Μοιάζει το όνομα του Γιάννη Στάνκογλου να είναι συνώνυμο της επιτυχίας. Το κοινό τον αναζητά, σπουδαίοι σκηνοθέτες τον εμπιστεύονται κι η καταξίωση ήρθε μέσα απ’ το σανίδι αλλά και απ΄την οθόνη χωρίς ιδιαίτερες φανφάρες αλλά με πολλή δουλειά.
Αυτό που σίγουρα θα παραδεχτεί κανείς είναι ότι ο Γιάννης Στάνκογλου είναι αφοσιωμένος εργάτης της υποκριτικής. Διαλέγει έξυπνα και σωστά τις δουλειές που κάνει, ομολογεί ότι πρέπει ως έλληνας ηθοποιός να κάνει πολλά μαζί για να ανταπεξέλθει σε μια δύσκολη καθημερινότητα και πάνω απ’ όλα ομολογεί πως δεν θέλει να επαναλαμβάνεται.
Αυτή την εποχή η παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη» ολοκληρώνει μια υπερ-επιτυχημένη, μεγάλη περιοδεία ανά την Ελλάδα και επιστρέφει στην Αθήνα για τις τελευταίες παραστάσεις. Παράλληλα ετοιμάζονται δύο τηλεοπτικές σειρές που μοιάζει να έχουν εξασφαλίσει το ραντεβού τους με το κοινό: η μία είναι το «Αυτή η νύχτα μένει» που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή (από όπου προέκυψε και η θρυλική πλέον ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου) και η δεύτερη είναι το «Μια νύχτα του Αυγούστου», που αποτελεί τη συνέχεια της σειράς-ορόσημο «Το Νησί». Κι επειδή μάλλον αυτά δεν του είναι αρκετά ο Γιάννης Στάνκογλου θα ενσαρκώσει τον Ζορμπά στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Κακλέας και θα παρουσιαστεί αυτό το φθινόπωρο στο «Θέατρον», Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος».
Ανάμεσα σε όλα αυτά βρήκαμε τον χρόνο να μας πει πώς κάθε φορά επιδιώκει να απομακρύνεται απ΄τον εαυτό του για να ανακαλύψει έναν καινούριο, διαφορετικό χαρακτήρα.
– Ήσουν εσύ που προσέγγισες τον Άρη Μπινιάρη και του πρότεινες να σκηνοθετήσει τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Ύστερα από δύο θριαμβευτικά καλοκαίρια με αποδοχή του κοινού και των κριτικών πόσο δικαιωμένος αισθάνεσαι γι’ αυτή σου την κίνηση;
Είναι αυτή η περίπτωση που ξεκάθαρα ισχύει το «Μας βγήκε», και δεν λέω «μου βγήκε». Είναι μια απόφαση που πήρα και χωρίς να έχω δει δουλειά του Άρη (Μπινιάρη) αλλά φυσικά είχα ακούσει διάφορα πράγματα. Στην ουσία αυτό που του είπα όταν τον προσέγγισα είναι ότι επειδή ο «Προμηθέας» είναι ένα στατικό έργο, εμείς μπορούμε να το κάνουμε κάπως διαφορετικά και να έχει αξία θέασης αυτή τη στιγμή, πέραν του να ακουστεί ο λόγος του Αισχύλου στη μετάφραση Γιώργου Μπλάνα. Από το αποτέλεσμα αποδείχτηκε ότι το ένστικτό μου καλά λειτούργησε, δουλέψαμε υπέροχα με τον Άρη και στην περιοδεία βλέπουμε ότι «περνάει» πάρα πολύ στον κόσμο η παράστασή μας. Κάθε φορά όταν τελειώνει είναι σαν να τελειώνει μια ροκ συναυλία και γι’ αυτό ο Άρης με πειράζει ότι αν έπαιρνα φόρα και πηδούσα στους θεατές θα με έπαιρναν κανονικά στα χέρια τους για να κάνω crowdsurf.
– Ενδιαφέρον αυτό που είπες περί στατικού έργου. Σκεφτόμουν ενώ σε έβλεπα σχεδόν ακίνητο και δεμένο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης σου ότι το σώμα σου συμμετείχε 100% σε αυτό που συνέβαινε και κέρδιζε τους θεατές μέσα από έναν δύσκολο αγώνα.
Νομίζω πως ναι και πιστεύω ότι λίγο πολύ έτσι έχει λειτουργήσει όλη η παράστασή μας. Ο θεατής εκτός του ότι ακούει τον λόγο του Αισχύλου, κατά κάποιο τρόπο παίρνει μέρος σε αυτό που συμβαίνει. Το καταλαβαίνω εκεί πάνω που βρίσκομαι στα τέσσερα μέτρα δεμένος και βλέποντας όλους τους θεατές μπροστά μου. Δεν μου έχει συμβεί σε πολλές παραστάσεις το κοινό να είναι τόσο προσηλωμένο. Επί μία ώρα και ένα τέταρτο που διαρκεί η παράσταση είναι όλοι εκεί 100%. Δεν συμβαίνει συχνά αυτό. Εντάξει, θα κάνεις δύο, τρεις ωραίες δουλειές αλλά απ’ αυτές που λέμε ότι «θα μείνουν» με κάποιο τρόπο είναι σίγουρα ο «Προμηθέας Δεσμώτης». Γι’ αυτό είναι μεγάλη μας χαρά όταν συμβαίνει.
Θεωρώ ότι η γενικά η τραγωδία έχει ανάγκη το σώμα και την πολλή έντονη ενέργεια. Λένε ότι κάποιοι ηθοποιοί δεν είναι για την Επίδαυρο ή για ανοιχτά θέατρα, ίσως επειδή χρειάζεται μια ολοκληρωτική επαφή με αυτό που κάνεις. Δεν μπορείς να «κλέψεις» σε αυτά τα κείμενα εάν όντως θέλεις να είσαι μέρος αυτού του λόγου. Ακόμη και όταν χρησιμοποιείς μικρόφωνο, κάτι που γίνεται και στη δική μας παράσταση, πρέπει να «ιδρώνεις τη φανέλα», πρέπει να πάλλεσαι εσωτερικά για να μπορέσει να ακουστεί ο λόγος.
– Δύο καλοκαίρια περιοδεία με τον «Προμηθέα» και μεγάλη περιοδεία. Φέρνει στο νου τα μπουλούκια, που μπορεί να μην τα έχουμε ζήσει αλλά ξέρουμε τι σημαντικό ρόλο έπαιξαν και για τους ηθοποιούς και για το κοινό της ελληνικής επαρχίας.
Βέβαια, παίζει μεγάλο ρόλο και το κοινό. Κάθε περιοχή και κάθε «φυλή» ανά την Ελλάδα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Αλλιώς είναι στον Έβρο, αλλιώς στην Καλαμάτα, αλλιώς στα Γιάννενα, αλλιώς στην Κρήτη. Αυτό ακριβώς δίνει και σε εμάς τροφή για πολλά πράγματα. Σε κάποιες πιάτσες, στους Φιλίππους για παράδειγμα, η σιωπή ήταν απίστευτη, ένιωθα ότι δεν κουνιόταν φύλλο. Πάντως πολύς κόσμος έχει έρθει και μου έχει πει «Τι κάνετε μετά απ’ αυτή την παράσταση για να ηρεμήσετε;».
– Αυτό είναι ένα καλό ερώτημα. Τι κάνεις μετά για να ηρεμήσεις;
Πίνω 1-2 ουισκάκια, τρώω ένα πιάτο καλό φαγητό, και συζητάω με την παρέα μου –είτε με τον θίασο είτε με τους φίλους που ήρθαν να δουν την παράσταση.
– Φαντάζομαι πώς ειδικά εκτός Αθηνών θα έρθει κι αρκετός κόσμος σε μια παράσταση για να δει απο κοντά τον ηθοποιό που έχει γνωρίσει κι αγαπήσει μέσα από την τηλεόραση και δεν έχει τακτικά τη δυνατότητα να τον δει σε μια θεατρική σκηνή, ίσως να δει ένα είδωλο, σε κάποιο βαθμό.
Το σημαντικότερο είναι το κάθε είδωλο, ας το πούμε έτσι ως εντύπωση που μπορεί να δημιουργείται μέσω της τηλεόρασης, να παρουσιάζει και κάτι που του λείπει του θεατή, δηλαδή να μην κάνει το ίδιο που κάνει και στην τηλεόραση. Αυτό για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Και δεν μιλάω μόνο από την οπτική της υποκριτικής αλλά γενικά για το ύφος της παράστασης που δεν θα είναι σώνει και καλά «εμπορική» όπως είναι μια τηλεοπτική σειρά.
– Έχουν πάντως κάνει την εμφάνισή τους σειρές που έχουν υψηλά στάνταρ από άποψη παραγωγής αλλά και συμμετοχής δυνατών ηθοποιών.
Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό συνέβαινε πάντα. Για παράδειγμα η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, που είναι μια εξαιρετική ηθοποιός, έχει κάνει τηλεόραση, ο Καταλειφός, ο Καφετζόπουλος και άλλοι φυσικά. Σε κάθε γενιά συμβαίνει αυτό. Τελικά δεν μπορείς να το αποφύγεις γιατί είναι μέρος της ζωής μας, μέρος της πραγματικότητας. Αν σου έρθει ένα πολύ ωραίο σενάριο στην τηλεόραση είναι εύκολο να πεις όχι. Και για οικονομικούς λόγους, για να «βγεις» δηλαδή γιατί κακά τα ψέματα δεν είναι εύκολη η ζωή, το νιώθουμε στο πετσί μας αυτό. Οι περισσότεροι ηθοποιοί κάνουμε τηλεόραση, θέατρο, κινηματογράφο και άλλα δεξιά κι αριστερά για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Αν καλούσαμε έναν αμερικάνο ηθοποιό «έλα να δεις τι κάνουμε οι έλληνες ηθοποιοί» θα μας έλεγε «τι κάνετε ρε σεις, είστε τρελοί;». Υπάρχουν πάρα πολλοί ηθοποιοί πια που για να τα βγάλουν πέρα παίζουν σε δύο σήριαλ. Σε λίγο νομίζω ότι δεν θα υπάρχει ο διαχωρισμός μεταξύ θεατρικών και τηλεοπτικών ηθοποιών.
– Εσύ τηλεοπτικά πού βρίσκεσαι;
Έχουμε ξεκινήσει τα γυρίσματα για το «Αυτή η νύχτα μένει» και για το «Μια νύχτα του Αυγούστου».
– Το «Αυτή η νύχτα μένει» βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή από όπου άντλησε το υλικό ο Νίκος Παναγιωτόπουλος για να γυρίσει την ταινία-ορόσημο;
Σωστά. Η σειρά δείχνει την επαρχία των μπουζουκιών τη δεκαετία του ’80. Έχουν γίνει μόδα τα ‘80ς, ξέρεις το ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ κι όλα αυτά. Είναι μια εποχή με πολλά μεταβατικά στάδια από όλες τις απόψεις, από αισθητική, από μουσική, μπήκαμε στην Ευρώπη, «Τσοβόλα δώστα όλα», λεφτά παντού, τα τρώμε για να έρθει μετά το 2010 για να μπούμε στην κρίση τη φοβερή. Εγώ στη σειρά παίζω τον δήμαρχο Αγρινίου, που συμμετέχει σε διάφορες ίντριγκες, στην αρχή δρα πολύ παρασκηνιακά αλλά εξελίσσεται με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο που μ’αρέσει πολύ γιατί είναι κάτι που δεν έχω κάνει ξανά στην τηλεόραση.
– Γενικά προτιμάς να δοκιμάζεις πράγματα που δεν έχεις ξανακάνει;
Πάντα, πάντα. Με κουράζει πολύ να κάνω πράγματα που είναι ίδια μεταξύ τους και έτσι να τυποποιηθώ.
– Στο «Μια νύχτα του Αυγούστου» επιστρέφεις όμως σε έναν απ’ τους πιο σημαντικούς σου ρόλους, εκείνον του Ανδρέα Βανδουλάκη, τον χαρακτήρα που γνωρίσαμε στο «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ.
Ακριβώς, άλλωστε πρόκειται για τη συνέχεια της ιστορίας του «Νησιού», όπως την έγραψε η ίδια η Χίσλοπ. Ο Βανδουλάκης έχει σκοτώσει τη γυναίκα του, είναι στη φυλακή, δεν τον έχει επισκεφθεί κανένας και εμείς βλέπουμε τη ζωή και το πώς σκέφτεται αυτός ο άνθρωπος και ποιος είναι. Είναι ωραίο που επιστρέφω γιατί είναι χαρακτήρας πάνω στον οποίο είχα δουλέψει πολύ. Υπάρχει ένας τρομερός σεβασμός μεταξύ των ανθρώπων που είχαμε δουλέψει τότε στο «Νησί», θεωρώ ότι είναι απ’ τις καλύτερες σειρές που έχω κάνει, για να μην πω η καλύτερη. Η σκηνοθέτρια του «Μια νύχτα του Αυγούστου» Ζωή Σγουρού ήταν βοηθός του σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη και έχει κάνει φοβερή δουλειά.
– Υπάρχουν ρόλοι που σου έχουν δώσει υποκριτικά εφόδια που μπορεί να χρησιμοποιήσεις σε μετέπειτα δουλειές σου;
Εννοείται. Αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων στη δουλειά μας. Σίγουρα προσπαθείς να φέρεις καινούρια πράγματα αλλά συγχρόνως κι εσύ ο ίδιος σαν εργαλείο είσαι μια συνέχεια αυτών που έχεις κάνει. Έχεις δηλαδή βάλει κάποια βέλη στην φαρέτρα της τεχνικής σου και από εκεί και πέρα προσπαθείς μέσα στον αγώνα να απομακρυνθείς απ΄τον εαυτό σου. Προσπαθώ να απομακρυνθώ απ’ τον Γιάννη Στάνκογλου, να μην γελάει και να μην περπατάει ο χαρακτήρας σαν εμένα ή σαν τον Στάνκογλου που έκανε το «Ταγκό των Χριστουγέννων» ή την «Πλατεία Αμερικής». Ναι, θέλω να είμαι διαφορετικός κάθε φορά.