H Anja Huwe των X Mal Deutschland μιλά στο Olafaq λίγο πριν έρθει στην Αθήνα
Μετά από δεκαετίες μακριά από τη δισκογραφία, η Anja Huwe επιστρέφει δυναμικά και ανεβαίνει στη σκηνή του Death Disco Open Air Festival 2025, φέρνοντας μαζί της το "Codes" και ηλεκτρονικά ανανεωμένες εκδοχές των θρυλικών κομματιών των X Mal Deutschland, σε μια εμφάνιση που ενώνει το παρόν με την ατμόσφαιρα των σκοτεινών ’80s.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Anja Huwe υπήρξε η εμβληματική φωνή και ιδρυτικό μέλος των X Mal Deutschland, ενός από τα πιο επιδραστικά σχήματα της ευρωπαϊκής post-punk και avant-garde σκηνής, που άνοιξε δρόμους μέσα από την 4AD και την εικαστική σφραγίδα της 23 Envelope του Vaughan Oliver. Με περιοδείες σε μητροπόλεις όλου του κόσμου και επαφή με τις πιο ζωντανές underground σκηνές, η Anja έχτισε μια αυθεντική ταυτότητα, όπου η μουσική, η μόδα, η ζωγραφική, η φωτογραφία και το βίντεο συνέκλιναν σε έναν ενιαίο τρόπο ζωής.
Στα τέλη των ’90s, απομακρύνθηκε από τη σκηνή για να χαράξει μια ξεχωριστή πορεία στην τηλεόραση, σχεδιάζοντας για το VIVA TV πρωτοποριακές εκπομπές που έδωσαν φωνή στην ηλεκτρονική γενιά, ταξιδεύοντας από το Σίδνεϊ ως το Ρέικιαβικ για να δημιουργήσει ταινίες, αφιερώματα και πορτρέτα καλλιτεχνών. Ως εικαστικός, μετέτρεψε τον ήχο σε χρώμα, ζωγραφίζοντας έργα που δεν βλέπονται απλώς αλλά «ακούγονται» με τα μάτια, σαν μουσική πάνω σε καμβά.
Μετά από δεκαετίες σιωπής στη δισκογραφία, επέστρεψε πρόσφατα με το Codes, ένα έργο που δημιούργησε για καθαρά ανθρώπινους λόγους, χωρίς τη φιλοδοξία μιας «νέας καριέρας». Στη σκηνή του Death Disco Open Air Festival 2025 θα παρουσιάσει το υλικό της με την τωρινή της μπάντα, σε ένα set που θα ισορροπεί ανάμεσα στο παρόν και την κληρονομιά των X Mal Deutschland, με κομμάτια που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή.
Μια καλλιτέχνιδα που ποτέ δεν έκανε συμβιβασμούς, η Anja Huwe έρχεται στην Αθήνα για να αποδείξει ότι η τέχνη της παραμένει εξίσου αιχμηρή, ανυπότακτη και πολυδιάστατη όπως την πρώτη μέρα.
– Στις αρχές των 80s, η Γερμανία έβραζε μέσα σε μια δίνη ενός ψυχροπολεμικού άγχους, πανκ ανταρσίας και βιομηχανικού μινιμαλισμού. Πώς αυτή η θρυμματισμένη ταυτότητα της εποχής διαμόρφωσε το DNA των X Mal Deutschland;
Μεγαλώσαμε μ’ αυτό, ήταν κάτι σχεδόν αυτονόητο για μας να ζούμε σε μια χώρα που στην πραγματικότητα ήταν δύο: η μία κομμουνιστική, η άλλη αρκετά ελεύθερη, τουλάχιστον στο θέμα της μουσικής. Ήταν απλώς το πλαίσιο της ζωής μας, η κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε. Κι αυτό, μοιραία, μας έσπρωξε προς αυτή τη μουσική, επηρεασμένη από το βρετανικό ήχο, το πανκ ροκ και όλα αυτά. Για μας ήταν ο πιο φυσικός τρόπος επικοινωνίας να γράφουμε μουσική, ή να τραγουδάμε στίχους όπως έκανα εγώ. Δεν υπήρχε κάποια συνειδητή πολιτική πρόθεση. Αλλά, από την άλλη, ο τρόπος που ντυνόμασταν, όσα λέγαμε, όσα τραγουδούσαμε, είχαν μια πολιτική διάσταση, έστω και μόνο επειδή ήταν ασυνήθιστα. Ήταν μια στάση. Για όσους δεν είχαν έρθει σε επαφή με την πανκ εικόνα των αρχών των 80s, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Το να βγεις έτσι στον δρόμο τότε, ήταν από μόνο του μια πολιτική πράξη.
– Το Αμβούργο στις αρχές του ’80 ήταν καταφύγιο ή πεδίο μάχης; Αυτό ήταν το περιβάλλον που διαμόρφωσε τη φωνή σου, όχι μόνο μουσικά, αλλά και υπαρξιακά;
Μεγαλώσαμε σε οικογένειες μορφωμένες. Οι δικοί μου ήταν συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Αυτό ήταν, λίγο-πολύ, το περιβάλλον μας. Εγώ μεγάλωσα με αρκετή ελευθερία, γιατί οι γονείς μου έλεγαν πάντα: «Αν θες να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο, απλώς κάν’ το. Είσαι ελεύθερη. Δεν χρειάζεται να παντρευτείς ή να φτιάξεις οικογένεια. Αν θέλεις να δουλέψεις και να είσαι καλλιτέχνης, είσαι ελεύθερη». Το ίδιο ίσχυε και για τις υπόλοιπες στο συγκρότημα. Ήμασταν κορίτσια που προερχόμασταν από καλλιεργημένο περιβάλλον, τυχερές που οι οικογένειές μας μάς άφησαν να ακολουθήσουμε αυτό που κάναμε από πολύ μικρές, για να είμαι ειλικρινής. Αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούσαμε. Φυσικά, γύρω μας συνέβαιναν πολλά πολιτικά πράγματα, και πάντα μας ενδιέφεραν, αλλά δεν ήμασταν ενεργό κομμάτι τους – μόνο ο τρόπος που συμπεριφερόμασταν, που στεκόμασταν κόντρα σε ό,τι γινόταν τότε στη Γερμανία. Γιατί, σε σχέση με σήμερα, η χώρα ήταν πολύ πιο συντηρητική και αγκυλωμένη, ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος.
– Ήσουν από τις ελάχιστες γυναικείες φωνές σε μια σκηνή που κυριαρχούσε η ανδρική επιθετικότητα και η ζοφερή αισθητική. Ένιωθες ότι αντιστεκόσουν σε κάτι ή ότι προσπαθούσες να δραπετεύσεις από αυτό;
Όχι. Ήξερα πως υπήρχε αυτό το πράγμα, αλλά ο τρόπος που μεγάλωσα ήταν πως όλοι είναι ίσοι. Κι έτσι φερόμουν. Φυσικά, πάντα υπήρχαν κάποιοι τύποι που έλεγαν, «για να δούμε πώς θα τα καταφέρουν». Αλλά εμείς… είχαμε τόση δύναμη μέσα μας. Στο συγκρότημα απλώς το αγνοούσαμε και λέγαμε: «Ξέρεις τι; Θα τους δείξουμε τι μπορούμε, κι αυτό είναι όλο». Και τελικά κερδίζαμε τον σεβασμό από τις μπάντες και τα crew με τα οποία συνεργαζόμασταν. Η αλήθεια είναι ότι κάποιοι δοκίμασαν να μας υποτιμήσουν, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν τίποτα. Ήταν σαν να χτυπούσαν σε τοίχο. Λέγαμε «όχι, θα το κάνουμε με τον δικό μας τρόπο». Και αυτό δούλεψε για εμάς τότε. Ξέφευγα από όλη εκείνη τη συντηρητική ζωή που με περιέβαλλε. Από παιδί ακόμη, είχα την ανάγκη να είμαι διαφορετική από ό,τι συνέβαινε γύρω μου. Υπήρχε όμως κι ένα πρόβλημα: ήμουν μια πολύ όμορφη, ξανθιά νεαρή. Αυτό, κατά μία έννοια, είναι πρόβλημα· γιατί πρέπει συνεχώς να αποδεικνύεις ότι είσαι έξυπνη και ικανή, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν ήμουν η μόνη, το βίωσαν κι άλλες γυναίκες. Φυσικά, δεν ήθελα να ζήσω τη συντηρητική ζωή που, τότε, κατά κάποιον τρόπο ήταν «αναμενόμενη» από τις γυναίκες. Σήμερα ζω πολύ ελεύθερα, κι έτσι ήμασταν όλες τότε, κι αυτό μας έκανε δυνατές, μας έμαθε να λέμε «όχι» σε πολλά πράγματα.
– Πολλά; Τι έννοείς;
Ναι, για παράδειγμα, στους κανόνες για το πώς να ντύνεσαι, πώς να μιλάς, πώς να γράφεις στίχους, πώς να περνάς τις ιδέες σου. Παρ’ όλα αυτά, καταφέραμε να βρούμε ανθρώπους (παραγωγούς, συνεργάτες, δισκογραφικές) που έβλεπαν το δυναμικό μας. Και βέβαια, συναντήσαμε κι εκείνους που μας πρόσφεραν πολλά χρήματα για να κάνουμε αυτό ή το άλλο. Αλλά πάντα, ως συγκρότημα – κι εγώ σε όλη μου τη ζωή, ατομικά – επιλέγαμε να λέμε «όχι». Ξέρεις, αν το ένστικτό μου λέει «όχι», τότε δεν το κάνω. Απλώς δεν μπαίνω σε πράγματα που δεν νιώθω σωστά. Οπότε, ζω αρκετά ελεύθερα – και οι X Mal Deutschland, ως συγκρότημα, ήταν επίσης πολύ ελεύθεροι. Τόσο ελεύθεροι, μάλιστα, που κάποια στιγμή αυτό οδήγησε, με έναν τρόπο, και στο τέλος της μπάντας. Γιατί αν σε αυτή τη δουλειά δεν κάνεις καμία απολύτως υποχώρηση, αργά ή γρήγορα θα έχεις σοβαρό πρόβλημα.
– Ανέφερες πριν ότι οι γονείς σου ήταν συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Ήταν αυτό μια αφορμή να επιλέξεις την γερμανική γλώσσα, η οποία στα πρώτα σας άλμπουμ είχε μια ωμή, τελετουργική δύναμη. Βλέπεις ως όπλο, ως καταφύγιο ή ως κάτι ενδιάμεσο;
Νομίζω ότι η διαφορά, ή μάλλον το ζήτημα, είναι πως τότε το να τραγουδάς στα γερμανικά σήμαινε σχεδόν αποκλειστικά τη λεγόμενη “Schlager” μουσική, δηλαδή την πιο συντηρητική εκδοχή της μουσικής στη Γερμανία. Εμείς δεν ήμασταν μέρος του Neue Deutsche Welle, αλλά όταν ξεκίνησα να τραγουδώ και να γράφω στίχους, δεν ήθελα ποτέ να με βάλουν στο καλούπι αυτού του Schlager τρόπου ερμηνείας, με τις συγκεκριμένες λέξεις και εκφράσεις. Έτσι, προσπάθησα να βρω διαφορετικές λέξεις. Όλα, με έναν τρόπο, ήταν σαν «καλύμματα», δεν χρειαζόταν να τα παίρνει κανείς κυριολεκτικά. Ήθελα απλώς να κάνω κάτι διαφορετικό. Κάποιοι σοκαρίστηκαν από αυτόν τον τρόπο τραγουδιού και από αυτές τις εκφράσεις. Αλλά στην πραγματικότητα, εγώ κρυβόμουν πίσω από τις λέξεις, γιατί ήμουν πολύ ντροπαλή. Κι αυτό το έκανε πιο εύκολο. Όταν, για παράδειγμα, στην Βρετανία με ρωτούσαν «τι είναι αυτοί οι στίχοι;», απαντούσα απλώς «ερωτικά τραγούδια», γιατί δεν ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες. Με την απόσταση του χρόνου, καταλαβαίνω γιατί εδώ στη Γερμανία υπήρχε η απορία «τι είναι αυτά που τραγουδάει;»… Τόσο επιθετικά. Αλλά εγώ δεν το ένιωθα έτσι. Είχα τις λέξεις μου για τις λέξεις και τις εκφράσεις μου για τις εκφράσεις. Και, ναι, υπήρχε διαφορά. Τώρα το βλέπω εντελώς διαφορετικά, καταλαβαίνω τι εννοούν οι άνθρωποι τόσα χρόνια μετά. Ίσως, τελικά, να ήταν κάπου ανάμεσα… Ανάμεσα σε καταφύγιο και όπλο, και ίσως το μυστικό μου όπλο. Δεν ξέρω. Αλλά ήταν κάτι συναρπαστικό, γιατί… εντάξει, δεν ήσουν μέρος κάποιου συγκεκριμένου κινήματος, ήσουν κάτι πραγματικά μοναδικό. Το ξέρεις ήδη αυτό. Αλλά, τέλος πάντων…
– Απομακρύνθηκες από τη μουσική για πολλά χρόνια. Η σιωπή ήταν δική σου επιλογή ή σε επέλεξε εκείνη;
Εγώ το αποφάσισα. Δεν ήμουν ποτέ πραγματικά «σιωπηλή», απλώς άλλαξα πλευρά, με έναν τρόπο. Έφτασα σε ένα σημείο όπου δεν έβλεπα τον εαυτό μου πια ως κομμάτι αυτού που αποκαλούμε «μουσική βιομηχανία». Κάποια στιγμή πρέπει να πάρεις αποφάσεις – όπως έκαναν και πολλοί άλλοι. Για μένα, για παράδειγμα, τότε οι εκδότες και η δισκογραφική μου έλεγαν συνεχώς: «Γιατί δεν ξεκινάς σόλο καριέρα; Άφησε το συγκρότημα». Αλλά αυτό δεν είχε κανένα νόημα για μένα. Ήθελα να είμαι μέλος μιας μπάντας, να βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον με ανθρώπους που συμπαθούσα και εκτιμούσα. Ήξερα ότι αν το έκανα, θα ήταν σαν να μπαίνω σε μια δεξαμενή με καρχαρίες, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Εκεί έχει μόνο χρήμα και μόνο εσένα. Ξέρεις, γιατί φυσικά, αν επικεντρωθούν σε σένα ως σόλο καλλιτέχνη, θα επενδύσουν πολλά χρήματα και θα χρειαστεί να πάρεις αποφάσεις που ίσως να μην θέλεις. Στο πλαίσιο μιας μπάντας, μπορείς πάντα να πεις «όχι, δεν θα το κάνουμε αυτό». Σαν σόλο καλλιτέχνης όμως… Το καλύτερο παράδειγμα είναι ο τότε εκδότης μου, που συνεργαζόταν με τη Björk όταν ήταν στους Sugarcubes. Εκείνη άφησε τη μπάντα και ξεκίνησε σόλο καριέρα, και της βγήκε. Μου έλεγαν: «Μπορείς να κάνεις το ίδιο, θα σε στηρίξουμε». Αλλά εγώ ήξερα ήδη τότε ότι αυτό θα ήταν πραγματικά δύσκολο. Είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Δεν το ήθελα.
– Δεν το ήθελες;
Όχι. Απλώς αποχώρησα από όλο αυτό, μετά διαλύθηκε και η μπάντα, κι έτσι δεν ένιωθα πια ασφάλεια. Και, για να είμαι ειλικρινής, είχα πετύχει ήδη περισσότερα απ’ όσα περίμενα ποτέ. Παίξαμε στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, και περάσαμε υπέροχα. Πάντα ένιωθα ότι όλο αυτό ήταν σαν ένα κουτί που ποτέ δεν περίμενα να ανοίξει. Κάπου εκεί σκέφτηκα ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μπορώ να κάνω. Δεν με ενδιέφερε πλέον να είμαι σ’ αυτή την πλευρά της μουσικής. Έτσι, άλλαξα πλευρά κάποια στιγμή, γιατί είχα πια την εμπειρία.
– Ναι, απέκτησες μια τρομακτική εμπειρία.
Ακριβώς. Ταξίδεψα πολύ, έπαιξα σε πολλές διαφορετικές χώρες, έφτασα σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
– Αλλά γιατί διάλεξες τη σιωπή;
Νομίζω πως για εσένα και τον κόσμο έμοιαζε με σιωπή. Δεν ήθελα σόλο καριέρα, και καταλαβαίνω ότι αυτό είναι δύσκολο να το αποδεχτεί κανείς. Όσο για τη «δημοκρατία» μέσα στο συγκρότημα, πάντα κάναμε αυτό που θέλαμε. Το επόμενο βήμα όμως θα ήταν δύσκολο, γιατί υπήρχε μεγάλη πίεση. Εγώ δεν ήμουν έτοιμη να το κάνω, και ήξερα ότι με περιμένουν κι άλλα πράγματα. Και, από την άλλη, δεν ήμουν ποτέ πραγματικά σιωπηλή – δούλευα πάντα. Απλώς πέρασα σε κάτι διαφορετικό. Ξεκίνησα να δουλεύω για τηλεοπτικά δίκτυα, κάνοντας αφιερώματα για συγκροτήματα και ηλεκτρονική μουσική. Οπότε, ναι, ήμουν «σιωπηλή» με έναν τρόπο, αλλά ουσιαστικά άλλαξα ρόλο. Και σε αυτό το νέο πεδίο, ήμουν πολύ επιτυχημένη. Ξέρεις, δεν έβλεπα πια ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργίας. Δεν είχα τίποτα άλλο να πω – για μένα, τα είχα ήδη πει όλα. Και όπως είπα πριν, αν επέστρεφα τότε στη μουσική ή παρέμενα σε αυτόν τον χώρο, για μένα, ως ανεξάρτητο άτομο, θα ήταν σαν ξεπούλημα. Θα με πίεζαν να γράφω pop τραγούδια, κι εγώ δεν ήθελα. Δεν είμαι εγώ αυτό. Δεν θα ήμουν καλή αν δεν έδινα το 100% μου. Κι αν δεν μπορώ να το δώσω, απλώς δεν το κάνω. Μετά, για διάφορους λόγους, επέστρεψα στην τέχνη.
– Η τέχνη ήταν πάντα η σκιά που ακολουθούσε το έργο σου, από τη μουσική μέχρι τις εικαστικές σου εκφράσεις. Θεωρείς τον εαυτό σου περισσότερο μάρτυρα, μέσο ή σαμποτέρ της φόρμας;
Δεν ξέρω.
– Δεν ξέρεις;
Απλώς… είμαι εκεί. Είμαι δημιουργικός άνθρωπος και κάνω αυτό που θέλω. Δεν βλέπω τον εαυτό μου σε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο. Κάνω αυτό που κάνω. Φυσικά, με τα χρόνια, τα πράγματα αλλάζουν. Βλέπεις ορισμένες πτυχές διαφορετικά.
– Πότε αποκάλεσες για πρώτη φορά τον εαυτό σου «καλλιτέχνη»; Πότε κατάλαβες ότι ήσουν καλλιτέχνης;
Όταν ήμουν παιδί.
– Παιδί; Τόσο νωρίς;
Ναι. Ήμουν πάντα διαφορετική. Ο τρόπος που μεγάλωσα… ήμουν αριστερόχειρας, και συχνά «χάνομουν» εδώ κι εκεί σαν παιδί. Οι γονείς μου πανικοβάλλονταν. Κάποια στιγμή απλώς είπαν: «Εντάξει, έτσι είναι, πρέπει να το αποδεχτούμε». Προσπαθούσα να είμαι «φυσιολογική» και να κάνω ό,τι έκαναν όλοι, αλλά δεν μου άρεσε. Και όταν επισκεπτόμουν τους παππούδες μου… η γιαγιά μου ήταν κλασική τραγουδίστρια, είχε πιάνο, με έβαζε να κάθομαι εκεί, έπαιζε μουσική και τραγουδούσε. Έγραφε και παιδικά βιβλία. Για μένα, όλο αυτό ήταν μια εντελώς φυσική εξέλιξη. Όπως είπα, υπήρξαν στιγμές που προσπάθησα να είμαι σαν τους άλλους, αλλά απλώς… δεν δούλεψε ποτέ.
– Και πρόσφατα επέστρεψες με νέο υλικό. Τι μπορεί να σημαίνει “μέλλον” για κάποιον που κάποτε έδωσε φωνή σε μια γενιά που πνιγόταν στον πεσιμισμό;
Πρώτα απ’ όλα, το άλμπουμ που ηχογράφησα, το Codes, προέκυψε με έναν πολύ φυσικό τρόπο, γιατί είδα έναν λόγο να επιστρέψω στη μουσική. Με είχαν ρωτήσει πάρα πολλοί όλα αυτά τα χρόνια αν θα ξανατραγουδήσω, κι εγώ έλεγα πάντα «όχι». Αλλά ο τρόπος που έγινε όλο αυτό, έκανε για μένα απαραίτητο να το ηχογραφήσω, για ανθρώπινους λόγους, όχι για πολιτικούς. Δηλαδή, δεν σήμαινε για μένα ότι με αυτό το δίσκο θα ξαναμπώ στη μουσική βιομηχανία ή ότι θα ξεκινήσω μια νέα καριέρα. Απλώς το έκανα. Τελεία. Μετά την κυκλοφορία, πολλοί μου είπαν: «Θα βγεις σε περιοδεία; Θα παίξεις;» κι εγώ απαντούσα «Όχι, δεν θα παίξω». Έκανα αυτό το έργο τέχνης γιατί το αγαπούσα, και μου πήρε καιρό να το ολοκληρώσω. Και όταν έγινε, ήταν τέλειο – και αυτό ήταν όλο. Όμως οι προτάσεις αυξάνονταν, και σκέφτηκα: «Εντάξει, ας το σκεφτώ τουλάχιστον». Και μετά ήρθαν κι άλλες προσφορές, και είπαμε: «Ίσως μπορούμε να το δοκιμάσουμε». Κι έτσι άρχισαν να δένουν περισσότερα πράγματα. Δεν έχουμε παίξει ούτε δέκα συναυλίες φέτος, τίποτα σπουδαίο ακόμη. Υπάρχουν, βέβαια, κι άλλα που έρχονται. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι το μέλλον μου για τα επόμενα χρόνια, γιατί δεν το ξέρω. Προχωράω μήνα με τον μήνα, και είναι ωραίο έτσι. Είναι πολύ όμορφο, γιατί συναντώ ενδιαφέροντες ανθρώπους και βλέπω ενθουσιώδεις αντιδράσεις. Αλλά δεν βρίσκομαι ακόμη ολοκληρωτικά εκεί, εξακολουθώ να αναπτύσσω πράγματα. Και αυτό είναι καλό. Ανυπομονώ πάρα πολύ για την Αθήνα, πάντως. Αυτό το ταξίδι και η συνύπαρξη με άλλους είναι πολύ ενδιαφέρον. Αλλά είμαι άτομο αυτόνομο, οπότε παραμένω προσηλωμένη στην τέχνη μου. Αυτή τη στιγμή φτιάχνω το επόμενο εξώφυλλο.
– Σχεδιάζεις το επόμενο;
Ναι, πάντα το κάνω. Χρειάζομαι αυτή τη δημιουργική διαδικασία και δεν επικεντρώνομαι μόνο στο να είμαι στη σκηνή και να παίζω live. Είναι διασκεδαστικό, αλλά δεν είναι η κύρια προτεραιότητά μου. Ξέρω ότι μπορώ να το κάνω, και το απολαμβάνω, αλλά δεν είναι κάτι απολύτως απαραίτητο, δεν έχω αυτή την απελπιστική ανάγκη να βγω εκεί έξω. Είμαι performer, ξέρω ότι μπορώ να ερμηνεύσω. Και εδώ κι εκεί, μεμονωμένες συναυλίες, είναι μια χαρά. Αναρωτιέμαι τι θα γίνει στη Βρετανία όταν παίξουμε μαζί με τους Psychedelic Furs στην περιοδεία. Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό θα λειτουργήσει πραγματικά.
– Μπορεί το post-punk να παραμείνει μια ριζοσπαστική πράξη σήμερα ή έχει πλέον γίνει κομμάτι του μουσείου της «ασφαλούς» εξέγερσης;
Ειλικρινά, δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα αυτή τη μουσική.
– Όχι;
Όχι. Τυχαίνει να παίζω συχνά με συγκροτήματα που δεν είχα ξανακούσει ποτέ, ακόμη και από τη δική σας χώρα, αλλά είναι μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Δεν είναι «μπάντες» με την κλασική έννοια, δύο άτομα και ένας υπολογιστής. Είναι διαφορετικό. Δεν παρακολουθώ πολύ αυτές τις νέες μπάντες γιατί, προσωπικά, πιστεύω ότι επαναλαμβάνουν πράγματα που ήδη γνωρίζω. Δεν είναι κάτι καινούργιο για μένα. Υπάρχουν όμως και άλλοι που θα πω «ναι, μου αρέσουν». Μου αρέσουν σαν προσωπικότητες και έχουν βγάλει ενδιαφέρον νέο υλικό, κάπως σαν το τελευταίο άλμπουμ των Cure, για παράδειγμα. Είναι καταπληκτικοί. Τους σέβομαι για την καριέρα τους και όσα κάνουν. Απλώς δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για όλο αυτό το νέο μοδάτο κύμα. Μοιάζουν πολύ μεταξύ τους όλα, έχουν τον ίδιο ήχο, και είναι εντάξει, απλώς όχι κατάλληλοι για μένα. Εγώ προτιμώ άλλα πράγματα. Και φυσικά, μου αρέσει και η ηλεκτρονική μουσική. Στις συναυλίες μου παίζω το άλμπουμ μου, που είναι ημι-ηλεκτρονικό.
– Πόσοι είστε στη μπάντα;
Πέντε. Δύο κιθαρίστες, ένας ντράμερ και η Mona Mur, που παίζει keyboards και κάνει το programming.
– Έτσι θα έρθετε και στην Αθήνα;
Ναι, ναι, ναι. Μου αρέσουν γιατί συνεργαζόμαστε καιρό και ξέρω ότι κάνουν πολύ καλή δουλειά. Απολαμβάνω να δουλεύω μαζί τους, ακόμη κι αν δεν είναι «μπάντα» με την παραδοσιακή έννοια, αφού δεν μεγαλώσαμε μαζί ως σύνολο, απλώς συναντηθήκαμε. Αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί είναι επαγγελματίες και ξέρουν να φέρνουν αποτέλεσμα. Παίζουμε και κομμάτια των X Mal Deutschland, αλλά σε ανανεωμένες εκδοχές. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, δεν μπορείς απλώς να τα βάλεις το ένα πάνω στο άλλο, πρέπει να βρεις πώς να τα ενώσεις για να έχεις έναν συγκεκριμένο ήχο. Αλλά είναι διασκεδαστικό, και μου αρέσει αυτό.
– Με όλα αυτά τα σύγχρονα μέσα, με την τεχνητή νοημοσύνη, την παρακολούθηση, την αλγοριθμική ταυτότητα, ζούμε μήπως ήδη στη δυστοπία που κάποτε διαισθανόσουν μέσα από τον ήχο και την εικόνα;
Νομίζω ότι είναι κάτι αρκετά φυσικό… το χρησιμοποιούμε όλοι, έτσι κι αλλιώς, είτε για να ρωτήσουμε «τι σημαίνει αυτό;» είτε για να βρούμε τι κάνουμε. Προσωπικά δεν δουλεύω με αυτό, παραμένω στον δικό μου τρόπο δημιουργίας, αλλά το σέβομαι αν κάποιος θέλει να το χρησιμοποιήσει. Το μόνο είναι ότι καμιά φορά βγαίνουν πράγματα αστεία, παράξενα – σχεδόν σουρεαλιστικά. Γι’ αυτό πρέπει να μπορείς να τα ελέγχεις όσο γίνεται. Έχω λάβει πολλές φορές μηνύματα που καταλαβαίνεις αμέσως ότι δεν είναι από άνθρωπο, ή άλλες φορές ότι προσποιούνται πως είναι εσύ. Αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει πραγματικά να έχεις το νου σου, γιατί θα χειροτερέψει. Είναι σαν όταν κάποιος φτιάχνει έναν ψεύτικο λογαριασμό σου στο Facebook κι αρχίζουν όλοι να σου στέλνουν, χωρίς να είσαι εσύ. Κάπου πρέπει να το «κλείνεις» αυτό. Το θέμα είναι ο έλεγχος. Και το επόμενο βήμα θα είναι η φωνή σου, οι φωτογραφίες σου, γιατί μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με αυτά. Αλλά, από την άλλη, πρέπει να το αποδεχτούμε. Αυτή είναι η μοντέρνα ζωή.
– Έχεις ακούσει, υποθέτω, για όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που φεύγουν από το Spotify επειδή ο CEO επενδύει σε εταιρείες με οπλικά συστήματα. Τι γνώμη έχεις για τις streaming πτυχές της μουσικής σήμερα;
Φυσικά, το ξέρω. Δεν ήμασταν ποτέ ιδιαίτερα πρόθυμοι να μπούμε στο Spotify, για να είμαι ειλικρινής. Υπάρχουν πράγματα που προσπαθούμε να ελέγχουμε, είτε εγώ ως σόλο καλλιτέχνης είτε μαζί με τους X Mal Deutschland. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν βγάλαμε χρήματα από όλα αυτά. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, αρχίζουμε να βγάζουμε κάτι, επειδή ξανακυκλοφορούν τα πάντα. Αλλά το Spotify… αν το παρακολουθήσεις και δεις πόσα κλικ έχουν κάποια κομμάτια, καταλαβαίνεις ότι δεν σε οδηγεί πουθενά. Τίποτα. Είναι τα δικαιώματά σου, αλλά τα χρησιμοποιούν εκείνοι. Και αυτό, νομίζω, είναι πρόβλημα. Οπότε πρέπει να προσπαθήσεις να το ελέγξεις – αλλά δεν μπορείς. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι «εγώ δεν συμμετέχω». Αλλά μετά; Τι γίνεται;
– Αν έγραφες ένα γράμμα στον νεότερο εαυτό σου, όχι για να της πεις ή να την προειδοποιήσεις για κάτι, αλλά για να τη ρωτήσεις ίσως κάτι; Ξέρεις, είναι ενδιαφέρουσα ερώτηση, αλλά θα μπορούσα να σου δώσω μια πολύ μεγάλη απάντηση. Το θέμα είναι ότι πέρασα από πράγματα που ποτέ, μα ποτέ, δεν περίμενα ότι θα ζήσω. Δύσκολα πράγματα. Ήμουν πολύ σοβαρά άρρωστη αρκετές φορές. Σχεδόν πέθανα. Όταν ήμουν παιδί, αφελής και έτοιμη να πηδήξω με ενθουσιασμό σε οτιδήποτε, δεν φανταζόμουν ότι θα περάσω τέτοια. Κι όμως, είμαι ακόμη εδώ και απόλαυσα τη ζωή μου. Δεν σκέφτομαι την ηλικία ή το αν είναι «σωστό» ή όχι. Ζω κάθε μέρα. Οπότε, τι θα έλεγα στη νεαρή Anja; Δεν ξέρω. Ίσως να μην την προειδοποιούσα για τίποτα. Θα της έλεγα: «Αυτό είναι η ζωή – θα έρθουν πράγματα που δεν φαντάστηκες ποτέ». Κι αυτό είναι όλο. Δεν θα της έγραφα «πρόσεχε» ή κάτι τέτοιο. Θα της έλεγα απλά «Ζήσε τη ζωή σου, όσο πιο καλά μπορείς».
✥ DEATH DISCO OPEN AIR FESTIVAL 2025 ✥
Το Σάββατο 20 και τη Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025, η Αθήνα θα είναι και πάλι στο συναυλιακό επίκεντρο της “σκοτεινής” μουσικής. Με ένα line up που θα κάνει και πάλι τα κεφάλια της εναλλακτικής σκηνής να γυρίσουν προς τη χώρα μας, το Death Disco Open Air 2025 θα είναι το απόλυτο εγχώριο – και ένα από τα σημαντικότερα παγκοσμίως – συναυλιακό γεγονός της σκοτεινής σκηνής μέσα στο 2025.
Από τα υπόγεια του Λονδίνου των ’80s μέχρι τις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης, η Anne Clark έπλεξε τον λόγο με τον ήχο, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η ποίηση χορεύει με τα beats και η σιωπή αποκτά φωνή.
Από τα υπόγεια του Λονδίνου των ’80s μέχρι τις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης, η Anne Clark έπλεξε τον λόγο με τον ήχο, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η ποίηση χορεύει με τα beats και η σιωπή αποκτά φωνή.
Μετά από δεκαετίες μακριά από τη δισκογραφία, η Anja Huwe επιστρέφει δυναμικά και ανεβαίνει στη σκηνή του Death Disco Open Air Festival 2025, φέρνοντας μαζί της το "Codes" και ηλεκτρονικά ανανεωμένες
Μετά από δεκαετίες μακριά από τη δισκογραφία, η Anja Huwe επιστρέφει δυναμικά και ανεβαίνει στη σκηνή του Death Disco Open Air Festival 2025, φέρνοντας μαζί της το "Codes" και ηλεκτρονικά ανανεωμένες
Από την ιδρωμένη ένταση των Puta Volcano σε πέντε ηλεκτρονικά, σκοτεινά και ενδοσκοπικά κομμάτια, η Άννα Παπαθανασίου καταγράφει απώλειες, ξεγυμνώνει τη φωνή της και περνά σε ένα νέο τοπίο μιας αινιγμ
Από την ιδρωμένη ένταση των Puta Volcano σε πέντε ηλεκτρονικά, σκοτεινά και ενδοσκοπικά κομμάτια, η Άννα Παπαθανασίου καταγράφει απώλειες, ξεγυμνώνει τη φωνή της και περνά σε ένα νέο τοπίο μιας αινιγμ
Με οδηγό τη θεωρία του υδροφεμινισμού, οι επιμελήτριες Άννα Στρούλια και Λουίζα Βεργοζήση στήνουν στις Μηλιές Πηλίου την έκθεση "unpredictable waters", μια εικαστική συνάντηση όπου η σύγχρονη τέχνη συ
Με οδηγό τη θεωρία του υδροφεμινισμού, οι επιμελήτριες Άννα Στρούλια και Λουίζα Βεργοζήση στήνουν στις Μηλιές Πηλίου την έκθεση "unpredictable waters", μια εικαστική συνάντηση όπου η σύγχρονη τέχνη συ