Γιάννης Αγγελάκης: «Η απουσία παλμού για τον μουσικό είναι σχεδόν υπαρξιακή απειλή»
Στην παράσταση "Παραπατήματα", ο Γιάννης Αγγελάκης συνθέτει ήχους που στηρίζονται σε ρήγματα. Με όχημα τον ζωντανό διάλογο με τους ερμηνευτές και έναν υπολογιστή που «απαντά» σαν τρίτο σώμα, η μουσική του γίνεται εργαλείο απελευθέρωσης, μια σπουδή στη μνήμη, τον χρόνο και την προσπάθεια να σταθούμε ξανά στα πόδια μας, κυριολεκτικά και ποιητικά.
Στην παράσταση σύγχρονου χορού “Παραπατήματα” σε χορογραφίά του Νίκου Καλύβα, η μουσική ενσαρκώνει την κίνηση. Ο Γιάννης Αγγελάκης, με τη χαρακτηριστική του ικανότητα να μετατρέπει τον ήχο σε αφήγηση, δημιουργεί ένα ηχητικό περιβάλλον όπου η ευθραυστότητα του σώματος, η κυκλικότητα του χρόνου και η ρευστότητα της ταυτότητας αποκτούν φωνή. Μαζί με τις δύο χορεύτριες και τους συνεργάτες μουσικούς, συνθέτει ένα παλλόμενο σύμπαν όπου η απώλεια της ισορροπίας γίνεται δημιουργική πράξη.
Η μουσική του Αγγελάκη είναι συμμετοχή. Μέσα από επαναληπτικά μοτίβα, εκφραστικά ρήγματα και χειρονομιακή ενέργεια, ο ήχος λειτουργεί σαν τρίτο σώμα στη σκηνή: άλλοτε υποχωρεί, άλλοτε συγκρούεται, άλλοτε αναπνέει συγχρονισμένος με τον χορό. Σαν ένας εσωτερικός μονόλογος της σκηνής, καταγράφει τις διακυμάνσεις του «παραπατήματος» όχι μόνο ως απώλεια, αλλά ως τρόπο να προχωράς, έστω και ασθμαίνοντας.
Με σπουδές στη σύνθεση και τη σύγχρονη μουσική δημιουργία σε Θεσσαλονίκη, Βοστώνη και Νέα Υόρκη, ο Γιάννης Αγγελάκης έχει κατακτήσει μια ιδιαίτερη θέση στη νέα μουσική σκηνή, με έργα που διασταυρώνουν την ακαδημαϊκή δομή με την εκφραστικότητα της performance και την τολμηρή αισθητική του παρόντος. Πολυβραβευμένος διεθνώς, με πάνω από 20 διακρίσεις σε διαγωνισμούς σύνθεσης, συνεχίζει να δημιουργεί μουσικές που βιώνονται. Και κάπως έτσι στα “Παραπατήματα”, η μουσική του γίνεται μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ακριβώς όπως και η ίδια η παράσταση.
– Πώς γεννήθηκε η μουσική των “Παραπατημάτων”; Ήταν ο χορός που υπαγόρευσε τον ρυθμό ή η μουσική που οδήγησε την κίνηση;
Ήταν και τα δύο μαζί! Η δημιουργική διαδικασία δεν ακολούθησε μια ιεραρχική σχέση, αλλά ήταν ένας διαρκής διάλογος μεταξύ κίνησης και ήχου. Με τον Νίκο Καλύβα, τον χορογράφο της παράστασης, συνεργαζόμαστε για δεύτερη συνεχόμενη φορά μέσα στην ίδια χρονιά, είμαστε και οι δύο παρόντες σε όλες τις πρόβες από την αρχή, ο ήχος είναι κανονικά ενταγμένος στη κινησιολογική έρευνα κι έχουμε χτίσει έναν κώδικα επικοινωνίας, παρακολουθώντας και επηρεάζοντας συνεχώς ο ένας τον άλλον. Άλλοτε μια κινητική πρόταση από τον Νίκο οδηγεί στην αναζήτηση ενός ηχητικού περιβάλλοντος που την αναδεικνύει κι άλλοτε μια δική μου μουσική ιδέα καθοδηγεί την κινητική συνθήκη των ερμηνευτριών. Αυτή η διαδικασία δεν είναι απλώς συνεργατική αλλά και βαθιά συνθετική. Πραγματευόμαστε τις έννοιες της ισορροπίας και της αστάθειας κι αυτό ακριβώς ενσωματώνεται στη συνεργατική σχέση, η οποία απαιτεί μια κοινή αίσθηση του «παραπατήματος» ως δημιουργική συνθήκη.
– Η παράσταση πατά πάνω στην έννοια της αστάθειας και της προσπάθειας για επαναφορά. Πώς μεταφράζεται αυτό ηχητικά; Υπάρχουν «παραπατήματα» και μέσα στη μουσική σας;
Στη συγκεκριμένη παράσταση ψάχνω διακαώς την αίσθηση του παραπατήματος και τα βασικά εργαλεία μου, τα οποία αποσταθεροποιούν τον ήχο, είναι η αρμονία και ο ρυθμός. Αρμονικά, κάνω ευρεία χρήση ψηφιακών αλλοιώσεων, αναζητώντας την αίσθηση μιας μουσικής που ξεκουρδίζεται, παραμορφώνεται και παραπέει, σαν ένας συνεχής εκτροχιασμός. Ρυθμικά, μεταφράζω το παραπάτημα ως διάρρηξη του παλμού, ώστε η μουσική να μην πατάει πουθενά, να αιωρείται, να είναι ασταθής και ετοιμόρροπη. Αυτό είναι δύσκολο να γίνει πράξη, καθώς όλοι μας, μουσικοί και μη, τείνουμε αυτόματα και μηχανικά να συνταχθούμε με την ασφάλεια ενός σταθερού παλμού. Η απουσία παλμού για τον μουσικό είναι σχεδόν υπαρξιακή απειλή. Είναι σαν να του αφαιρείς τον βασικό μηχανισμό προσανατολισμού κι επομένως σαν να τον εκθέτεις. Κι αυτή ακριβώς η απώλεια μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα έκφραση που εμπεριέχει ρίσκο και έκθεση, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να είναι και απελευθερωτική. Με απασχολεί πολύ η μουσική μου να εμπεριέχει τέτοιες αναρχικές συνθήκες, να μην επικυρώνει, αλλά να δημιουργεί σύγχυση, ώστε η κατάκτηση —έστω πρόσκαιρα— της ισορροπίας να λειτουργεί λυτρωτικά.
– Η σύνθεση γίνεται επί σκηνής και σε διάλογο με τους ερμηνευτές. Πώς διαχειρίζεστε το απρόβλεπτο; Πόσο «γραμμένο» και πόσο «ανοιχτό» είναι το ηχητικό μέρος;
Υπάρχουν μουσικά μέρη της παράστασης που είναι αυστηρά μετρημένα και καθορισμένα και άλλα μέρη που βασίζονται στα ζωντανά ηλεκτρονικά (live electronics) κι επομένως είναι απροσδιόριστα και απρόβλεπτα. Αυτή η ανοιχτότητα, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει αυτοσχεδιασμός, ανοιχτή φόρμα και τυχαιότητα. Όλες οι δράσεις είναι αυστηρά ορισμένες, σχεδόν τελετουργικές. Αυτό που παραμένει απρόβλεπτο είναι η ζωντανή ανταπόκριση του υπολογιστή, ο οποίος δέχεται σήματα από τις ερμηνεύτριες, ενεργοποιεί αλγοριθμικές και στατιστικές διαδικασίες και επεμβαίνει στην ηχητική ροή των μουσικών συμβάντων σε πραγματικό χρόνο. Είναι σαν να συνομιλείς με έναν επιπλέον ερμηνευτή επί σκηνής: κάνεις μια δράση και περιμένεις μια απάντηση. Αυτή η κυκλικότητα και η ανατροφοδότηση δημιουργούν ένα δυναμικό σύστημα αλληλεπίδρασης που δεν είναι ούτε εντελώς ελεγχόμενο ούτε εντελώς ελεύθερο, σαν ένας ζωντανός οργανισμός, σαν ένας βιωμένος χώρος.
– Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος περιορισμός που μετατράπηκε τελικά σε δημιουργικό εργαλείο;
Η ίδια η σκηνή μας επέβαλε τον πιο σημαντικό περιορισμό. Η παράσταση θα παιχθεί στο Β’ Αρχαίο Θέατρο Λάρισας, το οποίο έχει χωμάτινο έδαφος κι επειδή είναι επικίνδυνο για τις ερμηνεύτριες να κινηθούν στο χαμηλό επίπεδο και να ακουμπήσουν με τα σώματα τους το πάτωμα, έπρεπε η χορογραφία αναγκαστικά να εστιάσει στο μεσαίο και ψηλότερο επίπεδο, χωρίς τη δυνατότητα πτώσεων. Ωστόσο, αυτός ο περιορισμός φώτισε ένα θεμελιώδες δραματουργικό εργαλείο της παράστασης, καθώς έχουμε έναν περιορισμένο αριθμό κινητικών συνθηκών, στις οποίες επανερχόμαστε ξανά και ξανά. Αυτή η αέναη επιστροφή λειτουργεί σαν μια σπειροειδής τροχιά που επαναλαμβάνεται, αλλά ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Κι ακριβώς επειδή η παράσταση συνομιλεί έντονα με το παρελθόν —και ως προς τα μουσικά υλικά που φέρνουν μνήμες από τη μεσαιωνική μουσική και την ελληνική παράδοση και ως προς τις κινητικές συνθήκες που φέρνουν μνήμες από παλιακά παιχνίδια του δρόμου— αυτές οι σπείρες είναι ταυτόχρονα συμβολικές καθώς αναδεικνύουν την κυκλικότητα του χρόνου και τη διαρκή παρουσία του παρελθόντος.
– Στις πληροφορίες αναφέρεται πώς τα “Παραπατήματα” είναι μια σπουδή στη μνήμη, το σώμα και τον χρόνο. Πώς συνομιλεί η μουσική σας με αυτές τις έννοιες;
Το σώμα είναι παρόν σαν ηχητικό γεγονός, αφού οι αναπνοές, τα φωνήματα και οι απροσδιόριστοι, μη λεκτικοί ήχοι των φωνών γίνονται μουσικό υλικό προς επεξεργασία. Ο χρόνος φανερώνεται ως κυκλικότητα, αφού η μουσική κινείται σε επαναλαμβανόμενες, κυκλικές δομές που σχετίζονται περισσότερο με την αέναη επιστροφή παρά με την ανανέωση και την εξέλιξη. Ωστόσο, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου είναι η έννοια της μνήμης, η οποία δεν λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο, αλλά ως φάντασμα που πλανάται επικίνδυνα από πάνω μας. Ανασύρονται ήχοι από παραδοσιακά νανουρίσματα και μεσαιωνικά τραγούδια, όμως αλλοιώνονται, παραμορφώνονται, σχεδόν εξαϋλώνονται μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον. Είναι σαν να προσπαθούμε να θυμηθούμε κάτι που δεν μπορούμε πια να βιώσουμε ακέραιο. Η παράσταση είναι μια αναμέτρηση με αυτή την τραγική αντίφαση: επιθυμούμε διακαώς να θυμηθούμε, αλλά ακόμη και η μνήμη μας αλλάζει και παραμορφώνεται, γερνάει και χάνεται.
– Το Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας είναι ένας φορτισμένος, ιστορικός χώρος. Πώς επηρέασε την αντίληψή σας για τον ήχο και τη σύνθεση;
Από τη μια πλευρά, η παράσταση θα παιχθεί σε έναν ιστορικό, αρχαίο χώρο και ταυτόχρονα επέλεξα να συνεργαστώ με την Ειρήνη Μπιλίνη-Μωραΐτη, μια εξαιρετική περίπτωση μουσικού, η οποία εξειδικεύεται στην παλαιά μουσική, τραγουδώντας και παίζοντας μεσαιωνική βιέλα. Από την άλλη πλευρά, η δική μου μουσική εστιάζει σε ιδιοσυγκρασιακούς ήχους, σε απόκοσμα ηχοτοπία, σε θορύβους και ψηφιακές επεξεργασίες. Το ηχητικό σύμπαν της παράστασης είναι η συνάντηση αυτών των δύο κόσμων. Στόχος μου είναι να υπογραμμίσω αυτό το ετερόκλητο στοιχείο και να αναδείξω τη συμβιωτική σχέση μας με το παρελθόν. Επαναπροσδιορίζουμε, όχι απλώς δανειζόμαστε, τους ήχους του παρελθόντος. Τους κάνουμε δικούς μας, τους φέρνουμε στα μέτρα μας. Αλλά ταυτόχρονα ερχόμαστε κι εμείς στα μέτρα του παρελθόντος γιατί μ’ αυτό αναμετριόμαστε. Αυτό το πέρα-δώθε, αυτή η διαρκής κίνηση στο χρόνο, είναι που μας ορίζει ως σύγχρονους δημιουργούς. Δεν προσπαθούμε να αναπαραστήσουμε νοσταλγικά ένα παράδεισο χαμένο στο χρόνο, αλλά να επανεφεύρουμε το παρελθόν μας μέσα από το βλέμμα και την ευαισθησία του σήμερα.
– Η σκηνική σας παρουσία είναι ταυτόχρονα μουσική και σωματική. Πώς βιώνετε τη συνύπαρξη μουσικού και performer;
Για τις ανάγκες αυτής της παράστασης η ερμηνεία μου ως performer δεν σημαίνει ότι υποδύομαι κάποιον χαρακτήρα, αλλά ότι διαχειρίζομαι σε πραγματικό χρόνο τα ζωντανά ηλεκτρονικά. Η δουλειά μου είναι να φτιάχνω ήχους και σε αυτή την παράσταση κάποιοι ήχοι είναι καταγεγραμμένοι ώστε να παιχθούν από τη μουσικό, κάποιοι ήχοι είναι καθορισμένοι και τους τρέχει ένα πρόγραμμα, ενώ κάποιοι ήχοι θα προκύψουν από τις ανταποκρίσεις του υπολογιστή. Όλα αυτά μαζί είναι η μουσική της παράστασης και καλούμαι να διασφαλίσω την ποιότητα της με κάθε πιθανή ιδιότητα.
– Πόσο πολιτική μπορεί να είναι τελικά μια παράσταση σαν αυτή, χωρίς λέξεις αλλά με σώματα και ήχους που αγγίζουν την ιδέα της κατάρρευσης;
Θεωρώ πως αυτό που προκύπτει από το κινητικό και μουσικό υλικό των παραπατημάτων είναι ότι η προεπιλεγμένη ρύθμισή μας (default setting) είναι η αστάθεια και η πτώση, ενώ αντίθετα η ισορροπία δεν είναι ούτε φυσική ούτε κεκτημένη ούτε αυτονόητη, αλλά απαιτεί κόπο, υπομονή και συνεργασία. Μπορεί η παράσταση να μην έχει λόγια, αλλά σίγουρα προσπαθεί να φωνάξει μέσα από το παραπάτημα. Και η φωνή της δεν είναι καταγγελτική, αλλά βαθιά υπαρξιακή. Ο κόσμος μας δεν είναι σταθερός κι επομένως πρέπει διαρκώς να μαθαίνουμε εκ νέου πώς να στεκόμαστε, κυριολεκτικά και ποιητικά, και κυρίως πώς να στεκόμαστε μαζί με άλλους, με συνεργασία και αλληλεγγύη. Μπορεί, όντως, να φοβάμαι τον άλλο γιατί θα με ρίξει και θα πέσω, αλλά μπορώ, επίσης, να τον εμπιστευθώ και να σταθούμε μαζί. Για μένα αυτό το πολιτικό διακύβευμα της παράστασης.
– Πώς αξιολογείτε τη σημερινή κατάσταση του σύγχρονου καλλιτεχνικού χώρου στην Ελλάδα; Τι διεγείρει και τι εμπόδια συναντά;
Διακρίνω μια νέα γενιά καλλιτεχνών με ενέργεια, ταλέντο, επιμονή και πολύ υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Παράλληλα, βλέπω πως το θεσμικό πλαίσιο ενθαρρύνει τους νέους δημιουργούς, τον πειραματισμό και τις διακαλλιτεχνικές συνεργασίες. Μια παράσταση όπως τα «Παραπατήματα» δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να δημιουργηθεί χωρίς θεσμική υποστήριξη. Είναι τέτοιο το καλλιτεχνικό διακύβευμα που απαιτείται αφοσίωση από πολλούς συνεργάτες ταυτόχρονα, πολλές ώρες εργασίας και πρόβας, κι επομένως οικονομικοί πόροι και υποδομές. Αυτό δεν αναιρεί, βέβαια, τα αντικειμενικά εμπόδια και τις οριακές —πολύ συχνά— συνθήκες, όπως ανεπαρκής χρηματοδότηση, επαγγελματική ανασφάλεια κι έλλειψη επαρκούς χρόνου. Ωστόσο, είναι αισιόδοξο ότι ο σύγχρονος καλλιτεχνικός χώρος στην Ελλάδα παραμένει ζωντανός και εξωστρεφής, δεν είναι περίκλειστος και προστατευμένος μέσα σε ιδρύματα, αλλά βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο διψάει για νέες εμπειρίες, ιδέες και φαντασία. Αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση που πρέπει να διεγείρουν οι σύγχρονοι δημιουργοί με τα έργα τους και νομίζω ότι το βλέπω να συμβαίνει γύρω μου αρκετά συχνά.
– Ποιος είναι ο ρόλος των ανεξάρτητων ομάδων και των υποκουλτούρων στη διαμόρφωση του πολιτιστικού τοπίου σήμερα; Τι δυσκολίες και τι δυνατότητες πιστεύεις ότι συναντούν;
Οι ανεξάρτητες ομάδες και οι υποκουλτούρες, όπως λες, αν και ο όρος αυτός μάλλον υποτιμά τον ριζοσπαστικό τους ρόλο, λειτουργούν ως πειραματικά εργαστήρια ιδεών. Είναι η πρώτη γραμμή ενός πολιτισμού που θέλει να αυτοανανεώνεται. Λειτουργούν χωρίς στήριξη, χωρίς υποδομές, με προσωπικό μόχθο και οικονομικό ρίσκο, αλλά, παρά τις δύσκολες συνθήκες, καταφέρνουν να διαμορφώνουν νέες αισθητικές γλώσσες και τολμηρές προτάσεις. Από τη μια, σίγουρα θα έπρεπε ο αυτό το άτυπο δυναμικό να ενταχθεί στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Από την άλλη, είναι μάλλον οξύμωρο αυτό που είναι ωμό και ανέγγιχτο από το θεσμικό πλαίσιο να θέλει να θεσμοθετηθεί. Ίσως αυτή να είναι μια έμφυτη αντίφαση της νεωτερικής κοινωνίας: μεγαλώνει, επεκτείνεται, απορροφά και εξουδετερώνει αυτό που την αρνείται και την απειλεί. Ίσως αυτή η κίνηση από την υποκουλτούρα στην επίσημη κουλτούρα, από το περιθώριο στην συμπερίληψη, να είναι ο μηχανισμός εξέλιξης της νεωτερικής αισθητικής.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Παραπατήματα
Β´ Αρχαίο Θέατρο Λάρισας, Εργατικής Πρωτομαγιάς 13, Λάρισα
Παρασκευή 1η και Σάββατο 2 Αυγούστου 2025
Ώρα έναρξης: 21:15
Διάρκεια: 50 λεπτά
Είσοδος Ελεύθερη: Η εκδήλωση προσφέρεται δωρεάν από το Υπουργείο Πολιτισμού. Καταβάλλεται μόνο το αντίτιμο εισόδου του αρχαιολογικού χώρου, όπου υπάρχει. Η προκράτηση θέσης είναι υποχρεωτική.
Στην παράσταση "Παραπατήματα", ο Γιάννης Αγγελάκης συνθέτει ήχους που στηρίζονται σε ρήγματα. Με όχημα τον ζωντανό διάλογο με τους ερμηνευτές και έναν υπολογιστή που «απαντά» σαν τρίτο σώμα, η μουσική
Στην παράσταση "Παραπατήματα", ο Γιάννης Αγγελάκης συνθέτει ήχους που στηρίζονται σε ρήγματα. Με όχημα τον ζωντανό διάλογο με τους ερμηνευτές και έναν υπολογιστή που «απαντά» σαν τρίτο σώμα, η μουσική
Όταν μιλά ο Δημήτρης Καραγιάννης, δεν ακούς απλώς έναν ψυχοθεραπευτή, νιώθεις έναν ηλεκτρικό παλμό που περνά απ’ την ψυχή στο σώμα. Δεν πουλά τεχνικές, ξεκλειδώνει παγιδευμένες λέξεις. Στην κουβέντα τ
Όταν μιλά ο Δημήτρης Καραγιάννης, δεν ακούς απλώς έναν ψυχοθεραπευτή, νιώθεις έναν ηλεκτρικό παλμό που περνά απ’ την ψυχή στο σώμα. Δεν πουλά τεχνικές, ξεκλειδώνει παγιδευμένες λέξεις. Στην κουβέντα τ
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον καθηγητή αρχιτεκτονικής Κωσταντίνο Ε. Ξανθόπουλο για την εμπεριστατωμένη μελέτη του "Σοβιετικός Μοντερνισμός", που κυκλοφορεί σε έναν πολύ καλαίσθητο τόμο, με πλούσιο φωτ
Ο Θανάσης Μήνας συζητά με τον καθηγητή αρχιτεκτονικής Κωσταντίνο Ε. Ξανθόπουλο για την εμπεριστατωμένη μελέτη του "Σοβιετικός Μοντερνισμός", που κυκλοφορεί σε έναν πολύ καλαίσθητο τόμο, με πλούσιο φωτ
Με κεντρική θεματική το "We’re Not Really Strangers", το 8ο Santorini Film Festival επιστρέφει από 18 έως 20 Ιουλίου, προτείνοντας έναν άλλο τρόπο να μοιραζόμαστε: ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, ε
Με κεντρική θεματική το "We’re Not Really Strangers", το 8ο Santorini Film Festival επιστρέφει από 18 έως 20 Ιουλίου, προτείνοντας έναν άλλο τρόπο να μοιραζόμαστε: ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, ε