Νέα Σμύρνη, Manchester, Νέα Υόρκη. Νομική, δημοσιογραφία, θέατρο και, ανάμεσα σε πολλά άλλα, εμπλοκή με τηλεόραση, παραγωγή ταινιών και ντοκιμαντέρ, συγγραφή, διδασκαλία δημιουργικής γραφής.

Δεν είναι ένα, ούτε δύο τα πεδία με τα οποία καταπιάστηκε η Νάντια Δρακούλα, πάντα με την ίδια εμμονή και τον ίδιο συνδυασμό αυθορμητισμού και επαγγελματισμού.

Κάπου ενδιάμεσα σε όλα τα δημιουργικά δεσπόζει η τελευταία πενταετία , όπου είναι ραδιοφωνική παραγωγός στο Best 92,6 και αλληλοεπιδρά με το κοινό καθημερινά 20:00-21:00 ως «πιλότος» μέσω της καθημερινής «ραδιοφωνικής της πτήσης».

Το OLAFAQ μίλησε μαζί της για τη διαρκή μετάβαση ανάμεσα σε διαφορετικά είδη τέχνης και δημιουργίας, τον ρόλο της γυναίκας στο ραδιόφωνο και το τι σημαίνει να ζεις στην Αθήνα.

– Κοιτώντας τα βιογραφικά σου στοιχεία βλέπω μια διαρκή εναλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικά πράγματα και δημιουργικές ενασχολήσεις. Πως ξεκίνησε αυτό το ταξίδι ανάμεσα σε αυτό το φάσμα ενδιαφερόντων;
Ξεκίνησα, ως δικηγόρος, αλλά είχα έρωτα με τη δημοσιογραφία, τη μουσική και το σινεμά. Σπούδασα νομικά με τη λογική του καλού πτυχίου και ξεκίνησα ως νομικός σύμβουλος στην τηλεόραση. Παράλληλα αρθρογραφούσα και έδινα ρεπορτάζ σε περιοδικά και εφημερίδες. Σε μια περίοδο προσωπικής κρίσης και αναζήτησης αποφάσισα να βγω από το safety zone ενώ μόλις μπαίναμε στην οικονομική κρίση. Άκουσα τη δική μου φωνή και σταδιακά ασχολήθηκα με πράγματα που με εξέφραζαν περισσότερο αφήνοντας πίσω τη δικηγορία. Χωρίς, αλήθεια όμως, μέσα μου να την αφήσω ποτέ σαν σκέψη και τρόπο δουλειάς. Κάποια στιγμή έκανα και ένα μεγάλο άλμα πηγαίνοντας να ζήσω στη Νέα Υόρκη και να ασχοληθώ με την υποκριτική και το σενάριο. Επιστρέφοντας μπήκα φουλ στην παραγωγή σε ντοκιμαντέρ και ταινίες, άλλοτε ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και ενίοτε ως παραγωγός, ερωτεύτηκα το χώρο. Παράλληλα έγραφα θεατρικά έργα και άρχισα να ανεβάζω δικές μου παραστάσεις με την ομάδα της «Τρελλής Ροδιάς» ενώ το 2017 το θεατρικό μου έργο «το Σκοινάκι» ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Κάμπινγκ» που έκανε επιτυχία και λίγα χρόνια μετά το μυθιστόρημα «Σούπερ Γκρανόλα». Μεσολάβησε το ραδιόφωνο, και σήμερα κλείνουμε αισίως πέντε χρόνια καθημερινής ζωντανής εκπομπής στον Best.

– Μιλώντας για ραδιόφωνο τι προετοιμασία χρειάζεται μια τέτοια εκπομπή;
Πέρα από το να ενημερώνεσαι και να ακούς μουσικές, παλιές και νέες, με ενδιαφέρει και η έρευνα στο λόγο και πως μπορούν αυτά τα δύο να δέσουν με μια ροή και ένα ρυθμό μέσα σε μια ώρα. Πολλά τα θέματα. Από πολιτιστικά δρώμενα και διεθνή επικαιρότητα, μέχρι σχέσεις, μόδα και αστρολογία. Τα πιο αγαπημένα μου, όμως, είναι αυτά που προκύπτουν αυθόρμητα από μηνύματα ακροατών και την επικαιρότητα της τελευταίας στιγμής, όπου καλείσαι να αυτοσχεδιάσεις και να εκφράσεις το συναίσθημα του «εδώ και τώρα».

Νάντια Δρακούλα
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Που αποδίδεις τη δημοφιλία και την αναγνώριση της εκπομπής σου από τους ακροατές;
Για αρχή, ο Best είναι ένας ιστορικός σταθμός, πολύ αγαπητός στο ελληνικό ακροατήριο, εντός και εκτός συνόρων, με το μεγαλύτερο σε συνεχή ακρόαση κοινό. Εγώ μεγάλωσα φτιάχνοντας mixtapes Klik και στη συνέχεια Best. Είναι επίσης ένας σταθμός που οι παραγωγοί του, δεν είναι υποχρεωμένοι να ενσωματώνουν στην εκπομπή τους playlist. Αυτό το καταλαβαίνει ο ακροατής και το υποστηρίζει. Υπάρχει μια δημιουργική ελευθερία που για εμάς τους νεότερους παραγωγούς έχει χτιστεί μέσα στο χρόνο με το σταθμό. Υπάρχει μια εμπιστοσύνη τόσο στις μουσικές επιλογές, όσο και σε αυτά που λέμε. Η δική μου αγάπη για το ραδιόφωνο, πέρα από τη μουσική, είναι η σχέση με το κοινό, μια καθημερινή διάδραση που, όταν την κερδίσεις, δύσκολα την χάνεις. Θέλει όμως πολλή δουλειά και το καθημερινό ζωντανό έχει αθλητικά χαρακτηριστικά. Δεδομένου ότι έχουμε στα εναλλακτικά ραδιόφωνα καλούς παραγωγούς και ανταγωνισμό μεγάλο, η προσωπικότητα του κάθε παραγωγού έλκει και ένα αντίστοιχο κοινό. Εγώ μέσα στα χρόνια που «πετάμε ραδιοφωνικά» παρέα και ως καινούργια στο ραδιόφωνο, δούλεψα πολύ με τη φόρμα και πειραματίστηκα με το περιεχόμενο. Πάντα όμως ήθελα να είμαι ο εαυτός μου και να εκπέμπω κάτι που θα κράταγε εμένα ως ακροατή. Επιδιώκω να υπάρχει μια πολυσυλλεκτικότητα τόσο στις μουσικές επιλογές όσο και στα θέματα. Επίσης συνδυάζω τη διάθεση μου με την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα και όσα συμβαίνουν γύρω μας. Έτσι προκύπτει μια αυθόρμητη διάθεση, μια «σκηνοθεσία» και «εκτέλεση» που διαρκώς ανασχηματίζεται, γιατί δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι και να βαριέμαι εγώ ή ο ακροατής. Οπότε, αν μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια επιτυχία της εκπομπής, θα έλεγα ότι υπάρχει μια ζεστή και ζωντανή σχέση που διαρκώς εξελίσσεται με τους ακροατές που μας ακούν, ενταγμένη σε ένα πολύ αγαπητό σταθμό.

– Αναφέρθηκες στην κινηματογραφική παραγωγή. Είναι ένα άγνωστο πεδίο για πολλούς από εμάς. Ποιο είναι το κακό και το καλό όταν είσαι σε αυτόν τον χώρο;
Στο πεδίο της παραγωγής μαθαίνεις πολλά. Εξαντλείς μια κλίμακα πραγμάτων επιδιώκοντας διαρκώς να βρεις λύσεις και να οργανώσεις καταστάσεις βγάζοντας καλλιτεχνικό και εμπορικό κέρδος. Μαθαίνεις να βελτιώνεις τη συνεργασία σου με τους άλλους, εκπαιδεύεσαι στο να παίρνεις το καλύτερο από αυτούς αλλά και να τους προσφέρεις ένα προσωπικό κίνητρο, ενίοτε ένα όραμα. Δεν μπορεί να βγει κάτι καλό, αν ο συνεργάτης δεν αντλεί κι αυτός ευχαρίστηση, που, εδώ που τα λέμε, στα πολιτιστικά πράγματα δεν ανταποκρίνεται συνήθως σε οικονομικά αντισταθμίσματα. Αν σκεφτείς τον όγκο της δουλειάς, σε αναλογία με τα χρήματα, πολλοί κάνουμε το παραπάνω και για αυτό πρέπει να βρεις και μια ψυχική ικανοποίηση. Το κακό προκύπτει στις εντάσεις, στις μικρότητες, στα μαχαιρώματα, στις αισθητικές και ηθικές ελλείψεις.

– Ανάμεσα στα πεδία στα οποία έχεις δραστηριοποιηθεί ποιο ήταν το πλέον εχθρικό για μια γυναίκα;
Κοίτα, έχω εργαστεί πάνω κάτω σε όλους τους δημιουργικούς οπτικοακουστικούς χώρους. Θα έλεγα ότι στην τηλεόραση έχω περάσει πιο δύσκολα απ’ όπουδήποτε σαν γυναίκα. Σεξισμός, bulling, αθέμιτος ανταγωνισμός. Παρόλα αυτά την αγαπάω. Ο κόσμος που μου ταιριάζει όμως πιο πολύ αισθητικά, αν μπορούμε να βάλουμε μια ταμπέλα για οικονομία χρόνου, είναι του κινηματογράφου, αυτό το ανθρωπογεωγραφικό σύμπαν. Η καινούργια φουρνιά ανθρώπων στο χώρο, πιστεύω ότι είναι πιο δίκαιοι στη διεκδίκηση και θέλω να πιστεύω ότι υιοθετούμε καλές πρακτικές.

Νάντια Δρακούλα
Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου / OLAFAQ

– Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον που περιγράφεις ποιες αρετές ξεχωρίζεις;
Εκτιμώ την επαγγελματική ευθύτητα και γενναιότητα. Το να λες αυτό που πιστεύεις στους από πάνω σου και να είσαι δίκαιος και υποστηρικτικός στους από κάτω. Και επειδή έχω ζήσει καταστάσεις όπου κάποιος προσπαθεί να επιβληθεί λόγω θέσης ή φύλου προσπαθώ να παίρνω θέση απέναντι σε λογικές ιδιοκτησίας.

– Η εμπλοκή με τη συγγραφή πως προέκυψε;
Ήμουν στην Α’ Λυκείου όταν πήρα μέρος σε ένα διεθνή διαγωνισμό συγγραφής για εφήβους και πήρα το πρώτο βραβείο στην Ελλάδα. Έγραφα από μικρή, ως αντίδοτο σε εφηβικές δυσκολίες. Διάβαζα πολύ και έγραφα πράγματα που τα έχωνα από εδώ και εκεί. Όταν ήρθε το βραβείο σκέφτηκα ότι μπορεί να έχω όντως κλίση. Μετά πέρασα στο μυθιστόρημα, στα θεατρικά έργα και τα τελευταία χρόνια σενάριο, αυτό που δυσκόλεψε όσο τίποτα.

– Σε τι στάδιο βρίσκεσαι ως προς τα καλλιτεχνικά και δημιουργικά σου σχέδια;
Γράφω ένα μυθιστόρημα μυστηρίου για την Τήνο και την εποχή των Ουρσουλίνων. Έχει προταθεί και για μίνι σειρά όπου γράφω το σενάριο και σκηνοθετεί ο Μίνως Νικολακάκης. Είμαστε σε συζητήσεις με τηλεοπτικό κανάλι. Επίσης το βιβλίο μου «Σούπερ Γκρανόλα» έχει κατατεθεί στο Κέντρο Κινηματογράφου για ταινία όπου γράφω και το σενάριο σε σκηνοθεσία Καρίνας Λογοθέτη. Θα δούμε, όλα αυτά είναι project πολλών χιλιομέτρων και απαιτούν πίστη και υπομονή. Ως παραγωγός της Steficon, βγάλαμε μόλις την ταινία του Στράτου Τζίτζη «Έχω κάτι να πω» με πρωταγωνιστή τον Αντίνοο Αλμπάνη, μια φιλοσοφική κωμωδία ,όπως αρέσει στον Στράτο να λέει ,με μια πετυχημένη πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ολοκλήρωνουμε επίσης ένα ιστορικό docu drama του Δημήτρη Γιατζουζάκη, τον «Σκυλόσοφο» και ξεκινάμε συμπαραγωγές με εξωτερικό..

– Ζώντας πια στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και αντιπαραβάλλοντάς στην στο μυαλό σου με τις άλλες πόλεις στις οποίες έζησες, τι σου τι σπάει και τι σε ευχαριστεί σε αυτή;
Την Αθήνα την αγαπώ πολύ, ειδικά το κέντρο της και τη σύνδεσή της με τη θάλασσα που μεγάλωσα. Με ενοχλεί που την μετατρέπουν ταχύτατα σε πόλη τουριστικής αναψυχής και διαμονής, μια πανάκριβη πόλη για τους πολίτες της. Με ενοχλεί η έλλειψη πρόνοιας, σε θέματα προσβασιμότητας, πρασίνου και φιλικότητας προς τον πολίτη αστικής λειτουργίας. Καμιά φορά νομίζεις ότι πέραν εξαιρέσεων είναι μια πόλη που κατά τύχη επιβιώνει και λειτουργεί. Αγαπάω πολύ την πολιτική και πολιτιστική ιστορία της, το γεωφυσικό της τοπίο, την κοινωνική κουλτούρα της, τη σύνδεση των κατοίκων με την αίσθηση της, το underground στοιχείο της, τη χαοτική γοητεία της. Η Αθήνα είναι κάτι που δεν περιγράφεται εύκολα, τη νιώθεις και τη ζεις. Και όσοι την έχουν ζήσει καταλαβαίνουν τι εννοώ. Μόνο στη Νέα Υόρκη έχω νιώσει κάτι αντίστοιχο. Αγαπάω τον κοσμοπολιτισμό της που κρύβεται, την αλήθεια της που φανερώνεται όταν την αναζητάς.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.