Με τον Γιάννη Τσορτέκη καθόμαστε στον εξωτερικό χώρο ενός καφέ επί της οδού Λουΐζης Ριανκούρ, πολύ κοντά στον μετρό της Πανόρμου. Μέχρι να παραγγείλουμε και να έρθουν οι δύο ζεστές σοκολάτες μας αλλά και σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης πολλοί από τους περαστικούς κοντοστέκονται ή στρέφουν προς εμάς το κεφάλι τους για να σιγουρευτούν ότι μόλις αντίκρυσαν τον Χαράλαμπο του “Maestro” και τον Γιώργη του «Αυτή η νύχτα μένει». Όσοι τον παρακολουθούμε χρόνια στο θέατρο και στον κινηματογράφο ξέρουμε πόσο συγκλονιστικός ηθοποιός είναι και πόσο η φυσιογνωμία του είναι από αυτές που δεν ξεχνάς ποτέ.
Η επιτυχία των δύο σειρών τον έκανε δημοφιλή στο πλατύ κοινό όμως ο Γιάννης Τσορτέκης βρίσκει σε κάθε μέσο τον δικό του τρόπο να αυτό-αναφλεγεί. Εμπιστεύεται το ένστικτό και τη διαίσθησή του, δεν παίρνει λογικές αποφάσεις όσον αφορά την Τέχνη, αφήνεται στους ανοιχτούς δρόμους και εξασκεί το «ερωτοτροπείν» σε κάθε έκφραση της ζωής.
Λίγο πριν πατήσω το record για να ηχογραφήσω τη συνομιλία μας πλησιάζει μια ηλικιωμένη γυναίκα που πουλάει κομποσκοίνια και βραχιολάκια. Τον αναγνωρίζει «Σε βλέπω στην τηλεόραση, είσαι πιο ωραίος από κοντά», ο Γιάννης αγοράζει ένα πολύχρωμο βραχιολάκι για την κόρη του και εγώ του λέω ότι ενώ είχα σκοπό να πιάσω από αλλού το νήμα της συζήτησής μας δεν μπορώ να παραβλέψω αυτό που μόλις έγινε. Χαμογελάει και λέει: «Ξεκίνα όπως θες. Ακολουθούμε όπου μας πάει η ζωή».
– Ήσουν αφοσιωμένος αποκλειστικά στο θέατρο. Φέτος συμμετέχεις σε δύο από τις πετυχημένες τηλεοπτικές παραγωγές. Πώς προέκυψε αυτό;
Η εμμονή μου με το θέατρο ήταν αυστηρή γιατί αυστηρή ήταν η συνθήκη μου. Δεν μπορούσα να είμαι κι εδώ κι εκεί. Έτσι είμαι σε όλες τις σχέσεις μου με τα πράγματα. Το ότι αυτή τη στιγμή συνυπάρχουν θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση δεν είναι «εδώ κι εκεί», είναι «ένα». Σιγά σιγά αυτό άρχισε να γίνεται ένα και να διευρύνεται. Όλο αυτό άρχισε να κερδίζει το χώρο του.
– Ποιος είναι ο χώρος του;
Ξεκινάει από τον κινηματογράφο που έχει αυτό το εφήμερο της στιγμής που πραγματοποιείται μια λήψη. Αυτό για έμενα ήταν ένα μεγάλο σοκ γιατί δεν έχει καμιά σχέση με τη μακρά διάρκεια των προβών του θεάτρου και των παραστάσεων, που παρότι είναι κάτι το ζωντανό, επαναλαμβάνονται κάθε βράδυ. Είναι εντελώς διαφορετική διαδικασία σε ότι αφορά τη δική μου λειτουργία. Σταδιακά άρχισα να εξοικειώνομαι με το στοιχείο του ακαριαίου -ό,τι γυρνάγαμε δεν το ξαναγυρνάγαμε γιατί απλώς πηγαίναμε στην επόμενη σκηνή- κι όλο αυτό είχε μια συμπυκνωμένη ένταση, ένα παρόν εξαιρετικά ενεργό που με ερέθιζε και με ερεθίζει πάντα. Στο τέλος κάθε λήψης μαθαίνεις ότι πρέπει να επιβιώσεις και να συνεχίσεις αμέσως μετά σαν κανονικός άνθρωπος κάτι που η παραμυθία του θεάτρου, που μπαίνεις και βγαίνεις από τη συνθήκη κάθε βράδυ, δεν στο μαθαίνει.
– Με την τηλεόραση τι συμβαίνει;
Η εμπλοκή μου με την τηλεόραση έχει αυτό το τρομακτικά γοητευτικό στοιχείο. Ό,τι βλέπει ο θεατής και αυτό που μένει ως επεισόδιο είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει κατά τη δική μου λειτουργία, όταν δηλαδή το φτιάχνουμε. Εκείνη η στιγμή έχει ένα παρόν στο οποίο αναφλέγεσαι, τεκμηριώνεσαι ως προς αυτό και παύεις να υπάρχεις γιατί σου ζητείται να είσαι το ίδιο φλεγόμενος την επόμενη και την μεθεπόμενη στιγμή. Αυτό δεν μια φλόγα που διαρκεί, είναι μια φλόγα που γεννάται εκ του μηδενός, κάθε στιγμή κι αυτό είναι συγκλονιστικό. Η ταχύτητα της τηλεόρασης δημιουργεί μια υπερένταση που κινεί και συντονίζει το σώμα σε μια κατάσταση που γεννά συνεχώς και αντιδρά με αδρεναλίνη. Αν το συνεργείο -που είναι οι μαγικοί συντελεστές πίσω από αυτό που βλέπουμε- δεν είναι εκεί και δεν συντονίζεται, καθαρά σωματικά, απολαμβάνοντας να είναι εκεί με τον ίδιο τρόπο που το απολαμβάνω κι εγώ, το αποτέλεσμα δεν θα είναι αυτό. Εκεί νομίζω ότι διαφοροποιείται μια σειρά από μια άλλη και όχι τόσο στο σενάριο, αν και σίγουρα ένα καλογραμμένο σενάριο συμβάλλει πολύ. Το πόσο όμως είναι μια γροθιά οι συντελεστές, πίσω από αυτό που βλέπουμε, κάνει τη διαφορά. Αυτό που βλέπει ο θεατής είναι η συνισταμένη όλων μας, για παράδειγμα ο τρόπος που αγαπάω εγώ τον ηχολήπτη και με αγαπάει κι αυτός πίσω είναι ο ήχος που ακούει ο θεατής. Και λέω τη λέξη αγάπη με την κυριολεξία της φροντίδας, του σεβασμού και της αλληλοεκτίμησης. Δεν γίνονται τυπικά τα πράγματα. Καθόλου δεν είναι έτσι τυπικά, όπως δεν είναι έτσι και αυτή τη στιγμή που μιλάμε μεταξύ μας.
– Είχες πει με αφορμή τον ρόλο σου στην «Πράσινη Θάλασσα» ότι «οι πληγωμένοι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί».
Είμαστε όλοι πολυτραυματίες. Τα τραύματα ανοίγουν έναν χώρο. Αυτός ο χώρος είναι μέσα μας, είναι ο χώρος που μπορεί να συν-χωρέσει κάτι άλλο. Αυτή είναι η αντίληψη που έχω για τη συγχώρεση. Συγχώρεση δεν είναι η λέξη αλλά ο χώρος που ανοίγω προς τον άλλον. Η συγχώρεση που εγώ ζητώ είναι ο χώρος που θα ανοίξει για να λυτρωθώ ως το σφάλμα που ήμουν ή είμαι απέναντι σε εσένα. Αυτό το άνοιγμα συμβαίνει όταν έχεις εμπειρία του τραύματος. Όταν έχεις εμπειρία ξέρεις πως όπως συνέβη σε εσένα έτσι μπορεί να συμβεί και σε άλλον. Μετά γίνεσαι ένας ευαίσθητος δέκτης μιας διαίσθησης που αφορά αυτά με τα οποία μπορείς να συναντηθείς. Ας πούμε ο Γιώργης, από το «Αυτή η νύχτα μένει» είναι ένας τέτοιος άνθρωπος για αυτό μπορεί να του συμβεί η Νίτσα. Στη Νίτσα αναγνωρίζει διαισθητικά, και όχι λογικά, αυτή την ευαισθησία, αυτή την δυνατότητα ανοίγματος ανεξαρτήτως αν αυτή αντιστέκεται, αμύνεται ή δεν θέλει. Δεν έχει σημασία αυτό, εγώ μιλάω για το πώς ο Γιώργης τη βλέπει.
– Ποιοι άνθρωποι φτάνουν να βλέπουν τα πράγματα έτσι;
Αυτό συμβαίνει στον κάθε άνθρωπο αλλά όχι με τη λογική. Αυτό που λειτουργεί αλάθητα είναι η διαίσθηση και το ένστικτο. Κάθε ευαίσθητος άνθρωπος κινείται με αυτά. Δεν τίθεται θέμα εγκυκλοπαιδικής παιδείας αλλά ουσιαστικής.
– Τι σημαίνει ουσιαστική παιδεία;
Πόσο εμμονικά επαναλαμβάνεσαι μέσα στα ίδια πράγματα που κάνεις για να μπορέσεις να βρεις τη δικαίωσή σου και να προχωρήσεις παραπέρα. Μετά ίσως να έρθει εκείνη η στιγμή, δεν είναι σίγουρο γιατί πιθανόν να μην μπορείς να τη δεις ή γιατί απλά δεν θα έρθει. Αλλά αν συμβεί μια τέτοια διαισθητική στιγμή τότε νομίζω πως διαταράσσεται όλο το σύμπαν του ανθρώπου, εκεί μένει ενεός και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Σε μια τέτοια στιγμή τον κυριεύει στην κυριολεξία της η λέξη δέος, όπως μας έρχεται από την αρχαία ελληνική γραμματεία, δηλαδή η αδυναμία του ανθρώπου να ερμηνεύσει τη φύση και να την εκλογικεύσει. Στη συνέχεια με εκπτώσεις των συμφώνων η λέξη δέος έγινε θεός και πήρε άλλη, επαγγελματική, κατεύθυνση. Το δέος λοιπόν είναι η συνάντηση του ανθρώπου με αυτό το άγνωστο που είναι η Φύση, ως φύση των πραγμάτων. Εκεί έρχεται η διαίσθηση. Αλλά όταν ζούμε μέσα στις πόλεις και η δυνατότητα να δούμε τον ουρανό αφορά μόνο το άγχος μας αν θα βρέξει και φάμε καμιά γλίστρα στο πεζοδρόμιο αυτό χάνεται ως ικανότητα λόγω έλλειψης της εξάσκησης στην καθημερινότητα.
– Για κάποιο λόγο στο μυαλό μου καθώς σε βλέπω και σε ακούω σκέφτομαι ότι θα μπορούσες να ήσουν χειροτέχνης.
Μα ναι. Η φύση μου είναι το τσαπί και η γη. Η φύση μου είναι η χειροτεχνία. Γιατί εκεί το σώμα λειτουργεί όχι μηχανικά αλλά ως μηχανική. Το σώμα δηλαδή μηχανεύεται τον τρόπο επιβίωσης του και εκεί δεν προλαβαίνει να παρεισφρήσει η λογική του «γιατί σκάβω».
– Πού έχεις μεγαλώσει;
Στην Αθήνα. Αλλά οι ρίζες του πατέρα μου είναι από τη Καστάνιανη στο Πωγώνι, στα σύνορα, και από της μάνας μου από την Αρτοτίνα, στα ορεινά της Φωκίδας. Όταν πήγαινα εκεί ως παιδί όλο έξω ήμουν, στα έλατα, στους κέδρους, δεν υπήρχαν παιχνίδια. Ακολουθούσα τι έκαναν τα άλλα παιδιά, έτσι κοινωνικοποιήθηκα, έτσι έμαθα εκείνη τη ζωή. Ξέρεις τι είχε αυτή η ζωή; Τη μυρωδιά από τους φούρνους στα σπίτια που έψηναν το ψωμί, που την μύριζες, σε έκοβε η λόρδα και πήγαινες σα ζητιανάκι στη γιαγιά για να σου κόψει το καυτό το ψωμί βάζοντας από πάνω πρόβειο βούτυρο, που έλιωνε στη στιγμή, και ζάχαρη. Αυτό ήταν αμβροσία. Αυτή η πληροφορία καταγράφεται. Η απομόνωση των ανθρώπων στις πόλεις οδηγεί στο να μην ασκούμαστε στο ερωτοτροπείν. Εάν ο άλλος δεν μπορεί να φυτέψει μια ριζούλα βασιλικό, να την ποτίζει, να τη βλέπει να μεγαλώνει πώς θα δουλέψει μια σχέση ανθρώπινη; Δες τα ξερά φυτά στα μπαλκόνια για να καταλάβεις πόσο αποξηραμένη είναι η ζωή των ανθρώπων.
– Ο Χαράλαμπος του “Maestro” μοιάζει να είναι το ακριβώς αντίστροφο του Γιώργου του «Αυτή η νύχτα μένει».
Δεν μοιάζει, είναι το ακριβώς αντίθετο. Για εμένα ήταν πολύ δύσκολο να τον προσεγγίσω για να μη βγει καρικατούρα. Όλοι οι ρόλοι είναι δύσκολοι και επικίνδυνοι, αυτός ο συγκεκριμένος είχε τη δυσκολία ότι δεν μπορούσα να συναντηθώ με κανένα θετικό σημείο αυτού του ανθρώπου. Το μόνο θετικό σημείο ήταν πως είναι άνθρωπος, ως οντότητα. Δεν είχα κανένα θετικό πρόσημο, εγώ ως Γιάννης δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω σε τίποτα. Το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος που έχει υποστεί βία τη συντηρεί και την αναπαράγει με έκανε να μην ξέρω πώς να αντιδράσω.
– Ηθικά;
Πρωτίστως, ηθικά. Είμαι αντίθετος σε όλα μου με τον τρόπο που σκέπτεται και δρα αυτός ο άνθρωπος. Δεν έχουμε κανένα κοινό σημείο. Μετά ήταν θέμα επαφής με τον Χριστόφορο (Παπακαλιάτη) που το πήγαινε βήμα βήμα. Μάλλον με βοήθησε το γεγονός ότι τα γυρίσματα έγιναν στους Παξούς και εκεί βρέθηκα για μεγάλο διάστημα μόνος μου, μακριά από τους δικούς μου ανθρώπους. Λειτούργησε σε εμένα υπέρ μου αυτή απομόνωση ακόμη και το τυχαίο του γεγονότος ότι έμενα παραέξω από τη Λέκκα που έμεναν οι υπόλοιποι και έτσι σταδιακά μείωσα τις κοινωνικές συναναστροφές μου. Mε βοήθησε να τον προσεγγίζω το ότι δεν είχα έναν άνθρωπο να πω «καλημέρα».
– Ίσως από εκεί ξεκινάει η βία, από την ρήξη με όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Από την ρήξη με τα «όλον».
– Παρακολούθησα την άνοιξη την «Αντιγόνη» του Ανούιγ σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα, που συνεχίζεται και φέτος. Σκεφτόμουν ότι ο τρόπος που ερμήνευες ήταν τόσο αληθοφανής και έντονος που πρέπει να καταντάει βασανιστικό για εσένα.
Ψυχαναλυτική είναι πάντα η προσέγγιση. Δεν μπορώ να μάθω τα λόγια και να βγω να τα πω, απλώς δεν μπορώ. Πρωταρχική μου συνθήκη είναι το «είμαι ό,τι λέω». Αφού λειτουργεί έτσι αυτό το «ό,τι λέω» πρέπει να είναι βαθιά μου συνείδηση, δεν εννοώ λογική συνείδηση αλλά βιολογική. Πρέπει ό,τι λέω να είναι σώμα μου. Τα πάντα είναι υπό συνθήκες και το κάθε τι χρειάζεται μια επιστημονική, καθαρά ερευνητική προσέγγιση. Από εκεί ξεκινάω διερευνώντας το περιβάλλον. Τα πάντα είναι μέσα, όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, το πού μπορώ να πάει το μυαλό μου, πού μπορώ να ταξιδέψω, από τι μπορεί να ερεθιστώ ώστε να συγκροτείται κάθε φορά όλο αυτό το υλικό σε σώμα. Κάθε παράσταση είναι διαφορετική όπως κάθε λήψη είναι διαφορετική και όλο αυτό εξελίσσεται. Ψυχαναλυτικά, κάθε άνθρωπος είναι ένα σύμπαν στο οποίο συντρέχουν όλες οι παράδρομοι, όλες οι πιθανότητες. Κάποια στιγμή επιλέγεται από κάτι ο άνθρωπος αυτός να συμπεριφέρεται ως μια δυνατότητα. Αυτό συμβαίνει και στο θέατρο: το πώς η δική μου δυνατότητα ένα συγκεκριμένο βράδυ συναντάται με τη δική σου μία δυνατότητα ως θεατή το ίδιο συγκεκριμένο βράδυ.
– Ποιος είναι ο στόχος για τον καλλιτέχνη;
Αυτός που θα αναγνωρίσει ο καθένας ξεχωριστά. Είναι πολύ μοναστική υπόθεση η Τέχνη, δεν είναι κοινωνική συναναστροφή σε καμία περίπτωση. Δεν υπάρχει χρόνος να αναλώνεσαι σε κοινωνικότητες. Θα στο πω πώς το βιώνω εγώ: Δεν έχω ιδέα πότε θα ερωτοτροπήσει μέσα μου μια σκέψη γιατί δεν έρχεται ποτέ με τη λογική αλλά από μια εικόνα, μια μυρωδιά, μια συνάντηση. Ποτέ δεν έχω πει «τώρα θα κάνω μια παράσταση». Δεν είναι ότι δεν θέλω, είναι ότι δεν μπορώ ως σώμα, όχι ως μυαλό. Όταν αρχίζει και φωλιάζει μέσα μου ένα ερέθισμα τότε συμβαίνει κάτι τρομερό στο σώμα μου, που μέσα στα χρόνια το έχω καταλάβει, το νιώθω και το βιώνω με τέτοιο τρόπο που είμαι πολύ ήσυχος. Ώρα με την ώρα, μέρα με την ημέρα αρχίζω και κλείνομαι, απομονώνομαι και βιώνω μια κυοφορία ακριβώς με την έννοια της εγκυμοσύνης της γυναίκας. Συμβαίνει κάτι που αναστατώνει όλο μου το σώμα, την ιδιοσυγκρασία μου, την ψυχοσύνθεση μουυ και με κάνει να πορεύομαι προς αυτό. Όπως στη γυναίκα μέχρι τον ένατο μήνα ένα σύμπαν μέσα της ταράζεται, συγκρούεται, γιγαντώνεται, φουσκώνει και αλλάζει το σώμα για να υποδεχτεί αυτό το κάτι που είναι ζωή. Ακριβώς αυτό το πράγμα μου συμβαίνει.
Info: «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ στο «Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο». Πέμπτη έως Σάββατο στις 20.30 Κυριακή στις 19.00