Τον συνάντησα στο Παρασκήνιο της οδού Καλλιδρομίου που εκείνη την ώρα την έλουζαν ανά τόπους χρυσές ακτίνες που τρεμόπαιζαν μέσα από τις φυλλωσιές. Τον αναγνώρισα από μακριά καθώς κλείδωνε το ποδήλατό του, πράος και χαμογελαστός. Καθώς πάλευε με την αλυσίδα του ποδηλάτου τον ρώτησα πως είναι η ζωή ενός ποδηλάτη στην Αθήνα και μου απάντησε «Επικίνδυνη, τολμηρή, ζεις στα άκρα, αλλά έχει κι ένα status» Και συνέχισε εξηγώντας πως «υπάρχει μια ιεραρχία καθώς βρίσκεται πάνω από τον πεζό, τον “φτύνει”, κι είναι επίσης πάνω από το πατίνι. Οπότε η ιεραρχία πάει κάπως έτσι: Αμάξι, μηχανάκι, ποδήλατο, πατίνι, πεζός». Καθώς τα έλεγε αυτά, παρατηρούσα ότι στα σημεία που τον φώτιζε ο ήλιος, τα μάτια έπαιρναν μια κεχριμπαρένια απόχρωση και τα μαλλιά του έμοιαζαν με φωτοστέφανο, αφήνοντας μια πρώτη εντύπωση σεμνότητας και καλοσύνης.
Ο Φοίβος Παπακώστας γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε στην Κύπρο. Αφού ξεμπέρδεψε με τον στρατό, επέστρεψε στην Αθήνα για σπουδές, κι έκτοτε ζει κι εργάζεται εδώ. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές παραστάσεις αλλά η συμμετοχή του στη σειρά «Αυτή η Νύχτα Μένει» στον Alpha, εκτόξευσε την αναγνωρισιμότητά του στα ύψη. Ακολούθησε η συμμετοχή του στην πετυχημένη παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία» του Βασίλη Μπισμπίκη, και παρά την ακμάζουσα πορεία του, μια εμμενής σεμνότητα φαίνεται να έχει φωλιάσει στο βλέμμα του.
Κρατούσε στα χέρια του ένα τετράδιο και μου επιβεβαίωσε ότι γράφει κι ο ίδιος, κάτι που θα ήθελε μελλοντικά να εξελίξει. Συζητώντας για όνειρα, ελπίδες και τις επερχόμενες εκλογές, ο Φοίβος σαν πολλά παιδιά της γενιάς του εξέπεμπε έναν μετριοπαθή πεσιμισμό, κάτι απόλυτα κατανοητό που στα δικά μου μάτια περισσότερο φαντάζει σαν μια ρομαντική διαμαρτυρία. Ένας πεσιμισμός που αισθάνεται κάθε άνθρωπος που διαθέτει έστω και τον αυτονόητο βαθμό ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους άλλους.
Πιστός σε μια άδολη παιδικότητα κι απαλλαγμένος από πάσης φύσεως στερεότυπα και κάθε ανταγωνιστικές αντίληψεις, ο Φοίβος Παπακώστας βρίσκεται στο κατώφλι της πορείας του, εκεί που σπαρταρά ένα μέλλον γεμάτο φως και αλήθεια.
Εγώ του ζήτησα να βγει από το παρασκήνιο στο προσκήνιο και να μοιραστεί μαζί μας την ιστορία του.
– Από που θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Καταρχάς, δεν έχω καμία ανάμνηση πριν από τα 5 μου χρόνια, δεν είμαι από αυτούς που θυμούνται απ’ όταν ήταν στην κοιλιά της μάνας τους (γέλια). Η πρώτη μου ανάμνηση είναι από τα 5 λοιπόν, στο διαμέρισμά μας στη Γλυφάδα, θυμάμαι τον αδερφό μου να βλέπει Υπαστυνόμο Rex κι εγώ από ένα παραθυράκι που βρισκόταν ψηλά στον φωταγωγό να παρατηρώ τους γείτονες.
– Και μετά;
Μετά τίποτα άλλο, μόνο σκοτάδι (γέλια).
– Πως πήρες την απόφαση να γίνεις ηθοποιός;
Δεν το αποφάσισα ακριβώς, ήταν σα να μην υπήρχε άλλη επιλογή κατά κάποιο τρόπο. Όταν ήμουν μικρός η μητέρα μου με είχε γράψει σε ένα θεατρικό εργαστήρι όπου συνέχισα σε όλα τα σχολικά μου χρόνια. Καθώς ήμουν μέτριος μαθητής και παράλληλα είχα στο σπίτι το πρότυπο του πατέρα μου που είναι μουσικός – βιολιστής συγκεκριμένα – το θεωρούσα κάπως αυτονόητο ότι αυτό θα ακολουθούσα μεγαλώνοντας.
– Με πατέρα μουσικό, ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από την μουσική;
Να ακούω βιολί για πάρα πολλές ώρες στο σπίτι, κι αυτό χρόνο με τον χρόνο μου άφησε στο μυαλό την φιγούρα ενός ανθρώπου που συνεχώς μελετά και αφοσιώνεται στο αντικείμενό του.
– Μεγάλωσες στην Κύπρο, και απ’ όσο γνωρίζω ήρθες στην Αθήνα το ’14 για σπουδές, σωστά;
Ναι, με τον Τσίπρα. Η ελπίδα έρχεται.
– Ήρθε τελικά η ελπίδα;
Όχι, εξαφανίστηκε. Η ελπίδα με αποκορύφωμα τον Covid, εξαφανίστηκε. Γιατί εκεί κρίθηκαν όλα. Κάναμε ο καθένας την ενδοσκόπησή του. Μιλώντας προσωπικά για μένα, επειδή μου δόθηκε χρόνος, συνειδητοποίησα πόσα χρειάζονται για να αλλάξουν τα πράγματα. Συνειδητοποιήσαμε και πόσος χρόνος και κόπος απαιτείται για να γίνει κάτι τέτοιο, και με το που άνοιξαν όλα καταλάβαμε πως δεν υπάρχει ελπίδα.
– Μπορεί να αλλάξει αυτό πιστεύεις;
Αν υπάρξει μια επαναστατική αντίδραση ίσως.
– Τι μουσική ακούς εσύ;
Τα τελευταία χρόνια έχω στραφεί στον ηλεκτρονικό ήχο. Έχω αποστασιοποιηθεί από τα πιο συμβατικά είδη με ήχο -μελωδία, ρυθμό, στίχους κτλ. Γενικά σκέφτομαι αν ακούμε μουσική για να εναρμονιστούμε με τον ρυθμό της πόλης. Αν δηλαδή όταν η μουσική μιλά τη γλώσσα της καθημερινότητάς σου, σαν τον δικό σου βιότοπο. Εκεί που έχεις μεγαλώσει, αυτές είναι οι προσλαμβάνουσες, οι εικόνες σου και οι συντεταγμένες της ζωής σου. Άλλοτε θέλουμε να εξουδετερώσουμε τη βία με την βία, κι άλλες φορές να δραπετεύσουμε από το τσιμέντο και τον μπρουταλισμό, σε κάτι πιο ονειρικό και απεδαφικοποιημένο. Κάτι που σε μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό μέσα από ηχοτοπία και εικόνες και όσο μεγαλώνουμε στρεφόμαστε περισσότερο προς τη δεύτερη φόρμα. Αλλά είναι νορμάλ να θες και τα δύο.
– Έπαιξες στο Αυτή η νύχτα μένει. Όπου εσύ έπαιζες τον Μίλτο. Συνεχίζει η σειρά;
Η σειρά συνεχίζεται, αλλά όχι ο ρόλος μου. Ο «Μίλτος» μετά τον βιασμό, έφυγε από το Αγρίνιο για να γλιτώσει τη σύλληψη. Τον έστειλε ο πατέρας του στη Θεσσαλονίκη, και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, γιατί άφησε πίσω του κι ένα παιδί, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να αποκαλύψω.
-Είχε δυσκολίες αυτός ο ρόλος;
Είχε δυσκολίες για μένα σαν ηθοποιό που έχω να αντιμετωπίσω την εικόνα ενός ρόλου στην καθημερινότητα. Για παράδειγμα μου την «έπεφταν» πολλές φορές στο δρόμο και μου έλεγαν «τι έκανες στο κορίτσι», κι άλλες ακριβώς το αντίθετο, «είσαι παιδί μάλαμα, δεν φταις εσύ».
Αν δεν είμαστε ανοιχτοί και δεκτικοί προς τους άλλους, θα φτάναμε μέχρι εκεί που φτάνει το μυαλό μας, δεν θα ξεπερνούσαμε τα δικά μας ιδιωτικά όρια, δεν θα καταφέρναμε να πάμε σε καινούργιους άγνωστους κόσμους.
– Υπάρχουν ηθικά διλήμματα και προσκολλήσεις όταν ένας ηθοποιός αναλαμβάνει έναν ρόλο;
Έχω ακούσει συναδέλφους κατά καιρούς να παραπονιούνται «δεν θέλω να παίξω τον κακό» κτλ. Αλλά αν αποσκοπείς σε μια μόνο διάσταση στην δουλειά σου, είναι σαν να μην δίνεις χώρο, να μην διευρύνεις τους υποκριτικούς σου ορίζοντες. Το ζήτημα είναι να καταφέρνεις να κάνεις έναν απεχθές ρόλο να αποκτά ενδιαφέρον.
– Σε είδαμε τώρα στην παράσταση Έγκλημα και Τιμωρία του Βασίλη Μπισμπίκη που τελείωσε πρόσφατα. Πώς ήταν η συνεργασία μεταξύ σας;
Δεν ήταν μόνο με τον Βασίλη, ήταν με όλη την ομάδα. Ήταν μια διαδικασία που όπως είχε πει κι ο ίδιος, «το κάνουμε όλοι μαζί». Ήταν ανοιχτό το όλο εγχείρημα σε προτάσεις, πειραματισμούς και να πούμε όλοι μαζί μια ιστορία, ο καθένας να λέει τη δική του ενώ βρισκόμαστε στην ίδια σκηνή. Γνωριστήκαμε με τον Βασίλη στη σειρά Αυτή η Νύχτα Μένει και με κάλεσε στην ομάδα Cartel. Μια ομάδα με πολλή ζύμωση μεταξύ των ηθοποιών, πάρα πολλές εμπειρίες και ιστορίες να μοιραστεί που πάραυτα με καλωσόρισαν με ανοιχτές αγκάλες, παρέχοντάς μου πολλές παραμέτρους για να εξερευνήσω και η συνολική εμπειρία της παράστασης ήταν πολύ δυνατή. Αυτό που προκαλούσε στο κοινό ένα σοκ, το βιώναμε κι εμείς οι ίδιοι, αλλά από μια ευχάριστη άποψη, καθώς διασκεδάζαμε πολύ στις παραστάσεις.
– Στην παράσταση υποδύθηκες έναν αστυνομικό. Θα ήθελες να μας μιλήσεις γι’ αυτό;
Έναν ασφαλίτη για την ακρίβεια, έναν καινούργιο στο σώμα ασφαλείας. Σκεφτόμουν ότι καθώς στη σειρά έπαιζα τον γιο του αστυνομικού, ήρθε κάπως ομαλά το να κάνω στη συνέχεια το ακριβώς αντίθετο – το να μπω δηλαδή στα παπούτσια του εξουσιαστή – και είναι κι αυτό που αναφέρεται στον Τυχαίο Θάνατο Ενός Αναρχικού, «γνωρίζεις κάποιον καλύτερα όταν του δίνεις εξουσία».
– Μιλώντας για εξουσία, τι συναισθήματα σου προκαλούν οι επερχόμενες εκλογές;
Μια κατάντια, αυτό αρκεί νομίζω.
– Δίνεις την εντύπωση ότι είσαι κλειστός άνθρωπος. Ισχύει;
Είμαι ναι αρκετά κλειστός, και στόχο στη ζωή μου έχω να ανοιχτώ προς τους άλλους, σε συνεργασίες κτλ. Έχω και μια διπλή δυσκολία καθώς δεν μεγάλωσα στην Ελλάδα, έτσι δημιούργησα εγώ ο ίδιος ένα εμπόδιο στον εαυτό μου, προσπαθώντας να ενσωματωθώ πλήρως, ή να λειτουργήσω σαν ντόπιος, πράγμα που τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να αποτάξω από πάνω μου. Σε αυτό βοήθησε πολύ το γεγονός ότι στην ομάδα είναι όλοι τους προσγειωμένοι – άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο – και αυτό είναι για μένα ένα πολύ βοηθητικό εργαλείο.
– Πως κάνει αυτή τη δουλειά ένας κλειστός άνθρωπος;
Όταν συνειδητοποίησα το πόσο κλειστός είμαι, σκέφτηκα ότι «αυτός είναι ίσως κι ο λόγος που κάνω αυτή τη δουλειά», αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν λειτουργεί από μόνο του. Δεν γίνεται κάτι να σε «ανοίξει» ως διά μαγείας, απαιτείται και πολλή δουλειά. Είναι επίσης κι αυτό που λέει η Αγλαΐα Παπά -με την οποία έχω συνεργαστεί και την έχω σαν πρότυπο- ότι «ο ένας ηθοποιός ανθίζει μέσα από τον άλλον». Αν δεν είμαστε ανοιχτοί και δεκτικοί προς τους άλλους, θα φτάναμε μέχρι εκεί που φτάνει το μυαλό μας, δεν θα ξεπερνούσαμε τα δικά μας ιδιωτικά όρια, δεν θα καταφέρναμε να πάμε σε καινούργιους άγνωστους κόσμους.
– Και πως διαχειρίζεται ένας κλειστός άνθρωπος τη δημοσιότητα, γιατί φαντάζομαι τα τελευταία χρόνια έχει εκτοξευτεί.
Τους τελευταίους μήνες ουσιαστικά έχει συμβεί αυτό με την σειρά. Πιο παλιά δεν είχα να αντιμετωπίσω κάτι αντίστοιχο. Τώρα αποκτά μια κλίμακα που ορισμένες φορές η διάδραση είναι πολύ ανθρώπινη, ενώ άλλες μη διαχειρίσιμη. Για παράδειγμα, καθώς ερχόμουν εδώ κάτι παιδιά τοξικοεξαρτημένοι με σταμάτησαν στο δρόμο, αγκαλιαστήκαμε, βγάλαμε φωτογραφίες κτλ. Το δόσιμο, η ανθρωπινότητα και η καλή πρόθεση είναι πάντα καλοδεχούμενα. Είναι σα να «διαβάζω» πως νιώθει ένας άλλος άνθρωπος. Αν χαίρεται που με βλέπει, αν ταυτίζεται με κάποιο ρόλο, ή αν απλά θέλει να με κανιβαλίσει για τους δικούς του λόγους. Δηλαδή μέσα από τη δημοσιότητα μαθαίνεις να αναγνωρίζεις την πρόθεση και την πρώτη παρόρμηση των ανθρώπων που σε πλησιάζουν.
– Τηλεόραση, σινεμά ή θέατρο;
Σινεμά δαγκωτό γιατί στο θέατρο για παράδειγμα είναι δύσκολο το να επικοινωνήσεις, ενώ στο σινεμά κάπως αναγκάζεσαι να επικοινωνήσεις μέσα από έναν σταθερό κώδικα και μια διαχρονική γλώσσα. Όσο περνούν τα χρόνια και κλεινόμαστε ο καθένας στα κινητά μας, τόσο πιο δύσκολο είναι να συνεννοηθούμε μεταξύ μας και να επικοινωνήσουμε σε ένα κοινό παρόν.
– Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια;
Ξεκουράζομαι αυτή την περίοδο γιατί από πέρυσι το καλοκαίρι δεν είχα καθόλου την ευκαιρία να το κάνω. Ήμουν Κύπρο για γυρίσματα, ακολούθησε το Φεστιβάλ, η σειρά και αμέσως μετά Το Έγκλημα και Τιμωρία.
Τον συνάντησα στο Παρασκήνιο της οδού Καλλιδρομίου που εκείνη την ώρα την έλουζαν ανά τόπους χρυσές ακτίνες που τρεμόπαιζαν μέσα από τις φυλλωσιές. Τον αναγνώρισα από μακριά καθώς κλείδωνε το ποδήλατό του, πράος και χαμογελαστός. Καθώς πάλευε με την αλυσίδα του ποδηλάτου τον ρώτησα πως είναι η ζωή ενός ποδηλάτη στην Αθήνα και μου απάντησε «Επικίνδυνη, τολμηρή, ζεις στα άκρα, αλλά έχει κι ένα status» Και συνέχισε εξηγώντας πως «υπάρχει μια ιεραρχία καθώς βρίσκεται πάνω από τον πεζό, τον “φτύνει”, κι είναι επίσης πάνω από το πατίνι. Οπότε η ιεραρχία πάει κάπως έτσι: Αμάξι, μηχανάκι, ποδήλατο, πατίνι, πεζός». Καθώς τα έλεγε αυτά, παρατηρούσα ότι στα σημεία που τον φώτιζε ο ήλιος, τα μάτια έπαιρναν μια κεχριμπαρένια απόχρωση και τα μαλλιά του έμοιαζαν με φωτοστέφανο, αφήνοντας μια πρώτη εντύπωση σεμνότητας και καλοσύνης.
Ο Φοίβος Παπακώστας γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε στην Κύπρο. Αφού ξεμπέρδεψε με τον στρατό, επέστρεψε στην Αθήνα για σπουδές, κι έκτοτε ζει κι εργάζεται εδώ. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές παραστάσεις αλλά η συμμετοχή του στη σειρά «Αυτή η Νύχτα Μένει» στον Alpha, εκτόξευσε την αναγνωρισιμότητά του στα ύψη. Ακολούθησε η συμμετοχή του στην πετυχημένη παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία» του Βασίλη Μπισμπίκη, και παρά την ακμάζουσα πορεία του, μια εμμενής σεμνότητα φαίνεται να έχει φωλιάσει στο βλέμμα του.
Κρατούσε στα χέρια του ένα τετράδιο και μου επιβεβαίωσε ότι γράφει κι ο ίδιος, κάτι που θα ήθελε μελλοντικά να εξελίξει. Συζητώντας για όνειρα, ελπίδες και τις επερχόμενες εκλογές, ο Φοίβος σαν πολλά παιδιά της γενιάς του εξέπεμπε έναν μετριοπαθή πεσιμισμό, κάτι απόλυτα κατανοητό που στα δικά μου μάτια περισσότερο φαντάζει σαν μια ρομαντική διαμαρτυρία. Ένας πεσιμισμός που αισθάνεται κάθε άνθρωπος που διαθέτει έστω και τον αυτονόητο βαθμό ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους άλλους.
Πιστός σε μια άδολη παιδικότητα κι απαλλαγμένος από πάσης φύσεως στερεότυπα και κάθε ανταγωνιστικές αντίληψεις, ο Φοίβος Παπακώστας βρίσκεται στο κατώφλι της πορείας του, εκεί που σπαρταρά ένα μέλλον γεμάτο φως και αλήθεια.
Εγώ του ζήτησα να βγει από το παρασκήνιο στο προσκήνιο και να μοιραστεί μαζί μας την ιστορία του.
– Από που θα ήθελες να ξεκινήσουμε την ιστορία σου;
Καταρχάς, δεν έχω καμία ανάμνηση πριν από τα 5 μου χρόνια, δεν είμαι από αυτούς που θυμούνται απ’ όταν ήταν στην κοιλιά της μάνας τους (γέλια). Η πρώτη μου ανάμνηση είναι από τα 5 λοιπόν, στο διαμέρισμά μας στη Γλυφάδα, θυμάμαι τον αδερφό μου να βλέπει Υπαστυνόμο Rex κι εγώ από ένα παραθυράκι που βρισκόταν ψηλά στον φωταγωγό να παρατηρώ τους γείτονες.
– Και μετά;
Μετά τίποτα άλλο, μόνο σκοτάδι (γέλια).
– Πως πήρες την απόφαση να γίνεις ηθοποιός;
Δεν το αποφάσισα ακριβώς, ήταν σα να μην υπήρχε άλλη επιλογή κατά κάποιο τρόπο. Όταν ήμουν μικρός η μητέρα μου με είχε γράψει σε ένα θεατρικό εργαστήρι όπου συνέχισα σε όλα τα σχολικά μου χρόνια. Καθώς ήμουν μέτριος μαθητής και παράλληλα είχα στο σπίτι το πρότυπο του πατέρα μου που είναι μουσικός – βιολιστής συγκεκριμένα – το θεωρούσα κάπως αυτονόητο ότι αυτό θα ακολουθούσα μεγαλώνοντας.
– Με πατέρα μουσικό, ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από την μουσική;
Να ακούω βιολί για πάρα πολλές ώρες στο σπίτι, κι αυτό χρόνο με τον χρόνο μου άφησε στο μυαλό την φιγούρα ενός ανθρώπου που συνεχώς μελετά και αφοσιώνεται στο αντικείμενό του.
– Μεγάλωσες στην Κύπρο, και απ’ όσο γνωρίζω ήρθες στην Αθήνα το ’14 για σπουδές, σωστά;
Ναι, με τον Τσίπρα. Η ελπίδα έρχεται.
– Ήρθε τελικά η ελπίδα;
Όχι, εξαφανίστηκε. Η ελπίδα με αποκορύφωμα τον Covid, εξαφανίστηκε. Γιατί εκεί κρίθηκαν όλα. Κάναμε ο καθένας την ενδοσκόπησή του. Μιλώντας προσωπικά για μένα, επειδή μου δόθηκε χρόνος, συνειδητοποίησα πόσα χρειάζονται για να αλλάξουν τα πράγματα. Συνειδητοποιήσαμε και πόσος χρόνος και κόπος απαιτείται για να γίνει κάτι τέτοιο, και με το που άνοιξαν όλα καταλάβαμε πως δεν υπάρχει ελπίδα.
– Μπορεί να αλλάξει αυτό πιστεύεις;
Αν υπάρξει μια επαναστατική αντίδραση ίσως.
– Τι μουσική ακούς εσύ;
Τα τελευταία χρόνια έχω στραφεί στον ηλεκτρονικό ήχο. Έχω αποστασιοποιηθεί από τα πιο συμβατικά είδη με ήχο -μελωδία, ρυθμό, στίχους κτλ. Γενικά σκέφτομαι αν ακούμε μουσική για να εναρμονιστούμε με τον ρυθμό της πόλης. Αν δηλαδή όταν η μουσική μιλά τη γλώσσα της καθημερινότητάς σου, σαν τον δικό σου βιότοπο. Εκεί που έχεις μεγαλώσει, αυτές είναι οι προσλαμβάνουσες, οι εικόνες σου και οι συντεταγμένες της ζωής σου. Άλλοτε θέλουμε να εξουδετερώσουμε τη βία με την βία, κι άλλες φορές να δραπετεύσουμε από το τσιμέντο και τον μπρουταλισμό, σε κάτι πιο ονειρικό και απεδαφικοποιημένο. Κάτι που σε μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό μέσα από ηχοτοπία και εικόνες και όσο μεγαλώνουμε στρεφόμαστε περισσότερο προς τη δεύτερη φόρμα. Αλλά είναι νορμάλ να θες και τα δύο.
– Έπαιξες στο Αυτή η νύχτα μένει. Όπου εσύ έπαιζες τον Μίλτο. Συνεχίζει η σειρά;
Η σειρά συνεχίζεται, αλλά όχι ο ρόλος μου. Ο «Μίλτος» μετά τον βιασμό, έφυγε από το Αγρίνιο για να γλιτώσει τη σύλληψη. Τον έστειλε ο πατέρας του στη Θεσσαλονίκη, και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, γιατί άφησε πίσω του κι ένα παιδί, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να αποκαλύψω.
-Είχε δυσκολίες αυτός ο ρόλος;
Είχε δυσκολίες για μένα σαν ηθοποιό που έχω να αντιμετωπίσω την εικόνα ενός ρόλου στην καθημερινότητα. Για παράδειγμα μου την «έπεφταν» πολλές φορές στο δρόμο και μου έλεγαν «τι έκανες στο κορίτσι», κι άλλες ακριβώς το αντίθετο, «είσαι παιδί μάλαμα, δεν φταις εσύ».
Αν δεν είμαστε ανοιχτοί και δεκτικοί προς τους άλλους, θα φτάναμε μέχρι εκεί που φτάνει το μυαλό μας, δεν θα ξεπερνούσαμε τα δικά μας ιδιωτικά όρια, δεν θα καταφέρναμε να πάμε σε καινούργιους άγνωστους κόσμους.
– Υπάρχουν ηθικά διλήμματα και προσκολλήσεις όταν ένας ηθοποιός αναλαμβάνει έναν ρόλο;
Έχω ακούσει συναδέλφους κατά καιρούς να παραπονιούνται «δεν θέλω να παίξω τον κακό» κτλ. Αλλά αν αποσκοπείς σε μια μόνο διάσταση στην δουλειά σου, είναι σαν να μην δίνεις χώρο, να μην διευρύνεις τους υποκριτικούς σου ορίζοντες. Το ζήτημα είναι να καταφέρνεις να κάνεις έναν απεχθές ρόλο να αποκτά ενδιαφέρον.
– Σε είδαμε τώρα στην παράσταση Έγκλημα και Τιμωρία του Βασίλη Μπισμπίκη που τελείωσε πρόσφατα. Πώς ήταν η συνεργασία μεταξύ σας;
Δεν ήταν μόνο με τον Βασίλη, ήταν με όλη την ομάδα. Ήταν μια διαδικασία που όπως είχε πει κι ο ίδιος, «το κάνουμε όλοι μαζί». Ήταν ανοιχτό το όλο εγχείρημα σε προτάσεις, πειραματισμούς και να πούμε όλοι μαζί μια ιστορία, ο καθένας να λέει τη δική του ενώ βρισκόμαστε στην ίδια σκηνή. Γνωριστήκαμε με τον Βασίλη στη σειρά Αυτή η Νύχτα Μένει και με κάλεσε στην ομάδα Cartel. Μια ομάδα με πολλή ζύμωση μεταξύ των ηθοποιών, πάρα πολλές εμπειρίες και ιστορίες να μοιραστεί που πάραυτα με καλωσόρισαν με ανοιχτές αγκάλες, παρέχοντάς μου πολλές παραμέτρους για να εξερευνήσω και η συνολική εμπειρία της παράστασης ήταν πολύ δυνατή. Αυτό που προκαλούσε στο κοινό ένα σοκ, το βιώναμε κι εμείς οι ίδιοι, αλλά από μια ευχάριστη άποψη, καθώς διασκεδάζαμε πολύ στις παραστάσεις.
– Στην παράσταση υποδύθηκες έναν αστυνομικό. Θα ήθελες να μας μιλήσεις γι’ αυτό;
Έναν ασφαλίτη για την ακρίβεια, έναν καινούργιο στο σώμα ασφαλείας. Σκεφτόμουν ότι καθώς στη σειρά έπαιζα τον γιο του αστυνομικού, ήρθε κάπως ομαλά το να κάνω στη συνέχεια το ακριβώς αντίθετο – το να μπω δηλαδή στα παπούτσια του εξουσιαστή – και είναι κι αυτό που αναφέρεται στον Τυχαίο Θάνατο Ενός Αναρχικού, «γνωρίζεις κάποιον καλύτερα όταν του δίνεις εξουσία».
– Μιλώντας για εξουσία, τι συναισθήματα σου προκαλούν οι επερχόμενες εκλογές;
Μια κατάντια, αυτό αρκεί νομίζω.
– Δίνεις την εντύπωση ότι είσαι κλειστός άνθρωπος. Ισχύει;
Είμαι ναι αρκετά κλειστός, και στόχο στη ζωή μου έχω να ανοιχτώ προς τους άλλους, σε συνεργασίες κτλ. Έχω και μια διπλή δυσκολία καθώς δεν μεγάλωσα στην Ελλάδα, έτσι δημιούργησα εγώ ο ίδιος ένα εμπόδιο στον εαυτό μου, προσπαθώντας να ενσωματωθώ πλήρως, ή να λειτουργήσω σαν ντόπιος, πράγμα που τον τελευταίο καιρό προσπαθώ να αποτάξω από πάνω μου. Σε αυτό βοήθησε πολύ το γεγονός ότι στην ομάδα είναι όλοι τους προσγειωμένοι – άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο – και αυτό είναι για μένα ένα πολύ βοηθητικό εργαλείο.
– Πως κάνει αυτή τη δουλειά ένας κλειστός άνθρωπος;
Όταν συνειδητοποίησα το πόσο κλειστός είμαι, σκέφτηκα ότι «αυτός είναι ίσως κι ο λόγος που κάνω αυτή τη δουλειά», αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν λειτουργεί από μόνο του. Δεν γίνεται κάτι να σε «ανοίξει» ως διά μαγείας, απαιτείται και πολλή δουλειά. Είναι επίσης κι αυτό που λέει η Αγλαΐα Παπά -με την οποία έχω συνεργαστεί και την έχω σαν πρότυπο- ότι «ο ένας ηθοποιός ανθίζει μέσα από τον άλλον». Αν δεν είμαστε ανοιχτοί και δεκτικοί προς τους άλλους, θα φτάναμε μέχρι εκεί που φτάνει το μυαλό μας, δεν θα ξεπερνούσαμε τα δικά μας ιδιωτικά όρια, δεν θα καταφέρναμε να πάμε σε καινούργιους άγνωστους κόσμους.
– Και πως διαχειρίζεται ένας κλειστός άνθρωπος τη δημοσιότητα, γιατί φαντάζομαι τα τελευταία χρόνια έχει εκτοξευτεί.
Τους τελευταίους μήνες ουσιαστικά έχει συμβεί αυτό με την σειρά. Πιο παλιά δεν είχα να αντιμετωπίσω κάτι αντίστοιχο. Τώρα αποκτά μια κλίμακα που ορισμένες φορές η διάδραση είναι πολύ ανθρώπινη, ενώ άλλες μη διαχειρίσιμη. Για παράδειγμα, καθώς ερχόμουν εδώ κάτι παιδιά τοξικοεξαρτημένοι με σταμάτησαν στο δρόμο, αγκαλιαστήκαμε, βγάλαμε φωτογραφίες κτλ. Το δόσιμο, η ανθρωπινότητα και η καλή πρόθεση είναι πάντα καλοδεχούμενα. Είναι σα να «διαβάζω» πως νιώθει ένας άλλος άνθρωπος. Αν χαίρεται που με βλέπει, αν ταυτίζεται με κάποιο ρόλο, ή αν απλά θέλει να με κανιβαλίσει για τους δικούς του λόγους. Δηλαδή μέσα από τη δημοσιότητα μαθαίνεις να αναγνωρίζεις την πρόθεση και την πρώτη παρόρμηση των ανθρώπων που σε πλησιάζουν.
– Τηλεόραση, σινεμά ή θέατρο;
Σινεμά δαγκωτό γιατί στο θέατρο για παράδειγμα είναι δύσκολο το να επικοινωνήσεις, ενώ στο σινεμά κάπως αναγκάζεσαι να επικοινωνήσεις μέσα από έναν σταθερό κώδικα και μια διαχρονική γλώσσα. Όσο περνούν τα χρόνια και κλεινόμαστε ο καθένας στα κινητά μας, τόσο πιο δύσκολο είναι να συνεννοηθούμε μεταξύ μας και να επικοινωνήσουμε σε ένα κοινό παρόν.
– Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια;
Ξεκουράζομαι αυτή την περίοδο γιατί από πέρυσι το καλοκαίρι δεν είχα καθόλου την ευκαιρία να το κάνω. Ήμουν Κύπρο για γυρίσματα, ακολούθησε το Φεστιβάλ, η σειρά και αμέσως μετά Το Έγκλημα και Τιμωρία.