Την μακάβρια φάρσα «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι», όπου ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σημαδεύει τους μηχανισμούς που στηρίζουν και εκτρέφουν τον φασισμό, ανεβάζει ο Άρης Μπινιάρης σε ένα νέο χώρο στην Κυψέλη, το Θέατρο ARK στις 25 Ιανουαρίου. Το παραβολικό αυτό έργο είναι ένας παραλληλισμός της ιστορίας της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ.
Ο Μπρεχτ ανασυνθέτει την ιστορία μεταφέροντας τη δράση στο γκανγκστερικό περιβάλλον της Αμερικής του μεσοπολέμου. Ο χαρακτήρας του αποτρόπαιου Αρτούρο Ούι, που δομήθηκε από τον συγγραφέα πάνω στο πρότυπο του σαιξπηρικού «Ριχάρδου Γ΄», ερμηνεύεται στην παράσταση από τον Γιώργο Χρυσοστόμου.
Βρεθήκαμε με τον Γιώργο Χρυσοστόμου στο «Μπρίκι» του Παγκρατίου στη Φρύνης, στο «Μπρικάκι» για τους φίλους, εκεί που παλιότερα επιμελούταν τη μουσική κάθε Τετάρτη. Αφορμή της συζήτησης η παράσταση, η κατάληξη της απρόσμενη.
– Στο έργο «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι» παρουσιάζονται οι μηχανισμοί που φέρνουν ανθρώπους σαν τον Χίτλερ στην εξουσία. Χρειάζεται ένα «τσαφ» ενός εύφλεκτου υλικού για να βρεθεί ένας νέος Χίτλερ σε ηγεμονική θέση ή είναι μια διαδικασία που μπορεί να δημιουργήσει τέτοιες φιγούρες και τέτοια περιθώρια ώστε να ξαναζήσουμε την ιστορία;
Αυτό που καταλαβαίνω εγώ από τη ροή της παράστασης και από την εξαιρετική δραματουργική επεξεργασία της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου και του Άρη Μπινιάρη είναι ότι μια τέτοια κατάσταση σιγοβράζει για πολύ καιρό και αυτό είναι το επικίνδυνο. Δεν είναι μια εκτόνωση της μιας στιγμής. Τον πρώτο καιρό μελέτησα αρκετά για την άνοδο του Αδόλφου όμως κάποια στιγμή σταμάτησα γιατί ο ρόλος δεν είναι αυτός οπότε δεν έπρεπε να ταυτιστώ ούτε να αντιγράψω τον ίδιο. Είχε νόημα όμως ότι είδα την πορεία του και την πορεία των πραγμάτων και εκεί διαπίστωσα ότι όλο αυτό που έγινε τότε χτίστηκε σιγά σιγά πάνω στον φόβο, κυρίως, και στις δυσκολίες των ανθρώπων. Στην αρχή μάλιστα ο Αδόλφος έλεγε ότι θα στηρίξει τον πεινασμένο λαό όπως δηλαδή έγινε και εδώ με την άνοδο της Χ.Α. Θυμάμαι ότι άκουγα ηλικιωμένους να λένε «Καλά λένε οι άνθρωποι, εδώ φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε». Ο Αρτούρο, ο γκάνγκστερ που υποδύομαι, μιλάει για το φόβο αλλά είναι φόβος που ο ίδιος έχει προκαλέσει˙ και ο άλλος το ίδιο έκανε. Ο Αρτούρο, όπως και ο Χίτλερ, πριν γίνει ό,τι έγινε ήταν ένας τίποτας. Είδα ένα ντοκιμαντέρ για τον Χίτλερ και με συγκλόνισε μια φράση που είπε «και τότε κατάλαβα ότι μιλώντας έχω επιρροή στον κόσμο». Αυτό ήταν το κομβικό σημείο.
– Πολλοί άνθρωποι έχουν τάση να αλλάζουν και να προσαρμόζουν τον τρόπο που μιλάνε ή γράφουν -αν μιλάμε για social media- όταν αποκτούν «αυλή».
Ναι, και το η «γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει» είναι το πιο ταιριαστό απόφθεγμα γιατί το τι δύναμη έχει ο λόγος και πώς μπορεί να επηρεάσεις με αυτόν τους ανθρώπους εμείς ειδικά οι ηθοποιοί το βλέπουμε συνέχεια. Ακόμη και σε μια απλή κοινωνική συναναστροφή αν πεις σε κάποιον «πω, πω είσαι κίτρινος», ακόμη κι αν δεν είναι θα κιτρινίσει. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όταν απευθύνεσαι σε πολλά άτομα, η μάζα είναι επικίνδυνο πράγμα. Τα τελευταία χρόνια ξεκαθάρισα μέσα μου ότι επειδή κάποιος είπε κάτι δεν σημαίνει ότι ισχύει. Είναι πολύ εύκολο να μας πείσει κάποιος γιατί το έχουμε ανάγκη να συσπειρωθούμε καθώς ο καθένας μόνος του είναι πιο φοβισμένος. Αν πουν 100 άνθρωποι τώρα «αυτή η κυβέρνηση είναι η καλύτερη/χειρότερη» θα βρεθεί πολύς κόσμος απλώς να πει «ναι, ναι» χωρίς καθόλου να έχει φιλτράρει αυτό που άκουσε. Αυτό το έχει αποδείξει η ιστορία επανειλημμένα αλλά ο Χίτλερ ήταν ο κορυφαίος στη χειραγώγηση αφού κατάφερε να σκοτώσει εκατομμύρια ανθρώπους μόνο με τα λόγια του. Κάτι συμβαίνει όταν ομαδοποιούνται οι άνθρωποι και σχεδόν αμέσως οπαδοποιούνται. Η μάζα είναι μια προσωπικότητα μόνη της, φτιαγμένη από πολλές κυτταρικές προσωπικότητες.
– Συνήθως στην εφηβεία είναι μια τάση που έχουμε πολύ, θέλουμε να ανήκουμε σε ομάδες. Εσύ την πέρασες αυτή τη φάση;
Όχι, ήμουν μακριά απ’ όλα αυτά. Ενστικτωδώς κάπως με ξένιζε και απέφευγα τέτοιου είδους ομαδικά ξεσπάσματα. Εντάξει, φοβόμουν και τον πατέρα μου, όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Το έβλεπε πιο εγωιστικά, δηλαδή «επειδή κάποιος είπε να κάνουμε αυτό εγώ πρέπει να το κάνω;».
– Η απολυταρχία, η μαζικοποίηση, η διαφθορά της εξουσίας είναι από τα αγαπημένα θέματα του Άρη Μπινιάρη. Επίσης, εστιάζει πολύ στον ρυθμό στις δουλειές του. Έχουμε και εδώ αυτό το μοτίβο;
Εννοείται. Κάναμε πρόβα πριν κανένα μήνα και μου λέει «Μπράβο, πάμε τώρα αργά αλλά γρήγορα. Το ξέρω ότι σου ακούγεται σχιζοφρενικό» και του απαντάω «όχι, όχι». Κι εγώ είμαι πολύ συνδεδεμένος με τον ρυθμό κι εκεί κολλήσαμε πολύ με τον Άρη. Παρότι δεν ξέρω να παίξω κάποιο μουσικό όργανο, ούτε ξέρω να παίζω μουσική, ακούω πολλή και όταν διαβάζω ένα κείμενο ακούω νότες, αξίες και ρυθμό πέρα των λέξεων. Ο Άρης φροντίζει πολύ τον ρυθμό και τις σιωπές και μας κρατάει όλους κουρδισμένους γιατί αλλιώς καταρρέει το πράγμα. Είναι σαν ένα ρολόι που κάθε γρανάζι παράγει τον δικό του ήχο.
– Πώς κουρδίζεται όμως το ρολόι;
Αν κάθε γραναζάκι ξέρει καλά τη δουλειά του. Όμως επειδή άνθρωποι είμαστε και όχι μηχάνημα πρέπει να υπάρχει ένας Άρη απ’ έξω και να το φέρνει εκεί που πρέπει. Εγώ συνηθίζω να παίρνω φωτιά και να πηγαίνω λίγο πιο γρήγορα. Όταν τελειώνουν οι πρόβες και αρχίζουν οι παραστάσεις, δηλαδή όταν μπαίνει ο παράγοντας θεατές τότε πια είναι άλλο ζήτημα γιατί και ο κόσμος φέρνει το δικό του vibe. Στην πραγματικότητα πρόκειται για work in progress.
– Με τα χρόνια έχεις μάθει να αντιλαμβάνεσαι και να διαχειρίζεσαι πιο εύκολα το vibe του κοινού;
Ναι. Κάπως το ήξερα ούτως ή άλλως, μάλλον ήταν έτσι το application μέσα μου, με τον καιρό όμως άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα και να το «ακούω». Το νιώθω το κοινό, χωρίς να τους βλέπω, νιώθω για παράδειγμα αν βαριούνται οπότε πρέπει να δώσω ταχύτητα για να τους σηκώσω πάλι. Ένας γιατρός μου έλεγε κάποτε ότι η ίδια η ζωή είναι ρυθμός, αν η καρδιά δεν χτυπάει με έναν ορισμένο ρυθμό δεν ζεις.
– Είσαι μελετηρός; Σ’ ακούω και παρατηρώ ότι έχεις επεξεργαστεί μέσα σου πολλά πράγματα που αφορούν το θέατρο, και όχι μόνο, αλλά είπες «μάλλον ήταν έτσι το application μέσα μου».
Δεν είμαι πολύ μελετηρός αλλά είμαι πολύ δουλευταράς. Μπορεί να μην κάτσω να το διαβάσω πολλές φορές αλλά θα κάτσω να το κάνω ένα εκατομμύριο φορές. Είμαι επίμονος με την επανάληψη και έχω διαπιστώσει ότι κάποια στιγμή «θα κάτσει». Υπάρχει ένα πράγμα στους ηθοποιούς, ότι αν κάτσουν και διαβάσουν πολλά πράγματα μετά θέλουν να τα δείξουν όλα και τότε αρχίζει η υπερβολή. Επειδή εγώ είμαι ένας τέτοιος υπερβολικός τύπος, ξέρω να με φιλτράρω χωρίς αυτό να είναι δικαιολογία για να μην μελετήσω.
– Μήπως η παρατήρηση των άλλων είναι η σημαντικότερη μελέτη;
Εγώ αυτό δεν το θεωρώ μελέτη γιατί το κάνω ούτως ή άλλως. Παρατηρώ τους συμπαίκτες μου, τους ανθρώπους γύρω, τα βράδια που δούλευα, τον κόσμο. Γι’ αυτό και μπορώ να λέω ωραία τις ιστορίες γιατί αποθηκεύεται ακριβώς μέσα μου ο τρόπος με τον οποίο βλέπω τους ανθρώπους, το πώς κινούνται, το σώμα. Καμιά φορά βλέπω και πράγματα που δεν μπορώ να διαχειριστώ, για παράδειγμα μια μικρή δυσφορία ή έναν μικρό ενθουσιασμό που ο άλλος θέλει να κρύψει αλλά φαίνεται. Αυτό και στη σχέση μου με τους θεατές ισχύει, ακόμη και όταν είναι στο σκοτάδι. Νιώθω ένα «βουυπ» και ότι τους έχω χωρίς να γίνεται κάποια ιδιαίτερη κίνηση.
– Σε επηρεάζουν εκείνες οι βραδιές που αισθάνεσαι ότι «δεν το έχεις» το κοινό;
Παλιότερα ήμουν πιο δραματικός, τώρα καταλαβαίνω ότι δεν είναι το τέλος του κόσμου. Μια γνωστή μου είχε έρθει μετά την παράσταση “Mute” και άρχισε να μου λέει παρατηρήσεις και διάβαζε σημειώσεις της, χωρίς να τη ρωτήσω τη γνώμη της, γιατί όταν θέλω να την μάθω απλώς ρωτάω. Της εξήγησα λοιπόν ότι υπάρχουν ημέρες που δεν είναι καλός ο ηθοποιός και μέρες που δεν είναι καλός ο θεατής. Γιατί αν έχει έρθει ο άλλος από το σπίτι του κουρασμένος ή αρνητικός δεν μπορώ να κάνω κάτι.
– Κι εγώ πολλές φορές πάω κουρασμένη και σκέφτομαι ότι το αδικώ αυτό που συμβαίνει τώρα.
Αν έχεις τη συνειδητότητα ότι μπορείς να το αδικείς πάλι καλά.
– Ναι, αλλά αδικώ και εμένα γιατί πάω θέατρο για να το ευχαριστηθώ.
Εγώ πολλές φορές έχω πάει ανάποδα και έχω φύγει ίσια.
– Θεραπευτικό.
Πολύ.
– Τι σε συγκινεί ως θεατή;
Η συλλογικότητα, όταν βλέπω τους ηθοποιούς να συντονίζονται όλοι μαζί πάνω στη σκηνή συγκινούμαι. Έχω δει πολλά παιδικά και κλαίω μόνος μου. Αλλά και σε βραδινές παραστάσεις το πώς συντονίζονται τόσοι άνθρωποι, που μπορεί να μην ταιριάζουν, μπορεί να μην το ένα, να μην το άλλο αλλά παρ’ όλα αυτά ξεχνούν τα δικά τους και βρίσκουν κοινό τόπο προκειμένου να συντονιστούν εμένα με συγκινεί τρομερά.
– Όταν έρχεται κάποιος θεατής να σου μιλήσει και μπορεί να σου πει ότι κάποια θεατρική σου στιγμή τον σημάδεψε, ότι δεν μπορεί να ξεχάσει το συναίσθημα που ένιωσε τότε πώς αντιδράς;
Με τιμά και το αποδέχομαι. Παλιότερα είχα ένα τζάμι μπροστά, σκεφτόμουν «γιατί το κάνει αυτό;» αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι είναι μια ανάγκη των ανθρώπων να ταυτιστούν με ιστορίες, το έσπασα λοιπόν το τζάμι.
– Τι σε έκανε να το σπάσεις;
Η ζωή. Με βοήθησε μια βασική σκέψη που την μεταφέρω κι εγώ σε πολύ νεότερους που αντιδρούν όπως εγώ παλιότερα. Λέω «κάνε τη σκέψη ότι ο άλλος ήταν σπίτι του, ντύθηκε, μπήκε στο λεωφορείο ή πήρε τ’ αυτοκίνητο του, μπορεί και να τον έφεραν χωρίς να πολυθέλει, ίσως προτιμά να είναι αλλού, έκατσε, περίμενε το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο κουδούνι. Είναι μια ταλαιπωρία όλο αυτό, πλήρωσε για να μας δει». Κι εγώ ως θεατής δεν πάω ποτέ να βρω τα λάθη στις παραστάσεις των άλλων, αφού δεν είμαι και πολύ μελετηρός δεν τα ξέρω κιόλας , αν είναι ένα έργο που έχω δει ή διαβάσει πριν πολλά χρόνια σιγά μην θυμάμαι, κι αυτό είναι καλό γιατί υπάρχει σασπένς, νιώθω σαν παιδάκι που αναρωτιέται «μετά τι γίνεται;». Εμένα με συγκινεί αυτό το πράγμα, ξέρω λοιπόν ότι συγκινεί και τον κόσμο που πάει θέατρο χωρίς να είναι ηθοποιοί.
– Έχεις σκεφτεί ποτέ μέχρι πότε θα κάνεις αυτή τη δουλειά;
Θα ήθελα να πάω μέχρι τέλους μου μέσα εκεί, να πω δηλαδή εγώ «σταματάω». Χαίρομαι που με έχει πάει, μέχρι στιγμής, πολύ αργά το ανέβασμα και δεν έπαιζα από μικρός μεγάλους ρόλους γιατί κάποια στιγμή φτάνεις 45 και έχεις φτάσει ταβάνι και δεν έχει νόημα. Τώρα είμαι 42, είμαι ακόμη στο ανέβασμα και χαίρομαι. Για το μέλλον σκέφτομαι ότι θα ήθελα να είχα την οικονομική άνεση να κάνω μία σεζόν, να κάνω ένα πράγμα τη φορά και να κάθομαι το καλοκαίρι. Μ’ αρέσει πολύ να ασχολούμαι με σπίτια, χώρους, τακτοποίηση, σκαλίσματα, όλα αυτά με ηρεμούν. Όμως όλο το άλλο με εξιτάρει πολύ, προς το παρόν το θέλω και με κρατάει ζωντανό. Θέλω να μεγαλώσω ωραία, δεν έχω κανένα άγχος να μείνω νέος. Είμαι απ’αυτούς που θέλω να μεγαλώσω και πιο γρήγορα για να πέσει αυτό της εφηβείας, που δεν πάει βέβαια μόνο με την ηλικία. Τώρα αν με βάλεις να παίξω έναν παππού, εντάξει θα με βάψουν, θα με ετοιμάσουν εξωτερικά αλλά το εσωτερικά είναι άλλο πράγμα. Η λέξη «έρωτας» αλλιώς χτυπάει στα 19 όταν είσαι στη σχολή, αλλιώς στα 42 που έχεις απογοητευθεί από πολλούς έρωτες άρα είναι ίδια λέξη, άλλη δόνηση. Εγώ ξέρω τον έρωτα στα 19, στα 42 και θέλω να μάθω τι είναι ο έρωτας στα 80.
Info: «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι», του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης. Παίζουν: Γιώργος Χρυσοστόμου, Γιάννης Αναστασάκης, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Μαρία Παρασύρη, Σωκράτης Πατσίκας, κ.ά.Χώρος: Θέατρο ARK, Δροσοπούλου 197, Εισιτήρια:20€ κανονικό, 18€ φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω 65 ετών. Από 23 Ιανουαρίου.