτο μας στο ΑΝ Club. Έφτανα στο στούντιο μεσημεράκι και με γυρνούσε ο Νίκος ξημερώματα στο σπίτι – είχε μόλις πάρει δίπλωμα οδήγησης. Και ο φρέσκος αέρας τα ξημερώματα έδωσε και το όνομα στο στούντιό μας: Airdawn.
– Λοιπόν, το “Desire To Desire / Brazilia” έχει αποκτήσει πλέον ένα cult status. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή που γράψατε αυτό το συγκεκριμένο single. Φανταζόσασταν τότε την απήχηση που θα είχε τόσα χρόνια αργότερα;
Ν: Εγώ δεν φανταζόμουν καμία απήχηση. Χαίρομαι που το ακούω τώρα μεγάλος και μου αρέσει ακόμα. Θυμάμαι ότι πήγαμε σε κανονικό στούντιο να το ηχογραφήσουμε. Θυμάμαι πόσο εντυπωσιακά μου είχαν φανεί όλα τα μηχανήματα εκεί μέσα. Ήταν η δεύτερη φορά που έμπαινα σε στούντιο ηχογραφήσεων, η πρώτη ήταν σε ένα άλλο στούντιο με μία μπάντα πριν τους IT95. Στις λίγες ώρες που είχε κρατήσει η ηχογράφηση είχαν περάσει από εκεί η Ρένα Παγκράτη και η Χριστίνα Μαραγκόζη. Πίσω στους In Trance 95 όμως, θυμάμαι ότι είχαμε μείνει στο στούντιο περίπου ένα οκτάωρο, ίσως και λιγότερο. Χρησιμοποιήσαμε ό,τι βρήκαμε εκεί μέσα από όργανα, συν τα δικά μας, τα ηχογραφήσαμε όλα «χεράτα», μιξάραμε, και φύγαμε με μάστερ έτοιμο. Τη νοσταλγώ πολύ αυτήν τη διαδικασία.
Α: Και τα δύο κομμάτια προϋπήρχαν των In Trance 95. Εγώ είχα γράψει το “Desire to Desire” και ο Νίκος το “Brazilia”. Βεβαια, μαζί ηχογραφήσαμε τα demos και λίγο αργότερα τις στούντιο εκτελέσεις. Eνώ, πάντα μου άρεσε το “Brazilia” στο βινύλιο, μου πήρε καιρό να συνηθίσω την εκτέλεση του “Desire”. Προτιμούσα το demo. Φυσικά και δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα αποκτούσαν «cult status». Κυρίως επειδή δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι θα υπήρχε αυτό το μέσο που θα άλλαζε τα πάντα, το internet…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν πρώτη φορά άκουσα μία πρόχειρη ηχογράφηση του “Brazilia” σαν ινστρουμένταλ σε μία κασέτα που μου έδωσε ο Νίκος με διάφορα που είχε γράψει πριν ξεκινήσουμε το γκρουπ. Έκανα μπάνιο εκείνη την ώρα και βγήκα με μία πετσέτα να τον πάρω τηλέφωνο να τον ρωτήσω για τη συγκεκριμένη σύνθεση. Το βαφτίσαμε “Brazilia” σαν φόρο τιμής στη μοντέρνα πόλη Brasilia, ενώ ταυτόχρονα το θέμα του είναι η αποξένωση. Εικόνες μεγάλων μοντερνιστικών κατασκευών από concrete οι οποίες συμπληρώνουν το θέμα μιας διαλυμένης σχέσης σε ένα επιβλητικό σκηνικό. Αυτός ο παραλληλισμός ήταν ξεκάθαρος στο μυαλό μου. Το ηχογραφήσαμε άμεσα και μαζί με το “Desire to Desire” γρήγορα ξεχώρισαν αυτές τις πρώτες εβδομάδες που γράφαμε συνέχεια. Το “Desire to Desire” μιλάει βέβαια για την επιθυμία, την πιο ανθρώπινη συνθήκη, και βέβαια, μέσα από το πρίσμα ενός ανήλικου, χωρίς εμπειρίες στη πραγματικότητα. Βέβαια, αυτές ήρθαν μετά και στιχουργικά δεν έπεσε έξω! Τα “Desire to Desire”, “Brazilia” και ένα ακόμη κομάτι, το “A Place to Think” ήταν τα τρια demos σε εκείνη τη κασέτα που έδωσα στον θρυλικό Γρηγόρη Βάιο της Wipe Out Records τότε, τον Σεπτέμβριο του 1988.
– Πολύ θα ήθελα να ήμουν εκεί όταν ο Γρηγόρης έβαζε την κασέτα να σας ακούσει… Αλλά, επειδή τον ξέρω και εκείνον και το πάθος του για την μουσική, θεωρώ ότι πρέπει να τον «φτιάξατε» για τα καλά… Και η συνεργασία σας με την Wipe Out συνεχίστηκε και στο ντεμπούτο άλμπουμ “Code of Obsession”, το οποίο και αυτό θεωρείται πλέον κλασικό στον minimal synth ήχο. Εκεί, ποια ήταν η κύρια θεματολογία που θέλατε να εξερευνήσετε μέσω αυτού στη συγκεκριμένη εποχή που κυκλοφόρησε;
Ν: Το “Code of Obsession” το έχω στο μυαλό μου σαν τρεις δίσκους συμπυκνωμένους σε έναν. Το πρώτο στοιχείο που το διαφοροποιεί από τα δύο πρώτα μας 7ιντσα είναι ότι επιτέλους είχαμε sequencer και ξέραμε πως να συγχρονίζουμε τα όργανα μεταξύ τους. Το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα! Επίσης είχαμε αποκτήσει το πρώτο μας sampler του οποίου ο lo-fi ήχος είναι διάσπαρτος σε όλο το δίσκο (ήταν 8bit). Παράλληλα θέλαμε να εξερευνήσουμε μία πιο industrial προσέγγιση, σίγουρα με επιρροές από τους SPK. Και τέλος θέλαμε να ψηλαφίσουμε την house και την techno που είχαν αρχίσει ήδη να γιγαντώνονται τότε. Τρεις κατευθύνσεις ετερόκλητες αλλά με αρκετές συγγένειες μεταξύ τους. Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω τι σκεφτόμασταν…
A: Παρότι αυτό δεν είναι εμφανές στο συγκεκριμένο άλμπουμ, πάντοτε είχαμε μια έντονα conceptual προσέγγιση στη μουσική. Κάθε άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένων και των ακυκλοφόρητων, περιστρέφεται γύρω από μια κεντρική ιδέα, τόσο θεματικά όσο και ηχητικά. Το “Code of Obsession”, ωστόσο, αποτελεί προϊόν αναποφασιστικότητας. Εκείνη την περίοδο αλλάζαμε συχνά γνώμη. Μια πιο ολοκληρωμένη, μεγαλεπήβολη ιδέα υπήρχε στο ξεκίνημα, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Τελευταία στιγμή, αντικαταστήσαμε ολόκληρη τη Β’ πλευρά με μια χορευτική προσέγγιση, ενώ η Α’ πλευρά παρέμεινε ως είχε. Κομμάτια όπως το “Presidente” και το “Cities of Steel & Neon” επρόκειτο να συμπεριληφθούν στο άλμπουμ. Όσον αφορά στη θεματολογία του “Code of Obsession” —αν και, τόσα χρόνια μετά, ασχολούμαστε ακόμα με τα ίδια θέματα— αξίζει να σημειωθεί ότι τότε ήμασταν μόλις 19 ετών. Πόσο υπαρξιακές ανησυχίες ή εμμονές μπορεί να έχει κανείς σε αυτή την ηλικία χωρίς μια δόση αφέλειας; Ωστόσο, αυτή η αφέλεια είχε τη δική της γοητεία. Δημιουργούσαμε ενστικτωδώς, χωρίς να σκεφτόμαστε υπερβολικά.
– Η μεγάλη ιδέα, το concept, ποιο ήταν;
Α: Η αρχική μας ιδέα ήταν «Πόλεις από Ατσάλι και Νέον», ένα concept άλμπουμ που θα αποτύπωνε τη δική μας οπτική για τον κόσμο που ζούσαμε τότε και τον κόσμο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Όταν όμως αφαιρέσαμε τη Β’ πλευρά για να δοκιμάσουμε ένα πιο dance πείραμα —ένα αποτέλεσμα της εμπειρίας μας στα clubs και της επαφής μας με τη νέα dance κουλτούρα— η συνοχή της αρχικής ιδέας χάθηκε. Η Α’ πλευρά παρέμεινε, επικεντρωμένη στις εμμονές, ενώ ακόμη και ο όρος κωδικός παρέπεμπε στη νέα τεχνολογία των υπολογιστών, έστω ως μια μικρή αναφορά. Το μέλλον έμοιαζε να κρύβεται στη γωνία. Θέματα όπως η επιθυμία, η απομόνωση, το σύμπαν, ο ψυχρός πόλεμος και ο έρωτας μας απασχολούσαν τότε και συνέχισαν να μας εμπνέουν στις επόμενες δουλειές μας. Ο εθισμός ήταν το μόνο θέμα που δεν αγγίξαμε τότε, αλλά μας απασχόλησε αργότερα. Τα ίδια θέματα που αποτελούσαν τις εμμονές του “Code of Obsession”, τα αγγίξαμε διαφορετικά σε επόμενες ηχογραφήσεις. Το άλμπουμ θα μπορούσε να είναι λιγότερο «σχιζοφρενικό» και πιο ομοιογενές, ακόμα κι αν ισορροπούσε ανάμεσα σε διαφορετικά είδη της ηλεκτρονικής μουσικής. Γράψαμε τα κομμάτια σε τρία διαφορετικά session, με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Ίσως επειδή ακόμη βρισκόμασταν στο στάδιο της εξερεύνησης. Δεν το έχω σκεφτεί πολύ, αλλά πάντα νιώθω ότι το άλμπουμ θα μπορούσε να είχε ηχογραφηθεί πολύ καλύτερα. Και μετά ήρθε και αυτή η μουντή κοπή και το αποτελείωσε. Χαχα, don’t get me wrong, εξακολουθω να αγαπώ όλα τα κομάτια του άλμπουμ, όχι όμως όπως βγήκαν τότε.
– Αν υποθέσουμε ότι το έργο σας επηρέασε την ελληνική underground μουσική σκηνή, εσείς βλέπετε την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα μέσα από τη δική σας οπτική;
Α: Δεν σκεφτήκαμε ποτέ τους In Trance 95 ως ένα γκρουπ που θα επηρέαζε την εγχώρια underground σκηνή. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι ήμασταν οι πρώτοι στην Ελλάδα που πειραματίστηκαν, την ίδια περίοδο, με αυτό που αργότερα ονομάστηκε minimal synth και proto-EBM. Κομμάτια όπως το “21st CET” και το “Shamandance” είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα, ενώ παράλληλα κάναμε ακόμη και κομάτια επηρεασμένα από τους Coil σε συνθέσεις όπως το “Lacerta” και το “Giudizio Finale” από το πρώτο μας άλμπουμ. Ο ήχος μας ήταν κάτι νέο για την Ελλάδα, αν και, βέβαια, υπήρχε ήδη στο εξωτερικό πολύ νωρίτερα. Ήταν λοιπόν μεγάλη μου χαρά και έκπληξη, που ακόμη το θυμάμαι, όταν είδα το “Code of Obsession” να συμπεριλαμβάνεται στο Top 10 αγαπημένων άλμπουμ που επηρέασαν τον Στέφανο Κωσταντινίδη (Electroware), σε ένα fanzine πριν χρόνια — νούμερο 7, αν θυμάμαι σωστά. Εξίσου τιμητικό ήταν όταν γνώρισα τον αγαπημένο μου Morah (Phormix), που μας θεωρεί τόσο επιδραστικούς και μας παίζει πάντα στα σετ του. Να πω επίσης ότι ήταν μεγάλη μας χαρά όταν μας προσέγγισες και εσύ εκείνη την μακρινή περίοδο early 90s. Αγαπώ εξίσου και το 12ιντσο στην Elfish. Ίσως ο ήχος να ήταν πιο «γυαλισμένος» στο “Warm Nights Driving On Wet Streets”, αλλά αυτό οφειλόταν και στην αλλαγή του εξοπλισμού μας. Εκείνη την εποχή, τα νέα ψηφιακά συνθεσάιζερ είχαν μπει για τα καλά στη δημιουργική διαδικασία, μαζί με μια πιο χορευτική προσέγγιση. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να επιστρέψουμε στον αναλογικό ήχο. Σήμερα, βέβαια, οι δύο τεχνολογίες συνυπάρχουν αρμονικά.
– Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που, κατά τη γνώμη σας, χαρακτηρίζουν ένα ηλεκτρονικό κομμάτι ως «διαχρονικό»; Τι πιστεύετε ότι κάνει την ηλεκτρονική μουσική τόσο διαχρονική και ικανή να συνδεθεί με διαφορετικές γενιές και πολιτισμούς;
Ν: Κοίτα, είναι υποκειμενικό, πιστεύω όμως πως το κλειδί είναι η μπασογραμμή! Σε συνδυασμό με το ρυθμό φυσικά αλλά πρώτα και κύρια η γραμμή του μπάσου και ο ήχος του μπάσου είναι αυτό που δίνει τη ραχοκοκαλιά. Και όχι μόνο στην ηλεκτρονική μουσική. Μια καλή μπασογραμμή μπορεί να ανεβάσει ένα κομμάτι πάρα πολύ. Μία αριστουργηματική μπασογραμμή μπορεί να το κάνει και διαχρονικό. Το θέμα είναι πως την ανακαλύπτεις. Τώρα, για την διαχρονικότητα της ηλεκτρονικής μουσικής… Για εμένα είναι πασιφανές ότι τον κύριο ρόλο παίζει ο ρυθμός και η επαναληπτικότητα. Ο εγκέφαλος αναζητάει αυτά τα δύο στοιχεία και μάλιστα πλέον θεωρούνται και ιαματικά.
Α: Δεν είμαι σίγουρος αν είναι πάντα η μπασογραμμή το βασικό στοιχείο. Ίσως αυτό να ισχύει στο “Ghost Rider” των Suicide, όμως η παρουσία του Alan Vega στη φωνή ήταν καθοριστική για αυτό και όλα τα διαχρονικά τους αριστουργήματα. Ωστόσο, τα synth classics τα θυμόμαστε κυρίως για τη βασική τους μελωδία. Είτε πρόκειται για το “Radio-Activity” είτε για τα μεταγενέστερα Βρετανικά synth-pop διαμάντια των OMD, Depeche, John Foxx, Numan κλπ. Το εκπληκτικό είναι ότι, αν και το υλικό που κυκλοφορεί μέσω της Minimal Wave προέρχεται από το παρελθόν, καταφέρνει να ακούγεται τόσο φρέσκο. Αυτή η διαχρονικότητα δείχνει τη δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής να ξεπερνά τις εποχές και να μένει ζωντανή. Αν αρχίσω να μιλάω για διαχρονικά αριστουργήματα της ηλεκτρονικής μουσικής, οι αναφορές δεν θα έχουν τέλος. Οι Cabaret Voltaire, οι Tuxedomoon, οι Chris & Cosey, ο Fad Gadget, οι Yello και αμέτρητοι άλλοι αποτελούν κομμάτι του DNA των In Trance 95, γιατί μεγαλώσαμε με αυτούς τους ήχους. Θυμάμαι έντονα τα πρώτα χρόνια, όταν με τον Νίκο ακούγαμε όχι μόνο αυτούς, αλλά και Front 242, Clock DVA, Trisomie 21, Legendary Pink Dots, Residents και τόσους άλλους. Μια ιδιαίτερη στιγμή που δεν θα ξεχάσω είναι όταν είδα τους Suicide στο Ρόδον και γνώρισα τον Alan Vega. Ήταν συγκλονιστικό. Αμέσως μετά, γύρισα στο σπίτι του Νίκου –δεν μπορούσε να βγει εκείνο το διήμερο λόγω ασθένειας– και μέσα σε εκείνη την ατμόσφαιρα έγραψε όλη τη μουσική για το κομμάτι που πολλά χρόνια αργότερα ονομάστηκε “In God’s Heaven” και κυκλοφόρησε μέσω της Minimal Wave. Φυσικά, μέσα στα ’80s δεν ακούγαμε μόνο ηλεκτρονική μουσική. Τα κιθαριστικά σχήματα ήταν επίσης σημαντικά. Οι Joy Division, για παράδειγμα, είναι ιερό σημείο αναφοράς, πριν καν εμφανιστούν οι New Order…
– Κάποια στιγμή ο Νίκος αποχώρησε για άλλες μουσικές περιπέτειες. Αυτή η (προσωρινή) αποχώρηση του πώς επηρέασε την κατεύθυνση της μπάντας;
Α: Όταν έφυγε ο Νίκος, συνέχισα να γράφω μουσική, αν και υπήρξε ένα σκοτεινό διάστημα περίπου πέντε ετών κατά το οποίο ο τρόπος ζωής μου έγινε τόσο χαοτικός που δυστυχώς έχασα όχι μόνο την επαφή μου με τη μουσική, αλλά ίσως και με την πραγματικότητα. Ωστόσο, κάποια στιγμή προσγειώθηκα –έστω και ανώμαλα– μάζεψα τα κομμάτια μου και συνέχισα. Όσον αφορά τους In Trance 95, δεν κυκλοφόρησα κάτι χωρίς τον Νίκο. Τα δύο CD που βγήκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 περιλάμβαναν υλικό γραμμένο το 1991 στο Praxis, με εξαίρεση δύο νέα κομμάτια. Στο ένα από αυτά, ο Νίκος ήταν σόλο το 1995, ενώ στο άλλο συμμετείχα εγώ με τον Coti και τον Γιώργο Γερανιό –ο Νίκος ήταν παρών στο στούντιο. Κάναμε επίσης κάποια σκόρπια live, με αποκορύφωμα το πρώτο Rockwave. Τότε, παίξαμε ως κουαρτέτο, με τους Coti, Γερανιό και Γιάννη Μπαρουξή από τους Slow Motion στη σύνθεση. Αυτό ήταν και το τελευταίο live εκείνης της περιόδου. Στο μεταξύ, συνέχισα να γράφω demos, χωρίς όμως τη σιγουριά ότι αυτά ήταν έτοιμα για κυκλοφορία. Χρόνια αργότερα, ανακάλυψα ότι ακόμη και σε αυτά υπήρχε υλικό που άξιζε ανάμεσα σε πολλά unfinished tracks και ημιτελείς ιδέες.
– Άλεξ, συνέχισες τους IT95 μέχρι το 1997… Μέχρι να επιστρέψουν και σε άλλες μορφές αργότερα στη νέα χιλιετία. Ο ηλεκτρονικός ήχος σας δεν άλλαξε στη θεωρεία του, αλλά έλειπε ο Νίκος, και άρα κάπως μεταμορφώθηκε… Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο;
Α: Το 1999 σταμάτησα να ασχολούμαι με τη μουσική και επέστρεψα το 2004, στις αρχές της χρονιάς, όταν έστησα ένα νέο home studio με τη βοήθεια του Coti. Εκείνη την περίοδο, πράγματι, τοποθετώ την έναρξη μιας ιδιαίτερα δημιουργικής φάσης. Μεταξύ 2004 και 2010 ηχογράφησα πάρα πολλά demos, που ίσως ήταν πιο κοντά στην πρώτη περίοδο των In Trance 95, αλλά με διαφορετικά αναλογικά synthesizers και drum machines. Ήταν μια περίοδος χωρίς επίσημες κυκλοφορίες, γεμάτη όμως με πρωτότυπο υλικό. Σε εκείνη την εποχή, άρχισα να διακρίνω έναν πιο συγκεκριμένο ήχο και ύφος. Ωστόσο, συνήθως άφηνα γρήγορα πίσω μου το κάθε κομμάτι για χάρη της επόμενης ιδέας. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να επιστρέψω σε αυτές τις ηχογραφήσεις, οι οποίες συχνά έγιναν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες. Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να τις ακούω ξανά μετά από τόσο καιρό.
Το 2006 έκανα την πρώτη μου ζωντανή εμφάνιση μετά από χρόνια, στο Gagarin, ως Itenef (μια παραλλαγή του ονόματος In Trance 95). Εκεί παίξαμε ως τρίο με τον Γιώργο Γερανιό και τη Magdalena Sverlander, με τους οποίους είχα γράψει και κάποια κομμάτια εκείνη την περίοδο (όπως και με άλλους, πέρα από τα solo demos). Η Magdalena, μαζί με την Anna Athanasouli που προστέθηκε αργότερα, συνέχισαν στους In Trance 95 το 2010, συμμετέχοντας σε κάποιες ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα για μερικούς μήνες. Τελικά, το 2012, καταλήξαμε οριστικά στο ντουέτο με τον Νίκο. Μάλιστα, με τον Νίκο προσπαθήσαμε για πρώτη φορά να επανενωθούμε το 2008, αλλά τελικά χρειάστηκε να περάσουν δύο ακόμη χρόνια. Όταν έγινε η οριστική επανένωση το 2010, παίξαμε οι τρεις μας –μαζί με τον Νίκο– ως support στους Recoil. Πολύ σύντομα συνειδητοποιήσαμε πόσο μας είχε λείψει να δουλεύουμε μαζί. Παρόλο που υπήρχε πολύ υλικό «στην άκρη», αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε φρέσκες δημιουργίες. Το “Wave” ήταν το πρώτο κομμάτι που γράψαμε μαζί μετά από χρόνια, μόλις λίγες μέρες μετά το πρώτο live reunion. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όσους παρακολουθούν τη δουλειά μας – τα άλμπουμ στη Minimal Wave και όλα όσα ακολούθησαν. Αλλά, η επιστροφή στο αρχικό lineup δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε και με άλλους μουσικούς. Για παράδειγμα, συνεργαστήκαμε με τον Kostadis το 2012 και το 2013, ο οποίος συμμετείχε στην ηχογράφηση τριών κομματιών του “Shapes In A New Geometry” και στα live εκείνης της περιόδου. Τώρα, ο Doric θα παίξει μαζί μας στη Βαρκελώνη, όπως έκανε και πέρσι στο Release Athens. Επίσης, κατά καιρούς, άλλοι καλλιτέχνες έχουν συμμετάσχει στις ηχογραφήσεις μας.
– Ωραίες οι αναμνήσεις, δεν τελειώνουν, αλλά ας έρθουμε στο «τώρα»… Για πείτε μου, όμως, σημαίνει για εσάς η επιστροφή των ΙΤ95 στη σημερινή εποχή, όπου ο ηλεκτρονικός ήχος έχει πάρει τόσες πολλές διαφορετικές μορφές;
Α: Το ότι υπάρχουν τόσες διαφορετικές μουσικές μορφές στη δουλειά μας δεν μας επηρεάζει — όχι επειδή αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά επειδή λειτουργούμε χωρίς αυστηρό σχέδιο. Αναπόφευκτα, η μουσική μας είναι αυτό που είναι. Δεν καθόμαστε να σκεφτούμε: «Ας κάνουμε τώρα minimal synth, synth pop, techno» ή «Ας είμαστε πιο dark, πιο light ή οτιδήποτε άλλο». Δεν εστιάζουμε στο τελικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, περιμένουμε και εμείς να ακούσουμε στο τέλος τι φτιάξαμε — και αν πέτυχε. Άλλωστε, δεν πετυχαίνει πάντα. Ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας είναι το equipment. Εξακολουθώ να αγαπώ τα αναλογικά synthesizers και τα drum machines. Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερη η χαρά μας που πλέον υπάρχει μια εγχώρια εταιρεία στο χώρο: η Dreadbox. Χρησιμοποιούμε τα synthesizers τους τόσο στο στούντιο όσο και στα επερχόμενα live. Αξίζει να σημειώσω κάπου εδώ ότι ο Νίκος, χωρίς δισταγμό, διαλέγει Dreadbox ανάμεσα σε Moog και Dreadbox. Είναι μάλιστα εθισμένος στο Erebus, το πρώτο synth που δημιούργησε η εταιρεία. Κοίτα, ζούμε σε μια δύσκολη εποχή με ένα αβέβαιο μέλλον. Το παρήγορο είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης μέσα από τη μουσική και αυτά τα υπέροχα, θαυμαστά μηχανήματα με προσωπικότητα και ζεστό ήχο. Σήμερα, μπορεί κανείς να φτιάξει ένα απολύτως λειτουργικό home studio ακόμη και με περιορισμένο budget. Επίσης, θεωρώ ότι η ύπαρξη ενός σημείου στην Αθήνα όπως το Synthesizer.gr στο Παλαιό Φάληρο είναι ένας καθοριστική και πολύ σημαντική. Ένα πραγματικό κόσμημα που αξίζει να επισκεφτεί οποιοσδήποτε ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική.
Ν: Για μένα κάθε επιστροφή των In Trance 95 έχει και μία συναισθηματική χροιά. Σκάει ένα τηλέφωνο από τον Άλεξ και λέω οπ, ώρα να ξαναβρεθούμε. Οι άπειρες ώρες που έχουμε περάσει μαζί στα 18 μας δημιουργώντας, κάνοντας όνειρα κι όλα αυτά είναι από τις πιο ωραίες μου αναμνήσεις και θέλω να βρισκόμαστε και να ξαναπηγαίνουμε παρέα πίσω σε αυτό το μαγικό μέρος στο χρόνο και να γελάμε με τα ίδια βλαμμένα εσωτερικά μας αστεία. Στο δημιουργικό κομμάτι μου φαίνεται χάος το πως είναι η ηλεκτρονική μουσική σήμερα (και γενικότερα η μουσική, πόσα sub-genres είναι αρκετά άραγε;). Από την άλλη δεν είμαι άνθρωπος που θα κάτσω σε αυτά που ξέρω οπότε αναπόφευκτα η μουσική των IΤ95 μπολιάζεται και από την έως τώρα μουσική μου διαδρομή.
– Ποια είναι η φιλοσοφία σας όταν δημιουργείτε μουσική σήμερα; Διαφέρει πολύ από εκείνη της πρώτης σας περιόδου; Δηλαδή, παλιά, στα πρώτα σας χρόνια πώς ηχογραφούσατε; Ήταν μια διαδικασία αυθόρμητη ή καλά σχεδιασμένη;
Ν: Όλο νομίζω, ότι τώρα πια, όταν κάνουμε μουσική μαζί με τον Alex, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ότι όλα έχουν αλλάξει αλλά τελικά μάλλον κάνω λάθος… Τα πράγματα είναι το ίδιο χαοτικά όπως και τότε. Τώρα έχουμε σίγουρα καλύτερα μηχανήματα τα οποία έχουμε μάθει να τα δουλεύουμε αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία… Το χάος παραμένει το ίδιο. Οπότε η διαδικασία είναι η ίδια τώρα όπως και παλιά. Ξεκινάμε με σχέδια τα οποία φυσικά καταρρέουν. Αλλά και αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Εννοώ να μας ικανοποιεί το αποτέλεσμα.
Α: Παρόλο που έχουμε έναν αρκετά χαρακτηριστικό ήχο, η διαδικασία δημιουργίας μας είναι πολύ πιο αυθόρμητη απ’ όσο μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι αυστηρά σχεδιασμένη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα κομμάτια που γράφω αρχικά σαν demos μόνος μου, τα οποία στη συνέχεια δουλεύουμε μαζί με τον Νίκο. Αυτά τα αρχικά κομμάτια είναι άναρχα φτιαγμένα, ακατέργαστα και πρωτόλεια, γιατί πρέπει να τα αποτυπώσω ακριβώς τη στιγμή που γεννιέται η έμπνευση. Από την άλλη, ο Νίκος έχει τη μοναδική ικανότητα να κάνει τα πάντα να φαίνονται εύκολα και να εξελίσσει τις ιδέες, πηγαίνοντάς τες ένα βήμα παραπέρα. Συχνά χρειάζεται να αντιμετωπίσει το δημιουργικό μου χάος και να διαλέξουμε μαζί ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές επιλογές. Υπάρχουν ιδέες που δεν λειτουργούν άμεσα ή που χρειάζονται το χρόνο τους για να ωριμάσουν. Υπάρχουν όμως και κομμάτια που γεννιούνται τόσο εύκολα, σχεδόν αβίαστα. Τώρα που δουλεύουμε ξανά μαζί, βρίσκω τεράστια έμπνευση στη συνεργασία μας. Ξέρω ότι ο Νίκος μπορεί να μετατρέψει οποιαδήποτε ιδέα ή πρωτόλειο demo σε μια εξαιρετική παραγωγή. Πέρα από το ταλέντο του ως μουσικός, έχει από πάντα εξαιρετική αντίληψη και στο τεχνικό κομμάτι, ακόμα και αν στο παρελθόν συνεργαζόμασταν με sound engineers. Εντυπωσιάζομαι συνεχώς με το πόσο γρήγορα μαθαίνει οτιδήποτε καινούργιο. Ο αυθορμητισμός παραμένει θεμελιώδες στοιχείο στη διαδικασία μας. Συχνά, μπορεί να προτιμώ το πρώτο take, ειδικά όταν πρόκειται για φωνητικά, γιατί τότε το συναίσθημα είναι φρέσκο και αληθινό. Όσο περισσότερο επαναλαμβάνω κάτι, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί ένα μέρος της μαγείας που είχε η πρώτη σύλληψη ενός στίχου ή μιας ιδέας…
Η μουσική, όχι σε είδη, αλλά γενικότερα, μπορεί να αποτελέσει μια αντίσταση ή, ενδεχομένως, μιαν απάντηση στην παρακμή των καιρών μας, και με ποιον τρόπο;
Ν: Παλιότερα θα απαντούσα αμέσως ότι η Τέχνη είναι η αντίσταση στην παρακμή κάθε καιρού. Παλιότερα όμως ήμουν νεότερος και πολύ σίγουρος για τα πράγματα. Όσο μεγαλώνω τόσο μεγαλώνουν και οι αμφιβολίες μου.
Α: Η μουσική είναι τρόπος ζωής και ίσως το τελευταίο που θα μείνει από εμάς, εννοώ τους In Trance 95, όχι την ανθρωπότητα… Θα υπάρχει η μουσική μας και αφότου φύγουμε. Η παρακμή ίσως φαίνεται περισσότερο στην Ελλάδα γιατί η αλήθεια είναι δεν έχουμε ούτε καν καλή εμπορική μουσική. Ακόμη και στη Νότιο Κορέα, βγαίνει προϊόν παγκόσμιας κατανάλωσης αλλά με ποιοτικά στοιχεία και ταλέντο. Δες ολα τα solo των Blackpink, πολυ δουλειά. Στη Βρετανία υπάρχει και κιθαριστικη μουσική που πουλάει όπως οι Idles, Fontaine’s DC, Last Dinner Party, Nick Cave που ανεβαινουν στη κορυφη των album charts ανάμεσα σε κακή, αλλά και καλή εμπορική pop, όπως η Carpenter, που κακή δεν την λες, είναι για πιο νεανικό κοινό, ή η Charlie XCX. Εδώ όμως στην Ελλάδα έχει επικρατήσει ένα είδος στις πιο νέες ηλικίες ειδικά στα αγόρια. Όπως πολύ σωστά λέει ο Γιάννης Πετρίδης, τουλάχιστον τα νέα κορίτσια στην Ελλάδα ακούνε και Arctic Monkeys (έστω και ας είναι μόνο για τον Turner), Rosalia και αλλα πράγματα, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται τα αγόρια έχουν μαύρα μεσάνυχτα. Δεν μιλάω για τους δημιουργούς, γιατί σέβομαι κάθε καλλιτέχνη από οποίο είδος και αν προέρχεται. Το κοινό όμως μου κάνει εντύπωση. Που καταναλώνει πολύ σκουπίδι στο Ίντερνετ, σήμερα που υπάρχει πρόσβαση στα πάντα. Όλη αυτή η επιθετικότητα, η έλλειψη ευαισθησίας, καλλιέργειας. Φυσικά θα υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που ψάχνονται, αλλά είναι δυστυχώς απελπιστικά λίγοι, είναι φανερό…
– Εσείς, τι πιστεύετε; Το streaming και οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν βοηθήσει ή έχουν εντελώς εμπορευματοποιήσει τη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική;
Ν: Νομίζω πως ισχύουν και τα δύο. Σίγουρα η στρατηγική που έχουν υιοθετήσει οι μεγάλες πλατφόρμες, πως η μουσική δηλαδή είναι απλά «περιεχόμενο» και ως τέτοιο πρέπει να είναι φθηνό, να ανανεώνεται κτλ. είναι ενάντια στον ίδιο τον πυρήνα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε θα μπορούσε όλος ο όγκος της μουσικής που έχει γραφτεί ποτέ να αντικατασταθεί από κομμάτια φτιαγμένα με A.I. Τα αποτελέσματα είναι σίγουρα βαρετά αλλά μία μεγάλη πλατφόρμα δε νοιάζεται, αυτό που θέλει είναι να έχει περιεχόμενο. Από την άλλη κάθε μέρα ξεπηδούν ιδέες, websites και apps που είναι στο πλευρό των δημιουργών και σκοπό έχουν να τους βοηθήσουν να προσεγγίσουν ένα κοινό, να διαθέσουν την μουσική τους με αξιοπρεπείς όρους και να ζήσουν από αυτό χωρίς να είναι σκλάβοι του «content». Κάποιες από αυτές τις νέες ιδέες ίσως να γίνουν (και μακάρι να γίνουν) το νέο Βandcamp, μία πλατφόρμα που άλλαξε δραστικά τις ισορροπίες όταν εμφανίστηκε, και βοήθησε πάρα πολύ τους μουσικούς. Δεν ξέρω πως θα συνεχίσουν τα πράγματα, το πρόσφατο παρελθόν προδίδει πως μάλλον δεν θα ‘πρεπε να είμαστε αισιόδοξοι, παρόλα αυτά πάντα πιστεύω πως οι νέες ιδέες θα χτυπούν την αχίλλειο πτέρνα του corporate, το «αλόγιστο κέρδος».
Α: Δεν μπορείς να σταματήσεις τη τεχνολογία. Θα εξελίσσεται συνέχεια και ακόμη γρηγορότερα. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν στα 80s είχα πάντα μπροστά μου και δωρεάν, έτσι λέω και τώρα. Αλλά, βέβαια, ίσως ξεχνώ την ομορφιά της ιεροτελεστίας… Κάθε φορά στο δισκάδικο, ψάχνοντας ανάμεσα στις νέες κυκλοφορίες, ακόμη και στο επίπεδο συζητήσεων και νέων γνωριμιών. Και το συναίσθημα όταν είχες αγοράσει τον δίσκο και τον είχες στα χέρια σου ήταν μοναδικό. Μάλλον για άλλη μια φορά είναι ζήτημα ισορροπίας. Η προσβασιμότητα στη πληροφορία, γρηγορότερη από ποτέ, έχει δώσει μια αμεσότητα που δεν υπήρχε πριν. Βέβαια αυτή η ίδια η πρόσβαση στη πληροφορία έχει αντικαταστήσει τη γνώση. Όμως κάποιος με μουσικά ακούσματα και εκπαιδευμένο αυτί μπορεί να βρει διαμάντια στο Ίντερνετ από όλες τις εποχές βέβαια.
– Δεν είμαι τόσο σίγουρος για τη γνώση, όσο για την μνήμη… Αυτή νομίζω ότι υποφέρει περισσότερο από την πληροφορία…
Α: Ναι, κάπου έχουν μπερδευτεί όλα, παρελθόν με παρόν, αμέτρητα flashbacks, αμέτρητα reissues, συλλογές με obscure tracks του παρελθόντος, όπως και στην Minimal Wave και σε άλλα τόσα labels, αλλά, από την άλλη, αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι. Και λογικό ειναι, γιατί έχει να κάνει με το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχει περισσότερο υλικό ενώ ταυτόχρονα έχει ψηφιοποιηθεί πολύ υλικό που αλλιώς θα είχε χαθεί. Αυτό ισχύει ακόμη και για τους In Trance 95 και όλα τα σχήματα που δεν ήταν σε μεγάλες πολυεθνικές ή βρετανικές ανεξάρτητες. Και ταυτόχρονα παντού υπάρχουν νέοι δημιουργοί που γράφουν ηλεκτρονική μουσική στο σπίτι και περιμένουν να ανακαλυφθούν, αλλά ναι, προφανώς υπάρχει ένα τεράστιο μέγεθος παραγωγής.
– Η ιστορία της ποπ κουλτούρας είναι γνωστό ότι κάνει κύκλους, και κάθε τόσο όλο και μια νέα αναβίωση κάνει την εμφάνιση της, είτε αυτούσια είτε χωμένη μέσα σε νέα είδη. Ποιας μουσικής την αναβίωση δεν θα θέλατε να ξαναζήσετε και ποιας θα θέλατε;
N: Ίσως το Nu Metal; Πάντως πολλές φορές η αναβίωση ενός είδους το ανανεώνει κιόλας οπότε στην περίπτωση του Nu Metal μόνο καλύτερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Άρα μάλλον καλοδεχούμενο κι αυτό.
– Σήμερα, πώς παραμένετε εμπνευσμένοι και ενεργοί, ειδικά σε τόσο δύσκολες περιόδους;
Ν: Το να προσπαθείς να παραμένεις ενεργός και να αντλείς έμπνευση είναι αυτό που σε βοηθάει σε μία δύσκολη περίοδο, είτε προσωπική είτε ευρύτερη. Επίσης, δεν νομίζω πως έχουμε επιλογή, η μουσική είναι το safe-space μας και εκεί μέσα ζούμε και αναπνέουμε ελεύθερα, και χωρίς στρες. Το safe-space αυτό θα το εγκαταλείψουμε μαζί με τα εγκόσμια.
– Στην εποχή της υπερπληροφόρησης και του ΑΙ ποια θεωρείτε ως τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορούν να «ανοίξουν» την ψυχή μας;
Ν: Α, εδώ, θα αφήσω τον Άλεξ να αναπτύξει…
Α: Ναι, κοιτάξτε, θα το περιγράψω απλά… Είμαστε σχεδόν αόρατοι, πάνω σε έναν βράχο που περιστρέφεται γύρω από μια τεράστια πύρινη μπάλα, με απέραντες αποστάσεις να μας χωρίζουν από το υπόλοιπο σύμπαν. Κι όμως, αυτό το σύστημα είναι απειροελάχιστο μπροστά στο μέγεθος του γαλαξία. Και αν επεκταθούμε στα μεγέθη του σύμπαντος, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ασύλληπτα. Η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο με ταχύτητα που ξεπερνά τα 100.000 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ ο ίδιος ο γαλαξίας μας στροβιλίζεται με πάνω από 200 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Εμείς, τόσο μικροί, δεν αντιλαμβανόμαστε αυτή την κίνηση, αλλά έχουμε τα μέσα να τη μελετήσουμε. Σε κοσμικά μεγέθη, η ανθρώπινη ζωή δεν διαρκεί ούτε ένα δευτερόλεπτο. Μιλάμε πάντα για το 4% του σύμπαντος καθώς ακόμη δεν γνωρίζουμε το υπόλοιπο 96%.
Το υπόλοιπο παραμένει ένα μυστήριο: περίπου 28% σκοτεινή ύλη και 68% σκοτεινή ενέργεια. Η σκοτεινή ενέργεια, η οποία προκαλεί την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος με ταχύτητα που ξεπερνά αυτή του φωτός, αποτελεί το μεγαλύτερο αίνιγμα της σύγχρονης επιστήμης. Ακόμα και σήμερα, δεν έχουμε βρει τη θεωρία που ενώνει την κβαντική φυσική με τη γενική σχετικότητα. Οι νέες θεωρίες συζητούν αν το «Big Bang» ήταν πραγματικά η αρχή, αλλά το τι υπήρχε πριν από αυτό παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί. Η Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου, το απομεινάρι της ακτινοβολίας από το πρώιμο σύμπαν, έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις και συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία για τη μεγάλη έκρηξη. Είχαμε γράψει κι ένα κομμάτι για αυτή την ακτινοβολία, το “Cosmic Microwave Background Radiation”.
My point is «η ζωή είναι όμορφη μεν, αλλα παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο». Γνωρίζουμε πλέον ότι η ύλη είναι ψευδαίσθηση. Κάτι που βιώνουμε μέσω των πέντε αισθήσεων μας και διαρκεί τόσο λίγο. Η αγάπη είναι το πιο σημαντικό, σε ένα κόσμο τόσο εθισμένο στην ύλη. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως Ύλη, δεν είναι παρά ιδεατές και μη αισθητές γεωμετρικές μορφές και σχήματα του Κενού μαθηματικού χώρου. Σε εκατό χρόνια, σχεδόν κανένας από εμάς δεν θα υπάρχει. Ίσως κάποιος τότε να ανακαλύψει τους In Trance 95 ή ακόμα και αυτήν εδώ τη συνέντευξη. Είσαι νέος και βιώνεις έρωτες, πάθη και κάνεις τέχνη. Μια μέρα ξυπνάς και συνειδητοποιείς πως ο χρόνος, που μετράμε με τόση εμμονή έχει περάσει. Ο χρόνος που είναι επίσης σχετικός. Κάποτε φαινόταν ατελείωτος, φαίνεται ξαφνικά να χάνεται. Η φθορά, ως ρυθμός, αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο του σύμπαντος και η κατάληξη αναπόφευκτη: η μέγιστη εντροπία, πλήρης ενεργειακή ομοιομορφία.
– Άλεξ, με κάλυψες πλήρως με αυτήν την απάντηση… Εσύ, Νίκο, πέρα από την μουσική, τι αξιολογείς ως απαραίτητα στη δική σου «γεμάτη» ζωή;
Ν: Την ψυχική ηρεμία, μόνο… Δεν έρχεται συχνά, αλλά όταν αποφασίζει να μας επισκεφθεί, η ζωή είναι πραγματικά «γεμάτη».
➪ ΙΝΦΟ: Οι In Trance 95 επιστρέφουν με νέο υλικό που θα ακουστεί ζωντανά για πρώτη φορά στη σκηνή του Piraeus Club Academy, τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Τα Ιλίσια, εκείνο το απόγευμα, ήταν ντυμένα με το φως μιας μελαγχολικής ρομαντικής νοσταλγίας. Οι δρόμοι αντηχούσαν από τη σιωπή μιας πόλης που έδειχνε να ξεχνά την ορμή της, ενώ εμείς, σαν φαντάσματα μιας άλλης εποχής, ξανασυναντιόμασταν. Με τον Άλεξ και με τον Νίκο παρέα (και με τους δύο μαζί εννοώ), είχα να βρεθώ πολλά χρόνια… Ωστόσο αυτή η πρόσφατη συνάντηση μας δεν ήταν απλώς μια κουβέντα· ήταν ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στις αρχές των ’90s, τότε που οι μουσικές και τα όνειρα ήταν ακόμα ωμά, χειροποίητα και γεμάτα πάθος.
Θυμάμαι την πρώτη γνωριμία μας, σαν να ήταν χθες. Μετά ακολούθησαν ηχογραφήσεις, υπνοδωμάτια γεμάτα συνθεσάιζερ, κούτες με δίσκους, ξενύχτια, Εξάρχεια, ένας Μacintosh Plus να γεμίζει με τις ιστορίες του Alex όταν ήθελε να βγάλει το fanzine του, ο Νίκος στις πρώτες ηχογραφήσεις των Raw στο Παγκράτι, η Elfish (ένα νεκρό κορίτσι, αλλά ζωντανό στις μνήμες και των τριών μας), ιστορίες γραμμένες με νότες και ατέλειες. Τώρα, καθισμένοι σε έναν ζεστό καναπέ, γελάμε με τις κοινές μας αναμνήσεις, αφήνοντας όλη τη βαρύτητα των χρόνων να ξεθωριάσει. Οι λέξεις μας, σαν μικρά συνθετικά beats, πάλλονται ξανά με τον ίδιο ρυθμό, δημιουργώντας έναν αόρατο σύνδεσμο που ανέκαθεν ξεπερνούσε το παρόν.
Μιλήσαμε για την πρώτη συνάντηση του Άλεξ Μαχαίρα με τον Νίκο Βελιώτη, μιλήσαμε για τον Ηλία Ασλάνογλου που πρότεινε ένα όνομα στον πιτσιρικά, τότε, Άλεξ (ο οποίος ξημεροβραδιαζόταν στο Happening), μιλήσαμε για τον Greg (Βάιο) και το πρώτο demo των In Trance 95, για την αγωνία της δημιουργίας και τη χαρά της ανακάλυψης… Θυμηθήκαμε το “Brazilia” και το “Desire to Desire”, τα μικρά θαύματα που γεννήθηκαν από τα χέρια τους, και γελάσαμε με την άγνοιά τους τότε για την «καλλιτεχνική» επιτυχία που θα έρχονταν χρόνια μετά. Κάθε ανάμνηση ήταν σαν ένα κλικ στο drum machine του μυαλού μας, ένας ήχος που μας γύριζε πίσω σε εκείνες τις μέρες που το μέλλον φάνταζε τόσο φωτεινό όσο η λάμψη ενός αρχαίου sequencer.
Το απόγευμα πέρασε σαν μελωδία, με εμάς να μοιραζόμαστε το παρελθόν, αλλά και να μιλάμε για τις δυνατότητες του μέλλοντος. Οι In Trance 95, το ηλεκτρονικό ντουέτο του Άλεξ και του Νίκου ετοιμάζονται να κατακτήσουν τη σκηνή του Piraeus Club Academy την Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου. Μια εμφάνιση που έρχεται λίγες ημέρες μετά τη συμμετοχή τους στο φεστιβάλ Ombra στη Βαρκελώνη, μαζί με περισσότερα ευχάριστα νέα, αφού η θρυλική δισκογραφική Minimal Wave της Veronica Vasicka προετοιμάζει την επόμενη κυκλοφορία τους, γεγονός που ενισχύει τη σημασία της επιστροφής τους στη μουσική σκηνή.
Κι όταν ο ήλιος, έπεσε αργά, όλοι μας νιώσαμε χαρούμενοι που τον προλάβαμε εκείνο το απόγευμα σε μια ταράτσα στα Ιλίσια. Γιατί, όλο αυτό, δεν ήταν απλώς μια ακόμη συνάντηση για μια τυπική συνέντευξη. Ήταν μια επανασύνδεση με εκείνη τη νεανική φωτιά, που ακόμα καίει. Σαν τους In Trance 95, που ποτέ δεν σταμάτησαν να παίζουν το soundtrack μιας ολόκληρης εποχής.
– Ας ξεκινήσουμε από τα παλιά. Πώς συναντηθήκατε και αποφασίσατε να δημιουργήσετε ένα τόσο διαφορετικό (ηλεκτρονικό) σχήμα; Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τους In Trance 95 στην εφηβεία σας; Ποια ήταν η βασική σας έμπνευση εκείνη την περίοδο;
Νίκος: Συναντηθήκαμε τυχαία, σε μία συναυλία του Blaine L. Reininger στο Ρόδον. Τις επόμενες μέρες κιόλας αρχίσαμε να γράφουμε τα πρώτα μας demos. Ο Άλεξ τα θυμάται πολύ καλύτερα…
Άλεξ: Η συνάντηση ήταν μεν τυχαία, αλλά εγώ ήδη έψαχνα το άτομο με το οποίο θα δημιουργούσαμε ένα ηλεκτρονικό ντουέτο. Το είχα σκοπό από πολύ νωρίς. Μάλιστα είχα και όνομα, Steel & Neon, το οποίο μού είχε προτείνει ο Ηλίας Ασλάνογλου πολύ νωρίτερα. Και τελικά χρησιμοποιιήσαμε αυτό το όνομα, αλλά σε τίτλο κοματιού που είναι και το ομότιτλο της πρώτης μας κυκλοφορίας με τη Minimal Wave. Μάλιστα, “Cities of Steel & Neon” ήταν και ο αρχικός τίτλος του πρώτου μας άλμπουμ που άλλαξε τη τελευταία στιγμή…
– Και ο ήχος σας από την αρχή βασίστηκε στη χρήση συνθεσάιζερ και drum machines. Πώς επηρέασε όλο αυτό το μηχανικό σύστημα τη δημιουργική σας διαδικασία;
Ν: Πάρα πολύ! Σκέψου μόνο το πρακτικό μέρος του όλου εγχειρήματος. Μπορούσαμε να φτιάχνουμε και κυρίως να ηχογραφούμε μουσική χωρίς να πρέπει να πηγαίνουμε σε στούντιο ή να έχουμε κάποιο χώρο να κάνουμε πρόβες. Θυμάμαι πρόβες σε υπνοδωμάτια, σαλόνια και κουζίνες. Τελικά φτιάξαμε ένα μικρό υπόγειο στην Καλλιθέα στην Λυκούργου 95 (απ’ όπου και ο αριθμός 95 στο όνομα μας). Το ονομάσαμε “στούντιο” με εξοπλισμό ό,τι είχαμε μεταξύ μας – δύο μικρά, φτηνά συνθεσάιζερ, ένα drum machine κι ένα τετρακάναλο κασετόφωνο όλα κι όλα, και ηχεία από το στερεοφωνικό των γονιών μου το οποίο μετακόμισε αυθαίρετα. Δεν ξέραμε τον τρόπο να μάθουμε πως συγχρονίζονται τα όργανα κι ενώ θέλαμε να ακούγονταν όλα μηχανικά, αναγκαστικά τα ηχογραφούσαμε όλα στο χέρι. Φυσικά χάνουν λίγο στο χρόνο, και τότε προσπαθούσα με μανία να παίξω σαν μηχανή, που να φανταζόμουν ότι 40 χρόνια μετά θα υπήρχε η αντίθετη δυνατότητα στα μουσικά λογισμικά δηλαδή να κάνουν το μηχανικό να ακούγεται πιο ανθρώπινο…
Α: Ήταν ένα τυπικό DIY στούντιο της εποχής. Με τις αυγοθήκες στους τοίχους για ηχομόνωση. Όταν βρέθηκα με τον Νίκο, το στούντιο προυπήρχε, γιατί είχε ήδη ένα σχήμα και ψαχνόταν και ο ίδιος για κάτι διαφορετικό. Το γκρουπ του τότε ήταν οι Days & Graves αλλά σκεφτόταν ένα ηλεκτρονικό project με την ονομασία The Eternal. Από την επόμενη της συνάντησής μας, βρισκόμασταν σε καθημερινή βάση. Γράψαμε αμέτρητα demos και παίζαμε και πολλά live μονοι μας πριν το ντεμπούτο μας στο ΑΝ Club. Έφτανα στο στούντιο μεσημεράκι και με γυρνούσε ο Νίκος ξημερώματα στο σπίτι – είχε μόλις πάρει δίπλωμα οδήγησης. Και ο φρέσκος αέρας τα ξημερώματα έδωσε και το όνομα στο στούντιό μας: Airdawn.
– Λοιπόν, το “Desire To Desire / Brazilia” έχει αποκτήσει πλέον ένα cult status. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή που γράψατε αυτό το συγκεκριμένο single. Φανταζόσασταν τότε την απήχηση που θα είχε τόσα χρόνια αργότερα;
Ν: Εγώ δεν φανταζόμουν καμία απήχηση. Χαίρομαι που το ακούω τώρα μεγάλος και μου αρέσει ακόμα. Θυμάμαι ότι πήγαμε σε κανονικό στούντιο να το ηχογραφήσουμε. Θυμάμαι πόσο εντυπωσιακά μου είχαν φανεί όλα τα μηχανήματα εκεί μέσα. Ήταν η δεύτερη φορά που έμπαινα σε στούντιο ηχογραφήσεων, η πρώτη ήταν σε ένα άλλο στούντιο με μία μπάντα πριν τους IT95. Στις λίγες ώρες που είχε κρατήσει η ηχογράφηση είχαν περάσει από εκεί η Ρένα Παγκράτη και η Χριστίνα Μαραγκόζη. Πίσω στους In Trance 95 όμως, θυμάμαι ότι είχαμε μείνει στο στούντιο περίπου ένα οκτάωρο, ίσως και λιγότερο. Χρησιμοποιήσαμε ό,τι βρήκαμε εκεί μέσα από όργανα, συν τα δικά μας, τα ηχογραφήσαμε όλα «χεράτα», μιξάραμε, και φύγαμε με μάστερ έτοιμο. Τη νοσταλγώ πολύ αυτήν τη διαδικασία.
Α: Και τα δύο κομμάτια προϋπήρχαν των In Trance 95. Εγώ είχα γράψει το “Desire to Desire” και ο Νίκος το “Brazilia”. Βεβαια, μαζί ηχογραφήσαμε τα demos και λίγο αργότερα τις στούντιο εκτελέσεις. Eνώ, πάντα μου άρεσε το “Brazilia” στο βινύλιο, μου πήρε καιρό να συνηθίσω την εκτέλεση του “Desire”. Προτιμούσα το demo. Φυσικά και δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα αποκτούσαν «cult status». Κυρίως επειδή δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ότι θα υπήρχε αυτό το μέσο που θα άλλαζε τα πάντα, το internet…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν πρώτη φορά άκουσα μία πρόχειρη ηχογράφηση του “Brazilia” σαν ινστρουμένταλ σε μία κασέτα που μου έδωσε ο Νίκος με διάφορα που είχε γράψει πριν ξεκινήσουμε το γκρουπ. Έκανα μπάνιο εκείνη την ώρα και βγήκα με μία πετσέτα να τον πάρω τηλέφωνο να τον ρωτήσω για τη συγκεκριμένη σύνθεση. Το βαφτίσαμε “Brazilia” σαν φόρο τιμής στη μοντέρνα πόλη Brasilia, ενώ ταυτόχρονα το θέμα του είναι η αποξένωση. Εικόνες μεγάλων μοντερνιστικών κατασκευών από concrete οι οποίες συμπληρώνουν το θέμα μιας διαλυμένης σχέσης σε ένα επιβλητικό σκηνικό. Αυτός ο παραλληλισμός ήταν ξεκάθαρος στο μυαλό μου. Το ηχογραφήσαμε άμεσα και μαζί με το “Desire to Desire” γρήγορα ξεχώρισαν αυτές τις πρώτες εβδομάδες που γράφαμε συνέχεια. Το “Desire to Desire” μιλάει βέβαια για την επιθυμία, την πιο ανθρώπινη συνθήκη, και βέβαια, μέσα από το πρίσμα ενός ανήλικου, χωρίς εμπειρίες στη πραγματικότητα. Βέβαια, αυτές ήρθαν μετά και στιχουργικά δεν έπεσε έξω! Τα “Desire to Desire”, “Brazilia” και ένα ακόμη κομάτι, το “A Place to Think” ήταν τα τρια demos σε εκείνη τη κασέτα που έδωσα στον θρυλικό Γρηγόρη Βάιο της Wipe Out Records τότε, τον Σεπτέμβριο του 1988.
– Πολύ θα ήθελα να ήμουν εκεί όταν ο Γρηγόρης έβαζε την κασέτα να σας ακούσει… Αλλά, επειδή τον ξέρω και εκείνον και το πάθος του για την μουσική, θεωρώ ότι πρέπει να τον «φτιάξατε» για τα καλά… Και η συνεργασία σας με την Wipe Out συνεχίστηκε και στο ντεμπούτο άλμπουμ “Code of Obsession”, το οποίο και αυτό θεωρείται πλέον κλασικό στον minimal synth ήχο. Εκεί, ποια ήταν η κύρια θεματολογία που θέλατε να εξερευνήσετε μέσω αυτού στη συγκεκριμένη εποχή που κυκλοφόρησε;
Ν: Το “Code of Obsession” το έχω στο μυαλό μου σαν τρεις δίσκους συμπυκνωμένους σε έναν. Το πρώτο στοιχείο που το διαφοροποιεί από τα δύο πρώτα μας 7ιντσα είναι ότι επιτέλους είχαμε sequencer και ξέραμε πως να συγχρονίζουμε τα όργανα μεταξύ τους. Το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα! Επίσης είχαμε αποκτήσει το πρώτο μας sampler του οποίου ο lo-fi ήχος είναι διάσπαρτος σε όλο το δίσκο (ήταν 8bit). Παράλληλα θέλαμε να εξερευνήσουμε μία πιο industrial προσέγγιση, σίγουρα με επιρροές από τους SPK. Και τέλος θέλαμε να ψηλαφίσουμε την house και την techno που είχαν αρχίσει ήδη να γιγαντώνονται τότε. Τρεις κατευθύνσεις ετερόκλητες αλλά με αρκετές συγγένειες μεταξύ τους. Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω τι σκεφτόμασταν…
A: Παρότι αυτό δεν είναι εμφανές στο συγκεκριμένο άλμπουμ, πάντοτε είχαμε μια έντονα conceptual προσέγγιση στη μουσική. Κάθε άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένων και των ακυκλοφόρητων, περιστρέφεται γύρω από μια κεντρική ιδέα, τόσο θεματικά όσο και ηχητικά. Το “Code of Obsession”, ωστόσο, αποτελεί προϊόν αναποφασιστικότητας. Εκείνη την περίοδο αλλάζαμε συχνά γνώμη. Μια πιο ολοκληρωμένη, μεγαλεπήβολη ιδέα υπήρχε στο ξεκίνημα, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Τελευταία στιγμή, αντικαταστήσαμε ολόκληρη τη Β’ πλευρά με μια χορευτική προσέγγιση, ενώ η Α’ πλευρά παρέμεινε ως είχε. Κομμάτια όπως το “Presidente” και το “Cities of Steel & Neon” επρόκειτο να συμπεριληφθούν στο άλμπουμ. Όσον αφορά στη θεματολογία του “Code of Obsession” —αν και, τόσα χρόνια μετά, ασχολούμαστε ακόμα με τα ίδια θέματα— αξίζει να σημειωθεί ότι τότε ήμασταν μόλις 19 ετών. Πόσο υπαρξιακές ανησυχίες ή εμμονές μπορεί να έχει κανείς σε αυτή την ηλικία χωρίς μια δόση αφέλειας; Ωστόσο, αυτή η αφέλεια είχε τη δική της γοητεία. Δημιουργούσαμε ενστικτωδώς, χωρίς να σκεφτόμαστε υπερβολικά.
– Η μεγάλη ιδέα, το concept, ποιο ήταν;
Α: Η αρχική μας ιδέα ήταν «Πόλεις από Ατσάλι και Νέον», ένα concept άλμπουμ που θα αποτύπωνε τη δική μας οπτική για τον κόσμο που ζούσαμε τότε και τον κόσμο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Όταν όμως αφαιρέσαμε τη Β’ πλευρά για να δοκιμάσουμε ένα πιο dance πείραμα —ένα αποτέλεσμα της εμπειρίας μας στα clubs και της επαφής μας με τη νέα dance κουλτούρα— η συνοχή της αρχικής ιδέας χάθηκε. Η Α’ πλευρά παρέμεινε, επικεντρωμένη στις εμμονές, ενώ ακόμη και ο όρος κωδικός παρέπεμπε στη νέα τεχνολογία των υπολογιστών, έστω ως μια μικρή αναφορά. Το μέλλον έμοιαζε να κρύβεται στη γωνία. Θέματα όπως η επιθυμία, η απομόνωση, το σύμπαν, ο ψυχρός πόλεμος και ο έρωτας μας απασχολούσαν τότε και συνέχισαν να μας εμπνέουν στις επόμενες δουλειές μας. Ο εθισμός ήταν το μόνο θέμα που δεν αγγίξαμε τότε, αλλά μας απασχόλησε αργότερα. Τα ίδια θέματα που αποτελούσαν τις εμμονές του “Code of Obsession”, τα αγγίξαμε διαφορετικά σε επόμενες ηχογραφήσεις. Το άλμπουμ θα μπορούσε να είναι λιγότερο «σχιζοφρενικό» και πιο ομοιογενές, ακόμα κι αν ισορροπούσε ανάμεσα σε διαφορετικά είδη της ηλεκτρονικής μουσικής. Γράψαμε τα κομμάτια σε τρία διαφορετικά session, με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Ίσως επειδή ακόμη βρισκόμασταν στο στάδιο της εξερεύνησης. Δεν το έχω σκεφτεί πολύ, αλλά πάντα νιώθω ότι το άλμπουμ θα μπορούσε να είχε ηχογραφηθεί πολύ καλύτερα. Και μετά ήρθε και αυτή η μουντή κοπή και το αποτελείωσε. Χαχα, don’t get me wrong, εξακολουθω να αγαπώ όλα τα κομάτια του άλμπουμ, όχι όμως όπως βγήκαν τότε.
– Αν υποθέσουμε ότι το έργο σας επηρέασε την ελληνική underground μουσική σκηνή, εσείς βλέπετε την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα μέσα από τη δική σας οπτική;
Α: Δεν σκεφτήκαμε ποτέ τους In Trance 95 ως ένα γκρουπ που θα επηρέαζε την εγχώρια underground σκηνή. Από την άλλη, είναι γεγονός ότι ήμασταν οι πρώτοι στην Ελλάδα που πειραματίστηκαν, την ίδια περίοδο, με αυτό που αργότερα ονομάστηκε minimal synth και proto-EBM. Κομμάτια όπως το “21st CET” και το “Shamandance” είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα, ενώ παράλληλα κάναμε ακόμη και κομάτια επηρεασμένα από τους Coil σε συνθέσεις όπως το “Lacerta” και το “Giudizio Finale” από το πρώτο μας άλμπουμ. Ο ήχος μας ήταν κάτι νέο για την Ελλάδα, αν και, βέβαια, υπήρχε ήδη στο εξωτερικό πολύ νωρίτερα. Ήταν λοιπόν μεγάλη μου χαρά και έκπληξη, που ακόμη το θυμάμαι, όταν είδα το “Code of Obsession” να συμπεριλαμβάνεται στο Top 10 αγαπημένων άλμπουμ που επηρέασαν τον Στέφανο Κωσταντινίδη (Electroware), σε ένα fanzine πριν χρόνια — νούμερο 7, αν θυμάμαι σωστά. Εξίσου τιμητικό ήταν όταν γνώρισα τον αγαπημένο μου Morah (Phormix), που μας θεωρεί τόσο επιδραστικούς και μας παίζει πάντα στα σετ του. Να πω επίσης ότι ήταν μεγάλη μας χαρά όταν μας προσέγγισες και εσύ εκείνη την μακρινή περίοδο early 90s. Αγαπώ εξίσου και το 12ιντσο στην Elfish. Ίσως ο ήχος να ήταν πιο «γυαλισμένος» στο “Warm Nights Driving On Wet Streets”, αλλά αυτό οφειλόταν και στην αλλαγή του εξοπλισμού μας. Εκείνη την εποχή, τα νέα ψηφιακά συνθεσάιζερ είχαν μπει για τα καλά στη δημιουργική διαδικασία, μαζί με μια πιο χορευτική προσέγγιση. Χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να επιστρέψουμε στον αναλογικό ήχο. Σήμερα, βέβαια, οι δύο τεχνολογίες συνυπάρχουν αρμονικά.
– Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που, κατά τη γνώμη σας, χαρακτηρίζουν ένα ηλεκτρονικό κομμάτι ως «διαχρονικό»; Τι πιστεύετε ότι κάνει την ηλεκτρονική μουσική τόσο διαχρονική και ικανή να συνδεθεί με διαφορετικές γενιές και πολιτισμούς;
Ν: Κοίτα, είναι υποκειμενικό, πιστεύω όμως πως το κλειδί είναι η μπασογραμμή! Σε συνδυασμό με το ρυθμό φυσικά αλλά πρώτα και κύρια η γραμμή του μπάσου και ο ήχος του μπάσου είναι αυτό που δίνει τη ραχοκοκαλιά. Και όχι μόνο στην ηλεκτρονική μουσική. Μια καλή μπασογραμμή μπορεί να ανεβάσει ένα κομμάτι πάρα πολύ. Μία αριστουργηματική μπασογραμμή μπορεί να το κάνει και διαχρονικό. Το θέμα είναι πως την ανακαλύπτεις. Τώρα, για την διαχρονικότητα της ηλεκτρονικής μουσικής… Για εμένα είναι πασιφανές ότι τον κύριο ρόλο παίζει ο ρυθμός και η επαναληπτικότητα. Ο εγκέφαλος αναζητάει αυτά τα δύο στοιχεία και μάλιστα πλέον θεωρούνται και ιαματικά.
Α: Δεν είμαι σίγουρος αν είναι πάντα η μπασογραμμή το βασικό στοιχείο. Ίσως αυτό να ισχύει στο “Ghost Rider” των Suicide, όμως η παρουσία του Alan Vega στη φωνή ήταν καθοριστική για αυτό και όλα τα διαχρονικά τους αριστουργήματα. Ωστόσο, τα synth classics τα θυμόμαστε κυρίως για τη βασική τους μελωδία. Είτε πρόκειται για το “Radio-Activity” είτε για τα μεταγενέστερα Βρετανικά synth-pop διαμάντια των OMD, Depeche, John Foxx, Numan κλπ. Το εκπληκτικό είναι ότι, αν και το υλικό που κυκλοφορεί μέσω της Minimal Wave προέρχεται από το παρελθόν, καταφέρνει να ακούγεται τόσο φρέσκο. Αυτή η διαχρονικότητα δείχνει τη δύναμη της ηλεκτρονικής μουσικής να ξεπερνά τις εποχές και να μένει ζωντανή. Αν αρχίσω να μιλάω για διαχρονικά αριστουργήματα της ηλεκτρονικής μουσικής, οι αναφορές δεν θα έχουν τέλος. Οι Cabaret Voltaire, οι Tuxedomoon, οι Chris & Cosey, ο Fad Gadget, οι Yello και αμέτρητοι άλλοι αποτελούν κομμάτι του DNA των In Trance 95, γιατί μεγαλώσαμε με αυτούς τους ήχους. Θυμάμαι έντονα τα πρώτα χρόνια, όταν με τον Νίκο ακούγαμε όχι μόνο αυτούς, αλλά και Front 242, Clock DVA, Trisomie 21, Legendary Pink Dots, Residents και τόσους άλλους. Μια ιδιαίτερη στιγμή που δεν θα ξεχάσω είναι όταν είδα τους Suicide στο Ρόδον και γνώρισα τον Alan Vega. Ήταν συγκλονιστικό. Αμέσως μετά, γύρισα στο σπίτι του Νίκου –δεν μπορούσε να βγει εκείνο το διήμερο λόγω ασθένειας– και μέσα σε εκείνη την ατμόσφαιρα έγραψε όλη τη μουσική για το κομμάτι που πολλά χρόνια αργότερα ονομάστηκε “In God’s Heaven” και κυκλοφόρησε μέσω της Minimal Wave. Φυσικά, μέσα στα ’80s δεν ακούγαμε μόνο ηλεκτρονική μουσική. Τα κιθαριστικά σχήματα ήταν επίσης σημαντικά. Οι Joy Division, για παράδειγμα, είναι ιερό σημείο αναφοράς, πριν καν εμφανιστούν οι New Order…
– Κάποια στιγμή ο Νίκος αποχώρησε για άλλες μουσικές περιπέτειες. Αυτή η (προσωρινή) αποχώρηση του πώς επηρέασε την κατεύθυνση της μπάντας;
Α: Όταν έφυγε ο Νίκος, συνέχισα να γράφω μουσική, αν και υπήρξε ένα σκοτεινό διάστημα περίπου πέντε ετών κατά το οποίο ο τρόπος ζωής μου έγινε τόσο χαοτικός που δυστυχώς έχασα όχι μόνο την επαφή μου με τη μουσική, αλλά ίσως και με την πραγματικότητα. Ωστόσο, κάποια στιγμή προσγειώθηκα –έστω και ανώμαλα– μάζεψα τα κομμάτια μου και συνέχισα. Όσον αφορά τους In Trance 95, δεν κυκλοφόρησα κάτι χωρίς τον Νίκο. Τα δύο CD που βγήκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 περιλάμβαναν υλικό γραμμένο το 1991 στο Praxis, με εξαίρεση δύο νέα κομμάτια. Στο ένα από αυτά, ο Νίκος ήταν σόλο το 1995, ενώ στο άλλο συμμετείχα εγώ με τον Coti και τον Γιώργο Γερανιό –ο Νίκος ήταν παρών στο στούντιο. Κάναμε επίσης κάποια σκόρπια live, με αποκορύφωμα το πρώτο Rockwave. Τότε, παίξαμε ως κουαρτέτο, με τους Coti, Γερανιό και Γιάννη Μπαρουξή από τους Slow Motion στη σύνθεση. Αυτό ήταν και το τελευταίο live εκείνης της περιόδου. Στο μεταξύ, συνέχισα να γράφω demos, χωρίς όμως τη σιγουριά ότι αυτά ήταν έτοιμα για κυκλοφορία. Χρόνια αργότερα, ανακάλυψα ότι ακόμη και σε αυτά υπήρχε υλικό που άξιζε ανάμεσα σε πολλά unfinished tracks και ημιτελείς ιδέες.
– Άλεξ, συνέχισες τους IT95 μέχρι το 1997… Μέχρι να επιστρέψουν και σε άλλες μορφές αργότερα στη νέα χιλιετία. Ο ηλεκτρονικός ήχος σας δεν άλλαξε στη θεωρεία του, αλλά έλειπε ο Νίκος, και άρα κάπως μεταμορφώθηκε… Τι θυμάσαι από εκείνη την περίοδο;
Α: Το 1999 σταμάτησα να ασχολούμαι με τη μουσική και επέστρεψα το 2004, στις αρχές της χρονιάς, όταν έστησα ένα νέο home studio με τη βοήθεια του Coti. Εκείνη την περίοδο, πράγματι, τοποθετώ την έναρξη μιας ιδιαίτερα δημιουργικής φάσης. Μεταξύ 2004 και 2010 ηχογράφησα πάρα πολλά demos, που ίσως ήταν πιο κοντά στην πρώτη περίοδο των In Trance 95, αλλά με διαφορετικά αναλογικά synthesizers και drum machines. Ήταν μια περίοδος χωρίς επίσημες κυκλοφορίες, γεμάτη όμως με πρωτότυπο υλικό. Σε εκείνη την εποχή, άρχισα να διακρίνω έναν πιο συγκεκριμένο ήχο και ύφος. Ωστόσο, συνήθως άφηνα γρήγορα πίσω μου το κάθε κομμάτι για χάρη της επόμενης ιδέας. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να επιστρέψω σε αυτές τις ηχογραφήσεις, οι οποίες συχνά έγιναν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες. Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να τις ακούω ξανά μετά από τόσο καιρό.
Το 2006 έκανα την πρώτη μου ζωντανή εμφάνιση μετά από χρόνια, στο Gagarin, ως Itenef (μια παραλλαγή του ονόματος In Trance 95). Εκεί παίξαμε ως τρίο με τον Γιώργο Γερανιό και τη Magdalena Sverlander, με τους οποίους είχα γράψει και κάποια κομμάτια εκείνη την περίοδο (όπως και με άλλους, πέρα από τα solo demos). Η Magdalena, μαζί με την Anna Athanasouli που προστέθηκε αργότερα, συνέχισαν στους In Trance 95 το 2010, συμμετέχοντας σε κάποιες ζωντανές εμφανίσεις στην Αθήνα για μερικούς μήνες. Τελικά, το 2012, καταλήξαμε οριστικά στο ντουέτο με τον Νίκο. Μάλιστα, με τον Νίκο προσπαθήσαμε για πρώτη φορά να επανενωθούμε το 2008, αλλά τελικά χρειάστηκε να περάσουν δύο ακόμη χρόνια. Όταν έγινε η οριστική επανένωση το 2010, παίξαμε οι τρεις μας –μαζί με τον Νίκο– ως support στους Recoil. Πολύ σύντομα συνειδητοποιήσαμε πόσο μας είχε λείψει να δουλεύουμε μαζί. Παρόλο που υπήρχε πολύ υλικό «στην άκρη», αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε φρέσκες δημιουργίες. Το “Wave” ήταν το πρώτο κομμάτι που γράψαμε μαζί μετά από χρόνια, μόλις λίγες μέρες μετά το πρώτο live reunion. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όσους παρακολουθούν τη δουλειά μας – τα άλμπουμ στη Minimal Wave και όλα όσα ακολούθησαν. Αλλά, η επιστροφή στο αρχικό lineup δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίσαμε να συνεργαζόμαστε και με άλλους μουσικούς. Για παράδειγμα, συνεργαστήκαμε με τον Kostadis το 2012 και το 2013, ο οποίος συμμετείχε στην ηχογράφηση τριών κομματιών του “Shapes In A New Geometry” και στα live εκείνης της περιόδου. Τώρα, ο Doric θα παίξει μαζί μας στη Βαρκελώνη, όπως έκανε και πέρσι στο Release Athens. Επίσης, κατά καιρούς, άλλοι καλλιτέχνες έχουν συμμετάσχει στις ηχογραφήσεις μας.
– Ωραίες οι αναμνήσεις, δεν τελειώνουν, αλλά ας έρθουμε στο «τώρα»… Για πείτε μου, όμως, σημαίνει για εσάς η επιστροφή των ΙΤ95 στη σημερινή εποχή, όπου ο ηλεκτρονικός ήχος έχει πάρει τόσες πολλές διαφορετικές μορφές;
Α: Το ότι υπάρχουν τόσες διαφορετικές μουσικές μορφές στη δουλειά μας δεν μας επηρεάζει — όχι επειδή αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά επειδή λειτουργούμε χωρίς αυστηρό σχέδιο. Αναπόφευκτα, η μουσική μας είναι αυτό που είναι. Δεν καθόμαστε να σκεφτούμε: «Ας κάνουμε τώρα minimal synth, synth pop, techno» ή «Ας είμαστε πιο dark, πιο light ή οτιδήποτε άλλο». Δεν εστιάζουμε στο τελικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, περιμένουμε και εμείς να ακούσουμε στο τέλος τι φτιάξαμε — και αν πέτυχε. Άλλωστε, δεν πετυχαίνει πάντα. Ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας είναι το equipment. Εξακολουθώ να αγαπώ τα αναλογικά synthesizers και τα drum machines. Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερη η χαρά μας που πλέον υπάρχει μια εγχώρια εταιρεία στο χώρο: η Dreadbox. Χρησιμοποιούμε τα synthesizers τους τόσο στο στούντιο όσο και στα επερχόμενα live. Αξίζει να σημειώσω κάπου εδώ ότι ο Νίκος, χωρίς δισταγμό, διαλέγει Dreadbox ανάμεσα σε Moog και Dreadbox. Είναι μάλιστα εθισμένος στο Erebus, το πρώτο synth που δημιούργησε η εταιρεία. Κοίτα, ζούμε σε μια δύσκολη εποχή με ένα αβέβαιο μέλλον. Το παρήγορο είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης μέσα από τη μουσική και αυτά τα υπέροχα, θαυμαστά μηχανήματα με προσωπικότητα και ζεστό ήχο. Σήμερα, μπορεί κανείς να φτιάξει ένα απολύτως λειτουργικό home studio ακόμη και με περιορισμένο budget. Επίσης, θεωρώ ότι η ύπαρξη ενός σημείου στην Αθήνα όπως το Synthesizer.gr στο Παλαιό Φάληρο είναι ένας καθοριστική και πολύ σημαντική. Ένα πραγματικό κόσμημα που αξίζει να επισκεφτεί οποιοσδήποτε ασχολείται με την ηλεκτρονική μουσική.
Ν: Για μένα κάθε επιστροφή των In Trance 95 έχει και μία συναισθηματική χροιά. Σκάει ένα τηλέφωνο από τον Άλεξ και λέω οπ, ώρα να ξαναβρεθούμε. Οι άπειρες ώρες που έχουμε περάσει μαζί στα 18 μας δημιουργώντας, κάνοντας όνειρα κι όλα αυτά είναι από τις πιο ωραίες μου αναμνήσεις και θέλω να βρισκόμαστε και να ξαναπηγαίνουμε παρέα πίσω σε αυτό το μαγικό μέρος στο χρόνο και να γελάμε με τα ίδια βλαμμένα εσωτερικά μας αστεία. Στο δημιουργικό κομμάτι μου φαίνεται χάος το πως είναι η ηλεκτρονική μουσική σήμερα (και γενικότερα η μουσική, πόσα sub-genres είναι αρκετά άραγε;). Από την άλλη δεν είμαι άνθρωπος που θα κάτσω σε αυτά που ξέρω οπότε αναπόφευκτα η μουσική των IΤ95 μπολιάζεται και από την έως τώρα μουσική μου διαδρομή.
– Ποια είναι η φιλοσοφία σας όταν δημιουργείτε μουσική σήμερα; Διαφέρει πολύ από εκείνη της πρώτης σας περιόδου; Δηλαδή, παλιά, στα πρώτα σας χρόνια πώς ηχογραφούσατε; Ήταν μια διαδικασία αυθόρμητη ή καλά σχεδιασμένη;
Ν: Όλο νομίζω, ότι τώρα πια, όταν κάνουμε μουσική μαζί με τον Alex, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ότι όλα έχουν αλλάξει αλλά τελικά μάλλον κάνω λάθος… Τα πράγματα είναι το ίδιο χαοτικά όπως και τότε. Τώρα έχουμε σίγουρα καλύτερα μηχανήματα τα οποία έχουμε μάθει να τα δουλεύουμε αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία… Το χάος παραμένει το ίδιο. Οπότε η διαδικασία είναι η ίδια τώρα όπως και παλιά. Ξεκινάμε με σχέδια τα οποία φυσικά καταρρέουν. Αλλά και αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Εννοώ να μας ικανοποιεί το αποτέλεσμα.
Α: Παρόλο που έχουμε έναν αρκετά χαρακτηριστικό ήχο, η διαδικασία δημιουργίας μας είναι πολύ πιο αυθόρμητη απ’ όσο μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι αυστηρά σχεδιασμένη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα κομμάτια που γράφω αρχικά σαν demos μόνος μου, τα οποία στη συνέχεια δουλεύουμε μαζί με τον Νίκο. Αυτά τα αρχικά κομμάτια είναι άναρχα φτιαγμένα, ακατέργαστα και πρωτόλεια, γιατί πρέπει να τα αποτυπώσω ακριβώς τη στιγμή που γεννιέται η έμπνευση. Από την άλλη, ο Νίκος έχει τη μοναδική ικανότητα να κάνει τα πάντα να φαίνονται εύκολα και να εξελίσσει τις ιδέες, πηγαίνοντάς τες ένα βήμα παραπέρα. Συχνά χρειάζεται να αντιμετωπίσει το δημιουργικό μου χάος και να διαλέξουμε μαζί ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές επιλογές. Υπάρχουν ιδέες που δεν λειτουργούν άμεσα ή που χρειάζονται το χρόνο τους για να ωριμάσουν. Υπάρχουν όμως και κομμάτια που γεννιούνται τόσο εύκολα, σχεδόν αβίαστα. Τώρα που δουλεύουμε ξανά μαζί, βρίσκω τεράστια έμπνευση στη συνεργασία μας. Ξέρω ότι ο Νίκος μπορεί να μετατρέψει οποιαδήποτε ιδέα ή πρωτόλειο demo σε μια εξαιρετική παραγωγή. Πέρα από το ταλέντο του ως μουσικός, έχει από πάντα εξαιρετική αντίληψη και στο τεχνικό κομμάτι, ακόμα και αν στο παρελθόν συνεργαζόμασταν με sound engineers. Εντυπωσιάζομαι συνεχώς με το πόσο γρήγορα μαθαίνει οτιδήποτε καινούργιο. Ο αυθορμητισμός παραμένει θεμελιώδες στοιχείο στη διαδικασία μας. Συχνά, μπορεί να προτιμώ το πρώτο take, ειδικά όταν πρόκειται για φωνητικά, γιατί τότε το συναίσθημα είναι φρέσκο και αληθινό. Όσο περισσότερο επαναλαμβάνω κάτι, υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί ένα μέρος της μαγείας που είχε η πρώτη σύλληψη ενός στίχου ή μιας ιδέας…
Η μουσική, όχι σε είδη, αλλά γενικότερα, μπορεί να αποτελέσει μια αντίσταση ή, ενδεχομένως, μιαν απάντηση στην παρακμή των καιρών μας, και με ποιον τρόπο;
Ν: Παλιότερα θα απαντούσα αμέσως ότι η Τέχνη είναι η αντίσταση στην παρακμή κάθε καιρού. Παλιότερα όμως ήμουν νεότερος και πολύ σίγουρος για τα πράγματα. Όσο μεγαλώνω τόσο μεγαλώνουν και οι αμφιβολίες μου.
Α: Η μουσική είναι τρόπος ζωής και ίσως το τελευταίο που θα μείνει από εμάς, εννοώ τους In Trance 95, όχι την ανθρωπότητα… Θα υπάρχει η μουσική μας και αφότου φύγουμε. Η παρακμή ίσως φαίνεται περισσότερο στην Ελλάδα γιατί η αλήθεια είναι δεν έχουμε ούτε καν καλή εμπορική μουσική. Ακόμη και στη Νότιο Κορέα, βγαίνει προϊόν παγκόσμιας κατανάλωσης αλλά με ποιοτικά στοιχεία και ταλέντο. Δες ολα τα solo των Blackpink, πολυ δουλειά. Στη Βρετανία υπάρχει και κιθαριστικη μουσική που πουλάει όπως οι Idles, Fontaine’s DC, Last Dinner Party, Nick Cave που ανεβαινουν στη κορυφη των album charts ανάμεσα σε κακή, αλλά και καλή εμπορική pop, όπως η Carpenter, που κακή δεν την λες, είναι για πιο νεανικό κοινό, ή η Charlie XCX. Εδώ όμως στην Ελλάδα έχει επικρατήσει ένα είδος στις πιο νέες ηλικίες ειδικά στα αγόρια. Όπως πολύ σωστά λέει ο Γιάννης Πετρίδης, τουλάχιστον τα νέα κορίτσια στην Ελλάδα ακούνε και Arctic Monkeys (έστω και ας είναι μόνο για τον Turner), Rosalia και αλλα πράγματα, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται τα αγόρια έχουν μαύρα μεσάνυχτα. Δεν μιλάω για τους δημιουργούς, γιατί σέβομαι κάθε καλλιτέχνη από οποίο είδος και αν προέρχεται. Το κοινό όμως μου κάνει εντύπωση. Που καταναλώνει πολύ σκουπίδι στο Ίντερνετ, σήμερα που υπάρχει πρόσβαση στα πάντα. Όλη αυτή η επιθετικότητα, η έλλειψη ευαισθησίας, καλλιέργειας. Φυσικά θα υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που ψάχνονται, αλλά είναι δυστυχώς απελπιστικά λίγοι, είναι φανερό…
– Εσείς, τι πιστεύετε; Το streaming και οι ψηφιακές πλατφόρμες έχουν βοηθήσει ή έχουν εντελώς εμπορευματοποιήσει τη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική;
Ν: Νομίζω πως ισχύουν και τα δύο. Σίγουρα η στρατηγική που έχουν υιοθετήσει οι μεγάλες πλατφόρμες, πως η μουσική δηλαδή είναι απλά «περιεχόμενο» και ως τέτοιο πρέπει να είναι φθηνό, να ανανεώνεται κτλ. είναι ενάντια στον ίδιο τον πυρήνα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε θα μπορούσε όλος ο όγκος της μουσικής που έχει γραφτεί ποτέ να αντικατασταθεί από κομμάτια φτιαγμένα με A.I. Τα αποτελέσματα είναι σίγουρα βαρετά αλλά μία μεγάλη πλατφόρμα δε νοιάζεται, αυτό που θέλει είναι να έχει περιεχόμενο. Από την άλλη κάθε μέρα ξεπηδούν ιδέες, websites και apps που είναι στο πλευρό των δημιουργών και σκοπό έχουν να τους βοηθήσουν να προσεγγίσουν ένα κοινό, να διαθέσουν την μουσική τους με αξιοπρεπείς όρους και να ζήσουν από αυτό χωρίς να είναι σκλάβοι του «content». Κάποιες από αυτές τις νέες ιδέες ίσως να γίνουν (και μακάρι να γίνουν) το νέο Βandcamp, μία πλατφόρμα που άλλαξε δραστικά τις ισορροπίες όταν εμφανίστηκε, και βοήθησε πάρα πολύ τους μουσικούς. Δεν ξέρω πως θα συνεχίσουν τα πράγματα, το πρόσφατο παρελθόν προδίδει πως μάλλον δεν θα ‘πρεπε να είμαστε αισιόδοξοι, παρόλα αυτά πάντα πιστεύω πως οι νέες ιδέες θα χτυπούν την αχίλλειο πτέρνα του corporate, το «αλόγιστο κέρδος».
Α: Δεν μπορείς να σταματήσεις τη τεχνολογία. Θα εξελίσσεται συνέχεια και ακόμη γρηγορότερα. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν στα 80s είχα πάντα μπροστά μου και δωρεάν, έτσι λέω και τώρα. Αλλά, βέβαια, ίσως ξεχνώ την ομορφιά της ιεροτελεστίας… Κάθε φορά στο δισκάδικο, ψάχνοντας ανάμεσα στις νέες κυκλοφορίες, ακόμη και στο επίπεδο συζητήσεων και νέων γνωριμιών. Και το συναίσθημα όταν είχες αγοράσει τον δίσκο και τον είχες στα χέρια σου ήταν μοναδικό. Μάλλον για άλλη μια φορά είναι ζήτημα ισορροπίας. Η προσβασιμότητα στη πληροφορία, γρηγορότερη από ποτέ, έχει δώσει μια αμεσότητα που δεν υπήρχε πριν. Βέβαια αυτή η ίδια η πρόσβαση στη πληροφορία έχει αντικαταστήσει τη γνώση. Όμως κάποιος με μουσικά ακούσματα και εκπαιδευμένο αυτί μπορεί να βρει διαμάντια στο Ίντερνετ από όλες τις εποχές βέβαια.
– Δεν είμαι τόσο σίγουρος για τη γνώση, όσο για την μνήμη… Αυτή νομίζω ότι υποφέρει περισσότερο από την πληροφορία…
Α: Ναι, κάπου έχουν μπερδευτεί όλα, παρελθόν με παρόν, αμέτρητα flashbacks, αμέτρητα reissues, συλλογές με obscure tracks του παρελθόντος, όπως και στην Minimal Wave και σε άλλα τόσα labels, αλλά, από την άλλη, αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι. Και λογικό ειναι, γιατί έχει να κάνει με το πέρασμα του χρόνου. Υπάρχει περισσότερο υλικό ενώ ταυτόχρονα έχει ψηφιοποιηθεί πολύ υλικό που αλλιώς θα είχε χαθεί. Αυτό ισχύει ακόμη και για τους In Trance 95 και όλα τα σχήματα που δεν ήταν σε μεγάλες πολυεθνικές ή βρετανικές ανεξάρτητες. Και ταυτόχρονα παντού υπάρχουν νέοι δημιουργοί που γράφουν ηλεκτρονική μουσική στο σπίτι και περιμένουν να ανακαλυφθούν, αλλά ναι, προφανώς υπάρχει ένα τεράστιο μέγεθος παραγωγής.
– Η ιστορία της ποπ κουλτούρας είναι γνωστό ότι κάνει κύκλους, και κάθε τόσο όλο και μια νέα αναβίωση κάνει την εμφάνιση της, είτε αυτούσια είτε χωμένη μέσα σε νέα είδη. Ποιας μουσικής την αναβίωση δεν θα θέλατε να ξαναζήσετε και ποιας θα θέλατε;
N: Ίσως το Nu Metal; Πάντως πολλές φορές η αναβίωση ενός είδους το ανανεώνει κιόλας οπότε στην περίπτωση του Nu Metal μόνο καλύτερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Άρα μάλλον καλοδεχούμενο κι αυτό.
– Σήμερα, πώς παραμένετε εμπνευσμένοι και ενεργοί, ειδικά σε τόσο δύσκολες περιόδους;
Ν: Το να προσπαθείς να παραμένεις ενεργός και να αντλείς έμπνευση είναι αυτό που σε βοηθάει σε μία δύσκολη περίοδο, είτε προσωπική είτε ευρύτερη. Επίσης, δεν νομίζω πως έχουμε επιλογή, η μουσική είναι το safe-space μας και εκεί μέσα ζούμε και αναπνέουμε ελεύθερα, και χωρίς στρες. Το safe-space αυτό θα το εγκαταλείψουμε μαζί με τα εγκόσμια.
– Στην εποχή της υπερπληροφόρησης και του ΑΙ ποια θεωρείτε ως τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορούν να «ανοίξουν» την ψυχή μας;
Ν: Α, εδώ, θα αφήσω τον Άλεξ να αναπτύξει…
Α: Ναι, κοιτάξτε, θα το περιγράψω απλά… Είμαστε σχεδόν αόρατοι, πάνω σε έναν βράχο που περιστρέφεται γύρω από μια τεράστια πύρινη μπάλα, με απέραντες αποστάσεις να μας χωρίζουν από το υπόλοιπο σύμπαν. Κι όμως, αυτό το σύστημα είναι απειροελάχιστο μπροστά στο μέγεθος του γαλαξία. Και αν επεκταθούμε στα μεγέθη του σύμπαντος, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ασύλληπτα. Η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο με ταχύτητα που ξεπερνά τα 100.000 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ ο ίδιος ο γαλαξίας μας στροβιλίζεται με πάνω από 200 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Εμείς, τόσο μικροί, δεν αντιλαμβανόμαστε αυτή την κίνηση, αλλά έχουμε τα μέσα να τη μελετήσουμε. Σε κοσμικά μεγέθη, η ανθρώπινη ζωή δεν διαρκεί ούτε ένα δευτερόλεπτο. Μιλάμε πάντα για το 4% του σύμπαντος καθώς ακόμη δεν γνωρίζουμε το υπόλοιπο 96%.
Το υπόλοιπο παραμένει ένα μυστήριο: περίπου 28% σκοτεινή ύλη και 68% σκοτεινή ενέργεια. Η σκοτεινή ενέργεια, η οποία προκαλεί την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος με ταχύτητα που ξεπερνά αυτή του φωτός, αποτελεί το μεγαλύτερο αίνιγμα της σύγχρονης επιστήμης. Ακόμα και σήμερα, δεν έχουμε βρει τη θεωρία που ενώνει την κβαντική φυσική με τη γενική σχετικότητα. Οι νέες θεωρίες συζητούν αν το «Big Bang» ήταν πραγματικά η αρχή, αλλά το τι υπήρχε πριν από αυτό παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί. Η Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου, το απομεινάρι της ακτινοβολίας από το πρώιμο σύμπαν, έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις και συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία για τη μεγάλη έκρηξη. Είχαμε γράψει κι ένα κομμάτι για αυτή την ακτινοβολία, το “Cosmic Microwave Background Radiation”.
My point is «η ζωή είναι όμορφη μεν, αλλα παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο». Γνωρίζουμε πλέον ότι η ύλη είναι ψευδαίσθηση. Κάτι που βιώνουμε μέσω των πέντε αισθήσεων μας και διαρκεί τόσο λίγο. Η αγάπη είναι το πιο σημαντικό, σε ένα κόσμο τόσο εθισμένο στην ύλη. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως Ύλη, δεν είναι παρά ιδεατές και μη αισθητές γεωμετρικές μορφές και σχήματα του Κενού μαθηματικού χώρου. Σε εκατό χρόνια, σχεδόν κανένας από εμάς δεν θα υπάρχει. Ίσως κάποιος τότε να ανακαλύψει τους In Trance 95 ή ακόμα και αυτήν εδώ τη συνέντευξη. Είσαι νέος και βιώνεις έρωτες, πάθη και κάνεις τέχνη. Μια μέρα ξυπνάς και συνειδητοποιείς πως ο χρόνος, που μετράμε με τόση εμμονή έχει περάσει. Ο χρόνος που είναι επίσης σχετικός. Κάποτε φαινόταν ατελείωτος, φαίνεται ξαφνικά να χάνεται. Η φθορά, ως ρυθμός, αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο του σύμπαντος και η κατάληξη αναπόφευκτη: η μέγιστη εντροπία, πλήρης ενεργειακή ομοιομορφία.
– Άλεξ, με κάλυψες πλήρως με αυτήν την απάντηση… Εσύ, Νίκο, πέρα από την μουσική, τι αξιολογείς ως απαραίτητα στη δική σου «γεμάτη» ζωή;
Ν: Την ψυχική ηρεμία, μόνο… Δεν έρχεται συχνά, αλλά όταν αποφασίζει να μας επισκεφθεί, η ζωή είναι πραγματικά «γεμάτη».
➪ ΙΝΦΟ: Οι In Trance 95 επιστρέφουν με νέο υλικό που θα ακουστεί ζωντανά για πρώτη φορά στη σκηνή του Piraeus Club Academy, τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.