Τα απόνερα της πολιτικής ιστορίας και η ανάδυσή τους τους στο σημερινό γίγνεσθαι επανεμφανίζονται κατά κανόνα στην αστυνομική λογοτεχνία του Γρηγόρη Αζαριάδη, ο οποίος, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένος από την πιο κοινωνικοπολιτική εκδοχή του είδους, όπως την γνωρίσαμε στα βιβλία των Σουηδών Σγιεβάλ και Βαλέε ή στο σκληρό πολάρ του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ.

Σε προηγούμενα μυθιστορήματά του όπως ο Σκοτεινός λαβύρινθος (Μεταίχμιο 2018), οι Παλιοί λογαριασμοί (Γαβριηλίδης 2012, Bell 2021) ή Η οργάνωση (Bell 2022), ο συγγραφέας ασχολήθηκε με θέματα όπως η διασύνδεση μεταξύ εγκλήματος, πολυεθνικών εταιρειών και πολιτικής εξουσίας, καθώς και με την αφομοίωση από το σύστημα και την τελική αλλοτρίωση μερίδας παλαιών αγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα. Αντίστοιχα, στην Τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου (Γαβριηλίδης 2013) o Αζαριάδης παρακολούθησε -χωρίς επουδενί να εμπίπτει στην τρομο-υστερία που μας είχε κατακλύσει μετά τη σύλληψη των μελών της 17Ν- την πορεία των πρώην μελών μιας επαναστατικής οργάνωσης, τα οποία είχαν φαινομενικά τουλάχιστον εγκαταλείψει τον αγώνα, είχαν διαφύγει τη σύλληψη και ζούσαν ήρεμα στην ανωνυμία.   

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το Καμία προσευχή για τους πεθαμένους (Bell 2025) ο Γρηγόρης Αζαριάδης ξανανοίγει μια υπόθεση που εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους και οι απαρχές της ανάγονται στην πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο.

Σε flashback, τον Φεβρουάριο 1950, στον ορεινό οικισμό Σκοτεινό, παρακολουθούμε μια πενταμελή ομάδα ηττημένων του εμφυλίου, η οποία αποφασίζει να απαλλοτριώσει την περιουσία ενός ντόπιου δωσίλογου, νυν προύχοντα της περιοχής. Καθοδηγητής της ομάδας είναι ο παπάς πλέον του χωριού. Όμως κάτι πηγαίνει στραβά. Η ληστεία αποτυγχάνει, τα χρήματα μένουν πίσω και το πιο σημαντικό, ο αρχηγός της ομάδας βρίσκεται σκοτωμένος από την καραμπίνα του δωσίλογου…

Σε δεύτερο χρόνο, τον Ιανουάριο του 1986, η Μελίνα Γρηγορίου αντιμετωπίζει μια σε βάρος της σκευωρία και αναγκάζεται να εγκαταλείψει άρον-άρον τη μέχρι τότε προσωπική και επαγγελματική ζωή της. Λίγο πριν το σκάσει, από την ετοιμοθάνατη μητέρα της μαθαίνει ότι είναι υιοθετημένη. Ο μόνος που μπορεί να τη διαφωτίσει για τις ρίζες της αληθινής της οικογένειας είναι ο παπα-Γρηγόρης, που ζει στο προαναφερθέν Σκοτεινό. Όπως γίνεται φανερό, οι δύο υποθέσεις, τις οποίες χωρίζουν τριάντα και πλέον χρόνια, συνδέονται μεταξύ τους.

Συζητάμε λοιπόν με τον Γρηγόρη Αζαριάδη για το τελευταίο του μυθιστόρημα και εν γένει για την αστυνομική λογοτεχνία.

Γρηγόρης Αζαριάδης
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

LINE

– Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο: Καμία προσευχή για τους πεθαμένους. Παραπέμπει ίσως περισσότερο σε μυθιστόρημα τύπου «ορεινό γουέστερν» παρά σε αστυνομικό, και υπό μια έννοια είναι στο ύφος ένα ορεινό γουέστερν…

Σαφώς και το μυθιστόρημα έχει στοιχεία γουέστερν, «ορεινού» αλλά και «αστικού». Από τις εικόνες των τοπίων της ελληνικής επαρχίας, μέχρι και τις περιγραφές χαρακτήρων και τις συμπεριφορές τους. Ποτέ δεν έκρυψα την μεγάλη μου εκτίμηση στο έργο του Πέκινπα και σε αρκετά σημεία μυθιστορημάτων που έχω γράψει μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει επιρροές από τον μεγάλα Αμερικανό σκηνοθέτη.

– Πάντα σε σχέση με τον τίτλο, είχες ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού σου και εκείνη την ομώνυμη ταινία του Μάικ Χότζες με τον Μίκυ Ρουρκ και τον Μπομπ Χόσκινς, όπου ο πρώτος υποδύεται έναν εκτελεστή του IRA;

Η συγκεκριμένη ταινία είναι χαραγμένη στη «Βίβλο των αγαπημένων ταινιών». Τόσο για το θέμα, όσο και για τον σκηνοθέτη και τους πρωταγωνιστές. Ο τίτλος της προφανώς και αποτελεί μια έμμεση αναφορά, αλλά η μεγάλη συνάφεια έγκειται στα θέματα εκδίκησης και αυτοδικίας, συμβολίζοντας μια «χωρίς έλεος» ανταπόδοση κάποιων σκληρών αποτρόπαιων πράξεων.

– Η υπόθεση του μυθιστορήματος αφορά μια σειρά από δολοφονίες, που συνδέονται με τοπικές ιστορίες που έχουν τις ρίζες τους στον Εμφύλιο. Θα ήθελα να μας τοποθετήσεις χωροχρονικά την πλοκή και να μας πεις τι είδους ιστορική έρευνα έκανες, αν έκανες, για τις ανάγκες του βιβλίου;

Σε πολλά μέρη της χώρας μας, αν έχεις το ενδιαφέρον και την υπομονή, μπορεί να ακούσεις περίεργες ιστορίες για τον Εμφύλιο κι ακόμα περισσότερες για τους ανθρώπους, που βρέθηκαν στην πλευρά των χαμένων. Αυτό άλλωστε αποτέλεσε την αφετηρία για την δική μου ιστορία. Βρέθηκα και μίλησα με ηλικιωμένους ανθρώπους, που είχαν ζωντανές μνήμες από την εποχή. Πως το λέμε … Προσωπικές συνεντεύξεις! Οι τοποθεσίες που αναφέρονται στο βιβλίο είναι πραγματικές και οι άνθρωποι που μίλησα μένουν εκεί. Το μόνο που δεν αποκαλύπτεται είναι το χωριό Σκοτεινό, το επίκεντρο της υπόθεσης. Και αυτό για να διατηρηθεί ένα «πέπλο προστασίας» για κάποιους εν ζωή απογόνους.

– Η λογοτεχνία πώς μπορεί να συνδράμει την επιστημονική έρευνα στη μελέτη των ιστορικών γεγονότων, στην περίπτωσή μας, του Εμφυλίου; Ενδεχομένως εξερευνώντας την ανθρώπινη κατάσταση υπό αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες;

Θεωρώ δυστυχώς ότι σαν χώρα δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να κάνουμε κάτι τέτοιο. Πως να μπορέσουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για τα ιστορικά γεγονότα του Εμφυλίου, όταν ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός στέκεται αμήχανος μπροστά σε αυτά τα γεγονότα. Κι αυτή η αμηχανία αντανακλάται πολύ εύγλωττα στα βιβλία της Ιστορίας που σταματάνε πάντα στο 1945! Ούτε κουβέντα για τον Εμφύλιο! Λίγες μόνο λογοτεχνικές απόπειρες κι αυτές πάντα από την πλευρά των χαμένων, μιας και οι χαμένοι είναι πάντα πιο γοητευτικοί σαν χαρακτήρες, έχουν περισσότερες ιστορίες να διηγηθούν κι έχουν πάντα την συμπάθεια των «τρίτων» εξωτερικών παρατηρητών.

Γρηγόρης Αζαριάδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Στις αναδρομικές αφηγήσεις παρακολουθούμε μια ομάδα επιζησάντων μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι όχι μόνο αποφασίζουν να εκδικηθούν τους διώκτες τους, αλλά και να κάνουν ένα είδος «κοινωνικής απαλλοτρίωσης», ληστεύοντας τους δωσίλογους που πλούτισαν στην Κατοχή και μοιράζοντας τη λεία στους φτωχούς. Σε βρίσκουν σύμφωνο αυτές οι μέθοδοι κοινωνικής αναδιανομής του πλούτου;

Είναι μια μεγάλη συζήτηση αυτή. Η κοινωνική αναδιανομή του πλούτου θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με «νόμιμο τρόπο», στο πλαίσιο ενός πιο κοινωνικού, σοσιαλιστικού, κράτους. Αν όμως αυτό δεν γίνεται, και ξέρουμε ότι δεν γίνεται, δεν έχουμε άλλο τρόπο παρά μόνο την χρήση βίαιων τρόπων. Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίζω λοιπόν τις ενέργειες των ηρώων του μυθιστορήματος που οδηγούν στην ληστεία του δωσίλογου με ευγενικό κίνητρο να μοιράσουν τα χρήματα σε όλους, προσοχή σε όλους ανεξαιρέτως, τους λιμοκτονούντες κατοίκους του χωριού.

– Σε σχέση με το παραπάνω, το μοτίβο αντανακλά ίσως το ερώτημα που έθεσε ο Μπρεχτ: ποιο είναι το μεγαλύτερο έγκλημα, να ληστεύει κανείς μια τράπεζα ή να ιδρύει μια τράπεζα;

Νομίζω ότι η απάντηση εδώ είναι πιο εύκολη. Με τον τρόπο που λειτουργούν οι τράπεζες στην σημερινή κοινωνία, μάλλον μεγαλύτερο έγκλημα είναι η ίδρυση τους και βέβαια η προστασία που τους παρέχει το κράτος σε περιόδους κρίσης. Το ζήσαμε στην Ελλάδα, το ζήσαμε στην Ευρώπη…

– Αναφορικά με το βιβλίο, ο καθηγητής εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης διερωτάται «πόσο εγκληματίας μπορεί να χαρακτηρίζεται όποιος πληρώνει με το ίδιο νόμισμα όποιους τον θυματοποίησαν». Είναι αυτό το βασικό ερώτημα του βιβλίου;

Είναι ένα από τα βασικά θέματα στο μυθιστόρημα. Είναι ακριβώς στο σημείο όπου οι βασικοί ήρωες αναρωτιούνται «πως γίνεται κάποιοι να καταστρέφουν την ζωή σου και να μένουν ατιμώρητοι». Και είναι οι ίδιοι που δίνουν την απάντηση, δίκην χορού αρχαίας τραγωδίας, ότι «κάποιοι πρέπει επιτέλους να πληρώσουν γι’ αυτά που έχουν κάνει». Εδώ ανοίγει βέβαια ένα άλλο μεγάλο θέμα, που τίθεται στο βιβλίο και δεν είναι άλλα από αυτό της αυτοδικίας.

– Το μοτίβο του vigilante, του παράνομου αλλά ηθικά δικαιωμένου εκδικητή, απαντά συχνά στη νουάρ λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, ιδιαίτερα στα σπαγκέτι γουέστερν. Έχεις επηρεαστεί από τη θεματολογία και την αισθητική;

Πολύ σωστή παρατήρηση. Δεν έχω κρύψει ποτέ τον θαυμασμό και την επίδραση που έχει στα μυθιστορήματα μου το συνολικό έργο του μέγιστου Κλιντ Ίστγουντ. Θεωρώ ότι το μοτίβο του vigilante, που κρύβει την δυνατή ροπή προς την αυτοδικία, έχει σαν βάση το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος ήρωας δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη και στον τρόπο με τον οποία αυτή αποδίδεται στην σύγχρονη κοινωνία. Εδώ όπου η διαφθορά έχει επεκταθεί σε όλα τα επίπεδα και οι ισχυροί που διαπράττουν οποιοδήποτε έγκλημα δεν τιμωρούνται ή τιμωρούνται με κάποιες ποινές «χάδι». Και συνεχίζουν βέβαια να παρανομούν.

– Στις συνωμοτικές συναντήσεις των πρώην μαχητών του ΔΣΕ φέρεται να συμμετέχει και ένας «ρασοφόρος». Η συμμετοχή μεμονωμένων ιερέων στην Αντίσταση και στο Αντάρτικο, με πιο γνωστό παράδειγμα τον Παπα- Ανυπόμονο στο πλευρό του Άρη, είναι αποδεδειγμένη. Μήπως όμως υπερεκτιμάται προκειμένου να συνδεθεί το Αντάρτικο με μια μάλλον λαογραφική, παρά ιστορική, αντίληψη για το 1821;

Η συμμετοχή μεμονωμένων ιερέων στην Αντίσταση και το Αντάρτικο όντως έχει καταγραφεί και δεν αμφισβητείται. Υπήρχαν αρκετοί ρασοφόροι, που εμπίπτουν στην συγκεκριμένη κατηγορία. Υπήρχαν όμως και αρκετοί άλλοι που ενδύθηκαν το ράσο για να αποφύγουν να κυνηγηθούν από το καθεστώς. Απλοί πολίτες, αγωνιστές, που βρέθηκαν από την πλευρά των ηττημένων και κατέφυγαν στον ρόλο του ιερέα. Κάποιοι κρύφτηκαν στο Άγιο Όρος, άλλοι βρέθηκαν σε μικρά, απομακρυσμένα χωριά και λειτούργησαν ως ιερείς. Ένας τέτοιος είναι και ο παπά Γρηγόρης, βασικός ήρωας του μυθιστορήματος και μάλιστα η ιστορία του μου έχει περιγραφεί από ανθρώπους που τον είχαν γνωρίσει προσωπικά.

Γρηγόρης Αζαριάδης
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Σε ό,τι αφορά πάντως την αστυνομική πλοκή αυτή καθαυτή, οι ρασοφόροι έχουν ρόλο-κλειδί στην εξέλιξη της ιστορίας. Θα ήθελες να μας πεις περισσότερα γι’ αυτήν την επιλογή σου, χωρίς να κάνουμε spoiler;

Ναι, ο συγκεκριμένος ιερέας, ο παπά Γρηγόρης, λειτουργεί υπό το βάρος της προσωπικής ιδεολογίας του, ως παλιός αντάρτης, με ιδανικά την κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη και βέβαια την αναδιανομή του πλούτου σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Δεν παύει να είναι διχασμένος ανάμεσα στο όπλο και την πίστη του, την οποία όμως ερμηνεύει με βάση τον δικό του προσωπικό κώδικα ηθικής. Και αυτό νομίζω ότι αντανακλάται στην αταλάντευτη απόφαση του να μοιραστούν τα κλοπιμαία σε όλους τους κατοίκους και όχι μόνο στους «δικούς» μας, όπως πρότειναν κάποιοι από τους συντρόφους. Τελικά, η επιλογή του σηματοδοτεί κι ένα μήνυμα συμφιλίωσης ότι μπροστά στην εξαθλίωση, που μας ωθεί το καθεστώς είμαστε όλοι μαζί και παλεύουμε να αντισταθούμε. Ίσως πρώιμο για την εποχή, αλλά κάποιοι τόλμησαν να το υποστηρίξουν.

– Οι δολοφονίες συμβαίνουν σε διαφορετικά χωριά της υπαίθρου. Κατά συνέπεια τις έρευνες αναλαμβάνουν διαφορετικές ομάδες αστυνομικών κάθε φορά. Σε δυσκόλεψε το γεγονός ότι είχες να αναπτύξεις πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες;

Αυτό  ήταν συνέπεια της επιλογής του χρόνου όπου εξελίσσεται η πλοκή. Το 1986, που αποτελεί το «παρόν» της ιστορίας δεν έχουμε κινητά, ούτε υπάρχουν τεχνολογικά προηγμένες αστυνομικές διαδικασίες. Δεν υπάρχουν καν social media και οι αστυνομικοί ενημερώνονται για κάποια δολοφονία μέσω των ΜΜΕ, συνήθως την επόμενη ημέρα. Σε συνδυασμό με την επιλογή διαφορετικών τοποθεσιών στην χώρα μας, το έργο των αστυνομικών γίνεται ακόμα δυσκολότερο. Διαφορετικοί αστυνομικοί, διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικές τακτικές. Ναι, αυτή η επιλογή δημιούργησε μεγάλες δυσκολίες στην ψυχολογική σκιαγράφηση, στο προφίλ των χαρακτήρων. Αυτό φαίνεται καθαρά στην διαφορά ανάμεσα στον Αθηναίο αστυνομικό του Τμήματος Ανθρωποκτονιών και τους συναδέλφους της επαρχίας. Από την άλλη μεριά αποτέλεσε και μια πρόκληση για μένα, καθώς έπρεπε για πρώτη φορά να ξεφύγω από το φάντασμα της αστυνόμου Τρύπη, της κλασικής ηρωίδας των μυθιστορημάτων μου.

– Ένας από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου είναι ο υπαστυνόμος Βαλές, κατά το ήμισυ γόνος ενός Σκανδιναβού ονόματι Πιερ Βαλέε. Προφανώς αποδίδεις φόρο τιμής στο σουηδικό ντουέτο συγγραφέων Σγιεβάλ και Βαλέε, οι οποίοι ήταν από τους πρώτους που ανέδειξαν την πολιτικοκοινωνική διάσταση του αστυνομικού. Θα ήθελες να μας πεις περισσότερα για το έργο τους και για το πώς σε έχουν επηρεάσει;

Ποτέ δεν έχω κρύψει την αγάπη μου για τον Τσάντλερ, τον Μανσέττ και τους Σγιεβάλ Βαλέε. Ο Τσάντλερ έβαλε το θέμα της διαφθοράς, ο Μανσέττ πέρασε όλη την ιδεολογία του αντιεξουσιαστικού γαλλικού Μάη με έμφαση στο ερώτημα «ποιοι είναι οι νόμιμοι και ποιοι οι παράνομοι» και οι Σγιεβάλ Βαλέε έδωσαν το μεγαλύτερο βάρος στην πολιτικοκοινωνική διάσταση του αστυνομικού μυθιστορήματος. Μπορούμε να πούμε πολλά για το έργο του ζεύγους των Σουηδών πρωτοπόρων, αυτών που είχαν την τόλμη και το θάρρος να προειδοποιήσουν 50 χρόνια νωρίτερα (!) ότι στην υποσχόμενη μεγάλη ευημερία σουηδική κοινωνία «οι πλούσιοι θα γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Η Μέι Σγιεβάλ κι ο Περ Βαλέε (τα ονόματα αποδίδονται δύσκολα στη γλώσσα μας) αποφάσισαν να γράψουν 10 βιβλία, γράφοντας ένα κεφάλαιο ο ένας και το επόμενο ο δεύτερος ! Στο πλαίσιο της δικής μας συνέντευξης να τονίσουμε δύο στοιχεία. Το πρώτο ότι όντως συμπεριέλαβαν σκληρό έως καυστικό κοινωνικό σχόλιο στα μυθιστορήματα τους και το δεύτερο ότι επηρέασαν ολόκληρη την «χρυσή γενιά» των σύγχρονων Σκανδιναβών συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας. Από τον μεγάλο Μανκέλ, μέχρι τους Νέσμπο και Νταλ (οι δυο τελευταίοι μου το έχουν δηλώσει σε συνεντεύξεις που έχουμε κάνει). Όσο για την κληρονομιά του επιθεωρητή Μπεκ τι να πεις … Από τον Βαλάντερ του Μανκέλ, τον Γελμ μέχρι τον Μπέργερ του Νταλ έως και τον Χόλε του Νέσμπο, όλοι έχουν πάρει κάτι από τον αρχετυπικό ήρωα των Σγιεβάλ Βαλέε.

– Έχεις εκδώσει εφτά μυθιστορήματα μέχρι σήμερα, ξεκινώντας με το Παλιοί λογαριασμοί που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά από τον Γαβριηλίδη το 2012. Θα συμφωνούσες ότι σε γενικές γραμμές κατατάσσονται στο υποείδος του σκληρού αστυνομικού, hard-boiled α λα ελληνικά θα λέγαμε, με επιρροές και από τη γαλλική σχολή του νουάρ (polar); Πειραματίστηκες με κάποιο άλλο ύφος πριν κατασταλάξεις σ’ αυτό το στυλ της γραφής;

Σε κάθε βιβλίο μου πειραματίζομαι και προσπαθώ να αλλάξω πράγματα. Η περιγραφή «σκληρό αστυνομικό, που έχει στοιχεία από το hard boiled και το neopolar¨είναι πολύ γοητευτική και κολακευτική και θα την πάρω! Ο όρος που με εκφράζει περισσότερο είναι το «κοινωνικοαστυνομικό» μυθιστόρημα. Μονολεκτικά, όχι δύο λέξεις. Τουτέστιν το κοινωνικό μυθιστόρημα με μια αστυνομική πλοκή ή αν θέλεις το αστυνομικό μυθιστόρημα με έντονο κοινωνικό σχόλιο και κριτική. Άλλωστε, οι περισσότεροι αναγνώστες και κριτικοί έχουν υιοθετήσει την πρόταση ότι «το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας». Αυτό, όπου με αφορμή την αστυνομική πλοκή, ο συγγραφέας σχολιάζει τα θέματα της σύγχρονης κοινωνίας.

– Ωστόσο, σε όλα σχεδόν τα βιβλία σου η ιστορία παίζει σημαντικό ρόλο; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη περίοδος που σε ιντριγκάρει περισσότερο για να εξερευνήσεις σε κάποιο μελλοντικό βιβλίο;

Ο εμφύλιος και όσα ακολούθησαν μετά. Θα ήθελα να γράψω σίγουρα σε μεγαλύτερο βάθος για όσα προηγήθηκαν, αλλά και για την χρονική περίοδο της δικτατορίας και όσα ακολούθησαν μετά. Αν και αυτό το θέμα παίζει σε μεγάλο βαθμό στο πρώτο μου βιβλίο, τους «Παλιούς λογαριασμούς». Διώξεις, εξορίες, προσωπικά δράματα πρωταγωνιστών και ιδιαίτερα των ηττημένων. Οι ηττημένοι έχουν πολλές γοητευτικές ιστορίες να διηγηθούν, σε κάθε περίπτωση. Ήττα, παραίτηση, ακόμα πιο σκληρή η ματαίωση. Ο τρόπος που αντιδρούν σε τέτοιες τρομακτικές καταστάσεις απλοί, καθημερινοί ήρωες.

– Θεωρείς ότι στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία το ερώτημα «ποιος είναι ο δολοφόνος;» έχει χάσει τη σημασία του ή έχει έστω πολύ μικρότερη σημασία απ΄ ό,τι στο παρελθόν;

Ναι, εδώ και πολύ καιρό το «ποιος το έκανε» (whodynit) θεωρείται φάντασμα από το παρελθόν κι έχει παραδώσει τα σκήπτρα στο «γιατί το έκανε» (whydynit). Η κληρονομιά της γλυκιάς θείας Άγκαθα είναι πολύτιμη, αλλά πλέον το βάρος έχει μετατοπιστεί στους λόγους για τους οποίους γίνεται κάποιο έγκλημα, τόσο από την πλευρά ψυχολογικής κατάστασης του ήρωα όσο και από τις κοινωνικές συνθήκες που μπορούν να οδηγήσουν σε μια τέτοια πράξη. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους αστυνομικούς συγγραφείς δείχνουν να ενδιαφέρονται σε πολύ μεγάλο βαθμό για τις γενεσιουργές αιτίες, που κρύβονται πίσω από κάθε παραβατική πράξη.

Γρηγόρης Αζαριάδης
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Αφήνεις μεγάλα κενά ανάμεσα στα βιβλία σου ή ρίχνεσαι σχεδόν αμέσως στο επόμενο; Πιστεύεις ότι το καλό γράψιμο παίρνει χρόνο; Έχεις ξεκινήσει να γράφεις το καινούριο σου βιβλίο; Αν ναι, σε τι στυλ κινείται και τι πραγματεύεται;

Ο αείμνηστος Σάμης Γαβριηλίδης, πρώτος εκδότης που είχε την ατυχή έμπνευση να πιστέψει σε μένα, μου είχε πει ότι μόλις ολοκληρώσεις την συγγραφή ενός βιβλίου περιμένεις την έκδοση και μετά κλείνεις τον διακόπτη. Σταματάς. Περιμένεις να ακούσεις τα σχόλια των αναγνωστών, να βρεις ένα τρόπο επικοινωνίας μαζί τους. Να «αφήσεις την σκόνη να κατακαθίσει», έλεγε χαρακτηριστικά. Τα σχόλια, η κριτική τους είναι πάντα πολύ χρήσιμη και πρέπει να τα αφουγκράζεσαι γιατί αποτελούν πολύτιμο υλικό για την επόμενη δουλειά σου. Αυτό κάνω κι εγώ. Αφήνω ένα διάστημα, τουλάχιστον έξη μηνών, για να αφουγκραστώ. Μπορεί να έχω την κεντρική ιδέα, και με ένα μαγικό τρόπο όταν ολοκληρώσω την συγγραφή ενός βιβλίου έχω μια δυο ιδέες για το επόμενο. Οπότε στο διάστημα της «αγρανάπαυσης» που ακολουθεί την λέξη «Τέλος» στο μυθιστόρημα, επεξεργάζομαι το επόμενο, έχοντας πάντα στο μυαλό τις παρατηρήσεις των αναγνωστών, με τους οποίους διατηρώ ζωντανό διάλογο.

Έχεις σκεφτεί να γράψεις κάτι άλλο πέρα από αστυνομικό, κάτι τελείως διαφορετικό;

Ναι, πάντα στο μυαλό μου περιπλανιέται αδιάφορα η ιδέα ενός καθαρά κοινωνικού μυθιστορήματος, πάντα βέβαια με πολιτικές προεκτάσεις. Συγκεκριμένα, η σύγκρουση δυο γενιών, αυτής των εβδομηντάρηδων συνειδητοποιημένων πολιτικά συνταξιούχων με εκείνη των τριαντάρηδων, άνεργων που παλεύουν για την επιβίωση με δουλειές του ποδαριού. Μια σύγκρουση που πάει σε ιδεολογικό επίπεδο και εκφράζεται μέσα από τις καθημερινές συζητήσεις και την αλληλοεπίδραση μεταξύ τους. Υπάρχει ελπίδα για την σύγκλιση και την κοινή δράση, πάντα με στόχο μια κοινωνία με δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και κοινή δράση ; Υπάρχει ελπίδα για το όραμα μιας κοινωνικής επανάστασης ; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα, που καλούνται να απαντήσουν οι δύο ήρωες.

– Εκτός από συγγραφέας αστυνομικών, κάνεις και κριτική σε αστυνομικά. Ποια έχεις ξεχωρίσει από αυτά που διάβασες τελευταία;

Αντί να μιλήσω για βιβλία, προτιμώ να μιλήσω για συγγραφείς, βιβλία των οποίων διάβασα το 2025. Οι τελευταίοι μήνες ήταν αφιερωμένοι σε αυτό που αποκαλούμε latin noir. Εξαιρετικοί ε πρόσωποι, εννοείται μετά τους κλασικούς Ταίμπο και Παδούρα, η νεότερη γενιά με την Κλαουντια Πινιέιρο, Έλμερ Μεντόσα και Αλέξις Ραβέλο. Όποιο βιβλίο τους βρείτε, διαβάστε το. Από την Ευρώπη, εξαιρετική εντύπωση μου έχει κάνει ο Άντριαν Μακ Κίντυ. Από την αγαπημένη μου γαλλική σκηνή, μετά τα ιερά τέρατα Μανσέττ και Φαζαρντί, θεωρώ πολύ σημαντικούς τον Ερβέ Λε Κορ και τον Υγκ Παγκαν.

Παράλληλα, θέλω να στείλω και ένα μήνυμα στους Έλληνες αναγνώστες. «Διαβάστε, αγαπήστε, διαδώστε» το έργο των Ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας. Το κλασικό μου μοτίβο είναι «οι Έλληνες συγγραφείς δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από (τον μέσο όρο των ) Ευρωπαίων ομότεχνων. Πηγαίνετε σε κάποιο βιβλιοπωλείο, ρωτήστε τον βιβλιοπώλη που γνωρίζει και επιλέξτε ένα από τους πολλούς αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς. Αν θέλετε, κλείστε με μια ταινία το όνομα του και όταν τελειώσετε την ανάγνωση αναρωτηθείτε αν το βιβλίο το έχει γράψει Έλληνας ή ξένος συγγραφέας.

LINE

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1951 στην Αθήνα, όπου συνεχίζει απτόητος να ζει. Είναι παντρεμένος με τη Νίτσα Βραχνίδου κι έχει δύο συν ένα παιδιά, τον Χρήστο, τη Σοφία και τον Στρατή, και μια απίστευτη εγγονή, τη Μελίνα. Γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα και κριτικές αστυνομικής λογοτεχνίας. Βιβλία του που έχουν εκδοθεί είναι τα Παλιοί λογαριασμοί (πρώτη έκδοση Γαβριηλίδης 2012), Τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου (Γαβριηλίδης 2013), Το μοτίβο του δολοφόνου (Γαβριηλίδης 2015), Σκοτεινός λαβύρινθος (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2018) και Παραπλάνηση (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2020).

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.