Πως δένει η έννοια του gentrification με τις πολλαπλές μεταβολές της γυναικείας μνήμης; Υπάρχουν χρώματα που αποτυπώνουν τις ζωές μας στην πόλη;

Σε αυτά τα ερωτήματα η Κατερίνα Φώτη, με πρόσφατη τη δημιουργική ορμή από το χορευτικό project «The Kitchen Dance», έρχεται με το νέο της έργο ονόματι «Μπλου» να αποτυπώσει την ακροβασία μεταξύ μετάλλαξης και απορρύθμισης με το βλέμμα της στραμμένο στη γυναικεία εμπειρία.

Το OLAFAQ συναντήθηκε μαζί της στο και μίλησε για το δημιουργικό έναυσμα που θέτει τις θυληκότητες στο επίκεντρο μιας πόλης σε μετάλλαξη αλλά και τι σημαίνει να είσαι γυναίκα καλλιτέχνης στο πεδίο της Ελλάδας του σήμερα.

LINE

– Η ιδέα του “Μπλου” ήρθε στο μυαλό μου περίπου ένα χρόνο πριν.  Η θεματική του προσεγγίζει τη γυναίκα ως μέρος της πόλης, αυτό δηλαδή είναι ο πυρήνας που πυροδότησε την αρχική σύλληψη . Συμπληρώνω είκοσι χρόνια στην Αθήνα και συναισθάνομαι πως η πόλη το τελευταίο διάστημα μεταβάλλεται με πολύ βίαιους ρυθμούς, οπότε το κομμάτι του gentrification ήταν το πρώτο που με απασχόλησε σε αυτή την αναζήτηση. Παράλληλα, η απώλεια του μπαμπά μου πριν από λίγους μήνες, δημιούργησε μέσα μου μια διερώτηση γύρω από την προσωπική μνήμη και το πως αυτή μπορεί να επικοινωνήσει με τη συλλογική ανάμνηση. Σκέφτηκα δηλαδή ότι μέσα σε όλα αυτά τα κτίρια που αναδιαρθρώνονται καλυμμένα με ένα κομμάτι μπλε μουσαμά, υπάρχει μνήμη και δεν αφορά μόνο τα δημόσια μνημεία, αλλά μέρη που υπήρξαμε και ζήσαμε στιγμές μέσα τους, είναι δηλαδή ένα σπίτι που φιλοξένησε έναν γάμο ή μια ενηλικίωση και σήμερα μετατρέπεται σε κέντρο διερχομένων τουριστών, αλλά είναι και το Decadence που φιλοξένησε όλη την πρώτη νιότη μου όταν μετακόμισα στην Αθήνα, τη δική μου αλλά και αυτή πολλών ακόμα ανθρώπων. Έτσι, το “Μπλου” αποτελεί ένα συναίσθημα μελαγχολίας αλλά και ένα ορατό χρώμα της πόλης, το χρώμα πίσω από το οποίο θάβονται αναμνήσεις τόσο δικές μου όσο και όλων των ανθρώπων της γενιάς μου. Παράλληλα, η κατεύθυνση της έρευνας έχει φεμινιστική θέαση, καθώς αυτός ο τρόπος να βλέπω τα πράγματα αποτελεί κομμάτι της προσωπικής μου τοποθέτησης.

– Έκανα λοιπόν μια αίτηση συμμετοχής στα residencies του Onassis AiR της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, στην κατεύθυνση της δραματουργίας. Η πρότασή μου έγινε δεκτή και ακολούθησαν τρεις μήνες έρευνας αρκετά ουσιαστικής, τόσο στο στούντιο όσο και στην ίδια την πόλη, προκειμένου να συλλέξω υλικά για τη δημιουργία ενός πρώτου draft του “Μπλου”. Παράλληλα, το residency προσέφερε αναβαθμισμένα feedback sessions προς καλλιτεχνική ανατροφοδότηση μαζί με τα άλλα fellows του προγράμματος, το οποία επιμελήθηκε η ομάδα του Onassis AiR αλλά και feedback με τους curators της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, με απώτερο στόχο τα open presentations όπου παρουσιάστηκε το Μπλου μεταξύ των work in progress των υπόλοιπων fellows. Έτσι, το “Μπλου” έκλεισε μια πρώτη διαδρομή τοποθετημένο σε έναν σκηνικό χώρο με αισθητό το στοιχείο του μουσαμά ως στοιχείο της πόλης και με μια πρώτη προσέγγιση της κινητικής και μουσικής του αφήγησης. Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε η Κατερίνα Χάρου και τη μουσική σύνθεση και φωνητική διδασκαλία ο Jan Van Angelopoulos, ο οποίος είναι χρόνια αγαπημένος συνεργάτης.

– Δεν ήθελα να οραματιστώ ένα πολυπληθές έργο, ήθελα να δουλέψω ξανά πάνω στο σόλο γιατί σε αυτή τη φάση με ενδιαφέρει να ψάξω την έννοια του unspoken word, οπότε χρειαζόμουν προσωπικό δημιουργικό χρόνο. Στο “Μπλου”, εκτός της κινητικής ανάπτυξης, στόχος μου είναι να προσεγγίσω μια σκηνική γλώσσα συνδεδεμένη με το σώμα, η οποία δημιουργείται από γνωστές λέξεις που όμως οι συλλαβές της ανακατατάσσονται- έτσι η γλώσσα αυτή παράλληλα «σημαίνει» και «δεν σημαίνει» κι αποτελεί ένα τραγούδι που μιλάει για όλα όσα είναι καταδικασμένα στο εφήμερο, για το γεγονός ότι χάνουμε κομμάτια μας δίχως να προλάβουμε να τα πενθήσουμε, για όλα όσα έρχονται φτιαγμένα από τα θραύσματα ενός παρελθόντος ριζωμένου μέσα μας. Το “Μπλου” είναι ένα πρότζεκτ που μας καλεί να αναλογιστούμε όλα τα υλικά που συνιστούν τις μνήμες μας και να βρούμε το δρόμο μέσα από τον οποίο αυτές συναντιούνται με τις μνήμες των άλλων.

Κατερίνα Φώτη
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Ως χορογράφος δουλεύω κυρίαρχα με τη χρήση του pedestrian και του gestural στοιχείου, δηλαδή με τις κινήσεις που προέρχονται από την καθημερινότητά μας. Η φυσική κίνηση εμπεριέχει χορό, η κίνηση στην πόλη είναι χορός και το σώμα της πόλης κουβαλάει συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της κινητικής μου έρευνας.  Με ενδιαφέρει όμως κυρίαρχα μέσα από την ανάπτυξη του κινητικού λεξιλογίου να προωθείται και η αφήγηση- για μένα είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας ιστορίας που διαπερνά την κίνηση, υπάρχει πάντα κινησιολογική πρόθεση. Υιοθέτησα αυτό τον τρόπο δουλειάς στην περίοδο του προηγούμενου project μου, του “The Kitchen Dance_ A House Trance Vocabulary”, στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκε η Καίτη, μια περσόνα δηλαδή που φέρει σκηνικά και σωματικά όλο το βάρος της οικιακής εργασίας με την οποία είναι επιφορτισμένες οι γυναίκες και παλεύει να το αποτάξει, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν θεματικοί άξονες που αφορούσαν στο σύνολο του έμφυλου, από την ενδοοικογενειακή βία μέχρι την υποχρεωτικότητα που βιώνουν οι γυναίκες όσον αφορά την εκπλήρωση των έμφυλων ρόλων. Ζητούμενό μου δηλαδή χορογραφικά είναι να χτιστεί μια ιστορία, να μην υπάρχει μονοδιάστατα η κίνηση. Για παράδειγμα, με ενδιαφέρει να σηκώνω το χέρι μου για να κάνω μια χειρονομία και με την ίδια έναρξη να ανοίγουν πάνω από μια πιθανότητες χειρονομίας και συμβολισμού αυτής. Το σύγχρονο σώμα έχει μια αμφισημία, υπάρχει δηλαδή μια μόνιμη διερώτηση σε αυτό και την ίδια στιγμή, σε σκηνικό επίπεδο, υπάρχει μια συναισθηματική και ψυχική τάση στον τρόπο εκτέλεσης της κάθε χειρονομίας. Δες ας πούμε την κίνηση που κάνουμε για να καλέσουμε ταξί, είναι μια αφετηρία που μπορεί όμως να συμβολίζει άλλες τόσες χειρονομίες.

– Το σύγχρονο σώμα διαμορφώνεται σε σχέση με μια κοινωνική συνθήκη, καθημερινή, είτε προσωπική είτε πιο συλλογική, από το πάρτυ μέχρι την πορεία, υπαρχουμε σε χώρους και αφηγούμαστε σωματικά. Οι συλλογικές εμπειρίες ενσωματώνονται στην έρευνά μου και στο θέμα μου και εμπλέκονται στο δικό μου ψυχικό φορτίο, όταν βρίσκομαι επί σκηνής. Το στοιχείο που ήταν το πιο ενδιαφέρον σε όλη την έρευνά μου ήταν ακριβώς αυτό: να βρω την κινησιολογία της πόλης νοηματοδοτημένη ως γυναικεία και να δώσω μια διάσταση σε αυτή την ταυτότητα. Να βρω μια συλλογική γυναικεία φωνή που μιλάει για την επόμενη μέρα μετά το γκρέμισμα της πόλης όπως την ξέραμε, για την επόμενη μέρα που θα χτιστεί πάνω στο “Μπλε”.

– Το γεγονός ότι δούλεψα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου, το είδα ως μια νέα κατάσταση στην οποία έπρεπε να προσαρμοστώ. Το σώμα κατανοεί ότι βρίσκεται σε καινούργια συνθήκη, σε μεταβάλει το ίδιο και δεν αισθάνθηκα ποτέ να περιορίζομαι αρνητικά. Το αντιμετώπισα σαν έναν δημιουργικό περιορισμό στον οποίο έπρεπε να ανταποκριθώ και η εμπειρία του να χορεύω με ένα πλάσμα μέσα στο σώμα μου ήταν πρωτόγνωρη και χαίρομαι πολύ που κατάφερα να την αγκαλιάσω- η εγκυμοσύνη είναι μια περιπλοκη διαδικασία και δεν είναι καθόλου απλή η αποδοχή της όσο κι αν αποτελεί επιλογή της κάθε γυναίκας.

Κατερίνα Φώτη
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Το residency έχει ολοκληρωθεί για την ώρα, μου έχουν μείνει μόνο κάποιες λίγες εκκρεμότητες σε ραντεβού με curators και δραματουργούς που συνεργάζονται με το Onassis AiR προς περαιτέρω ανατροφοδότηση της ιδέας. Από εκεί και πέρα, μένει να δούμε αν θα το υποδεχτεί ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση το 2026 ως ολοκληρωμένο έργο ή αν θα βρει το χώρο του κάπου αλλού. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζω να προχωράω την έρευνά μου τόσο κινητικά όσο και θεωρητικά.

Ως παιδί και έφηβη, έκανα χορό από τα πέντε έως τα δεκαοκτώ, κυρίως μπαλέτο και στην εφηβεία προστέθηκε ο σύγχρονος χορός. Ποτέ δεν ήμουν το αστέρι της τάξης, προσπαθούσα όμως και έθετα στόχους. Κάποια παιδιά έχουν σώμα πιο έτοιμο να ανταπεξέλθει τεχνικά, έχουν αυτό που λέμε “ευκολία”. Εγώ δεν ήμουν ανάμεσα σε αυτά., οπότε όταν πέρασα στη Νομική για 3-4 χρόνια τα βρόντηξα και δεν ασχολήθηκα καθόλου με το χορό, έως ότου πήγα στη σχολή χορού Dance Cultural Centre, όπου συνάντησα τότε, το 2008, δύο πολύ αγαπημένες μου δασκάλες, τη Μαίρη Ράντου και τη Χριστίνα Μερτζάνη. Κάποια στιγμή, έχοντας τελειώσει τη Νομική και ενόσω έκανα άσκηση, η Χριστίνα πρότεινε να δώσω εξετάσεις στην Κρατική Σχολή Χορού και χωρίς να το πολυσκεφτώ, σαν κάποιος να με έσπρωξε, το αποπειράθηκα σχεδόν χωρίς να έχω προετοιμαστεί σχεδόν καθόλου. Δεν πέρασα τελικά στην Κρατική Σχολή εκείνη τη χρονιά αλλά κατάφερα να φτάσω στη δεύτερη φάση των εξετάσεων κι έτσι κινητοποιήθηκα οριστικά και συνέχισα να προετοιμάζομαι πιο εντατικά και την επόμενη χρονιά μπήκα στη Ραλλού Μάνου. Τhe rest is history. Όλα αυτά τα χρόνια συνεχίζω παράλληλα να εξασκώ το επάγγελμα της δικηγόρου, όχι στην ίδια ένταση αλλά με έναν τρόπο λειτουργικό στην πράξη, και τα τελευταία χρόνια έχω εστιάσει περισσότερο στο επίπεδο της συμβουλευτικής δικηγορίας.  Είχα καταχωνιάσει την ανάγκη να ασχοληθώ με την Τέχνη αλλά ευτυχώς την αποδέχτηκα κι έτσι έχω τη δυνατότητα, κρατώντας τη δικηγορία παράλληλα, να επιλέγω τις καλλιτεχνικές μου δουλειές και να μπορώ να παίρνω απόσταση όταν χρειάζεται.

– Το μπαλέτο απευθύνεται σε όλους. Η μέχρι σήμερα σπουδαία δασκάλα μου, Έμυ Κορφιά, με έκανε να το καταλάβω αυτό καλά, σε χρόνια που δεν αποδεχόμουν καθόλου το σώμα μου σε σχέση με την τεχνική αυτή. Για αυτό την ευγνωμονώ, δεν θα ήμουν αυτή η χορεύτρια αν δεν υπήρχε η Έμυ. Η ίδια με έκανε να καταλάβω ότι το μπαλέτο είναι θέμα όχι μόνο αισθητικού ή οπτικού αποτελέσματος, αλλά και ουσιαστικής δουλειάς που πάει το σώμα παρακάτω. Το πως αποφασίζεις να προχωρήσεις και το πως αποδέχεσαι την εξέλιξή σου είναι κομμάτι του ταλέντου- δεν υπάρχει μόνο του, χρειάζεται να το οδηγήσεις εσύ εκεί που θέλεις.

– Σε έναν χορευτή δεν υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, ηλικιακά όρια. Προφανώς δεν θα κάνεις στα 50 αυτά που έκανες στα 20, αλλά πρέπει να βρεις πώς μπορείς να προσεγγίσεις την κίνηση με βάση το αλλαγμένο σώμα σου. Το σώμα μπορεί να γίνει πολύ αχάριστο αν το αφήσεις για καιρό αλλά πάντα θυμάται κι έτσι όσο συντηρείς μια συνθήκη σώματος ενεργή, τότε μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις πράγματα. Και εδώ ανοίγει μια κουβέντα για το πως αντιμετωπίζουμε συνολικά την ηλικιακή μας ωρίμανση ως χώρος και το πόσο αποδεχόμαστε εμείς τη φθορά μας.

– Τα μεγάλα ιδρύματα λειτουργούν με όρους pop, ισχύει, κι αυτό δεν μου φαίνεται απαραίτητα κακό, αρκεί να μην αισθανόμαστε καλλιτεχνικά ως δημιουργοί ότι πρέπει να το υπηρετήσουμε απαραίτητα αν δεν μας αφορά. Η Πολιτεία από την άλλη, επενδύει μηδαμινά στον σύγχρονο πολιτισμό με πενιχρές επιχορηγήσεις που τείνουν σε εξαφάνιση, γιατί στ’ αλήθεια δεν ξέρει από Πολιτισμό και δεν ενδιαφέρεται κιόλας να μάθει. Mιλάμε για ένα κράτος που δεν έχει καν αντίληψη για το ποιο είναι το minimum μιας παραγωγής, πόσοι άνθρωποι δουλεύουν για να την πραγματοποιήσουν και για πόσο καιρό. Δεν ανταμείβεται πολιτειακά ο καλλιτέχνης οπότε είναι συχνά μονόδρομος η ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς πρόκειται για επιβίωση, όχι μόνο για καλλιτεχνική δημιουργία.

– Η πατριαρχία είναι πατριαρχία παντού και υπάρχει και στο χορό που φαινομενικά είναι γυναικοκρατούμενος. Η πατριαρχία άλλωστε σχετίζεται με το εξουσιαστικό προνόμιο του φύλου, το οποίο αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό όσον αφορά το έμφυλο, εγώ όμως θα σταθώ εν προκειμένω σε μια πολύ βασική εργασιακή έκφανση της πατριαρχίας, σχετιζόμενη με το προνόμιο του φύλου στην Τέχνη συνολικά και άρα και στο χορό, που προσωπικά παρατηρώ : πολύ συχνά, οι γυναίκες δεν έχουν ίσες ευκαιρίες αναμέτρησης με μεγάλης κλίμακας θεάματα με αποτέλεσμα η πορεία τους π.χ. προς την επαγγελματική αναγνώρισή τους να παίρνει διπλάσιο χρόνο σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους καθώς όλα έρχονται αργότερα ή π.χ. για περισσότερο καιρό θεωρούνται αυτό που λέμε “emerging artists” σε σχέση πάλι με τους άνδρες συναδέλφους τους, συνεπώς αυτό δημιουργεί χάσμα εξέλιξης καλλιτεχνικής αλλά και μισθολογικής. Αν σταδιακά αυτό το χάσμα γεφυρωθεί, σίγουρα θα είμαστε σε έναν καλύτερο δρόμο εργασιακά για τις γυναίκες. Όσον αφορά τις εξουσιαστικές σχέσεις και την αναπαραγωγή του σε επίπεδο μαθημάτων και προβών, αυτή είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.