Η πολυσχιδής πορεία του Γιώργου Σίμωνα, μαρτυρά το πάθος του για το θέατρο. Οι πολλαπλοί ρόλοι που έχει υιοθετήσει, αυτοί του σκηνοθέτη, του ηθοποιού και του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου Rabbithole, καθώς και τα 40 θεατρικά του έργα αποτυπώνουν το καλλιτεχνικό εύρος του. Με τη θεατρική ομάδα “Νοσταλγία” έχουν δημιουργήσει ένα “σπίτι”, ένα πραγματικά ζεστό περιβάλλον, στο οποίο παίρνουν σάρκα και οστά εδώ και 13 χρόνια, αναρίθμητοι ήρωες θεατρικών έργων.
Λίγο πριν κλείσει ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων του “1975“, το νέο του έργο, η “Τούνδρα“, κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου στη θεατρική σκηνή του Rabbithole. Ένα πρωτότυπο έργο που ξεδιπλώνει μία «ιδιαίτερα παράδοξη και παράξενη» ιστορία. Λίγο πριν τη πρεμιέρα, συναντηθήκαμε ένα συννεφιασμένο μεσημέρι με τον Γιώργο Σίμωνα -αν και ο ίδιος αποζητά τον ήλιο- και μιλήσαμε για τη σκηνοθεσία, την “Αναρρίχηση” καθώς και για τη θεατρική του διαδρομή.
– Ποια ήταν αυτή η πρώτη εμπειρία που σε ώθησε προς το θέατρο;
Εγώ μεγάλωσα στην επαρχία, όπου ακόμα και τώρα είναι πολύ φτωχή σε καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Τότε υπήρχε μία ερασιτεχνική ομάδα στην οποία μπήκα στην Γ’ Λυκείου. Στη Β’ Λυκείου, ο πατέρας μου με προέτρεψε να ασχοληθώ με την θεατρική ομάδα του σχολείου, εγώ δεν ήθελα. Πήγαινα σε πολυκλαδικό σχολείο και μπορούσαμε να ασχοληθούμε με πολλά πράγματα, εκτός των μαθημάτων. Μέχρι τότε, δεν ήξερα τι είναι θέατρο, πέρα από την ερασιτεχνική ομάδα της πόλης, οπότε τότε κόλλησα το “μικρόβιο” του θεάτρου. Στη Γ’ Λυκείου αποφάσισα ότι μάλλον θα ασχοληθώ με θέατρο. Παρόλα αυτά έδωσα Πανελλαδικές κι αν πέρναγα θα ήταν τελείως διαφορετική η ζωή μου.
– Πώς προέκυψε η προτροπή του πατέρα σου; Είχε κάποια σχέση με τις τέχνες;
Καμία σχέση. Ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός και η μάνα μου νοικοκυρά. Μας είχε έρθει ένα χαρτί από το σχολείο και είχε αρκετά μαθήματα για να επιλέξεις και να γεμίσεις το πρόγραμμα της ημέρας. Εγώ επέλεξα το θέατρο και το σινεμά. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ ο κινηματογράφος. Μάλιστα, η πρώτη μου δουλειά ήταν στην ΕΡΑ Πελοποννήσου, όπου στα 17 μου έκανα εκπομπή για το σινεμά που λεγόταν “Ράδιο Αρβύλα”. Μιλάμε για το 1997. Στην επαρχία είχε περάσει μία πολύ λανθασμένη εντύπωση για το τι σημαίνει ηθοποιός. Υπήρχαν γενιές που πίστευαν ότι ο ηθοποιός είναι ένα πράγμα. Αυτό φυσικά έχει να κάνει με την παιδεία και την εκπαίδευση της επαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα παιδιά στην Αθήνα ξεκινάνε να βλέπουν θέατρο από βρέφη. Στην επαρχία δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Μετά από παρότρυνση του πατέρα μου, λοιπόν, γράφτηκα στην ομάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το έκανα με το ζόρι. Όταν η δασκάλα που μας έκανε θέατρο ήθελε να μοιράσει ρόλους για πρώτη φορά, οι παλαιότεροι πετάχτηκαν και τους πήραν όλους. Εγώ έμεινα τελευταίος γιατί πραγματικά ντρεπόμουν. Όταν με ρώτησε με τι θα ασχοληθώ, της απάντησα «με το μακιγιάζ» και παραξενεύτηκε. Την επόμενη μέρα έκλεψα όλα τα καλλυντικά της μάνας μου από το νεσεσέρ της, και φόρεσα και ένα καλό κοστούμι γιατί πίστευα ότι ο μακιγιέρ ντύνεται με κοστούμι. Σε μία πρόβα που περίμενα να μακιγιάρω τους συμμαθητές μου, ο πρωταγωνιστής δεν μπορούσε να πει μία ατάκα και σήκωσε εμένα να την πω. Όταν την είπα, ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Το πρώτο έργο στο οποίο έπαιξα με την ομάδα ήταν “Η πινακοθήκη των ηλιθίων” του Νίκου Τσιφόρου. Τότε άρχισε να μου αρέσει η διαδικασία που ακολουθείται για να πραγματοποιηθεί μία παράσταση. Μετά από τόσα χρόνια όταν μου λένε ότι είμαι σκηνοθέτης, ηθοποιός κτλ., εμένα μου αρέσει να λέω ότι ασχολούμαι με το επάγγελμα του θεάτρου, γιατί και στις σπουδές μου ασχολήθηκα με πάρα πολλά πράγματα. Το βασικό και αυτό που πιστεύω πάρα πολύ είναι η σκηνοθεσία, εκεί γαλουχήθηκα και εκεί ήταν οι βασικές μου σπουδές. Πιστεύω στους παραδοσιακούς σκηνοθέτες. Είναι μία δουλειά σύνθετη.
– Τι σημαίνει να σκηνοθετείς;
Η σκηνοθεσία είναι ένα σύνθετο πλέγμα από γνώσεις και σπουδές, τις οποίες πρέπει να τις θέτεις διαρκώς στην υπηρεσία των συνεργατών σου, έτσι ώστε να γίνει το έργο. Ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει άψογη γνώση της δραματουργίας, της υποκριτικής, της ιστορίας της τέχνης, της ιστορίας της σκηνοθεσίας, είναι πάρα πολλά πράγματα. Ο Λευτέρης Βογιατζής έλεγε ότι δε διδάσκεται η σκηνοθεσία, παίρνεις γνώσεις από πολλά άλλα
πράγμα. Σίγουρα είναι ένας δρόμος στον οποίο πρέπει να είσαι ταγμένος. Είναι μία σύνθετη και συμπαγής δουλειά. Στην Ελλάδα με τα χρόνια έχει περάσει η πεποίθηση ότι μπορεί να την κάνει οποιοσδήποτε. Αυτό είναι λάθος, χωρίς να θέλω να σνομπάρω κανέναν. Είμαι σκεπτικός για το κατά πόσο γίνεται κάποιος εύκολα ηθοποιός, σκηνοθέτης κτλ. Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τον βωμό της επιτυχίας. Αν ένα θέατρο είναι γεμάτο, δε σημαίνει ότι έχεις πετύχει. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι έχουμε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο καλλιτεχνικής αναγνωρισιμότητας στο εξωτερικό, και καλλιτεχνικό επίπεδο, γενικά.
– Σε τι θεωρείς ότι πάσχει το ελληνικό θέατρο;
Ένα πράγμα που σίγουρα λείπει, είναι το θέμα του management. Αυτό το κάνουν μόνο μεγάλα ιδρύματα, επειδή αυτά έχουν τη δυνατότητα. Επίσης στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν τι γίνεται στην αγορά του θεάματος, ποια είναι η δυναμική που υπάρχει την εκάστοτε περίοδο.Οι νέοι καλλιτέχνες δεν προωθούνται από κανέναν ενώ τα 2-3 ιδρύματα προωθούν μόνο τους δικούς τους για δικούς τους σκοπούς. Αυτοί ανακυκλώνονται, και στο τέλος δεν έχουμε θέατρο και καλλιτέχνες, να γιατί το management δεν είναι σωστό. Από την άλλη, είμαστε αρκετά σνομπ σαν λαός. Αν ένα παιδί γράψει ή σκηνοθετήσει, θα τον σνομπάρουν ή θα αδιαφορήσουν. Εκτός αν έχει τις ευλογίες συγκεκριμένων ανθρώπων. Δεν υπάρχει ανοιχτωσιά στο μυαλό. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό έχει περάσει κάτι περίεργο, ότι όσο περισσότερο τα λες έξω από τα δόντια ή όσο πιο μάγκας είσαι, γίνεσαι και πιο αποδεκτός. Υπάρχει μία βία προς τα έξω που σου πιστοποιεί ότι είσαι και μεγάλος καλλιτέχνης. Αυτό είναι λάθος για εμένα. Το να σιχτιρίζεις, δεν σε κάνει σπουδαίο καλλιτέχνη. Η δουλειά φαίνεται μέσα σε σκοτεινές αίθουσες, όπως είναι το σινεμά και το θέατρο. Νομίζω ότι η πνευματικότητα έχει χαθεί και το ίντερνετ έχει μεγάλη ευθύνη σε αυτό. Λέξεις όπως η πνευματικότητα και η κουλτούρα, ακούγονται πάρα πολύ βαριές. Ένα δίωρο έργο πια είναι ένα τεράστιο έργο που πρέπει να κόψεις. Επίσης, θεωρώ ότι το ελληνικό θέατρο κατευθύνεται στο να αφορά τους Έλληνες και μόνο. Έχουμε μία αδυναμία στη δημιουργία έργων που ανταποκρίνονται και έξω. Νομίζω ότι η εσωστρέφεια είναι τρομερό πράγμα αυτή την περίοδο και η εξωστρέφεια είναι εμπορικό κι όχι καλλιτεχνικό πράγμα.
– Τι σε οδήγησε στη συγγραφή κειμένων;
Στη συγγραφή κειμένων με οδήγησε η σκηνοθετική άσκηση. Ξεκίνησα να γράφω κάνοντας δραματουργική επεξεργασία αρχικά. Οπότε ξεκίνησα να γράφω μικρές σκηνές, μεταποιώντας πράγματα. Πριν φτάσω στην “Τούνδρα”, είχα γράψει πάνω από 40 θεατρικά έργα, τα οποία έχω ολοκληρωμένα σπίτι μου. Κανένα από αυτά δεν θα εκδώσω ποτέ, γιατί είναι ασκήσεις, υποθέσεις και σενάρια. Αυτό συνεχίζει να είναι άσκηση γραφής. Ποτέ δεν πήρα τον τίτλο του συγγραφέα, αφού δεν έχει εκδοθεί τίποτα. Τώρα ψάχνω εκδοτικό οίκο για το πρώτο μου μεγάλο μυθιστόρημα, το οποίο έγραφα 3,5 χρόνια.
– Τι μυθιστόρημα είναι;
Είναι ένα μυθιστόρημα για τρεις ανθρώπους και αποτελείται ουσιαστικά από τρία διαφορετικά βιβλία. Το πρώτο, είναι από το 1ο του έτος μέχρι τα 20 του χρόνια, το δεύτερο είναι από τα 20 έως τα 40 και το τρίτο είναι από τα 40 μέχρι τα 60. Μετά από 625 σελίδες και 3,5 χρόνια, το ολοκλήρωσα και τώρα ψάχνω εκδότη. Λέγεται “ Η αναρρίχηση”, είναι περίεργο έργο, γιατί ουσιαστικά πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο, απλά χωρίζω την ιστορία του σε τρία διαφορετικά βιβλία που χωρίζονται σε 13 κεφάλαια. Είναι ένα μεγάλο έργο, με καλές κριτικές από ανθρώπους που εμπιστεύομαι τη γνώμη τους και τώρα ψάχνω να δω ποιος θα αναλάβει να το εκδώσει.
– Η “Τούνδρα” πώς “γεννηθηκε”;
Αυτό είναι λίγο περίεργο. Τον περασμένο Μάιο, έφυγε ο πατέρας μου και το μυθιστόρημα επειδή έχει αρκετά βιογραφικά στοιχεία, δεν περίμενα όταν ξεκινούσα να το γράφω ότι θα φύγει πριν το τελειώσω. Δεν περίμενα να φύγει από τη ζωή γιατί η “Τούνδρα” έχει και έναν θάνατο μέσα. Μάλλον η Τούνδρα αποτέλεσε μια ασυνήθιστη ψυχαναλυτική άσκηση προς τον θάνατο του πατέρα μου. Το θέμα της “Τούνδρας” που είναι τα κτηματομεσιτικά, δεν είναι τόσο άσχετο, γιατί μετά τον θάνατο ενός κοντινού ανθρώπου, έχεις να αντιμετωπίσεις και θέματα ιδιοκτησίας. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να μιλήσει κάποιος μέσα από ένα έργο για τα κτηματομεσιτικά στην Ελλάδα. Είναι θέμα της επικαιρότητας, αλλά όχι επίκαιρο. Δεν είναι όλα τα θέματα επίκαιρα. Η δυσκολία εύρεσης σπιτιού εξαιτίας των υψηλών ενοικίων είναι ένα επίκαιρο θέμα. Φαντάστηκα, λοιπόν, μία κτηματομεσιτική εταιρία. Είναι η τελευταία νύχτα εκεί, και βρίσκονται τρεις υπάλληλοι που τα έχουν διαλύσει όλα, και φαντάζονται την επόμενη μέρα που θα πάνε σε άλλο μέρος για να το διαλύσουν, ενώ το αφεντικό τους είναι νεκρό μέσα στο γραφείο. Αυτή η υπόθεση μου φάνηκε ιδιαίτερα παράδοξη και παράξενη. Δεν ήθελα να το σκηνοθετήσω εγώ για να μην αρχίσει να μου κολλάει η ρετσίνα ότι σκηνοθετώ μόνο δικά μου έργα. Οπότε ήθελα να βρω έναν σκηνοθέτη. Στην αρχή είχε έρθει ο Ορέστης Τάτσης, αλλά επειδή είχε πολύ φόρτο με την παράσταση “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ” το αφήσαμε για να συνεργαστούμε άλλη φορά και κάπως έτσι ήρθε ο Γιώργος Τζαβάρας, ένας απίθανος τύπος γεμάτο χαρά, που ήρθε σαν “αερόστατο”. Την παραγωγή την αναλάβαμε εμείς και είχα κλείσει ήδη την Αναστασία Στυλιανίδη και τη Ματίνα Περγιουδάκη για τους ρόλους. Στις 18 Δεκεμβρίου θα γίνει η πρεμιέρα και παράλληλα τελειώνει το ταξίδι της παράστασης “1975” που ξεκίνησε πέρσι.
– Τι θα σου μείνει από αυτό το ταξίδι;
Αυτό που θα μου μείνει από το 1975 είναι ότι ήταν από τις πιο ωραίες παραγωγές που έχουμε κάνει μέχρι στιγμής σε μία από τις πιο κουραστικές χρονιές που ζήσαμε ως χώρα. Μου βγήκε μία ανεπανάληπτη κούραση για το πως μπορείς να πετύχεις κάτι χωρίς ανεπανάληπτη κούραση. Νομίζω ότι πρέπει να φτάσουμε σε ένα επίπεδο εργονομικό αλλά και αξιοκρατικό ώστε οι άνθρωποι που κάνουν τη δουλειά τους απλά και σωστά να βλέπουν να γίνεται αυτή τη δουλειά. Προκειμένου να υποστηρίξει το Rabbithole -και το κάθε Rabbithole- μία παράσταση με 12 ηθοποιούς και ένα θηριώδες σκηνικό, δεν θέλεις κάποιον να σου κάνει χάρες, θέλεις κάποιον να σου κάνει τη δουλειά σου. Πιστεύω ότι τα καταφέραμε, αλλά κουραστήκαμε πολύ για να το πετύχουμε αυτό. Αυτό βέβαια είναι άδικο, γιατί ένα μικρό θέατρο του ελεύθερου εμπορίου, όπως είναι το δικό μας κάνουν μεγάλες και σοβαρές δουλειές, ασχέτως αν είναι καλές ή όχι. Αυτό είναι θέμα αισθητικής. Είναι άδικο και από την πολιτεία και από άλλους φορείς να μην ενισχύεται αυτή η προσπάθεια. Θα μπορούσαμε να παίζουμε με 3 ηθοποιούς, ένα τραπέζι και μία καρέκλα για να έχουμε περισσότερο κέρδος, αλλά στο Rabbithole δεν είμαστε έτσι. Ειδικά τα τελευταία 9 χρόνια οι παραγωγές μας έχουν πάρα πολλούς ηθοποιούς και
πολύ καλή ποιότητα παραγωγής.
– Ποιος είναι ο στόχος ή οι στόχοι που έχει το Rabbithole σε βάθος χρόνου;
Νομίζω ο στόχος έχει επιτευχθεί. Πήραμε και φτιάξαμε αυτόν τον χώρο με την Τώνια (σ.σ. Ράλλη) στον 11ο χρόνο της ομάδας. Τώρα η ομάδα “Νοσταλγία” κλείνει 24 χρόνια, ίσως είμαστε και η πιο παλιά ομάδα στην πόλη. Το Rabbithole κλείνει 13 χρόνια τον Μάρτιο. Θέλαμε ένα θέατρο που να είναι σπίτι, όχι μόνο για τους θεατές και όσους δουλεύουν, αλλά για τον οποιοδήποτε. Είχαμε την επιθυμία να υπάρχει η αίσθηση της άνεσης για όποιον έρχεται να παρακολουθήσει κάτι με ποιότητα, βάθος, σκέψη και φυσικά να έχει και ψυχαγωγία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Νομίζω ότι τελικά έγινε αυτό το “σπίτι”. Κατά καιρούς έχει ακουστεί ότι το Rabbithole πρέπει να γίνει πιο γνωστό, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να γίνει πιο γνωστό. Αυτή τη στιγμή είναι από τα καλύτερα εναλλακτικά θέατρα της πόλης, αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του. Αν γινόμασταν κάτι άλλο, δεν θα ήμασταν πια εναλλακτικό. Τον στόχο μας, λοιπόν, τον έχουμε πετύχει. Έχει γίνει σπίτι.
– Θεωρείς ότι ο χώρος του θεάτρου, ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα πράγματα, σε έχει εμποδίσει να πραγματοποιήσεις κάποιους προσωπικούς στόχους που μπορεί να έχεις ή είχες;
Δεν εμποδίζει μόνο εμένα, εμποδίζει πάρα πολύ κόσμο καθημερινά. Ένα παράδειγμα είναι η κριτική του θεάτρου, ένα πάρα πολύ σημαντικό και βοηθητικό επάγγελμα. Ένα επάγγελμα που σπούδασα μεταπτυχιακά. Δεν το ακολούθησα γιατί πήρα άλλη πορεία, αλλά με βοήθησε στην σκηνοθεσία. Η νοοτροπία από προηγούμενα έτη των κριτικών θεάτρου ήταν αυτή η οποία τους έκανε να βγάλουν τα μάτια τους εν τέλει. Όταν έχεις 20 θέατρα που συνέχεια κάνεις κριτική -και καλή και κακή-, δεν πρέπει να αδιαφορείς για τα υπόλοιπα. Υπάρχουν άλλοι 70 άνθρωποι, οι οποίοι κάθονται και λιμοκτονούν και σε παρακαλάνε να έρθεις. Κάποια στιγμή αυτό θα σκάσει, θα βγουν κι άλλοι, θα τους υποστηρίξουν και θα κάνουν κακό και σε σένα. Οπότε οι κριτικοί δεν πρέπει να φωνάζουν, γιατί οι ίδιοι είναι εξαρχής υπεύθυνοι γι’ αυτό που έγινε. Αυτό γίνεται και σε όλα τα άλλα επαγγέλματα του θεάτρου. Δεν έχουμε καταλάβει ότι εμποδίζουμε τον εαυτό μας. Ο εχθρός είμαστε εμείς οι ίδιοι.
– Ποια θέματα που σε έχουν απασχολήσει έχεις αφήσει στην άκρη και θα ήθελες να τα μετατρέψεις σε θεατρικά έργα;
Όταν με την Τώνια ξεκινήσαμε την ομάδα ήταν πάρα πολύ νωρίς, εγώ ήμουν 19 και η Τώνια ήταν 23, τώρα είμαι 42 και μου λένε «νέος είσαι ακόμα». Ο χρόνος είναι σχετικό πράγμα. Νομίζω ότι έρχεται μία κούραση. Τα θέματα που έχεις αφήσει στην άκρη, με το πέρασμα του χρόνου γίνονται προσωπικά και όχι καλλιτεχνικά. Νομίζω ότι σιγά σιγά ο άνθρωπος ψάχνει την ηρεμία του και όχι την επόμενη πετυχημένη παράσταση. Αν δε συμβαίνει αυτό, τότε νομίζω ότι έχει πρόβλημα ή θα έχει πρόβλημα. Αυτά που θα θέλαμε να πραγματοποιήσουμε μέσα στην επόμενη δεκαετία είναι να προσπαθήσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας με ηρεμία, να δουλεύουμε λιγότερο και να ζούμε λίγο περισσότερο. Θέλω ο χρόνος που διανύω μέσα στο θέατρο να είναι ποιοτικός. Θα φέρω ένα παράδειγμα που είναι σαφές μέσα μου και θα εξηγήσει τι εννοώ. Εγώ ξεκίνησα το θέατρο το 1999, με οκτάωρες πρόβες, μιλούσαμε για τον Μπέκετ, τον Τσέχωφ… χαμός. Πριν από 7 χρόνια, έπιασα τον εαυτό μου να βγαίνει έξω κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της πρόβας, για να λιαστώ. Είχε
αρχίσει να μου λείπει το φως του ήλιου. Οπότε αναρωτήθηκα «τι κάνουν μέσα στις σκοτεινές αίθουσες». Πρέπει να βλέπεις ποιοτικά τον χρόνο σου. Τελειώνεις την εργασία σου και μετά βγαίνεις στον ήλιο. Χρειάζεται γαλήνη και προσωπική ηρεμία.
➸ Info παράστασης “Τούνδρα”
Κείμενο: Γιώργος Σίμωνας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβάρας
Σκηνικά: Τώνια Ράλλη
Κοστούμια: Χριστίνα Σωτηροπούλου
Δραματουργική επεξεργασία: Αναστασία Στυλιανίδη
Sound design: Έκτορας Τσολάκης
Αντικείμενα: Ηώ Αντωνοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιόλη Χαραλαμποπούλου
Φωτογραφία: Άσπα Κουλύρα
Graphic degign: Ηλίας Πανταλέων
Κατασκευή σκηνικού: sickmyduck.lab
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Oμάδα ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ & Rabbithole
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Ματίνα Περγιουδάκη, Γιώργος Σίμωνας, Αναστασία Στυλιανίδη
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Θέατρο Rabbithole: Γερμανικού 20, από 18.12.2023 έως 20.02.2024
• Link Εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/toundra/
Η πολυσχιδής πορεία του Γιώργου Σίμωνα, μαρτυρά το πάθος του για το θέατρο. Οι πολλαπλοί ρόλοι που έχει υιοθετήσει, αυτοί του σκηνοθέτη, του ηθοποιού και του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου Rabbithole, καθώς και τα 40 θεατρικά του έργα αποτυπώνουν το καλλιτεχνικό εύρος του. Με τη θεατρική ομάδα “Νοσταλγία” έχουν δημιουργήσει ένα “σπίτι”, ένα πραγματικά ζεστό περιβάλλον, στο οποίο παίρνουν σάρκα και οστά εδώ και 13 χρόνια, αναρίθμητοι ήρωες θεατρικών έργων.
Λίγο πριν κλείσει ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων του “1975“, το νέο του έργο, η “Τούνδρα“, κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου στη θεατρική σκηνή του Rabbithole. Ένα πρωτότυπο έργο που ξεδιπλώνει μία «ιδιαίτερα παράδοξη και παράξενη» ιστορία. Λίγο πριν τη πρεμιέρα, συναντηθήκαμε ένα συννεφιασμένο μεσημέρι με τον Γιώργο Σίμωνα -αν και ο ίδιος αποζητά τον ήλιο- και μιλήσαμε για τη σκηνοθεσία, την “Αναρρίχηση” καθώς και για τη θεατρική του διαδρομή.
– Ποια ήταν αυτή η πρώτη εμπειρία που σε ώθησε προς το θέατρο;
Εγώ μεγάλωσα στην επαρχία, όπου ακόμα και τώρα είναι πολύ φτωχή σε καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Τότε υπήρχε μία ερασιτεχνική ομάδα στην οποία μπήκα στην Γ’ Λυκείου. Στη Β’ Λυκείου, ο πατέρας μου με προέτρεψε να ασχοληθώ με την θεατρική ομάδα του σχολείου, εγώ δεν ήθελα. Πήγαινα σε πολυκλαδικό σχολείο και μπορούσαμε να ασχοληθούμε με πολλά πράγματα, εκτός των μαθημάτων. Μέχρι τότε, δεν ήξερα τι είναι θέατρο, πέρα από την ερασιτεχνική ομάδα της πόλης, οπότε τότε κόλλησα το “μικρόβιο” του θεάτρου. Στη Γ’ Λυκείου αποφάσισα ότι μάλλον θα ασχοληθώ με θέατρο. Παρόλα αυτά έδωσα Πανελλαδικές κι αν πέρναγα θα ήταν τελείως διαφορετική η ζωή μου.
– Πώς προέκυψε η προτροπή του πατέρα σου; Είχε κάποια σχέση με τις τέχνες;
Καμία σχέση. Ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός και η μάνα μου νοικοκυρά. Μας είχε έρθει ένα χαρτί από το σχολείο και είχε αρκετά μαθήματα για να επιλέξεις και να γεμίσεις το πρόγραμμα της ημέρας. Εγώ επέλεξα το θέατρο και το σινεμά. Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ ο κινηματογράφος. Μάλιστα, η πρώτη μου δουλειά ήταν στην ΕΡΑ Πελοποννήσου, όπου στα 17 μου έκανα εκπομπή για το σινεμά που λεγόταν “Ράδιο Αρβύλα”. Μιλάμε για το 1997. Στην επαρχία είχε περάσει μία πολύ λανθασμένη εντύπωση για το τι σημαίνει ηθοποιός. Υπήρχαν γενιές που πίστευαν ότι ο ηθοποιός είναι ένα πράγμα. Αυτό φυσικά έχει να κάνει με την παιδεία και την εκπαίδευση της επαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα παιδιά στην Αθήνα ξεκινάνε να βλέπουν θέατρο από βρέφη. Στην επαρχία δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Μετά από παρότρυνση του πατέρα μου, λοιπόν, γράφτηκα στην ομάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το έκανα με το ζόρι. Όταν η δασκάλα που μας έκανε θέατρο ήθελε να μοιράσει ρόλους για πρώτη φορά, οι παλαιότεροι πετάχτηκαν και τους πήραν όλους. Εγώ έμεινα τελευταίος γιατί πραγματικά ντρεπόμουν. Όταν με ρώτησε με τι θα ασχοληθώ, της απάντησα «με το μακιγιάζ» και παραξενεύτηκε. Την επόμενη μέρα έκλεψα όλα τα καλλυντικά της μάνας μου από το νεσεσέρ της, και φόρεσα και ένα καλό κοστούμι γιατί πίστευα ότι ο μακιγιέρ ντύνεται με κοστούμι. Σε μία πρόβα που περίμενα να μακιγιάρω τους συμμαθητές μου, ο πρωταγωνιστής δεν μπορούσε να πει μία ατάκα και σήκωσε εμένα να την πω. Όταν την είπα, ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Το πρώτο έργο στο οποίο έπαιξα με την ομάδα ήταν “Η πινακοθήκη των ηλιθίων” του Νίκου Τσιφόρου. Τότε άρχισε να μου αρέσει η διαδικασία που ακολουθείται για να πραγματοποιηθεί μία παράσταση. Μετά από τόσα χρόνια όταν μου λένε ότι είμαι σκηνοθέτης, ηθοποιός κτλ., εμένα μου αρέσει να λέω ότι ασχολούμαι με το επάγγελμα του θεάτρου, γιατί και στις σπουδές μου ασχολήθηκα με πάρα πολλά πράγματα. Το βασικό και αυτό που πιστεύω πάρα πολύ είναι η σκηνοθεσία, εκεί γαλουχήθηκα και εκεί ήταν οι βασικές μου σπουδές. Πιστεύω στους παραδοσιακούς σκηνοθέτες. Είναι μία δουλειά σύνθετη.
– Τι σημαίνει να σκηνοθετείς;
Η σκηνοθεσία είναι ένα σύνθετο πλέγμα από γνώσεις και σπουδές, τις οποίες πρέπει να τις θέτεις διαρκώς στην υπηρεσία των συνεργατών σου, έτσι ώστε να γίνει το έργο. Ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει άψογη γνώση της δραματουργίας, της υποκριτικής, της ιστορίας της τέχνης, της ιστορίας της σκηνοθεσίας, είναι πάρα πολλά πράγματα. Ο Λευτέρης Βογιατζής έλεγε ότι δε διδάσκεται η σκηνοθεσία, παίρνεις γνώσεις από πολλά άλλα
πράγμα. Σίγουρα είναι ένας δρόμος στον οποίο πρέπει να είσαι ταγμένος. Είναι μία σύνθετη και συμπαγής δουλειά. Στην Ελλάδα με τα χρόνια έχει περάσει η πεποίθηση ότι μπορεί να την κάνει οποιοσδήποτε. Αυτό είναι λάθος, χωρίς να θέλω να σνομπάρω κανέναν. Είμαι σκεπτικός για το κατά πόσο γίνεται κάποιος εύκολα ηθοποιός, σκηνοθέτης κτλ. Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τον βωμό της επιτυχίας. Αν ένα θέατρο είναι γεμάτο, δε σημαίνει ότι έχεις πετύχει. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι έχουμε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο καλλιτεχνικής αναγνωρισιμότητας στο εξωτερικό, και καλλιτεχνικό επίπεδο, γενικά.
– Σε τι θεωρείς ότι πάσχει το ελληνικό θέατρο;
Ένα πράγμα που σίγουρα λείπει, είναι το θέμα του management. Αυτό το κάνουν μόνο μεγάλα ιδρύματα, επειδή αυτά έχουν τη δυνατότητα. Επίσης στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν τι γίνεται στην αγορά του θεάματος, ποια είναι η δυναμική που υπάρχει την εκάστοτε περίοδο.Οι νέοι καλλιτέχνες δεν προωθούνται από κανέναν ενώ τα 2-3 ιδρύματα προωθούν μόνο τους δικούς τους για δικούς τους σκοπούς. Αυτοί ανακυκλώνονται, και στο τέλος δεν έχουμε θέατρο και καλλιτέχνες, να γιατί το management δεν είναι σωστό. Από την άλλη, είμαστε αρκετά σνομπ σαν λαός. Αν ένα παιδί γράψει ή σκηνοθετήσει, θα τον σνομπάρουν ή θα αδιαφορήσουν. Εκτός αν έχει τις ευλογίες συγκεκριμένων ανθρώπων. Δεν υπάρχει ανοιχτωσιά στο μυαλό. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό έχει περάσει κάτι περίεργο, ότι όσο περισσότερο τα λες έξω από τα δόντια ή όσο πιο μάγκας είσαι, γίνεσαι και πιο αποδεκτός. Υπάρχει μία βία προς τα έξω που σου πιστοποιεί ότι είσαι και μεγάλος καλλιτέχνης. Αυτό είναι λάθος για εμένα. Το να σιχτιρίζεις, δεν σε κάνει σπουδαίο καλλιτέχνη. Η δουλειά φαίνεται μέσα σε σκοτεινές αίθουσες, όπως είναι το σινεμά και το θέατρο. Νομίζω ότι η πνευματικότητα έχει χαθεί και το ίντερνετ έχει μεγάλη ευθύνη σε αυτό. Λέξεις όπως η πνευματικότητα και η κουλτούρα, ακούγονται πάρα πολύ βαριές. Ένα δίωρο έργο πια είναι ένα τεράστιο έργο που πρέπει να κόψεις. Επίσης, θεωρώ ότι το ελληνικό θέατρο κατευθύνεται στο να αφορά τους Έλληνες και μόνο. Έχουμε μία αδυναμία στη δημιουργία έργων που ανταποκρίνονται και έξω. Νομίζω ότι η εσωστρέφεια είναι τρομερό πράγμα αυτή την περίοδο και η εξωστρέφεια είναι εμπορικό κι όχι καλλιτεχνικό πράγμα.
– Τι σε οδήγησε στη συγγραφή κειμένων;
Στη συγγραφή κειμένων με οδήγησε η σκηνοθετική άσκηση. Ξεκίνησα να γράφω κάνοντας δραματουργική επεξεργασία αρχικά. Οπότε ξεκίνησα να γράφω μικρές σκηνές, μεταποιώντας πράγματα. Πριν φτάσω στην “Τούνδρα”, είχα γράψει πάνω από 40 θεατρικά έργα, τα οποία έχω ολοκληρωμένα σπίτι μου. Κανένα από αυτά δεν θα εκδώσω ποτέ, γιατί είναι ασκήσεις, υποθέσεις και σενάρια. Αυτό συνεχίζει να είναι άσκηση γραφής. Ποτέ δεν πήρα τον τίτλο του συγγραφέα, αφού δεν έχει εκδοθεί τίποτα. Τώρα ψάχνω εκδοτικό οίκο για το πρώτο μου μεγάλο μυθιστόρημα, το οποίο έγραφα 3,5 χρόνια.
– Τι μυθιστόρημα είναι;
Είναι ένα μυθιστόρημα για τρεις ανθρώπους και αποτελείται ουσιαστικά από τρία διαφορετικά βιβλία. Το πρώτο, είναι από το 1ο του έτος μέχρι τα 20 του χρόνια, το δεύτερο είναι από τα 20 έως τα 40 και το τρίτο είναι από τα 40 μέχρι τα 60. Μετά από 625 σελίδες και 3,5 χρόνια, το ολοκλήρωσα και τώρα ψάχνω εκδότη. Λέγεται “ Η αναρρίχηση”, είναι περίεργο έργο, γιατί ουσιαστικά πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο, απλά χωρίζω την ιστορία του σε τρία διαφορετικά βιβλία που χωρίζονται σε 13 κεφάλαια. Είναι ένα μεγάλο έργο, με καλές κριτικές από ανθρώπους που εμπιστεύομαι τη γνώμη τους και τώρα ψάχνω να δω ποιος θα αναλάβει να το εκδώσει.
– Η “Τούνδρα” πώς “γεννηθηκε”;
Αυτό είναι λίγο περίεργο. Τον περασμένο Μάιο, έφυγε ο πατέρας μου και το μυθιστόρημα επειδή έχει αρκετά βιογραφικά στοιχεία, δεν περίμενα όταν ξεκινούσα να το γράφω ότι θα φύγει πριν το τελειώσω. Δεν περίμενα να φύγει από τη ζωή γιατί η “Τούνδρα” έχει και έναν θάνατο μέσα. Μάλλον η Τούνδρα αποτέλεσε μια ασυνήθιστη ψυχαναλυτική άσκηση προς τον θάνατο του πατέρα μου. Το θέμα της “Τούνδρας” που είναι τα κτηματομεσιτικά, δεν είναι τόσο άσχετο, γιατί μετά τον θάνατο ενός κοντινού ανθρώπου, έχεις να αντιμετωπίσεις και θέματα ιδιοκτησίας. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να μιλήσει κάποιος μέσα από ένα έργο για τα κτηματομεσιτικά στην Ελλάδα. Είναι θέμα της επικαιρότητας, αλλά όχι επίκαιρο. Δεν είναι όλα τα θέματα επίκαιρα. Η δυσκολία εύρεσης σπιτιού εξαιτίας των υψηλών ενοικίων είναι ένα επίκαιρο θέμα. Φαντάστηκα, λοιπόν, μία κτηματομεσιτική εταιρία. Είναι η τελευταία νύχτα εκεί, και βρίσκονται τρεις υπάλληλοι που τα έχουν διαλύσει όλα, και φαντάζονται την επόμενη μέρα που θα πάνε σε άλλο μέρος για να το διαλύσουν, ενώ το αφεντικό τους είναι νεκρό μέσα στο γραφείο. Αυτή η υπόθεση μου φάνηκε ιδιαίτερα παράδοξη και παράξενη. Δεν ήθελα να το σκηνοθετήσω εγώ για να μην αρχίσει να μου κολλάει η ρετσίνα ότι σκηνοθετώ μόνο δικά μου έργα. Οπότε ήθελα να βρω έναν σκηνοθέτη. Στην αρχή είχε έρθει ο Ορέστης Τάτσης, αλλά επειδή είχε πολύ φόρτο με την παράσταση “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ” το αφήσαμε για να συνεργαστούμε άλλη φορά και κάπως έτσι ήρθε ο Γιώργος Τζαβάρας, ένας απίθανος τύπος γεμάτο χαρά, που ήρθε σαν “αερόστατο”. Την παραγωγή την αναλάβαμε εμείς και είχα κλείσει ήδη την Αναστασία Στυλιανίδη και τη Ματίνα Περγιουδάκη για τους ρόλους. Στις 18 Δεκεμβρίου θα γίνει η πρεμιέρα και παράλληλα τελειώνει το ταξίδι της παράστασης “1975” που ξεκίνησε πέρσι.
– Τι θα σου μείνει από αυτό το ταξίδι;
Αυτό που θα μου μείνει από το 1975 είναι ότι ήταν από τις πιο ωραίες παραγωγές που έχουμε κάνει μέχρι στιγμής σε μία από τις πιο κουραστικές χρονιές που ζήσαμε ως χώρα. Μου βγήκε μία ανεπανάληπτη κούραση για το πως μπορείς να πετύχεις κάτι χωρίς ανεπανάληπτη κούραση. Νομίζω ότι πρέπει να φτάσουμε σε ένα επίπεδο εργονομικό αλλά και αξιοκρατικό ώστε οι άνθρωποι που κάνουν τη δουλειά τους απλά και σωστά να βλέπουν να γίνεται αυτή τη δουλειά. Προκειμένου να υποστηρίξει το Rabbithole -και το κάθε Rabbithole- μία παράσταση με 12 ηθοποιούς και ένα θηριώδες σκηνικό, δεν θέλεις κάποιον να σου κάνει χάρες, θέλεις κάποιον να σου κάνει τη δουλειά σου. Πιστεύω ότι τα καταφέραμε, αλλά κουραστήκαμε πολύ για να το πετύχουμε αυτό. Αυτό βέβαια είναι άδικο, γιατί ένα μικρό θέατρο του ελεύθερου εμπορίου, όπως είναι το δικό μας κάνουν μεγάλες και σοβαρές δουλειές, ασχέτως αν είναι καλές ή όχι. Αυτό είναι θέμα αισθητικής. Είναι άδικο και από την πολιτεία και από άλλους φορείς να μην ενισχύεται αυτή η προσπάθεια. Θα μπορούσαμε να παίζουμε με 3 ηθοποιούς, ένα τραπέζι και μία καρέκλα για να έχουμε περισσότερο κέρδος, αλλά στο Rabbithole δεν είμαστε έτσι. Ειδικά τα τελευταία 9 χρόνια οι παραγωγές μας έχουν πάρα πολλούς ηθοποιούς και
πολύ καλή ποιότητα παραγωγής.
– Ποιος είναι ο στόχος ή οι στόχοι που έχει το Rabbithole σε βάθος χρόνου;
Νομίζω ο στόχος έχει επιτευχθεί. Πήραμε και φτιάξαμε αυτόν τον χώρο με την Τώνια (σ.σ. Ράλλη) στον 11ο χρόνο της ομάδας. Τώρα η ομάδα “Νοσταλγία” κλείνει 24 χρόνια, ίσως είμαστε και η πιο παλιά ομάδα στην πόλη. Το Rabbithole κλείνει 13 χρόνια τον Μάρτιο. Θέλαμε ένα θέατρο που να είναι σπίτι, όχι μόνο για τους θεατές και όσους δουλεύουν, αλλά για τον οποιοδήποτε. Είχαμε την επιθυμία να υπάρχει η αίσθηση της άνεσης για όποιον έρχεται να παρακολουθήσει κάτι με ποιότητα, βάθος, σκέψη και φυσικά να έχει και ψυχαγωγία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Νομίζω ότι τελικά έγινε αυτό το “σπίτι”. Κατά καιρούς έχει ακουστεί ότι το Rabbithole πρέπει να γίνει πιο γνωστό, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να γίνει πιο γνωστό. Αυτή τη στιγμή είναι από τα καλύτερα εναλλακτικά θέατρα της πόλης, αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του. Αν γινόμασταν κάτι άλλο, δεν θα ήμασταν πια εναλλακτικό. Τον στόχο μας, λοιπόν, τον έχουμε πετύχει. Έχει γίνει σπίτι.
– Θεωρείς ότι ο χώρος του θεάτρου, ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα πράγματα, σε έχει εμποδίσει να πραγματοποιήσεις κάποιους προσωπικούς στόχους που μπορεί να έχεις ή είχες;
Δεν εμποδίζει μόνο εμένα, εμποδίζει πάρα πολύ κόσμο καθημερινά. Ένα παράδειγμα είναι η κριτική του θεάτρου, ένα πάρα πολύ σημαντικό και βοηθητικό επάγγελμα. Ένα επάγγελμα που σπούδασα μεταπτυχιακά. Δεν το ακολούθησα γιατί πήρα άλλη πορεία, αλλά με βοήθησε στην σκηνοθεσία. Η νοοτροπία από προηγούμενα έτη των κριτικών θεάτρου ήταν αυτή η οποία τους έκανε να βγάλουν τα μάτια τους εν τέλει. Όταν έχεις 20 θέατρα που συνέχεια κάνεις κριτική -και καλή και κακή-, δεν πρέπει να αδιαφορείς για τα υπόλοιπα. Υπάρχουν άλλοι 70 άνθρωποι, οι οποίοι κάθονται και λιμοκτονούν και σε παρακαλάνε να έρθεις. Κάποια στιγμή αυτό θα σκάσει, θα βγουν κι άλλοι, θα τους υποστηρίξουν και θα κάνουν κακό και σε σένα. Οπότε οι κριτικοί δεν πρέπει να φωνάζουν, γιατί οι ίδιοι είναι εξαρχής υπεύθυνοι γι’ αυτό που έγινε. Αυτό γίνεται και σε όλα τα άλλα επαγγέλματα του θεάτρου. Δεν έχουμε καταλάβει ότι εμποδίζουμε τον εαυτό μας. Ο εχθρός είμαστε εμείς οι ίδιοι.
– Ποια θέματα που σε έχουν απασχολήσει έχεις αφήσει στην άκρη και θα ήθελες να τα μετατρέψεις σε θεατρικά έργα;
Όταν με την Τώνια ξεκινήσαμε την ομάδα ήταν πάρα πολύ νωρίς, εγώ ήμουν 19 και η Τώνια ήταν 23, τώρα είμαι 42 και μου λένε «νέος είσαι ακόμα». Ο χρόνος είναι σχετικό πράγμα. Νομίζω ότι έρχεται μία κούραση. Τα θέματα που έχεις αφήσει στην άκρη, με το πέρασμα του χρόνου γίνονται προσωπικά και όχι καλλιτεχνικά. Νομίζω ότι σιγά σιγά ο άνθρωπος ψάχνει την ηρεμία του και όχι την επόμενη πετυχημένη παράσταση. Αν δε συμβαίνει αυτό, τότε νομίζω ότι έχει πρόβλημα ή θα έχει πρόβλημα. Αυτά που θα θέλαμε να πραγματοποιήσουμε μέσα στην επόμενη δεκαετία είναι να προσπαθήσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας με ηρεμία, να δουλεύουμε λιγότερο και να ζούμε λίγο περισσότερο. Θέλω ο χρόνος που διανύω μέσα στο θέατρο να είναι ποιοτικός. Θα φέρω ένα παράδειγμα που είναι σαφές μέσα μου και θα εξηγήσει τι εννοώ. Εγώ ξεκίνησα το θέατρο το 1999, με οκτάωρες πρόβες, μιλούσαμε για τον Μπέκετ, τον Τσέχωφ… χαμός. Πριν από 7 χρόνια, έπιασα τον εαυτό μου να βγαίνει έξω κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της πρόβας, για να λιαστώ. Είχε
αρχίσει να μου λείπει το φως του ήλιου. Οπότε αναρωτήθηκα «τι κάνουν μέσα στις σκοτεινές αίθουσες». Πρέπει να βλέπεις ποιοτικά τον χρόνο σου. Τελειώνεις την εργασία σου και μετά βγαίνεις στον ήλιο. Χρειάζεται γαλήνη και προσωπική ηρεμία.
➸ Info παράστασης “Τούνδρα”
Κείμενο: Γιώργος Σίμωνας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβάρας
Σκηνικά: Τώνια Ράλλη
Κοστούμια: Χριστίνα Σωτηροπούλου
Δραματουργική επεξεργασία: Αναστασία Στυλιανίδη
Sound design: Έκτορας Τσολάκης
Αντικείμενα: Ηώ Αντωνοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιόλη Χαραλαμποπούλου
Φωτογραφία: Άσπα Κουλύρα
Graphic degign: Ηλίας Πανταλέων
Κατασκευή σκηνικού: sickmyduck.lab
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Oμάδα ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ & Rabbithole
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Ματίνα Περγιουδάκη, Γιώργος Σίμωνας, Αναστασία Στυλιανίδη
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Θέατρο Rabbithole: Γερμανικού 20, από 18.12.2023 έως 20.02.2024
• Link Εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/toundra/