Ο Gene Gillette θα ερμηνεύσει υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Ιόλης Ανδρεάδη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης τον θεατρικό μονόλογο “Αρτώ/Βαν Γκογκ” που έγραψαν η σκηνοθέτιδα και ο Άρης Ασπρούλης. Πρόκειται για ένα έργο βασισμένο στο δοκίμιο του Αντονέν Αρτώ «Βαν Γκογκ: ο αυτόχειρας της κοινωνίας», που δημοσιεύτηκε το 1947, ένα χρόνο πριν τον θάνατο του συγγραφέα.

Η παράσταση κάνει πρεμιέρα απόψε, 31 Οκτωβρίου και παρουσιάζεται στα αγγλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους. Θα παίζεται Έως τις 22 Νοεμβρίου και μόνο για 8 βραδιές, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 19.00 στο πλαίσιο του πρότζεκτ «Artaud Trilogy».

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

Με την αφορμή αυτή, συνάντησα τον Gene Gillette στην στοά του Θεάτρου Τέχνης στο κέντρο της Αθήνας και συζητήσαμε σχετικά με την παράσταση, αλλά και, ευρύτερα, την τέχνη του, την ζωή στην Αμερική, τον ρόλο των καλλιτεχνών σε εποχές πολέμου και κρίσεις όπως η δική μας.  Η ηχογράφηση της συνέντευξής μας είναι γεμάτη από τους ήχους της πόλης, την οποία περπατήσαμε με καφέ, νερό και τσιγάρο στο χέρι, μαζί με την φωτογράφο Κική Παπαδοπούλου.

Για τον ίδιο δεν υπήρξε ποτέ plan b σε σχέση με την δουλειά του. «Από το δημοτικό, όπου συμμετείχα σε σχολικές παραστάσεις ή έβλεπα ταινίες και θέατρο με την καθοδήγηση των δασκάλων, δεν θυμάμαι να θέλω κάτι άλλο πέρα από την υποκριτική στην ζωή μου, εννοώ επαγγελματικά. Δεν είχα ποτέ εναλλακτικό σχέδιο, είναι κάτι δύσκολο για όποιον το κάνει σε όποιο μέρος του κόσμου, αλλά δεν μπορώ να πω ότι μετανιώνω. Νομίζω, μάλιστα, ότι έχει πάει καλά. Κι ας νιώθω ακόμα, κάθε φορά, αυτό το αίσθημα ανασφάλειας ότι η δουλειά την οποία προετοιμάζω μια δεδομένη περίοδο θα είναι και η τελευταία μου! Ύστερα έρχεται η επόμενη και ξανά από την αρχή…»

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

Ο Αμερικανός ηθοποιός έγινε ευρύτερα γνωστός στο θεατρικό κοινό της Νέας Υόρκης από τη συγκλονιστική ερμηνεία του ως “Άμλετ” στο Denver Civic Theatre και από τις παγκοσμίως γνωστές παραστάσεις στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει τα τελευταία χρόνια όπως το “To Kill A Mockingbird”, στο Lincoln Center Theater. Αυτή η μοναδική παράσταση που ανέβηκε μεταξύ άλλων και στο Madison Square Garden θεωρείται μέχρι σήμερα “το πιο επιτυχημένο αμερικανικό έργο στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ”. Όμως, ο Gillette είναι ιδιαιτέρως γνωστός και αγαπητός παγκοσμίως και από τις συχνές εμφανίσεις του σε δημοφιλείς σειρές στις πλατφόρμες του NETFLIX, της DISNEY+ και του δικτύου του NBC και του CBS όπως: Law & Order, The Blacklist, Punisher, Madam Secretary, Instinct,  Quantico, The Good Wife, Elementary, Person of Interest, Ringer και πολλές άλλες.

«Δεν είμαι διάσημος, με τίποτα!», αναφωνεί ο ίδιος όταν του τα θέτω όλα αυτά και όταν τον ρωτώ σε σχέση με την φήμη, την αναγνωρισιμότητα. Σχετικά, όμως, με τον Άμλετ σημειώνει ότι τον θεωρεί, ίσως, τον ρόλο της ζωής του, μιας που με τον Σαίξπηρ έχει σχέση λατρείας. Στα 27 του, έπαιξε τον Άμλετ και, χρόνια μετά, το 2019 έπαιξε τον θείο του Άμλετ, τον Κλαύδιο. «Μια εμπειρία ζωής για εμένα», σχολιάζει λακωνικά και το βλέμμα του τα λέει όλα.

Και για το «Όταν πεθαίνουν τα κοτσύφια» εξηγεί ότι ήταν μια παράσταση γεμάτη προκλήσεις –«αυτές οι δουλειές μου αρέσουν συνήθως!»– και ότι τον χαροποίησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι το κλασικό αυτό έργο ήρθε στο σήμερα, με τρόπο που αφορά το σύγχρονο κοινό. «Οι ρόλοι των Αφροαμερικανών ηρώων ήρθαν στο προσκήνιο και αυτό τους αξίζει. Κάποια θέματα, όπως ο ρατσισμός, που μπορεί πολλοί να θεωρούν ότι δεν αφορούν την σύγχρονη εποχή, την αφορούν και μάλιστα πιο έντονα από ποτέ. Είναι σημαντικό για το θέατρο να το αφουγκράζεται αυτό».

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

Μια δουλειά που τον προκαλεί με τρόπο δημιουργικό είναι και αυτή της Ιόλης Ανδρεάδη.

«Η Ιόλη και η σύζυγός μου γνωρίστηκαν πριν από μια δεκαετία και βάλε στο Lincoln Center Theater Director’s Lab, από το οποίο αποφοίτησαν και οι δυο τους. Δημιούργησαν από κοινού μια πολύ ενδιαφέρουσα Θεατρική Κολεκτίβα η οποία περιελάμβανε δεκατρείς ακόμα σκηνοθέτες από δεκατρείς διαφορετικές χώρες. Κάθε χρόνο, κάθε σκηνοθέτης θα καταπιανόταν με διαφορετικό θέμα και θα συνεργαζόταν με τους ίδιους ηθοποιούς. Άρα, ένα κοινό καστ, ένας διαφορετικός σκηνοθέτης και μια διαφορετική χώρα κάθε φορά! Η γυναίκα μου, η Λόρα, ήρθε στο Φεστιβάλ των Φιλίππων, ας πούμε. Ασχολήθηκε με τον ελληνικό εθνικό ύμνο-ένα καταπληκτικό, μεγάλο ποίημα που μας συνάρπασε γιατί, προσωπικά, δεν γνώριζα άλλο από τους Μύθους σχετικά με την ελληνική ιστορία. Α, ο θεός Διόνυσος! Ο αγαπημένος μου. Μου άρεσε πολύ που απήγγειλα κάτω από τ΄αστέρια αυτές τις λέξεις, αυτά τα νοήματα.

Ήταν θέμα χρόνου να με σκηνοθετήσει και η Ιόλη Ανδρεάδη, που είδε και μια παράσταση στο Broadway. Βγήκαμε έξω, μαζί με την γυναίκα μου, και έπεσε η πρόταση για τον Αντονέν Αρτώ και τον Βαγκ Γκογκ του. Το διάβασα και μου άρεσε πολύ και δεν υπήρχε περίπτωση να πω όχι. Ο Αρτώ στην Ελλάδα! Το βρήκα και το βρίσκω συγκλονιστικό.»

Ουσιαστικά, το έργο διαδραματίζεται στο Παρίσι το 1947. O Αντονέν Αρτώ εμφανίζεται σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο. Ύστερα από εννέα χρόνια ψυχιατρικού εγκλεισμού και έχοντας υποστεί 51 ηλεκτροσόκ, μοιάζει να έχει επανέρθει στην «τάξη». Η διάλεξή του έχει τίτλο «Βαν Γκογκ, ο Αυτόχειρας της Κοινωνίας». Το περιβάλλον γύρω του είναι ασφυκτικό. Το κοινό σιωπηλό. Το φρόνημά του υψηλό. Όλη η καλή κοινωνία του Παρισιού έχει κατακλύσει τον χώρο για να τον ακούσει. Gide, Breton, Camus, Lacan. Υπερασπίζεται με πάθος μια ιδέα: η αυτοκτονία του Βίνσεντ Βαν Γκογκ είχε τους εκτελεστές της. Αναζητώντας αρχικά μέσα στους πίνακες, τις σημειώσεις και την αλληλογραφία του μεγάλου ζωγράφου τα αίτια της αυτοχειρίας του, υποπτεύεται πως οι πραγματικοί αυτουργοί βρίσκονται ανάμεσα στο ακροατήριό του. Ο Αρτώ ταυτίζεται, ηλεκτρίζεται, μαγεύεται και πάσχει. Νιώθει τον παλμό του Βαν Γκογκ και προφητεύει. Θέλει να ξεσκεπάσει τους ενόχους. Θέλει να φωνάξει για τους αθώους. Θέλει να αρθρώσει την τελευταία συλλαβή ανάμεσα στη μεγάλη αδικία του κόσμου και σε αυτό που μεσολαβεί για φτάσει κάποιος να κοιμάται αγκαλιά με ένα γεμάτο πιστόλι.

Με την Ιόλη Ανδρεάδη. Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

Ο Gene Gillette χαμογελά αβίαστα και συνεχώς μιλώντας για την δουλειά αυτή, λάμπει το πρόσωπό του. Του αρέσει πολύ και η Αθήνα, η Ελλάδα. «Βρίσκω πολύ τιμητικό να παίζω στο θέατρο του Καρόλου Κουν που, από όσα γνωρίζω και έχω διαβάσει, υπήρξε ένας λαμπρός νους και ανανεωτής του θεάτρου σας. Υπάρχουν αντίστοιχοι, σπουδαίοι δάσκαλοι σε όλον τον κόσμο. Και η πόλη σας μου αρέσει, θα μπορούσα να ζήσω ίσως για πάντα εδώ. Ό, τι έχω φάει μέχρι στιγμής μου αρέσει. Οι άνθρωποι μου αρέσουν. Είναι όπως το φανταζόμουν. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν προβλήματα, σε κάθε τόπο της γης αυτή την στιγμή υπάρχουν. Ζούμε πείνα, πολέμους, η ζωή είναι σκληρή. Αλλά ως προς την ποιότητα ζωής, νομίζω ότι η Ευρώπη, και ειδικά χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία, εμπνέουν μια καλλιτεχνικότητα, μια ιδιαίτερη γαλήνη και ομορφιά. Αυτό δεν υπάρχει στην Αμερική, όσο κι αν έχω αγαπήσει την ζωή μου εκεί.»

Και τι αγαπάς στην ζωή σου εκεί, Gene;

«Μα, τα πάντα. Την δουλειά μου, την υπέροχη γυναίκα μου, την επιστροφή στο σπίτι με τα σκυλιά μας και την ηρεμία που βρίσκω εκεί, άκρως αναγκαία για να αντέξω τους απαιτητικούς ρυθμούς της δουλειάς η οποία, συχνά, ξεκινά πολύ νωρίς το πρωί για να τελειώσει αργά, πολύ αργά το βράδυ.»

Συζητάμε, στην συνέχεια, για τέχνη, για ένα θέατρο που θα τους περιλαμβάνει όλους, όσο κι αν αυτό φαίνεται, προς ώρας, αδύνατο. «Ένα μέσο εισιτήριο σε μεγάλο αμερικανικό θέατρο κοστίζει 100 δολάρια. Το δικό σας εδώ στην Ελλάδα;» Του απαντάμε με την Κική ότι κάνει από 8 μέχρι 15 ευρώ συνήθως. Αλλά ότι και πάλι υπάρχουν άνθρωποι που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν. Εκπλήσσεται. Την ίδια στιγμή, ένας άστεγος συμπολίτης μας έρχεται στο τραπέζι και νιώθουμε όλοι αμήχανα.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

Τι μπορεί να κάνει το θέατρο γι’ αυτό; Μπορεί να αλλάξει τον κόσμο; Ο Gene Gillette πιστεύει ότι αυτό πρέπει να κάνει, ασχέτως αν δεν το πετυχαίνει πάντοτε ή αν το αποφεύγει κιόλας κάποιες φορές. Έτσι, αναπόφευκτα, η συζήτηση επανέρχεται στον Αρτώ και την παράσταση της Ανδρεάδη: «Για τον Αρτώ, η θεατρική πράξη δεν περιοριζόταν απλώς σε ένα σκηνικό δρώμενο μπροστά από παθητικούς ακροατές, αλλά όφειλε να αφυπνίζει τη συνείδηση και τα αισθήματά τους, κάτι σαν πνευματική θεραπεία. Το θέατρο της σκληρότητας (cruelty) λειτουργούσε για τον Αρτώ ως αντίδοτο στον εφησυχασμό του κοινού και όλη του η ζωή ήταν ένας αγώνας υπέρβασης του ανθρώπινου πόνου, ψυχή τε και σώματι».

Αν ο Gillette, πάντως, είχε μόνο μία τελευταία δουλειά να κάνει σε σχέση με την υποκριτική, θα επέλεγε το σινεμά, γιατί δεν έχει κάνει ακόμα κάποια ταινία. Όμως, δηλώνει αιώνιος εραστής του θεάτρου («είναι ό, τι κοντινότερο στην πραγματική, χειροπιαστή ζωή ως Τέχνη, δεν συγκρίνεται με κάτι άλλο»), ακόμα κι αν ασχολείται με την κάμερα, τελευταία, μαθαίνοντας τεχνικές κινηματογράφησης και φωτογραφίας. Του αρέσει η γνώση, η μάθηση, γι’ αυτό επιλέγει μια ζωή γεμάτη μελέτη, ταξίδια και σκληρή δουλειά. Δηλώνει ευτυχισμένος και σημειώνει ότι, κατά την άποψή του, το κλειδί είναι να εκτιμάμε αυτά που έχουμε.

«Ο μόνος, ίσως, εχθρός στο ανθρώπινο ταξίδι συνειδητοποίησης είναι ο χρόνος που πάντοτε είναι λιγοστός και αυτό αργούμε να το συνειδητοποιήσουμε.»

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq