Ένα ζήτημα απασχολεί μονίμως τον πολυπράγμονα Γιάννη Σκουρλέτη: Η αναζήτηση κάθε είδους ταυτότητας μέσα σε μια κοινωνία που εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Για τον ίδιο, όλοι οι καλλιτέχνες στην ουσία ένα έργο ζωής καταθέτουν και όλα τα υπόλοιπα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό. Προερχόμενος από μία οικογένεια της μεσαίας τάξης, ο Σκουρλέτης πολιτικοποιήθηκε στα νεανικά του χρόνια και βούτηξε για τα καλά στην τέχνη και τα διάφορα παρακλάδια της, από τα μουσικά και τα εικαστικά μέχρι την υποκριτική και τη σκηνοθεσία. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ίδρυσε την ομάδα bizoux de cant, παρουσιάζοντας τα έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων με μια «λοξή ματιά», όμως, αφού μόνο μέσω του «λοξού» – σύμφωνα με τον ίδιο – μπορούν να ειπωθούν πιο σωστά τα πράγματα. Τον συνάντησα στον χώρο που δουλεύει με την ομάδα του κάπου κοντά στο Μοναστηράκι. Ένας μεγάλος εναλλακτικός χώρος γεμάτος επί της παρούσης με πολλά αντικείμενα – τους πέτυχα και σε φάση ανακαίνισης. Αφορμή ήταν η παράσταση που ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ένα drag ορατόριο με τίτλο «Τραγούδια του ελληνικού λαού» και, εν προκειμένω, τα τραγούδια του Μικρασιάτη συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη ή Κώστα Γιαννίδη. Ο Σκουρλέτης και το επιτελείο του, ο βαρύτονος in drag Νίνα Νάη/ Γιώργος Ιατρού, η περφόρμερ Daglara και ο πιανίστας Γιώργος Ζιάβρας έστησαν μια παράσταση, βασισμένη σ’ ένα υπερκείμενο, και μία μουσική σύνθεση, ακόλουθη της μεγάλης πορείας του Κωνσταντινίδη.
• • •
– Σας βλέπω λίγο κουρασμένο ή ιδέα μου είναι;
Τώρα είμαι λίγο λαχανιασμένος, γιατί έτρεχα να βρω κάτι παρτιτούρες, που έπρεπε να τις έχω σήμερα.
– Του Κώστα Γιαννίδη παρτιτούρες;
Ναι, του Γιάννη Κωνσταντινίδη.
– Που μπορεί να βρει κανείς σήμερα παρτιτούρες του συνθέτη;
Μπορεί. Έχουν εκδοθεί οι παρτιτούρες του από τον Νάκα και υπάρχει κανονική βιβλιογραφία. Εμένα με ενεργοποίησε αυτή η διπλή ταυτότητα του Κωνσταντινίδη. Ένα πρόσωπο που αλλάζει τ’ όνομα του και από Κώστας Γιαννίδης γίνεται Κωνσταντινίδης.
– Σωστά, ως Κωνσταντινίδης υπόγραφε τα κλασικά του έργα, ενώ ως Γιαννίδης τα ελαφρολαϊκά τραγούδια του.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ζωή αυτού του ανθρώπου. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, φεύγει για το Βερολίνο και διαγράφει μια δική του πορεία. Επιστρέφει στην Ελλάδα κι αρχίζουν να τον απασχολούν διάφορα θέματα. Πάντα η ιστορία των ανθρώπων πάει μαζί με την ιστορία του τόπου τους κι αυτοί έζησαν στα πέτρινα χρόνια μιας Ελλάδας που έψαχνε να βρει τις ταυτότητες της, την ουσία της – αν υπάρχει τέτοιο πράγμα βέβαια.
– Έχει αφήσει απογόνους ο Γιαννίδης;
Ναι, έχει ανίψια, τα οποία με πολλή χαρά άκουσαν για την παράσταση και μάλιστα μας παραχώρησαν όλα τα δικαιώματα του έργου του. Το βρίσκω πολύ συγκινητικό.
– Κάνατε πρόσφατα Γκολντόνι για δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γκολντόνι είναι απ’ τους λίγους ξένους συγγραφείς, στους οποίους επιστρέφω. Τώρα κάναμε την «Τριλογία του Παραθερισμού».
– Υπάρχει κάποια ιδέα που να συνδέει τον Γκολντόνι με τον Γιαννίδη;
Τα πράγματα δεν έχουν μόνο μία ερμηνεία, δεν ήταν δηλαδή μια απλή σκέψη για το «επόμενο project». Τα πράγματα γεννιούνται, τροφοδοτείται το ένα απ’ τ’ άλλο κι εγώ μ’ ένα τρόπο οικειοποιούμαι και αγαπάω όλους τους συγγραφείς. Δεν θέλω να τους κανιβαλίσω, αλλά να τους φερθώ με στοργή. Είτε κάνω Λαπαθιώτη και Ιωάννου, είτε Μπασδέκη και Δήμου, τους συμπαθώ και τους αγαπώ όλους, μ’ ενδιαφέρει ο διάλογος μαζί τους. Όπως λέει και η Γλυκερία Μπασδέκη, «είμαι των ενάρξεων, όχι των λήξεων». Με πετυχαίνετε μάλιστα εδώ στο Hood, που’ναι ένας παλιός χώρος. Είμαστε εδώ από το 2017. Καταλαβαίνετε πόσες πρόβες και γυρίσματα έχουν γίνει μέσα στο χώρο αυτό.
– Αναφερθήκατε και πάλι στο θέμα των ταυτοτήτων, αυτό που σας απασχολεί μονίμως.
Η ταυτότητα είναι μία έννοια ρευστή και για πολλούς είναι απλά μία κατασκευή και δεν υπάρχει. Αναμφισβήτητα, όμως, υπάρχουν οι εγγραφές. Σ’ όλες τις δουλειές μου υπάρχει πραγματικά αυτή η αναζήτηση του να καταλάβω λίγο περισσότερο κάθε φορά ποιος είμαι, τι μου συμβαίνει, τι συμβαίνει γύρω μου.
– Πόσων ετών είστε, κύριε Σκουρλέτη;
Δεν καταλαβαίνω το κίνητρο της ερώτησης σας, είναι λίγο σκοτεινό (γέλια).
– Εννοώ πως όντας ένας ώριμος άνθρωπος και ένας έμπειρος σκηνοθέτης, ακόμη αναζητάτε την ταυτότητα σας.
Αυτό πιστεύω πως με κρατάει ενεργό. Αναζητώ την ταυτότητα σε όλες τις μορφές της, οντολογική, υπαρξιακή, σεξουαλική. Τα πάντα όλα! Θυμίζω αυτό που μπορεί να φαίνεται λίγο κλισέ, το κείμενο «Είμαι το τέρας που σας μιλά» του Πρεσιάδο. «Δεν μπορώ εγώ να ερμηνευθώ με το σύστημα που έχει παραδοθεί», έλεγε. Τον είχαν πει τρελό και γραφικό, αλλά είχε δημιουργήσει έναν τριγμό ακόμη και στα θεμέλια της ψυχανάλυσης. Όλα αυτά τα δίπολα, αρσενικό – θηλυκό, επαναπροσδιορίζονται. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που η πατριαρχία αρχίζει να κλονίζεται. Βεβαίως, επειδή ακριβώς συμβαίνει αυτό, ανδρώνεται και ένας νεοσυντηρητισμός. Τα θέματα μου είναι πάντα τα ίδια μ’ ένα τρόπο.
– Το ίδιο έλεγε κι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος: «Μια ταινία έχω κάνει μόνο, την ΄΄Αναπαράσταση’’ και όλες οι άλλες γύρω απ’ αυτήν γυρνάνε».
Κι εμένα, άμα με ρωτήσεις, είτε είναι Γκολντόνι και Κωνσταντινίδης, είτε Ιωάννου, μία ιστορία λέω κάθε φορά, απλά της αλλάζω ρούχα και ονόματα. Το ίδιο ανείπωτο προσπαθούμε να πούμε.
– Στην παράσταση που ετοιμάζετε, υπάρχει πιο έντονο από ποτέ το queer στοιχείο.
Μα θεωρώ ότι το ίδιο το έργο του Κωνσταντινίδη είναι drag. Παίρνει παραδοσιακά τραγούδια, που έχουν καθιερωθεί ως ερωτικά μοιρολόγια, σαν το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» και τα κάνει κάτι άλλο, τα πάει προς το γερμανικό λιντ, τα κάνει όπερα κι αυτό είναι από μόνο του drag.
– Υπό την έννοια του «transformation».
Ακριβώς, με την έννοια της μεταμόρφωσης. Δεν το περιχαρακώνω το «drag», γιατί οι έννοιες έχουν ανοίξει περίεργα. Και το drag δεν είναι μόνο αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, ο άνδρας που ντύνεται γυναίκα. Είναι και μια γυναίκα που ντύνεται άνδρας. Drag μπορούμε να κάνουμε όλοι κι αυτό συμβαίνει έξω. Drag show κάνουν και στρέιτ cis άνδρες. Για μένα drag είναι και τα αγόρια που συχνάζουν στο Μπουρνάζι – δεν το λέω με υποτιμητική έννοια για την περιοχή – που έχουν τατουάζ και χτισμένα κορμιά. Έχουν μπει σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης που κάπου τα κατατάσσει. Το drag είναι ένα θέμα μόδας, επίσης.
– Όπως συνέβη με το glam rock, ας πούμε, στις αρχές του ’70. Glitter, έντονα βαψίματα, μια άφυλη κατάσταση.
Μα, ναι, δεν ήταν κι αυτό μια μόδα στο πλαίσιο της εποχής; Όταν έχω εργαστήρια υποκριτικής με νέα παιδιά, μ’ έναν πολύ ευγενικό τρόπο μού ζητάνε να μιλάω στο ουδέτερο.
– Το σέβομαι, αλλά δεν θα μου ήταν εύκολο.
Ούτε και μένα. Προερχόμαστε από άλλες γενιές, με άλλες καταβολές, πρέπει να ακούσουμε όμως τη φωνή των νέων που διεκδικούν μία νέα ταυτότητα και ένα νέο ορίζοντα. Πρέπει να εξοικειωθούμε με το να βλέπουμε δύο αγόρια να φιλιούνται στο δόμο. Αν δεν το χωράει η αισθητική κάποιων, να το χωρέσει! Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου! Συζητάμε για το αν θα επιτραπεί σε ομόφυλα ζευγάρια να είναι γονείς; Το 2023;
– Έχω μία φίλη καθηγήτρια που τα παιδιά της τάξης της επέβαλλαν το ίδιο, να αποδεχτεί ότι δηλώνει το κάθε παιδί για τον εαυτό του. «Ήρεμα μόνο, παιδιά», τους απάντησε, «μου αλλάζετε κάθε μέρα τα ονόματα σας και άντε να σας μάθω έτσι». Ο ετεροπροσδιορισμός, λοιπόν, είναι ένα πρώτο βήμα για να φτάσει ο κόσμος στο σημείο να μην του ξενίζουν δυο αγόρια που φιλιούνται στο δρόμο;
Φυσικά, φυσικά, απολύτως! Η αποδοχή του άλλου, δύο πρόσωπα να μην προσδιορίζονται σαν φύλα, αλλά σαν δύο πρόσωπα. Είναι σαν να επιστρέφουμε στην ποιότητα του ανθρωπισμού και στο κέντρο των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος. Μπορεί αυτό το πράγμα να έχει και σκουπίδι μέσα, αλλά δεν πειράζει, τίθεται κάτι σε μια βάση.
– Δεν θα διαφωνήσω. Έχουμε δει ακττιβιστές των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, να κάνουν προσωπική καριέρα μέσα απ’ την ενασχόληση τους μ’ αυτά τα ζητήματα.
Ούτε εγώ διαφωνώ επ’ αυτού, αλλά εν πάση περιπτώσει κάτι αρχίζει να κουνιέται, να γίνεται.
– Μια ελευθεριότητα υπήρχε στο έργο του Γιαννίδη. Στο περίφημο τραγούδι του, «Τα νέα της Αλεξάνδρας», λόγου χάριν, η άλλη έπαιρνε τα σκονάκια της και ήταν φιλήδονη.
Εννοείται. Αυτή η διπλοπροσωπία του Κωνσταντινίδη/Γιαννίδη έχει μεγάλο ενδιαφέρον, όπως είπα πριν, και μπορεί ν’ απασχολήσει την ψυχανάλυση. Μην ξεχνάμε πως έχει γράψει και τα πιο εμβληματικά τραγούδια της Βέμπο, σαν το «Πόσο λυπάμαι», τραγούδια – σήματα κατατεθέντα του λεγόμενου ελαφρού ρεπερτορίου. Τελικά έχει αφήσει ισχυρό στίγμα ο Κωνσταντινίδης.
– Αν και δεν είναι ένας συνθέτης που πήρε ό,τι θα του άξιζε, συγκριτικά με άλλους της εποχής του ή και μεταγενέστερους δημιουργούς.
Ισχύει. Σ’ αυτό έπαιξε ένα ρόλο και η Αριστερά, που έχει δαιμονοποιήσει ένα σωρό πράγματα και τα έχει περιχαρακώσει. Απ’ την άλλη είναι και λίγο νομοτελειακό. Λέμε για το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν ήταν και λίγο νομοτελειακό να έπαιρνε την εξουσία το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ τότε; Σκεφτόμουν τη λογοτεχνική γενιά του ’30. Ήταν πολύ απορριπτικοί για οτιδήποτε λογοτεχνικό είχε προηγηθεί. Θεωρούσαν ότι αυτοί έκαναν την ανατροπή και έφερναν το καινούργιο, πετώντας στον Καιάδα ότι προϋπήρχε. Αν διαβάσετε κείμενο του Ελύτη για τον Λαπαθιώτη, τον λέει «λαπά». Θεωρήθηκε μία λογοτεχνία παρωχημένη, σκονισμένη, της παρακμής. Και όπως είπα πριν, θα φέρει σίγουρα και σκουπίδι η νέα κατάσταση, έτσι συμβαίνει νομοτελειακά. Τα παιδιά πρέπει να φάνε τον πατέρα τους, υπάρχει αυτό το Κρόνειο που το έχουν περιγράψει πολύ ωραία οι ψυχαναλυτές και η αρχαία ελληνική μυθολογία.
– Μιλήστε μου λίγο για τους συντελεστές της παράστασης.
Θα είναι ο βαρύτονος Γιώργος Ιατρού ως Νίνα Νάη, με τον οποίο είχαμε ξανασυνεργαστεί πέρσι τέτοιο καιρό. Έχουμε ακόμη έναν περφόρμερ μαζί μας, ένα παιδί που το πιστεύω πολύ, ο Νίκος Τσιρώνης ή Daglara. Αυτός θα βγει εντελώς alien, έχει περάσει σ’ άλλο επίπεδο μεταμόρφωσης. Εκτός απ’ αυτά τα δύο παιδιά, θα είναι μαζί μας ο μαέστρος Γιώργος Ζιάβρας, που κάνει διεθνή καριέρα στη Γερμανία. Στα κείμενα συνεισφέρει πολύ ένα παιδί που γνωριστήκαμε διαδικτυακά μέσα από το Facebook. Λέγεται Αλέξανδρος Παπαδόπουλος και γράφει πολύ ωραία.
– Τον γνωρίζω τον Αλέξανδρο από τα social media και από το Λονδίνο.
Ακριβώς, ζει στο Λονδίνο και με συγκινεί η ευαισθησία του στα κείμενα του.
Είναι ιδιαίτερος άνθρωπος ο Αλέξανδρος.
Κι εγώ είμαι ιδιαίτερος (γέλια). Φυσικά στο εικαστικό μέρος είναι επίσης ο Κωνσταντίνος, ο γιος μου.
– Πάντα δουλεύετε με τον γιο σας, που τον έχετε ρίξει στα βαθιά.
Δεν γίνεται αλλιώς, είμαστε λίγο family story σαν ομάδα. Επειδή κι ο άλλος μου γιος είναι ηθοποιός, η Γλυκερία Μπασδέκη μού έλεγε πως εμείς ανεβάζουμε παραστάσεις, όπως ήταν παλιά τα οικογενειακά μπουλούκια.
– Πείτε μου όσο πιο απλά και εκλαϊκευμένα μπορείτε: Τι ακριβώς έχετε μες το κεφάλι σας μ’ αυτό το νέο έργο;
(γέλια) Είναι αυτό που λέω συνέχεια, η αναζήτηση της ταυτότητας. Ποια είναι η ταυτότητα μας; Για μένα, αυτή είναι η Ελλάδα και δεν πάω να κουνήσω το δάχτυλο διδακτικά. Μακριά από μένα τα διδάγματα και οι ιδεολογίες. Να καταλάβω προσπαθώ κι εγώ τη ρευστότητα όλου αυτού που συζητάμε. Η Ελλάδα δεν είναι αυτή τη στιγμή κακοποιημένη και βιασμένη; Η Ελλάδα δεν έχει πουλήσει τα παιδιά της, δεν έχει πουληθεί, δεν έχει περάσει μια τεράστια διαδρομή; Για μένα βρίσκεται σε μια συνεχή μεταμόρφωση. Αναμφισβήτητα δεν θα σταθώ στο εθνικό αφήγημα, γιατί δεν με καλύπτει. Η ματιά μου ήταν πάντα λοξή και μέσα απ’ το λοξό έχει νόημα να φωτιστούν κάποια πράγματα. Κι αν στις δουλειές μου δεν υπάρχει το εθνικό αφήγημα, δεν σημαίνει ότι θα πάω να το κανιβαλίσω κιόλας. Δεν μ’ ενδιαφέρει ο κανιβαλισμός, αλλά μόνο το να ψάξω, γι’ αυτό είναι σημαντικό να κερδηθεί το εξής στοίχημα: Όταν ακούς για drag show, ο νους σου πάει στο καλιαρντό και στο σεξ – βαριέμαι να μιλάω για σεξ ξανά και ξανά.
– Δεν απέχουν αυτά που λέτε απ’ την άποψη πολλών καλλιτεχνών, που ισχυρίζονται πως ό,τι κάνουν, το κάνουν για να ικανοποιήσουν τη δική τους περιέργεια πάνω απ’ όλα.
Ναι, το να καταλάβουμε τι συμβαίνει και ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, τα αυτιά μας, τις αισθήσεις μας, το μυαλό μας. Εγώ, έχοντας περάσει κι από μια πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία μου, μ’ ενδιαφέρει πλέον να μη λέω ροζ τα πράγματα. Θέλω ν’ ακουμπάω τα σκοτάδια, αλλά θέλω να υπάρχει κι ένα μικρό παράθυρο. Να ξέρω πως από κάπου θα μπορώ να πάω προς το φως, και σαν καλλιτέχνης, αλλά και σαν άνθρωπος. Είναι δύο έννοιες που για μένα δεν ξεχωρίζονται. Δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω, γι’ αυτό το ψάχνω με τις ταυτότητες.
– Αυτή δεν είναι η πρώτη ανάθεση που σας γίνεται για το Φεστιβάλ Αθηνών, σωστά;
Όχι, έχω συμμετάσχει τέσσερις – πέντε φορές στο Φεστιβάλ. Είχα κάνει την περίφημη παράσταση με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία μετά εγκαινίασε και το θέατρο της οδού Κυκλάδων, απόντος πια του Λευτέρη Βογιατζή από τη ζωή. Έκανα ακόμη ένα της Μπασδέκη, έναν Δημητριάδη, τελικά δεν είναι λίγες φορές. Για μένα η δουλειά είναι πολύ σημαντική μετά απ’ την ασθένεια μου. Θέλω να δουλεύω, πρέπει να δουλεύω για πολλούς λόγους. Η δουλειά μου ενεργοποιεί τους μηχανισμούς της ζωής, που για μένα έχει αποκτήσει άλλο νόημα, απ’ το πρώτο νερό της ημέρας που θα ρίξω στο πρόσωπο μου. Αυτό για μένα είναι μία κατάκτηση και θέλω να είμαι συνειδητός, όσο μπορώ, στα πράγματα.
– Μια σοβαρή περιπέτεια υγείας μπορεί να σε κάνει να αναθεωρήσεις τη σχέση σου…
(με διακόπτει) Με το νερό! Τόσο απλά. Και με την αναπνοή…Σωματικά, γιατί το σώμα είναι αυτό που υποφέρει και στο τέλος δε μένει τίποτα κιόλας.
– Που παίζεται καλύτερα το παιχνίδι; Σ’ ένα μεγάλο χώρο ή σ’ ένα ταπεινό θεατράκι; Έχετε διαπρέψει και στα δύο εσείς.
Είναι θέμα κλίμακας των μεγεθών και των υλικών που χρησιμοποιείς. Όταν κάναμε όπερα στη Λυρική, υπήρχαν επί σκηνής 145 άτομα. Καταλαβαίνετε ότι είναι αυτό που αλλάζει εντελώς τα δεδομένα. Χρησιμοποιούσαμε ντουντούκα για να μπορούμε ν’ ακουγόμαστε μέχρι τον τελευταίο χορωδό. Διαφορετικό φυσικά είναι αυτό απ’ το να στήσεις ένα σχήμα με δύο ανθρώπους. Τελικά, όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω πως κι αυτό είναι σχετικό, αφού με δύο μόνο πρόσωπα μπορείς να επεκταθείς σε μία πάρα πολύ μεγάλη δραματουργική κλίμακα. Θα σας πω μια μικρή ιστορία: Είχαμε κάνει μία μικρή παράσταση εδώ παρακάτω, σ’ έναν μικρό χώρο στην Αθηνάς. Είχαμε πει ότι μπορούσαμε να διανυκτερεύουμε και δίναμε τον χώρο σε μερικούς καλλιτέχνες να έκαναν ότι ήθελαν. Πέρασε κόσμος και κοσμάκης, πολλοί, σκηνοθέτες, εικαστικοί, μουσικοί, ηθοποιοί. Θυμάμαι μία περφόρμανς του ποιητή Νίκο Ερηνάκη με τον Στέφανο Χυτήρη να τον συνοδεύει στα ντραμς. Τι να πρωτοθυμηθώ; Μία άλλη περφόρμανς από κορίτσια της Καλών Τεχνών, που έτρωγαν λουλούδια; Κάποια στιγμή είπαμε μ’ ένα φίλο: «Δεν παίρνουμε κι εμείς μέρος σ’ όλο αυτό που στήσαμε;» Επειδή εγώ γνώριζα καλά τον Λαπαθιώτη και τον Ιωάννου, είπα να κάνουμε κάτι πάνω σ’ αυτούς. Σε δύο μέρες στήνουμε μία παραστασούλα και, μάλιστα, μέσω ενός φίλου, βρήκα κάτι φωτογραφίες γυμνών φαντάρων σε στύση της δεκαετίας του 1950. Τους είχε φωτογραφίσει ο Θάνος Βελούδιος σ’ ένα μικρό δωματιάκι που διατηρούσε στην Ομόνοια. Ένα πολύ «καλτ» πράγμα, χειροποίητο. Τέλος πάντων, ήρθαν κάποιοι φίλοι στην παράσταση αυτή και μας είπαν να το συνεχίσουμε. Ο κόσμος αυξανόταν από παράσταση σε παράσταση ώσπου τελικά παίξαμε με κουτί ελεύθερης συνεισφοράς όλο το χειμώνα. Ήτανε μαγικό! Λίγο μετά μας κάλεσαν απ’ το ΘΟΚ και παίξαμε στην Κύπρο, συνεχίσαμε στο θέατρο του Νέου Κόσμου κλπ. Θέλω να πω ότι ένα πραγματάκι, που ξεκινά από κάτι πολύ μικρό, μπορεί ν’ αποκτήσει ένα άλλο μέγεθος. Στον αντίποδα, μπορεί να κάνεις μία όπερα και παρόλο που είναι τεράστια η κλίμακα της, να μην έχει την ίδια δυναμική.
– Έτσι όπως μου τα λέτε, συμπεραίνω ότι έχετε μία σπάνια ικανότητα: Να είστε με το’ να πόδι στο «αντεργκράουντ» και με τ’ άλλο στο πιο συστημικό, στο πιο «mainstream».
Σωστά, όταν παίρνω αναθέσεις είτε από το Εθνικό, είτε από το Φεστιβάλ Αθηνών. Εννοείται! Με όλους έχω συνεργαστεί και ποτέ δεν δουλεύω σε σχέση με το που βρίσκομαι.
– Είναι κι αυτό ένα θέμα ταυτότητας.
Νομίζω πως αν φύγει κανείς απ’ το κέντρο του, δεν έχει καμία πιθανότητα. Τι να κάνεις δηλαδή, να δεις Πίνα Μπάους και να πας ν’ αντιγράψεις την Πίνα Μπάους; Ποιος ο λόγος; Πρέπει να επιστρέψεις βαθιά μέσα σου σ’ όλο αυτό το πράγμα που σε συνθέτει.
– Καταλήγουμε ότι η πρόθεση του κάθε δημιουργού πρέπει να’ναι η απόλυτη ειλικρίνεια.
Απολύτως. Η προσπάθεια, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια.
– Η τέχνη είναι πολιτική πράξη;
Είναι μόνο πολιτική πράξη! Όσο πιο προσωπικός γίνεσαι, τόσο πιο δημόσιος γίνεσαι, άρα και πολιτικός. Πολλές φορές λέω ότι και το queer, αν δεν έχει προσωπικό τραύμα, είναι μόδα και τίποτα περισσότερο.
– Αυτή η κουβέντα γίνεται, αν το έχετε καταλάβει, δύο 24ωρα πριν από τις εκλογές.
Πω, πω, τώρα το συνειδητοποιώ κι εγώ και αγχώνομαι με το τι θα ψηφίσω.
– Πήρατε θέση για όλους τους καλλιτέχνες που βγήκαν στο δρόμο με το προεδρικό διάταγμα της Μενδώνη;
Μα να μη διεκδικήσουν το δικαίωμα τους για το αυτονόητο; Το διάστημα των κινητοποιήσεων, εγώ ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε τις πρόβες μας για την παράσταση του Γκολντόνι. Η Μονή Λαζαριστών τελούσε υπό κατάληψη, αφού φιλοξενεί και τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ. Έβλεπα τα τόσο ωραία και αγνά βλέμματα των παιδιών αυτών! Κάποιοι μού έλεγαν πως ήταν υποκινούμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ κι εγώ σκεφτόμουν: «Μα δε βλέπουν τίποτα άλλο μπροστά τους αυτοί οι άνθρωποι; Δεν βλέπουν την αγνότητα στα μάτια παιδιών 25 χρονών;» Αυτό που εγώ είδα στο βλέμμα των παιδιών, δεν μπορεί κανείς να μου το πάρει πίσω.
– Σας συμβαίνει κάθε φορά να μην ξέρετε τι θα ψηφίσετε;
(γέλια) Πάντα μου συμβαίνει. Συνέχεια. Προέρχομαι από μια οικογένεια ΠΑΣΟΚ, το διάστημα που εγώ ήθελα να πάω ακόμη πιο αριστερά. Ήμουν οργανωμένος στον Ρήγα Φεραίο, έζησα ένα κομμάτι πολιτικοποιημένο, που δεν το συναντώ τώρα πια. Είμαι της γενιάς, που είχε ένα πολύ βαθύ ρομαντισμό, αν με καταλαβαίνετε.
Η τέχνη και η πολιτική έχουν το ίδιο εκτόπισμα;
Η διεκδίκηση ήταν εντελώς ίδια εκείνα τα χρόνια. Ήμουν και παιδάκι, μπήκα στα πράγματα για να τη «βγω» λίγο στους γονείς μου, που ήταν δεμένοι στο άρμα του ΠΑΣΟΚ. Μου δόθηκε, όμως, μια ωραία δυνατότητα τότε, εξ αιτίας δηλαδή των γονιών μου. Γινόντουσαν τα φεστιβάλ νεολαίας, οι μεγάλες συναυλίες και μπόρεσα να δω όλη τη μεγάλη γενιά δημιουργών. Έχω δει πάρα πολύ Τσιτσάνη «ζωντανά». Πήγα κάποιες φορές στο «Χάραμα», ως παιδάκι μαζί με τους γονείς μου, αλλά το’ χω ζήσει. Έχω δει τη Μπέλλου, έζησα μυθικές μορφές και αυτό σου διαμορφώνει κάτι.
– Οι νέοι που έχετε την ευκαιρία να δουλεύετε μαζί τους…
Ναι, αυτό μ’ αρέσει εμένα, να είμαι με νέους. Πρέπει να πούμε όμως και ότι υπάρχουν νέοι, που είναι πολύ πιο συντηρητικοί από μας. Δεν είναι θέμα ηλικίας η νεότητα.
– Ας πιάσουμε τότε το «υγιές» κομμάτι της νεολαίας.
Μωρέ, μη μιλάμε με απόλυτους όρους, γιατί και το άλλο υπάρχει, το «μη υγιές». Με στενοχωρεί να βλέπω παιδιά 22 και 25 ετών να παντρεύονται και να δημιουργούν με μια ανωριμότητα οικογένειες, δημιουργώντας παράλληλα δυστυχισμένους ανθρώπους. Πως θα ζήσουν με 600 ευρώ το μήνα;
– Ας πούμε ότι αυτά είναι τα θύματα των κοινωνικών ρόλων.
Αυτό ακριβώς, θύματα των κοινωνικών ρόλων! Προσπαθούν να υπάρξουν μέσα σ’ ένα ρόλο, αφού το μόνο που σ’ έχουν εφοδιάσει είναι να γίνεις πατέρας στα 22 σου. Και να παίρνεις 600 ευρώ για να δουλεύεις ντιλιβεράς! Κι είναι ζωή αυτό; Φταίει το παιδί αυτό ή εκείνος που το διαμόρφωσε έτσι; Θα φανώ ελιτιστής, αλλά όσοι κάνουν παιδιά, πρέπει να κάνουν ψυχοθεραπεία πριν.
– Δεν λέτε κάτι πρωτότυπο. Συμφωνώ.
Γι’ αυτό δεν θέλω να ακουστώ ελιτιστής. Εγώ μπορεί να έζησα τον Τσιτσάνη και τη Μπέλλου, είχα μπει όμως και σε πανκ γκρουπ. Δεν θυμάμαι καν πως λεγόμασταν και κάπου πρέπει να έχω και ηχογραφήσεις. Ήμουν ο τραγουδιστής της μπάντας, ενώ στην αρχή με προόριζαν για μπασίστα. Κάναμε ελληνόφωνο ροκ, σε στυλ Siouxsie and the Banshees, πιο darkwave. Βάφαμε μαύρα τα μάτια μας πριν βγούμε στη σκηνή για να φαινόμαστε «του θανάτου» με την ασφάλεια του να’σαι 17 χρονών και να μιλάς για θάνατο. Δεν σε νοιάζει, το αντιμετωπίζεις.
– Μετά από 30 και 40 χρόνια, τι θα λένε τα σημερινά παιδιά σε σχέση με τις αναφορές τους; Θα λέει κανείς ότι «εγώ ήμουν για δέκα χρόνια στην ομάδα του Σκουρλέτη»;
Α, λες να το πει; Δεν ξέρω αν θα το πει, μακάρι να το πει…Ή να μην το πει…Τα παιδιά σήμερα έχουν τους δικούς τους κώδικες, τις δικές τους άκρες. Όλα αυτά δεν τα λέω καθόλου γιατί είμαι νοσταλγικός. Το επισημαίνω! Μακριά από μένα η νοσταλγία, την οποία σιχαίνομαι. Σας είπα, εγώ είμαι άνθρωπος των ενάρξεων, δεν αντέχω στα πισωγυρίσματα.
– Πιστεύετε πως σε τόσο κόσμο που θα δει την παράσταση, θα «περάσει» ο Κωνσταντινίδης, θα γίνει λίγο πιο γνωστός;
Αναμφισβήτητα. Δεν το’χα κατά νου και τώρα το συνειδητοποιώ που το αναφέρατε. Δεν έχω την έννοια του διδακτισμού ή του να σ’ εκπαιδεύσω σε κάτι, παρόλο που είμαι δάσκαλος υποκριτικής. Για να κάνεις μάθημα, σημαίνει ότι πρέπει να είσαι έτοιμος να «κατασπαραχθείς» από τα παιδιά σου. Θα μας φάνε τις σάρκες μας και δεν το λέω με εσχατολογική έννοια, αλλά πρέπει να το γνωρίζουμε.
– Πόσες παραστάσεις θα κάνετε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ;
Τέσσερις θα γίνουν. Δεν ξέρουμε αν θα υπάρξει συνέχεια. Είναι το showcase που θέλει να κάνει η Κατερίνα Ευαγγελάτου, να φέρνει ανθρώπους απ’ έξω για να βλέπουν κάποιες παραστάσεις. Να κερδηθεί το διεθνές κοινό κατά ένα τρόπο και η δική μας παράσταση με την πιο πλατιά έννοια της ελληνικότητας στο επίκεντρο της, χωράει σ’ αυτό το πρόγραμμα. Κάνω όμως ακόμη δύο παραστάσεις ταυτόχρονα: Στη Λυρική, στο πλαίσιο του προγράμματος «Λυρικός Νότος», ετοιμάζω μια μικρή παράσταση πάνω στο έργο ενός συγγραφέα, που επιστρέφω συχνά, την «Αλάσκα» του Άκη Δήμου. Μετά ακολουθεί ακόμη ένα έργο του Δήμου, το «Summertime» στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» για το καλοκαίρι, τον ερχόμενο Αύγουστο. Τρέχουμε τρεις πρόβες μαζί, αν καταλάβατε.
– Χαρά στο κουράγιο σας, κύριε Σκουρλέτη.
Είναι αυτό που έλεγα πριν για το πόσο απαραίτητη μου είναι η δουλειά στην παρούσα φάση. Πάλι θα με πουν εστετιστή…Θα πει ο άλλος «Εγώ, αγάπη μου, δεν έχω να φάω κι εσύ πας και κάνεις παράσταση στα Λιανοκόκαλα;» Μιλάω για έναν αρχαίο ναό του Απόλλωνα, στη λίμνη Πλαστήρα. Ακούγεται τόσο exotic και δεν ξέρουμε πόσοι θα το δουν, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία.
– Πάντως, έχει γίνει πολλή κουβέντα για το «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός».
Το ξέρω, αλλά εμένα είναι η τρίτη φορά που παίρνω μέρος. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, αλλά εγώ πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτό το πρόγραμμα. Το έχω αγαπήσει. Πέρσι παίξαμε σ’ ένα συγκλονιστικό θέατρο, σαν διαστημόπλοιο, πάνω από τον Κορινθιακό. Τώρα θα πάμε στα Λιανοκόκαλα, υπάρχει μια ποιητικότητα να επισκέπτεσαι χώρους, που δεν θα πάταγες ποτέ σ’ άλλη περίπτωση. Παρόλο, που έχει ασκηθεί σκληρή κριτική στο πρόγραμμα αυτό, εγώ το στηρίζω. Πιο σημαντικό είναι για μένα να παίξουμε στον αρχαίο ναό του Απόλλωνα παρά στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Ένα ζήτημα απασχολεί μονίμως τον πολυπράγμονα Γιάννη Σκουρλέτη: Η αναζήτηση κάθε είδους ταυτότητας μέσα σε μια κοινωνία που εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Για τον ίδιο, όλοι οι καλλιτέχνες στην ουσία ένα έργο ζωής καταθέτουν και όλα τα υπόλοιπα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό. Προερχόμενος από μία οικογένεια της μεσαίας τάξης, ο Σκουρλέτης πολιτικοποιήθηκε στα νεανικά του χρόνια και βούτηξε για τα καλά στην τέχνη και τα διάφορα παρακλάδια της, από τα μουσικά και τα εικαστικά μέχρι την υποκριτική και τη σκηνοθεσία. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ίδρυσε την ομάδα bizoux de cant, παρουσιάζοντας τα έργα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων με μια «λοξή ματιά», όμως, αφού μόνο μέσω του «λοξού» – σύμφωνα με τον ίδιο – μπορούν να ειπωθούν πιο σωστά τα πράγματα. Τον συνάντησα στον χώρο που δουλεύει με την ομάδα του κάπου κοντά στο Μοναστηράκι. Ένας μεγάλος εναλλακτικός χώρος γεμάτος επί της παρούσης με πολλά αντικείμενα – τους πέτυχα και σε φάση ανακαίνισης. Αφορμή ήταν η παράσταση που ετοιμάζει για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ένα drag ορατόριο με τίτλο «Τραγούδια του ελληνικού λαού» και, εν προκειμένω, τα τραγούδια του Μικρασιάτη συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη ή Κώστα Γιαννίδη. Ο Σκουρλέτης και το επιτελείο του, ο βαρύτονος in drag Νίνα Νάη/ Γιώργος Ιατρού, η περφόρμερ Daglara και ο πιανίστας Γιώργος Ζιάβρας έστησαν μια παράσταση, βασισμένη σ’ ένα υπερκείμενο, και μία μουσική σύνθεση, ακόλουθη της μεγάλης πορείας του Κωνσταντινίδη.
• • •
– Σας βλέπω λίγο κουρασμένο ή ιδέα μου είναι;
Τώρα είμαι λίγο λαχανιασμένος, γιατί έτρεχα να βρω κάτι παρτιτούρες, που έπρεπε να τις έχω σήμερα.
– Του Κώστα Γιαννίδη παρτιτούρες;
Ναι, του Γιάννη Κωνσταντινίδη.
– Που μπορεί να βρει κανείς σήμερα παρτιτούρες του συνθέτη;
Μπορεί. Έχουν εκδοθεί οι παρτιτούρες του από τον Νάκα και υπάρχει κανονική βιβλιογραφία. Εμένα με ενεργοποίησε αυτή η διπλή ταυτότητα του Κωνσταντινίδη. Ένα πρόσωπο που αλλάζει τ’ όνομα του και από Κώστας Γιαννίδης γίνεται Κωνσταντινίδης.
– Σωστά, ως Κωνσταντινίδης υπόγραφε τα κλασικά του έργα, ενώ ως Γιαννίδης τα ελαφρολαϊκά τραγούδια του.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ζωή αυτού του ανθρώπου. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, φεύγει για το Βερολίνο και διαγράφει μια δική του πορεία. Επιστρέφει στην Ελλάδα κι αρχίζουν να τον απασχολούν διάφορα θέματα. Πάντα η ιστορία των ανθρώπων πάει μαζί με την ιστορία του τόπου τους κι αυτοί έζησαν στα πέτρινα χρόνια μιας Ελλάδας που έψαχνε να βρει τις ταυτότητες της, την ουσία της – αν υπάρχει τέτοιο πράγμα βέβαια.
– Έχει αφήσει απογόνους ο Γιαννίδης;
Ναι, έχει ανίψια, τα οποία με πολλή χαρά άκουσαν για την παράσταση και μάλιστα μας παραχώρησαν όλα τα δικαιώματα του έργου του. Το βρίσκω πολύ συγκινητικό.
– Κάνατε πρόσφατα Γκολντόνι για δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γκολντόνι είναι απ’ τους λίγους ξένους συγγραφείς, στους οποίους επιστρέφω. Τώρα κάναμε την «Τριλογία του Παραθερισμού».
– Υπάρχει κάποια ιδέα που να συνδέει τον Γκολντόνι με τον Γιαννίδη;
Τα πράγματα δεν έχουν μόνο μία ερμηνεία, δεν ήταν δηλαδή μια απλή σκέψη για το «επόμενο project». Τα πράγματα γεννιούνται, τροφοδοτείται το ένα απ’ τ’ άλλο κι εγώ μ’ ένα τρόπο οικειοποιούμαι και αγαπάω όλους τους συγγραφείς. Δεν θέλω να τους κανιβαλίσω, αλλά να τους φερθώ με στοργή. Είτε κάνω Λαπαθιώτη και Ιωάννου, είτε Μπασδέκη και Δήμου, τους συμπαθώ και τους αγαπώ όλους, μ’ ενδιαφέρει ο διάλογος μαζί τους. Όπως λέει και η Γλυκερία Μπασδέκη, «είμαι των ενάρξεων, όχι των λήξεων». Με πετυχαίνετε μάλιστα εδώ στο Hood, που’ναι ένας παλιός χώρος. Είμαστε εδώ από το 2017. Καταλαβαίνετε πόσες πρόβες και γυρίσματα έχουν γίνει μέσα στο χώρο αυτό.
– Αναφερθήκατε και πάλι στο θέμα των ταυτοτήτων, αυτό που σας απασχολεί μονίμως.
Η ταυτότητα είναι μία έννοια ρευστή και για πολλούς είναι απλά μία κατασκευή και δεν υπάρχει. Αναμφισβήτητα, όμως, υπάρχουν οι εγγραφές. Σ’ όλες τις δουλειές μου υπάρχει πραγματικά αυτή η αναζήτηση του να καταλάβω λίγο περισσότερο κάθε φορά ποιος είμαι, τι μου συμβαίνει, τι συμβαίνει γύρω μου.
– Πόσων ετών είστε, κύριε Σκουρλέτη;
Δεν καταλαβαίνω το κίνητρο της ερώτησης σας, είναι λίγο σκοτεινό (γέλια).
– Εννοώ πως όντας ένας ώριμος άνθρωπος και ένας έμπειρος σκηνοθέτης, ακόμη αναζητάτε την ταυτότητα σας.
Αυτό πιστεύω πως με κρατάει ενεργό. Αναζητώ την ταυτότητα σε όλες τις μορφές της, οντολογική, υπαρξιακή, σεξουαλική. Τα πάντα όλα! Θυμίζω αυτό που μπορεί να φαίνεται λίγο κλισέ, το κείμενο «Είμαι το τέρας που σας μιλά» του Πρεσιάδο. «Δεν μπορώ εγώ να ερμηνευθώ με το σύστημα που έχει παραδοθεί», έλεγε. Τον είχαν πει τρελό και γραφικό, αλλά είχε δημιουργήσει έναν τριγμό ακόμη και στα θεμέλια της ψυχανάλυσης. Όλα αυτά τα δίπολα, αρσενικό – θηλυκό, επαναπροσδιορίζονται. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που η πατριαρχία αρχίζει να κλονίζεται. Βεβαίως, επειδή ακριβώς συμβαίνει αυτό, ανδρώνεται και ένας νεοσυντηρητισμός. Τα θέματα μου είναι πάντα τα ίδια μ’ ένα τρόπο.
– Το ίδιο έλεγε κι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος: «Μια ταινία έχω κάνει μόνο, την ΄΄Αναπαράσταση’’ και όλες οι άλλες γύρω απ’ αυτήν γυρνάνε».
Κι εμένα, άμα με ρωτήσεις, είτε είναι Γκολντόνι και Κωνσταντινίδης, είτε Ιωάννου, μία ιστορία λέω κάθε φορά, απλά της αλλάζω ρούχα και ονόματα. Το ίδιο ανείπωτο προσπαθούμε να πούμε.
– Στην παράσταση που ετοιμάζετε, υπάρχει πιο έντονο από ποτέ το queer στοιχείο.
Μα θεωρώ ότι το ίδιο το έργο του Κωνσταντινίδη είναι drag. Παίρνει παραδοσιακά τραγούδια, που έχουν καθιερωθεί ως ερωτικά μοιρολόγια, σαν το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» και τα κάνει κάτι άλλο, τα πάει προς το γερμανικό λιντ, τα κάνει όπερα κι αυτό είναι από μόνο του drag.
– Υπό την έννοια του «transformation».
Ακριβώς, με την έννοια της μεταμόρφωσης. Δεν το περιχαρακώνω το «drag», γιατί οι έννοιες έχουν ανοίξει περίεργα. Και το drag δεν είναι μόνο αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, ο άνδρας που ντύνεται γυναίκα. Είναι και μια γυναίκα που ντύνεται άνδρας. Drag μπορούμε να κάνουμε όλοι κι αυτό συμβαίνει έξω. Drag show κάνουν και στρέιτ cis άνδρες. Για μένα drag είναι και τα αγόρια που συχνάζουν στο Μπουρνάζι – δεν το λέω με υποτιμητική έννοια για την περιοχή – που έχουν τατουάζ και χτισμένα κορμιά. Έχουν μπει σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης που κάπου τα κατατάσσει. Το drag είναι ένα θέμα μόδας, επίσης.
– Όπως συνέβη με το glam rock, ας πούμε, στις αρχές του ’70. Glitter, έντονα βαψίματα, μια άφυλη κατάσταση.
Μα, ναι, δεν ήταν κι αυτό μια μόδα στο πλαίσιο της εποχής; Όταν έχω εργαστήρια υποκριτικής με νέα παιδιά, μ’ έναν πολύ ευγενικό τρόπο μού ζητάνε να μιλάω στο ουδέτερο.
– Το σέβομαι, αλλά δεν θα μου ήταν εύκολο.
Ούτε και μένα. Προερχόμαστε από άλλες γενιές, με άλλες καταβολές, πρέπει να ακούσουμε όμως τη φωνή των νέων που διεκδικούν μία νέα ταυτότητα και ένα νέο ορίζοντα. Πρέπει να εξοικειωθούμε με το να βλέπουμε δύο αγόρια να φιλιούνται στο δόμο. Αν δεν το χωράει η αισθητική κάποιων, να το χωρέσει! Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου! Συζητάμε για το αν θα επιτραπεί σε ομόφυλα ζευγάρια να είναι γονείς; Το 2023;
– Έχω μία φίλη καθηγήτρια που τα παιδιά της τάξης της επέβαλλαν το ίδιο, να αποδεχτεί ότι δηλώνει το κάθε παιδί για τον εαυτό του. «Ήρεμα μόνο, παιδιά», τους απάντησε, «μου αλλάζετε κάθε μέρα τα ονόματα σας και άντε να σας μάθω έτσι». Ο ετεροπροσδιορισμός, λοιπόν, είναι ένα πρώτο βήμα για να φτάσει ο κόσμος στο σημείο να μην του ξενίζουν δυο αγόρια που φιλιούνται στο δρόμο;
Φυσικά, φυσικά, απολύτως! Η αποδοχή του άλλου, δύο πρόσωπα να μην προσδιορίζονται σαν φύλα, αλλά σαν δύο πρόσωπα. Είναι σαν να επιστρέφουμε στην ποιότητα του ανθρωπισμού και στο κέντρο των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος. Μπορεί αυτό το πράγμα να έχει και σκουπίδι μέσα, αλλά δεν πειράζει, τίθεται κάτι σε μια βάση.
– Δεν θα διαφωνήσω. Έχουμε δει ακττιβιστές των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, να κάνουν προσωπική καριέρα μέσα απ’ την ενασχόληση τους μ’ αυτά τα ζητήματα.
Ούτε εγώ διαφωνώ επ’ αυτού, αλλά εν πάση περιπτώσει κάτι αρχίζει να κουνιέται, να γίνεται.
– Μια ελευθεριότητα υπήρχε στο έργο του Γιαννίδη. Στο περίφημο τραγούδι του, «Τα νέα της Αλεξάνδρας», λόγου χάριν, η άλλη έπαιρνε τα σκονάκια της και ήταν φιλήδονη.
Εννοείται. Αυτή η διπλοπροσωπία του Κωνσταντινίδη/Γιαννίδη έχει μεγάλο ενδιαφέρον, όπως είπα πριν, και μπορεί ν’ απασχολήσει την ψυχανάλυση. Μην ξεχνάμε πως έχει γράψει και τα πιο εμβληματικά τραγούδια της Βέμπο, σαν το «Πόσο λυπάμαι», τραγούδια – σήματα κατατεθέντα του λεγόμενου ελαφρού ρεπερτορίου. Τελικά έχει αφήσει ισχυρό στίγμα ο Κωνσταντινίδης.
– Αν και δεν είναι ένας συνθέτης που πήρε ό,τι θα του άξιζε, συγκριτικά με άλλους της εποχής του ή και μεταγενέστερους δημιουργούς.
Ισχύει. Σ’ αυτό έπαιξε ένα ρόλο και η Αριστερά, που έχει δαιμονοποιήσει ένα σωρό πράγματα και τα έχει περιχαρακώσει. Απ’ την άλλη είναι και λίγο νομοτελειακό. Λέμε για το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν ήταν και λίγο νομοτελειακό να έπαιρνε την εξουσία το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ τότε; Σκεφτόμουν τη λογοτεχνική γενιά του ’30. Ήταν πολύ απορριπτικοί για οτιδήποτε λογοτεχνικό είχε προηγηθεί. Θεωρούσαν ότι αυτοί έκαναν την ανατροπή και έφερναν το καινούργιο, πετώντας στον Καιάδα ότι προϋπήρχε. Αν διαβάσετε κείμενο του Ελύτη για τον Λαπαθιώτη, τον λέει «λαπά». Θεωρήθηκε μία λογοτεχνία παρωχημένη, σκονισμένη, της παρακμής. Και όπως είπα πριν, θα φέρει σίγουρα και σκουπίδι η νέα κατάσταση, έτσι συμβαίνει νομοτελειακά. Τα παιδιά πρέπει να φάνε τον πατέρα τους, υπάρχει αυτό το Κρόνειο που το έχουν περιγράψει πολύ ωραία οι ψυχαναλυτές και η αρχαία ελληνική μυθολογία.
– Μιλήστε μου λίγο για τους συντελεστές της παράστασης.
Θα είναι ο βαρύτονος Γιώργος Ιατρού ως Νίνα Νάη, με τον οποίο είχαμε ξανασυνεργαστεί πέρσι τέτοιο καιρό. Έχουμε ακόμη έναν περφόρμερ μαζί μας, ένα παιδί που το πιστεύω πολύ, ο Νίκος Τσιρώνης ή Daglara. Αυτός θα βγει εντελώς alien, έχει περάσει σ’ άλλο επίπεδο μεταμόρφωσης. Εκτός απ’ αυτά τα δύο παιδιά, θα είναι μαζί μας ο μαέστρος Γιώργος Ζιάβρας, που κάνει διεθνή καριέρα στη Γερμανία. Στα κείμενα συνεισφέρει πολύ ένα παιδί που γνωριστήκαμε διαδικτυακά μέσα από το Facebook. Λέγεται Αλέξανδρος Παπαδόπουλος και γράφει πολύ ωραία.
– Τον γνωρίζω τον Αλέξανδρο από τα social media και από το Λονδίνο.
Ακριβώς, ζει στο Λονδίνο και με συγκινεί η ευαισθησία του στα κείμενα του.
Είναι ιδιαίτερος άνθρωπος ο Αλέξανδρος.
Κι εγώ είμαι ιδιαίτερος (γέλια). Φυσικά στο εικαστικό μέρος είναι επίσης ο Κωνσταντίνος, ο γιος μου.
– Πάντα δουλεύετε με τον γιο σας, που τον έχετε ρίξει στα βαθιά.
Δεν γίνεται αλλιώς, είμαστε λίγο family story σαν ομάδα. Επειδή κι ο άλλος μου γιος είναι ηθοποιός, η Γλυκερία Μπασδέκη μού έλεγε πως εμείς ανεβάζουμε παραστάσεις, όπως ήταν παλιά τα οικογενειακά μπουλούκια.
– Πείτε μου όσο πιο απλά και εκλαϊκευμένα μπορείτε: Τι ακριβώς έχετε μες το κεφάλι σας μ’ αυτό το νέο έργο;
(γέλια) Είναι αυτό που λέω συνέχεια, η αναζήτηση της ταυτότητας. Ποια είναι η ταυτότητα μας; Για μένα, αυτή είναι η Ελλάδα και δεν πάω να κουνήσω το δάχτυλο διδακτικά. Μακριά από μένα τα διδάγματα και οι ιδεολογίες. Να καταλάβω προσπαθώ κι εγώ τη ρευστότητα όλου αυτού που συζητάμε. Η Ελλάδα δεν είναι αυτή τη στιγμή κακοποιημένη και βιασμένη; Η Ελλάδα δεν έχει πουλήσει τα παιδιά της, δεν έχει πουληθεί, δεν έχει περάσει μια τεράστια διαδρομή; Για μένα βρίσκεται σε μια συνεχή μεταμόρφωση. Αναμφισβήτητα δεν θα σταθώ στο εθνικό αφήγημα, γιατί δεν με καλύπτει. Η ματιά μου ήταν πάντα λοξή και μέσα απ’ το λοξό έχει νόημα να φωτιστούν κάποια πράγματα. Κι αν στις δουλειές μου δεν υπάρχει το εθνικό αφήγημα, δεν σημαίνει ότι θα πάω να το κανιβαλίσω κιόλας. Δεν μ’ ενδιαφέρει ο κανιβαλισμός, αλλά μόνο το να ψάξω, γι’ αυτό είναι σημαντικό να κερδηθεί το εξής στοίχημα: Όταν ακούς για drag show, ο νους σου πάει στο καλιαρντό και στο σεξ – βαριέμαι να μιλάω για σεξ ξανά και ξανά.
– Δεν απέχουν αυτά που λέτε απ’ την άποψη πολλών καλλιτεχνών, που ισχυρίζονται πως ό,τι κάνουν, το κάνουν για να ικανοποιήσουν τη δική τους περιέργεια πάνω απ’ όλα.
Ναι, το να καταλάβουμε τι συμβαίνει και ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, τα αυτιά μας, τις αισθήσεις μας, το μυαλό μας. Εγώ, έχοντας περάσει κι από μια πολύ σοβαρή περιπέτεια με την υγεία μου, μ’ ενδιαφέρει πλέον να μη λέω ροζ τα πράγματα. Θέλω ν’ ακουμπάω τα σκοτάδια, αλλά θέλω να υπάρχει κι ένα μικρό παράθυρο. Να ξέρω πως από κάπου θα μπορώ να πάω προς το φως, και σαν καλλιτέχνης, αλλά και σαν άνθρωπος. Είναι δύο έννοιες που για μένα δεν ξεχωρίζονται. Δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω, γι’ αυτό το ψάχνω με τις ταυτότητες.
– Αυτή δεν είναι η πρώτη ανάθεση που σας γίνεται για το Φεστιβάλ Αθηνών, σωστά;
Όχι, έχω συμμετάσχει τέσσερις – πέντε φορές στο Φεστιβάλ. Είχα κάνει την περίφημη παράσταση με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία μετά εγκαινίασε και το θέατρο της οδού Κυκλάδων, απόντος πια του Λευτέρη Βογιατζή από τη ζωή. Έκανα ακόμη ένα της Μπασδέκη, έναν Δημητριάδη, τελικά δεν είναι λίγες φορές. Για μένα η δουλειά είναι πολύ σημαντική μετά απ’ την ασθένεια μου. Θέλω να δουλεύω, πρέπει να δουλεύω για πολλούς λόγους. Η δουλειά μου ενεργοποιεί τους μηχανισμούς της ζωής, που για μένα έχει αποκτήσει άλλο νόημα, απ’ το πρώτο νερό της ημέρας που θα ρίξω στο πρόσωπο μου. Αυτό για μένα είναι μία κατάκτηση και θέλω να είμαι συνειδητός, όσο μπορώ, στα πράγματα.
– Μια σοβαρή περιπέτεια υγείας μπορεί να σε κάνει να αναθεωρήσεις τη σχέση σου…
(με διακόπτει) Με το νερό! Τόσο απλά. Και με την αναπνοή…Σωματικά, γιατί το σώμα είναι αυτό που υποφέρει και στο τέλος δε μένει τίποτα κιόλας.
– Που παίζεται καλύτερα το παιχνίδι; Σ’ ένα μεγάλο χώρο ή σ’ ένα ταπεινό θεατράκι; Έχετε διαπρέψει και στα δύο εσείς.
Είναι θέμα κλίμακας των μεγεθών και των υλικών που χρησιμοποιείς. Όταν κάναμε όπερα στη Λυρική, υπήρχαν επί σκηνής 145 άτομα. Καταλαβαίνετε ότι είναι αυτό που αλλάζει εντελώς τα δεδομένα. Χρησιμοποιούσαμε ντουντούκα για να μπορούμε ν’ ακουγόμαστε μέχρι τον τελευταίο χορωδό. Διαφορετικό φυσικά είναι αυτό απ’ το να στήσεις ένα σχήμα με δύο ανθρώπους. Τελικά, όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω πως κι αυτό είναι σχετικό, αφού με δύο μόνο πρόσωπα μπορείς να επεκταθείς σε μία πάρα πολύ μεγάλη δραματουργική κλίμακα. Θα σας πω μια μικρή ιστορία: Είχαμε κάνει μία μικρή παράσταση εδώ παρακάτω, σ’ έναν μικρό χώρο στην Αθηνάς. Είχαμε πει ότι μπορούσαμε να διανυκτερεύουμε και δίναμε τον χώρο σε μερικούς καλλιτέχνες να έκαναν ότι ήθελαν. Πέρασε κόσμος και κοσμάκης, πολλοί, σκηνοθέτες, εικαστικοί, μουσικοί, ηθοποιοί. Θυμάμαι μία περφόρμανς του ποιητή Νίκο Ερηνάκη με τον Στέφανο Χυτήρη να τον συνοδεύει στα ντραμς. Τι να πρωτοθυμηθώ; Μία άλλη περφόρμανς από κορίτσια της Καλών Τεχνών, που έτρωγαν λουλούδια; Κάποια στιγμή είπαμε μ’ ένα φίλο: «Δεν παίρνουμε κι εμείς μέρος σ’ όλο αυτό που στήσαμε;» Επειδή εγώ γνώριζα καλά τον Λαπαθιώτη και τον Ιωάννου, είπα να κάνουμε κάτι πάνω σ’ αυτούς. Σε δύο μέρες στήνουμε μία παραστασούλα και, μάλιστα, μέσω ενός φίλου, βρήκα κάτι φωτογραφίες γυμνών φαντάρων σε στύση της δεκαετίας του 1950. Τους είχε φωτογραφίσει ο Θάνος Βελούδιος σ’ ένα μικρό δωματιάκι που διατηρούσε στην Ομόνοια. Ένα πολύ «καλτ» πράγμα, χειροποίητο. Τέλος πάντων, ήρθαν κάποιοι φίλοι στην παράσταση αυτή και μας είπαν να το συνεχίσουμε. Ο κόσμος αυξανόταν από παράσταση σε παράσταση ώσπου τελικά παίξαμε με κουτί ελεύθερης συνεισφοράς όλο το χειμώνα. Ήτανε μαγικό! Λίγο μετά μας κάλεσαν απ’ το ΘΟΚ και παίξαμε στην Κύπρο, συνεχίσαμε στο θέατρο του Νέου Κόσμου κλπ. Θέλω να πω ότι ένα πραγματάκι, που ξεκινά από κάτι πολύ μικρό, μπορεί ν’ αποκτήσει ένα άλλο μέγεθος. Στον αντίποδα, μπορεί να κάνεις μία όπερα και παρόλο που είναι τεράστια η κλίμακα της, να μην έχει την ίδια δυναμική.
– Έτσι όπως μου τα λέτε, συμπεραίνω ότι έχετε μία σπάνια ικανότητα: Να είστε με το’ να πόδι στο «αντεργκράουντ» και με τ’ άλλο στο πιο συστημικό, στο πιο «mainstream».
Σωστά, όταν παίρνω αναθέσεις είτε από το Εθνικό, είτε από το Φεστιβάλ Αθηνών. Εννοείται! Με όλους έχω συνεργαστεί και ποτέ δεν δουλεύω σε σχέση με το που βρίσκομαι.
– Είναι κι αυτό ένα θέμα ταυτότητας.
Νομίζω πως αν φύγει κανείς απ’ το κέντρο του, δεν έχει καμία πιθανότητα. Τι να κάνεις δηλαδή, να δεις Πίνα Μπάους και να πας ν’ αντιγράψεις την Πίνα Μπάους; Ποιος ο λόγος; Πρέπει να επιστρέψεις βαθιά μέσα σου σ’ όλο αυτό το πράγμα που σε συνθέτει.
– Καταλήγουμε ότι η πρόθεση του κάθε δημιουργού πρέπει να’ναι η απόλυτη ειλικρίνεια.
Απολύτως. Η προσπάθεια, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια.
– Η τέχνη είναι πολιτική πράξη;
Είναι μόνο πολιτική πράξη! Όσο πιο προσωπικός γίνεσαι, τόσο πιο δημόσιος γίνεσαι, άρα και πολιτικός. Πολλές φορές λέω ότι και το queer, αν δεν έχει προσωπικό τραύμα, είναι μόδα και τίποτα περισσότερο.
– Αυτή η κουβέντα γίνεται, αν το έχετε καταλάβει, δύο 24ωρα πριν από τις εκλογές.
Πω, πω, τώρα το συνειδητοποιώ κι εγώ και αγχώνομαι με το τι θα ψηφίσω.
– Πήρατε θέση για όλους τους καλλιτέχνες που βγήκαν στο δρόμο με το προεδρικό διάταγμα της Μενδώνη;
Μα να μη διεκδικήσουν το δικαίωμα τους για το αυτονόητο; Το διάστημα των κινητοποιήσεων, εγώ ήμουν στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε τις πρόβες μας για την παράσταση του Γκολντόνι. Η Μονή Λαζαριστών τελούσε υπό κατάληψη, αφού φιλοξενεί και τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ. Έβλεπα τα τόσο ωραία και αγνά βλέμματα των παιδιών αυτών! Κάποιοι μού έλεγαν πως ήταν υποκινούμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ κι εγώ σκεφτόμουν: «Μα δε βλέπουν τίποτα άλλο μπροστά τους αυτοί οι άνθρωποι; Δεν βλέπουν την αγνότητα στα μάτια παιδιών 25 χρονών;» Αυτό που εγώ είδα στο βλέμμα των παιδιών, δεν μπορεί κανείς να μου το πάρει πίσω.
– Σας συμβαίνει κάθε φορά να μην ξέρετε τι θα ψηφίσετε;
(γέλια) Πάντα μου συμβαίνει. Συνέχεια. Προέρχομαι από μια οικογένεια ΠΑΣΟΚ, το διάστημα που εγώ ήθελα να πάω ακόμη πιο αριστερά. Ήμουν οργανωμένος στον Ρήγα Φεραίο, έζησα ένα κομμάτι πολιτικοποιημένο, που δεν το συναντώ τώρα πια. Είμαι της γενιάς, που είχε ένα πολύ βαθύ ρομαντισμό, αν με καταλαβαίνετε.
Η τέχνη και η πολιτική έχουν το ίδιο εκτόπισμα;
Η διεκδίκηση ήταν εντελώς ίδια εκείνα τα χρόνια. Ήμουν και παιδάκι, μπήκα στα πράγματα για να τη «βγω» λίγο στους γονείς μου, που ήταν δεμένοι στο άρμα του ΠΑΣΟΚ. Μου δόθηκε, όμως, μια ωραία δυνατότητα τότε, εξ αιτίας δηλαδή των γονιών μου. Γινόντουσαν τα φεστιβάλ νεολαίας, οι μεγάλες συναυλίες και μπόρεσα να δω όλη τη μεγάλη γενιά δημιουργών. Έχω δει πάρα πολύ Τσιτσάνη «ζωντανά». Πήγα κάποιες φορές στο «Χάραμα», ως παιδάκι μαζί με τους γονείς μου, αλλά το’ χω ζήσει. Έχω δει τη Μπέλλου, έζησα μυθικές μορφές και αυτό σου διαμορφώνει κάτι.
– Οι νέοι που έχετε την ευκαιρία να δουλεύετε μαζί τους…
Ναι, αυτό μ’ αρέσει εμένα, να είμαι με νέους. Πρέπει να πούμε όμως και ότι υπάρχουν νέοι, που είναι πολύ πιο συντηρητικοί από μας. Δεν είναι θέμα ηλικίας η νεότητα.
– Ας πιάσουμε τότε το «υγιές» κομμάτι της νεολαίας.
Μωρέ, μη μιλάμε με απόλυτους όρους, γιατί και το άλλο υπάρχει, το «μη υγιές». Με στενοχωρεί να βλέπω παιδιά 22 και 25 ετών να παντρεύονται και να δημιουργούν με μια ανωριμότητα οικογένειες, δημιουργώντας παράλληλα δυστυχισμένους ανθρώπους. Πως θα ζήσουν με 600 ευρώ το μήνα;
– Ας πούμε ότι αυτά είναι τα θύματα των κοινωνικών ρόλων.
Αυτό ακριβώς, θύματα των κοινωνικών ρόλων! Προσπαθούν να υπάρξουν μέσα σ’ ένα ρόλο, αφού το μόνο που σ’ έχουν εφοδιάσει είναι να γίνεις πατέρας στα 22 σου. Και να παίρνεις 600 ευρώ για να δουλεύεις ντιλιβεράς! Κι είναι ζωή αυτό; Φταίει το παιδί αυτό ή εκείνος που το διαμόρφωσε έτσι; Θα φανώ ελιτιστής, αλλά όσοι κάνουν παιδιά, πρέπει να κάνουν ψυχοθεραπεία πριν.
– Δεν λέτε κάτι πρωτότυπο. Συμφωνώ.
Γι’ αυτό δεν θέλω να ακουστώ ελιτιστής. Εγώ μπορεί να έζησα τον Τσιτσάνη και τη Μπέλλου, είχα μπει όμως και σε πανκ γκρουπ. Δεν θυμάμαι καν πως λεγόμασταν και κάπου πρέπει να έχω και ηχογραφήσεις. Ήμουν ο τραγουδιστής της μπάντας, ενώ στην αρχή με προόριζαν για μπασίστα. Κάναμε ελληνόφωνο ροκ, σε στυλ Siouxsie and the Banshees, πιο darkwave. Βάφαμε μαύρα τα μάτια μας πριν βγούμε στη σκηνή για να φαινόμαστε «του θανάτου» με την ασφάλεια του να’σαι 17 χρονών και να μιλάς για θάνατο. Δεν σε νοιάζει, το αντιμετωπίζεις.
– Μετά από 30 και 40 χρόνια, τι θα λένε τα σημερινά παιδιά σε σχέση με τις αναφορές τους; Θα λέει κανείς ότι «εγώ ήμουν για δέκα χρόνια στην ομάδα του Σκουρλέτη»;
Α, λες να το πει; Δεν ξέρω αν θα το πει, μακάρι να το πει…Ή να μην το πει…Τα παιδιά σήμερα έχουν τους δικούς τους κώδικες, τις δικές τους άκρες. Όλα αυτά δεν τα λέω καθόλου γιατί είμαι νοσταλγικός. Το επισημαίνω! Μακριά από μένα η νοσταλγία, την οποία σιχαίνομαι. Σας είπα, εγώ είμαι άνθρωπος των ενάρξεων, δεν αντέχω στα πισωγυρίσματα.
– Πιστεύετε πως σε τόσο κόσμο που θα δει την παράσταση, θα «περάσει» ο Κωνσταντινίδης, θα γίνει λίγο πιο γνωστός;
Αναμφισβήτητα. Δεν το’χα κατά νου και τώρα το συνειδητοποιώ που το αναφέρατε. Δεν έχω την έννοια του διδακτισμού ή του να σ’ εκπαιδεύσω σε κάτι, παρόλο που είμαι δάσκαλος υποκριτικής. Για να κάνεις μάθημα, σημαίνει ότι πρέπει να είσαι έτοιμος να «κατασπαραχθείς» από τα παιδιά σου. Θα μας φάνε τις σάρκες μας και δεν το λέω με εσχατολογική έννοια, αλλά πρέπει να το γνωρίζουμε.
– Πόσες παραστάσεις θα κάνετε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ;
Τέσσερις θα γίνουν. Δεν ξέρουμε αν θα υπάρξει συνέχεια. Είναι το showcase που θέλει να κάνει η Κατερίνα Ευαγγελάτου, να φέρνει ανθρώπους απ’ έξω για να βλέπουν κάποιες παραστάσεις. Να κερδηθεί το διεθνές κοινό κατά ένα τρόπο και η δική μας παράσταση με την πιο πλατιά έννοια της ελληνικότητας στο επίκεντρο της, χωράει σ’ αυτό το πρόγραμμα. Κάνω όμως ακόμη δύο παραστάσεις ταυτόχρονα: Στη Λυρική, στο πλαίσιο του προγράμματος «Λυρικός Νότος», ετοιμάζω μια μικρή παράσταση πάνω στο έργο ενός συγγραφέα, που επιστρέφω συχνά, την «Αλάσκα» του Άκη Δήμου. Μετά ακολουθεί ακόμη ένα έργο του Δήμου, το «Summertime» στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» για το καλοκαίρι, τον ερχόμενο Αύγουστο. Τρέχουμε τρεις πρόβες μαζί, αν καταλάβατε.
– Χαρά στο κουράγιο σας, κύριε Σκουρλέτη.
Είναι αυτό που έλεγα πριν για το πόσο απαραίτητη μου είναι η δουλειά στην παρούσα φάση. Πάλι θα με πουν εστετιστή…Θα πει ο άλλος «Εγώ, αγάπη μου, δεν έχω να φάω κι εσύ πας και κάνεις παράσταση στα Λιανοκόκαλα;» Μιλάω για έναν αρχαίο ναό του Απόλλωνα, στη λίμνη Πλαστήρα. Ακούγεται τόσο exotic και δεν ξέρουμε πόσοι θα το δουν, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία.
– Πάντως, έχει γίνει πολλή κουβέντα για το «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός».
Το ξέρω, αλλά εμένα είναι η τρίτη φορά που παίρνω μέρος. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, αλλά εγώ πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτό το πρόγραμμα. Το έχω αγαπήσει. Πέρσι παίξαμε σ’ ένα συγκλονιστικό θέατρο, σαν διαστημόπλοιο, πάνω από τον Κορινθιακό. Τώρα θα πάμε στα Λιανοκόκαλα, υπάρχει μια ποιητικότητα να επισκέπτεσαι χώρους, που δεν θα πάταγες ποτέ σ’ άλλη περίπτωση. Παρόλο, που έχει ασκηθεί σκληρή κριτική στο πρόγραμμα αυτό, εγώ το στηρίζω. Πιο σημαντικό είναι για μένα να παίξουμε στον αρχαίο ναό του Απόλλωνα παρά στο Φεστιβάλ Αθηνών.