Ήρθε πιτσιρικάς, ένα παιδί 15 χρονών, στην Αθήνα, αρχές της δεκαετίας του ’60, από την γενέτειρά του, τα Τρίκαλα. Χωρίς να γνωρίζει πολλά γράμματα και σε μια ηλικία όπου η οποιαδήποτε ενασχόληση του με το τραγούδι ή τα νυχτερινά κέντρα και τις πίστες της εποχής εκείνης ήταν απαγορευτικές για τους εφήβους.

Δούλεψε αρχικά ως (τι άλλο;) εργάτης, κάνοντας χαμαλοδουλειές από εδώ και από εκεί, απλά και μόνο για να βγάζει μερικές δεκάρες να ζήσει -μιλάμε για το 1961 και ’62 και για «άγρια» φτώχεια για οποιοδήποτε παιδί παρατούσε το χωριό του και ερχόταν στην Αθήνα προς αναζήτηση του ονείρου (και το ριζικού του).

Ένα «παιδί βασανισμένο, από δάκρυ κι όνειρα φτιαγμένο», όπως τραγουδάει και ο ίδιος χαρακτηριστικά και «αγκαζέ» με την Ρένα Μόρφη στο «Παιδί Βασανισμένο», ένα από τα τραγούδια του νέου του άλμπουμ με τίτλο «Εδώ Τα Καλά Τραγούδια», σε παραγωγή του Φοίβου Δεληβοριά.

Και όμως, ο Γιώργος Μαργαρίτης ήταν ταυτόχρονα ικανός και τυχερός να το ανταμώσει αυτό το ριζικό του, που δεν ήταν άλλο από το λαϊκό τραγούδι. Μια (ίσως όχι και τόσο) τυχαία συνάντηση με τον συντοπίτη του, τον μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη, του άνοιξε την πόρτα που περίμενε και ποθούσε και ο ίδιος. Και ο ίδιος την διάβηκε ναι μεν με τα… τσαρούχια, που λέμε, και με όρεξη πρωτόγνωρη για πολλούς συναδέλφους του, αλλά και με μια καρδιά και ένα μυαλό που παρέμειναν και φυσικά παραμένουν ακόμη ανοικτά στο «σήμερα» και συνδεδεμένα με το «τώρα», δίχως αγκυλώσεις και προσκόμματα. Γιατί, όπως συνεχίζει να τραγουδάει στο ίδιο αυτό κομμάτι, «[έχω] μια καρδιά που όλα τ΄ αγαπάει, [παρόλο που] στο γκρεμό πάντα με πάει».

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

Αλλά έτσι ήταν και έτσι θα παραμείνει ο Μαργαρίτης, ο «Γιώργαρος» όπως πλέον έχει καταγραφεί (αυτοδικαίως) στο λαϊκό υποσυνείδητο: ένας τραγουδιστής που συνεχίζει να αγαπιέται εξίσου από λαϊκούς ανθρώπους που βλέπουν στα τραγούδια του κάτι από τον δικό τους μόχθο μέχρι βαθύτατα πεπαιδευμένους πανεπιστημιακούς που, ανάμεσα στα διαλειμματα από την ακρόαση τζαζ μουσικής, μπορούν να αναγνωρίσουν στα κομμάτια του «Γιώργαρου» κάτι από τον δικό τους εαυτό. Ένας υπερταξικός τραγουδιστής, σαν να λέμε.

Και αυτό αποτελεί μια προσωπική κατάκτηση του ίδιου του Γιώργου Μαργαρίτη. Μαζί με το ότι, φυσικά, δεν «κώλωσε» ποτέ του να περάσει στην «απέναντι» (για έναν λαϊκό τραγουδιστή) πλευρά, αυτή της ροκ και της «έντεχνης» ελληνικής μουσικής. Πορεύεται με μάτια και μυαλά ανοικτά και όπου τον βγάλει ο δρόμος -ακόμη και στο πουθενά. Πράγμα που απέδειξε περίτρανα τόσο με την προ εικοσαετίας συνεργασία του με τους «667» στο δίσκο «Όλα Θα Τα Διαγράψω», τόσο εκείνη με τον φίλο του, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, όσο και με την τωρινή του συνεργασία με τον Δεληβοριά.

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

«Με τον Φοίβο Δεληβοριά γνωριζόμαστε χρόνια, από το 2000 που κάναμε μαζί μια συναυλία στον Λυκαβηττό. Τον εκτιμώ απεριόριστα. Είναι ένας σεμνός καλλιτέχνης και πολυτάλαντος – λίγοι είναι αυτοί που κάνουν τόσα όσο εκείνος. Επίσης ο Φοίβος “βλέπει μακριά” και ξέρει το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι πιο καλά από τους λαϊκούς τραγουδιστές και τους ίδιους τους ρεμπέτες», μου παραδέχεται.

Αρκεί όμως μόνο η παρουσία του Δεληβοριά προκειμένου να κινητοποιήσει ξανά δημιουργικά έναν άνθρωπο με πορεία άνω των 55 ετών στο λαϊκό τραγούδι;

«Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να ησυχάζει ποτέ», μου υπερτονίζει, συνεχίζοντας ότι «πολλοί μου λένε “μα τώρα εσύ, που έχεις βγάλει τόσους δίσκους, τόσα τραγούδια, ξαναβγάζεις άλμπουμ;». Και όμως: ο μεγαλύτερος τραγουδιστής να είσαι, πάντα έχεις ανάγκη να φτιάξεις τραγούδια, να κυκλοφορήσεις ένα νέο άλμπουμ –και ας μην κάνεις και μεγάλη επιτυχία. Αλλά να παλέψεις να «πιάσεις» και τις γενιές που έρχονται. Υπήρξαν κάποιες στιγμές στην καριέρα μου και εγώ είχα πέσει λίγο χαμηλά σε επίπεδο δημοφιλίας. Και τότε σκέφτηκα από μέσα μου «τι ακούνε αυτά τα νέα παιδιά τώρα; Ακούνε αυτό το είδος; Ε, ας τους φτιάξουμε λοιπόν ένα τέτοιο τραγούδι τώρα”. Γι’ αυτό και είμαι ευγνώμων απέναντι σε αυτές τις γενιές που έρχονται τώρα και ακούνε τα τραγούδια μου».

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

Οι καβάτζες για τα χρήματα και το δυστύχημα του Παναγούλη

Ανάμεσα στις θρυλικές στιγμές του «ανθρώπου» Γιώργου Μαργαρίτη είναι και η ενασχόλησή του με τα τυχερά παιχνίδια. Μάλιστα, για τον λόγο αυτό και προκειμένου στο παρελθόν να φυλάει καλά τον επιούσιο… οβολό του στον τζόγο, είχε βρει μερικά σημεία πάνω στην (τότε έρημη) λεωφόρο Βουλιαγμένης, όπου έκρυβε χρήματα, φεύγοντας από το νυχτερινό κέντρο που εργαζόταν τότε στο δρόμο για το κέντρο της Αθήνας και τα μπαρμπουτάδικα.

«Είχα τρεις καβάτζες για να κρύβω χρήματα: η μια ήταν κοντά σε κάποιες αναμορφωτικές φυλακές, λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Ιωάννη, στο ύψος του Α’ Νεκροταφείου. Εκεί είχα μια μεγάλη πέτρα, μια πολύ ωραία κρυψώνα που δεν θα μπορούσε να την φανταστεί κανένας. Και η Βουλιαγμένης τότε, πριν πενήντα χρόνια, δεν ήταν αυτή που είναι τώρα: ένα σπίτι εδώ και ένα παραπέρα και στην μέση μερικοί θάμνοι ήταν. Η δεύτερη καβάτζα ήταν στην γωνία Αλίμου και Βουλιαγμένης και η τρίτη ήταν μετά την πλατεία Καλογήρων, εκεί που είναι τώρα το μετρό, σχεδόν δίπλα στο σημείο όπου σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης [την Πρωτομαγιά του 1976]. Εκείνη την ημέρα είχα δυο-τρία χιλιάρικα από κάτω από αυτή την συγκεκριμένη πέτρα, γιατί θα πήγαινα στην Ομόνοια για να παίξω μπαρμπούτι. Φτάνω στο σημείο όπου έκρυβα τα χρήματα, εκεί στο δέλτα που είναι η Βουλιαγμένης και η οδός Ηλιουπόλεως, και βλέπω λίγο κόσμο συγκεντρωμένο εκεί με πρώτους απ’ όλους μερικούς από την τότε Χωροφυλακή. Εγώ ήμουν ανάμεσα στους 15-20 ανθρώπους που μαζεύτηκαν πρώτοι εκεί, οπότε πάω ρωτάω έναν χωροφύλακα “τι έγινε ρε παιδιά;”. “Άντε φύγε από δω”, μου απαντάει αγριεμένα αυτός, “ακόμα δεν ξέρουμε εμείς τι έγινε, σε σένα θα το πούμε;” Και λίγο μετά, είδα το αυτοκίνητο καρφωμένο πάνω στη ράμπα, δεν ήξερα όμως ότι ήταν ο Αλέξανδρος μέσα σε αυτό. Την άλλη μέρα το έμαθα από το ραδιόφωνο και από την ΕΡΤ, ότι ήταν εκείνος μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο. Ε, αυτό δεν ήταν ατύχημα. Με τίποτα. Και πως ήταν εκεί η Χωροφυλακή πρώτη; Εδώ παίρνουμε τώρα την αστυνομία τηλέφωνο και έρχονται μετά από κάνα δίωρο», συνοψίζει με νόημα ο ίδιος.

Με τον Άκη Πάνου το 1984. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείου του Γιώργου Μαργαρίτη

«Τα χρόνια μου τα ξόδεψα στους δρόμους κάθε μέρα»

Το νυχτοκάματο του Μαργαρίτη όλα αυτά τα χρόνια δεν το έχει κάνει κανείς άλλος εκεί έξω. Τον ρωτώ αν νιώθει να είναι πιο «στο σπίτι του», στις κυριλέ πίστες και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα με χίλια άτομα μπροστά του που έχει κατά καιρούς εμφανιστεί ή στα πιο υποφωτισμένα καταγώγια όπου έχει πιάσει ανά τα χρόνια το μικρόφωνο, δίπλα σε πιο λούμπεν στοιχεία της αθηναϊκής και επαρχιακής νύχτας, όπως τον νταβατζή, την «συνοδό» του μαγαζιού και δεν συμμαζεύεται.

«Είναι δυο πολύ διαφορετικά πράγματα», μου λέει και μου απαντάει σιβυλλικά, αλλά εξίσου ξεκάθαρα ως προς το ερώτημά μου ότι, «εγώ λέω τραγούδια για το μόχθο του απλού λαού. Τραγουδώ και την καψούρα μεν, αλλά κυρίως ανήκω στους απλούς ανθρώπους. Όταν τραγουδώ ας πούμε “φτώχεια που με κουρέλιασες, με νύχια ματωμένα” στο πλήθος αναφέρομαι. Αλλά εγώ τραγουδώ για όλους, ακόμη και για τους μπρούκληδες [σ.σ: εννοεί τους «ματσωμένους», τους πλούσιους]. Και αυτοί ακόμη όμως, τα λεφτά που έχουν δεν είναι δικά τους, γιατί εργάζονται και άλλοι άνθρωποι τριγύρω τους και γι’ αυτούς. Και αυτό ελπίζω να το βλέπουν και οι ίδιοι και να κάνουν κάτι γι’ αυτό, βοηθώντας τους γύρω τους».

Με τον Στέλιο Καζαντζίδη το 1983. Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο του Γιώργου Μαργαρίτη

Κάπως νομοτελειακά, ο ρους της κουβέντας μετατοπίζεται από την φτώχεια στην μετανάστευση. Του λέω για το σπίτι που έχει στο χωριό του στα Τρίκαλα, το οποίο το έχει δώσει σε μια οικογένεια που έχει δυο παιδάκια για να μεγαλώσουν εκεί μέσα και για την επίσκεψή του, προ τετραετίας, στο προσφυγικό καταυλισμό στο Καρά Τεπέ της Μυτιλήνης.

«Εγώ συμπάσχω με το δράμα αυτών των ανθρώπων γιατί όλα αυτά τα έχω ζήσει και εγώ, όταν ήρθα στην Αθήνα εσωτερικός μετανάστης στα 15 μου χρόνια. Έχω μείνει κι εγώ στο δρόμο, ξέρεις. Στον μεγάλο σεισμό του Φεβρουαρίου του ’81 ξέρεις που κοιμόμουν; Σε ένα παρκάκι στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας απέναντι από το ζαχαροπλαστείο «Σόνια» [σ.σ: εννοεί την πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας]. Είναι άτιμο πράγμα η μετανάστευση και άντε τώρα αυτοί οι άνθρωποι να ξεκινήσουν τις ζωές τους, με μικρά παιδάκια, χωρίς δουλειές, χωρίς στον ήλιο μοίρα».

Φωτ.: Απόστολος Δελάλης / Olafaq

Φτάνοντας στο τέλος της συζήτησής μας, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω σχετικά με το πώς βλέπει, αντίστοιχα, την μοίρα του λαϊκού μας τραγουδιού;

«Το λαϊκό μας τραγούδι αυτή τη στιγμή περνάει κρίση. Και τι εννοώ με αυτό, δεν λείπουν μόνο μεγάλοι δημιουργοί αλλά το κυριότερο είναι η απουσία της γυναικείας παρουσίας στο λαϊκό τραγούδι», μου επισημαίνει και σπεύδει να καταλήξει εμφατικά ότι «ο Έλληνας τις τραγουδίστριες δεν τις θέλει μονάχα να τραγουδάνε ωραία αλλά να έχουν και γκελ να το γλεντάνε το τραγούδι πάνω στην πίστα όταν το λένε. Τραγουδιστές άντρες έχουμε, όμως γυναίκες στο λαϊκό τραγούδι είναι πολύ λίγες σήμερα. Θέλουμε γυναίκες να κρατήσουν την ιστορία της πατρίδας μας».

Για τις καλοκαιρινές εμφανίσεις και τις παρουσιάσεις της βιογραφίας του Γιώργου Μαργαριτη μπορείτε να ενημερώνεστε από τις επίσημες σελίδες του:

FACEBOOKINSTAGRAM

❈ Το νέο άλμπουμ του Γιώργου Μαργαρίτη με τίτλο «Εδώ Τα Καλά Τραγούδια» κυκλοφορεί από την Minos-EMI. Επίσης, κυκλοφορεί η βιογραφία του με τίτλο «Γιώργος Μαργαρίτης: Ο λαϊκός τραγουδιστής» σε επιμέλεια του Κώστα Μπαλαχούτη.

❈ Eυχαριστούμε θερμά το εστιατόριο Belle Amie (Αγγ. Μεταξά 11, Πλατεία Κανάρη, Πασαλιμάνι) για την ευγενική παραχώρηση του χώρου για τη φωτογράφηση του Γιώργου Μαργαρίτη.