Νέα Υόρκη, 1970, 42η Λεωφόρος, στην οδό Deuce. Εκεί βρίσκεται ο κινηματογράφος “EROS”. Περνάμε στο φουαγιέ, κι από κει ανεβαίνουμε τη σκάλα όπου βρίσκεται ένα διαμέρισμα. Ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα. Εκεί, στο σαλόνι, στο επίκεντρο της προσοχής όλων, βρίσκεται μια μεσήλικη γυναίκα που φορά ένα καφτάνι, μισοξαπλωμένη στον καναπέ να καπνίζει πούρα και τσιγάρα ασταμάτητα. Γύρω της είναι μαζεμένα γύρω στα δέκα άτομα που φαίνεται να κρέμονται από τα χείλη της. Μπροστά της βρίσκεται ένα μακρύ, γυάλινο τραπέζι που στηρίζεται πάνω σε δύο λευκούς ελέφαντες γεμάτο χαρτούρα. Ήταν κάτι σαν το γραφείο της. Κάτω από το τραπεζάκι βρίσκονταν πολλές χαρτοσακούλες γεμάτες μετρητά. Είναι η Τσέλι Γουίλσον, λεσβία, Ελληνοεβραία, δαιμόνια επιχειρηματίας, ιδιοκτήτρια πορνοσινεμά της Times Square της Νέας Υόρκης. Μια τρομερή επιχειρηματίας με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία. Ήταν από τους πρώτους, αν όχι η πρώτη που έφεραν τις gay ταινίες στη Νέα Υόρκη.

Ήταν μια εποχή που η 8η Λεωφόρος είχε μια ανοικτότητα και μια ελευθερία. Ήδη από το 1965 τα ήθη της Αμερικής άλλαζαν. Σε δεχόταν όπως ήσουν. Gay, μαύρος, λευκός, ντόπιος ή μετανάστης. Δε υπήρχε ρατσισμός, και η ζωή ήταν ωραία μέσα στις διάφορες αντιξοότητες. Ήταν μια περίοδος ακμής κι ελπίδας.

Πίσω στη στην Ελλάδα, ήταν πολύ δύσκολο γι΄αυτήν καθώς ήταν πολύ διάχυτος χαρακτήρας και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στα αυστηρά πρότυπα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Έμοιαζε με την Σιμόν Ντε Μπουβουάρ και την φώναζαν Σολομών Σερέρο γιατί ήταν αγοροκόριτσο. Της άρεσε το θέατρο κι έγινε πρόεδρος της θεατρικής λέσχης. Παντρεύτηκε τον πρώτο της άντρα μόνο για χάρη του πατέρα της, αλλά στη συνέχεια τον εγκατέλειψε. Σίγουρα δεν ήταν προορισμένη για το ρόλο της νοικοκυράς. Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και καθώς γνώριζε προσωπικά τον Δήμαρχο της Αθήνας Κοτζιά, έβγαλε εισιτήρια για την Αμερική, φεύγοντας το 1939 με το τελευταίο πλοίο «Νέα Ελλάς» που αναχώρησε από την Αθήνα για την Αμερική, προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Στην Θεσσαλονίκη επιβίωσε μόνο το 5% του Εβραϊκού πληθυσμού, ο αδερφός και η αδερφή της σκοτώθηκαν στο Άουσβιτς, ενώ ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε η μητέρα της.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

Η Τσέλι Γουίλσον που ταξιδεύοντας στην Αμερική γλίτωσε τελευταία στιγμή το Ολοκάυτωμα, ξεκίνησε πουλώντας κάστανα, και κατέληξε χτίζοντας τη δική της αυτοκρατορία του πάθους, επαναπροσδιορίζοντας τι πάει να πει ελληνική οικογένεια, σεξουαλικότητα και Αμερικανικό Όνειρο. Παρά τα τεράστια εμπόδια που συνάντησε στο δρόμο της, η Τσέλι κράτησε τις δικές της αξίες μέσα στον στρόβιλο που έζησε, για αυτό και αγαπήθηκε τόσο. Γιατί ήταν μια θαρραλέα, αγωνίστρια, που μοιραζόταν τα πάντα με τον κόσμο γύρω της. Αγαπούσε με πάθος τη ζωή τους ανθρώπους και τη ζωή. Παρακολουθόντας το ντοκιμαντέρ κάτι που σίγουρα θα σας αφήσει, είναι πολλαπλές δόσεις ενδυνάμωσης κι ελπίδας. 

Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης, μια παραγωγή της Exile Films, που αφηγείται την πολυτάραχη και συναρπαστική ζωή της Τσέλι Γουίλσον, που μετά την επιτυχημένη παγκόσμια πρεμιέρα της στη Νέα Υόρκη, τον περασμένο Νοέμβριο, στο Φεστιβάλ DOC NYC, και την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, την Παρασκευή 31 Μαρτίου και Παρασκευή 7 Απριλίου θα προβληθεί και στην Αθήνα στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ. Λίγες μέρες πριν την προβολή της βασίλισσας της Νέας Υόρκης στην πόλη μας, συζητήσαμε με την σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ Βάλερυ Κοντάκου, για την διαδικασία της παραγωής του ντοκιμαντέρ, για τη ζωή στη Νέα Υόρκη των ‘70s, αλλά και για την πολυσχιδή προσωπικότητα της Τσέλι Γουίλσον.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Πώς αποφασίσατε να κάνετε ένα ντοκιμαντέρ για την Τσέλι Γουίλσον, την γνωρίζατε προσωπικά;

Αρχικά η Τσέλι έγινε φίλη με τη μητέρα μου, καθώς συνεργαζόταν με τον αδερφό της που ήταν παραγωγός ταινιών στην Ελλάδα. Έτσι, όταν η μητέρα μου πήγε στη Νέα Υόρκη, ο αδερφός της της ζήτησε να επισκεφθεί την Τσέλι, να δει τον κινηματογράφο όπου παίζονταν οι ταινίες και καθώς η Τσέλι εξέπεμπε έναν μαγνητισμό, ήταν φυσικό επακόλουθο να συνάψουν αμέσως φιλίες. Κι έτσι κάποια στιγμή όταν ήμουν 15 χρονών κι αποφάσισα ότι ήθελα να δουλέψω, κατέληξα να εργάζομαι κόβωντας εισιτήρια τις Κυριακές σε έναν κινηματογράφο της Τσέλι που έπαιζε ελληνικές ταινίες για την ελληνική διασπορά. Εννοείται ότι πέραν της Κυριακής, τις υπόλοιπες μέρες έπαιζε πορνοταινίες.

– Με το ντοκιμαντέρ ήρθατε ακόμα πιο κοντά στην Τσέλι, γνωρίσατε τη ζωή της, μιλήσατε με τα παιδιά και τα εγγόνια της, τους φίλους και βέβαια τους συνεργάτες της. Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε περισσότερο στην προσωπικότητά της;

Νομίζω ότι η Τσέλι είχε μια πολύπλοκη προσωπικότητα. Ήταν και καλή και κακή, σκληρή και παράλληλα τρυφερή, τα είχε όλα αυτά, όπως επίσης και καταπληκτικό χιούμορ. Εκείνη την εποχή που την γνώρισα, αυτό που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση ήταν κυρίως η αίσθηση της ανεξαρτησίας που είχε. Φαινόταν απόλυτα ανεξάρτητη και αυτάρκης, αισθανόταν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, κι αυτό πάντα ενθουσιάζει μια γυναίκα  όταν το εντοπίζει σε μια άλλη γυναίκα, γιατί αποτελεί ένα παράδειγμα που σου δείχνει ότι είναι κάτι επιτεύξιμο.

– Πως ξεκινήσατε την καριέρα σας ως σκηνοθέτις και τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο ντοκιμαντερ συγκεκριμένα στο ως είδος;

Αρχικά ξεκίνησα επειδή σπούδασα κινηματογράφο, αλλά το ντοκιμαντέρ με γοήτευσε γιατί καταπιάνεται με αληθινούς ανθρώπους που βιώνουν πραγματικές καταστάσεις, οι οποίοι έχουν κάτι να μας δείξουν. Να δούμε πως κάποιος άλλος ζει τη ζωή του, κάτι που βρίσκω πολύ γοητευτικό. Χαρακτήρες που δεν τους έχω διαμορφώσει ή επινοήσει εγώ η ίδια, και σου ανοίγουν την πόρτα σε έναν κόσμο που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα μπορούσαμε να μπούμε.

Κινηματογράφος Άδωνης/ Από το αρχείο της οικογένειας Γουίλσον

– Κάπου λέγεται στην ταινία ότι η Τσέλι «ήταν μια Εβραία που γιόρταζε τα Χριστούγεννα σε πορνοσινεμά». Το ντοκιμαντέρ και η ζωή της φαίνεται να βασίζεται σε παραδοξότητες και αντιφάσεις. Ήταν όλα αυτά στοιχεία της επαναστατικότητάς της;

Δεν πιστεύω ότι έκανε το οτιδήποτε αντιδραστικά, απλώς έκανε αυτό που ήθελε να κάνει, κι αυτό ήταν κάτι το «φυσιολογικό» για την ίδια. Τώρα αν αυτό που ήθελε πήγαινε κόντρα με τα κατεστημένα της εποχής, θεωρώ ότι ήταν καθαρά θέμα τύχης, κι ότι δεν το έκανε επίτηδες. Έβαζε τους στόχους της, και προχωρούσε προς τα κει με έναν αρκετά ευέλικτο τρόπο.

– Βρήκα ενδιαφέρουσα την προσθήκη animation στην αφήγηση της ιστορίας, και στην οπτικοποίηση των «τυφλών» σημείων. Τι πιστεύετε εσείς γι’αυτό; Πέρα από αισθητική, έχει και χρηστική αξία;

Το ενέταξα στο ντοκιμαντέρ ακριβώς για τον λόγο ότι δεν είχα οπτικό υλικό για εκείνη την εποχή. Παράλληλα, το χρησιμοποίησα με τα δικά της λόγια, -όπου είχε δώσει μια πολύ καλή συνέντευξη στην κόρη της, στην οποία αναφέρεται κυρίως στο παρελθόν της. Καθώς δεν είχαμε στη διάθεσή μας εικόνες από το παρελθόν της για να παρουσιάσουμε, η χρήση animation μου φάνηκε σαν μια καλή γεφύρωση αυτού του χάσματος. Ένας καλός τρόπος να συνδέσουμε το παρελθόν, να δώσουμε μια αισθητική, κι αυτήν την αισθητική την απέδωσε η animator, Abhilasha Dewan, καταφέρνοντας να «πιάσει» με επιτυχία την ουσία της Τσέλι κι έγινε χαρακτήρας μέσα στην ταινία, χωρίς να μας λείψουν οι εικόνες του παρελθόντος.

– Η Τσέλι σε διάφορες στιγμές φαινόταν να έρχεται αντιμέτωπη με τρομερές δυσκολίες που προμήνυαν ένα οδυνηρό τέλος. Από έναν γάμο που δεν επέλεξε, μέχρι την απειλή του Άουσβιτς, και αργότερα τη νομοθεσία Τζουλιάνι που απειλούσε αυτήν και την οικογένειά της με ποινικές διώξεις για διανομή πορνογραφικού υλικού. Ωστόσο, πάντα κατάφερνε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Οφείλει, ακόμα και σήμερα, ο κινηματογράφος να δίνει ηρωικές στιγμές στους καταφρονημένους της ζωής;

Οτιδήποτε μπορεί να δώσει ελπίδα είναι σημαντικό. Δεν το οφείλει αυτό μόνο ο κινηματογράφος. Και μια «καλημέρα» να σου πει κάποιος, κάτι μπορεί να δώσει. Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι είμαι υπέρ στο να εξιδανικεύουμε την πραγματικότητα.

Η Τσέλι μαζί με τις φιλενάδες της/ Από το αρχείο της οικογένειας Γουίλσον

– Η Τσέλι υπήρξε μια δυναμική γυναίκα που στα νιάτα της έμοιαζε με την Σιμόν Ντε Μπουβουάρ και γενικά πήγαινε κόντρα στα έμφυλα στερεότυπα της εποχής της, αλλά από την άλλη ήταν ίσως η πρώτη γυναίκα επιχειρηματίας στο κύκλωμα πορνό σινεμά. Το 2ο φεμινιστικό κύμα θα επιβεβαίωνε τον προβληματισμό της εγγονής της Τσέλι, ότι η πορνογραφία είναι το αντίθετο του φεμινισμού. Τούτου λεχθέντος, εσείς προς τα που πιστεύετε ότι γέρνει η πλάστιγγα; Φεμινίστρια ή σκληρή επιχειρηματίας;

Στο βαθμό που χρειάζεται να κάνουμε αυτούς τους δυϊσμούς που αναφέρεις, θα πρέπει να τους κάνουμε, χωρίς ωστόσο να είναι αναγκαίο. Η Τσέλι έπραττε αυτό που θεωρούσε πως ήταν καλό για εκείνη, τώρα αν αυτά συνέπεφταν με τα φεμινιστικά προτάγματα της εποχής, δεν το έκανε εσκεμμένα. Ήταν μια φεμινίστρια χωρίς συνειδητότητα του φεμινισμού της. Τώρα, όσον αφορά τη θέση της ως παραγωγός ταινιών πορνό, ήταν κάτι που με απασχολούσε σε νεαρότερη ηλικία, γι’ αυτό και άργησα και να γυρίσω το ντοκιμαντέρ, καθώς το ζήτημα μου δημιούργησε ορισμένους ενδοιασμούς. Σε ποιο βαθμό δηλαδή η Τσέλι εκμεταλλευόταν κόσμο και ειδικότερα γυναίκες. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι δεν ήταν θέμα εκμετάλλευσης γιατί όταν είσαι κι εσύ γυναίκα, υπάρχει αμοιβαία συνειδητότητα της κατάστασης και των συνθηκών.  Ως παραγωγός ταινιών, κι αργότερα καθώς γνώρισα ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί της και δούλεψαν γι’ αυτήν, δεν έδιναν καθόλου την εντύπωση ότι υπήρξαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Τους είχε αντιμετωπίσει με σεβασμό σε άκρως αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες.

– Προς το τέλος του ντοκιμαντέρ αποκαλύπτεται η ομοφυλοφιλία της Τσέλι. Ζούσε ωστόσο με δύο ερωμένες της Εύα και Νόνη, αλλά ωστόσο συνέχισε να ζει μαζί τους και ο σύζυγός της Ρεξ Γουίλσον που ήταν πάντα ευπρόσδεκτος. Στο σπίτι μπαινόβγαιναν επίσης φίλοι, συγγενείς συνεργάτες, έμοιαζε περισσότερο με κοινόβιο. Ήταν θεωρείτε μια μορφή διευρυμένης οικογένειας; Πέρα από σκληρή διαπραγματεύτρια και επιχειρηματίας, ήταν σα να μην αναγνώριζε καμία ιδιωτικότητα στη ζωή της, στο κρεβάτι, στο σπίτι, στα υπάρχοντά της, έμοιαζε να μοιράζεται τα πάντα, δείχνοντάς μας πως η οικογένεια είναι ίσως μια κοινωνική κατασκευή. Είναι όντως έτσι;

Καθώς δεν είχε άλλη οικογένεια πέρα από τα παιδιά της, τα οποία της δίναν πράγματα, αλλά προφανώς όχι όλα όσα χρειαζόταν -καθώς δεν ήταν προορισμένη για τον στερεοτυπικό μητρικό ρόλο- προσπάθησε να δημιουργήσει μια καινούργια οικογένεια που της έδινε την αίσθηση του «ανήκειν», κάτι που κατάφερε επαναπροσδιορίζοντας τι πάει να πει ελληνική οικογένεια, σεξουαλικότητα έξω και πέρα από τα καθιερωμένα.

Η Τσέλι εν ώρα εργασίας/ Από το αρχείο της οικογένειας Γουίλσον

 

– Στο ντοκιμαντέρ η Τσέλι έναν φιλήδονο τρόπο ζωής καθώς όπως αναφέρεται «αγαπούσε πολύ τη ζωή». Κατά τη γνώμη σας, γιατί αυτό το στοιχείο έχει εξαλειφθεί σήμερα;

Όταν βομβαρδιζόμαστε κάθε δευτερόλεπτο από αρνητικές και ψυχοφθόρες ειδήσεις, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κλεινόμαστε στο καβούκι μας, να γινόμαστε φοβικοί. Είναι μια μορφή του «διαίρει και βασίλευε». Αυτό που με λυπεί περισσότερο είναι ότι σήμερα απουσιάζει η αίσθηση της κοινότητας και της αισιοδοξίας. Στην εποχή της Τσέλι μπορεί οι συνθήκες να ήταν σκληρότερες, αλλά υπήρχε η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κάτι που οι σημερινοί νέοι στερούνται.

– Πιστεύετε πως το ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και πως;

Σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, και σ’ ένα μεγάλο βαθμό έχει βοηθήσει και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπως επίσης κι άλλα φεστιβάλ και θεσμοί. Απλά αυτό που πιστεύω είναι ότι αυτό δεν πρέπει να παραμείνει σε αμιγώς φεστιβαλικό επίπεδο, αλλά να ενταχθεί στην καθημερινότητά μας.

– Πόσο καταλυτική υπήρξε η πολιτική «μηδενικής ανοχής» του Ρούντι Τζουλιάνι στη διαμόρφωση της Νέας Υόρκης όπως είναι σήμερα; Εσείς πώς βιώσατε αυτές τις μεταβολές;

Νομίζω ότι ήταν από τα χειρότερα πράγματα που έγιναν στη Νέα Υόρκη. Όχι ότι δεν χρειαζόταν να βελτιωθεί σε αρκετούς τομείς η πόλη, αλλά όχι με τόσο απολυταρχικό και βίαιο τρόπο. Η λεγόμενη κοινωνική «εξυγίανση» του Τζουλιάνι δεν έγινε με καθόλου οργανικό τρόπο. Μπήκαν μέσα τα μεγάλα κονδύλια, έγιναν μεγάλες επενδύσεις από μεγάλες εταιρίες, κι έτσι χάθηκαν τα μικρά μαγαζάκια, τα εστιατόρια, τα ελληνικά μπακάλικα, τα σινεμά της Times Square. Ήταν καταστροφικό. Αντί να χρησιμοποιηθούν τα κονδύλια για ουρανοξύστες και πολυεθνικές, θα μπορούσαν να δοθούν στην κοινωνική μέριμνα που θα βελτίωνε την καθημερινότητα των κατοίκων, διασφαλίζοντας ωστόσο τον χαρακτήρα της Νέας Υόρκης. Αντιθέτως, αυτή η γοητεία χάθηκε.

– Πείτε μας αν θέλετε λίγα λόγια για την εταιρεία παραγωγής Exile Films που ιδρύσατε το 2007.

Η Exile Films είναι μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής με έδρα το κέντρο της Αθήνας και επίκεντρο το ντοκιμαντέρ. Στεγάζει δουλειές νέων σκηνοθετών που ζουν και εργάζονται μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού. Παράλληλα, τα γραφεία μας είναι ιδανικά για μοντάζ, παραγωγή και πρόβες, ενώ διαθέτουμε κινηματογραφική αίθουσα κατάλληλη για προβολές, εργαστήρια και παρουσιάσεις.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΒΟΛΩΝ ΑΘΗΝΑΣ

Παρασκευή 31.03 και 07.04 | 22:00 | Κινηματογράφος ΑΣΤΟΡ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΒΟΛΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Από τις 6 έως και τις 12 Απριλίου, καθημερινά | 19:00 | Αίθουσα ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ, Αποθήκη Α’ – Λιμάνι

Για να εκδώσετε εισιτήρια για τις προβολές της Αθήνας, επισκεφθείτε τη viva εδώ:

ΑΣΤΟΡ – ASTOR | Εισιτήρια online! | Viva.gr

Σημείωση: οι θέσεις στην κινηματογραφική αίθουσα δεν είναι αριθμημένες.

Για διαρκή ενημέρωση και περισσότερες πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ συντονιστείτε στο site της ταινίας queenofthedeuce.com και στα social media facebook.com/exile.room και instagram.com/exileroom.