Τον Λευτέρη Μουμτζή τον θυμάμαι πάντα να κινείται νομαδικα και άτακτα ανάμεσα στο Λονδίνο, τις ΗΠΑ και την Κύπρο απ’όπου κατάγεται. Να ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικές μουσικές κατευθύνσεις με εξαιρετική άνεση κι ευελιξία.Τον είχα πρωτοσυναντήσει ως μαθήτρια γυμνασίου στις αρχές των 00s με την μπάντα που είχε τότε, τους Snakecharmer, ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για τα τότε κυπριακά δεδομένα. Μουσικοί που λικνίζονταν εκστατικά στη σκηνή, που σαν βουκολικοί ρόκερς σε μετέφεραν σε μια κολασμένη Γουντστοκική γιορτή, με τις κιθάρες και τα drums να πετάνε σπίθες έξαλλης νιότης. Λίγα χρόνια αργότερα, ως φοιτήτρια πλέον, τον ξανασυνάντησα με τους Τρίο Τεκκέ, όπου μαζί με τον Αντώνη Αντωνίου και τον Colin Somervell καταπιάστηκαν με πιο ρεμπέτικα ακούσματα. Διαμεσολάβησε σωρεία σχημάτων και συνεργασιών, κυκλοφόρησε δίσκους κάτω από την ονομασία J.Kriste, Master of Disguise όπου συνεργάστηκε με τον Φώτη Σιώτα, ενώ συμμετείχε στο δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου «Ο Ελάχιστος Εαυτός». Παράλληλα, ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία «Λουβάνα Δίσκοι» και διοργανώσε διάφορα φεστιβάλ στην Κύπρο όπως τα Dogstock Festival, Φεστιβάλ Ακουστικής Μουσικής ΛΟΥΒΑΝΑ, το Lefkosia Loop Festival, και το μεγαλύτερο μουσικό φεστιβαλικό γεγονός της Κύπρου, τον Φέγγαρο.
Φτάνοντας στο σήμερα, τον συνάντησα στην ίσως πιο γειωμένη φάση του, υπό την ονομασία «Freedom Candlemaker», ένα project που δύσκολα περιγράφεται σε ειδολογικό επίπεδο. Είτε το ονομάσεις ευφορική pop, είτε Chamber pop, είτε φολκ ή Brit Psych, δεν έχει και πολλή σημασία. Είναι αναμφισβήτητα αυτό που λέει του όνομα του. Σα να παρατηρείς μέσα από μια κλειδαρώτρυπα να κάθονται αντικριστά, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια στα γόνατα στο άνθος της ωριμότητάς τους, ο Λευτέρης Μουμτζής και ο Freedom Candlemaker και να ανάβουν ένα κερί που θα τους βοηθήσει να ανακαλύψουν ή και να επινοήσουν τις συντεταγμένες για μια αρχέγονη αλήθεια που συνδέει τους ανθρώπους.
Τον συνάντησα σε ένα καφέ στο κέντρο της Λευκωσίας, όπου μπήκε από την γυάλινη πόρτα σαν ορμητικό άλογο -ντυμένος στα λευκά- κι εμφανώς βρισκόμενος σε μια δημιουργική μέθεξη, καθώς σε λίγες ώρες θα ταξίδευε για τρεις συναυλίες στην Ελλάδα. Στη Αθήνα, το Βόλο και τη Θεσσαλονίκη.
Συζητήσαμε για τη ζωή στην Κύπρο, το Μουσικό Φεστιβάλ Φέγγαρος, τη δισκογραφική Λουβάνα Records, αλλά και για τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις που προηγήθηκαν προτού κατασταλάξει στο παροντικό του μουσικό κέλυφος που ακούει στο όνομα «Freedom Candlemaker».
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από τη μουσική;
Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από την μητέρα μου να παίζει πιάνο στο σπίτι. Γενικά τις πρώτες μουσικές τις άκουσα στο ωδείο που με πήγαινε η μαμά μου μαζί, κι εκεί άκουγα κλασική μουσική και πιάνο.
– Η μαμά σου έπαιζε πιάνο;
Ναι ήταν δασκάλα πιάνου.
– Θελω να καταλάβω λίγο την πορεία σου όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ εντοπίζω τρεις βασικές
μουσικές «μεταμορφώσεις». Από τους Snakecharmer, στους Τρίο Τεκκέ, το project J.Kriste, Master of Disguise και απ’ εκεί στο παρόντικό Freedom Candlemaker. Αν και μεταξύ τους όλα αυτά φαντάζουν κάπως ετερόκλητα, αντιλαμβάνομαι ότι τα ενώνει ένα αόρατο νήμα. Θα ήθελες να μου το σχολιάσεις αυτό;
Νομίζω ότι τελικά ψάχνεις να βρεις το ποιος είσαι, αυτό είναι το ταξίδι. Όλο αυτό έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί στο τέλος της ημέρας οι μπάντες είναι οικογένεια, ίσως και κάτι περισσότερο από οικογένεια, στις οποίες προσπαθείς να διατηρήσεις μια ισορροπία. Και σίγουρα δεν είχα τρεις μπάντες στη ζωή μου, αλλά δεκατρείς, με καθεμιά από αυτές να αποτελεί και μια άλλη λωρίδα σχέσεων, που ακριβώς όπως και οι σχέσεις, δεν ξέρεις σε τι μονοπάτια θα σε οδηγήσουν ή ποια θα είναι η έκβαση τους. Μέσα από την μουσική αγαπάς τους ανθρώπους και τους αφήνεις να σε παρασύρουν. Όπως ένα παιδί που πάει απ’ εδώ κι από’κει. Κι ένα παιδί που ενθουσιάζεται θέλει να το δοκιμάσει ό,τι βρίσκει ελκυστικό, κι εγώ ήμουν ακριβώς έτσι. Μου άρεσαν πολλά και διάφορα πράγματα και ήθελα να τα δοκιμάσω όλα.
– Και κατέληξες στο Freedom Candlemaker.
Καθώς τα χρόνια περνούν, φτάνεις σε μια ηλικία που λες «δεν εξέλιξα κάτι σε μεγάλο βαθμό, αλλά πολλά και διάφορα από λίγο». Οπότε κάποια στιγμή κατέληξα να συμμετέχω σε οκτώ διαφορετικές μπάντες και σκέφτηκα ότι ήρθε ο καιρός να συγκεντρωθώ σε ένα συγκεκριμένο εγχείρημα, και καταστάλαξα στο Freedom Candlemaker. Αποφάσισα λοιπόν ότι δεν θα αλλάξω το όνομα μου ξανά και πως από τώρα και στο εξής ό,τι δημιουργικό κάνω θα είναι με αυτό το project.Το να γράφω για την τάδε και την δείνα μπάντα πλέον μου φαίνεται κουραστικό και και καταλήγει σε έναν ενεργειακό διαμελισμό, τόσο για σένα τον ίδιο, όσο και για τον θεατή. Δεν ξέρω αν σου απάντησα, αλλά είναι σαν ένα ταξίδι εξερεύνησης του ποιος είσαι και να αποδεχτείς. Να λες «μπορώ να το κάνω αυτό και να είμαι καλά, δεν χρειάζεται να έχω δέκα μουσικές προσωπικότητες πλέον».
– Πώς σου αρέσει να περνάς τον χρόνο σου όταν δεν κάνεις μουσική;
Παλιά όταν πήγαινα σπίτι, συνέχιζα να δουλεύω, να στέλνω μέηλ, να κάνω μουσική, πλέον δεν κάνω τίποτα από όλα αυτά, απλά χαλαρώνω, πηγαίνω μεγάλους περιπάτους τον σκύλο μου, διαβάζω, βλέπω μια ταινίες και γενικά αδειάζω από την ένταση της μέρα. Το πρωί έχω ένα δικό μου ritual, κάνω διαλογισμό κι ασκήσεις. Μου πήρε λίγα χρόνια για να καταλάβω ότι χρειάζομαι κι αυτό το άδειασμα. Αν κρίνεις απ όλη την πορεία που συζητούσαμε πιο πάνω, όπου δεν υπήρχε καθόλου «head space».
– Ποια ήταν αυτή η κομβική στιγμή που άλλαξε αυτό κι εναρμονίστηκες περισσότερο με τις εσωτερικές σου ανάγκες;
Νομίζω ήταν το λόκνταουν. Είχα χρόνο και ησυχία να εντρυφήσω στις πραγματικές μου ανάγκες. Με είδα και με άκουσα, μακριά από τον θόρυβο -που σκέψου τότε έμενα κεντρικά-παίρνεις μια μεγάλη απόσταση και μέσα στην ησυχία αρχίζεις να ακούς τον εαυτό σου και να καταλαβαίνεις τι πραγματικά θέλεις. Αφορούσε βέβαια εσωτερικές διεργασίες που ξεκίνησαν από πολύ πιο πριν, αλλά σε εκείνη την χρονική περίοδο της καραντίνας νομίζω ότι καταστάλαξα.
– Με τον Μουσικό Χωριό Φέγγαρος έχεις μια άρρηκτη σχέση. Πέρα από τα πολύ πετυχημένα line ups που επιλέγετε –τα οποία κάθε χρόνο επανδρώνονται με όλο και πιο ενδιαφέροντα στοιχεία και μουσικούς- ως θεσμός έχει κι έναν βαθιά εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Ακριβώς αυτό προσπαθούμε με το line up του φεστιβάλ. Από τη μια να να γίνει ελκυστικό για τον θεατή, και από την άλλη να εισάγουμε πρωτοπόρα και ενδιαφέροντα πράγματα, κάτι αρκετά δύσκολο στην πράξη. Βέβαια, όπως ανέφερες, το φεστιβάλ όντως έχει διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα, κάτι που αντιλαμβάνομαι ως την μεγάλη μας επιτυχία και κάτι που ταυτόχρονα συγκινεί κι εμένα και τον Αντρέα (σσ. Τραχωνίτη).
– Αναφέρεσαι στα εργαστήρια;
Εννιά χρόνια μετά το μουσικό χωριό έχει καταφέρει να γίνει μια μεγάλη κοινότητα. Οι μαθητές κάθε χρόνο επιστρέφουν και μόνο από αυτό κτίζεται μια μουσική σκηνή. Γνωρίζονται μεταξύ τους, φτιάχνουν πρότζεκτς, κι αυτό από μόνο του είναι κάτι μαγικό. Πήρε τουλάχιστον εφτά χρόνια για συμβεί αυτό το πράγμα. Είναι άλλο να λέει κάποιος «Α, ήρθε ο Ξυλούρης, ή ο Αγγελάκας», κι άλλο να λέει «θα πάω μουσικό χωριό και θα πάω σ΄αυτό το σεμινάριο και θα συναντήσω τον τάδε ή τον δείνα». Κάτι που αν πάμε πίσω στο χρόνο – αυτό που εγώ κι εσύ ζήσαμε στην εφηβεία μας-, δεν υπήρχε ούτε καν σαν υπόνοια. Ήταν μια κατάσταση που σε πολιτισμικό επίπεδο θύμιζε έρημο. Οπότε, σε σχέση με τότε, η σημερινή κατάσταση μου φαίνεται σαν παράδεισος. Και είμαι περήφανος και ευγνώμων για τη νέα γενιά και τους χαίρομαι. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις τι συμβαίνει, αλλά τα τελευταία χρόνια όλο το νέο αίμα περνά από το μουσικό χωριό. Ακόμα και παιδιά από το εξωτερικό ή ακόμα και Τουρκοκύπριοι.
– Μια κυπριακή δισκογραφική εταιρία με την ονομασία «Λουβάνα», την κυπριακή ονομασία για την φάβα. Πώς προέκυψε;
Η Λουβάνα μας ήταν ένα event που διοργάνωνα εγώ όταν βρισκόμουν στο Λονδίνο το 2005. Έτσι ξεκίνησε. Όπως θα γνωρίζεις κι εσύ, στο Λονδίνο οι παραγωγοί σου πίνουν το αίμα, δίνοντας σου ψίχουλα για ένα live. Οπότε αποφάσισα είπα να οργανώσω ένα δικό μου event. Έτσι βρήκα διάφορες pubs με ωραίο χώρο και εξοπλισμό και μια φορά τον μήνα διοργάνωνα βραδιές «Λουβάνα». Στις βραδιές αυτές έπαιζα με την μπάντα που είχα τότε, την Master of Disguise, αλλά και άλλες μπάντες όπως οι Electric Litany και κάναμε τα δικά μας. Όταν επέστρεψα στην Κύπρο το 2008 άρχισα να διοργανώνω ένα φεστιβάλ, λόγω του ότι κάποιοι φίλοι απ αυτούς που σου ανέφερα ήθελαν να έρθουν από την Αγγλία και έκανα το φεστιβάλ Λουβάνα Acoustic Festival, όπου και γνώρισα τον Αντρέα Τραχωνίτη, γίναμε φίλοι και κάπου μέσα στον Νοέμβρη του 2009 δημιουργήθηκε η Λουβάνα Records, ή Λουβάνα Δίσκοι, με την οποία βγάλαμε μια μικρή συλλογή, το πρώτο μας CD από τις μπάντες που συμμετείχαν σ΄αυτό το φεστιβάλ και κάπως έγινε η αρχή της δισκογραφικής.
– Να περάσουμε στα δικά σου τώρα. Ο προηγούμενος σου δίσκος απέσπασε πολλές και ενθαρρυντικές κριτικές. Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθεις κάθε φορά που βγάζεις έναν καινούργιο δίσκο;
Πολύ καλή ερώτηση, και δεν είναι πάντα η ίδια απάντηση. Για παράδειγμα τώρα αυτό που θέλω είναι να αυτό το υλικό να το ακούσει όσο περισσότερο κόσμος γίνεται. Αυτή είναι η προσδοκία μου. Τώρα το πώς θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο, ψάχνω τρόπους. Για παράδειγμα, που αξίζει να δοθεί περισσότερη έμφαση; Σε ένα video clip; Κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ γιατί είναι σα να ολοκληρώνει το έργο. Τώρα ετοιμάζω το single του νέου μου δίσκου, ο οποίος βρίσκεται στο τελικό στάδιο και επιδιώκω να βγει την άνοιξη.
– Πού κινείται ο καινούργιος δίσκος ακουστικά και στιχουργικά;
Ακουστικά νομίζω είναι μια συνέχεια του προηγούμενου, και αν δεις υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με τα δυο singles που έβγαλα στο ενδιάμεσο, το Gold και το I’m Love. Ειδικά με το I’m Love σε ηχητικό επίπεδο. Δεν δίνεται τόση πολλή ένταση στις κιθάρες, αλλά περισσότερο στα synthesizers, στα drums, και σε ορισμένα κομμάτια στα strings. Γενικά πάντα δυσκολεύομαι να το ορίσω μουσικά. Να το χαρακτηρίσω ως τι; Ποπ; Δεν ξέρω. Για μένα αυτό που ονομάζουμε είτε μουσικό είδος είτε genre, είναι ακριβώς αυτό το spiritual κομμάτι, του να μπορείς να μοιραστείς την ψυχή σου με κάποιον. Να μπορείς να μιλήσεις ψυχικά σε αυτόν που απευθύνεσαι, που φυσικά προηγείται μια διαδικασία που το κάνεις αυτό με τον ίδιο σου τον εαυτό σε μια πρώτη φάση και μέσα από αυτό το κανάλι μπορείς να προσεγγίσεις και τον άλλον. Κι εμένα αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που με ενδιαφέρει πλέον. Για παράδειγμα, νιώθω πολλή αδελφικότητα μουσικά με την καινούργια δουλειά των Electric Litany. Υπάρχει ένα spiritual στοιχείο που διατρέχει όλο τον καινούργιο τους δίσκο, και με αυτό το στοιχείο μπορώ να πω ότι ταυτίζομαι.
– Όση ώρα σε ακούω να μιλάς για τη μουσική είναι σα να αναφέρεσαι σε κάποιου είδους βάλσαμό.
Αν αυτό που κάνω καλλιτεχνικά δεν έχει θεραπευτικές ιδιότητες, αρχικά προς εμένα τον ίδιο, και στη συνέχεια στον ακροατή, δεν με ενδιαφέρει και προτιμώ να μην το κάνω καθόλου. Θα ήθελα μετά από μια συναυλία να υπάρχει αυτή η αίσθηση, χωρίς να υπονοώ ότι προέρχεται αποκλειστικά από μένα, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει μέσα από τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης, συλλογικά. Όπως συμβαίνει σε έναν κύκλο τραγουδιού (singing circle), τελετουργικά. Αυτό με ενδιαφέρει και με τον δίσκο. Να μπορείς να βρεις τη δύναμη μέσα σου να υπερβείς αυτά που σε καταβάλλουν, να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου. Κι αυτό νομίζω ότι προσπαθώ να κάνω μουσικά. Μια εσωτερικευμένη διαδικασία που στη συνέχεια εξωτερικεύεται κι εκφράζεται και προς τα έξω. Να αντιληφθείς από πού προέρχεσαι, και να αποδομήσεις αυτά που σε βασανίζουν εσένα τον ίδιο χωρίς να ρίχνεις συνεχώς το φταίξιμο σε εξωτερικούς παράγοντες. Σε αντίθεση για παράδειγμα με αυτό που προτάσσει το πανκ, να βγούμε να τα σπάσουμε όλα -που το ζήσαμε κι αυτό βέβαια, και καλά κάναμε- αλλά μια πιο γειωμένη, εσωτερική διαδικασία.
– Πιστεύεις ότι Κύπριοι μουσικοί είναι λιγότερο προνομοιούχοι από τους μουσικούς του εξωτερικού;
Εξαρτάται, υπάρχουν πολλές πτυχές σε αυτό. Το ένα που αφορά το τεχνικό κομμάτι, είναι ότι κάποιος θα έλεγε ότι δεν υπάρχουν οι συνθήκες που να τους προστατεύουν γιατί μπορεί να μην είναι ασφαλισμένοι, κι όλες αυτές τις παροχές. Επίσης νομίζω ότι δυστυχώς κουβαλάμε πάρα πολλά κόμπλεξ κι έχουμε πάρα πολλές ανασφάλειες τις οποίες θεωρώ κι αναπόφευκτες. Ειδικά από τη γενιά μας και πιο πίσω, καλούμασταν να διαχειριστούμε την όλη κοινωνική πίεση μιας γενικευμένης πεποίθησης για «επιτυχία» που ήταν προσκολλημένη στα πρότυπα του γιατρού, του δικηγόρου και γενικά τον παράδεισο του Δημοσίου, και στην αντίληψη του να «πάρεις το χαρτί, να μπεις στο δημόσιο, και μετά κάνε και τα δικά σου». Δυστυχώς είναι ιδεολογίες εμφωλευμένες στην κυπριακή κουλτούρα, που είναι η κουλτούρα της «επιτυχίας, της εξέλιξης και της ανόδου», πράγμα που αντανακλάται και στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Για παράδειγμα, πρόσφατα έμαθα ότι στα ιδιωτικά σχολεία καταργείται το μάθημα της μουσικής. Οπότε, όταν εσύ αποφάσιζες να μην ακολουθήσεις την πεπατημένη, βίωνες μια απαξίωση. Καλούμασταν να διαχειριστούμε αυτές τις ανασφάλειες αλλά και να τις υπερβούμε, πράγμα που πολλοί από εμάς δεν καταφέραμε ποτέ, με αποτέλεσμα να προσπαθούμε συνεχώς να αποδείξουμε κάτι, επειδή μας δημιουργήθηκε αυτό το κόμπλεξ κατωτερότητας. Ωστόσο, αυτό συνάμα δημιουργεί και μια πρόκληση που μας δίνει κι άλλες επιπλέον δυνατότητες. Να μην γίνεις ακόμα ένας «καλός μουσικός». Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι οι μουσικοί στην Κύπρο είναι λιγότερο προνομιούχοι από άλλους, και γι’αυτό θεωρώ το Μουσικό Χωριό ως την μοναδική όαση που έχει μείνει σε αυτόν τον τόπο, μουσικά μιλώντας. Για έναν νεαρό μουσικό αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά με την μουσική και ότι υπάρχουν και άλλοι πολλοί εκεί έξω με αντίστοιχες ανησυχίες και ενδιαφέροντα.
– Από ποια πράγματα εμπνέεσαι για να γράψεις στίχους και μουσική;
Όπως λέει κι ο Πασχάλης, ο ζωγράφος της Βάβλας, «η έμπνευση είναι πάντα εκεί», απλά πρέπει να επιλέξεις να την συναντήσεις. Δηλαδή η επιλογή είναι στο χέρι σου. Πέρα όμως από αυτό, εκείνο που με εμπνέει να ζω –πέραν της δημιουργίας- είναι η σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους. Να νιώσω ότι οι καρδιές μας ενώνονται, ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε και να εμπνεύσουμε ο ένας τον άλλον για να δημιουργήσουμε, κι αυτός ο αυθορμητισμός η σπείρα έμπνευσης με εξιτάρει πάρα πολύ. Αλλά αυτό έχει να κάνει με μια ανοικτότητα, κι αυτό με συγκινεί και δημιουργεί παράλληλα και μια έκσταση. Αν για παράδειγμα μας δεις στο στούντιο με τον Ανδρέα πως δουλεύουμε, μοιάζουμε με λυσσασμένα σκυλιά, αλλά αυτός είναι για μένα ο τρόπος που λειτουργώ.
– Οι άνθρωποι, πόσω μάλλον οι δημιουργικοί, αναγκάζονται να εφεύρουν έναν άλλο κόσμο, ένα ζωτικό ψέμα για να πορευτούν στη ζωή τους. Εσύ ταυτίζεσαι με αυτό;
Ωραία ερώτηση. Εγώ πιστεύω ότι όλοι μας μπορούμε να δημιουργήσουμε τον κόσμο για να πορευτούμε μέσα του, και τον κόσμο μας τον χτίζουμε εμείς οι ίδιοι και δεν είναι παραμύθι ή ψέμα. Μπορούμε κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό να χτίζουμε τον κόσμο μας, από τον τρόπο που ζούμε, που σκεφτόμαστε, που μιλάμε, από τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε, από τους ανθρώπους που επιλέγουμε να έχουμε γύρω μας, τους τόπους που επιλέγουμε να πάμε, τι επιλέγουμε να φάμε, τα πάντα. Το να είσαι καλλιτέχνης, είναι όπως λέει και η φίλη μου η Αναστασία που παραθέτει συχνά στην Helena Bonham Carter, που λέει «το να είσαι καλλιτέχνης είσαι στο καθετί που κάνεις. Στον τρόπο που ντύνεσαι, στο πώς περπατάς, στον τρόπο που αγαπάς, στα πάντα». Οπότε δεν είναι ένα ψέμα, αλλά κάτι από το οποίο εμπνέεσαι και εμπνέεις. Είναι ένας τρόπος να υπάρχεις. Γιατί τέχνη για μένα σημαίνει παρουσία και παρόν.
– Και κάτι τελευταίο… Είσαι θανατοποινίτης. Ποιο είναι το τελευταίο τραγούδι που θα επέλεγες να ακούσεις;
Α wow! Αυτή τη στιγμή θα έλεγα το Sonder από τον νέο EP των Electric Litany.
Αύριο το Σάββατο 5 Νοεμβρίου ο Freedom Candlemaker εμφανίζεται μαζί με την μπάντα του στη σκηνή του Ρομάντσο όπου θα δώσει μια γεύση από το καινούργιο υλικό που έρχεται με τον επόμενο του δίσκο “Ageless”. Το πρώτο single The Win αναμένεται μέσα στο Νοέμβριο. Θα ακουστούν κομμάτια από τους δίσκους Beaming Light (Inner Ear 2019), Now Happiness (Louvana Records 2016) καθώς και από το δίσκο The Age of Now (Louvana Records 2012) που κυκλοφόρησε σαν J.Kriste, Master of Disguise. Special guests στη βραδιά θα είναι οι Odysseas Phone Orchestra. Μετά την Αθήνα θα ακολουθήσουν solo acts, την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στο Society στον Βόλο, και την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου στον Orato στην Θεσσαλονίκη.
Facebook event εδώ.
Βρείτε τον Freedom Candlemaker εδώ:
Instagram: https://www.instagram.com/freedom_candlemaker
Bandcamp: https://freedomcandlemaker.bandcamp.com/
Spotify: https://open.spotify.com/artist/5nVcmByAcE96beDvJAl2LU