Υπάρχουν κάποιες μουσικές που δεν τις ακούς μόνο με τα αυτιά, αλλά με το δέρμα, με τα κύτταρα, ή με τις σκιές που αφήνει το φως σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Η μουσική της Grand River, κατά κόσμον Aimée Portioli, είναι ακριβώς αυτό: ένα ηχητικό τοπίο που δεν σε περιβάλλει απλώς, αλλά σε κουνάει εσωτερικά και σε μετατοπίζει—σαν ένα όνειρο στο οποίο ξυπνάς χωρίς να ξέρεις ποτέ αν όντως κοιμήθηκες και το είδες.

Κάθε σύνθεσή της είναι μια διαδρομή. Όχι γραμμική, αλλά περισσότερο υγρή και φασματική, γεμάτη ανάσες από αναλογικά synthesizers, υπνωτικά μοτίβα πιάνου και τόνους που μοιάζουν να αιωρούνται στον χρόνο, διαλύοντας τα όρια μεταξύ χώρου και μνήμης. Η εμφάνισή της στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στα πλαίσια του Stegi.Radio Takeover 2025, επιβεβαίωσε αυτήν ακριβώς τη διάσταση της μουσικής της. Στη σκηνή, η Grand River δεν έπαιξε απλώς ένα live set· λειτούργησε περισσότερο σαν αρχιτέκτονας της ατμόσφαιρας στην μικρή σκηνή, σαν χειριστής μιας αόρατης κινηματογραφικής αφήγησης που είχε ως βασική δομή του μόνο κομμάτια από το άλμπουμ της “All Above”.

Ηχητικές γραμμές απλώνονταν στον χώρο σαν απόκοσμα τοπία, οι μελωδίες της ξεδιπλώνονταν όπως η αντήχηση μιας φωνής που έρχεται από κάπου πολύ μακριά—ή πολύ κοντά, ποιος ξέρει, τα μπάσα της, άλλοτε σου έκαναν μασάζ στον εγκέφαλο και άλλοτε σε κουνούσαν ρυθμικά στο κάθισμά σου.

Λίγες ώρες πριν την εμφάνισή της συναντηθήκαμε με την Aimée, και μιλήσαμε για τη σχέση της με τον μινιμαλισμό, την ambient μουσική και τη δύναμη του ήχου ως επικοινωνία. Μια συζήτηση που, όπως και η μουσική της, δεν αναζητά απαντήσεις, αλλά μπορεί να δημιουργεί ερωτήματα που θα ηχούν μέσα μας για αρκετό καιρό.

Το νέο της άλμπουμ “Tuning the Wind” το οποίο κυκλοφορεί επίσημα σήμερα από την Umor Rex δημιουργήθηκε αρχικά το 2022 ως ηχητική εγκατάσταση και από τότε έχει προσαρμοστεί σε πολυκάναλες, 4DSOUND και στερεοφωνικές εκδοχές, καθώς και σε ζωντανές εκτελέσεις σε όλο τον κόσμο. Στη διάρκεια 36 λεπτών και 15 δευτερολέπτων, η Grand River, καταγράφει και επεξεργάζεται διαφορετικά είδη ανέμου, μετατρέποντας τα σε μουσικό όργανο. Άλλοτε, κουρδίζει τον άνεμο στη συχνότητα των 440 Hz, και άλλοτε, τα ηλεκτρονικά όργανα προσαρμόζονται στον φυσικό ήχο του ανέμου. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο όπου η φύση και η μουσική γίνονται αδιαχώριστες—τα synths και οι ηχογραφήσεις του αέρα συγχωνεύονται, εξαφανίζοντας τα όρια ανάμεσα στον φυσικό ήχο και τον ανθρώπινο ήχο.

LINE

– Τι ήταν αυτό που αρχικά πυροδότησε το ενδιαφέρον σου για την ambient μουσική και πώς εξελίχθηκε η σχέση σου με το είδος με την πάροδο του χρόνου; Υπήρχαν συγκεκριμένοι καλλιτέχνες, εμπειρίες ή περιβάλλοντα που σε βοήθησαν να εκτιμήσεις τις υφές και τις ατμόσφαιρές της;
Στην περίπτωσή μου, δεν υπήρξε κάποιο μοναδικό γεγονός που με τράβηξε προς την ambient μουσική. Ήταν περισσότερο μια σταδιακή διολίσθηση σε κάτι που με απορροφούσε αργά αλλά σταθερά. Πριν αρχίσω να δημιουργώ τη μουσική που κάνω σήμερα, έπαιζα όργανα και ασχολούμουν με άλλα είδη, ήδη από παιδί. Ξεκίνησα να παίζω μουσική στα έξι μου χρόνια, με κιθάρα σε μπάντες, τραγουδώντας ή παίζοντας πιάνο μόνη μου. Σιγά-σιγά, άρχισα να στρέφομαι προς τη σύνθεση, γράφοντας τραγούδια με ακουστική κιθάρα και στίχους. Ήμουν γύρω στα δώδεκα ή δεκατρία όταν ήθελα να ηχογραφήσω τα κομμάτια μου, αλλά δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω. Ούτε εξοπλισμό είχα, μόνο τον υπολογιστή των γονιών μου – έναν από εκείνους τους τεράστιους γκρι πύργους στα τέλη των ‘90s. Οι φίλοι μου μού είπαν να κατεβάσω ένα πρόγραμμα ηχογράφησης (του οποίου το όνομα δεν θυμάμαι πλέον), και έτσι έβαλα την κιθάρα μου κατευθείαν στην είσοδο του μικροφώνου, χωρίς κάρτα ήχου, χωρίς τίποτα. Ο ήχος ήταν φρικτός, γεμάτος θόρυβο και παραμόρφωση, αλλά αυτό με οδήγησε στο να πειραματιστώ. Άρχισα να παίζω με reverb, να κόβω και να επεξεργάζομαι τμήματα, και κάπως έτσι άρχισα, πολύ αργά, να πλησιάζω την ambient μουσική. Η πρώτη μου πειραματική επαφή με ηλεκτρονικά μέσα ήταν με ένα drum machine, προσθέτοντας beats και pads στις ηχογραφήσεις μου. Ήταν μια πολύ αργή μετάβαση, όχι μια ξαφνική αποκάλυψη από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά ένα σταδιακό βύθισμα σε έναν νέο ηχητικό κόσμο.

– Τι σε ελκύει στον μινιμαλισμό και την ambient μουσική σήμερα, και πώς χρησιμοποιείς αυτά τα είδη για να εκφράσεις βαθύτερες συναισθηματικές αξίες;
Όπως είπα και πριν, στη δική μου περίπτωση, τα πράγματα εξελίσσονται πάντα φυσικά. Ίσως επειδή έχω μεγάλο ενδιαφέρον και για άλλα μουσικά είδη. Μου αρέσει να πειραματίζομαι ελεύθερα με τα όργανα, ανεξάρτητα από το είδος. Αυτό με κάνει κάποιες φορές πιο ευέλικτη, γιατί επιδιώκω να δημιουργώ αντιθέσεις. Νιώθω μια έλξη προς τον μινιμαλισμό και την ambient μουσική, αλλά δεν λειτουργώ πάντα έτσι. Έχω συνθέσεις που είναι πιο μινιμαλιστικές και ατμοσφαιρικές, αλλά και άλλες που δεν ανήκουν τόσο έντονα σε αυτό το ύφος. Δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα προσκολλημένη σε ένα μόνο είδος—είναι όλα ηλεκτρονική μουσική, άλλωστε. Αν ακούσεις το “All Above”, είναι ένα αρκετά ποικιλόμορφο άλμπουμ, με κομμάτια μινιμαλιστικά, που αφήνουν χώρο για εσωτερική σκέψη, αλλά και άλλα που είναι δυναμικά, ρυθμικά και μελωδικά. Τον Μάρτιο κυκλοφορεί το νέο μου άλμπουμ, το οποίο προέκυψε ως μέρος μιας ηχητικής εγκατάστασης και θα κυκλοφορήσει και ως δίσκος. Είναι πολύ πιο ambient, με απαλές, drony υφές, πιο ατμοσφαιρικό και εννοιολογικό σε σύλληψη.

– Συχνά εξερευνάς τον ήχο ως μορφή επικοινωνίας. Πώς πιστεύεις ότι η μουσική υπερβαίνει τη γλώσσα και τι επιδιώκεις να μεταδώσεις μέσα από τα ηχοτοπία σου;
Η μουσική μου δεν βασίζεται στις λέξεις. Κάποτε έγραφα στίχους για τη μπάντα και τα τραγούδια μου, αλλά εγκατέλειψα αυτή τη διαδικασία. Ακόμα γράφω στίχους περιστασιακά, υπάρχουν κάποιες λέξεις μέσα στις συνθέσεις μου—κυρίως spoken word—αλλά η μεγάλη πλειονότητα όσων δημιουργώ είναι χωρίς λέξεις. Άρα, η επικοινωνία που προκύπτει δεν έχει άμεσο ή προφανές νόημα. Ως άνθρωποι, είμαστε συνηθισμένοι να επικοινωνούμε με λέξεις. Όταν επικοινωνείς μέσω μουσικής, ή ενός πίνακα, ή ενός γλυπτού, η μετάδοση του μηνύματος είναι λιγότερο άμεση, λιγότερο αυτονόητη. Όταν με ρωτάς πώς επικοινωνώ ένα μήνυμα μέσα από τη μουσική, θα σου έλεγα ότι το μήνυμα δεν είναι ποτέ τόσο ξεκάθαρο όσο θα ήταν αν υπήρχαν λέξεις. Αλλά αυτό που με γοητεύει είναι ότι ο καθένας το λαμβάνει διαφορετικά, με εντελώς προσωπικό τρόπο. Μέσα από τον ήχο μεταδίδω ένα συναίσθημα που έχω τη στιγμή της δημιουργίας. Όμως, αυτό το συναίσθημα δεν είναι απαραίτητα το ίδιο με αυτό που θα νιώσει ο ακροατής όταν το ακούσει. Αυτός ο σιωπηλός διάλογος που γεννιέται ανάμεσα στον συνθέτη και τον ακροατή είναι αυτό που με συναρπάζει περισσότερο.

– Πιστεύεις ότι οι τίτλοι των κομματιών καθοδηγούν τον ακροατή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση;
Ναι, νομίζω πως το κάνουν. Επηρεαζόμαστε όλοι από τους τίτλους, όπως ακριβώς επηρεαζόμαστε και από το εξώφυλλο ενός άλμπουμ. Αν μπω σε ένα δισκοπωλείο και δω ένα εξώφυλλο χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τη μουσική ή τον καλλιτέχνη, το ίδιο το εξώφυλλο επικοινωνεί κάτι. Μπορεί να με κάνει να θέλω να ανακαλύψω τι υπάρχει πίσω του και να το ακούσω. Με τον ίδιο τρόπο, οι τίτλοι επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη μουσική. Δεν λειτουργούν τόσο ως οδηγός, αλλά σαν ένα δάχτυλο που δείχνει προς μια κατεύθυνση. Μερικές φορές, οι τίτλοι μπορεί να είναι αόριστοι ή δύσκολοι στην ερμηνεία, αλλά βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τη διαδικασία να δίνεις όνομα σε κάτι άρρητο. Δεν είναι εύκολο, όμως.

– Το άλμπουμ “In uno spazio immenso”, που έκανες με τον Abul Mogard, ανέδειξε την πλευρά σου ως συνεργατικού καλλιτέχνη. Πώς αντικατοπτρίζει αυτό το project την εξέλιξή σου; Ποια είναι η συνεργασία των ονείρων σου;
Ω, αυτή η τελευταία ερώτηση είναι δύσκολη! Αλλά ας πούμε το εξής: Όταν δημιούργησα αυτόν τον δίσκο με τον Abul Mogard, η συνεργασία μας κύλησε πολύ φυσικά. Υπήρξε μια άμεση μουσική σύνδεση. Αυτό έκανε την όλη διαδικασία εξαιρετικά απολαυστική. Όταν συνεργάζεσαι με κάποιον, πρέπει να τον εμπιστεύεσαι. Πρέπει να μπορείς να αφήνεσαι, γιατί βάζεις τη μουσική σου στα χέρια ενός άλλου ανθρώπου. Χρειάζεται εμπιστοσύνη για να μοιράζεσαι την καλλιτεχνική σου έκφραση με κάποιον άλλον. Με τον Abul Mogard, βρήκαμε αμέσως έναν τρόπο να ανταποκρινόμαστε ο ένας στη μουσική του άλλου χωρίς προσπάθεια. Μας άρεσε πραγματικά το πώς επεξεργαζόμασταν ο ένας το υλικό του άλλου. Όλα κύλησαν ομαλά. Ήταν μια μοναδική εμπειρία, γιατί ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης με τον οποίο κατάφερα να συνεργαστώ τόσο καλά. Έχω δουλέψει με άλλους στο παρελθόν, αλλά οι συνεργασίες εκείνες ήταν πολύ πιο δύσκολες.

– Γιατί;
Ίσως γιατί ο καθένας έχει διαφορετική προσέγγιση στα πράγματα, διαφορετικό τρόπο δουλειάς. Με τον Abul όλα κύλησαν πολύ φυσικά, σαν να μπορούσαμε απλά να πούμε «ας πετάξουμε τα πάντα και ας ξεκινήσουμε κάτι άλλο» χωρίς δεύτερη σκέψη. Αλλά με άλλους καλλιτέχνες δεν είχα ποτέ αυτή την αίσθηση της άμεσης σύνδεσης. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον με τον οποίο να μπορείς να δουλέψεις πραγματικά αρμονικά. Γι’ αυτό και μου αρέσουν οι συνεργασίες—όταν λειτουργούν σωστά, ανοίγουν νέες προοπτικές και σε κάνουν να εξερευνήσεις πέρα από τα όριά σου. Μέσα από τη συνεργασία, αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου μέσα από τη ματιά του άλλου και αυτό είναι μια διαδικασία μάθησης που δεν μπορείς να αποκτήσεις μόνος σου.

– Τι σου δίδαξε η συνεργασία σου με τον Abul Mogard; Ίσως κάτι που δεν ήξερες πριν;
Πρώτα απ’ όλα, με ώθησε να ξαναδουλέψω με τη φωνή μου, κάτι που είχα εγκαταλείψει. Περισσότερο από το να μου «διδάξει» κάτι, με έσπρωξε να συνεχίσω προς αυτή την κατεύθυνση. Έχει επίσης μια πολύ ελεύθερη προσέγγιση—για παράδειγμα, μπορούσε να επιβραδύνει ένα κομμάτι στο μισό της ταχύτητάς του, δημιουργώντας μια απότομη αλλαγή στη δομή του. Με έναν τρόπο, με ενθάρρυνε να είμαι πιο ελεύθερη, όπως όταν είμαστε πιο νέοι, πιο τολμηροί και λιγότερο επιφυλακτικοί.

– Πιστεύω ότι όταν συνεργάζεσαι με κάποιον, πρέπει να δίνεις, αλλά και να κερδίζεις κάτι για τον εαυτό σου. Αυτή η σπίθα της συνεργασίας πρέπει να γεννιέται κάπου ανάμεσα στους δύο…
Ναι, αλλά αυτή η σπίθα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί. Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν, δουλεύουν μαζί, αλλά τελικά δεν υπάρχει αυτή η σύνδεση. Οπότε, για να επιστρέψω σε εκείνη την δύσκολη ερώτηση, φυσικά και θα ήθελα να συνεργαστώ στο μέλλον με άλλους καλλιτέχνες, αλλά ποιος ξέρει αν θα υπάρξει αυτή η σπίθα; Για μένα, το σημαντικό είναι να απολαμβάνω τη διαδικασία. Θέλω να είναι ένα όμορφο ταξίδι—διαφορετικά, ποιο είναι το νόημα;

– Ακριβώς… Ας προχωρήσουμε λοιπόν. Ποια είναι η πιο ανταποδοτική πτυχή της δημιουργίας ηχητικών εγκαταστάσεων σε σχέση με τη δημιουργία ενός άλμπουμ στο στούντιο ή τις ζωντανές εμφανίσεις;
Είναι τόσο διαφορετικά. Το να είσαι μόνη στο στούντιο και να δημιουργείς δεν έχει καμία σχέση με το να παίζεις ζωντανά ή να στήνεις μια ηχητική εγκατάσταση. Αλλά, κατά κάποιο τρόπο, το στούντιο έρχεται πάντα πρώτο. Όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους και το ένα συμπληρώνει το άλλο. Και τα δύο είναι απαραίτητα για μένα—αγαπώ τη μοναχική διαδικασία του να δουλεύω στο στούντιο, να έχω τον δικό μου ρυθμό. Αλλά εξίσου αγαπώ τα ταξίδια, το να παρουσιάζω τη δουλειά μου στον κόσμο, να συνδέομαι με ανθρώπους. Όταν είσαι για καιρό στο στούντιο, βυθίζεσαι στον δικό σου κόσμο, οπότε το να βγαίνεις έξω είναι ένας τρόπος να δεις ξανά αυτό που έκανες, να συγκρίνεις, να το αντιμετωπίσεις με νέα ματιά. Όλα έχουν την αξία τους, αλλά όλα μπορούν και να είναι απογοητευτικά. Όπως όταν περνάς ατέλειωτες ώρες και μέρες στο στούντιο, και στο τέλος λες «Θεέ μου, αυτό είναι χάλια», νιώθοντας μια τεράστια απογοήτευση.

– Πώς κρίνεις ότι κάτι που δεν έχει ολοκληρωθεί είναι κακό;
Απλά δεν θέλω πια να δουλέψω μαζί του. Το κρίνω με βάση το συναίσθημα—αν δεν νιώθω συνδεδεμένη με αυτό, τότε δεν είναι καλό για μένα.

– Πες μου για το project One Instrument. Τι σε ενέπνευσε να ξεκινήσεις αυτή την εταιρεία και τι έμαθες από τη διαφορετικότητα των έργων που έχει παραγάγει;
Η One Instrument τρέχει εδώ και εννέα χρόνια. Ξεκίνησε ως ένα προσωπικό πείραμα. Ήμουν σε μια περίοδο που δούλευα μόνη στο στούντιο, μέσα στον δικό μου κόσμο, και θυμάμαι ότι ένιωθα απογοητευμένη γιατί προσπαθούσα να δημιουργήσω ένα κομμάτι που δεν με ικανοποιούσε. Παρατήρησα ότι άλλαζα πολύ γρήγορα από το ένα όργανο στο άλλο, αλλά χωρίς υπομονή. Δεν πήγαινα πουθενά. Και τότε σκέφτηκα: «Γιατί δεν έχω αρκετή υπομονή με ένα όργανο; Γιατί δεν του δίνω τον χώρο του;». Είχα εκείνη την περίοδο στο στούντιο ένα Korg MS-20, ήταν ενός φίλου που μου το δάνεισε, ήταν το Korg MS-20 του 1978, το κλασικό. Και συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είχα αφιερώσει πραγματικά χρόνο να δουλέψω σωστά μαζί του. Έτσι, αποφάσισα να φτιάξω ένα κομμάτι χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το MS-20, χωρίς εφέ—μόνο λίγο reverb. Το έκανα σαν ένα πείραμα για να πιέσω τον εαυτό μου να προσεγγίσει τη μουσική με έναν διαφορετικό τρόπο. Το απόλαυσα πολύ και απλά το ανέβασα στο SoundCloud. Στη συνέχεια, ζήτησα από φίλους να δοκιμάσουν το ίδιο πείραμα—και είχε απίστευτη επιτυχία. Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν κομμάτια και όλα ανέβαιναν δωρεάν στο SoundCloud. Κάποια στιγμή, ο κόσμος άρχισε να ρωτά: «Πού μπορούμε να αγοράσουμε αυτή τη μουσική». Τους απαντούσα: «Αυτό είναι ένα community project, δεν είναι προς πώληση». Αλλά επέμεναν ότι ήθελαν να έχουν αυτή τη μουσική σε δίσκο. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα, έφτιαξα το πρώτο βινύλιο—μια συλλογή από διάφορους καλλιτέχνες. Από το 2016, το label συνεχίζει να λειτουργεί. Κάθε χρόνο κυκλοφορούν νέες συλλογές με διάφορους καλλιτέχνες ή άλμπουμ & EPs από έναν μόνο καλλιτέχνη, όπου είτε όλος ο δίσκος δημιουργείται με ένα και μοναδικό όργανο, είτε κάθε κομμάτι φτιάχνεται με διαφορετικό—αλλά πάντα ένα—όργανο.

– Αν έπρεπε να γράψεις ένα κομμάτι σήμερα χρησιμοποιώντας μόνο ένα όργανο, ποιο θα επέλεγες και γιατί;
Θα ήθελα να πω το Sequential OB-6, γιατί το είχα για ένα διάστημα στο στούντιό μου, αλλά δεν ήταν δικό μου—ποτέ δεν το αγόρασα, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ. Έχει ατελείωτες δυνατότητες, οπότε θα ήθελα να το δοκιμάσω. Αλλά, παράλληλα, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω και μια ηλεκτρική κιθάρα. Παίζω ηλεκτρική κιθάρα στις συναυλίες μας με τον Abul Mogard… Ήταν το πρώτο όργανο που έμαθα, αλλά με τον καιρό έχασα λίγο την επαφή μαζί του. Οπότε, ίσως να το ξαναέπιανα.

– Η ambient μουσική θεωρείται συχνά απολιτική και πιο εσωστρεφής. Βλέπεις κάποιον πολιτικό υπαινιγμό στον τρόπο που αμφισβητεί τις παραδοσιακές δομές ή ενθαρρύνει αυτήν την λεγόμενη “βαθιά ακρόαση”;
Ναι, και πιστεύω ότι ήδη φέρνει πολιτικούς υπαινιγμούς. Ίσως όχι με έναν άμεσο τρόπο, αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί ambient καλλιτέχνες που ενσωματώνουν πολιτικά μηνύματα στη μουσική τους. Το παρατηρώ όλο και περισσότερο. Μπορεί να μην το λαμβάνεις απευθείας από τον ήχο, αλλά το αντιλαμβάνεσαι μέσα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, είτε στη σκηνή είτε στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής του παρουσίας. Έτσι, οι ακροατές συχνά ταυτίζουν τον καλλιτέχνη με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδέα.

Grand River
Φωτ.: © Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον θόρυβο των μέσων, την ταχύτητα και την αδιάκοπη αίσθηση του επείγοντος, πιστεύεις ότι η ambient μουσική λειτουργεί ως μορφή αντίστασης ή καταφύγιο;
Ελπίζω πως ναι… Πιστεύω ότι μπορεί να το κάνει, και ελπίζω ότι το κάνει. Αλλά ποτέ δεν θα ξέρουμε πραγματικά αν όντως το καταφέρνει.

– Γιατί;
Γιατί η ανταπόκριση εξαρτάται από το ποιος ακούει. Όσο περισσότερο ταξιδεύω, όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι αυτό που κάνουμε είναι απλώς μικρόκοσμοι, μικρές εξειδικευμένες κοινότητες. Ζω στο Βερολίνο και αντιλαμβάνομαι ότι εκεί ζω μέσα σε μια “φούσκα”. Υπάρχουν τόσα μέρη όπου μπορείς να ακούσεις πειραματική και ambient μουσική, ταξιδεύω από φεστιβάλ σε φεστιβάλ, γνωρίζω άλλους καλλιτέχνες… Και μετά επισκέπτομαι τους γονείς μου, εκεί που ζουν, και κανείς δεν ξέρει καν τι είναι η ambient μουσική. Οπότε, ναι, πιστεύω ότι η ambient μουσική αντιδρά σε αυτή τη γρήγορη ζωή που ζούμε, αλλά μόνο για όσους νοιάζονται πραγματικά να ακούσουν.

– Οι καλλιτέχνες πάντα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των φωνών εκείνων που φοβούνται να μιλήσουν. Και η ambient μουσική, αν και απευθύνεται σε μικρότερα κοινά σε όλο τον κόσμο, λειτουργεί σαν ένας πυρήνας που τροφοδοτεί ένα μεγάλο και επιδραστικό μουσικό είδος. Στο δικό σου μυαλό, ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σε σχέση με την πολιτική;
Υπάρχουν δύο είδη καλλιτεχνών. Ο ένας είναι ο καλλιτέχνης που θέλει να εμπλακεί, να στείλει ένα μήνυμα. Και μετά υπάρχει ο καλλιτέχνης που δεν νιώθει την ανάγκη να πάρει μέρος. Το ίδιο συμβαίνει και με το κοινό: υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι οι καλλιτέχνες έχουν την ευθύνη να περάσουν ένα μήνυμα, και άλλοι που δεν θέλουν καθόλου πολιτικά νοήματα στη μουσική τους. Είναι πολύ λεπτή ισορροπία. Και πιστεύω ότι δεν υπάρχει σωστό ή λάθος—κανείς δεν μπορεί να αναγκαστεί να δρα πολιτικά. Πρέπει να το νιώθεις.

– Και φτάνω σε μια ερώτηση που κάνω σε όλους τους καλεσμένους μου: μπορεί η μουσική και η τέχνη σήμερα να είναι ανατρεπτικές, μέχρι το σημείο να αλλάξουν την κατανόησή μας για τον κόσμο;
Ναι, πιστεύω ότι μπορεί. Αλλά η μουσική επηρεάζει πρώτα ένα άτομο, και μετά ένα άλλο. Η ambient μουσική, όμως, δεν έχει την ίδια δύναμη πίσω της όπως είχε, για παράδειγμα, το grunge. Το grunge εμφανίστηκε σαν ένα τεράστιο κύμα, σαν ηφαιστειακή έκρηξη. Αν η ambient μουσική μπορεί να είναι ανατρεπτική, τότε θα είναι μια αργή διαδικασία, ένα κύμα που διαχέεται σταδιακά—δεν θα συμβεί με την ταχύτητα που το punk ή το grunge άλλαξαν τα πράγματα. Οι εποχές είναι διαφορετικές. Τότε, ο κόσμος “ζούσε” τη μουσική, αγόραζε δίσκους, έβλεπε MTV για τα πρώτα βίντεο κλιπ… Τώρα, όλα είναι μια άλλη πραγματικότητα.

– Τι σου λείπει περισσότερο από τα νεανικά σου χρόνια;
Αυτό που μου λείπει είναι το να μην χρειάζεται να χρησιμοποιώ το τηλέφωνο. Το μισώ. Ναι, είναι απαραίτητο, αλλά αυτή η διαρκής συνδεσιμότητα είναι κάτι από το οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις. Πλέον είναι τόσο δύσκολο να αφήσεις το τηλέφωνο στην άκρη, αφού το χρησιμοποιώ συνέχεια για επικοινωνία, αλλά θα ήθελα να μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε πιο αργούς ρυθμούς. Τότε, έγραφες ένα γράμμα, το έστελνες ταχυδρομικά και περίμενες μία ή δύο εβδομάδες για να πάρεις απάντηση. Σήμερα, αν κάποιος δεν απαντήσει σε ένα email μέσα σε δέκα ώρες, αρχίζεις ήδη να αναρωτιέσαι «Τι συμβαίνει;». Μου λείπει όταν ήμασταν νέοι, μαζεύαμε χρήματα, πηγαίναμε στο δισκοπωλείο και αγοράζαμε δύο CD, γυρίζαμε σπίτι ενθουσιασμένοι με τις αγορές μας και ακούγαμε αυτά τα άλμπουμ ξανά και ξανά για μια ολόκληρη εβδομάδα. Τώρα όλα είναι διαθέσιμα, ανά πάσα στιγμή. Μου λείπει η προσοχή που δίναμε στα πράγματα με πιο συγκεντρωμένο τρόπο. Τώρα, υπάρχουν τα πάντα, παντού, συνέχεια. Σίγουρα, αυτή η σύνδεση με την “γρήγορη ζωή” δεν βοηθάει—όχι μόνο την ambient μουσική, αλλά ούτε εμάς τους ίδιους. Εσύ, τι πιστεύεις; Μπορεί η ambient μουσική σήμερα να είναι ανατρεπτική;

– Από τη δική μου σκοπιά, η ambient μουσική ήταν πάντα ανατρεπτική, χάρη στον Brian Eno. Συνεχίζει να κυκλοφορεί νέα μουσική, να κάνει εγκαταστάσεις και συναυλίες, αλλά ταυτόχρονα εκφράζει έντονα μηνύματα—για το Ηνωμένο Βασίλειο, το περιβάλλον, την Ουκρανία, την Παλαιστίνη… Παίρνει θέση, τόσο ως άνθρωπος, όσο και ως καλλιτέχνης—και ως ambient καλλιτέχνης. Και αυτό το σέβομαι βαθιά.
Είναι σπουδαίος. Συνεργαστήκαμε σε ένα project στο οποίο συμμετείχε και εκείνος, για τη διατήρηση της Posidonia, ενός φυτού που αναπτύσσεται στη Μεσόγειο Θάλασσα. Πρόκειται για ένα περιβαλλοντικό project, και ο ίδιος συμμετέχει άμεσα μέσα από το Earth Agency.

– Και έτσι, φτάνουμε στην τελευταία ερώτηση αυτής της συζήτησης. Είναι λίγο tricky, γιατί η συνέντευξη θα δημοσιευθεί μετά την εμφάνισή σου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλεις να φέρεις απόψε στο ελληνικό κοινό;
Το μήνυμα μου, μέσα από αυτή τη συγκεκριμένη εμφάνιση, όπου παρουσιάζω ζωντανά το άλμπουμ μου “All Above”… Λοιπόν, περισσότερο από μήνυμα, είναι μια επιθυμία: Να δημιουργήσω μια στιγμή όπου ο ακροατής θα βυθιστεί πλήρως στην ακρόαση. Η ευχή μου είναι οι άνθρωποι να έχουν μια στιγμή σύνδεσης με τον εαυτό τους, να βρεθούν σε έναν χώρο ηχητικό και οπτικό, όπου μπορούν να απομονωθούν και να βιώσουν μια βαθύτερη σχέση με τον ήχο. Πάντα με συναρπάζει να ακούω τις διαφορετικές αντιδράσεις των ανθρώπων—το πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται και βιώνει τη μουσική με τον δικό του τρόπο. Οπότε, η επιθυμία και το μήνυμά μου είναι: «Πάρε μια στιγμή για τον εαυτό σου. Αποσυνδέσου από αυτή τη γρήγορη ζωή, γεμάτη υποχρεώσεις, και απλά απόλαυσε τη μουσική».

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.