Σε μια εποχή που το Βερολίνο ετοιμαζόταν για το κύμα του πολέμου, γεννήθηκε ο Hans-Joachim Roedelius (26 Οκτωβρίου 1934)∙ ένα παιδί που βρέθηκε χωρίς να το θέλει στη δίνη της Ιστορίας, μέλος υποχρεωτικά της Χιτλερικής Νεολαίας (η συμμετοχή ήταν υποχρεωτική για όλα τα αγόρια από την ηλικία των δέκα ετών), κομπάρσος σε προπαγανδιστικές ταινίες (Faded Melody του Viktor Tourjansky το 1938 και Riding for Germany του Arthur Maria Rabenalt το 1941), με λίγα λόγια, αυτόπτης μάρτυρας μιας Ευρώπης που κατέρρεε. Μαζί με τη μητέρα του εκτοπίστηκε στην Ανατολική Πρωσία και εκεί, όπως γράφει ο David Stubbs στο βιβλίο του Future Days: Krautrock and the Building of Modern Germany, η οικογένεια Roedelius έζησε σε μια εύθραυστη ισορροπία «με λίγα για να ζήσουν και λίγα παραπάνω απ’ όσα χρειαζόταν για να πεθάνουν».

Η μεταπολεμική του νεότητα σημαδεύτηκε από φυλακίσεις και αποτυχημένες απόπειρες διαφυγής από την Ανατολική Γερμανία. Όταν τελικά πέρασε τα σύνορα προς το Δυτικό Βερολίνο το 1961, κουβαλούσε ήδη την εμπειρία μιας ζωής στο περιθώριο – φυσιοθεραπευτής και μασέρ στο επάγγελμα, αλλά με την ψυχή του στραμμένη αλλού. Τότε ήταν που άφησε πίσω του τις βεβαιότητες της καθημερινής εργασίας, για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική, ένα ταξίδι που θα τον οδηγούσε να γίνει συνιδρυτής των θρυλικών Kluster (με συνεργάτες τους Conrad Schnitzler και Dieter Moebius) και αργότερα των Cluster – όταν αποχώρησε ο Schnitzler το σχήμα άλλαξε όνομα και συνέχισε μόνο με τους δύο. Γύρω στο 1973, ο Roedelius μαζί με τον Moebius άνοιξαν ένα καινούργιο μονοπάτι, συναντώντας τον κιθαρίστα των Neu!, Michael Rother. Το τρίο βάφτισε τον εαυτό του Harmonia, κι από τα χέρια τους γεννήθηκε το αξεπέραστο Musik Von Harmonia (1974), ένα άλμπουμ-μανιφέστο, που από τις νότες του άφηνε να φανεί κάτι πιο μεγαλειώδες: ότι εκείνες οι ηχογραφήσεις δεν ήταν προϊόν κάποιας στρατηγικής, αλλά σπίθες από ένα καινούργιο ηχητικό σύμπαν.

Οι Harmonia χάρισαν ακόμη ένα δίσκο, το Deluxe (1975), έναν αστερισμό πιο φωτεινό, σχεδόν παιχνιδιάρικο, την ίδια στιγμή που ο Rother συμμετείχε και στην παραγωγή του Zuckerzeit (1974) των Cluster, δίνοντάς του την πνοή μιας άλλης εποχής που ερχόταν. Και κάπως έτσι αυτά οι κύριοι χάραξαν ανεξίτηλα τα ονόματά τους στο “kosmische” στερέωμα. Και τότε εμφανίστηκε ο Brian Eno, θαυμαστής και των Cluster και των Harmonia, σαν ταξιδιώτης που έπεσε μέσα σ’ ένα ποτάμι και άφησε το ρεύμα να τον παρασύρει. Μαζί τους μοιράστηκε στιγμές αυτοσχεδιασμού, ηχογραφήσεις που έμειναν θαμμένες για δεκαετίες, μέχρι να αναστηθούν το 1997 στο Tracks and Traces (2009). Ωστόσο, όταν ο Rother διάλεξε το μοναχικό μονοπάτι της σόλο πορείας του, οι Cluster γύρισαν στο στούντιο και από εκεί πρόβαλε το Sowiesoso (1976), σαν μια ανάσα ανοιχτού ουρανού στο καταφύγιο της υπέροχης Sky Records.

Και πάλι ο Eno θα βρεθεί στον δρόμο τους και οι καρποί της συνάντησης είναι τα κλασικά πλέον Cluster & Eno (1977) και After the Heat (1978). Το δεύτερο, σαν μια φλόγα που δεν έσβηνε, έφερε στο συγκρότημα την προσοχή του βρετανικού μουσικού Τύπου, ένας αντίλαλος που έδειχνε πως το κύμα της γερμανικής πειραματικής μουσικής είχε πλέον φτάσει στις ακτές της Αγγλίας. Η συνέχεια ήρθε με το Großes Wasser (1979), σε παραγωγή του Peter Baumann των Tangerine Dream: μια βουτιά στα μεγάλα ύδατα, όπου η μουσική των Cluster άπλωνε το σώμα της σε μακρόσυρτες μορφές, όπως ένα ποτάμι που δεν βιάζεται να φτάσει κάπου, παρά μόνο να υπάρχει. Κι αξίζει εδώ μια παύση, για να θυμηθούμε πως το 1977, στο απόγειο αυτών των συναντήσεων, ο Roedelius συνυπογράφει με τον Brian Eno και τον Moebius το μυθικό “By This River”, ένα τραγούδι-καταφύγιο, που θα κυκλοφορήσει στο Before and After Science, μια στιγμή όπου ο ήχος του έγινε όχι μόνο πειραματισμός αλλά και παρηγοριά, ένας ποταμός γαλήνης μέσα στο χάος της εποχής. Εκείνη την εποχή, το “By This River” δεν κατάφερε να αποδείξει όλη τη δυναμική του· έμοιαζε με ένα κρυφό ποτάμι που κυλούσε στο περιθώριο. Μα με τον ερχομό του Internet, ξαναβρήκε τη ροή του και αναδείχθηκε σε ιερό τοπόσημο στον χάρτη της ambient μουσικής, ένα σημείο αναφοράς όπου γενιές ακροατών επιστρέφουν για να αναπνεύσουν. H ησυχία που είναι ηχογραφημένη στην αρχή και σε όλη τη διάρκεια αυτού του κομματιού θα είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής των επόμενων αναζητήσεων του Roedelius.

Καθρέφτες του εσωτερικού τοπίου: Από την έρημο στον κήπο του τρελού

Η μοναχική πορεία του Hans-Joachim Roedelius ξεκίνησε το 1978 με το Durch die Wüste, έναν δίσκο που ακούγεται σαν περιπλάνηση σε άνυδρα τοπία, όπου η σιωπή και ο ήχος δεν συγκρούονται αλλά συνυπάρχουν. Κι έπειτα, το 1979, ήρθε το καταπληκτικό Jardin Au Fou: ένας τρελός κήπος, γεμάτος χρώματα, παιδικότητα, λυρισμό, σαν μια πρόσκληση στον ακροατή να χαθεί και να ξαναβρεί τον εαυτό του μέσα από μελωδίες που μοιάζουν να ψιθυρίζονται από τα δέντρα. Είναι ο πρώτος σόλο δίσκος του Roedelius που θα ακούσω σε ηλικία 13 ετών και από τότε θα “κολλήσω” με την μουσική αυτού του ανθρώπου. Την ίδια χρονιά, γεννήθηκε και το πρώτο Selbstportrait. Μια μονολιθική σειρά σαν τα αγάλματα που την στολίζουν, δίσκοι καθρέφτες μιας εποχής απομόνωσης, ενδοσκόπησης και σπουδαίας δημιουργίας. Κάποια από αυτά τα κομμάτια ήταν φτιαγμένα παράλληλα στο έργο του με τους Cluster και τους Harmonia, αλλά όλα είναι σταθερά απαλλαγμένα από κάθε άλλη φωνή των συνεργατών του. Μόνο εκείνος, μια απλή κονσόλα δύο καναλιών, και η αίσθηση ότι το πιο σπουδαίο δεν είναι η τεχνική αλλά η καταγραφή του στιγμιαίου φωτός. Τα Selbstportraits έγιναν η ραχοκοκαλιά της σόλο ταυτότητάς του, ένα παντοδύναμος άτλαντας της εσωτερικής του ζωής.

Όταν το 1982 άφησε πίσω του τη Sky και υπέγραψε στη Venture, θυγατρική της Virgin, η μουσική του πήρε μια πιο ήπια τροπή (δεν θα την αποκαλούσα new-age με την έννοια ότι το συγκεκριμένο label εκείνη την εποχή είχε τέτοιου είδους τάσεις με άλλες κυκλοφορίες του) αλλά, όχι η μουσική του Roedelius δεν έχει να κάνει με την έννοια της φυγής, αλλά της γαλήνης. Εκείνη την περίοδο κυκλοφόρησε το άλμπουμ που θα γινόταν ένα από το πιο αναγνωρίσιμα και επιτυχημένα έργα του, το Geschenk des Augenblicks – Gift of the Moment (1984): ένα δώρο της στιγμής, όπου κάθε ήχος λες και άφηνε πάνω του το αποτύπωμα της αναπνοής.

Μετά την αποδέσμευσή του από τη Venture το 1989, ο Roedelius επέστρεψε σε μικρές ανεξάρτητες ετικέτες, σαν να ήθελε να ξαναβρεί την ελευθερία του περιπλανώμενου. Κάποια στιγμή, μπορούσες να βρεις τους “δύσκολους” δίσκους του από τον ίδιο, μιας και δεν υπήρχαν για να τους βρεις από αλλού. Υπομονετικά θυμάμαι, εκεί στις αρχές των 00s, περίμενα να έρθουν τα αντιγραμμένα CD για να μπορέσω να συμπληρώσω τον χαμένο κατάλογο. Και πάντα έφταναν, υπογεγραμμένα από τον σπουδαιό αυτόν συνθέτη. Βέβαια, στην αυγή του αιώνα, ο Roedelius έζησε την πιο γόνιμη περίοδό του. Ανάμεσα στο 2000 και το 2001 κυκλοφόρησε όχι λιγότερα από οκτώ άλμπουμ, επαναφέροντας και τη σειρά Selbstportrait στο προσκήνιο. Σαν να προπορευόταν όντως του ανέμου, άνοιξε διάλογο με νεότερους μουσικούς, συνεχίζοντας να ανακαλύπτει στο βλέμμα των άλλων τον καθρέφτη του δικού του κόσμου.

Στο μεταξύ, οι Cluster είχαν επιστρέψει: το Apropos Cluster του 1990 έφερε μια avant-techno πνοή, πέρασαν και από το δικό μας Synch το 2009 αλλά όταν το 2010 ανακοινώθηκε η οριστική αποχώρηση του Moebius, ο Roedelius στράφηκε μπροστά: το καινούργιο του όραμα ονομάστηκε Qluster, μαζί με τον Onnen Bock και τον Armin Metz. Το 2018, η αυτοβιογραφία του, The Autobiography of Hans-Joachim Roedelius, ήρθε να σταθεί σαν φάρος μέσα σε μια διαδρομή που μοιάζει ατέλειωτη, όχι ως απολογισμός, αλλά ως μαρτυρία ενός ανθρώπου που επέμεινε να ζει μουσικά, ακόμη κι όταν ο κόσμος γύρω του άλλαζε πιο γρήγορα από ποτέ.

Έστειλε τις απαντήσεις του, λιτές και πολύτιμες, σαν σπόρους που αφήνονται σε εύφορο χώμα. Κι έπειτα έφυγε για να προετοιμάσει το επόμενο του όραμα, εκεί όπου το προσωπικό του ταξίδι συναντά το συλλογικό: το Hans-Joachim Roedelius & More Ohr Less 2025: Ein Festival, zwei Austragungsorte. Μια διοργάνωση που ο ίδιος συνδημιούργησε και διαμόρφωσε δημιουργικά, το More Ohr Less, φτάνει φέτος στην εικοστή δεύτερη σεζόν του, μοιρασμένο ανάμεσα στο Lunz am See (την ήσυχη λίμνη που έγινε θερινό του καταφύγιο) και στο Baden, την πόλη όπου ζει εδώ και δεκαετίες με την οικογένειά του. Το φεστιβάλ, πάντα εκκεντρικό στην επιλογή καλλιτεχνών, φιλοξενεί φέτος από ποιητικές απαγγελίες του ίδιου του Roedelius και εγκαταστάσεις του Tim Story, μέχρι εμφανίσεις του Arnold Kasar & Morgan King, αλλά και ένα “Ode an die Freude” από το δίδυμο Roedelius & Story.

Η οικογένεια είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι: η σύζυγος Christine, συνεπιμελήτρια και περφόρμερ, η κόρη Rosa, με εικαστικά έργα και εγκαταστάσεις, ο γιος Julian με τη φροντίδα του design και της επικοινωνίας. Ένα φεστιβάλ που παραμένει χώρος για ό,τι κινείται μακριά από τον κυρίαρχο κανόνα, από βιεννέζικο rap μέχρι ιταλικό electrofolk. Κι έτσι, στα 90 του, ο Roedelius συνεχίζει να γράφει, να εμπνέει, να ενώνει γενιές μέσα από ήχους που ξεφεύγουν από τον χρόνο.

Τον ευχαριστώ με σεβασμό και ευγνωμοσύνη που μου αφιέρωσε τον χρόνο του, που άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο του και με άφησε να δω, έστω για λίγο, το τοπίο ενός μοναδικού συνθέτη που συνεχίζει να αναπνέει μουσική.

Roedelius
Φωτ.: © Hans-Joachim Roedelius

LINE

– Ξεκινώντας από την πρώιμη δουλειά σας με τους Kluster/Cluster, πώς βιώσατε την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής και ποιοι καλλιτέχνες ή κινήματα είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή σε εσάς;
Η πορεία μου στην ηλεκτρονική μουσική, από τα πρώτα χρόνια με τους Cluster, ήταν για μένα μια συνεχής εξερεύνηση. Δεν υπήρχε ποτέ ένα μόνο σημείο αναφοράς, αλλά ένα πλήθος επιρροών που άνοιγαν δρόμους. Σίγουρα, σημαντικές μορφές όπως ο Pierre Henry, με τον τρόπο που πειραματίστηκε με τον ήχο, ή ο Captain Beefheart (Don Van Vliet) με την απόλυτη ελευθερία του στη ροκ, μου έδειξαν πόσο πλατιά μπορεί να είναι η μουσική. Παράλληλα, η κλασική παράδοση υπήρξε εξίσου θεμελιώδης: συνθέτες όπως ο Maurice Ravel, ο Hector Berlioz, ο Alban Berg ή ο Charles Ives με συντρόφευαν και με ενέπνεαν συνεχώς. Από τη σύγχρονη μουσική, η πνευματικότητα του Arvo Pärt, η μινιμαλιστική δύναμη του Philip Glass, οι αναζητήσεις της Olga Neuwirth, η λεπτομέρεια της Éliane Radigue ή οι εκρήξεις του Wolfgang Rihm είχαν μεγάλη σημασία. Και βέβαια, ο John Cage, που μας δίδαξε ότι η μουσική μπορεί να είναι τα πάντα, ακόμη και η σιωπή. Η ηλεκτρονική μουσική, έτσι όπως την έζησα είναι ένας διάλογος με το παρελθόν, με την κλασική κληρονομιά, με την avant-garde, αλλά και με την ίδια τη ζωή. Κάθε όνομα που ανέφερα είναι ένας σταθμός σ’ ένα ταξίδι που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.

– Ποιο ήταν το πρώτο ροκ συγκρότημα που πραγματικά σας εντυπωσίασε;
Θα έλεγα πως ήταν οι U2 στα πρώτα τους χρόνια, πριν ακόμη τους αναλάβει ο Brian Eno για να τους «φροντίσει» ή να διαμορφώσει τον ήχο τους. Εκείνη την εποχή είχαν μια ακατέργαστη ενέργεια και μια αμεσότητα που με εντυπωσίασε βαθιά. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν εκτίμησα όσα έκαναν αργότερα, το Joshua Tree παραμένει για μένα ένα εξαιρετικό άλμπουμ.

– Αν μπορούσατε να περιγράψετε το πνεύμα της δεκαετίας του 1970 στη Γερμανία με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Θα διάλεγα τη λέξη “Zukunftsglaube”, δηλαδή «πίστη στο μέλλον». Εκείνη την εποχή υπήρχε μια αίσθηση αισιοδοξίας, η πεποίθηση ότι μπορούσαμε να αλλάξουμε τα πράγματα, να ανοίξουμε νέους δρόμους τόσο στην κοινωνία όσο και στη μουσική. Αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης προς το μέλλον έδινε δύναμη στη δημιουργικότητα και μας ώθησε να πειραματιστούμε χωρίς φόβο.

– Η συνεργασία σας με τον Dieter Moebius υπήρξε καθοριστική για την καριέρα σας, και η δουλειά του δίπλα στη δική σας άφησε ανεξίτηλο σημάδι στη μουσική. Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μια προσωπική σας ανάμνηση από την εποχή που δουλεύατε μαζί; Τι ήταν αυτό που έφερνε ο Dieter στη δημιουργική διαδικασία και το έκανε τόσο μοναδικό ή ιδιαίτερα εμπνευστικό για εσάς;
Ο Moebi ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος πραγματικός “punker” σε γερμανικό έδαφος, αν και είχε γεννηθεί στην Ελβετία!

– Έχετε αναφέρει ότι η δημιουργική σας διαδικασία είναι περισσότερο διαισθητική παρά διανοητική. Θα μπορούσατε να εξηγήσετε πώς εκδηλώνεται αυτή η προσέγγιση στο έργο σας; Πώς ξεχωρίζετε το ένα από το άλλο στη δική σας καλλιτεχνική πορεία;
Δουλεύω πάντα μέσα από τη φαντασία μου. Αυτό σημαίνει ότι αφήνω τα πράγματα να έρθουν σε μένα όπως είναι, χωρίς να τα πιέζω ή να τα σχεδιάζω υπερβολικά. Αν κάτι μου φαίνεται ουσιαστικό ή σχετικό με τη στιγμή που δημιουργώ, τότε το αφήνω να μπει στη μουσική. Δεν ξεκινώ από θεωρίες ή περίπλοκα σχήματα σκέψης∙ ξεκινώ από το ένστικτο και από αυτό που νιώθω πως έχει σημασία. Έτσι η διαδικασία μένει ζωντανή και αληθινή, χωρίς να εγκλωβίζεται σε υπερβολική ανάλυση.

– Στις δεκαετίες που πέρασαν έχετε αγκαλιάσει πολλές διαφορετικές τεχνολογίες στη μουσική σας. Πώς βιώσατε τη σχέση ανάμεσα στην τεχνολογία και την ουσία της μουσικής; Πιστεύετε ότι η τεχνολογία σήμερα ενισχύει ή εμποδίζει την ψυχή των σύγχρονων συνθέσεων;
Μου αρέσει πολύ το γεγονός ότι σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας τόσα νέα εργαλεία και δυνατότητες. Κάθε τεχνολογία ανοίγει πόρτες, δίνει νέους τρόπους να εκφραστείς και να επεκτείνεις τη φαντασία σου. Για μένα, η τεχνολογία δεν είναι ποτέ εμπόδιο αν τη χρησιμοποιήσεις με σεβασμό∙ είναι απλώς ένα μέσο. Η ψυχή της μουσικής παραμένει πάντα η ίδια∙ αυτό που μετράει είναι η πρόθεση του καλλιτέχνη, όχι το εργαλείο που χρησιμοποιεί.

Roedelius
Όταν ο Bowie δείχνει το μέλλον, και ο Roedelius χαμογελά γνωρίζοντας ότι το είχε ήδη ακούσει | Φωτ.: © Hans-Joachim Roedelius

– Η μουσική σας συχνά συνδέεται με την ανθρώπινη ύπαρξη. Πώς αντιλαμβάνεστε τον ήχο ως καθρέφτη της ζωής μας; Απλώς συνοδεύει την καθημερινότητα ή έχει έναν βαθύτερο, στοχαστικό ρόλο;
Οι πρόγονοί μου ήταν, εδώ και αιώνες, βαθιά συνδεδεμένοι με την τέχνη, τη μουσική και την ποίηση. Νιώθω ότι συνεχίζω αυτόν τον δρόμο, σαν να με καθοδηγούν ακόμη και σήμερα. Εγώ απλώς ακολουθώ την πορεία που χάραξαν, προσπαθώντας να ολοκληρώσω αυτό που με «προτρέπουν» να κάνω. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο ήχος δεν είναι ποτέ μόνο συνοδεία της ζωής μας. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ, μια αντανάκλαση της ανθρώπινης εμπειρίας, ένας τρόπος να συνδεθούμε με το παρελθόν μας, αλλά και να φωτίσουμε το παρόν και το μέλλον μας.

– Πολλές από τις συνεργασίες σας εκτείνονται σε διαφορετικές κουλτούρες και είδη. Πώς ενσωματώνετε αυτές τις μουσικές παραδόσεις στο έργο σας; Είναι τελικά η μουσική η απόλυτη παγκόσμια γλώσσα που ξεπερνά τα πολιτισμικά όρια;
Ναι, φυσικά… Αυτό είναι αυτονόητο. Η μουσική δεν γνωρίζει σύνορα, δεν χρειάζεται μετάφραση. Όταν συνεργάζεσαι με ανθρώπους από διαφορετικές παραδόσεις, ό,τι πραγματικά μετρά είναι η ανταλλαγή ενέργειας, η αμοιβαία ακρόαση, η πρόθεση.

– Στις συνθέσεις σας η σιωπή είναι τόσο σημαντική όσο και ο ήχος. Πώς προσεγγίζετε την ισορροπία ανάμεσα στα δύο; Είναι η σιωπή απλώς μια απουσία ή έχει τη δική της εκφραστική δύναμη;
Απλώς συμβαίνει, είναι σαν να είναι έμφυτο μέσα μου. Δεν σκέφτομαι συνειδητά πώς να βάλω τη σιωπή, αλλά έρχεται από μόνη της, σαν φυσικό κομμάτι της μουσικής. Για μένα, η σιωπή δεν απουσιάζει ποτέ, έχει τη δική της φωνή, μια δύναμη που μιλάει εξίσου καθαρά με τους ήχους. Είναι ο χώρος όπου η μουσική αναπνέει και αποκτά βάθος.

– Τα έργα σας ξυπνούν ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων. Πώς πλοηγείστε σε αυτό το συναισθηματικό τοπίο μέσα στις συνθέσεις σας; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα ή ψυχική κατάσταση που θέλετε να εκφράσετε μέσα από τη μουσική σας;
Απλώς το αφήνω να συμβεί!

– Στο σημερινό πολιτικό τοπίο, η τέχνη συχνά αντιμετωπίζεται ως μορφή έκφρασης ή αντανάκλαση κοινωνικών ζητημάτων. Έχετε ποτέ σκεφτεί ότι η μουσική σας, ιδίως αυτού του είδους που δημιουργείτε, μπορεί να συμβάλει σε συζητήσεις για κοινωνική αλλαγή ή να ενισχύσει τον διάλογο γύρω από σημαντικά πολιτικά θέματα;
Όχι συνειδητά· απλώς κάνω τη δουλειά μου ως καλλιτέχνης, με σεβασμό στα γεγονότα.

– Ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχείται από την τεχνολογία, με την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης, των ψηφιακών μέσων και των κοινωνικών δικτύων. Πώς βλέπετε αυτές τις εξελίξεις να επηρεάζουν τον τρόπο που βιώνουμε τη μουσική και τον ρόλο της στην κοινωνία;
Δεν είμαι «εμείς», είμαι εγώ, και κάνω τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Η τεχνολογία μπορεί να αλλάζει συνεχώς το πλαίσιο γύρω μας, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη δική μου ουσία. Εγώ δημιουργώ όπως πάντα, με τον δικό μου ρυθμό και τη δική μου φαντασία.

– Έχοντας υπάρξει μάρτυρας τεράστιων πολιτισμικών αλλαγών μέσα στις δεκαετίες, πώς βλέπετε τον ρόλο της μουσικής στη σημερινή κοινωνία; Πιστεύετε ότι έχει ακόμη τη δύναμη να επηρεάσει κοινωνικές αλλαγές όπως παλιά;
Με όσα φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη, φοβάμαι ότι η εικόνα που μας περιμένει είναι σκοτεινή. Κάθε μορφή τέχνης θα είναι εκτεθειμένη στο να αντιγράφεται και να κλωνοποιείται. Δεν θα υπάρχει πια η ίδια αίσθηση αυθεντικότητας, ούτε το ίδιο νόημα στην έννοια του copyright. Όταν η δημιουργία μπορεί να αναπαραχθεί απεριόριστα από μια μηχανή, τότε χάνεται το μοναδικό αποτύπωμα του καλλιτέχνη. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος: να χαθεί η ψυχή της τέχνης μέσα στην ατελείωτη αναπαραγωγή.

– Σε ποιον βαθμό μπορεί η μουσική, και γενικότερα η τέχνη, να γίνει ανατρεπτική σήμερα, μέχρι το σημείο να αλλάξει την κατανόησή μας για τον κόσμο;
Όπως ήδη είπα, πρέπει να περιμένουμε τη μεγάλη, τελική αλλαγή: από τον άνθρωπο-ον σε μια λειτουργική μηχανή. Ο κίνδυνος είναι ότι ο άνθρωπος δεν θα καθορίζεται πια από ηθικούς άξονες ή από τα «δέκα εντάλματα» της ανθρώπινης συνείδησης, αλλά θα ζει σαν κάτι απρόσωπο, μηχανικό. Ένας κόσμος άθεος, χωρίς ελπίδα, χαμένος. Η μουσική μπορεί να προσπαθήσει να αντισταθεί σε αυτή την πορεία, να μας θυμίσει την ψυχή μας, αλλά η απειλή είναι ότι η ίδια η τέχνη θα αφομοιωθεί από αυτόν τον μηχανικό κόσμο.

– Το κομμάτι σας “Toujours” από το Jardin Au Fou κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, καθώς είναι το νούμερο ένα μουσικό κομμάτι της ζωής μου. Το άκουσα πρώτη φορά όταν ήμουν 13 ετών, και διαμόρφωσε βαθιά την αγάπη μου για τη μουσική. Θα θέλατε να μοιραστείτε μια ιδιαίτερη στιγμή ή ανάμνηση από την ηχογράφηση εκείνου του κομματιού ή του άλμπουμ γενικότερα; Κάτι που σας έχει μείνει έντονα από εκείνη την περίοδο;
Το ότι διάλεξα τον τίτλο Jardin au Fou για εκείνο το άλμπουμ είχε ήδη τότε μια σημασία που συνδέεται, με έναν παράξενο τρόπο, με ό,τι συμβαίνει σήμερα στη μουσική βιομηχανία. Είναι σαν ένα είδος σχεδίου, ενός «προτύπου» για μουσική που δημιουργείται χωρίς να υπάρχει απαραίτητα ένας άνθρωπος πίσω από τη διαδικασία. Σαν μια πρόγευση αυτού που ζούμε τώρα με την αυτοματοποίηση και την τεχνολογία. Δεν είναι το αγαπημένο μου Roedelius άλμπουμ, γιατί δεν ήμουν και ο παραγωγός του. Την παραγωγή την έκανε ο Peter Baumann.

 

✥ ΙΝΦΟ: WebsiteBandcamp

 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.