Η Ξένια Ντάνια μοιάζει να κινείται σε μια παράλληλη διάσταση, εκεί όπου η τέχνη δεν είναι απλώς κάποιος ρόλος, αλλά μια διαδρομή αυτογνωσίας. Αρκετοί τη γνώρισαν μέσα από την καθηλωτική της παρουσία στην “Πλατεία Αμερικής” του Γιάννη Σακαρίδη ή το αισθαντικό “Motorway 65” της Εύης Καλογηροπούλου. Άλλοι τη θυμούνται από την ευαίσθητη «θητεία» της στην ΕΡΤ ή το ανεξίτηλο σημάδι που άφησε στο “Milky Way” του βραβευμένου Βασίλη Κεκάτου.
Όμως, η Ξένια δεν είναι απλώς μία ακόμα νεαρά ηθοποιός του σήμερα. Είναι ένα κορίτσι που βουτάει βαθιά μόνο σε ό,τι την εκφράζει και αγγίζει τις δικές της αλήθειες. Οι ρόλοι της δεν θέλει να είναι απλώς επιφάνειες, αλλά ανοιχτές χαραμάδες σε ένα δωμάτιο γεμάτο κρυμμένες ιστορίες, όπου το έμφυλο φορτίο μεταμορφώνεται σε φλόγα που καίει τα στερεότυπα. Μέσα από τις επιλογές της υπενθυμίζει πως η γυναικεία ταυτότητα δεν είναι ούτε εξιδανίκευση ούτε κατασκευή – είναι μια ανεξάντλητη πηγή δύναμης και ευαλωτότητας, που η ίδια μετατρέπει σε καλλιτεχνική πράξη.
Αν η τέχνη είναι καθρέφτης, η Ξένια Ντάνια κρατά τον δικό της με σταθερό χέρι, δείχνοντάς μας πως η ομορφιά βρίσκεται στην αλήθεια που τολμά να ξεγυμνωθεί.
– Πως προέκυψε η συμμετοχή σου στην “Αμφιβολία” του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ;
Πρώτον, ήταν η πρόταση του σκηνοθέτη μας Γιώργου Παπαγεωργίου να υποδυθώ την κ. Μίλερ, στην οποία έπαιζε η σπουδαία Βαιόλα Ντέιβις στην ομώνυμη ταινία. Δεν μπορούσα να αρνηθώ μια τέτοια ευκαιρία, είναι ένας ρόλος με ειδικό βάρος παρότι έχει ένα πέρασμα λίγων λεπτών από τη σκηνή. Είναι ένας ρόλος που συμπυκνώνει μια εποχή και τον τρόπο που βλέπουν οι άνθρωποι τους γύρω του, την σχέση και τον δεσμό μεταξύ μας. Δεύτερον, το ίδιο το έργο πέρα από τον ρόλο είναι πολύ επίκαιρο το τι μπορεί να φτιάξει η αμφιβολία, είναι μια σπουδή πάνω στο αμφιλεγόμενο και αυτό γιατί πέρα του ότι το σκηνικό πλαίσιο είναι αυτό της μεταπολεμικής Αμερικής ακουμπάει και στο σήμερα, στην ψηφιακή εποχή και τις αμφιβολίας που γεννάει. Κατά κόρον και σήμερα μια λεζάντα στα σόσιαλ μιντια, μια αμφιβολία καθόλου εμπεδωμένη, γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει μια διαδικασία αμφισβήτησης που υπό όρους μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή.
– Το θεατρικό είναι παράλληλα ένα γνωσιολογικό παιχνίδι μυστηρίου. Αυτό πόσο ενδιαφέρουσα καθιστά την δική σου εμπειρία ως ηθοποιού;
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, εσύ ο ίδιος μαθαίνεις να κινείσαι με αφορμή την παράσταση πέρα από στρατόπεδα. Αυτό με δυσκόλεψε στην σκηνή και με εμπόδισε να καταλάβω τον ρόλο που υποδύομαι, τον ρόλο μιας γυναίκας που πρέπει να θυσιάσει κάτι από το παιδί της για να έχει αυτό μια καλύτερη ζωή μακροπρόθεσμα. Δεν συμφωνώ με τον χαρακτήρα μου ηθικά αλλά είναι ωραίο να «βουτάς» σε νερά που ακόμη κι αν σε φοβίζουν σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου και με τα διλήμματα των άλλων. Είναι μια πρόκληση με όρους υποκριτικούς και ανθρώπινους, σε ξεβολεύει με θετικό τρόπο. Και αξίζει να ξεβολεύεσαι όταν πρόκειται να καταπιαστείς με κάτι που σε πάει παρακάτω, που σε κάνει να γουστάρεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την πρεμιέρα της παράστασης ένιωσα να αποσυναρμολογούμαι παρότι προηγουμένως θεωρούσα πως είχα βρει τον άξονά μου. Ε, αυτή η συνθήκη σε προχωράει στο πως αντιλαμβάνεσαι ρόλους της ζωής για να τους επαναφέρεις στη σκηνή με σκοπό να δώσεις μια δεύτερη αλήθεια.
– Παράλληλα με το θέατρο υπάρχει η εμπειρία σου πάλι ως μητρική φιγούρα στην “Παραλία”, όπου υποδύεσαι την Τες Γουίλσον. Πως είναι αυτή η εμπειρία;
Το τραύμα της Τες είναι διαφορετικό, παρότι και αυτό μητρικό. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ερωτεύεται έναν παντελώς ασύμβατο με την ίδια και τον τρόπο ζωής της άνθρωπο και προσπαθεί να διορθώσει το κόστος μιας περιπέτειας αφού έχει υποστεί μια κατάρρευση, φέρει το τραύμα της εγκατάλειψης ενός παιδιού. Είναι μια διαφορετικού είδους φιγούρα από την θεατρική, οι συμβιβασμοί τους οποίους κάνει η Τες είναι προς όφελος και της ίδιας, το παιδί γίνεται μεγαλύτερη έγνοια και προτεραιότητα μετά από την αποχώρηση. Επομένως, έχουμε μια διαφορετική μητρική ιστορία να έρχεται στο προσκήνιο, γεγονός πολύ γόνιμο για μένα σε ό,τι αφορά το υποκριτικό σκέλος. Το ευτύχημα με την “Παραλία” είναι ότι σου δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσεις ταλαντούχους ανθρώπους και με επαγγελματισμό τέτοιο που δεν ταιριάζει σε καθημερινή σειρά. Ξοδεύτηκε φαιά ουσία σε γυρίσματα που δεν τα έχουμε συνηθίσει σε επίπεδο προεργασίας.
– Υπάρχει και η αγάπη σου για το σινεμά, πρόσφατα προβλήθηκε μια ταινία στην οποία συμμετείχες.
Το σινεμά είναι λατρεία. Συμμετείχα πρόπερσι το καλοκαίρι στην ταινία του Αντώνη Τσώνη που λέγεται “Brando with a glass eye” με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Νιάρο, έκανε πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας και μετά βρήκε τον δρόμο του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σε αυτή την περίπτωση το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ακολουθούμε τη ζωή ενός method actor και αφιερώνουμε χρόνο ώστε να δούμε τα αδιέξοδα ενός ηθοποιού για να κάνει την Τέχνη του. Εγώ υποδύομαι μια γυναίκα που αποτελεί και το ερωτικό ενδιαφέρον του Λουκά και μαζί με τη Χαρά Μάτα Γιαννάτου που παίζει την σύντροφό μου «ανοίγουμε» την πλοκή πέρα από τον κόσμο του κεντρικού ήρωα. Το ιδιαίτερο στοιχείο της ταινίας είναι αυτή η εξερεύνηση του υποκριτικού σύμπαντος ενός ηθοποιού. Έχει μάλιστα πλάκα ότι μετά την πρεμιέρα σε ένα μικρό Q&A μια κυρία ρώτησε αν οι ηθοποιοί ακολουθούν αυτό το τέμπο στη ζωή τους, πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν ισχύει.
– Παράλληλα, δραστηριοποιείσαι στον οργανισμό Human Cast, που έχει σκοπό τη συμπεριληπτικότητα καλλιτεχνών που εκπροσωπούν μειονοτικές ομάδες. Μίλησε μας για αυτή την εμπειρία.
Προέκυψε λίγο πριν την καραντίνα, όταν βρισκόμουν σε μια φάση όπου συμμετείχα σε ένα μιούζικαλ με πολλούς μαύρους χαρακτήρες και ανάμεσά τους υπήρχε μια αρχετυπική φιγούρα μαύρης γυναίκας που ήταν σημαντικό να παιχτεί από μια μαύρη γυναίκα. Διακριτικά τους ρώτησα πως θα γίνει, αν θα χρησιμοποιηθεί κάποιου τύπου blackface. Έφυγα από την παραγωγή για να διαπιστώσω αργότερα ότι έγινε ένα εξευγενισμένο blackface, με συγκεκριμένες «τεχνικές» μεθόδους. Άρχισα να παρατηρώ έκτοτε το πόσο συμπεριληπτική δεν είναι η ελληνική τηλεόραση και κοινωνία ως προς τους μαύρους χαρακτήρες. Και καλώς ή κακώς επειδή η τηλεόραση είναι μαζικό μέσο διαμόρφωσης στερεοτύπων, «τρως» ότι σου σερβίρει παθητικά, η εικόνα μιας μαύρης γυναίκας ή ενός ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου παίζει ρόλο για τις αναπαραστάσεις που εμπεδώνονται στο μυαλό των συμπολιτών μας. Το Human Cast γεννήθηκε λοιπόν ακριβώς από την πεποίθηση ότι υπάρχει πρόβλημα, και μέσα από σεμινάρια ενημερωτικού χαρακτήρα σε εταιρίες παραγωγής και σεναριογράφους προσπαθούμε να δείξουμε πόσο σημαντικό είναι να αφήσουμε πίσω μας τα στερεότυπα. Τρέχουμε μια σειρά δράσεων σε αυτή την κατεύθυνση και κάθε Δεκέμβρη διοργανώνουμε ένα τριήμερο πολυθεματικό φεστιβάλ για τους ωφελούμενούς μας που περιλαμβάνει θέατρο, μουσική και χορό. Και θίγουμε πέρα από την φυλετική διάσταση, το ζήτημα της ψυχικής υγείας, της σωματικής ποικιλομορφίας, όλο το φάσμα των μειονοτήτων και την εκπροσώπησή τους στις Τέχνες. Να σημειώσω εδώ πως χωρίς τη Μαίρη Σακελλαρίου και την Αικατερίνη Κονταρίνη τίποτα δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα.
– Δεν σε γεμίζει αισιοδοξία ότι αυτή η τάση δείχνει να αλλάζει πια;
Τα πράγματα πάνε μόνο καλύτερα τα τελευταία χρόνια αλλά ακόμη υπάρχουν πολλά κακώς κείμενα που πρέπει να αναδειχθούν και να τα αφήσουμε πίσω μας. Και υπάρχουν δημιουργοί σε τηλεόραση, θέατρο και κινηματογράφο που προς τιμήν τους κάνουν πράγματα ώστε να υπάρχει ορατότητα. Το “Μilky Way” για παράδειγμα, στο οποίο είχα χαρά να συμμετέχω είναι μια πρόοδος αν αναλογιστούμε πως αποτυπώνονταν μέχρι και πρόσφατα οι μαύρες γυναίκες ή οι γκέι άνδρες στην οθόνη. Αλλά σίγουρα εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα. Χρειάστηκε να κάνω μια σχετική έρευνα μέχρι και δύο χρόνια πριν την καραντίνα για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι πόσο στερεοτυπικά και ρατσιστικά αντιμετωπίζεται μια μερίδα της κοινωνίας μας. Υπήρχαν σειρές με 40 χαρακτήρες και απουσίαζαν Αφροέλληνες, ενώ όσοι μαύροι χαρακτήρες υπήρχαν μιλούσαν με σπαστά ελληνικά και είχαν απίστευτα εξωτικά ονόματα.
– Μένεις στην Κυψέλη τα τελευταία χρόνια. Τι σε χαλάει και τι σε φτιάχνει στην γειτονιά και την ευρύτερη Αθήνα;
Mε ενοχλεί ότι έχουμε τόσα πολλά σκουπίδια, η πόλη είναι βρώμικη με γωνίες που θυμίζουν δημόσιες τουαλέτες, λες και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτή να μη νοιάζονται. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα έχει μια μποέμικη αίσθηση, είναι ποικιλόμορφη πόλη, Κυψέλη, Παγκράτι και Εξάρχεια για να δώσω ένα παράδειγμα είναι διαφορετικές πόλεις μέσα στο όλο οικοσύστημα που αποτελεί το σύνολο της μεγαλούπολης. Αν βαρεθείς τη μια περιοχή πας στην άλλη, βλέπεις διαφορετικές τάσεις, στέκια και μέρη. Έχουμε το Λόφο Φιλοπάππου, τον Λυκαβηττό, αν και είναι πόλη με λίγο πράσινο αλλά υπάρχουν ανάσες μέσα της. Δεν σου κρύβω βέβαια πως η Αθήνα –που τη θεωρώ σπίτι μου– δεν είναι η μόνη μου αγάπη. Λατρεύω επίσης τη Σαμοθράκη, το Σάος την κάνει να μοιάζει με βουνό που επιπλέει, την έχω συνδέσει με πολύ όμορφες στιγμές και επιστρέφω πάντα σε αυτή νοερά. Επίσης, κάποια στιγμή θα ήθελα να ζήσω σε μια μητρόπολη του εξωτερικού.
– Υπάρχουν προτιμήσεις σε αυτό το όνειρο;
Όνειρό μου είναι κάποια μέρα να ζήσω κάπου εκτός Αθηνών, συγκεκριμένα στο Παρίσι, λατρεύω το Παρίσι. Μου αρέσουν οι πολύ μεγάλες πόλεις, μου αρέσει ο κόσμος που ζεις μέσα τους και κρύβει δεύτερους, μικρότερους κόσμους που συμπληρώνονται. Μου αρέσουν ωστόσο και τα απομονωμένα, εξωτικά μέρη του χάρτη, μου έχει καρφωθεί για παράδειγμα ένα ταξίδι στο νησί Λομπόκ στην Ινδονησία. Υπάρχει με λίγα λόγια μια διάθεση μέσα μου που έχω εντοπίσει να γνωρίζομαι με διαφορετικά περιβάλλοντα και πάντα ανάλογα με τις φάσεις της χρονιάς και της ζωής μου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μέρη που διαλέγω να ταξιδεύω. Μου αρέσουν πολύ τα ξενοδοχεία, η άνεσή τους αλλά παράλληλα τρελαίνομαι για ελεύθερο κάμπινγκ, με εξιτάρει η αίσθηση να περιορίζονται οι ανάγκες σου στις πολύ βασικές, κατορθώνεις ένα άδειασμα πρωτόγνωρο που σε γεμίζει με ενέργεια για να συνεχίσεις την αστική ζωή.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Η Ξένια Ντάνια μοιάζει να κινείται σε μια παράλληλη διάσταση, εκεί όπου η τέχνη δεν είναι απλώς κάποιος ρόλος, αλλά μια διαδρομή αυτογνωσίας. Αρκετοί τη γνώρισαν μέσα από την καθηλωτική της παρουσία στην “Πλατεία Αμερικής” του Γιάννη Σακαρίδη ή το αισθαντικό “Motorway 65” της Εύης Καλογηροπούλου. Άλλοι τη θυμούνται από την ευαίσθητη «θητεία» της στην ΕΡΤ ή το ανεξίτηλο σημάδι που άφησε στο “Milky Way” του βραβευμένου Βασίλη Κεκάτου.
Όμως, η Ξένια δεν είναι απλώς μία ακόμα νεαρά ηθοποιός του σήμερα. Είναι ένα κορίτσι που βουτάει βαθιά μόνο σε ό,τι την εκφράζει και αγγίζει τις δικές της αλήθειες. Οι ρόλοι της δεν θέλει να είναι απλώς επιφάνειες, αλλά ανοιχτές χαραμάδες σε ένα δωμάτιο γεμάτο κρυμμένες ιστορίες, όπου το έμφυλο φορτίο μεταμορφώνεται σε φλόγα που καίει τα στερεότυπα. Μέσα από τις επιλογές της υπενθυμίζει πως η γυναικεία ταυτότητα δεν είναι ούτε εξιδανίκευση ούτε κατασκευή – είναι μια ανεξάντλητη πηγή δύναμης και ευαλωτότητας, που η ίδια μετατρέπει σε καλλιτεχνική πράξη.
Αν η τέχνη είναι καθρέφτης, η Ξένια Ντάνια κρατά τον δικό της με σταθερό χέρι, δείχνοντάς μας πως η ομορφιά βρίσκεται στην αλήθεια που τολμά να ξεγυμνωθεί.
– Πως προέκυψε η συμμετοχή σου στην “Αμφιβολία” του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ;
Πρώτον, ήταν η πρόταση του σκηνοθέτη μας Γιώργου Παπαγεωργίου να υποδυθώ την κ. Μίλερ, στην οποία έπαιζε η σπουδαία Βαιόλα Ντέιβις στην ομώνυμη ταινία. Δεν μπορούσα να αρνηθώ μια τέτοια ευκαιρία, είναι ένας ρόλος με ειδικό βάρος παρότι έχει ένα πέρασμα λίγων λεπτών από τη σκηνή. Είναι ένας ρόλος που συμπυκνώνει μια εποχή και τον τρόπο που βλέπουν οι άνθρωποι τους γύρω του, την σχέση και τον δεσμό μεταξύ μας. Δεύτερον, το ίδιο το έργο πέρα από τον ρόλο είναι πολύ επίκαιρο το τι μπορεί να φτιάξει η αμφιβολία, είναι μια σπουδή πάνω στο αμφιλεγόμενο και αυτό γιατί πέρα του ότι το σκηνικό πλαίσιο είναι αυτό της μεταπολεμικής Αμερικής ακουμπάει και στο σήμερα, στην ψηφιακή εποχή και τις αμφιβολίας που γεννάει. Κατά κόρον και σήμερα μια λεζάντα στα σόσιαλ μιντια, μια αμφιβολία καθόλου εμπεδωμένη, γίνεται αφορμή για να ξεκινήσει μια διαδικασία αμφισβήτησης που υπό όρους μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή.
– Το θεατρικό είναι παράλληλα ένα γνωσιολογικό παιχνίδι μυστηρίου. Αυτό πόσο ενδιαφέρουσα καθιστά την δική σου εμπειρία ως ηθοποιού;
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, εσύ ο ίδιος μαθαίνεις να κινείσαι με αφορμή την παράσταση πέρα από στρατόπεδα. Αυτό με δυσκόλεψε στην σκηνή και με εμπόδισε να καταλάβω τον ρόλο που υποδύομαι, τον ρόλο μιας γυναίκας που πρέπει να θυσιάσει κάτι από το παιδί της για να έχει αυτό μια καλύτερη ζωή μακροπρόθεσμα. Δεν συμφωνώ με τον χαρακτήρα μου ηθικά αλλά είναι ωραίο να «βουτάς» σε νερά που ακόμη κι αν σε φοβίζουν σε φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό σου και με τα διλήμματα των άλλων. Είναι μια πρόκληση με όρους υποκριτικούς και ανθρώπινους, σε ξεβολεύει με θετικό τρόπο. Και αξίζει να ξεβολεύεσαι όταν πρόκειται να καταπιαστείς με κάτι που σε πάει παρακάτω, που σε κάνει να γουστάρεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την πρεμιέρα της παράστασης ένιωσα να αποσυναρμολογούμαι παρότι προηγουμένως θεωρούσα πως είχα βρει τον άξονά μου. Ε, αυτή η συνθήκη σε προχωράει στο πως αντιλαμβάνεσαι ρόλους της ζωής για να τους επαναφέρεις στη σκηνή με σκοπό να δώσεις μια δεύτερη αλήθεια.
– Παράλληλα με το θέατρο υπάρχει η εμπειρία σου πάλι ως μητρική φιγούρα στην “Παραλία”, όπου υποδύεσαι την Τες Γουίλσον. Πως είναι αυτή η εμπειρία;
Το τραύμα της Τες είναι διαφορετικό, παρότι και αυτό μητρικό. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ερωτεύεται έναν παντελώς ασύμβατο με την ίδια και τον τρόπο ζωής της άνθρωπο και προσπαθεί να διορθώσει το κόστος μιας περιπέτειας αφού έχει υποστεί μια κατάρρευση, φέρει το τραύμα της εγκατάλειψης ενός παιδιού. Είναι μια διαφορετικού είδους φιγούρα από την θεατρική, οι συμβιβασμοί τους οποίους κάνει η Τες είναι προς όφελος και της ίδιας, το παιδί γίνεται μεγαλύτερη έγνοια και προτεραιότητα μετά από την αποχώρηση. Επομένως, έχουμε μια διαφορετική μητρική ιστορία να έρχεται στο προσκήνιο, γεγονός πολύ γόνιμο για μένα σε ό,τι αφορά το υποκριτικό σκέλος. Το ευτύχημα με την “Παραλία” είναι ότι σου δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσεις ταλαντούχους ανθρώπους και με επαγγελματισμό τέτοιο που δεν ταιριάζει σε καθημερινή σειρά. Ξοδεύτηκε φαιά ουσία σε γυρίσματα που δεν τα έχουμε συνηθίσει σε επίπεδο προεργασίας.
– Υπάρχει και η αγάπη σου για το σινεμά, πρόσφατα προβλήθηκε μια ταινία στην οποία συμμετείχες.
Το σινεμά είναι λατρεία. Συμμετείχα πρόπερσι το καλοκαίρι στην ταινία του Αντώνη Τσώνη που λέγεται “Brando with a glass eye” με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Νιάρο, έκανε πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας και μετά βρήκε τον δρόμο του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σε αυτή την περίπτωση το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ακολουθούμε τη ζωή ενός method actor και αφιερώνουμε χρόνο ώστε να δούμε τα αδιέξοδα ενός ηθοποιού για να κάνει την Τέχνη του. Εγώ υποδύομαι μια γυναίκα που αποτελεί και το ερωτικό ενδιαφέρον του Λουκά και μαζί με τη Χαρά Μάτα Γιαννάτου που παίζει την σύντροφό μου «ανοίγουμε» την πλοκή πέρα από τον κόσμο του κεντρικού ήρωα. Το ιδιαίτερο στοιχείο της ταινίας είναι αυτή η εξερεύνηση του υποκριτικού σύμπαντος ενός ηθοποιού. Έχει μάλιστα πλάκα ότι μετά την πρεμιέρα σε ένα μικρό Q&A μια κυρία ρώτησε αν οι ηθοποιοί ακολουθούν αυτό το τέμπο στη ζωή τους, πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν ισχύει.
– Παράλληλα, δραστηριοποιείσαι στον οργανισμό Human Cast, που έχει σκοπό τη συμπεριληπτικότητα καλλιτεχνών που εκπροσωπούν μειονοτικές ομάδες. Μίλησε μας για αυτή την εμπειρία.
Προέκυψε λίγο πριν την καραντίνα, όταν βρισκόμουν σε μια φάση όπου συμμετείχα σε ένα μιούζικαλ με πολλούς μαύρους χαρακτήρες και ανάμεσά τους υπήρχε μια αρχετυπική φιγούρα μαύρης γυναίκας που ήταν σημαντικό να παιχτεί από μια μαύρη γυναίκα. Διακριτικά τους ρώτησα πως θα γίνει, αν θα χρησιμοποιηθεί κάποιου τύπου blackface. Έφυγα από την παραγωγή για να διαπιστώσω αργότερα ότι έγινε ένα εξευγενισμένο blackface, με συγκεκριμένες «τεχνικές» μεθόδους. Άρχισα να παρατηρώ έκτοτε το πόσο συμπεριληπτική δεν είναι η ελληνική τηλεόραση και κοινωνία ως προς τους μαύρους χαρακτήρες. Και καλώς ή κακώς επειδή η τηλεόραση είναι μαζικό μέσο διαμόρφωσης στερεοτύπων, «τρως» ότι σου σερβίρει παθητικά, η εικόνα μιας μαύρης γυναίκας ή ενός ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου παίζει ρόλο για τις αναπαραστάσεις που εμπεδώνονται στο μυαλό των συμπολιτών μας. Το Human Cast γεννήθηκε λοιπόν ακριβώς από την πεποίθηση ότι υπάρχει πρόβλημα, και μέσα από σεμινάρια ενημερωτικού χαρακτήρα σε εταιρίες παραγωγής και σεναριογράφους προσπαθούμε να δείξουμε πόσο σημαντικό είναι να αφήσουμε πίσω μας τα στερεότυπα. Τρέχουμε μια σειρά δράσεων σε αυτή την κατεύθυνση και κάθε Δεκέμβρη διοργανώνουμε ένα τριήμερο πολυθεματικό φεστιβάλ για τους ωφελούμενούς μας που περιλαμβάνει θέατρο, μουσική και χορό. Και θίγουμε πέρα από την φυλετική διάσταση, το ζήτημα της ψυχικής υγείας, της σωματικής ποικιλομορφίας, όλο το φάσμα των μειονοτήτων και την εκπροσώπησή τους στις Τέχνες. Να σημειώσω εδώ πως χωρίς τη Μαίρη Σακελλαρίου και την Αικατερίνη Κονταρίνη τίποτα δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα.
– Δεν σε γεμίζει αισιοδοξία ότι αυτή η τάση δείχνει να αλλάζει πια;
Τα πράγματα πάνε μόνο καλύτερα τα τελευταία χρόνια αλλά ακόμη υπάρχουν πολλά κακώς κείμενα που πρέπει να αναδειχθούν και να τα αφήσουμε πίσω μας. Και υπάρχουν δημιουργοί σε τηλεόραση, θέατρο και κινηματογράφο που προς τιμήν τους κάνουν πράγματα ώστε να υπάρχει ορατότητα. Το “Μilky Way” για παράδειγμα, στο οποίο είχα χαρά να συμμετέχω είναι μια πρόοδος αν αναλογιστούμε πως αποτυπώνονταν μέχρι και πρόσφατα οι μαύρες γυναίκες ή οι γκέι άνδρες στην οθόνη. Αλλά σίγουρα εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα. Χρειάστηκε να κάνω μια σχετική έρευνα μέχρι και δύο χρόνια πριν την καραντίνα για να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι πόσο στερεοτυπικά και ρατσιστικά αντιμετωπίζεται μια μερίδα της κοινωνίας μας. Υπήρχαν σειρές με 40 χαρακτήρες και απουσίαζαν Αφροέλληνες, ενώ όσοι μαύροι χαρακτήρες υπήρχαν μιλούσαν με σπαστά ελληνικά και είχαν απίστευτα εξωτικά ονόματα.
– Μένεις στην Κυψέλη τα τελευταία χρόνια. Τι σε χαλάει και τι σε φτιάχνει στην γειτονιά και την ευρύτερη Αθήνα;
Mε ενοχλεί ότι έχουμε τόσα πολλά σκουπίδια, η πόλη είναι βρώμικη με γωνίες που θυμίζουν δημόσιες τουαλέτες, λες και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτή να μη νοιάζονται. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα έχει μια μποέμικη αίσθηση, είναι ποικιλόμορφη πόλη, Κυψέλη, Παγκράτι και Εξάρχεια για να δώσω ένα παράδειγμα είναι διαφορετικές πόλεις μέσα στο όλο οικοσύστημα που αποτελεί το σύνολο της μεγαλούπολης. Αν βαρεθείς τη μια περιοχή πας στην άλλη, βλέπεις διαφορετικές τάσεις, στέκια και μέρη. Έχουμε το Λόφο Φιλοπάππου, τον Λυκαβηττό, αν και είναι πόλη με λίγο πράσινο αλλά υπάρχουν ανάσες μέσα της. Δεν σου κρύβω βέβαια πως η Αθήνα –που τη θεωρώ σπίτι μου– δεν είναι η μόνη μου αγάπη. Λατρεύω επίσης τη Σαμοθράκη, το Σάος την κάνει να μοιάζει με βουνό που επιπλέει, την έχω συνδέσει με πολύ όμορφες στιγμές και επιστρέφω πάντα σε αυτή νοερά. Επίσης, κάποια στιγμή θα ήθελα να ζήσω σε μια μητρόπολη του εξωτερικού.
– Υπάρχουν προτιμήσεις σε αυτό το όνειρο;
Όνειρό μου είναι κάποια μέρα να ζήσω κάπου εκτός Αθηνών, συγκεκριμένα στο Παρίσι, λατρεύω το Παρίσι. Μου αρέσουν οι πολύ μεγάλες πόλεις, μου αρέσει ο κόσμος που ζεις μέσα τους και κρύβει δεύτερους, μικρότερους κόσμους που συμπληρώνονται. Μου αρέσουν ωστόσο και τα απομονωμένα, εξωτικά μέρη του χάρτη, μου έχει καρφωθεί για παράδειγμα ένα ταξίδι στο νησί Λομπόκ στην Ινδονησία. Υπάρχει με λίγα λόγια μια διάθεση μέσα μου που έχω εντοπίσει να γνωρίζομαι με διαφορετικά περιβάλλοντα και πάντα ανάλογα με τις φάσεις της χρονιάς και της ζωής μου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μέρη που διαλέγω να ταξιδεύω. Μου αρέσουν πολύ τα ξενοδοχεία, η άνεσή τους αλλά παράλληλα τρελαίνομαι για ελεύθερο κάμπινγκ, με εξιτάρει η αίσθηση να περιορίζονται οι ανάγκες σου στις πολύ βασικές, κατορθώνεις ένα άδειασμα πρωτόγνωρο που σε γεμίζει με ενέργεια για να συνεχίσεις την αστική ζωή.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.