Ο Frédéric D. Oberland είναι πειραματικός πολυοργανίστας, συνθέτης, φωτογράφος και συνιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας NAHAL Recordings. Ιδρυτικό μέλος της avant-rock κολεκτίβας OISEAUX-TEMPÊTE και των electro-shamanic και psych-noise συγκροτημάτων FOUDRE! και Le Réveil des Tropiques. Έχει κυκλοφορήσει έργα του στις Sub Rosa, Hallow Ground, Gizeh Records, IIKKI, In Paradisum και NAHAL Recordings, ενώ παράλληλα έχει δημιουργήσει μουσικές επενδύσεις για ταινίες και ηχητικές εγκαταστάσεις.

Πραγματοποίησε 4 εμφανίσεις στην Ελλάδα και είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί του μετά την πρώτη εμφανισή του στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στην Κυψέλη.

Στην συζήτηση συμμετέχει και ο Δημήτρης Αλεξάκης του ΚΕΤ.

LINE

– Σπύρος: Frédéric, σε ευχαριστούμε για τη χθεσινή σου εμφάνιση στο ΚΕΤ. Η μουσική και οι παραστάσεις σου έχουν πολλά χαρακτηριστικά τελετουργίας, όπως έχεις πει —μερικές φορές νιώθεις “κυριευμένος” (possessed). Στην τελετουργική/θρησκευτική μουσική, στόχος είναι η επικοινωνία με το θείο. Ποια είναι η γνώμη σου; Η έκσταση μέσω της μουσικής είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό που εκμεταλλεύτηκαν οι θρησκείες ή μήπως συνέβαλαν οι θρησκείες, μέσα στους αιώνες, στη δημιουργία αυτής της ανθρώπινης αίσθησης;
Frédéric: Ευχαριστώ πολύ Σπύρο και Δημήτρη. Για εμένα η ουσία της μουσικής είναι να επικοινωνεί, να φέρνει τους ανθρώπους κοντά, να επικοινωνεί με τον χώρο και το κοινό. Αυτό προσπαθώ να κάνω, ταπεινά, κατά τη διάρκεια των παραστάσεών μου, προσπαθώντας, μέσω των συσκευών και των οργάνων να βγω από τον εαυτό μου έτσι ώστε κάτι άλλο να συμβεί και να μας περικλείσει όλους κατά τη φευγαλέα διάρκεια της παράστασης. Προσωπικά, αντί για την υπέρβαση, πιστεύω στην εμμένεια, από τη “διαδικασία της ενοποίησης”, όπως θα έλεγε ο Gilles Deleuze, μέχρι την “κατασκευή της κατάστασης” που ήταν αγαπητή στον Guy Debord και τους Καταστασιακούς. Παρόλο που με ενδιαφέρουν οι τελετουργίες κάθε είδους, μου φαίνεται επικίνδυνο να περιορίζουμε την ανάγκη μας για έκσταση – την επιθυμία μας να βγούμε από τον εαυτό μας ή να παράγουμε κάτι κοινό που μας ενώνει – μόνο στις θρησκείες και σε μια υπερβολική ιδέα του θείου.

Η ίδια η ζωή είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των πάντων, του ορατού και του αόρατου. Μπορούμε να πιστέψουμε στο εκτός πλάνου, στο αόρατο, στην μικρότητα μέσα σε ένα μεγάλο σύνολο, χωρίς απαραίτητα να προσκολληθούμε σε ένα θρησκευτικό δόγμα. Από όλα τα παραπάνω αντλώ προσωπικά την ιδέα μου όταν νιώθω “κυριευμένος”.

– Σ: Έχεις πει επίσης ότι “είναι στιγμές που το μυαλό μου μπορεί να χάσει τον έλεγχο και να συνδεθεί με κάτι μεγαλύτερο.” Έχεις καταφέρει να καταλάβεις ποιοι μηχανισμοί προκαλούν την έναρξη αυτής της πιθανής σύνδεσης;
Μου αρέσει το στοιχείο του κινδύνου και του άγνωστου στη δημιουργική διαδικασία. Ίσως λόγω της μέτριας εικόνας που μερικές φορές έχω για τον εαυτό μου, έχω την αίσθηση ότι μόνο ξεπερνώντας τις ικανότητές μου μπορεί να συμβεί κάτι καλύτερο ή πιο μαγικό. Ο καθένας μας έχει τον δικό του εσωτερικό “σκύλο-φύλακα”… Στο ζωντανό μου σετ, πέρασα πολύ χρόνο αναζητώντας τις τεχνικές συνθήκες που θα μου επέτρεπαν να μην έχω την αίσθηση ότι απλώς αυτοαναπαράγομαι. ‘Ηθελα να μην νιώθω μόνος, για να το πω απλά. Ήταν μέσα από την έρευνα του αρμονικού συνθεσάιζερ και των διάφορων του δυνατοτήτων, όπως τα LFOs (χαμηλής συχνότητας ταλαντωτές) και οι παράμετροι διαμόρφωσης κάποιας τυχαιότητας, που βρήκα νέους δρόμους να εξερευνήσω και να πειραματιστώ. Χωρίς υπολογιστή να τον ελέγχει, ο μουσικός εξοπλισμός μου μερικές φορές μου φαίνεται σαν χαρακτήρας από μόνος του, με τον οποίο πρέπει να συνομιλήσω, είτε για καλό είτε για κακό, και στον οποίο μπορώ καμιά φορά να βασιστώ για να παίξω ένα σόλο και να ξεκινήσει η έκσταση.

Frédéric D. Oberland
Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

– Δημήτρης: Θα ήθελα να σου ζητήσω να μοιραστείς μαζί μας τις πολιτικές διαστάσεις του ήχου που δημιουργείς μέσα από τους OISEAUX-TEMPÊTE, FareWell Poetry και spoken word, καθώς και μέσω του προσωπικού σου οπτικοακουστικού project που παρουσίασες στο ΚΕΤ. Συγκεκριμένα, ποια είναι η σχέση μεταξύ μελαγχολίας και πολιτικής που αναδύεται σε αυτά τα visuals, τα οποία ίσως με την πρώτη ματιά φαίνονται αντιφατικά μεταξύ τους; Τελικά, πρόκειται για μια μουσική πολιτισμικής κατάρρευσης και ερειπίων, μια μουσική επανάστασης, ή κάτι αφηρημένο ανάμεσα σε αυτά τα δύο;
Μου αρέσει να σκέφτομαι τη δημιουργική διαδικασία ως μια εμπλοκή διαφορετικών μέσων έκφρασης: μουσική, ποίηση, εικαστικά και ούτω καθεξής. Υπάρχει κάτι εδώ της τάξης της συγχρονικότητας, της διέγερσης ή της συσχέτισης πολλών από τις αισθήσεις μας ταυτόχρονα, το οποίο, ακόμα και ως θεατής, με μεταφέρει και με κάνει να σκέφτομαι το καλλιτεχνικό αντικείμενο ως μια αναγκαία μοναδικότητα.

Όσον αφορά τις περιπέτειες των OISEAUX-TEMPÊTE και των FareWell Poetry, είναι συγκυριακές και συνδεδεμένες, μέσα στο συλλογικό, με ατομικά ταλέντα. Στο FareWell Poetry, το spoken-word της ποιήτριας Jayne Amara Ross συνόδευσε τις δικές της ταινίες, κάποιοι από την ομάδα συμμετείχαν στο γύρισμα ή στην παραγωγή, και στη συνέχεια οι μουσικοί συνέθεσαν σιγά-σιγά μια μουσική υπόκρουση για τις προβολές, τις συναυλίες και το μοναδικό άλμπουμ που κυκλοφορήσαμε.

Οι OISEAUX-TEMPÊTE είναι μια πολυδιάστατη ιστορία που εξελίσσεται τώρα για πάνω από μια δεκαετία και πάνω από δέκα κυκλοφορίες άλμπουμ. Ξεκίνησα αυτή την περιπέτεια με τον φωτογράφο Stéphane Charpentier σε διάφορα ταξίδια στην Ελλάδα μέσα στην οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 2010, και στη συνέχεια το ταξίδι συνεχίστηκε γύρω από την περιοχή της Μεσογείου μέσω Σικελίας, Τουρκίας, Λιβάνου και Τυνησίας γύρω από τις επαναστατικές Άνοιξες τους, έπειτα διασχίσαμε τον Ατλαντικό στον Καναδά και σε ατελείωτες περιοδείες στην  Ευρώπη. Το δίδυμο των μουσικών που σχηματίσαμε με τον Stéphane Pigneul, και στη συνέχεια το τρίο με τον ηλεκτρονικό παραγωγό Mondkopf, αργότερα έγινε ένα συλλογικό σχήμα αυτοσχεδιαστών, μερικές φορές περιλαμβάνοντας τοπικούς μουσικούς που συναντήσαμε κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μας. Οι φωνές των G.W.Sok (πρώην The Ex), Radwan Ghazi Moumneh (Jerusalem In My Heart), Ben Shemie (SUUNS) και Tamer Abu Ghazaleh υποστηρίζουν το έντονο πολιτικό μήνυμά μας, μερικές φορές με μια ποιητική διάσταση της κατάρρευσης, αν θα μπορούσα να το πω, ή μάλλον μιας συλλογικής ελπίδας μέσα στα ερείπια του Thanatocene που βιώνουμε.

Νομίζω ότι όλοι μας μοιραζόμαστε την ιδέα ότι η τέχνη μας μας βοηθάει – και τους ανθρώπους που την υποστηρίζουν – να ζούμε, να ανταλλάσσουμε, να μεταδίδουμε, να δονούμαστε μαζί πολύ πριν από το να είμαστε ένα “θέαμα για τη μουσική βιομηχανία” ή απλά “online περιεχόμενο”. Κατά τη διάρκεια μερικών από τα ταξίδια/περιοδείες μας, ήρθαμε σε επαφή με φίλους που είναι καλλιτέχνες καθώς και ακτιβιστές με τον δικό τους τρόπο: πιστεύω ότι αυτή η επιτακτική ανάγκη να κάνουμε, να δώσουμε και να χτίσουμε κάτι μας θρέφει σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Αυτό είναι στραμμένο προς το μέλλον και είναι ένας από τους τρόπους για να αντισταθούμε στην απάθεια και την απόγνωση. Μοιράζομαι αυτές τις ιδέες και στα σόλο projects μου.

– Δ: Ζήσαμε στο ΚΕΤ τον μοναδικό συνδυασμό εικόνας και ήχου στο προσωπικό σου project, και θα ήθελα να μας πεις πότε ξεκίνησες να δουλεύεις με την εικόνα, την αναλογική φωτογραφία και το Super 8. Νιώθω ένα νοσταλγικό στοιχείο στην οπτική διάσταση, και θα ήθελα να μας μιλήσεις γι’ αυτό.
Στην πραγματικότητα, ξεκίνησα την καλλιτεχνική μου πορεία μέσω του πειραματικού κινηματογράφου πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Μέσα από την επαφή με άλλους περιθωριακούς και παράξενους καλλιτέχνες, άρχισα να φτιάχνω τα πρώτα μου μικρού μήκους φιλμ σε Super 8 και βίντεο, συνθέτοντας τα πρώτα μου σάουντρακ και συμμετέχοντας σε μουσικές ομάδες, συναυλίες και παραστάσεις. Στη συνέχεια, επιλέχτηκα από τη La Fémis, τη γαλλική δημόσια σχολή κινηματογράφου, όπου παρέμεινα για μερικά χρόνια πριν φύγω ξαφνικά για να αφοσιωθώ πλήρως στη μουσική. Μετά, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να μπορέσω να ξαναπιάσω κάμερα. Επέστρεψα σε αυτήν τη οπτική διάσταση χρησιμοποιώντας μικρές, μάλλον φθηνές φωτογραφικές μηχανές φιλμ, με μια προτίμηση για μεγάλα exposures και ψυχεδελικό grain που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν και να σχεδιάσουν κάτι άλλο εκτός από το να αποθανατιστεί η παροδικότητα της συγκεκριμένης στιγμής. Επέστρεψα στο Super 8 μόλις πριν από λίγα χρόνια, ψάχνοντας για εικόνες που θα μπορούσαν να προσφέρουν συνέχεια και πιθανώς διάλογο χρωματικά με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου. Δεν πιστεύω στο νοσταλγικό, παλιομοδίτικο στοιχείο του φιλμ και της διαδικασίας εμφανισής του. Αλλά μου αρέσει πρώτα απ’ όλα γιατί μου επιτρέπει να αποστασιοποιηθώ από τη στιγμή που έχω καταγράψει ή τραβήξει. Δεν μπορείς να ξαναδείς αμέσως αυτό που έχεις φωτογραφίσει, πρέπει να έχεις υπομονή, έχεις χρόνο να ξεχάσεις και να ανακαλύψεις ξανά αυτό που αποθανάτισες και τι πραγματικά πήρες από εκεί. Η διάσταση του “κινηματογράφου”, που είναι σημαντική και στη μουσική μου δουλειά, είναι σχεδόν άμεση, μόλις εμφανιστούν τα ρολά και προβληθούν οι πρώτες εικόνες. Μου αρέσει αυτή η κάπως ιερή πλευρά, που είναι μερικές φορές δύσκολη καθώς οι αποτυχίες και τα ατυχήματα είναι πάντα μέρος του παιχνιδιού, στη υλική της διάσταση, που συνομιλούν με το ultra-punk στοιχείο μου όταν τραβάω ή επεξεργάζομαι τις εικόνες μου. Ψυχεδέλεια και όχι νοσταλγία! Η παράσταση που είδατε στο ΚΕΤ είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ένα πείραμα, θα την προχωρήσω παραπέρα παράλληλα με το επόμενο σόλο άλμπουμ και το πρώτο φωτογραφικό μου βιβλίο.

– Σ: Έχεις επισκεφθεί την Ελλάδα αρκετές φορές και, σε μία από τις συνεντεύξεις σου, ανέφερες ότι «εξερευνώ τα μέρη που πηγαίνω». Υπάρχει κάτι που τραβήξε την προσοχή σου στην Ελλάδα;
Αυτή η σόλο περιοδεία στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα πλούσια και ενδιαφέρουσα για μένα με πολλούς τρόπους. Πέρα από τις συναυλίες και τις φιλικές συναντήσεις μαζί με τον Ιάσωνα, γνωστό και ως Ps Stamps Back (από το τρίο Millions Of Dead Tourists), με τον οποίο περιοδεύσαμε στις περισσότερες από αυτές τις ημερομηνίες, ήρθα σε επαφή με τις πρωτοφανείς διαμαρτυρίες γύρω από την τραγωδία στα Τέμπη. Ήταν το βασικό θέμα σε πολλές συζητήσεις, στα χείλη όλων, ως ένα απόλυτο, δραματικό σύμβολο της χρεοκοπίας του κράτους, των ψεμάτων των πολιτικών και των ολιγαρχών για την προστασία των οικονομικών τους συμφερόντων και της κυριαρχίας τους… Στην καρδιά αυτής της εποχής της μετα-αλήθειας, μέσα στην οποία βρίσκεται βυθισμένος ο παγκόσμιος κόσμος σαν σε ένα σκοτεινό και καταστροφικό πέπλο, η απαίτηση για αλήθεια και δικαιοσύνη κρυσταλλώνει την αλληλεγγύη και τη δημοκρατία που όλοι έχουμε ανάγκη παντού.

– Σ: Έχει ειπωθεί ότι είναι αδύνατο να είσαι avant-garde στις μέρες μας, καθώς τα πάντα έχουν ήδη γίνει τουλάχιστον μία φορά στο παρελθόν. Ποια είναι η γνώμη σου για αυτό; Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες/ένιωσες κάτι σαν avant-garde και τι ήταν αυτό;
Όλες οι μουσικές νότες έχουν πιθανώς ήδη συνδυαστεί με αυτόν ή τον άλλο τρόπο, αυτό είναι σίγουρο. Τι είναι το “νέο” από μόνο του; Τι μας κάνει να ενδιαφερόμαστε; Μου αρέσει αυτή η φράση του John Cage: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι φοβούνται τις νέες ιδέες. Εγώ φοβάμαι τις παλιές». Προσωπικά, σπάνια προσπάθησα να κάνω διασκευές υπαρχόντων κομματιών, να ακούγομαι σαν κάποιος άλλος. Βαριέμαι τη δεξιοτεχνία. Προτιμώ κάποιον που παίζει λίγο λάθος ή off key αλλά έχει μια μοναδική ψυχή και με μεταφέρει με την ευθραυστότητά του. Τους τελευταίους μήνες, με έχει συγκινήσει πολύ το τελευταίο άλμπουμ της Johana Beaussart, “Légendes de Chiens Hirsutes”, ένα εικονοκλαστικό ηχητικό σχεδόν εξωγήινο αποτέλεσμα. Και οι εντυπωσιακές ερμηνείες της Λιβανέζας καλλιτέχνιδας NÂR αλλά και το επερχόμενο άλμπουμ της Jessica Moss (βιολίστρια των A Silver Mount Zion και Black Ox Orkestar), ένα αριστούργημα που θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χειμώνα, το οποίο είχα την τύχη να ακούσω κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στο Μόντρεαλ.

– Σ: Το άλμπουμ σου “Labyrinth” (2018) εμπνεύστηκε από τη μυθολογία, τη λογοτεχνία, την Κόλαση του Δάντη και τον μύθο του Μινώταυρου, καθώς και από την Εσωτερική Εμπειρία του Ζορζ Μπατάιγ. Παίρνεις έμπνευση, δημιουργείς αναφορές και τις μετασχηματίζεις. Τι σε έχει εμπνεύσει πρόσφατα;
Η αρχική παραγγελία για το Labyrinth μου προτάθηκε από την επιμελήτρια σύγχρονης τέχνης Léa Bismuth με σκοπό να δημιουργήσω μια ηχητική/οπτική εγκατάσταση. Συνδύασα την ανάγνωση της Εσωτερικής Εμπειρίας του George Bataille με το τελευταίο άσμα της Κόλασης του Δάντη, που με στοίχειωνε για χρόνια.
Πρόσφατα ασχολούμαι αρκετά με τα έργα του Jose Saramago (“Περί τυφλότητος” και “Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον“), “Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού” της Ούρσουλα Κ.Λε Γκουίν, και το “New Document” από την Typical Organization. Με εμπνέουν στη διαδικασία για τη δημιουργία του πρώτου μου βιβλίου με φωτογραφίες, που θα εκδοθεί από την Céline Pévrier και την Sun/Sun σε μερικούς μήνες. Κάποιοι φίλοι συγγραφείς θα συμμετάσχουν κι αυτοί σε αυτή την περιπέτεια. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος γι’ αυτό, θα είναι ο καρπός πάνω από 10 χρόνων φωτογραφικής δουλειάς.

Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

– Σ: Ποια είναι η γνώμη σου για τον Ιάννη Ξενάκη; Έχεις εξερευνήσει το έργο του; Νιώθεις ότι είσαι συνδεδεμένος με αυτόν με κάποιο τρόπο;
Η μητέρα μου είχε το έργο “Herma” του Ξενάκη, που κυκλοφόρησε από τη θρυλική συλλογή βινυλίων “La Voix de son Maître”. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μουσική του, η οποία ήταν πολύ συμβολική, ένα ονειρικό τοπίο μαθηματικών στο πιάνο που μου διέφευγε τελείως στη σύλληψή της, αλλά την έβρισκα συναρπαστική. Την άκουσα για πρώτη φορά όταν ο δάσκαλός μου στο πιάνο (το μόνο όργανο που πήρα μαθήματα όταν ήμουν παιδί) με εισήγαγε στους Ντεμπισί, Φωρέ και τους μινιμαλιστές συνθέτες.
Ήταν πολύ αργότερα που ανακάλυψα τα ηλεκτροακουστικά έργα του Ξενάκη, όταν στην ηλικία των 20 άρχισα να ενδιαφέρομαι για τη μουσική έρευνα. Όπως και πολλοί κλασικοί συνθέτες της εποχής που πειραματίστηκαν με την ηλεκτρονική μουσική, ο ιδιαίτερος τρόπος που επεξεργαζόταν και σχημάτιζε τις στρώσεις ήχων με ενέπνευσε. Ομολογώ ότι είμαι περισσότερο από την πλευρά του αισθητηριακού πειραματισμού με τον ήχο παρά της συγγραφής σε χαρτί ή παρτιτούρα, αν και οι παρτιτούρες του Ξενάκη είναι πραγματικά έργα σύγχρονης τέχνης.

– Σ: Ένα απόφθεγμα λέει: «Η έμπνευση υπάρχει, αλλά πρέπει να σε βρει δουλεύοντας». Είσαι πολύ παραγωγικός καλλιτέχνης—συμμετέχεις σε τρία σχήματα και έχεις πολλές σόλο δραστηριότητες. Πιστεύεις ότι η παραγωγικότητα, με την αυστηρή έννοια του όρου, είναι σημαντική για έναν καλλιτέχνη;
Πολιτικά μιλώντας, αν μου επιτρέπεις, δεν νομίζω ότι η ένταση της παραγωγικότητας είναι πιο σημαντική από την ποιότητα αυτού που παράγουμε—μάλλον το αντίθετο. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι, από την πλευρά μου, η διατήρηση της παραγωγικότητας με ενθαρρύνει να παίζω με τη δημιουργικότητά μου, να πειραματίζομαι, να δοκιμάζω καινούργια όργανα/εργαλεία ή άλλους τρόπους να αφηγούμαι ιστορίες μέσω της μουσικής ή των εικόνων. Σαν παιδί, παίζω με παιχνίδια και νιώθω ελάχιστη νοσταλγία για αυτά που έχω δημιουργήσει στο παρελθόν. Μπορώ να γίνω πολύ εμμονικός κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός έργου, και μόλις νιώσω ότι έχω δοκιμάσει ό,τι μπορώ, προχωράω γρήγορα, μερικές φορές χωρίς σκοπό μέχρι να εμφανιστεί μια άλλη ιδέα. Προσπαθώ να συνδεθώ με τα συναισθήματά μου, με τις επιθυμίες μου, μερικές φορές αντιφατικές, και να βγάλω κάτι από αυτές· μου αρέσει να είμαι μέσα στη διαδικασία. Οι τρεις μπάντες που ανέφερες δεν είναι όλες ενεργές ταυτόχρονα. Οι OISEAUX-TEMPÊTE είναι σε αόριστη παύση αυτή τη στιγμή, καθώς μερικοί από εμάς, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, χρειαζόμασταν πραγματικά να αφιερωθούμε σε άλλα πράγματα μετά από τόσα χρόνια συνεχούς έντονης δραστηριότητας. Το FOUDRE! (ένα τρίο power electronics με τους Saåad και Mondkopf) θα με κρατήσει απασχολημένους τους επόμενους μήνες, καθώς περιοδεύουμε για να υποστηρίξουμε το τελευταίο μας άλμπουμ Voltæ (Chthulucene), συμπεριλαμβανομένης μιας εμφάνισης στο φεστιβάλ Roadburn στο Τίλμπουργκ. Έχω επίσης μερικές σόλο εμφανίσεις που έρχονται, συμπεριλαμβανομένου του 25ου επετειακού φεστιβάλ Irtijal στο Βηρυτό, και ένα νέο στούντιο άλμπουμ που βρίσκεται σε επεξεργασία για να συνοδεύσει το φωτογραφικό μου βιβλίο. Πέρυσι ξεκινήσαμε ένα ντουέτο με τον φίλο μου Radwan Ghazi Moumneh από τους Jerusalem In My Heart· ολοκληρώνουμε το πρώτο μας άλμπουμ καθώς μιλάμε, πολύ εμπνευσμένο και αρκετά αναπάντεχο, νομίζω, ένα μικρόκοσμο που συνδυάζεται μεταξύ ηλεκτρονικών/τελετουργικών τραγουδιών και στοχαστικού ishq, που θα κυκλοφορήσει το 2026.

Φωτ.: © Σπύρος Καραβάς / OLAFAQ

– Σ: Frederic, καθώς έκανα έρευνα για τις συνεντεύξεις σου και άκουγα τη μουσική σου, έκανα μια σύνδεση με τον Miles Davis. Κυρίως λόγω της διαδικασίας που διάβασα ότι ακολουθείς. Είδα μια παρόμοια νοοτροπία. Σχεδίαζα να σε ρωτήσω για τα αγαπημένα σου άλμπουμ, αλλά διάβασα κάπου ότι ένα από τα δύο αγαπημένα σου είναι οι Bitches Brew Sessions.
Η ανακάλυψη του Miles Davis ήταν πράγματι μια μεγάλη επιρροή για μένα. Ο Miles Davis είναι ένας καλλιτέχνης που έχει κινηθεί με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα από πολλές φάσεις στην καριέρα του, από το jazz-film-noir μέχρι την ορχηστρική μουσική, από το swing στο cool, από το soul στο funk, από το rock στο pop, πειραματιζόμενος συνεχώς και πάντα ξέροντας πώς να περιβάλλει τον εαυτό του για να φέρει στη ζωή τα οράματά του. Μου αρέσουν σχεδόν όλα από την “cool” περίοδο του μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80, με ιδιαίτερη προτίμηση για την λεγόμενη “ηλεκτρική” περίοδο του, μεταξύ 1968 και 1979. Δεν έχω σταματήσει ποτέ να ακούω τους δίσκους του από τη στιγμή που τους ανακάλυψα. Είναι αναμφίβολα ο τρομπετίστας που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στον τρόπο που παίζω πνευστά – παρόλο που δεν παίζω τρομπέτα… Σε γενικές γραμμές, η ηλεκτρική του περίοδος αποκαλύπτει άλμπουμ fusion με την κομψή έννοια της λέξης, ξεπερνώντας τα όρια των μουσικών ειδών, πιέζοντας τα όρια του ακροατή για να τον τοποθετήσει αλλού, σε μια αναπάντεχη κατάσταση που γίνεται βουντού, ψυχεδελικά εθιστική. Είναι φοβερή μουσική. Υπάρχει μια ιδιαίτερη πτυχή στην παραγωγή μερικών από τους δίσκους του, ιδιαίτερα αισθητή στα box sets που περιλαμβάνουν τις πλήρεις συνεδρίες του Bitches Brew, In A Silent Way, The Cellar Door ή On The Corner, η οποία με έχει καθοδηγήσει στον δικό μου τρόπο σύλληψης των δίσκων. Πρώτον, σκέψου την ηχογράφηση ως μια συλλογή αυθόρμητου υλικού βασισμένου σε απλά μοτίβα· ξέρεις πώς να δημιουργήσεις τις σωστές συνθήκες, να εκμεταλλευτείς τη στιγμή, να τραβήξεις τις κλωστές, να ξανακάνεις λήψεις αν χρειάζεται, με παραλλαγές αλλά όχι πολλές. Δεύτερον, κάνε ένα βήμα πίσω, άκου ξανά και διάλεξε τα περάσματα που αποκαλύπτουν κάτι μοναδικό, και δώσε προσοχή στην εγγενή κατασκευή τους. Τρίτον, και εδώ παίζει ρόλο η ιδιοφυία του παραγωγού Teo Macero, δημιούργησε σημεία επεξεργασίας μεταξύ διαφορετικών συνεδριών, κόψε και κόλλησε όπως θα έκανες σε μια κινηματογραφική ταινία, σκέψου αλληλουχίες, στρώματα, επικάλυψη κομματιών για να δημιουργήσεις ένα απροσδόκητο υβριδικό αντικείμενο που να φέρνει καλύτερα κοντά τη συγκεκριμενότητα κάθε απόχρωσης, το ταλέντο κάθε συμμετέχοντος, και να προκαλεί τη φαντασία. Αυτή είναι η μέθοδος με την οποία έχω “γράψει/δομήσει” πολλούς από τους δίσκους στους οποίους συμμετέχω, είτε για τις παραπάνω αναφερόμενες μπάντες, το SIHR quartet (με τους Grégory Dargent, Tony Elieh και Wassim Halal) ή τα σόλο πρότζεκτ μου, από soundtracks και έργα εγκατάστασης μέχρι άλμπουμ.

– Σ: Πιστεύεις έντονα ότι η μουσική και τα οπτικά στοιχεία είναι αλληλένδετα. Υπάρχουν κάποια παραδείγματα που υποστηρίζουν αυτήν την προσέγγιση; Οι ταινίες του David Lynch είναι σίγουρα ένα από αυτά.
Ο David Lynch είναι το τέλειο παράδειγμα. Όπως πολλοί, ήμουν πολύ λυπημένος όταν άκουσα για τον πρόσφατο θάνατό του. Νομίζω ότι αγαπούσα όλες τις ταινίες του, όλα τα μουσικά του άλμπουμ, την ζωγραφική του και τη φωτογραφία του. Οι δημιουργίες του, τόσο προσωπικές και παράξενες-ονειρικές, είχαν κάτι καθολικό και οραματικό για πολλούς. Η σεζόν 3 του Twin Peaks είναι αριστούργημα. Θα μπορούσα επίσης να αναφέρω τον Jean-Luc Godard και το “Histoire(s) du cinéma”, στο οποίο όλα είναι άπειρα συνδεδεμένα: κινηματογράφος / ποίηση / φωτογραφίες / μουσική / ηχητικά κολλάζ. Και τον Chris Marker, ο οποίος επίσης συνδύασε εξαιρετικά διάφορα μέσα, όπως στο ¨La Jetée” και “Sans Soleil”.

– Δ: Με ποιους σύγχρονους μουσικούς και οπτικούς καλλιτέχνες ή συγκροτήματα νιώθεις μια αίσθηση συγγένειας, στον φωτογραφικό/οπτικό και μουσικό τομέα;
Έχω την τύχη να περιβάλλομαι από φίλους που είναι σπουδαίοι δημιουργοί, μουσικοί, οπτικοί καλλιτέχνες, κινηματογραφιστές, συγγραφείς, και όλοι οι συνεργάτες στις μπάντες ή τα πρότζεκτ μου είναι μεγάλες πηγές έμπνευσης στην καθημερινότητά μου, εδώ στη Γαλλία, αλλού στην Ευρώπη, στον Καναδά, στην Τυνησία, στο Λίβανο και σε μέρη που επισκέπτομαι τακτικά. Κάποιες από τις μπάντες και τους καλλιτέχνες με τους οποίους μοιράζομαι σκηνές ή εκθέσεις. Δεν ξέρω αν όλοι αυτοί με επηρεάζουν πραγματικά – η δημιουργική μου πηγή είναι μάλλον θολή και πολυδιάστατη, έτσι νιώθω – αλλά με συνοδεύουν και με εμπλουτίζουν. Η λίστα θα ήταν πολύ μεγάλη για να αναφερθεί αναλυτικά εδώ, αλλά μπορεί εύκολα να βρεθεί στις σημειώσεις των liner / credits / ευχαριστηρίων παντού.

– Σ: Έχεις πολλά χρόνια εμπειρίας. Τι θα έκανες διαφορετικά αν σου δινόταν η ευκαιρία να ξεκινήσεις από την αρχή; (Οτιδήποτε, όχι μόνο στη μουσική.)
Ίσως θα ήθελα να έχω γεννηθεί σε μια μεγάλη οικογένεια, με λιγότερα προβλήματα και λιγότερες απώλειες για την ηλικία μου. Αλλά αναμφίβολα η πορεία της ζωής μου θα ήταν διαφορετική. Οι φίλοι και οι αγαπημένοι μου είναι για χρόνια η οικογένειά μου, και τους ευχαριστώ.

– Σ: Έχεις ένα στούντιο ηχογράφησης στο Μονμάρτη, που το αποκαλείς Magnum Diva. Πες μας λίγα λόγια για αυτό. Υπάρχει κάποια φωτογραφία του; Από τις περιγραφές που έχω διαβάσει, μοιάζει με μαγικό μέρος.
Το Magnum Diva είναι ένας ζεστός, πολύ προσωπικός χώρος και στούντιο στο σπίτι μου, στο Παρίσι. Πολλά από τα άλμπουμ μου έχουν ηχογραφηθεί ή οργανωθεί εκεί τα τελευταία χρόνια, όχι απαραίτητα μιξαρισμένα, αλλά σίγουρα μελετημένα και ενορχηστρωμένα. Έχω συγκεντρώσει εκεί έναν μεγάλο αριθμό από ακουστικά όργανα, vintage synthesizers, πνευστά, μικρόφωνα, μερικούς καλούς προενισχυτές, κιθάρες και ενισχυτές.

Στο στούντιο Magnum Diva, κατά την ηχογράφηση του “Même Soleil” | Φωτ.: © Titouan Massé

Εδώ και μερικούς μήνες, μοιράζομαι επίσης ένα στούντιο ηχογράφησης εκτός σπιτιού, το Magic Whales, με τον Camille Jamain, τον ηχολήπτη και ηλεκτροακουστικό μου, και το μουσικό ντουέτο Eightycuts· είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που έχω στη διάθεσή μου ένα εργαλείο σαν κι αυτό, όπου μπορώ να δοκιμάζω πιο “θορυβώδη” πράγματα σε πραγματικό χρόνο, και μου αρέσει πολύ αυτό. Εκεί ηχογραφήσαμε με τον Radwan μέρος του επερχόμενου ντουέτου άλμπουμ μας.

Στο στούντιο Magic Whales, ηχογραφώντας σε ντουέτο με τον Radwan Ghazi Moumneh | Φωτ.: © Sarah Hottiaux

– Σ: Όπως ανέφερε και ο Δημήτρης νωρίτερα, ασχολείσαι και με τη φωτογραφία ως μέρος της δημιουργικής σου διαδικασίας και έχεις συμμετάσχει σε κάποιες εκθέσεις. Θα μπορούσες να μοιραστείς μία από τις αγαπημένες σου φωτογραφίες μαζί μας, ανεξαρτήτως του θέματος;
Λοιπόν, καθώς το βιβλίο μου είναι σε εξέλιξη, όπως είπα και νωρίτερα, προσπαθώ να κάνω ένα βήμα πίσω από τις εικόνες μου, για να σκεφτώ μια συνολικότητα που να έχει νόημα με την απόσταση, περισσότερο σαν προαισθήσεις ενός αβέβαιου συλλογικού μέλλοντος και λιγότερο ως μια συλλογή από “καλές” φωτογραφίες. Αλλά αυτή που ακολουθεί μου αρέσει πολύ, είναι από μια ακολουθία Super 8 που τράβηξα στην Τυνησία την αυγή, μαζί με μερικούς από τους αγαπημένους μου φίλους, τον Rami Harrabi (aka μουσικό Virus2020) και τον σκηνοθέτη Ala Eddine Slim.

Φωτ.: © Frédéric D. Oberland

– Σ: Ως πολυοργανίστας, ποιο όργανο θεωρείς ότι έχει τη μεγαλύτερη ικανότητα να εκφράσει συναισθήματα; Πολλοί θα έλεγαν τα πνευστά, αλλά θα ήθελα μια πιο υποκειμενική απάντηση, πέρα από τα προφανή.
Δεν θέλω να σε απογοητεύσω με μια υπερβολικά προφανή απάντηση, αυτό είναι σίγουρο… Από την πλευρά μου, θα έλεγα ότι ο ιδιαίτερος τρόπος που παίζω τα πνευστά εκφράζει πολύ την εσωτερική μου ευαισθησία, κάπως σαν μια φωνή… Αλλά κάποιες φορές μπορώ να νιώσω την ίδια ευθραυστότητα με τα συνθεσάιζερ μου, μια κιθάρα, ένα πιάνο, ένα όργανο ή ένα όργανο που μαθαίνω να παίζω. Στην σύνθεση ενός κομματιού, η πρόσβαση στο ευαίσθητο εξαρτάται συχνά περισσότερο από το συμφραζόμενο παρά από το εργαλείο το ίδιο.

– Σ: Ποια τοποθεσία είναι αυτή που λαχταράς πάντα να απολαύσεις έναν περίπατο;
Μερικά πολύ συγκεκριμένα μέρη στο Παρίσι, γύρω από το σπίτι μου στη Μονμάρτρη ή στη 20ή περιφέρεια, καθώς και οι όχθες του Σηκουάνα, μερικές φορές στο τέλος της ημέρας· ακόμα κι αν μου αρέσει όλο και λιγότερο αυτή η πόλη, παραμένει απολαυστική όταν μπορείς να απομονωθείς από την ταχύτητά της. Τα τοπία της γαλλικής Drôme provençale είναι αγαπητά στην καρδιά μου. Πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας εκεί και κάθε φορά που επιστρέφω νιώθω μια πολύ καταπραϋντική αίσθηση: τα χωράφια με τη λεβάντα, το φως, τα μικρά βουνά, ο απαλός άνεμος. Τα τοπία της Μεσογείου γενικότερα επίσης, έχουν κάτι πολύ οικείο για μένα. Η Βενετία, από όπου κατάγεται ένα μέρος της οικογένειάς μου. Επίσης η Αθήνα, που μου θυμίζει τη Βηρυτό, που μου θυμίζει τη Μασσαλία, που μου θυμίζει τη Νάπολη, και όλες αυτές τις παλιές πόλεις όπου τα στρώματα των πολιτισμών αντηχούν πιο δυνατά από τη σύγχρονη εθνική τους ταυτότητα.

– Σ: Τι ακούς ένα ήρεμο απόγευμα στο σπίτι; Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που έχει παραμείνει στην καρδιά σου, όσο κι αν έχουν περάσει τα χρόνια;
Υπάρχουν πολλοί. Coil, Robert Aiki Aubrey Lowe, Midori Takada, Suzanne Ciani, Pharoah Sanders, Don Cherry, Tomaga, Fatima Al Qadiri, Raul Lovisoni & Francesco Messina, Terry Riley, Gil-Scott Heron, Shabazz Palaces, The Necks, Christine Ott, Fiesta En El Vacio, Tanz Mein Herz, Arvö Part, J.S. Bach παιγμένος από τον Glenn Gould. Όλα διαμάντια για την ψυχή.

☞︎ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Website | Nahal Recordings | Nahal Recordings Bandcamp | Frédéric D. Oberland Bandcamp

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.