Ζει και παίζει μουσική πάντα όπως αισθάνεται, αλλά προπάντων, σε αμφότερες των περιπτώσεων, αισθάνεται. Καθώς γνωριζόμαστε από την πρώιμη εφηβεία μας, θυμάμαι πάντα να ζηλεύω το μικρό της κερδισμένο προνόμοιο, την μουσική.  Ήταν σα να είχε έναν αόρατο φίλο όπου μπορούσε να στραφεί και στα όμορφα και στα άσχημα. Ένα αυτοδημιούργητο καταφύγιο, αλλά και ένα «όχημα» να υπερβαίνει τις σκοτούρες της πραγματικότητας που ωστόσο την έδενε με τους ανθρώπους και τους τόπους γερά. Όπως λέει η ίδια για την μουσική, «Είναι το μέσο που με συνδέει με τους ανθρώπους αλλά και το σύμπαν ολόκληρο. Είναι για μένα η πιο μαγική και ιερή από τις τέχνες και τις ικανότητες που μπορεί να αναπτύξει ο άνθρωπος στη ζωή του, είτε παίζοντας αλλά και ακούγοντάς την με προσοχή». Στην αρχή ήταν η κλασική κιθάρα, στη συνέχεια η πολίτικη λύρα, και εδώ και αρκετά χρόνια η Χριστίνα Πολυκάρπου ταξιδεύει την υφήλιο με μια κρητική λύρα ανά χείρας.

Άκουσε λύρα από κοντά για πρώτη φορά όταν ήταν 14 ετών, και μάλιστα από τους μετέπειτα δασκάλους της Ross Daly και Κέλυ Θωμά, σε μια συναυλία τους στη Λευκωσία. Ευθύς εξαρχής άρχισε να ψάχνει μανιωδώς μουσικές με τοπικά ιδιώματα, από όλο τον κόσμο, ακούγοντας παράλληλα κλασική οθωμανική μουσική. Στην ηλικία των 17, είχε την τύχη να γνωρίσει και τον δεξιοτέχνη της πολίτικης λύρας Σωκράτη Σινόπουλο, με τον οποίο έκανε το πρώτο μάθημα στη λύρα. Εκείνος με την πολίτικη και  η ίδια με μια κρητική που της χάρισε ο πρώτος της μέντορας στη μουσική, Μιχάλης Γεωργίου.

Πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, αποφάσισε, παράλληλα με την κιθάρα να παρακολουθήσει μαθήματα πολίτικης λύρας, και πολύ σύντομα η κιθάρα βρήκε μια μόνιμη περίοπτη θέση στο ράφι του σαλονιού της. Αρκετά χρόνια αργότερα, αποφάσισε να μετακομίσει στο  Χουδέτσι της Κρήτης, στο Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος, όπου έζησε για τρία χρόνια, δίπλα στον Ross και την Κέλυ, όπου και αποφάσισε να υιοθετήσει τον τύπο κρητικής λύρας που παίζουν οι ίδιοι, γιατί όπως λέει η ίδια «για ακόμα μια φορά κατάλαβα πως αυτός ο ήχος λύρας με αγγίζει περισσότερο και πως μου δίνει τη δυνατότητα να παίξω και τεχνικά περισσότερα από αυτά που με ενδιαφέρουν. Έκτοτε είμαι με το όργανο αυτό».

Από την Κρήτη ταξίδεψε στην Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στο Ντουμπάι και από εκεί στην Ινδία όπου ανάμεσα σε άλλα συμμετείχε και σε δυο συναυλίες στα πλαίσια φεστιβάλ για τους εορτασμούς προς τιμή του θεού Ganesh, τον οποίο γιορτάζουν σε όλη τη χώρα, κάθε χρόνο, όλο το Σεπτέμβρη, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι «η μουσική είναι μια “γλώσσα” που μπορεί όντως να ενώσει ανθρώπους οποιασδήποτε καταγωγής, ηλικίας, πολιτιστικών υποβάθρων, ακόμα και όταν δε μιλούν ούτε και μία λέξη την ίδια».

Χριστίνα Πολυκάρπου
Φωτ.: Χάρης Κυπριανού

Είναι περήφανη που ανάμεσα σε άλλους μουσικούς, η κρητική λύρα ακούστηκε στα πιο απομακρυσμένα μέρη του πλανήτη. Ωστόσο, η Χριστίνα παραμένει πάντα ρεαλίστρια και μετριοπαθής γιατί, ξέρει πολύ καλά, πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος – μια λυράρισσα πρέπει να κουβαλάει πάντα μαζί της τη μουσική της ταυτότητα. Σαν καταφύγιο, σαν δέσιμο με τους τόπους και τους ανθρώπους και σαν μαγική γλώσσα. Κι αυτό παραμένει μέχρι και σήμερα αξιοζήλευτο στα μάτια μου.

Σε αυτή τη συζήτηση η Χριστίνα Πολυκάρπου μου άνοιξε την ψυχή της, δίνοντάς μου τη χαρά να είμαι εγώ αυτή που θα μοιραστεί την ιστορία της.

– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από την μουσική;
Μέσα στο αμάξι με τους γονείς και την αδερφή μου, να παίζουν στο ραδιόφωνο ελληνικά χιτάκια των αρχών της δεκαετίας του 90. Κατερίνα Κούκα, Δάκης, Βίσση και άλλα διάφορα.

–  Ασχολείσαι με τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία. Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με την αυτήν;
Ο παππούς μου είχε την ελπίδα πως κάποιο από τα παιδιά, ή έστω τα εγγόνια του, θα μάθαινε μουσική. Κάτι που μάλλον και για τον ίδιο ήταν ένα όνειρο, και συνόδευε τον βιολιστή αδερφό του, Κώστα, αλλά και τον πατέρα του (τον προπάππου μου), τον βιολιστή Σαββή από την Αφάνεια –χωριό στην περιοχή της Μεσαορίας της Κύπρου- με το λαούτο, κάποιες φορές σε αλλάματα (το στόλισμα της νύφης και του γαμπρού), γάμους και άλλες εκδηλώσεις. Δοκίμασαν τα παιδιά και κάποια από τα εγγόνια του να μάθουν μουσική, ανεπιτυχώς, αλλά όταν στα 12 μου με ρώτησε αν θέλω να μάθω κάποιο όργανο, του απάντησα ένα τεράστιο «ναι» χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν σαν να περίμενα κάποιον να μου κάνει αυτή την ερώτηση, γιατί ήδη είχα μια μεγάλη έλξη για τη μουσική, ζήλευα τα παιδιά στο δημοτικό που έπαιζαν, και ήθελα κι εγώ, αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω, και ούτε είχα εκφράσει αυτή την επιθυμία σε κάποιον. Έτσι ξεκίνησα, με την κλασσική κιθάρα, όταν πήγα γυμνάσιο.

–  Και από εκεί πώς κατέληξες με μια λύρα στο χέρι, τι σε προσέλκυσε σε αυτό το όργανο; Άκουσα λύρα από κοντά για πρώτη φορά όταν ήμουν 14-15 χρονών, και μάλιστα τους μετέπειτα δασκάλους μου Ross Daly και Κέλυ Θωμά, σε μια συναυλία τους στη Λευκωσία. Μαγεύτηκα. Αργότερα, άρχισα –με μανία- να ψάχνω μουσικές με τοπικά ιδιώματα, από όλο τον κόσμο, ακούγοντας και κλασική οθωμανική μουσική. Παράλληλα είχα την τύχη να γνωρίσω και τον πολύ σημαντικό δεξιοτέχνη της πολίτικης λύρας Σωκράτη Σινόπουλο, σε ηλικία 17 χρονών στην Κύπρο και πάλι, ο οποίος μου έκανε το πρώτο μάθημα στη λύρα, αυτός με την πολίτικη και εγώ με μια κρητική που μου χάρισε ο πρώτος μου μέντορας στη μουσική, Μιχάλης Γεωργίου. Πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, αποφάσισα, παράλληλα με την κιθάρα να παρακολουθήσω μαθήματα στην πολίτικη λύρα. Μετά από 2-3 μήνες, σταμάτησα εντελώς με την κιθάρα, αφού ήξερα ότι είχα βρει κάτι που με εκφράζει και συνεπαίρνει πολύ περισσότερο. 10 χρόνια αργότερα, ζώντας πλέον στην Κρήτη, δίπλα στον Ross και την Κέλυ, πέρασα στον τύπο κρητικής λύρας που παίζουν οι ίδιοι, γιατί για ακόμα μια φορά κατάλαβα πως αυτός ο ήχος λύρας με αγγίζει περισσότερο και πως μου δίνει τη δυνατότητα να παίξω και τεχνικά περισσότερα από αυτά που με ενδιαφέρουν. Έκτοτε είμαι με το όργανο αυτό.

Φωτ.: Χάρης Κυπριανού

–  Πες μου αν θες πώς βρέθηκες στην Κρήτη, για το Χουδέτσι και τον Ρος Ντέιλι και το Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος.
Στο Χουδέτσι και το Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος, πήγα πρώτη φορά το 2005, το πρώτο μου καλοκαίρι ως φοιτήτρια, για να παρακολουθήσω το σεμινάριο στην πολίτικη λύρα, με δασκάλους τους Σωκράτη Σινόπουλο και Derya Tűrkan. Ακολούθησαν πολλές επισκέψεις τα επόμενα χρόνια, και διάφορα σεμινάρια και με άλλους δασκάλους, μέχρι που μετακόμισα εκεί το 2013 για τρία χρόνια. Σε αυτό το μουσικό παράδεισο που δημιούργησε ο Ross, εγώ όπως και εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι από κυριολεκτικά ολόκληρο τον κόσμο, βρήκαμε το νόημα στη μουσική, τη μουσική μας οικογένεια. Εκεί μαθαίνει κανείς μουσική μέσα από τα σεμινάρια που διοργανώνονται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, αλλά και πράγματα άλλης αξίας. Με την άμεση και ανθρώπινη συναναστροφή με τους σημαντικούς αυτούς μουσικούς-δασκάλους, για μία βδομάδα κάθε φορά, στο μάθημα, στην ταβέρνα, στον καφέ, στα διαλείμματα, στους περιπάτους, με την παρακολούθηση συναυλιών από τους ίδιους αλλά και με τη συμμετοχή μαθητών, όποιος είναι δεκτικός, κερδίζει μια ολιστική γνωριμία με τον δάσκαλο, μια παραδοσιακά σημαντική διαδικασία στην εκμάθηση των τροπικών μουσικών παραδόσεων. Εξίσου σημαντικά στοιχεία στη διαμόρφωση ενός ατόμου ως ανθρώπου αρχικά, και μετά ως μουσικού. Δημιουργούνται φυσικά και φιλίες ζωής στον τόπο αυτό, συνεργασίες, μπάντες, εξαιρετικοί μουσικοί, και άλλα πολλά. Με αβίαστο και φυσικό τρόπο και ρυθμό, ο Λαβύρινθος προσέφερε και προσφέρει ένα τεράστιο έργο ανεκτίμητης αξίας στον κόσμο των μουσικών τροπικών παραδόσεων, παγκόσμιας εμβέλειας.

–  Ποια είναι πιστεύεις η πολιτιστική και, δη, μουσική σύνδεση Κρήτης και Κύπρου, όχι μόνο ηχητικά αλλά και εννοιολογικά – εννοώντας τις προθέσεις του κάθε πολιτισμού μέσα από τον χειρισμό του ήχου.
Έχοντας ζήσει και στα δύο νησιά, παρατήρησα πως στην Κρήτη, σε αντίθεση με την Κύπρο, η μουσική είναι ζωτικής σημασίας. Εκτός του ότι τουλάχιστον ένα άτομο σε κάθε σπίτι στην Κρήτη παίζει κάποιο όργανο της παράδοσής τους (λύρα, λαούτο, βιολί, μαντολίνο, θιαμπόλι κλπ), σχεδόν όλοι ξέρουν τη μουσική, τους χορούς τους, συμμετέχουν στα πανηγύρια, άνθρωποι όλων των ηλικιών. Παίζουν μουσική, τραγουδούν και χορεύουν ακόμα και σε απλές συνάξεις και παρέες στα σπίτια και στις αυλές τους. Η μουσική, που είναι τεράστιο πολιτιστικό κομμάτι της Κρήτης, είναι πάντα εκεί, με τους ανθρώπους. Και είναι ζωντανή, δεν την αντιμετωπίζουν ως ένα αντικείμενο μελέτης ή έρευνας, ούτε μένει μόνο μέσα στα πλαίσια συναυλιών, παρουσιάσεων, οργανωμένων γιορτών, μέσα σε θέατρα και αίθουσες, κάτι που ως επί τω πλείστο συμβαίνει με την κυπριακή μουσική.

–  Πώς μπορεί ένας μουσικός να επιβιώσει στην Κύπρο του 2024;
Πολύ δύσκολα. Με μεγάλα αποθέματα επιμονής και υπομονής, δεν είναι ακατόρθωτο, αλλά είναι ένας αγώνας. Για άλλους περισσότερο, για άλλους λιγότερο. Εκτός της – ακόμα υπαρκτής – μη κατανόησης ενός μεγάλου μέρους του κοινωνικού συνόλου ότι το να είσαι μουσικός είναι ένα κανονικότατο επάγγελμα, που απαιτεί όγκο ωρών εργασίας, σε πολλαπλά κιόλας επίπεδα (μελέτη, πρόβες, έρευνα, οργανωτικές ικανότητες, οικονομικές δεξιότητες κλπ.), σχεδιασμός και στήριξη από φορείς που θα έπρεπε κανονικά να στηρίζουν ανελλιπώς τους μουσικούς, ακόμα και στο κομμάτι της επίσημης εκπαίδευσης, υστερεί πάρα πολύ.

Φωτ.: Χάρης Κυπριανού

–  Τι είναι αυτό που σε ωθεί να συνεχίζεις ως μουσικός; Ποια είναι αυτή η αόρατη δύναμη που σε τρέφει;
Όπως το λες, αυτή η αόρατη δύναμη είναι η ίδια η μουσική. Αυτό το άυλο που προέρχεται μεν από τα υλικά που δημιουργούν στο σύνολό τους τα ίδια τα μουσικά όργανα –ξύλα, χορδές κλπ – ή οι φωνητικές χορδές στο σώμα, που παράγουν όμως κάτι ανώτερο, που δεν μπορεί να επεξηγήσει κανείς με λόγια. Ναι, η μουσική ως επιστήμη έχει θεωρητικό υπόβαθρο με λέξεις και έννοιες που την αναλύουν, αλλά στο τέλος είναι ακόμα μια πλήρης γλώσσα, με ρίζες, ίσες στο χρόνο με τη δημιουργία. Έτσι και για μένα είναι η γλώσσα με την οποία βρίσκω και γνωρίζω τον πραγματικό, τον ανώτερό μου εαυτό, είναι ο πυρήνας μου. Είναι ο καλύτερός μου φίλος, που πάντα, και στα πιο δύσκολα και στα καλά, με συντροφεύει. Μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράζομαι, χωρίς λέξεις. Είναι το μέσο που με συνδέει επίσης με τους ανθρώπους αλλά και το σύμπαν ολόκληρο. Είναι για μένα η πιο μαγική και ιερή από τις τέχνες και τις ικανότητες που μπορεί να αναπτύξει ο άνθρωπος στη ζωή του, είτε παίζοντας αλλά και ακούγοντάς την με προσοχή.

–  Με ποιους μουσικούς θα ήθελες να συνεργαστείς, -ίσως και πέρα από τον παραδοσιακό ήχο;
Αγαπώ πολλά είδη μουσικής, ακόμα και μουσικές που δεν ανήκουν σε κάποιο είδος. Ευχή μου πάντα είναι να έχω την τύχη να γνωρίζω και να μου δίνεται η δυνατότητα να παίζω με μουσικούς που είναι καλύτεροι από μένα, από όποιο μουσικό υπόβαθρο και αν προέρχονται. Αν έχουμε κάποιο κοινό μουσικό όραμα ή επιθυμία, και όρεξη για δουλειά, τότε σχεδόν πάντα ένα καλό μουσικό αποτέλεσμα είναι δεδομένο.

–  Πώς είναι για μια γυναίκα να ασχολείται με ένα μουσικό όργανο που για χρόνια ήταν παραδοσιακά ανδρικό;
Αν και υπήρχαν πάντα ορισμένες λυράρισσες, όχι μόνο άντρες που έπαιζαν τη λύρα, όντως, ακόμα και σήμερα είμαστε πολύ λίγες συγκριτικά. Αλλάζουν ευτυχώς οι καιροί όμως, και πλέον βλέπω να μαθαίνουν και να σπουδάζουν το όργανο και άλλες νέες και μεγαλύτερες γυναίκες. Στην Κρήτη, στην Κύπρο ακόμα, αλλά και στον κόσμο όλο! Εγώ δεν ένιωσα να υπήρξε ποτέ κάποια υποτίμηση ή διάκριση σε αυτό που κάνω, ούτε στη Ελλάδα, ούτε στην Κύπρο ή σε άλλα μέρη του κόσμου που έχω παίξει. Όπως είπαμε, αλλάξανε τα δεδομένα, και ο κόσμος πλέον που θέλει να ακούει καλή μουσική, δεν ενδιαφέρεται τόσο για το ποιος και πώς είσαι, αλλά για το τι έχεις να πεις.

Φωτ.: Χάρης Κυπριανού

–  Θα ήθελα τώρα να συνεχίσουμε το ταξίδι προς την Ανατολή και συγκεκριμένα στο Ντουμπάι. Τι σε οδήγησε στην μεγαλύτερη και πιο πλούσια πόλη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων;
Η καλή μου τύχη και η Παγκόσμια Έκθεση (Expo20202Dubai), ένας τεράστιος θεσμός με τη συμμετοχή σχεδόν όλων των χωρών του κόσμου, που πραγματοποιείται κάθε 5 χρόνια σε διαφορετική χώρα. Έγινε για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή, και ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια και εμβέλεια στα 150 χρόνια ιστορίας του θεσμού. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του επίσημου μουσικού τμήματος της Expo, στην αναζήτηση του στο youtube για μουσικούς που παίζουν handpan, έπεσε πάνω σε ένα βίντεο που παίζω με το συνεργάτη μου, Βασίλη Βασιλείου. Του άρεσε η λύρα και ο τρόπος που παίζω, και επικοινώνησε μαζί μου προσκαλώντας με στην 50μελή αυτή ομάδα, με μουσικούς από πολλά μέρη του κόσμου. Δέχτηκα, γιατί κάτι τέτοιο ήταν ένα όνειρο για μένα. Και όντως, η εμπειρία μπου εκεί ήταν δώρο, που μου έδωσε την δυνατότητα να συνυπάρξω με σπουδαίους μουσικούς από πολύ διαφορετικούς πολιτισμούς και τόπους, μια ποικιλομορφία που με ενδιαφέρει πολύ στη μουσική και με εξιτάρει.

–  Και από εκεί πώς κατέληξες στην μακρινή Ινδία;
Στο Ντουμπάι γίναμε φίλοι με πολλά από τα άτομα της ομάδας, ζήσαμε εκεί μια μικρή ζωή, θα έλεγε κανείς, μέσα στη ζωή μας. Δημιουργήθηκαν στενοί και αληθινοί δεσμοί, που ακόμα κρατούν γερά, και είμαι σίγουρη πως θα διαρκέσουν για πολλά χρόνια ακόμα. Από την ομάδα, ο Manju (Manju Drums στο καλλιτεχνικό του), ντράμερ και κρουστός από την πόλη Bangalore της Νότιας Ινδίας, έγινε αδερφικός μου φίλος, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να με καλέσει στην Bangalore για να συμμετέχω σε 2 δικές του συναυλίες με την ομάδα του (ManjuDrumsCollective), στα πλαίσια φεστιβάλ για τους εορτασμούς προς τιμή του θεού Ganesh, τον οποίο γιορτάζουν σε όλη τη χώρα, κάθε χρόνο, όλο το Σεπτέμβρη. Η Ινδία ήταν όνειρο πραγματικό για μένα από την εφηβεία μου, και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος και αφορμή να ανοίξει η πόρτα εκεί για μένα. Μια πόρτα που κρατώ ανοιχτή και σχεδιάζω να επισκεφτώ πολλές φορές ακόμα, μαζί με τη λύρα μου.

–  Πώς εναρμονίζεται η λύρα με τις μουσικές της Ανατολής και της Ασίας;
Η λύρα είναι ένα όργανο χωρίς τάστα, όπως και το βιολί για παράδειγμα, που μπορεί να παράξει νότες μικρότερες του ημιτονίου. Κατ’ επέκταση αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αποδώσει τις σχέσεις ήχων των μουσικών συστημάτων του Ανατολικού κόσμου, που έχουν ως βάση τα μακάμ. Αυτή η μουσική οικογένεια καλύπτει ένα εξαιρετικά μεγάλο γεωγραφικό μέρος του πλανήτη, από την Βόρεια Αφρική μέχρι την Ασία και τη μακρινή σε εμάς Κίνα. Μοιάζει επίσης στο ηχόχρωμα με αρκετά έγχορδα όργανα που παίζονται με δοξάρι από τις περιοχές αυτές, όπως για παράδειγμα το sarangi από την Ινδία ή το erhu της Κίνας. Έτσι, δυσκολία στο συνταίριασμα των ήχων δεν υπάρχει. Βασικότερο στοιχείο, θα έλεγα, είναι η αισθητική των ίδιων των μουσικών, και η ανεύρεση μιας γραμμής όπου αυτή η σύμπραξη να γίνεται αρμονικά και με καλό ηχητικό και μουσικό αποτέλεσμα.

–  Ποια είναι η αλληλεπίδρασή σου με τους μουσικούς από άλλες χώρες;
Το να ταξιδεύει ένας μουσικός και να γνωρίζει αλληλεπιδρώντας ανθρώπους σε άλλες χώρες, το βρίσκω πολύ σημαντικό. Η επαφή με άλλους μουσικούς πολιτισμούς, άλλα μουσικά ρεύματα, ακόμα και το γεγονός ότι βρίσκεται σε κάποιο καινούριο περιβάλλον, δίνει μεγάλη έμπνευση και όρεξη για δημιουργία. Αναζωογονεί σε πολλές περιπτώσεις την ίδια την αγάπη μας για τη μουσική και μας βάζει στη διαδικασία να βρίσκουμε ξανά στη φύση μας από πού πηγάζει αυτή η απαραίτητη σαν το οξυγόνο ανάγκη για μουσική έκφραση. Έτσι βιώνω τουλάχιστον εγώ τις γνωριμίες και τις ευκαιρίας σύμπραξης με μουσικούς από άλλα μέρη. Αυτή την περίοδο αναμένω μουσικό υλικό από ένα φίλο μουσικό στην Ινδία, για να ηχογραφήσω πάνω με τη λύρα!

Φωτ.: Χάρης Κυπριανού

–  Πώς δέχεται το διεθνές κοινό τον παραδοσιακό ήχο της λύρας. Δείχνει να τον εκτιμά;
Τον εκτιμά αφάνταστα θα έλεγα. Όπως ανέφερα και πριν, εάν ο μουσικός, με όποιο όργανο και να είναι, έχει μια καλή αίσθηση της μουσικής, έχει την τάση και την πρόθεση να δημιουργεί κάτι ειλικρινές με σεβασμό, δύσκολα να μην βρει ανταπόκριση. Όπου έχω βρεθεί με τη λύρα μου εκτός Κύπρου, αλλά ακόμα και με ανθρώπους στο νησί που δεν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ, παίρνω πολύ όμορφα σχόλια, και πραγματικά νιώθω την αγάπη και τον θαυμασμό τους για την ήχο αυτό. Τους καταλαβαίνω, γιατί και εγώ αυτό νιώθω όταν ακούω άλλους που παίζουν λύρα με τα κριτήρια που προανέφερα.

–  Λέμε το κλισέ «η μουσική ενώνει». Μέσα από την εμπειρία σου, θέλω να μου περιγράψεις τη δική σου μαρτυρία για την πιο πάνω πεποίθηση.
Η μουσική είναι μια «γλώσσα» που μπορεί όντως να ενώσει ανθρώπους οποιασδήποτε καταγωγής, ηλικίας, πολιτιστικών υποβάθρων, ακόμα και όταν δε μιλούν ούτε και μία λέξη την ίδια. Το έχω δει να συμβαίνει πολλές φορές, το έχω βιώσει και εγώ. Κυρίως στο Μουσικό Εργαστήρι Λαβύρινθος, και στην Ινδία. Και ως μουσικός αλλά κυρίως ως ακροατής. Εμπειρίες σαν αυτές, εκτός του ότι σε υποχρεώνουν να αφήσεις έξω εγωισμούς, σκέψεις πολλές και ανάλυση, προσφέρουν στον άνθρωπο την ευκαιρία να νιώσει πραγματικά ότι όλοι είμαστε το ίδιο, προερχόμαστε από την ίδια «πρώτη ύλη», και αξίζουμε τα ίδια.

– Με τι καταπιάνεσαι αυτόν τον καιρό;
Εδώ και αρκετό καιρό, οι Gaba Project – το σχήμα που έχουμε με το φίλο και εξαιρετικό κρουστό/ντράμερ Βασίλη Βασιλείου . Είναι ένα project που ξεκινήσαμε πριν από 4 χρόνια, με κάποιες συναυλίες στην Κύπρο. Στόχος μας είναι εκτός από το ντουέτο (με λύρα, handpans και κρουστά), οι συνεργασίες με μουσικούς που μας αρέσουν και ταιριάζουν στο όραμά μας. Ήδη έχουμε κάνει projects με κοντραμπάσο, με φωνή και με νέυ. Πλέον κοιτάμε πιο μακριά, έξω από τα κυπριακά σύνορα, με συμμετοχές μας ήδη σε φεστιβάλ στην Ελλάδα πέρσι και φέτος. Ευχή μας να ‘μαστε καλά και να συνεχίσουμε τη δημιουργία, τα projects αλλά και να ολοκληρώσουμε την πρώτη σειρά από στουντιακές ηχογραφήσεις που έχουμε ξεκινήσει, για να μπορούμε πλέον να μοιραστούμε με τον κόσμο κάτι πιο ολοκληρωμένο.

–  Τι σχεδιάζεις για το μέλλον;
Δεν κάνω σχέδια μεγάλα, ούτε σε βάθος χρόνου. Προσπαθώ να εκπληρώνω και να φέρνω εις πέρας ότι τρέχει στο τώρα μουσικά για μένα, ή στο άμεσο μέλλον. Μπήκε τώρα το καλοκαίρι, μια συνήθως πιο ενεργή εποχή για τους μουσικούς στις περιοχές μας, και ετοιμάζομαι για τις συναυλίες και τα φεστιβάλ στα οποία θα παίξω εδώ στην Κύπρο (φεστιβάλ ΕΔΟΝ, Φέγγαρος, MoonWalk κ.ά). Είτε με τα project στα οποία ανήκω, είτε ως session μουσικός.

 ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Instagram | Facebook