“Γέρμα” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, 2013, σε σκηνοθεσία Λιλλύς Μελεμέ. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η Μυρτώ Γκόνη κέντρισε την προσοχή των θεατρόφιλων στον φερώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο, μαγνητίζοντας όσους την παρακολούθησαν στο παλλόμενο ενεργειακό πεδίο που συγκροτούσε ο ζωτικός χώρος ανάμεσα στο βλέμμα και τα άκρα της.
Τώρα, 11 χρόνια αργότερα, η ίδια επανέρχεται στη σκηνή με νέα πνοή, αφοσιωμένη στην αναζήτηση της καλλιτεχνικής έκφρασης σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ριζικά. Η Τέχνη για την ίδια δεν είναι πια μόνο ένας τρόπος έκφρασης, αλλά μια ζωντανή σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή, όπου κάθε βλέμμα και κάθε κίνηση κουβαλάει το βάρος της επικοινωνίας.
Μέσα σε αυτή τη νέα καλλιτεχνική πραγματικότητα, η Μυρτώ προσεγγίζει τη σκηνή όχι απλώς ως τόπο ερμηνείας, αλλά ως πεδίο διαλόγου. Με αφορμή αυτή την εξαιρετικά γόνιμη για την ίδια περίοδο, το Olafaq συναντήθηκε μαζί της και μίλησε για το θέατρο, το κίνημα #MeToo, την αστική ασχήμια και πώς βρίσκει χώρο στην καρδιά της δουλειάς της, καθώς η ίδια δεν σταματά να ερευνά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνουν την τέχνη σήμερα.
Σε αυτή τη φάση της καριέρας της, η Μυρτώ Γκόνη δεν είναι απλά μια ηθοποιός· είναι μια καλλιτέχνιδα που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες του θεάτρου σε νέες, βαθύτερες και πιο στοχαστικές διαδρομές, με τον ίδιο πάθος που την καθόρισε από την πρώτη στιγμή.
– Σε βλέπουμε το επόμενο διάστημα να πρωταγωνιστείς σε δύο παραστάσεις. Πως έγινε πραγματικότητα αυτή η διπλή παρουσία;
Η πρώτη δουλειά ονομάζεται “Forget me Not” και είναι το απότοκο ενός σχεδιασμού χρόνων με τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, με τον οποίο συμπορευόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια καλλιτεχνικά και φιλικά. Θέλαμε να βρεθούμε στη σκηνή ξανά και ψάχνοντας έργα ο Κωνσταντίνος έπεσε στο συγκεκριμένο έργο με τίτλο “Old Fools” του Tristan Bernays και είπαμε ότι αυτό θα μας ενδιέφερε να το διασκευάσουμε με έναν τρόπο που να μας αφορά. Κάναμε τη μετάφραση και τη διασκευή και έπειτα απευθυνθήκαμε στον Μάριο Τάγαρη για την παραγωγή. Είναι μια χειροποίητη δουλειά θα μπορούσα να πω όλο αυτό και αυτό που μας ιντρίγκαρε ήταν η δομή του, τα σύγχρονα αγγλικά έργα δομούνται συχνά μια έλλειψη γραμμικότητας. Το έργο κάνει άλματα μέσα στον χρόνο, έχει ένα μοντάζ πάρα πολύ γρήγορο. Ενδεικτικά, το γυναικείο πρόσωπο του ζευγαριού, η μητέρα του άντρα, η γυναίκα του, η κόρη του και αλλάζει ηλικίες για λόγους που δεν αποκαλύπτουμε. Αυτό το σύγχρονο πνεύμα μας αφορά. Πάσχουμε από τέτοιες δραματουργίες. Με αφορά οι άνθρωποι που έρχονται στο θέατρο να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, να μην πρέπει να κάνουν μια αναγωγή στο παρελθόν για να καταλάβουν αυτό που βρίσκεται μπροστά τους.
– Στην περίπτωση της δεύτερης δουλειάς, του «Αγαπητού Μαλάκα» είναι αυτή η ανάγκη για την εμπέδωση μιας πιο σύγχρονης γλώσσας που σε «τράβηξε» πάλι;
Εν πρώτοις ναι. Η αφορμή σε αυτή την περίπτωση είναι το βιβλίο της Despentes, που έχει γίνει best seller στη Γαλλία και ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Σωτήρη Καραμεσίνη και του οποίου η μεταφορά στο θέατρο ήταν ιδέα της Εύας Κοτανίδη. Μου άρεσε η σύγχρονη, προβοκατόρικη γλώσσα του βιβλίου, το οποίο αποτελεί ένα είδος επιστολικής λογοτεχνίας και αφορά τρία πρόσωπα τα οποία υποδυόμαστε η Εύα Κοτανίδη, ο Ορέστης Τζιόβας και εγώ. Σε δεύτερο χρόνο υπάρχει κι ο συγχρονισμός με τη συνθήκη. Το έργο έχει να κάνει με την αποξένωση των ανθρώπων μέσα από τον κόσμο των social media. Σε μια πανέξυπνη συνθήκη η συγγραφέας τοποθετεί τα τρια πρόσωπα μέσα στην καραντίνα της covid 19 εντείνοντας την απομόνωση και την αγριότητα της συνθήκης.
– Πέραν όλων των άλλων και τα δύο έργα έχω την εντύπωση πως βλέπουν τον άνθρωπο σε σχέση με την εποχή μας και την τραχύτητά της.
Σαφώς. Η εποχή μας είναι αρκετά σκληρή, ζητάει ταχύτητα και αποτελεσματικότητα από τον άνθρωπο σε περιορισμένο χρόνο και σε παρόντα χρόνο. Να είσαι όμορφος, θετικός, επαρκής, υπάρχουν πολλά tasks που πρέπει να κάνεις tick to the box για να είσαι ευθυγραμμισμένος με την εποχή σου. Η τέχνη και εν προκειμένω το θέατρο θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να λειτουργήσει σαν ένας ναός μέσα στον οποίο οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να είναι ρόλοι, να μην είναι πολύ συγκεντρωμένοι ή τριπαρισμένοι. Να προσέλθει στον θεατρικό χώρο δίχως προκαταλήψεις και προσδοκίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε γήπεδο, να τρώμε ποπ κορν και να τρώμε φωτογραφίες, αυτό είναι μια αγοραία έκπτωση του θεάτρου.
– Λες πως το θέατρο είναι ναός με όρους σεβασμού και ανοίγματος. Θα ήταν λάθος να πάω παραπέρα και να διαπιστώσω μια έγνοια για τον πολιτικό ρόλο του θεάτρου;
Είναι μια θρησκεία δημοκρατική, απόλυτα. Καλοί είναι οι θεατές που το ευ ζην τους απαιτεί να πηγαίνουν μια φορά το μήνα θέατρο αλλά δεν προχωράει έτσι η τέχνη. Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να κλειστεί σε ένα target group μια παράσταση αλλά να ανοίξει πέρα από τους «παλιούς» ή τους εναλλακτικούς, σε όλο το φάσμα της ηλικιακής και εκπαιδευτικής βαθμίδας. Πρέπει να ανοιχτεί η πλατεία του θεάτρου. Το να καταφέρεις να καταργήσεις σε δεύτερη φάση την απόσταση από εσένα μέχρι τον θεατή είναι το ζητούμενο, αυτό σημαίνει έπαιξα καλά, σημαίνει πως επικοινώνησα περισσότερο. Δεν θέλω ο θεατής που θα έρθει να δει εμένα και τους συνεργάτες μου να αισθάνεται μειονεκτικά, ότι δεν καταλαβαίνει, ότι αυτό που βλέπει είναι κάτι φτιαγμένο για τους «άλλους», τους πιο κουλτουριάρηδες. Πρέπει να βγάλει τον κόσμο που έχει μέσα του ο καλλιτέχνης, να εκφραστεί και σε δεύτερο χρόνο να μπορέσει να μεταδώσει αυτή του την ενέργεια στον θεατή, να οικοδομήσουν μια σχέση συνύπαρξης. Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία είναι ένα άλλο θέμα, θέλει ειδική επεξεργασία ένα τέτοιο έργο. Αλλά και έργα που γράφτηκαν 100 ή 150 χρόνια πριν, γιατί και αυτά τα έργα φτιάχτηκαν για τους σύγχρονούς τους. Πρέπει να μείνεις στο διαχρονικό μήνυμα αλλά να καταφέρεις να μηδενίσεις την απόσταση του χρόνου που κάνει το θεατή να πει «είναι παλιό δεν με αφορά».
– Σε απασχολεί καλλιτεχνικά λοιπόν πολύ έντονα επομένως ο συγχρονισμός με το παρόν.
Απόλυτα. Θέλω να μπορώ να μιλήσω επί σκηνής για όσα με κάνουν να ξυπνάω το πρωί και για εκείνα που δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Και στα δύο έργα που συμμετέχω κερδίζεται αυτό το δημιουργικό στοίχημα. Είναι αυτός ο δρόμος που θέλω να ανοίξω στο θέατρο από εδώ και στο εξής, έρχομαι και από ένα μεταπτυχιακό που διεύρυνε το θεωρητικό μου υπόβαθρο πάνω σε αυτό. Το κάτω από τη σκηνή, η σκηνοθεσία με αφορά πάρα πολύ. Όπως και η ανάγκη να αποκτήσει η θεατρική γλώσσα μια σύνδεση δυνατή εκ νέου με το κοινό. Και θεωρώ πως είναι η ώρα αυτή η γενιά καλλιτεχνών, να εκφράσει τη δική της οπτική για το πως δημιουργεί.
– Μιλώντας για νέους ηθοποιούς, σε βλέπουμε και στο νέο σίριαλ της ΕΡΤ, με τίτλο “Αρχελάου 5”, ανάμεσα σε ένα καστ πλήρες από ηθοποιούς μιας πιο νέας φουρνιάς. Πως κατέληξες σε αυτό το project;
Προέκυψε κάπως κουφά, πράγμα καθόλου περίεργο, αφού ήρθε ως ιδέα με τον καλό μου φίλο Παναγιώτη Μαρκεζίνη, που είναι ένας από τους σεναριογράφους της σειράς. Μεσολάβησε ένα καλοκαίρι και δύο ημέρες πριν το γάμο μου κατέληξα να συζητάω για τις λεπτομέρειες του ρόλου. Μου άρεσε ο full weirdo ρόλος μου, η κρυφή τρυφερότητα του. Με φόβισε το όλο project στην αρχή λόγω της ταχύτητας, οι πολλές σκηνές με τον γρήγορο ρυθμό. Με τον καιρό άρχιζα να προσαρμόζομαι και τώρα είναι γλέντι. Επιπλέον, από τους 18 ηθοποιούς οι 11 είναι άνθρωποι της γενιάς μας, πράγμα πολύ όμορφο σε μια δύσκολη συνθήκη.
– Δύσκολη συνθήκη και παράλληλα αφορμή για μια νέα γενιά δημιουργών να έρθουν στο προσκήνιο. Πριν λίγο καιρό δώσατε έναν μεγάλο αγώνα για την αναγνώριση των πτυχίων σας. Ως μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ και συγκεκριμένα ως Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων θα ήθελα την οπτική σου για το σήμερα. Θεωρείς πως εκκινείτε από καλύτερη αφετηρία;
Το θέμα με τις σχολές είναι τεράστιο και δεδομένο. Έχει αξία να υπενθυμίζουμε ότι το πτυχίο του Έλληνα ηθοποιού σήμερα από οποιαδήποτε σχολή έχει μηδενική αναγνώριση αυτή τη στιγμή. Εγώ έδωσα εξετάσεις εισαγωγικές και εξαγωγικές πριν χρόνια για να πάρω μια σφραγίδα του ελληνικού κράτους, η οποία τελικά δεν σημαίνει τίποτα και αξίζει να το λέμε αυτό γιατί είναι η απόλυτη απόδειξη πως αυτό το κράτος δεν ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και τους καλλιτέχνες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου υπάρχουν ακαδημίες και όλα τα εκπαιδευτικά μέσα για να γίνουν πράγματα. Όπως όλα στην Ελλάδα, το κληροδότημα μας είναι η προχειρότητα. Ξεκινήσαμε σε μια παραλληλία με το ελληνικό κράτος, σε μια κατάσταση ανάγκης, βάση των πρώτων θιάσων ήταν τα μπουλούκια. Δεν υπάρχει όμως μια παράδοση που να μας συνέχει θεσμικά. Αυτό νομίζω εκφράζεται και στο πως λειτουργεί το κράτος σε σχέση με τους ηθοποιούς, δεν υπάρχει μια νοοτροπία σεβασμού απέναντι στους ηθοποιούς, παλιούς και νέους. Πάντως είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω πως η νέα γενιά, που ήρθε στο προσκήνιο μετά τον covid-19 και έχει ζήσει όλο αυτό το διεκδικητικό πνεύμα των καταλήψεων θα είναι ακόμη πιο μάχιμη και καλύτερη, γιατί έχει μάθει να λειτουργεί με όρους συλλογικότητας πολύ περισσότερο. Έμεινε μια παρακαταθήκη αγώνα στον κλάδο και προσωπικά δεν συμμερίζομαι την κριτική ότι δεν καταφέραμε σπουδαία πράγματα. Η λογική που βλέπει κάθε αγώνα με όρους αποτελέσματος είναι μια βαθιά καπιταλιστική λογική και αδυνατεί να συλλάβει ότι είναι θετικό ότι τόσοι άνθρωποι συναντήθηκαν και ζυμώθηκαν γύρω από κοινές ανάγκες και προτάγματα. Δεν είναι όλα απτά με όρους άμεσου αποτελέσματος, δεν κινούνται όλα με όρους προϊόντος, εδώ και τώρα. Οφείλουμε να διεκδικούμε κάθε μέρα, με όρους μη παραγωγικότητας.
– Αναφέρθηκες στον όρο παραγωγικότητα. Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω ποιο είναι το ποιο ζόρικο στο να κάνεις αυτή τη δουλειά.
Είναι η ίδια η δουλειά απάνθρωπη, χρειάζεται να κάνεις δύο και τρία πράγματα για να ζήσεις. Είναι ένα πεδίο δε που παίρνεις εννιά λύπες και μια χαρά. Εγώ έρχομαι από διάλειμμα δύο χρόνων και σκέφτηκα σοβαρά να αφήσω τη δουλειά, γιατί ακριβώς ο τρόπος που την έκανα δεν συναντούσε τις προσδοκίες μου. Και είπα έκτοτε ότι θα κάνω θέατρο με τους όρους που θέλω να κάνω. Και το τελευταίο διάστημα, με τον έναν ή άλλο τρόπο συμμετέχω μόνο σε πράγματα που γουστάρω. Αποδέσμευσα την επιβίωση από το θέατρο, εξασκώντας επαγγελματικά το πρώτο μου πτυχίο, αυτό της Αρχιτεκτονικής. Γιατί θέλω μια σεζόν που θα έχω προτάσεις που δεν μου αρέσουν να μην λέω ναι για λόγους επιβίωσης. Νιώθω παντοδύναμη έτσι, επιλέγοντας εγώ η ίδια τι θα κάνω.
– Κάνοντας επίκληση της παράλληλης ιδιότητάς σου μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω αν και πόσο σου αρέσει η Αθήνα.
Δεν είναι μια όμορφη πόλη η Αθήνα , ας μην γελιόμαστε. Όλη αυτή η δήθεν χιπστεριά μου θυμίζει γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της όπως λένε και οι Τρύπες , xωρίς, βέβαια, να το χορεύουμε σε συναυλία.. Αισθητικοποείται η ασχήμια της πόλης και η κατάντια των κατοίκων της και αυτό είναι ύποπτο. Η χιπστεροποίηση λοιπόν αυτής της μιζέριας είναι παγίδα. Δεν είναι «η πόλη που συμβαίνει κάτι πάντα» η Αθήνα, εκτός αν ζεις προάστια, έχεις λεφτά και προσγειώνεσαι με ελικόπτερο κέντρο. Και ναι η πόλη έχει ενδιαφέροντα σημεία αλλά ζούμε στις ευθείες, όχι στα σημεία. Και ακόμη κι οι ευθείες μας είναι τεθλασμένες, συγκρουόμαστε και τρακάρουμε επικίνδυνα.
“Γέρμα” του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, 2013, σε σκηνοθεσία Λιλλύς Μελεμέ. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η Μυρτώ Γκόνη κέντρισε την προσοχή των θεατρόφιλων στον φερώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο, μαγνητίζοντας όσους την παρακολούθησαν στο παλλόμενο ενεργειακό πεδίο που συγκροτούσε ο ζωτικός χώρος ανάμεσα στο βλέμμα και τα άκρα της.
Τώρα, 11 χρόνια αργότερα, η ίδια επανέρχεται στη σκηνή με νέα πνοή, αφοσιωμένη στην αναζήτηση της καλλιτεχνικής έκφρασης σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ριζικά. Η Τέχνη για την ίδια δεν είναι πια μόνο ένας τρόπος έκφρασης, αλλά μια ζωντανή σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή, όπου κάθε βλέμμα και κάθε κίνηση κουβαλάει το βάρος της επικοινωνίας.
Μέσα σε αυτή τη νέα καλλιτεχνική πραγματικότητα, η Μυρτώ προσεγγίζει τη σκηνή όχι απλώς ως τόπο ερμηνείας, αλλά ως πεδίο διαλόγου. Με αφορμή αυτή την εξαιρετικά γόνιμη για την ίδια περίοδο, το Olafaq συναντήθηκε μαζί της και μίλησε για το θέατρο, το κίνημα #MeToo, την αστική ασχήμια και πώς βρίσκει χώρο στην καρδιά της δουλειάς της, καθώς η ίδια δεν σταματά να ερευνά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνουν την τέχνη σήμερα.
Σε αυτή τη φάση της καριέρας της, η Μυρτώ Γκόνη δεν είναι απλά μια ηθοποιός· είναι μια καλλιτέχνιδα που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες του θεάτρου σε νέες, βαθύτερες και πιο στοχαστικές διαδρομές, με τον ίδιο πάθος που την καθόρισε από την πρώτη στιγμή.
– Σε βλέπουμε το επόμενο διάστημα να πρωταγωνιστείς σε δύο παραστάσεις. Πως έγινε πραγματικότητα αυτή η διπλή παρουσία;
Η πρώτη δουλειά ονομάζεται “Forget me Not” και είναι το απότοκο ενός σχεδιασμού χρόνων με τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, με τον οποίο συμπορευόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια καλλιτεχνικά και φιλικά. Θέλαμε να βρεθούμε στη σκηνή ξανά και ψάχνοντας έργα ο Κωνσταντίνος έπεσε στο συγκεκριμένο έργο με τίτλο “Old Fools” του Tristan Bernays και είπαμε ότι αυτό θα μας ενδιέφερε να το διασκευάσουμε με έναν τρόπο που να μας αφορά. Κάναμε τη μετάφραση και τη διασκευή και έπειτα απευθυνθήκαμε στον Μάριο Τάγαρη για την παραγωγή. Είναι μια χειροποίητη δουλειά θα μπορούσα να πω όλο αυτό και αυτό που μας ιντρίγκαρε ήταν η δομή του, τα σύγχρονα αγγλικά έργα δομούνται συχνά μια έλλειψη γραμμικότητας. Το έργο κάνει άλματα μέσα στον χρόνο, έχει ένα μοντάζ πάρα πολύ γρήγορο. Ενδεικτικά, το γυναικείο πρόσωπο του ζευγαριού, η μητέρα του άντρα, η γυναίκα του, η κόρη του και αλλάζει ηλικίες για λόγους που δεν αποκαλύπτουμε. Αυτό το σύγχρονο πνεύμα μας αφορά. Πάσχουμε από τέτοιες δραματουργίες. Με αφορά οι άνθρωποι που έρχονται στο θέατρο να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, να μην πρέπει να κάνουν μια αναγωγή στο παρελθόν για να καταλάβουν αυτό που βρίσκεται μπροστά τους.
– Στην περίπτωση της δεύτερης δουλειάς, του «Αγαπητού Μαλάκα» είναι αυτή η ανάγκη για την εμπέδωση μιας πιο σύγχρονης γλώσσας που σε «τράβηξε» πάλι;
Εν πρώτοις ναι. Η αφορμή σε αυτή την περίπτωση είναι το βιβλίο της Despentes, που έχει γίνει best seller στη Γαλλία και ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Σωτήρη Καραμεσίνη και του οποίου η μεταφορά στο θέατρο ήταν ιδέα της Εύας Κοτανίδη. Μου άρεσε η σύγχρονη, προβοκατόρικη γλώσσα του βιβλίου, το οποίο αποτελεί ένα είδος επιστολικής λογοτεχνίας και αφορά τρία πρόσωπα τα οποία υποδυόμαστε η Εύα Κοτανίδη, ο Ορέστης Τζιόβας και εγώ. Σε δεύτερο χρόνο υπάρχει κι ο συγχρονισμός με τη συνθήκη. Το έργο έχει να κάνει με την αποξένωση των ανθρώπων μέσα από τον κόσμο των social media. Σε μια πανέξυπνη συνθήκη η συγγραφέας τοποθετεί τα τρια πρόσωπα μέσα στην καραντίνα της covid 19 εντείνοντας την απομόνωση και την αγριότητα της συνθήκης.
– Πέραν όλων των άλλων και τα δύο έργα έχω την εντύπωση πως βλέπουν τον άνθρωπο σε σχέση με την εποχή μας και την τραχύτητά της.
Σαφώς. Η εποχή μας είναι αρκετά σκληρή, ζητάει ταχύτητα και αποτελεσματικότητα από τον άνθρωπο σε περιορισμένο χρόνο και σε παρόντα χρόνο. Να είσαι όμορφος, θετικός, επαρκής, υπάρχουν πολλά tasks που πρέπει να κάνεις tick to the box για να είσαι ευθυγραμμισμένος με την εποχή σου. Η τέχνη και εν προκειμένω το θέατρο θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να λειτουργήσει σαν ένας ναός μέσα στον οποίο οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να είναι ρόλοι, να μην είναι πολύ συγκεντρωμένοι ή τριπαρισμένοι. Να προσέλθει στον θεατρικό χώρο δίχως προκαταλήψεις και προσδοκίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε γήπεδο, να τρώμε ποπ κορν και να τρώμε φωτογραφίες, αυτό είναι μια αγοραία έκπτωση του θεάτρου.
– Λες πως το θέατρο είναι ναός με όρους σεβασμού και ανοίγματος. Θα ήταν λάθος να πάω παραπέρα και να διαπιστώσω μια έγνοια για τον πολιτικό ρόλο του θεάτρου;
Είναι μια θρησκεία δημοκρατική, απόλυτα. Καλοί είναι οι θεατές που το ευ ζην τους απαιτεί να πηγαίνουν μια φορά το μήνα θέατρο αλλά δεν προχωράει έτσι η τέχνη. Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να κλειστεί σε ένα target group μια παράσταση αλλά να ανοίξει πέρα από τους «παλιούς» ή τους εναλλακτικούς, σε όλο το φάσμα της ηλικιακής και εκπαιδευτικής βαθμίδας. Πρέπει να ανοιχτεί η πλατεία του θεάτρου. Το να καταφέρεις να καταργήσεις σε δεύτερη φάση την απόσταση από εσένα μέχρι τον θεατή είναι το ζητούμενο, αυτό σημαίνει έπαιξα καλά, σημαίνει πως επικοινώνησα περισσότερο. Δεν θέλω ο θεατής που θα έρθει να δει εμένα και τους συνεργάτες μου να αισθάνεται μειονεκτικά, ότι δεν καταλαβαίνει, ότι αυτό που βλέπει είναι κάτι φτιαγμένο για τους «άλλους», τους πιο κουλτουριάρηδες. Πρέπει να βγάλει τον κόσμο που έχει μέσα του ο καλλιτέχνης, να εκφραστεί και σε δεύτερο χρόνο να μπορέσει να μεταδώσει αυτή του την ενέργεια στον θεατή, να οικοδομήσουν μια σχέση συνύπαρξης. Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία είναι ένα άλλο θέμα, θέλει ειδική επεξεργασία ένα τέτοιο έργο. Αλλά και έργα που γράφτηκαν 100 ή 150 χρόνια πριν, γιατί και αυτά τα έργα φτιάχτηκαν για τους σύγχρονούς τους. Πρέπει να μείνεις στο διαχρονικό μήνυμα αλλά να καταφέρεις να μηδενίσεις την απόσταση του χρόνου που κάνει το θεατή να πει «είναι παλιό δεν με αφορά».
– Σε απασχολεί καλλιτεχνικά λοιπόν πολύ έντονα επομένως ο συγχρονισμός με το παρόν.
Απόλυτα. Θέλω να μπορώ να μιλήσω επί σκηνής για όσα με κάνουν να ξυπνάω το πρωί και για εκείνα που δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Και στα δύο έργα που συμμετέχω κερδίζεται αυτό το δημιουργικό στοίχημα. Είναι αυτός ο δρόμος που θέλω να ανοίξω στο θέατρο από εδώ και στο εξής, έρχομαι και από ένα μεταπτυχιακό που διεύρυνε το θεωρητικό μου υπόβαθρο πάνω σε αυτό. Το κάτω από τη σκηνή, η σκηνοθεσία με αφορά πάρα πολύ. Όπως και η ανάγκη να αποκτήσει η θεατρική γλώσσα μια σύνδεση δυνατή εκ νέου με το κοινό. Και θεωρώ πως είναι η ώρα αυτή η γενιά καλλιτεχνών, να εκφράσει τη δική της οπτική για το πως δημιουργεί.
– Μιλώντας για νέους ηθοποιούς, σε βλέπουμε και στο νέο σίριαλ της ΕΡΤ, με τίτλο “Αρχελάου 5”, ανάμεσα σε ένα καστ πλήρες από ηθοποιούς μιας πιο νέας φουρνιάς. Πως κατέληξες σε αυτό το project;
Προέκυψε κάπως κουφά, πράγμα καθόλου περίεργο, αφού ήρθε ως ιδέα με τον καλό μου φίλο Παναγιώτη Μαρκεζίνη, που είναι ένας από τους σεναριογράφους της σειράς. Μεσολάβησε ένα καλοκαίρι και δύο ημέρες πριν το γάμο μου κατέληξα να συζητάω για τις λεπτομέρειες του ρόλου. Μου άρεσε ο full weirdo ρόλος μου, η κρυφή τρυφερότητα του. Με φόβισε το όλο project στην αρχή λόγω της ταχύτητας, οι πολλές σκηνές με τον γρήγορο ρυθμό. Με τον καιρό άρχιζα να προσαρμόζομαι και τώρα είναι γλέντι. Επιπλέον, από τους 18 ηθοποιούς οι 11 είναι άνθρωποι της γενιάς μας, πράγμα πολύ όμορφο σε μια δύσκολη συνθήκη.
– Δύσκολη συνθήκη και παράλληλα αφορμή για μια νέα γενιά δημιουργών να έρθουν στο προσκήνιο. Πριν λίγο καιρό δώσατε έναν μεγάλο αγώνα για την αναγνώριση των πτυχίων σας. Ως μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ και συγκεκριμένα ως Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων θα ήθελα την οπτική σου για το σήμερα. Θεωρείς πως εκκινείτε από καλύτερη αφετηρία;
Το θέμα με τις σχολές είναι τεράστιο και δεδομένο. Έχει αξία να υπενθυμίζουμε ότι το πτυχίο του Έλληνα ηθοποιού σήμερα από οποιαδήποτε σχολή έχει μηδενική αναγνώριση αυτή τη στιγμή. Εγώ έδωσα εξετάσεις εισαγωγικές και εξαγωγικές πριν χρόνια για να πάρω μια σφραγίδα του ελληνικού κράτους, η οποία τελικά δεν σημαίνει τίποτα και αξίζει να το λέμε αυτό γιατί είναι η απόλυτη απόδειξη πως αυτό το κράτος δεν ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και τους καλλιτέχνες. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου υπάρχουν ακαδημίες και όλα τα εκπαιδευτικά μέσα για να γίνουν πράγματα. Όπως όλα στην Ελλάδα, το κληροδότημα μας είναι η προχειρότητα. Ξεκινήσαμε σε μια παραλληλία με το ελληνικό κράτος, σε μια κατάσταση ανάγκης, βάση των πρώτων θιάσων ήταν τα μπουλούκια. Δεν υπάρχει όμως μια παράδοση που να μας συνέχει θεσμικά. Αυτό νομίζω εκφράζεται και στο πως λειτουργεί το κράτος σε σχέση με τους ηθοποιούς, δεν υπάρχει μια νοοτροπία σεβασμού απέναντι στους ηθοποιούς, παλιούς και νέους. Πάντως είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω πως η νέα γενιά, που ήρθε στο προσκήνιο μετά τον covid-19 και έχει ζήσει όλο αυτό το διεκδικητικό πνεύμα των καταλήψεων θα είναι ακόμη πιο μάχιμη και καλύτερη, γιατί έχει μάθει να λειτουργεί με όρους συλλογικότητας πολύ περισσότερο. Έμεινε μια παρακαταθήκη αγώνα στον κλάδο και προσωπικά δεν συμμερίζομαι την κριτική ότι δεν καταφέραμε σπουδαία πράγματα. Η λογική που βλέπει κάθε αγώνα με όρους αποτελέσματος είναι μια βαθιά καπιταλιστική λογική και αδυνατεί να συλλάβει ότι είναι θετικό ότι τόσοι άνθρωποι συναντήθηκαν και ζυμώθηκαν γύρω από κοινές ανάγκες και προτάγματα. Δεν είναι όλα απτά με όρους άμεσου αποτελέσματος, δεν κινούνται όλα με όρους προϊόντος, εδώ και τώρα. Οφείλουμε να διεκδικούμε κάθε μέρα, με όρους μη παραγωγικότητας.
– Αναφέρθηκες στον όρο παραγωγικότητα. Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω ποιο είναι το ποιο ζόρικο στο να κάνεις αυτή τη δουλειά.
Είναι η ίδια η δουλειά απάνθρωπη, χρειάζεται να κάνεις δύο και τρία πράγματα για να ζήσεις. Είναι ένα πεδίο δε που παίρνεις εννιά λύπες και μια χαρά. Εγώ έρχομαι από διάλειμμα δύο χρόνων και σκέφτηκα σοβαρά να αφήσω τη δουλειά, γιατί ακριβώς ο τρόπος που την έκανα δεν συναντούσε τις προσδοκίες μου. Και είπα έκτοτε ότι θα κάνω θέατρο με τους όρους που θέλω να κάνω. Και το τελευταίο διάστημα, με τον έναν ή άλλο τρόπο συμμετέχω μόνο σε πράγματα που γουστάρω. Αποδέσμευσα την επιβίωση από το θέατρο, εξασκώντας επαγγελματικά το πρώτο μου πτυχίο, αυτό της Αρχιτεκτονικής. Γιατί θέλω μια σεζόν που θα έχω προτάσεις που δεν μου αρέσουν να μην λέω ναι για λόγους επιβίωσης. Νιώθω παντοδύναμη έτσι, επιλέγοντας εγώ η ίδια τι θα κάνω.
– Κάνοντας επίκληση της παράλληλης ιδιότητάς σου μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω αν και πόσο σου αρέσει η Αθήνα.
Δεν είναι μια όμορφη πόλη η Αθήνα , ας μην γελιόμαστε. Όλη αυτή η δήθεν χιπστεριά μου θυμίζει γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της όπως λένε και οι Τρύπες , xωρίς, βέβαια, να το χορεύουμε σε συναυλία.. Αισθητικοποείται η ασχήμια της πόλης και η κατάντια των κατοίκων της και αυτό είναι ύποπτο. Η χιπστεροποίηση λοιπόν αυτής της μιζέριας είναι παγίδα. Δεν είναι «η πόλη που συμβαίνει κάτι πάντα» η Αθήνα, εκτός αν ζεις προάστια, έχεις λεφτά και προσγειώνεσαι με ελικόπτερο κέντρο. Και ναι η πόλη έχει ενδιαφέροντα σημεία αλλά ζούμε στις ευθείες, όχι στα σημεία. Και ακόμη κι οι ευθείες μας είναι τεθλασμένες, συγκρουόμαστε και τρακάρουμε επικίνδυνα.