Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Θεσσαλονίκη.
Η ευθραστότητα της μορφής του και η ευγένειά του περνούν στις μουσικές του με τρόπο ξεκάθαρο. Τραγούδια του έχουν αντηχήσει σε στάδια και θέατρα, αλλά έχουν κλειστεί και σε ακουστικά, εκείνα τα δύσκολα πρωινά στο μετρό ή λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος, καθώς μελαγχολούμε.
Το τραγούδι «Οι Μέλισσες» που ακούστηκε σε κάθε ελληνικό σπίτι σχεδόν, χάρη και στο ομώνυμο σήριαλ, συνεχίζει να θεωρείται σουξέ και η διείσδυσή του στα ραδιόφωνα και στα lives είναι μοναδική, θυμίζοντας επιτυχία άλλων δεκαετιών, με τον τρόπο που άγγιξε τόσο πολύ και τόσο ετερόκλητο κοινό.
Εάν η χαρμολύπη έψαχνε να βρει τον Έλληνα συνθέτη της (αν και ο ίδιος βάζει πολλούς αστερίσκους σε αυτήν την λέξη) θα ακουμπούσε εύκολα πάνω στον Γιώργο Καζαντζή, καθώς εκείνος κάνει ακόμα μια μεγάλη βόλτα στην παραλία, σκεφτόμενος τίποτα, τα πάντα, το επόμενο τραγούδι, την μουσική γενικώς, την ομορφιά της ζωής.
Αυτά συζητήσαμε και μαζί. Δυστυχώς, εξ αποστάσεως και χωρίς βόλτα στην παραλία.
Η συνέντευξη διαβάζεται ιδανικά με soundtrack την τελευταία δουλειά του Γιώργου Καζαντζή με τον Κώστα Φασουλά και τον Παντελή Θαλασσινό (δυνατή τριάς!) με τίτλο «Τα Αινίγματα».
• • •
– Η μουσική τι θέση είχε στην ζωή σας όταν ήσασταν παιδί και πώς δημιουργήθηκε, ως όνειρο, η επαγγελματική ενασχόληση μαζί της;
Η μουσική με δονούσε καταλυτικά από τα πρώτα βήματα της ζωής μου. Από τότε που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου, ένιωθα τη μουσική σαν όχημα που με μετέφερε σε ένα διαφορετικό κόσμο από αυτόν που αντιλαμβανόμουν με τις αισθήσεις μου. Ποτέ, βέβαια, δεν ήταν το όνειρο μου να ασχοληθώ επαγγελματικά, ούτε και τώρα νιώθω επαγγελματίας. Απλά, ζούσα μέσα στο όνειρο από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκα με την μουσική και έπειτα, ακόμη και σήμερα, κάποιες φορές ξυπνώ μέσα σε αυτό και συνειδητοποιώ την ύπαρξη του.
– Ποια θεωρείτε μια σπουδαία συνάντηση στην ζωή σας, πιθανώς με κάποιον άνθρωπο ο οποίος σας καθόρισε, που χωρίς αυτόν ή αυτήν δεν θα ήσασταν σήμερα ο ίδιος;
Στη ζωή μου υπήρξαν πάρα πολλοί άνθρωποι, φάροι, που με επηρέασαν και διαμόρφωσαν σε ένα μεγάλο βαθμό το χτίσιμο του χαρακτήρα μου. Εφόσον όμως μιλάμε για μουσική, μπορώ να πω ότι σημαντικότερο ρόλο στο χτίσιμο της μουσικής μου φυσιογνωμίας έπαιξε ο αείμνηστος δάσκαλος μου Θεόδωρος Μιμίκος. Όταν άρχισα να ψηλαφώ με τα δημιουργικά μου αισθητήρια το δικό μου μουσικό κόσμο, κατάλαβα ότι δεν αρκεί απλά να έχεις το δώρο, αλλά πρέπει και να το μάθεις, να το πας πιο πέρα. Εκεί συνειδητοποίησα την αναγκαιότητα της μουσικής σπουδής. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, με ξεκίνησε από μηδενική βάση θεωρώντας ότι δεν γνωρίζω τίποτα και με έμαθε μουσική. Μαζί του έκανα σολφέζ, ντικτέ, όλα τα στάδια της αρμονίας, αντίστιξη, φούγκα και οργανολογία. Εάν δεν τον γνώριζα, θα ήμουνα ακόμη στην ημιμάθεια, όχι ότι σήμερα θεωρώ τον εαυτό μου λόγιο, αλλά τέλος πάντων, νιώθω ότι έχω αρκετές γνώσεις για να αισθάνομαι αυτάρκης στην διαμόρφωση (ενορχήστρωση) της μουσικής μου μέχρι το τελικό στάδιο για μικρό και μεγάλο σύνολο ορχήστρας.
– Ποια είναι η σχέση σας με τον τόπο σας, την Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου, την αγαπώ. Είναι πόλη που έχει πολλά μυστικά και εμπνέει. Την διατρέχω κάθε πρωί με το ποδήλατο μου και δεν έχω πάψει από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα να γεμίζω τα αισθητήρια μου με πληροφορίες από το παρελθόν της, την ιστορία της, το παρόν της και να οραματίζομαι με αρκετό προβληματισμό το μέλλον της. Πληροφορίες που με συγκινούν με ευαισθητοποιούν αλλά και με θλίβουν. Πληροφορίες που, αν και η αντιπαράθεση τους παράγει σε μένα δημιουργικό έργο, ωστόσο, σε πολλά σημεία με απογοητεύει .Όσον αφορά την υποδοχή της μουσικής μου από τους Θεσσαλονικείς εισπράττω αντιφατικά μηνύματα. Ενώ δεν έχω κανένα παράπονο από τους συμπατριώτες μου, που με τιμούν αθρόα στις συναυλίες μου, αντίθετα, όταν παρατηρώ την κατάταξη της πόλης μου στη σειρά προτιμήσεων της μουσικής μου στις πλατφόρμες, απογοητεύομαι. Σε πολλά κομμάτια μου, κυρίως οργανικά, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται χαμηλότερα στις προτιμήσεις και από τις πιο απίθανες πόλεις Ασίας, Αφρικής, Αμερικής και Ευρώπης!
– Θέλω να μου μιλήσετε για το «Μυστικό» και τις «Μέλισσες». Δυο τραγούδια στα οποία έχετε γράψει την μουσική, όχι και τους στίχους. Τι σας είπαν αυτά τα λόγια; Πώς συνέβη η δημιουργία των κομματιών, πάνω στους στίχους ή το αντίστροφο;
Γενικώς γράφω αμφίπλευρα. Τα συγκεκριμένα τραγούδια, και τα δύο, γράφτηκαν πάνω σε στίχους των στιχουργών. Θέλω να πω με πολλή συγκίνηση, ότι τη στιγμή που γράφω αυτές τις λέξεις, πληροφορήθηκα ότι σήμερα έφυγε από τη ζωή ο στιχουργός του “Μυστικού” και φίλος Γιάννης Τσατσόπουλος. Και το πιο συγκινητικό είναι ότι ο Γιάννης σ’ αυτό το τραγούδι μιλούσε γι’ αυτό το μυστικό, το θάνατό του. Αυτό και μόνο το γεγονός με έκανε, μόλις διάβασα τους στίχους, να καθίσω στο πιάνο μου. “Αχ ζωή κάτι μου κρύβεις κάτι μαγικό που το ποθώ, πώς περνάς και νιώθω να τ’ αγγίζω όσο το απωθώ”. Όσον αφορά τις “Μέλισσες”, μπήκα αμέσως στην ατμόσφαιρά του συγκλονιστικού στίχου της Ελένης Φωτάκη. Μου έστειλε τους στίχους το μεσημέρι και το απόγευμα το είχα έτοιμο. Η Ελένη έχει ένα δικό της κώδικα που, από την πρώτη στιγμή της συνεργασίας μας τον αποκωδικοποίησα και έτσι υπήρξε μεγάλη χημεία στα τραγούδια μας.
– Έχετε πει ότι θεωρείτε πολύ βαριά την λέξη «συνθέτης». Από την άλλη, η λέξη composer αποδίδεται πιο εύκολα, και χωρίς (περιττά ή μη) ηθικά και αισθητικά βάρη στο εξωτερικό. Μήπως στην Ελλάδα έχουμε έναν τρόμο σύγκρισης με το μονίμως λαμπρότερο του παρόντος παρελθόντος μας;
Ναι, το είπα και το επαναλαμβάνω. Καταρχήν, εγώ άργησα πάρα πολλά χρόνια να αποδεχτώ την ιδιότητα του συνθέτη, μπορώ να πω ότι μου την φόρεσε ο κόσμος. Ναι, στην Ελλάδα σίγουρα σε επίπεδο συνθετών το παρελθόν μας είναι λαμπρότερο του παρόντος. Οι μεγάλοι μας σύνθετες δεν είχαν όλοι πτυχία, αλλά είχαν απαραίτητα γνώσεις μουσικής και έκαναν οι ίδιοι τις ενορχηστρώσεις τους. Σήμερα, η έννοια του όρου έχει διασταλεί. Βέβαια, την μουσική δεν την κάνουν οι τίτλοι, αλλά η ουσία του δημιουργού και έχουμε πάρει αριστουργήματα από την “απλή” τραγουδοποιία. Η προσωπική μου, όμως, άποψη είναι ότι ο δημιουργός θα πρέπει να έχει ολοκληρωμένες γνώσεις μουσικής, έτσι ώστε να εξελίσσει ο ίδιος, μέχρι το τέλος, με τις δικές του γνώσεις το έργο του, για να έχει το έργο, το παιδί του, ταυτότητα. Αλλιώς, θα είναι υβρίδιο!
– Τι απολαμβάνετε σε ένα live, κύριε Καζαντζή; Τι παρατηρείτε, τι επιλέγετε να προσέξετε περισσότερο; Είναι εύκολο ένας μουσικός να απολαύσει την μουσική χωρίς να μπει στην διαδικασία να την κρίνει ή να την συγκρίνει;
Η ερώτησή σας έχει δύο σκέλη. Καταρχήν, το live έχει μια ιερότητα, γιατί εκεί συντελείται η σύνδεση, δηλαδή, κλείνει ο κύκλος της παραγωγικής διαδικασίας της μουσικής. Ο κύκλος αυτός έχει τα εξής στάδια: σύνθεση-ενορχήστρωση-στούντιο-παραγωγή-επικοινωνία-αποδοχή από το κοινό και εμπλουτισμός με μουσική και τραγούδι του φαντασιακού του κόσμου. Μέχρι εδώ, εάν δεν γίνει το live, όπου το κοινό έχει ανάγκη να επικοινωνήσει όλο αυτό το υλικό που έχει καλλιεργηθεί στον φαντασιακό του κόσμο, ο κύκλος μένει ανοιχτός. Στο live, λοιπόν, γίνεται η σύνδεση, κλείνει ο κύκλος και παίρνει πίσω ο δημιουργός, μέσα από την ανατροφοδότηση που δέχεται από τον κόσμο, όλο αυτό που παρήγαγε! Έτσι, λοιπόν και εγώ προσπαθώ να ενωθώ με το κοινό και να πάρω πίσω αυτό που κατέθεσα, μέσα από την συγκίνηση του κόσμου και από την ταύτισή του συναισθηματικά με τα τραγούδια μου και την μουσική μου. Αυτή νομίζω ότι είναι και η πραγματική αμοιβή του δημιουργού για το έργο που παρήγαγε. Τώρα, για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης σας έχω να απαντήσω ότι το ζητούμενο, η ουσία αν θέλετε, σε μια ακρόαση ενός έργου, είναι η συγκίνηση που θα προκαλέσει αυτό στην ψυχή του ακροατή. Ειδικά ο δημιουργός ως ακροατής, επειδή γεύεται αυτό που ακούει εκ των έσω, θέλει πάντα να εμβαθύνει και κάνει, κατά τη γνώμη μου, πολύ καλά. Έτσι βέβαια, θα μπει στην διαδικασία να κρίνει και να συγκρίνει. Εάν όμως αυτό που ακούει δεν μένει στην επιδερμίδα του, αλλά τον συγκινεί βαθιά και ουσιαστικά, ασχέτως από την απλότητα ή την πολυπλοκότητα του, τότε να είστε σίγουρη ότι η κρίση ή η σύγκριση δεν θα τον εμποδίσει να νιώσει, να ταξιδέψει και να απολαύσει την μουσική.
– Ποιον ενδιαφέρει σήμερα στ’ αλήθεια το νέο, ελληνικό τραγούδι; Γιατί δεν εξάγουμε, ως πολιτιστικό προϊόν, τέχνη και, ιδίως, μουσική; Σας ενοχλεί;
Κοιτάξτε, όταν επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε αυτό το θέμα, πάντα κάνουμε το λάθος να ξεκινάμε από την δημιουργία. Ανάποδα πρέπει να ξεκινήσουμε, από τον αποδέκτη. Η μουσική έχει ένα κώδικα επικοινωνίας με αποδέκτη την ψυχή. Από εκεί λοιπόν πρέπει να ξεκινήσουμε, να δούμε εκεί τι γίνεται, πώς έχουν αλλάξει εκεί τα πράγματα και ο κόσμος αναζητά αυτή την ελαφρότητα που ακούει σήμερα. Τι έχει γίνει; Έχει μετατοπιστεί το αισθητικό κέντρο του κόσμου; Και αν ναι, από δική του αναζήτηση ή από την διαμόρφωση του αισθητηρίου του από τα Μέσα, που έχουν την δυνατότητα να το κάνουν; Προσωπικά, πιστεύω ότι η ψυχή έχει άφθαρτες αξίες που μεταφέρονται γονιδιακά και έχουν να κάνουν με τις δονήσεις, την αρμονία και τις ισορροπίες που μας περιβάλλουν. Ισορροπίες του σύμπαντος, ισορροπίες των χρωμάτων, των σχημάτων, των ήχων, των μυρωδιών…. Όλοι αυτοί οι κανόνες υπάρχουν μέσα μας και διαμορφώνουν, αν καλλιεργηθούν, το αισθητήριο μας. Άρα, το μυστικό είναι στη λέξη καλλιέργεια. Δεν μπορεί αυτός ο λαός να έχει αυτή την τεράστια ιστορία και κληρονομιά στο χώρο της μουσικής, αρχαϊκοί δρόμοι, βυζαντινοί, παράδοση, σμυρναίικο, ρεμπέτικο, μεγάλοι Έλληνες συνθέτες-Χατζιδάκις, Θεοδωράκης-σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου… και στη συνέχεια όλη αυτή η εξέλιξη να καταλήγει στην τραπ; Καμία συνέχεια; Εδώ σταματάει αυτή η πορεία; Ρωτάτε γιατί δεν εξάγουμε πολιτιστικό προϊόν, γιατί δεν εξάγουμε μουσική. Υπάρχουν πάρα πολλά σχήματα, πολλοί συνθέτες στη χώρα μας, που γράφουν οργανική μουσική. Προσωπικά, η δική μου οργανική μουσική παίρνει διθυραμβικά σχόλια από πάρα πολλούς ξένους ακροατές γιατί, απουσία στίχου, είναι πολύ κατανοητή από τους ξένους. Βεβαίως, τουλάχιστον η οργανική μουσική θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα εξαγώγιμο προϊόν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει από προσωπικές πρωτοβουλίες, αν δε σκύψει η πολιτεία πάνω στην τέχνη γενικότερα αλλά και πιο ειδικά στην μουσική. Επίσης, υπάρχουν πολλοί δημιουργοί σήμερα που παράγουν οργανική μουσική με έντονο το στοιχείο της ελληνικής παράδοσης. Θα μπορούσε αυτό το προϊόν να είναι εξαγώγιμο και μέσα στην ίδια μας την χώρα. Θα μπορούσε το υπουργείο πολιτισμού να κάνει μια λίστα με mp3 από όλα αυτά τα οργανικά κομμάτια και με ένα ελάχιστο έξοδο, μια μικρή επιδότηση, να τα εισηγηθεί σε όλα τα ξενοδοχεία και μπαρ της χώρας. Όλο αυτό το πολιτιστικό προϊόν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρεσβευτής της ελληνικής οργανικής μουσικής για τον τουρισμό και έτσι, θα αποφεύγονταν το αισθητικό σκουπιδαριό που παίζουν όλοι αυτοί οι χώροι. Γιατί, ξέρετε, οι τουρίστες νομίζουν ότι αυτό είναι η ελληνική μουσική. Δεν με ενοχλεί απλά, με λυπεί όταν η ίδια η χώρα μου απαξιώνει τα ίδια της τα παραγόμενα προϊόντα και μάλιστα,όταν αυτά είναι πρεσβευτές του πολιτισμού της.
– Πόσο αλλάζει ένα σουξέ την πορεία ενός, ούτως ή άλλως, καλού, ταλαντούχου δημιουργού/καλλιτέχνη/ανθρώπου; Από την προσωπική σας πείρα…
Δε νομίζω ότι εγώ αποτελώ φωτεινό παράδειγμα του μοντέλου δημιουργού της ερώτησης σας. Εμένα, γενικά, η μουσική μου – μου το ‘χουν πει και το αποδέχομαι – είναι βραδυφλεγής. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, μιλάτε για τις “Μέλισσες”. Οι “Μέλισσες”, λοιπόν, πριν αγγίξουν το πανελλήνιο, είχαν αγγίξει επί έντεκα χρόνια το μισό και πλέον πληθυσμό της χώρας. Πριν από αυτό, βέβαια, είχαν προηγηθεί κι άλλα κομμάτια που έκαναν επιτυχία όπως ο “Χειμωνανθός” με το Γιάννη Χαρούλη, το “Ήτανε αέρας” με την Λιζέτα Καλημέρη, το “Πέταγμά σου” με το Δημήτρη Ζερβουδάκη… αλλά, ποτέ δεν ένιωσα ότι κάποια από αυτές τις επιτυχίες θα μπορούσε να με αλλάξει. Ευτυχώς, πάντα είμαι βαθιά συνειδητοποιημένος για τη μηδαμινότητά μου μπροστά στο χάος της δημιουργίας. Αυτή και μόνο η αντιδιαστολή με οπλίζει ισχυρά στην καθημερινή μου πάλη με την ματαιοδοξία μου. Άλλωστε, και νομίζω ότι αυτό είναι το δώρο μου, έχω πλήρως αντιληφθεί, ότι μόνον έτσι συνεχίζεται το όραμα, συντηρείται η τάση για δημιουργία και έχω ελπίδες για νέα έργα. Αν κάποια στιγμή πω στον εαυτό μου «Τι σπουδαίος είσαι ρε» και «τι σημαντικό έργο έχεις κάνει» και τον πείσω γι’ αυτό, τότε αυτόματα έχω υπογράψει και τον καλλιτεχνικό μου θάνατο!
– Ποια είναι η σχέση σας με την τηλεόραση, με την ποίηση, με την πολιτική, με την θρησκεία;
Με την συσκευή της τηλεόρασης πολύ καλή, βλέπω ταινίες της επιλογής μου σε συνδρομητικά κανάλια. Αν εννοείτε ποια η σχέση μου με τα ΜΜΕ, καμία! Δεν επιτρέπω να μπουν στο σπίτι μου σκουπίδια και οτιδήποτε άλλο τοξικό για την ψυχή. Η μουσική και η ποίηση έχουν πολύ βαθιά συγγένεια γι’ αυτό και η ποίηση μού αρέσει πολύ και διαβάζω αρκετά. Έχω βέβαια μία παραξενιά ως προς την μελοποίηση ποιητών. Θέλω να έχω την απευθείας και άμεση έγκριση τους για να κάνω κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό το λόγο και δεν έχω μελοποιήσει ποιητές που δε βρίσκονταν στη ζωή. Με την πολιτική έχω την σχέση που έχει κάθε πολιτικοποιημένος πολίτης. Τεστάρω τον πολιτικό μου χώρο, εάν πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:
1. Σεβασμός, σεβασμός στον άνθρωπο και στην ιδιωτικότητά του, όποια κι αν είναι η καταγωγή του, σεβασμός στην ύπαρξη, σεβασμός στο περιβάλλον, σεβασμός στην Τέχνη και τη δημιουργία, σεβασμός στις συλλογικότητες.
2. Δίκιο, κοινωνική δικαιοσύνη, ισονομία.
3. Ελευθερία, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του Τύπου, αλήθεια, αξιοκρατία, αλληλεγγύη.
4. Παιδεία για όλους, υγεία για όλους.
5. Διαφάνεια, αξιοπρέπεια, όραμα.
6. Αισθητική, όπως αυτή μπορεί να καλλιεργηθεί και να υπάρξει στην πολιτική μας ζωή.
Θεωρώ, βέβαια, ότι και η σύνθεση μουσικής και τραγουδιού ακόμη και του ερωτικού, είναι πολιτική πράξη, διότι μιλάει στο συναίσθημα και κινητοποιεί το Είναι για δράση και αντίδραση. Οι γονείς μου ήταν καλοί άνθρωποι και πολύ της εκκλησίας. Οπότε κι εγώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον εκκλησιαστικής λατρείας. Από αυτό απέβαλα οτιδήποτε δογματικό, επιφανειακό, υποκριτικό και κράτησα την πνευματική ουσία και την βιωματική μου σχέση με το υπέρτατο.
– Με ποιο τραγούδι, ξένο ή ελληνικό, σας πιάνουν δάκρυα συνήθως; Και γιατί;
Συνήθως δε με πιάνουν δάκρυα, αν και είμαι βαθιά ευσυγκίνητος. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που αναστέλλει το δάκρυ, ίσως εγωισμός. Θυμάμαι, βέβαια, τον εαυτό μου κάποιες φορές σε περιβάλλον συγκινησιακής φόρτισης να επηρεάζομαι από κάποιο τραγούδι και να δακρύζω. Νομίζω ότι ήταν σε κάποιες περιπτώσεις τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Δεν θυμάμαι ποια ήταν αυτά τα τραγούδια. Υπάρχουν όμως κομμάτια που με συγκινούν τόσο που με φέρνουν σε κατάσταση υπέρβασης και έκστασης. Και αυτό είναι κάτι που σε πάει πιο πέρα από το δάκρυ. Σε κάνει να νιώσεις την τεράστια, την καταλυτική δύναμη που έχει η μουσική να σε παίρνει σε έναν άλλο κόσμο, να σε μετουσιώνει, να σε αποκαλύπτει να σε εξαγνίζει και να σε φέρνει πίσω καλλίτερο και ελαφρύτερο από τα βάρη της στείρας καθημερινότητας. Μπορώ να ονοματίσω μερικά, «Το βαλς των χαμένων ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, Το «βαλς Νο 2» του Σοστακόβιτς, το βασικό θέμα από το Σινεμά ο Παράδεισος του Ennio Morricone, το θέμα από τη Λίστα του Σίντλερ του John Williams, και από τον νεότερο ελληνικό χώρο το «Μείνε» του Μανώλη Πάππου, σε ποίηση Φώτη Αγγουλέ με το Γιώργο Μεράντζα.