Ο Χάρολντ Πίντερ γεννήθηκε σε λονδρέζικο προάστιο. Την περίοδο 1948-49 παρακολούθησε δύο εξάμηνα στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών (RADA). Το 1949 κλήθηκε στον στρατό, δήλωσε αντιρρησίας συνείδησης και απαλλάχτηκε. Το 1951 άντεξε για έξι μήνες στη Central School of Speech and Drama και στη συνέχεια εντάχθηκε ως ηθοποιός σε θιάσους κλασικού ρεπερτορίου που περιόδευαν στη Βρετανία. Το 1957 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο-«Το δωμάτιο». Ακολούθησαν 50 χρόνια μεγάλης παραγωγικότητας, κατά τα οποία ο Πίντερ ολοκλήρωσε, μεταξύ άλλων, 29 θεατρικά έργα και 26 κινηματογραφικά σενάρια-περιλαμβάνονται το «Πάρτι γενεθλίων» (1957), «Ο επιστάτης» (1959), η «Προδοσία» (1978) και στα σενάρια του «ο υπηρέτης» (1963), ο «Μεσάζων» (1969) και η «Ερωμένη του γάλλου υπολοχαγού» (1981). Το 2005 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 2007 με το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.

O Χάρολντ Πίντερ πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου 2008 στο Νοσοκομείο Hammersmith του Λονδίνου και με αφορμή την επέτειο του θανάτου του σπουδαίου συγγραφέα θυμόμαστε μερικά λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.

Από τη στιγμή που εκδοθεί ή παιχτεί ένα έργο μου έχει πια την δική του ζωή.  Νιώθω ότι κάθε επέμβαση πάνω του ίσως το πονέσει. Θα ήταν σαν να το πυροβολούσα αν το έπιανα για να το διορθώσω.

Η πιο σημαντική ατάκα που έχω γράψει είναι στο «Πάρτι γενεθλίων».  Τη λέει ο Πίτι καθώς παίρνουν τον Σταν: «Σταν, μην τους αφήσεις να σου πουν τι θα κάνεις!». Αυτή η φράση είναι η ζωή μου όλη.

Ήμασταν άνθρωποι της εργατικής τάξης. Ο πατέρας μου ήταν ράφτης και δούλεψε πολύ σκληρά για να ζήσουμε. Στα 58 του αρρώστησε βαριά. Εγώ τότε είχα γράψει τον «Επιστάτη» και είχα κάποια χρήματα. Ήμουν γύρω στα 30. Του ζήτησα να σταματήσει από τη δουλειά και άρχισα να τον βοηθώ.

Είναι μεγάλο φορτίο η ζωή και κουραστικό. Αν κουβαλάμε ό,τι ζήσαμε, βαραίνουμε, χάνουμε την ελαφράδα μας και γρήγορα κλατάρουμε. Γι’ αυτό ξεδιαλέγουμε. Πρέπει να κρατάμε τα απαραίτητα μόνο.

Με ενθάρρυνε ο πατέρας μου. Όταν ήμουν 15 ετών, ο πατέρας μου σηκώθηκε στις πεντέμισι τα ξημερώματα για να πάει στη δουλειά και με είδε στην κουζίνα να γράφω. «Τι στην ευχή κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» με ρώτησε. «Γράφω» του είπα. «Τι γράφεις;» μου είπε άγρια άντεξε μια σελίδα. Τη διάβασε ολόκληρη και μετά μου είπε: «Καλά, συνέχισε…». Αυτό με ενθάρρυνε πολύ.

Στον φίλο μου Χένρι Γουλφ οφείλω τη θεατρική μου καριέρα ως συγγραφέα.Το 1957 ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, στο θεατρικό τμήμα. Με είδε που έπαιζα σε έναν θίασο και μου είπε:  «Χάρολντ, μου ζήτησαν να σκηνοθετήσω ένα έργο. Γιατί δε γράφεις εσύ ένα;».

Τη δεκαετία του ´50 ζούσα παίζοντας στο θέατρο με το ψευδώνυμο Ντέιβιντ Μπαρόν. Τα επόμενα χρόνια, πάντως, δε σταμάτησα την υποκριτική. ´Οποτε μπορούσα να έπαιζα επαγγελματικά.

Το δεύτερο έργο μου, το «Πάρτι γενεθλίων», το έθαψαν όλοι οι κριτικοί. Ένιωσα τότε ότι έχανα τον καιρό μου. Σκέφτηκα να τα παρατήσω. Όμως η πρώτη μου γυναίκα, μια καταπληκτική ηθοποιός, η Βίβιαν Μέρτσαντ, με βοήθησε. Μου είπε: «Δεν είναι η πρώτη φορά που παίρνεις κακές κριτικές. Έχεις πάρει και ως ηθοποιός. Προχώρα λοιπόν!».

Στην πρώτη λονδρέζικη παράσταση του δεύτερου έργου μου ήρθαν έξι θεατές. Έξι ήρωες. Κράτησα τις αποδείξεις του ταμείου. Τις κράτησα και τις κορνιζάρισα.

Καθώς γράφω ένα έργο, το παίζω μόνος μου. Αν ήσασταν από μια μεριά, θα διαπιστώνατε ότι δε σταματάω να μιλάω ούτε στιγμή. Δεν το δοκιμάζω τη στιγμή που το γράφω, αλλά λίγο μετά. Επίσης, γελάω τρομερά με τα αστεία που γράφω.

Έχω την τάση να βλέπω τους θεατές σαν εχθρούς μου. Δυστυχώς, μου δημιουργήθηκε μια εχθρότητα απέναντι στο κοινό από την εποχή που ήμουν ηθοποιός και γύριζα με διάφορους θιάσους στην επαρχία. Ίσως φανεί παιδιάστικο, αλλά έχω την τάση να βλέπω τους θεατές σαν εχθρούς μου. Με άλλα λόγια, νιώθω ότι είναι ένοχοι μέχρι αποδείξεως της αθωότητας τους.

Γιατί στο διάολο πηγαίνουν οι άνθρωποι στο θέατρο; Δεν έχω πειστεί ότι οι περισσότεροι πηγαίνουν επειδή ενδιαφέρονται. Όταν ωστόσο είμαι ανάμεσα στους θεατές, έχω πιάσει τον εαυτό μου να νιώθει συμπάθεια για αυτούς, μια και υποβάλλονται σε τρομερά μαρτυρία βλέποντας όσα συμβαίνουν στη σκηνή. Από την άλλη, συχνά νιώθω απαίσια επειδή καταπιέζομαι από την κοινή μας δυστυχία.

Πιστεύω ότι τα παιδιά γεννιούνται με μια ακλόνητη περιουσία, τα βιβλία. Απ´ όποια κοινωνική τάξη κι αν προέρχονται. Αρκεί να εκμεταλλευτούν αυτή την περιουσία και θα ζήσουν μέσα στον πλούτο. Μέσα στα βιβλία υπάρχει η απόλαυση, η ευτυχία, η ζωή, η δύναμη. Ένας μορφωμένος άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ να πεινάσει.

Ο Μπέκετ μου έστελνε τα έργα του και εγώ του έστελνα τα δικά μου.Δε μου έκανε ποτέ παρατηρήσεις. Μόνο μια φορά, για το έργο μου «Σιωπή», έγραψε στο χειρόγραφο: «Θα σου ζητούσα να ξαναδείς τον μονόλογο στη σελίδα 16». Αργότερα τηλεφώνησα στον σερ Πίτερ Χολ που το σκηνοθετούσε, για να μάθω πως πήγαν οι πρόβες, και εκείνος είπε: «Όλα μια χαρά. Υπάρχει μόνο ένα προβληματάκι στο μονόλογο της 16». Τότε τρόμαξα τόσο πολύ, ώστε είπα: «Βγάλτε τον τελείως».

Ο Τζόις είναι ο πιο αγαπημένος μου από τους μεγάλους. Εδώ και μισό αιώνα ο «Οδυσσέας» του Τζόις είναι δίπλα στο κρεβάτι μου. Κοιμάμαι και ξυπνάω με Τζόις. Ήταν μια ιδιοφυΐα.