Παρασκευή πρωί. Ο καύσωνας έχει πέσει πάνω από την πόλη. Ο χρόνος μοιάζει να μην κυλάει καθόλου έξω από εμένα. Η πόλη σαν να έχει πέσει σε λήθαργο. Οι δρόμοι είναι ήσυχοι, σχεδόν έρημοι, κάποιοι πεζοί διακρίνονται σε σκιερές γωνιές να αναζητούν μια στιγμιαία ανακούφιση από την αστραφτερή ζέστη. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει τις πόρτες τους, αφήνοντας μόνο τις αναμμένες βιτρίνες να λάμπουν ένα μαγικό φως. Το κλασικό σκηνικό της πόλης έχει αντικατασταθεί από μια περίεργη σιωπή που κυριαρχεί εκεί έξω. Ο ήχος των αυτοκινήτων και των περαστικών έχει εξαφανιστεί, αφήνοντας μια ηχητική κενότητα να αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου καθώς κατηφορίζω τη Σόλωνος. Η μόνη αίσθηση που υπάρχει είναι η θερμότητα. Η θερμότητα που μαστιγώνει ένα φρεσκοχτυπημένο τατουάζ στην επιδερμίδα μου.
Φτάνω στο ραντεβού στην ώρα μου. Για την ακρίβεια, τρία λεπτά νωρίτερα. Η σκιά της εισόδου της πολυκατοικίας είναι ανακουφιστική. Ο Γιώργος Ιατρού με καλωσορίζει.
O Γιώργος Ιατρού είναι ένας άνθρωπος με ένα εξαιρετικά βαθύ και εκφραστικό φωνητικό ταλέντο. Είναι ένας βαρύτονος τραγουδιστής που δίνει όλη του την καρδιά στις όπερες και τις λυρικές μουσικές εκτελέσεις. Μπορεί να απολαμβάνει την ερμηνεία μεγάλων ρόλων, όπως ενός ήρωα που πασχίζει να επιβιώσει από τα δεινά του έρωτα, ή ενός αδίστακτου κακοποιού που πιθανόν τρομοκρατεί τους άλλους με την παρουσία του. Ωστόσο, αν και έχει αγαπήσει κάθε ξεχωριστό ρόλο από αυτούς που έχει παίξει, η καρδιά του δίψαγε για κάτι πιο ελεύθερο, πιο προκλητικό. Και κάπως έτσι επινόησε και δημιούργησε την drag περσόνα Νίνα Νάη, η οποία ξυπνάει κάθε τόσο, είτε, άλλες φορές, σε δεκάλεπτα βίντεο πρότζεκτ είτε σε queer αναγνώσεις αρχαίων κειμένων για να παρασύρει το κοινό σε έναν φαντασιακό κόσμο καθαρτήριας μαγείας και απόλαυσης.
Υπό το βλέμμα της Μαρίας Κάλας, η οποία μας παρατηρεί πάνω από το λευκό πιάνο, βάζω το κινητο σε [Rec] λειτουργία.
– Αγαπώ την μουσική, την υπηρετώ ως τέχνη. Ως ακροατής, όμως, όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και πιο δύσκολος. Ωστόσο, χωρίς υπερβολές, τα δύο «μεγάλα» τραγούδια, του Τειρεσία και του Διόνυσου, στις Βάκχες της Έλλης Παπακωνσταντίνου, ήταν τα πιο όμορφα τραγούδια που έχω ακούσει τη φετεινή χρονιά. Πώς βίωσες εσύ την εμπειρία του να παίξεις τον Τειρασία σε αυτήν παράσταση; Τι σε κέντρισε περισσότερο, η ενέργεια της παράστασης ή αυτή η “διαφορετική”, ειλικρίνειά της απέναντι στο έργο;
Είναι πολλά, δεν είναι ένα. Το βασικό, για μένα, ήταν το ότι κλήθηκα να κάνω πράγματα που δεν έχω ξανακάνει στην ζωή μου. Τόσο εκτεταμμένες χορογραφίες, ας πούμε, δίπλα σε σπουδαίους χορευτές όπως η Χαρά η Κότσαλη και ο Άρης Παπαδόπουλος. Επίσης, είχα να τραγουδήσω, ναι μεν με τον τρόπο μου, αλλά σε ένα άλλο μουσικό περιβάλλον, πιο… experimental pop.
– Πιο future pop;
Πιθανώς. Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Ο Ariah Lester που έγραψε και την μουσική αισθάνεται απλώς ποπ τραγουδιστής και συνθέτης, οπότε ας το πούμε ποπ. Γενικώς, μέσα σε αυτήν την παράσταση είχα την ευκαιρία να επεκτείνω τα skills μου. Και σε αυτό συντέλεσε και το εκτεταμένο κείμενο που είχα. Γιατί μπορεί στην όπερα να συμβαίνει να έχουμε και κάποιο κείμενο, αλλά τόσο βαθιά φιλοσοφικό κείμενο, σαν αυτό της Έλλης που έγραψε μαζί με την Κάκια την Γουδέλη και την Χλόη την Κολύρη.
– Άρα, σε ιντρίγκαρε και το κείμενο.
Ναι, μιλούσε για πολύ σύγχρονα πράγματα. Δεν πιστεύω στην μουσειακότητα των ειδών και στην αναπαραγωγή των πραγμάτων όπως ήταν ή συνέβησαν. Πιστεύω ότι οι αρχαίες τραγωδίες, όπως και η όπερα, που έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, πρέπει να έρχονται στο σήμερα. Και είναι ωραίο να τα πειράζουμε, ή να τα αλλάζουμε και να τα πηγαίνουμε αλλού, και να πούμε, μέσα από αυτά, αυτό που θέλουμε εμείς. Οπότε, ναι, και αυτό με ιντρίγκαρε πάρα πολύ. Και μετά, είναι και ο ρόλος του Τειρεσία που έχει αυτήν την ρευστότητα του φύλου κατά κύριο λόγο, κάτι που με αφορά πάρα πολύ προσωπικά. Έζησε την ζωή του ως γυναίκα και ως άντρας, αναφέρεται ως άφυλο ον που έχει περάσει από όλα τα φύλα και έχει νιώσει όλες τις επιθυμίες, είναι σοφό πλάσμα.
– Μετά την παράσταση αισθάνθηκα ότι ο κόσμος έχει, τελικά, την ανάγκη να δει κάτι φρέσκο, κάτι καινούργιο, κάτι που να μην το έχει ξαναδεί. Αναρωτιέμαι, όμως, ότι επειδή δεν υπάρχουν τελικά και τόσα νέα πράγματα, μήπως αναγκαζόμαστε, καλλιτεχνικά, να κάνουμε ένα ρεμίξ όσων έχουν προηγηθεί. Τι λες;
Δεν ανακαλύπτουμε και τον τροχό! Έχουν γίνει πολλά ήδη στην τέχνη και βλέπουμε, πια, συρραφές και αναπαραγωγές. Για μένα, το φρέσκο στο θέατρο και στην όπερα είναι το να υπάρχει η ανάγκη να γίνει κάτι. Άρα, όταν συμβαίνει κάτι στην σκηνή, είτε παλιακό, είτε φρέσκο, είτε χιλιοπαιγμένο, εάν υπάρχει ανάγκη να συμβεί, υπάρχει και ειλικρίνεια. Και η ειλικρίνεια είναι καθηλωτική.
– Στις Βάκχες βρήκα, προσωπικά, ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Εσένα ως καλλιτέχνη, δημιουργό και performer, τι αισθάνεσαι πως ευνοεί την δημιουργικότητά σου; Και, από την άλλη, τι την εμποδίζει;
Την δημιουργικότητα νομίζω πως την ευνοεί ο χρόνος -που δεν έχω, τελευταία. Την εμποδίζει ίσως το συνεχές τρέξιμο πίσω από δουλειές για λόγους επιβίωσης. Από την άλλη, αυτό το κυνήγι σε βάζει σε μια διαδικασία επίσης πολύ δημιουργική. Οπότε, το εμπόδιο μπορεί να γίνει κινητήριος δύναμη!
– Ήταν μοιραίο να γίνεις βαρύτονος; Το ήθελες;
Μοιραίο δεν θα το έλεγα. Δεν πιστεύω στην μοίρα, σαν άνθρωπος, πιο πολύ στην τύχη. Ούτε στον θεό.
– Ήταν, λοιπόν, τυχερό να γίνεις βαρύτονος;
Εκ των υστέρων, το ότι καταφέρνω να ζω την ζωή μου μέσα από αυτό, δημιουργικά και χαρούμενα, νιώθω ευγνώμων και τυχερός που έγινα. Το πώς προέκυψε ήταν ταξίδι. Όντας ένας καλός μαθητής, η οικογένεια και οι γνωστοί με απέτρεπαν από την μουσική. Εγώ εν τω μεταξύ έπαιζα πιάνο από 5 χρονών και ήθελα να το σπουδάσω μουσική. Όμως, βρέθηκα να σπουδάζω μοριακή βιολογία στην Αλεξανδρούπολη. Αλλά οι αναζητήσεις μου πάντοτε ήταν αλλού… τραγουδούσα σε μαγαζιά, έφτιαχνα μπάντες, ψαχνόμουν γύρω από αυτά, συνήθως. Ακολουθούσα τα καλλιτεχνικά, κατά κάποιον τρόπο έψαχνα αυτά συνέχεια. Από μικρός είχα μια ωραία φωνή που ξεχώριζε, ήταν ας πούμε δυνατή, ήταν δική μου ανάγκη κάπως να βγάλω αυτήν την φωνή, να την κάνω να υπάρχει εκεί έξω. Και συνέβη να αγαπήσω πάρα πολύ την όπερα, που δεν τη γνώριζα από το σπίτι μου… Αργότερα, τη γνώρισα στο Ωδείο, όταν μπήκα για να κάνω τραγούδι… Εντυπωσιάστηκα. Κι είναι ένας κόσμος ολόκληρος για μένα, το πάθος μου, είναι η ζωή μου.
– Αυτή την αγάπη σε βοήθησε κάποιος να την ανακαλύψεις;
Οι δάσκαλοί μου, όπως η Νάντια Μαλακόζη στο Δημοτικό Ωδείο Αλεξανδρούπολης. Μπήκα για σύγχρονο τραγούδι, αλλά εκστασιάστηκα μόλις άκουσα τη Νάντια, η οποία είναι σοπράνο. Εκστασιάστηκα με την φωνή της… Μετά, με παρέπεμψε στην Κατερίνα την Καρατζά, δασκάλα και μέντοράς μου στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Στην συνέχεια, οι δάσκαλοί μου στην Γερμανία και, βεβαίως, οι άνθρωποι που μου έδωσαν τις πρώτες μου δουλειές. Στην Γερμανία δούλεψα σε θέατρα, από το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο. Στην Γερμανία, ξέρεις, είναι ένα πολύ legit επάγγελμα, τουλάχιστον σε σχέση με την Ελλάδα, το να είσαι τενόρος. Υπάρχουν εκεί πολλοί τραγουδιστές, επειδή η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο, σε αυτό το κομμάτι.
– Συνδυάζοντας τις ικανότητές σου, που καλλιεργείς και δαμάζεις όλο και περισσότερο, πόσο κοντά φτάνεις στο να αγγίξεις την τελειότητα;
Στους ανθρώπους δεν υπάρχει τελειότητα, μόνο στα ρομπότ. Κι αυτό είναι το συγκινητικό και το ωραίο: η έλλειψη της τελειότητας. Ότι πας ας πούμε να φτάσεις κάτι πολύ δύσκολο και την μια το καταφέρνεις, την άλλη όχι. Κι αυτό είναι που δημιουργεί, τελικά, την συγκίνηση. Και το λάθος, επίσης. Αλλά και η αναγνώρισή του. Ο Γιάννης Σκουρλέτης, σπουδαίος σκηνοθέτης και δάσκαλος για μένα, μου έμαθε την αξία της αποκάλυψης του λάθους. Είχα μάθει από την όπερα να προσπαθώ να αγγίξω την τελειότητα. Σε μια μουσική παράσταση τα πράγματα καθορίζονται από την μουσική. Στο θέατρο τα πράγματα είναι πιο ρευστά, υπάρχουν διαδρομές που προσπαθούν να αγγίξουν οι ηθοποιοί και εμένα αυτό με είχε βγάλει από την συνθήκη μου. Όταν πήγαινα να διορθώσω, ο Σκουρλέτης μου έλεγε να αφήνομαι, να αφήνω το πράγμα να συμβαίνει, το στραβοπάτημα… Τον αγαπώ πάρα πολύ, με αυτόν πρωτοδούλεψα στο θέατρο, στο «Φθινόπωρο».
– Η ενασχόλησή σου με την μουσική και το θέατρο τι σε έχει μάθει για τον εαυτό σου;
Ότι έχω όρια, τα οποία δεν μπορώ να ξεπεράσω ή μπορώ να τα ξεπερνώ λίγο και, βήμα βήμα, να εξελίσσομαι. Ότι είμαι άνθρωπος. Με έμαθε, επίσης, το να προσέχω τον εαυτό μου: να γυμνάζομαι, να τρώω σωστά, να μην ξεφεύγω πολύ με το αλκοόλ…
– Είσαι όμως άνθρωπος των παθών;
Είμαι, μου αρέσουν, ναι! (γέλια) Γι’ αυτό λέω ότι η τέχνη μου έμαθε να με προσέχω κάπως. Από την άλλη, η τέχνη είναι και ψυχοθεραπεία για τους ανθρώπους που την κάνουν. Άρα, μου έμαθε να είμαι καλύτερα, να ζω καλύτερα.
– Μερικές φορές, η τέχνη γίνεται και λίγο καταστροφική, αναλόγως βέβαια και της διαχείρισης του καθένα. Η τέχνη, ας πούμε, δεν σε μαθαίνει να θες και να σπας όρια; Ειδικότερα, η όπερα; Ή έχεις βολευτεί σε αυτό που έχεις τώρα; Το εννοώ, με την έννοια της άνεσης.
Βολεμένος ή άνετος δε νιώθω επουδενί. Βιώνω διάφορα πράγματα πάνω στη σκηνή, νιώθω άλλα πράγματα και κάνω hyper-focus σε αυτό που συμβαίνει στο τώρα. Κάποιες φορές, εν μέσω της διαδρομής, μπορεί να ξεπερνάω τα όρια, όταν αυτό προκύπτει ως ανάγκη. Μέσω της φωνητικής τέχνης, έχω ξεπεράσει πολλές φορές τα όρια και αυτό θέλει προσοχή, θέλει διεργασία. Κάνω μια φορά το μήνα μάθημα με έναν δάσκαλο από την Αμερική. Πάνω στη σκηνή, έμαθα ότι όταν ξεπερνάς τα όρια, αυτό έχει συνέπειες, νιώθεις κούραση. Τώρα όσον αφορά καλλιτεχνικά, μου αρέσει στη σκηνή να μπαίνω σε έναν κόσμο και να βρίσκω μια ειλικρίνεια στον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή.
– Βιώνεις την ανάγκη κενών και παύσεων για να κάνεις απολογισμό όσων προηγήθηκαν; Το προσφέρεις αυτό στον εαυτό σου ή είσαι περισσότερο εν κινήσει;
Επειδή έχω τραυματικές εμπειρίες με την δουλειά, χτίζοντας ας πούμε την καριέρα μου, βίωσα περιόδους που δεν είχα καθόλου δουλειά και, άρα, μετά έλεγα μόνο «ναι». Σκέφτομαι ότι, ως ελεύθερος επαγγελματίας, είναι ότι κάποτε δεν θα έχω, κάποτε θα έχω δουλειά. Άρα, η πρώτη μου αντίδραση απέναντι σε μια πρόταση είναι το «ναι», για να έχω δουλειά! Το τελευταίο διάστημα, η αλήθεια είναι ότι είπα πάρα πολλά «ναι», τα οποία με χαροποιούν πάρα πολύ. Κρατώ την ενέργειά μου όσο γίνεται και αναμένω τις διακοπές για να χαλαρώσω και να κάνω αυτό το reflect που λες.
– Σου αρέσουν οι συνεργασίες;
Πολύ. Και μου αρέσει να έχω και σταθερούς συνεργάτες.
– Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στις συνεργασίες, ακόμα και στις δοκιμασμένες; Ή στις καινούργιες;
Νομίζω, πρέπει να υπάρχει μια κοινή γλώσσα και ίσως και μια συμβατότητα στην αισθητική. Με τον Γιώργο Ζιάβρα, ας πούμε, που θα παίξει στα “Τραγούδια του Ελληνικού Λαού” συνεργαζόμαστε χρόνια και είμαστε και φίλοι. Σπουδάσαμε μαζί στην Κολωνία, έχουμε μια τελείως κοινή μουσική γλώσσα, καταλαβαινόμαστε. Αυτό που κάνουμε, τώρα, στην παράσταση είναι μοιρασμένο, οι ρόλοι μας διέπονται από ισότητα. Είναι όμορφη αυτό το συναίσθημα εμπιστοσύνης και μοιράσματος. Κάποιες φορές, έχω υπάρξει κι εγώ δημιουργός, όπως με το “Living Room”, αλλά συνήθως είμαι performer. Είτε έχεις τα ηνία μιας δουλειάς είτε όχι, είναι σημαντικό να υπάρχει σεβασμός στους performers που αναμετρώνται με το ίδιο τους το σώμα και ένα πλαίσιο αξιοπρέπειας στα ωράρια, τους μισθούς, τις συμπεριφορές…
– Έχει συμβεί να μετανιώσεις για κάποια συνεργασία με την οποία συμφώνησες;
Ναι, και κυρίως είχε να κάνει με τις συνθηκες εργασίας, όχι τόσο με καποια δική μου αισθητική διαφωνία -που κι αυτό μπορεί να συμβεί. Απλώς, όταν σου ζητείται κάτι από έναν σκηνοθέτη, μπαίνεις σε έναν δρόμο. Το πώς θα τον περπατήσεις έχει να κάνει με την δική σου ερμηνεία, αλλά υπάρχουν κάποια πλαίσια. Για το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, κύριος υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης. Όμως, αυτό δεν με πειράζει τόσο, εργαζόμενος είμαι. Οι συνθήκες εργασίας μπορούν να με ενοχλήσουν σημαντικά.
– Η πολιτική και η δημιουργικότητα τέμνονται κάπου;
Η δημιουργικότητα δεν ξέρω, η τέχνη σίγουρα. Είναι δύσκολο να κάνεις τέχνη αποστειρωμένη, να είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από το σήμερα, είναι, μετά, σα να μη ζεις. Οι Βάκχες, ας πούμε, και στην original εκδοχή είναι ένα πολιτικό έργο. Και φυσικά, όπως το διαχειρίστηκε συγγραφικά η Έλλη, που έθεσε τόσους πολιτικούς προβληματισμούς, και φιλοσοφικούς και ψυχαναλυτικούς.
– Σε ενδιαφέρει να μεταμορφώσεις κι άλλο τη Νίνα Νάη;
Ναι. Με πάει εκείνη, όμως. Προκύπτουν πάντοτε πράγματα και καταστάσεις και μεταμορφώνεται. Είναι safe space η Νίνα για μένα, εκεί μπορώ να είμαι ελεύθερος. Δεν την βάζω σε καλούπι, ας πάει όπου θέλει.
– Θα μπορούσε η Νίνα Νάη να μιλήσει για την σκοτεινή πλευρά της ζωής.
Συμφωνώ. Άλλωστε, οι καταβολές της από εκεί προέρχονται.
– Επειδή αυτές τις περσόνες ο κόσμος τις έχει συνδυάσει με την διασκέδαση, την ομορφιά, το γέλιο, αναρωτιέμαι αν εσύ σκέφτεσαι να μπολιάσεις περισσότερα σκοτεινά στοιχεία ή να την κάνεις περισσότερο πολιτική.
Η ρίζα της κωμωδίας είναι το σκοτάδι, σε μεγάλο βαθμό. Όλα τα αστεία πράγματα έχουν κάτι που φοβάσαι να το αγγίξεις με άλλο τρόπο, παρά μόνο μέσα από το χιούμορ. Το drag εκεί εδράζει. Και έχει δρόμο να διασχίσει.
– Τι ζει μες στη Νίνα Νάη; Ποιο κομμάτι της ψυχής σου;
Ο μικρός Γιώργος, νομίζω, που δεν μπορούσε να εκφραστεί όπως ήθελε, γιατί υπήρχαν πολλά σταματήματα, από πολλές πλευρές. Ο μικρός Γιώργος λοιπόν κάνει ό, τι ήθελε να κάνει από παιδί και τώρα, επιτέλους, μπορεί!
– Η κοινωνία αλλάζει, πιστεύεις; Δηλαδή, μπορεί να βγει κάποιος πια με άνεση στον Εθνικό Κήπο κρατώντας μια «γυναικεία» τσάντα; Έτσι απλά, χωρίς να χρειάζεται να υποστηρίξει κατ’ ανάγκην το οικοδόμημα μιας διασκεδάστριας drag queen…
Δεν θεωρώ ότι η κοινωνία είναι ένα πράγμα. Πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι είναι πιο δεκτικοί σε τέτοιες εικόνες, η ορατότητα έχει αυξηθεί. Αλλά, όσο αυξάνεται και η αποδοχή σε μερικά πράγματα, τόσο αυξάνεται και η άλλη πλευρά, η δύναμη της φωνής της συντήρησης. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η άνοδος της ακροδεξιάς. Δεν ξέρω τι να περιμένω, είναι δύσκολοι οι καιροί που ζούμε.
– Ο φαντασιακός κόσμος της Νίνας Νάη τι ελπίζει να βρει εκεί έξω; Έχεις πιάσει τον εαυτό σου αν αναρωτιέται αν θα μπορέσει να επιβιώσει; Μήπως κιόλας βρει χώρο για να επαναστατήσει απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό;
Το έχει κιόλας κάνει αυτό που λες! Τη Νίνα την αντιμετωπίζω και ως αγχολυτικό, ως έναν χώρο όπου δεν χρειάζεται να τραγουδάω όπερα. Η Νίνα, ας πούμε τραγούδαγε στην αρχή σκυλάδικα και, στην συνέχεια, άρχισε να θέλει και το άλλο, την όπερα! Αυτό δεν είναι μια επανάσταση;
– Τα ερωτήματα ή οι απαντήσεις τους δίνουν νόημα στην ζωή; Δηλαδή, αναρωτιέσαι περισσότερο ή θες να τελειώνεις κάτι και να προχωράς.
Η φύση μου και ο τρόπος με τον οποίο έχω μεγαλώσει βρίσκεται στο να λύνω τα πράγματα. Αλλά, αυτό που με έχει πάει παρακάτω είναι η έλλειψη σιγουριάς, δηλαδή εκεί όπου τα πράγματα δεν είναι καθορισμένα. Είμαι και φιλοπερίεργος, έχω αναζητήσεις γενικώς και δεν μου αρέσει να κάνω μόνο ένα πράγμα, αυτά που κάνω είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους.
– Τα σχέδιά σου τα ξέρεις ήδη από τώρα, πριν πας διακοπές ή θα τα κάνεις μετά;
Στις διακοπές μπορεί να μην αναλογιστώ τι έχω κάνει, όπως λέγαμε πριν. Μπορεί απλώς να κάνω μπάνια! Μπορεί να σχεδιάσω κάτι ή τίποτα. Βέβαια, όταν δεν έχω πολλά πράγματα να κάνω, με πιάνει μια ταραχή, ότι κάτι μπορεί να μην πηγαίνει καλά. Όσο μεγαλώνω, 37 είμαι τώρα, μου αρέσει όλο και περισσότερο η αίσθηση του ξεβολέματος, ότι θα έρθει κάτι, το επόμενο κάτι…
– Η αίσθηση του ότι πρέπει να συνεχίζεις να προχωράς μπροστά μπορεί να σε πιέσει; Το άγχος ας πούμε του «να τα κάνω όλα»;
Θέλω να κάνω αυτά που θέλω να κάνω. Αυτά που μου αρέσουν. Χωρίς άγχη πρωτοπορίας και λοιπά. Αν και έχω φιλοδοξίες και είμαι ευγνώμων που επιλέγω τις δουλειές που κάνω, κάτι που, τονίζω, δεν ήταν πάντα έτσι. Τον πρώτο χρόνο των σπουδών μου στην Γερμανία, για να επιβιώσω, δούλευα σε εργοστάσιο. Και μετά, που μπήκα στο θέατρο, πάλι δεν έφταναν. Ένα τραυματικό κομμάτι μέσα μου είναι το να μην έχω λεφτά να ζήσω. Κάποιες φορές, δεν είχα λεφτά να ζήσω, τόσο απλά. Αν έχεις πεινάσει, σαν αίσθηση αυτό σου μένει μάλλον για πάντα.
➸ INFO: Τραγούδια του ελληνικού λαού – Drag ορατόριο
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Γιάννης Κωνσταντινίδης, Κώστας Γιαννίδης
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Daglara
Φωτισμοί: bijoux de kant
Κείμενο – Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Δραματολόγος – Καλλιτεχνικός συντονισμός: Γιώργος Παπαδάκης
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Ερμηνεύουν: Νίνα Νάη (βαρύτονος in drag), Γιώργος Ζιάβρας (πιάνο), Daglara (περφόρμερ)
Οργάνωση παραγωγής: Ασημένια Ευθυμίου
Εκτέλεση παραγωγής: bijoux de kant
Από Δευτέρα 17/7 μέχρι Πέμπτη 20/7. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Παρασκευή πρωί. Ο καύσωνας έχει πέσει πάνω από την πόλη. Ο χρόνος μοιάζει να μην κυλάει καθόλου έξω από εμένα. Η πόλη σαν να έχει πέσει σε λήθαργο. Οι δρόμοι είναι ήσυχοι, σχεδόν έρημοι, κάποιοι πεζοί διακρίνονται σε σκιερές γωνιές να αναζητούν μια στιγμιαία ανακούφιση από την αστραφτερή ζέστη. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει τις πόρτες τους, αφήνοντας μόνο τις αναμμένες βιτρίνες να λάμπουν ένα μαγικό φως. Το κλασικό σκηνικό της πόλης έχει αντικατασταθεί από μια περίεργη σιωπή που κυριαρχεί εκεί έξω. Ο ήχος των αυτοκινήτων και των περαστικών έχει εξαφανιστεί, αφήνοντας μια ηχητική κενότητα να αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου καθώς κατηφορίζω τη Σόλωνος. Η μόνη αίσθηση που υπάρχει είναι η θερμότητα. Η θερμότητα που μαστιγώνει ένα φρεσκοχτυπημένο τατουάζ στην επιδερμίδα μου.
Φτάνω στο ραντεβού στην ώρα μου. Για την ακρίβεια, τρία λεπτά νωρίτερα. Η σκιά της εισόδου της πολυκατοικίας είναι ανακουφιστική. Ο Γιώργος Ιατρού με καλωσορίζει.
O Γιώργος Ιατρού είναι ένας άνθρωπος με ένα εξαιρετικά βαθύ και εκφραστικό φωνητικό ταλέντο. Είναι ένας βαρύτονος τραγουδιστής που δίνει όλη του την καρδιά στις όπερες και τις λυρικές μουσικές εκτελέσεις. Μπορεί να απολαμβάνει την ερμηνεία μεγάλων ρόλων, όπως ενός ήρωα που πασχίζει να επιβιώσει από τα δεινά του έρωτα, ή ενός αδίστακτου κακοποιού που πιθανόν τρομοκρατεί τους άλλους με την παρουσία του. Ωστόσο, αν και έχει αγαπήσει κάθε ξεχωριστό ρόλο από αυτούς που έχει παίξει, η καρδιά του δίψαγε για κάτι πιο ελεύθερο, πιο προκλητικό. Και κάπως έτσι επινόησε και δημιούργησε την drag περσόνα Νίνα Νάη, η οποία ξυπνάει κάθε τόσο, είτε, άλλες φορές, σε δεκάλεπτα βίντεο πρότζεκτ είτε σε queer αναγνώσεις αρχαίων κειμένων για να παρασύρει το κοινό σε έναν φαντασιακό κόσμο καθαρτήριας μαγείας και απόλαυσης.
Υπό το βλέμμα της Μαρίας Κάλας, η οποία μας παρατηρεί πάνω από το λευκό πιάνο, βάζω το κινητο σε [Rec] λειτουργία.
– Αγαπώ την μουσική, την υπηρετώ ως τέχνη. Ως ακροατής, όμως, όσο μεγαλώνω γίνομαι όλο και πιο δύσκολος. Ωστόσο, χωρίς υπερβολές, τα δύο «μεγάλα» τραγούδια, του Τειρεσία και του Διόνυσου, στις Βάκχες της Έλλης Παπακωνσταντίνου, ήταν τα πιο όμορφα τραγούδια που έχω ακούσει τη φετεινή χρονιά. Πώς βίωσες εσύ την εμπειρία του να παίξεις τον Τειρασία σε αυτήν παράσταση; Τι σε κέντρισε περισσότερο, η ενέργεια της παράστασης ή αυτή η “διαφορετική”, ειλικρίνειά της απέναντι στο έργο;
Είναι πολλά, δεν είναι ένα. Το βασικό, για μένα, ήταν το ότι κλήθηκα να κάνω πράγματα που δεν έχω ξανακάνει στην ζωή μου. Τόσο εκτεταμμένες χορογραφίες, ας πούμε, δίπλα σε σπουδαίους χορευτές όπως η Χαρά η Κότσαλη και ο Άρης Παπαδόπουλος. Επίσης, είχα να τραγουδήσω, ναι μεν με τον τρόπο μου, αλλά σε ένα άλλο μουσικό περιβάλλον, πιο… experimental pop.
– Πιο future pop;
Πιθανώς. Δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Ο Ariah Lester που έγραψε και την μουσική αισθάνεται απλώς ποπ τραγουδιστής και συνθέτης, οπότε ας το πούμε ποπ. Γενικώς, μέσα σε αυτήν την παράσταση είχα την ευκαιρία να επεκτείνω τα skills μου. Και σε αυτό συντέλεσε και το εκτεταμένο κείμενο που είχα. Γιατί μπορεί στην όπερα να συμβαίνει να έχουμε και κάποιο κείμενο, αλλά τόσο βαθιά φιλοσοφικό κείμενο, σαν αυτό της Έλλης που έγραψε μαζί με την Κάκια την Γουδέλη και την Χλόη την Κολύρη.
– Άρα, σε ιντρίγκαρε και το κείμενο.
Ναι, μιλούσε για πολύ σύγχρονα πράγματα. Δεν πιστεύω στην μουσειακότητα των ειδών και στην αναπαραγωγή των πραγμάτων όπως ήταν ή συνέβησαν. Πιστεύω ότι οι αρχαίες τραγωδίες, όπως και η όπερα, που έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, πρέπει να έρχονται στο σήμερα. Και είναι ωραίο να τα πειράζουμε, ή να τα αλλάζουμε και να τα πηγαίνουμε αλλού, και να πούμε, μέσα από αυτά, αυτό που θέλουμε εμείς. Οπότε, ναι, και αυτό με ιντρίγκαρε πάρα πολύ. Και μετά, είναι και ο ρόλος του Τειρεσία που έχει αυτήν την ρευστότητα του φύλου κατά κύριο λόγο, κάτι που με αφορά πάρα πολύ προσωπικά. Έζησε την ζωή του ως γυναίκα και ως άντρας, αναφέρεται ως άφυλο ον που έχει περάσει από όλα τα φύλα και έχει νιώσει όλες τις επιθυμίες, είναι σοφό πλάσμα.
– Μετά την παράσταση αισθάνθηκα ότι ο κόσμος έχει, τελικά, την ανάγκη να δει κάτι φρέσκο, κάτι καινούργιο, κάτι που να μην το έχει ξαναδεί. Αναρωτιέμαι, όμως, ότι επειδή δεν υπάρχουν τελικά και τόσα νέα πράγματα, μήπως αναγκαζόμαστε, καλλιτεχνικά, να κάνουμε ένα ρεμίξ όσων έχουν προηγηθεί. Τι λες;
Δεν ανακαλύπτουμε και τον τροχό! Έχουν γίνει πολλά ήδη στην τέχνη και βλέπουμε, πια, συρραφές και αναπαραγωγές. Για μένα, το φρέσκο στο θέατρο και στην όπερα είναι το να υπάρχει η ανάγκη να γίνει κάτι. Άρα, όταν συμβαίνει κάτι στην σκηνή, είτε παλιακό, είτε φρέσκο, είτε χιλιοπαιγμένο, εάν υπάρχει ανάγκη να συμβεί, υπάρχει και ειλικρίνεια. Και η ειλικρίνεια είναι καθηλωτική.
– Στις Βάκχες βρήκα, προσωπικά, ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Εσένα ως καλλιτέχνη, δημιουργό και performer, τι αισθάνεσαι πως ευνοεί την δημιουργικότητά σου; Και, από την άλλη, τι την εμποδίζει;
Την δημιουργικότητα νομίζω πως την ευνοεί ο χρόνος -που δεν έχω, τελευταία. Την εμποδίζει ίσως το συνεχές τρέξιμο πίσω από δουλειές για λόγους επιβίωσης. Από την άλλη, αυτό το κυνήγι σε βάζει σε μια διαδικασία επίσης πολύ δημιουργική. Οπότε, το εμπόδιο μπορεί να γίνει κινητήριος δύναμη!
– Ήταν μοιραίο να γίνεις βαρύτονος; Το ήθελες;
Μοιραίο δεν θα το έλεγα. Δεν πιστεύω στην μοίρα, σαν άνθρωπος, πιο πολύ στην τύχη. Ούτε στον θεό.
– Ήταν, λοιπόν, τυχερό να γίνεις βαρύτονος;
Εκ των υστέρων, το ότι καταφέρνω να ζω την ζωή μου μέσα από αυτό, δημιουργικά και χαρούμενα, νιώθω ευγνώμων και τυχερός που έγινα. Το πώς προέκυψε ήταν ταξίδι. Όντας ένας καλός μαθητής, η οικογένεια και οι γνωστοί με απέτρεπαν από την μουσική. Εγώ εν τω μεταξύ έπαιζα πιάνο από 5 χρονών και ήθελα να το σπουδάσω μουσική. Όμως, βρέθηκα να σπουδάζω μοριακή βιολογία στην Αλεξανδρούπολη. Αλλά οι αναζητήσεις μου πάντοτε ήταν αλλού… τραγουδούσα σε μαγαζιά, έφτιαχνα μπάντες, ψαχνόμουν γύρω από αυτά, συνήθως. Ακολουθούσα τα καλλιτεχνικά, κατά κάποιον τρόπο έψαχνα αυτά συνέχεια. Από μικρός είχα μια ωραία φωνή που ξεχώριζε, ήταν ας πούμε δυνατή, ήταν δική μου ανάγκη κάπως να βγάλω αυτήν την φωνή, να την κάνω να υπάρχει εκεί έξω. Και συνέβη να αγαπήσω πάρα πολύ την όπερα, που δεν τη γνώριζα από το σπίτι μου… Αργότερα, τη γνώρισα στο Ωδείο, όταν μπήκα για να κάνω τραγούδι… Εντυπωσιάστηκα. Κι είναι ένας κόσμος ολόκληρος για μένα, το πάθος μου, είναι η ζωή μου.
– Αυτή την αγάπη σε βοήθησε κάποιος να την ανακαλύψεις;
Οι δάσκαλοί μου, όπως η Νάντια Μαλακόζη στο Δημοτικό Ωδείο Αλεξανδρούπολης. Μπήκα για σύγχρονο τραγούδι, αλλά εκστασιάστηκα μόλις άκουσα τη Νάντια, η οποία είναι σοπράνο. Εκστασιάστηκα με την φωνή της… Μετά, με παρέπεμψε στην Κατερίνα την Καρατζά, δασκάλα και μέντοράς μου στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Στην συνέχεια, οι δάσκαλοί μου στην Γερμανία και, βεβαίως, οι άνθρωποι που μου έδωσαν τις πρώτες μου δουλειές. Στην Γερμανία δούλεψα σε θέατρα, από το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο. Στην Γερμανία, ξέρεις, είναι ένα πολύ legit επάγγελμα, τουλάχιστον σε σχέση με την Ελλάδα, το να είσαι τενόρος. Υπάρχουν εκεί πολλοί τραγουδιστές, επειδή η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο, σε αυτό το κομμάτι.
– Συνδυάζοντας τις ικανότητές σου, που καλλιεργείς και δαμάζεις όλο και περισσότερο, πόσο κοντά φτάνεις στο να αγγίξεις την τελειότητα;
Στους ανθρώπους δεν υπάρχει τελειότητα, μόνο στα ρομπότ. Κι αυτό είναι το συγκινητικό και το ωραίο: η έλλειψη της τελειότητας. Ότι πας ας πούμε να φτάσεις κάτι πολύ δύσκολο και την μια το καταφέρνεις, την άλλη όχι. Κι αυτό είναι που δημιουργεί, τελικά, την συγκίνηση. Και το λάθος, επίσης. Αλλά και η αναγνώρισή του. Ο Γιάννης Σκουρλέτης, σπουδαίος σκηνοθέτης και δάσκαλος για μένα, μου έμαθε την αξία της αποκάλυψης του λάθους. Είχα μάθει από την όπερα να προσπαθώ να αγγίξω την τελειότητα. Σε μια μουσική παράσταση τα πράγματα καθορίζονται από την μουσική. Στο θέατρο τα πράγματα είναι πιο ρευστά, υπάρχουν διαδρομές που προσπαθούν να αγγίξουν οι ηθοποιοί και εμένα αυτό με είχε βγάλει από την συνθήκη μου. Όταν πήγαινα να διορθώσω, ο Σκουρλέτης μου έλεγε να αφήνομαι, να αφήνω το πράγμα να συμβαίνει, το στραβοπάτημα… Τον αγαπώ πάρα πολύ, με αυτόν πρωτοδούλεψα στο θέατρο, στο «Φθινόπωρο».
– Η ενασχόλησή σου με την μουσική και το θέατρο τι σε έχει μάθει για τον εαυτό σου;
Ότι έχω όρια, τα οποία δεν μπορώ να ξεπεράσω ή μπορώ να τα ξεπερνώ λίγο και, βήμα βήμα, να εξελίσσομαι. Ότι είμαι άνθρωπος. Με έμαθε, επίσης, το να προσέχω τον εαυτό μου: να γυμνάζομαι, να τρώω σωστά, να μην ξεφεύγω πολύ με το αλκοόλ…
– Είσαι όμως άνθρωπος των παθών;
Είμαι, μου αρέσουν, ναι! (γέλια) Γι’ αυτό λέω ότι η τέχνη μου έμαθε να με προσέχω κάπως. Από την άλλη, η τέχνη είναι και ψυχοθεραπεία για τους ανθρώπους που την κάνουν. Άρα, μου έμαθε να είμαι καλύτερα, να ζω καλύτερα.
– Μερικές φορές, η τέχνη γίνεται και λίγο καταστροφική, αναλόγως βέβαια και της διαχείρισης του καθένα. Η τέχνη, ας πούμε, δεν σε μαθαίνει να θες και να σπας όρια; Ειδικότερα, η όπερα; Ή έχεις βολευτεί σε αυτό που έχεις τώρα; Το εννοώ, με την έννοια της άνεσης.
Βολεμένος ή άνετος δε νιώθω επουδενί. Βιώνω διάφορα πράγματα πάνω στη σκηνή, νιώθω άλλα πράγματα και κάνω hyper-focus σε αυτό που συμβαίνει στο τώρα. Κάποιες φορές, εν μέσω της διαδρομής, μπορεί να ξεπερνάω τα όρια, όταν αυτό προκύπτει ως ανάγκη. Μέσω της φωνητικής τέχνης, έχω ξεπεράσει πολλές φορές τα όρια και αυτό θέλει προσοχή, θέλει διεργασία. Κάνω μια φορά το μήνα μάθημα με έναν δάσκαλο από την Αμερική. Πάνω στη σκηνή, έμαθα ότι όταν ξεπερνάς τα όρια, αυτό έχει συνέπειες, νιώθεις κούραση. Τώρα όσον αφορά καλλιτεχνικά, μου αρέσει στη σκηνή να μπαίνω σε έναν κόσμο και να βρίσκω μια ειλικρίνεια στον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή.
– Βιώνεις την ανάγκη κενών και παύσεων για να κάνεις απολογισμό όσων προηγήθηκαν; Το προσφέρεις αυτό στον εαυτό σου ή είσαι περισσότερο εν κινήσει;
Επειδή έχω τραυματικές εμπειρίες με την δουλειά, χτίζοντας ας πούμε την καριέρα μου, βίωσα περιόδους που δεν είχα καθόλου δουλειά και, άρα, μετά έλεγα μόνο «ναι». Σκέφτομαι ότι, ως ελεύθερος επαγγελματίας, είναι ότι κάποτε δεν θα έχω, κάποτε θα έχω δουλειά. Άρα, η πρώτη μου αντίδραση απέναντι σε μια πρόταση είναι το «ναι», για να έχω δουλειά! Το τελευταίο διάστημα, η αλήθεια είναι ότι είπα πάρα πολλά «ναι», τα οποία με χαροποιούν πάρα πολύ. Κρατώ την ενέργειά μου όσο γίνεται και αναμένω τις διακοπές για να χαλαρώσω και να κάνω αυτό το reflect που λες.
– Σου αρέσουν οι συνεργασίες;
Πολύ. Και μου αρέσει να έχω και σταθερούς συνεργάτες.
– Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στις συνεργασίες, ακόμα και στις δοκιμασμένες; Ή στις καινούργιες;
Νομίζω, πρέπει να υπάρχει μια κοινή γλώσσα και ίσως και μια συμβατότητα στην αισθητική. Με τον Γιώργο Ζιάβρα, ας πούμε, που θα παίξει στα “Τραγούδια του Ελληνικού Λαού” συνεργαζόμαστε χρόνια και είμαστε και φίλοι. Σπουδάσαμε μαζί στην Κολωνία, έχουμε μια τελείως κοινή μουσική γλώσσα, καταλαβαινόμαστε. Αυτό που κάνουμε, τώρα, στην παράσταση είναι μοιρασμένο, οι ρόλοι μας διέπονται από ισότητα. Είναι όμορφη αυτό το συναίσθημα εμπιστοσύνης και μοιράσματος. Κάποιες φορές, έχω υπάρξει κι εγώ δημιουργός, όπως με το “Living Room”, αλλά συνήθως είμαι performer. Είτε έχεις τα ηνία μιας δουλειάς είτε όχι, είναι σημαντικό να υπάρχει σεβασμός στους performers που αναμετρώνται με το ίδιο τους το σώμα και ένα πλαίσιο αξιοπρέπειας στα ωράρια, τους μισθούς, τις συμπεριφορές…
– Έχει συμβεί να μετανιώσεις για κάποια συνεργασία με την οποία συμφώνησες;
Ναι, και κυρίως είχε να κάνει με τις συνθηκες εργασίας, όχι τόσο με καποια δική μου αισθητική διαφωνία -που κι αυτό μπορεί να συμβεί. Απλώς, όταν σου ζητείται κάτι από έναν σκηνοθέτη, μπαίνεις σε έναν δρόμο. Το πώς θα τον περπατήσεις έχει να κάνει με την δική σου ερμηνεία, αλλά υπάρχουν κάποια πλαίσια. Για το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, κύριος υπεύθυνος είναι ο σκηνοθέτης. Όμως, αυτό δεν με πειράζει τόσο, εργαζόμενος είμαι. Οι συνθήκες εργασίας μπορούν να με ενοχλήσουν σημαντικά.
– Η πολιτική και η δημιουργικότητα τέμνονται κάπου;
Η δημιουργικότητα δεν ξέρω, η τέχνη σίγουρα. Είναι δύσκολο να κάνεις τέχνη αποστειρωμένη, να είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από το σήμερα, είναι, μετά, σα να μη ζεις. Οι Βάκχες, ας πούμε, και στην original εκδοχή είναι ένα πολιτικό έργο. Και φυσικά, όπως το διαχειρίστηκε συγγραφικά η Έλλη, που έθεσε τόσους πολιτικούς προβληματισμούς, και φιλοσοφικούς και ψυχαναλυτικούς.
– Σε ενδιαφέρει να μεταμορφώσεις κι άλλο τη Νίνα Νάη;
Ναι. Με πάει εκείνη, όμως. Προκύπτουν πάντοτε πράγματα και καταστάσεις και μεταμορφώνεται. Είναι safe space η Νίνα για μένα, εκεί μπορώ να είμαι ελεύθερος. Δεν την βάζω σε καλούπι, ας πάει όπου θέλει.
– Θα μπορούσε η Νίνα Νάη να μιλήσει για την σκοτεινή πλευρά της ζωής.
Συμφωνώ. Άλλωστε, οι καταβολές της από εκεί προέρχονται.
– Επειδή αυτές τις περσόνες ο κόσμος τις έχει συνδυάσει με την διασκέδαση, την ομορφιά, το γέλιο, αναρωτιέμαι αν εσύ σκέφτεσαι να μπολιάσεις περισσότερα σκοτεινά στοιχεία ή να την κάνεις περισσότερο πολιτική.
Η ρίζα της κωμωδίας είναι το σκοτάδι, σε μεγάλο βαθμό. Όλα τα αστεία πράγματα έχουν κάτι που φοβάσαι να το αγγίξεις με άλλο τρόπο, παρά μόνο μέσα από το χιούμορ. Το drag εκεί εδράζει. Και έχει δρόμο να διασχίσει.
– Τι ζει μες στη Νίνα Νάη; Ποιο κομμάτι της ψυχής σου;
Ο μικρός Γιώργος, νομίζω, που δεν μπορούσε να εκφραστεί όπως ήθελε, γιατί υπήρχαν πολλά σταματήματα, από πολλές πλευρές. Ο μικρός Γιώργος λοιπόν κάνει ό, τι ήθελε να κάνει από παιδί και τώρα, επιτέλους, μπορεί!
– Η κοινωνία αλλάζει, πιστεύεις; Δηλαδή, μπορεί να βγει κάποιος πια με άνεση στον Εθνικό Κήπο κρατώντας μια «γυναικεία» τσάντα; Έτσι απλά, χωρίς να χρειάζεται να υποστηρίξει κατ’ ανάγκην το οικοδόμημα μιας διασκεδάστριας drag queen…
Δεν θεωρώ ότι η κοινωνία είναι ένα πράγμα. Πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια, οι άνθρωποι είναι πιο δεκτικοί σε τέτοιες εικόνες, η ορατότητα έχει αυξηθεί. Αλλά, όσο αυξάνεται και η αποδοχή σε μερικά πράγματα, τόσο αυξάνεται και η άλλη πλευρά, η δύναμη της φωνής της συντήρησης. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η άνοδος της ακροδεξιάς. Δεν ξέρω τι να περιμένω, είναι δύσκολοι οι καιροί που ζούμε.
– Ο φαντασιακός κόσμος της Νίνας Νάη τι ελπίζει να βρει εκεί έξω; Έχεις πιάσει τον εαυτό σου αν αναρωτιέται αν θα μπορέσει να επιβιώσει; Μήπως κιόλας βρει χώρο για να επαναστατήσει απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό;
Το έχει κιόλας κάνει αυτό που λες! Τη Νίνα την αντιμετωπίζω και ως αγχολυτικό, ως έναν χώρο όπου δεν χρειάζεται να τραγουδάω όπερα. Η Νίνα, ας πούμε τραγούδαγε στην αρχή σκυλάδικα και, στην συνέχεια, άρχισε να θέλει και το άλλο, την όπερα! Αυτό δεν είναι μια επανάσταση;
– Τα ερωτήματα ή οι απαντήσεις τους δίνουν νόημα στην ζωή; Δηλαδή, αναρωτιέσαι περισσότερο ή θες να τελειώνεις κάτι και να προχωράς.
Η φύση μου και ο τρόπος με τον οποίο έχω μεγαλώσει βρίσκεται στο να λύνω τα πράγματα. Αλλά, αυτό που με έχει πάει παρακάτω είναι η έλλειψη σιγουριάς, δηλαδή εκεί όπου τα πράγματα δεν είναι καθορισμένα. Είμαι και φιλοπερίεργος, έχω αναζητήσεις γενικώς και δεν μου αρέσει να κάνω μόνο ένα πράγμα, αυτά που κάνω είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους.
– Τα σχέδιά σου τα ξέρεις ήδη από τώρα, πριν πας διακοπές ή θα τα κάνεις μετά;
Στις διακοπές μπορεί να μην αναλογιστώ τι έχω κάνει, όπως λέγαμε πριν. Μπορεί απλώς να κάνω μπάνια! Μπορεί να σχεδιάσω κάτι ή τίποτα. Βέβαια, όταν δεν έχω πολλά πράγματα να κάνω, με πιάνει μια ταραχή, ότι κάτι μπορεί να μην πηγαίνει καλά. Όσο μεγαλώνω, 37 είμαι τώρα, μου αρέσει όλο και περισσότερο η αίσθηση του ξεβολέματος, ότι θα έρθει κάτι, το επόμενο κάτι…
– Η αίσθηση του ότι πρέπει να συνεχίζεις να προχωράς μπροστά μπορεί να σε πιέσει; Το άγχος ας πούμε του «να τα κάνω όλα»;
Θέλω να κάνω αυτά που θέλω να κάνω. Αυτά που μου αρέσουν. Χωρίς άγχη πρωτοπορίας και λοιπά. Αν και έχω φιλοδοξίες και είμαι ευγνώμων που επιλέγω τις δουλειές που κάνω, κάτι που, τονίζω, δεν ήταν πάντα έτσι. Τον πρώτο χρόνο των σπουδών μου στην Γερμανία, για να επιβιώσω, δούλευα σε εργοστάσιο. Και μετά, που μπήκα στο θέατρο, πάλι δεν έφταναν. Ένα τραυματικό κομμάτι μέσα μου είναι το να μην έχω λεφτά να ζήσω. Κάποιες φορές, δεν είχα λεφτά να ζήσω, τόσο απλά. Αν έχεις πεινάσει, σαν αίσθηση αυτό σου μένει μάλλον για πάντα.
➸ INFO: Τραγούδια του ελληνικού λαού – Drag ορατόριο
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Γιάννης Κωνσταντινίδης, Κώστας Γιαννίδης
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Daglara
Φωτισμοί: bijoux de kant
Κείμενο – Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Δραματολόγος – Καλλιτεχνικός συντονισμός: Γιώργος Παπαδάκης
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Ερμηνεύουν: Νίνα Νάη (βαρύτονος in drag), Γιώργος Ζιάβρας (πιάνο), Daglara (περφόρμερ)
Οργάνωση παραγωγής: Ασημένια Ευθυμίου
Εκτέλεση παραγωγής: bijoux de kant
Από Δευτέρα 17/7 μέχρι Πέμπτη 20/7. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.