Ο Γιόζεφ Κουντέλκα γεννήθηκε το 1938 στην τότε Τσεχοσλοβακία. Το 1961 εξέθεσε για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του. Έγινε φωτογράφος πλήρους απασχόλησης και ειδικεύτηκε στην καταγραφή στιγμιοτύπων από θεατρικές παραστάσεις. Τον Αύγουστο του 1968, δύο μέρες μετά την επιστροφή του από περιπλάνηση στην Ρουμανία, έγινε αυτόπτης μάρτυρας της σοβιετικής εισβολής στην Πράγα και την αποθανάτισε με την κάμερα του. Φυγάδεψε μετά τις φωτογραφίες στη Δύση, εκείνες έφτασαν στο φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, δημοσιεύτηκαν ως έργο του P.P (Prague Photographer) στην εφημερίδα «Sunday Times» και του εξασφάλισαν το Χρυσό Μετάλλιο Ρόμπερτ Κάπα. Χάρη στη μεσολάβηση του Magnum, το 1970 εξασφάλισε πολιτικό άσυλο στη Βρετανία και το 1971 εντάχθηκε στο δυναμικό του πρακτορείου. Έτσι, τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και βραβεύτηκε πολλές φορές. Πρόσφατα, ο σπουδαιότερος Τσέχος φωτογράφος δώρισε σε τέσσερα μουσεία της πατρίδας του 2.000 έργα του. «Ήθελα να δημιουργήσω ένα μέρος στον κόσμο ώστε να βλέπει κανείς τις φωτογραφίες μου. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να είναι η χώρα όπου γεννήθηκα», δήλωσε. Πρόκειται για μια σημαντικότατη πολιτιστική δωρεά εκ μέρους του 83χρονου φωτογράφου και αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.
Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό τετρακοσίων περίπου κατοίκων.Δεκατεσσάρων ετών έφυγα από το σπίτι μου και πήγα στην Πράγα για να συνεχίσω το σχολείο. Εκεί μέσα, στο σχολείο, ό,τι άκουσα από την πρώτη στιγμή ήταν τελείως διαφορετικό από όλα όσα μου είχαν πει οι γονείς μου. Επί μία εβδομάδα βρισκόμουν λοιπόν σε πλήρη σύγχυση. Όσο για τα υπόλοιπα παιδιά, έλεγαν κάτι διαφορετικό μόνο όταν μιλούσαν μεταξύ τους. Τότε συνειδητοποίησα ότι όσα μας έλεγαν στο σχολείο ήταν ψέματα και άρχισα να αντιδρώ σ’ αυτά τα ψέματα γιατί είχα μεγαλώσει διαφορετικά. Βλέπετε, ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική και με είχε μάθει να λέω μόνο την αλήθεια. Το να ζεις λέγοντας μόνο την αλήθεια είναι κι αυτός ένας τρόπος ζωής.
Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να σχεδιάζω αεροπλάνα. Παραδόξως ο γιος μου, αν και έφηβος, έχει αρχίσει να σχεδιάζει αεροπλάνα και είναι συνεπαρμένος μ´ αυτό. Εν πάση περιπτώσει, εγώ έγινα μηχανικός αεροσκαφών, αλλά και τότε φωτογράφιζα τους τσιγγάνους. Στη συνέχεια η φωτογραφία έγινε σημαντικότερη για μένα και σταδιακά έφτασα στο σημείο να ξέρω ότι ως μηχανικός δεν θέλω να προχωρήσω μακρύτερα. Έτσι άρχισα να ασχολούμαι αποκλειστικά με τη φωτογραφία και το κάνω ακόμα και δεν θα σταματήσω ποτέ.
Όταν μιλάμε για τη φωτογραφία, το ατύχημα και η καλή τύχη είναι το ίδιο σημαντικά. Ένα καλό παράδειγμα είναι η σοβιετική εισβολή στην Πράγα. Η σοβιετική επέμβαση ήταν τουλάχιστον ατυχές γεγονός, αλλά, για καλή μου τύχη, η φίλη μου με ξύπνησε στις δύο μετά τα μεσάνυχτα και έτσι βρέθηκα στο κατάλληλο σημείο πριν ακόμη φτάσουν στο κέντρο της πόλης οι Ρώσοι. Άλλη καλοτυχία ήταν το γεγονός ότι οι Ρώσοι δεν μου πήραν κανένα φιλμ και ότι δεν κατέστρεψαν την φωτογραφική μηχανή μου. Επίσης τύχη ήταν το ότι είχα αρκετά φιλμ μαζί μου και το ότι οι φωτογραφίες μου βγήκαν από την Τσεχοσλοβακία και δημοσιεύτηκαν. Επίσης, καλή τύχη ήταν ότι το φωτογραφικό πρακτορείο Magnum με βοήθησε να φύγω από την Τσεχοσλοβακία. Αποτέλεσμα καλής τύχης μπορεί και να θεωρηθεί το πρόσφατο βιβλίο με τις φωτογραφίες του 1968. Εκδόθηκε 40 χρόνια μετά από τη σοβιετική επέμβαση και κυκλοφορεί σε εννιά χώρες. Εγώ νόμιζα ότι κανείς δεν θα ενδιαφερόταν πια.
Δεν είμαι άνθρωπος με μεγάλο θάρρος.Οι εξελίξεις ήταν ξαφνικές και δεν μου επέτρεψαν να σκεφτώ λογικά. Όταν κάποιος έχει ένα όπλο και σε σημαδεύει, είναι εύκολο να ενεργεί κάνεις χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Πραγματικό θάρρος έδειξαν τότε οι ελάχιστοι Ρώσοι που διαμαρτυρήθηκαν στην Κόκκινη Πλατεία για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Έμειναν μόνο για τρία λεπτά και μετά τους έστειλαν είτε στη φυλακή είτε στο ψυχιατρείο για χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν κουράγιο. Ήξεραν ότι τους περίμενε φυλάκιση μετά την Κόκκινη Πλατεία.
Με απασχολεί μόνο η καλή φωτογραφία. Τραβάς φωτογραφίες και μετά αυτές αποκτούν δική τους ζωή. Κάποιες από αυτές μπορεί να γίνουν ιστορικές, άλλες να γίνω φωτογραφίες «snap shots» άλλες να ονομαστούν καλλιτεχνικές. Είναι πιο εύκολο να πω ότι είναι μια καλή φωτογραφία. Μια καλή φωτογραφία είναι αυτή που καρφώνεται στο μυαλό μου και δεν μπορώ να την ξεχάσω. Αυτό όμως ισχύει για μένα και όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα. Έτσι κρίνω έναν πίνακα, ένα μουσικό κομμάτι.
Η φωτογραφία είναι απλή.Ειδικά οι δικές μου φωτογραφίες είναι τόσο απλές, ώστε δεν νομίζω ότι χρειάζεται να έχεις μεγάλο ταλέντο για να τις καταλάβεις. Τρεις άνθρωποι μου είναι όμως αρκετοί. Δεν απαιτώ χιλιάδες. Για παράδειγμα, έκανα πάρα πολλές φωτογραφίες για τους τσιγγάνους, τις κοίταγα και εντελώς τυχαία βρήκα τρεις γυναίκες στην Τσεχοσλοβακία και του τις έδειξα. Για μία από τις τρεις είχα την εντύπωση ότι ήξερε τα πάντα αναφορικά με την τέχνη. Η δεύτερη δεν ήξερε οτιδήποτε σε σχέση με τη σύνθεση, αλλά κάτι ήξερε για τη ζωή. Η τρίτη βρισκόταν κάπου στην μέση των δύο άλλων. Τους είπα λοιπόν να διαλέξουν τις φωτογραφίες που τους αρέσουν. Αν οι τρεις – ή έστω οι δύο – διάλεγαν όσες άρεσαν σε μένα, θα ένιωθα περισσότερο σίγουρος ότι πέτυχα. Γενικότερα, δεν χρειάζεται να ακούς πολλούς.
Όλα τελειώνουν. Ένας Μεξικανός συγγραφέας μου είπε ότι σε όλα μου τα έργα μιλάω ουσιαστικά για το τέλος, για τον θάνατο. Ίσως. Αν κοιτάξετε τους τσιγγάνους, θα δείτε το τέλος της ελεύθερης ζωής, των ελεύθερων ταξιδιών προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αν κοιτάξετε την Πράγα του 1968, θα δείτε το τέλος του σοσιαλιστικού ονείρου. Αν κοιτάξετε τα τοπία, θα δείτε το τέλος του όμορφου ρομαντικού τοπίου. Ο ίδιος συγγραφέας έγραψε πάντως ότι οι λήψεις μου δεν είναι μακάβριες, αν και αναφέρονται στο θάνατο.
Επηρεάζεσαι από ό,τι κι αν βλέπεις.Είτε το θέλεις είτε όχι. Δεν μπορώ όμως να πω ότι επηρεάστηκα από έναν φωτογράφο. Όταν άρχισα τη φωτογραφία, είχα την ευκαιρία να δω διαφορετικά βιβλία και ποτέ δεν είπα: «Θέλω να κάνω κάτι σαν αυτό εδώ». Όχι επειδή ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω.
Ο Γιόζεφ Κουντέλκα γεννήθηκε το 1938 στην τότε Τσεχοσλοβακία. Το 1961 εξέθεσε για πρώτη φορά τις φωτογραφίες του. Έγινε φωτογράφος πλήρους απασχόλησης και ειδικεύτηκε στην καταγραφή στιγμιοτύπων από θεατρικές παραστάσεις. Τον Αύγουστο του 1968, δύο μέρες μετά την επιστροφή του από περιπλάνηση στην Ρουμανία, έγινε αυτόπτης μάρτυρας της σοβιετικής εισβολής στην Πράγα και την αποθανάτισε με την κάμερα του. Φυγάδεψε μετά τις φωτογραφίες στη Δύση, εκείνες έφτασαν στο φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, δημοσιεύτηκαν ως έργο του P.P (Prague Photographer) στην εφημερίδα «Sunday Times» και του εξασφάλισαν το Χρυσό Μετάλλιο Ρόμπερτ Κάπα. Χάρη στη μεσολάβηση του Magnum, το 1970 εξασφάλισε πολιτικό άσυλο στη Βρετανία και το 1971 εντάχθηκε στο δυναμικό του πρακτορείου. Έτσι, τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και βραβεύτηκε πολλές φορές. Πρόσφατα, ο σπουδαιότερος Τσέχος φωτογράφος δώρισε σε τέσσερα μουσεία της πατρίδας του 2.000 έργα του. «Ήθελα να δημιουργήσω ένα μέρος στον κόσμο ώστε να βλέπει κανείς τις φωτογραφίες μου. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να είναι η χώρα όπου γεννήθηκα», δήλωσε. Πρόκειται για μια σημαντικότατη πολιτιστική δωρεά εκ μέρους του 83χρονου φωτογράφου και αυτά είναι κάποια από τα λόγια βαθιάς σοφίας και προσωπικής εμπειρίας που μας αφήνει παρακαταθήκη.
Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό τετρακοσίων περίπου κατοίκων.Δεκατεσσάρων ετών έφυγα από το σπίτι μου και πήγα στην Πράγα για να συνεχίσω το σχολείο. Εκεί μέσα, στο σχολείο, ό,τι άκουσα από την πρώτη στιγμή ήταν τελείως διαφορετικό από όλα όσα μου είχαν πει οι γονείς μου. Επί μία εβδομάδα βρισκόμουν λοιπόν σε πλήρη σύγχυση. Όσο για τα υπόλοιπα παιδιά, έλεγαν κάτι διαφορετικό μόνο όταν μιλούσαν μεταξύ τους. Τότε συνειδητοποίησα ότι όσα μας έλεγαν στο σχολείο ήταν ψέματα και άρχισα να αντιδρώ σ’ αυτά τα ψέματα γιατί είχα μεγαλώσει διαφορετικά. Βλέπετε, ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική και με είχε μάθει να λέω μόνο την αλήθεια. Το να ζεις λέγοντας μόνο την αλήθεια είναι κι αυτός ένας τρόπος ζωής.
Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να σχεδιάζω αεροπλάνα. Παραδόξως ο γιος μου, αν και έφηβος, έχει αρχίσει να σχεδιάζει αεροπλάνα και είναι συνεπαρμένος μ´ αυτό. Εν πάση περιπτώσει, εγώ έγινα μηχανικός αεροσκαφών, αλλά και τότε φωτογράφιζα τους τσιγγάνους. Στη συνέχεια η φωτογραφία έγινε σημαντικότερη για μένα και σταδιακά έφτασα στο σημείο να ξέρω ότι ως μηχανικός δεν θέλω να προχωρήσω μακρύτερα. Έτσι άρχισα να ασχολούμαι αποκλειστικά με τη φωτογραφία και το κάνω ακόμα και δεν θα σταματήσω ποτέ.
Όταν μιλάμε για τη φωτογραφία, το ατύχημα και η καλή τύχη είναι το ίδιο σημαντικά. Ένα καλό παράδειγμα είναι η σοβιετική εισβολή στην Πράγα. Η σοβιετική επέμβαση ήταν τουλάχιστον ατυχές γεγονός, αλλά, για καλή μου τύχη, η φίλη μου με ξύπνησε στις δύο μετά τα μεσάνυχτα και έτσι βρέθηκα στο κατάλληλο σημείο πριν ακόμη φτάσουν στο κέντρο της πόλης οι Ρώσοι. Άλλη καλοτυχία ήταν το γεγονός ότι οι Ρώσοι δεν μου πήραν κανένα φιλμ και ότι δεν κατέστρεψαν την φωτογραφική μηχανή μου. Επίσης τύχη ήταν το ότι είχα αρκετά φιλμ μαζί μου και το ότι οι φωτογραφίες μου βγήκαν από την Τσεχοσλοβακία και δημοσιεύτηκαν. Επίσης, καλή τύχη ήταν ότι το φωτογραφικό πρακτορείο Magnum με βοήθησε να φύγω από την Τσεχοσλοβακία. Αποτέλεσμα καλής τύχης μπορεί και να θεωρηθεί το πρόσφατο βιβλίο με τις φωτογραφίες του 1968. Εκδόθηκε 40 χρόνια μετά από τη σοβιετική επέμβαση και κυκλοφορεί σε εννιά χώρες. Εγώ νόμιζα ότι κανείς δεν θα ενδιαφερόταν πια.
Δεν είμαι άνθρωπος με μεγάλο θάρρος.Οι εξελίξεις ήταν ξαφνικές και δεν μου επέτρεψαν να σκεφτώ λογικά. Όταν κάποιος έχει ένα όπλο και σε σημαδεύει, είναι εύκολο να ενεργεί κάνεις χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. Πραγματικό θάρρος έδειξαν τότε οι ελάχιστοι Ρώσοι που διαμαρτυρήθηκαν στην Κόκκινη Πλατεία για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Έμειναν μόνο για τρία λεπτά και μετά τους έστειλαν είτε στη φυλακή είτε στο ψυχιατρείο για χρόνια. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν κουράγιο. Ήξεραν ότι τους περίμενε φυλάκιση μετά την Κόκκινη Πλατεία.
Με απασχολεί μόνο η καλή φωτογραφία. Τραβάς φωτογραφίες και μετά αυτές αποκτούν δική τους ζωή. Κάποιες από αυτές μπορεί να γίνουν ιστορικές, άλλες να γίνω φωτογραφίες «snap shots» άλλες να ονομαστούν καλλιτεχνικές. Είναι πιο εύκολο να πω ότι είναι μια καλή φωτογραφία. Μια καλή φωτογραφία είναι αυτή που καρφώνεται στο μυαλό μου και δεν μπορώ να την ξεχάσω. Αυτό όμως ισχύει για μένα και όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα. Έτσι κρίνω έναν πίνακα, ένα μουσικό κομμάτι.
Η φωτογραφία είναι απλή.Ειδικά οι δικές μου φωτογραφίες είναι τόσο απλές, ώστε δεν νομίζω ότι χρειάζεται να έχεις μεγάλο ταλέντο για να τις καταλάβεις. Τρεις άνθρωποι μου είναι όμως αρκετοί. Δεν απαιτώ χιλιάδες. Για παράδειγμα, έκανα πάρα πολλές φωτογραφίες για τους τσιγγάνους, τις κοίταγα και εντελώς τυχαία βρήκα τρεις γυναίκες στην Τσεχοσλοβακία και του τις έδειξα. Για μία από τις τρεις είχα την εντύπωση ότι ήξερε τα πάντα αναφορικά με την τέχνη. Η δεύτερη δεν ήξερε οτιδήποτε σε σχέση με τη σύνθεση, αλλά κάτι ήξερε για τη ζωή. Η τρίτη βρισκόταν κάπου στην μέση των δύο άλλων. Τους είπα λοιπόν να διαλέξουν τις φωτογραφίες που τους αρέσουν. Αν οι τρεις – ή έστω οι δύο – διάλεγαν όσες άρεσαν σε μένα, θα ένιωθα περισσότερο σίγουρος ότι πέτυχα. Γενικότερα, δεν χρειάζεται να ακούς πολλούς.
Όλα τελειώνουν. Ένας Μεξικανός συγγραφέας μου είπε ότι σε όλα μου τα έργα μιλάω ουσιαστικά για το τέλος, για τον θάνατο. Ίσως. Αν κοιτάξετε τους τσιγγάνους, θα δείτε το τέλος της ελεύθερης ζωής, των ελεύθερων ταξιδιών προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Αν κοιτάξετε την Πράγα του 1968, θα δείτε το τέλος του σοσιαλιστικού ονείρου. Αν κοιτάξετε τα τοπία, θα δείτε το τέλος του όμορφου ρομαντικού τοπίου. Ο ίδιος συγγραφέας έγραψε πάντως ότι οι λήψεις μου δεν είναι μακάβριες, αν και αναφέρονται στο θάνατο.
Επηρεάζεσαι από ό,τι κι αν βλέπεις.Είτε το θέλεις είτε όχι. Δεν μπορώ όμως να πω ότι επηρεάστηκα από έναν φωτογράφο. Όταν άρχισα τη φωτογραφία, είχα την ευκαιρία να δω διαφορετικά βιβλία και ποτέ δεν είπα: «Θέλω να κάνω κάτι σαν αυτό εδώ». Όχι επειδή ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω.