Την πολυσχιδή καλλιτέχνιδα Φένια Παπαδόδημα τη γνωρίζω από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, απ’ όταν είχα δει στο φεστιβάλ Δράμας μια εντυπωσιακή μικρού μήκους σουρεαλιστική ταινία της. Λίγο μετά, την είδα και σαν ηθοποιό στην ταινία «Χώμα και νερό» (1998) του Πάνου Καρκανεβάτου. Είναι γνωστό ακόμη πως η Παπαδόδημα σε νεαρότατη ηλικία συνδέθηκε με την Κατερίνα Γώγου και τη μοναχοκόρη της, Μυρτώ Τάσιου, μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι τους. Μέσω του Γιώργου Κορδέλλα, του Κώστα Φέρρη και του Νίκου Βεργίτση, σκηνοθετών του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που ανήκαν στον κύκλο της Γώγου, μπήκε κι η ίδια ως ηθοποιός στο χώρο του σινεμά. Διότι, όπως η ίδια πάλι εξομολογείται στην ακόλουθη συνέντευξη, δεν είχε καμία προοπτική ν’ ασχοληθεί με την υποκριτική και, βασικά, με το μπροστά από την κάμερα.
Όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθώ και τις πιο εναλλακτικές ενδιαφέρουσες δουλειές της στη μουσική, πάντα σε σύμπλευση με τον άνθρωπο της ζωής της και πατέρα της κόρης της, τον μπασίστα Γιώργο Παλαμιώτη. Αυτή τη φορά, αφορμή για τη συζήτηση μας, στάθηκε το νέο project που καταργεί τις γέφυρες μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, αφού αφορά την Ελληνίδα μετανάστρια στο Μανχάταν, την τραγουδίστρια Μαρίκα Παπαγκίκα, και την παγκοσμίως διάσημη ομότεχνή της, τη Μπίλι Χολιντέι, η οποία ξεκίνησε από το παρακείμενο Χάρλεμ. Οι παραστάσεις της Φένιας Παπαδόδημα με γενικό τίτλο «Marika’ s Dream – Αν μ’ αγαπά κι ειν’ όνειρο» ξεκινάνε αυτή την Παρασκευή 3/10 και για κάθε Παρασκευοσάββατο στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια στο κέντρο της Αθήνας.
– Τι είναι αυτό άραγε που δεν ενώνει, αλλά χωρίζει τη Μαρίκα Παπαγκίκα από τη Μπίλι Χολιντέι;
Σωστά, αυτό που τις χωρίζει… Σκέφτομαι πως μπορεί να είναι μία διαχωριστική γραμμή, που ακόμα υπάρχει, από το Χάρλεμ ως το Μανχάταν. Η αφροαμερικανική κουλτούρα έχει διαδοθεί, τα λεφτά κινούνται κι εκεί, γίνεται μια μεγάλη μπίζνα, ο ρατσισμός δεν υπάρχει πια όπως τότε που η Μπίλι πήγαινε σε μία περιοδεία και δεν κατέβαινε απ’ το πούλμαν ούτε για τουαλέτα. Απ’ την άλλη, η Μαρίκα κι ο Κώστας, ο άντρας της, ήταν μετανάστες, φτάσανε στην Αμερική με 30 δολάρια στην τσέπη το 1915, αλλά επειδή ήταν λευκοί, κατάφεραν μέχρι το 1930 να κάνουν το δικό τους στέκι και η Μαρίκα νά’χει πολλούς δίσκους με ηχογραφήσεις στην τότε Columbia. Η Μπίλι ενώ ήταν γνωστή, ηχογραφούσε με τον Μπένι Γκούντμαν και τραγουδούσε με την ορχήστρα του Κάουντ Μπέισι, δεν μπορούσε να εμφανιστεί στο Μανχάταν. Η ίδια λέει ότι «δέκα λεπτά δρόμος με τα πόδια είναι από το Χάρλεμ μέχρι το κέντρο του Μανχάταν και μου πήρε μια δεκαετία για να τραγουδήσω εκεί». Εμείς δεν το νιώθουμε και πολύ, αλλά αυτό είναι κάτι που σίγουρα τις χωρίζει.
– Άρα η φυλετική διαφορά λευκού – μαύρου είναι η βασική διαφορά των δύο συγκεκριμένων γυναικών.
Ακριβώς. Η ζωή που περίμενε τη Μπίλι ήταν εξ αρχής δέκα φορές πιο δύσκολη απ’ της Μαρίκας. Δεν τις χωρίζει, όμως, μόνο το χρώμα τους. Για τη ζωή της Παπαγκίκα, π.χ., δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο, είχε μια μεγάλη παιδεία, σπούδασε σε κλασικό ωδείο και τραγουδούσε άριες. Στην παράσταση βάλαμε τη «Σερενάτα» του Σούμπερτ και με τη δική της φωνή. Ο άντρας της έπαιζε σαντούρι και προερχόταν από οικογένεια ψαλτών. Είχαν σίγουρα και οι δύο σχέση με τη βυζαντινή μουσική. Συμπληρωματικά, λοιπόν, πέρα απ’ το χρώμα, τις χώριζε και ο τρόπος έκφρασης κι εδώ αναφέρομαι στα μπλουζ που ήταν το τραγούδι των σκλάβων. Ήταν τεράστια η απόσταση μεταξύ σκλάβου, υπηρέτη και φτωχού μετανάστη.
– Άρα βάζετε και το θέμα της κοινωνικής τάξης.
Ναι, όπως και της μόρφωσης και της παιδείας.
– Και τι ήταν αυτό που έκανε τη Μπίλι Χολιντέι παγκοσμίως διάσημη, ενώ για την Παπαγκίκα ακόμα ψάχνουμε χαμένες πληροφορίες;
Πάνω απ’ όλα η γλώσσα. Η Μπίλι ταξίδεψε πάρα πολύ στην Ευρώπη προς το τέλος της ζωής της. Έγινε πολύ γνωστή στο Παρίσι και στη Γερμανία μέσω και της δουλειάς που έκαναν οι λάτρεις της τζαζ. Σημαντικός ήταν ο Μπορίς Βιάν, ο οποίος έγραφε τότε σε δύο τζαζ περιοδικά της εποχής και αναφερόταν στις ερμηνείες της Μπίλι. Υπήρχε μια άλλη διάδοση της μαύρης αγγλόφωνης κουλτούρας.
– Όπως μου είχε πει και ο Σαββόπουλος για τον Ντίλαν: «Έβαλε την ποίηση στο τραγούδι και με τη βοήθεια της αμερικανιάς, όλο αυτό έγινε πλανητικό».
Ισχύει απόλυτα. Αυτό είναι και το φοβερό με την Παπαγκίκα, διότι ενώ τραγουδούσε ελληνικό ρεπερτόριο που ένας Αμερικανός δεν θα καταλάβαινε τίποτα, δεν ήταν το ίδιο με το «Travellin’ all alone» της Μπίλι. Μ’ ένα τρόπο η Μαρίκα, κάνοντας το αυτό στη Νέα Υόρκη με επιτυχία, ήταν η πρόδρομος της λεγόμενης world music. Κατάφερε να συγκινήσει τον κόσμο και να τη θεωρούν τη σημαντικότερη Ελληνίδα τραγουδίστρια.
– Επειδή έχετε ασχοληθεί εκτενώς με τον κινηματογράφο, θα βάζατε σε μια ενδεχόμενη μυθοπλασία τη μία να πηγαίνει να βλέπει συναυλία της άλλης;
Χρονικά η Παπαγκίκα προηγείται. Ξέρουμε, όμως, πως το 1929, που η Μαρίκα είχε ήδη το δικό της κλαμπ, το περίφημο «Marika’s» στην 8η λεωφόρο του Μανχάταν, λίγους δρόμους πιο πάνω, η Μπίλι Χολιντέι πέρασε από την πρώτη της οντισιόν. Συνέβη επίσης η Μπίλι να «ανέβει» πολύ γρήγορα και να γίνει γνωστή, ενώ το όνειρο κάθε Αφροαμερικάνας τραγουδίστριας ήταν να εμφανιστεί στο Μανχάταν. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό, εκεί που τραγουδούσε κάθε μέρα η Μαρίκα δηλαδή και ήταν επίσης γνωστή. Και στο δικό της κλαμπ, έτσι; Μιλάμε για Ελληνίδα μετανάστρια! Δεν υπήρχε, λοιπόν, περίπτωση να μην την ήξερε η Μπίλι. Δεν γνωρίζουμε αν η Μαρίκα ήξερε τη Μπίλι, πάντως – κατά τη γνώμη μου – η Μπίλι θα την ήξερε σίγουρα.
– Το λέτε εκ πεποιθήσεως ή ως προϊόν έρευνας σας;
Όχι, εδώ παλεύουμε να συλλέξουμε στοιχεία για τη ζωή της Μαρίκας, άρα την προσωπική μου γνώμη καταθέτω.
– Την περίπτωση της Κυρίας Κούλας τη γνωρίζετε; Προηγήθηκε της Παπαγκίκα ως μετανάστρια στις ΗΠΑ.
Τη γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο θεωρείται πιο γνωστή η Παπαγκίκα.
– Μάλλον επειδή η Παπαγκίκα άφησε πιο πολλές ηχογραφήσεις. Ξέρουμε πως είχαν και ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Αυτό ομολογώ πως δεν το ήξερα. Για την Κυρία Κούλα ξέρω πως είχε την πρώτη δική της δισκογραφική εταιρεία. Πάντως, θα έβαζα οπωσδήποτε σε μία ταινία μυθοπλασίας τη Μπίλι να συναντά τη Μαρίκα, παρόλο επίσης που δεν είμαι σίγουρη αν θα επιτρεπόταν σε μια μαύρη να έμπαινε σε κλαμπ λευκών. Θέλει ψάξιμο…Αν δούμε φωτογραφίες της εποχής, είναι τρομερή η διαφορά μεταξύ Χάρλεμ και Μανχάταν. Το ένα ήταν ένα χάλια χωριό, ένα γκέτο, ενώ λίγους δρόμους πιο κάτω, άρχιζε η «γκράντε» φάση. Η Μπίλι σίγουρα ήθελε να τραγουδήσει στο Μανχάταν, όπως είπαμε, πρωτίστως για να ανέβει κοινωνικά και να σταματήσει να’ναι πόρνη στης Μαντάμ Φλοράνς.
– Υπάρχει κι η ιστορία με την Έλα Φιτζέραλντ και τη Μέριλιν Μονρόε. Ένας μαγαζάτορας ζήτησε από τη Μονρόε να την πληρώνει πλουσιοπάροχα μόνο και μόνο για να πήγαινε εκεί και να έπινε το ποτό της, τίποτα άλλο. Η Μονρόε απάντησε πως θα το έκανε μόνο αν ο μαγαζάτορας έπαιρνε ως τραγουδίστρια την Έλα Φιτζέραλντ, μία άλλη μαύρη καλλιτέχνιδα. Κατά ένα τρόπο η Μονρόε επέβαλε τη Φιτζέραλντ κι αυτό η δεύτερη ποτέ δεν το ξέχασε.
Κι αυτό δεν το γνώριζα. Ωραία ιστορία, συγκινητική!
– Στην παράσταση δώσατε τον τίτλο «Αν μ’ αγαπά κι ειν’ όνειρο» από το περίφημο «Σμυρναίικο μινόρε». Το έκανε γνωστό ο Χατζιδάκις το στιχούργημα, μελοποιώντας το για τα «Λιανοτράγουδα» στον «Μεγάλο Ερωτικό».
Ο στίχος αυτός έχει κάτι πολύ αρχετυπικό που σε χτυπάει πολύ βαθιά. Είναι αυτό που έλεγε και ο Ίαν Ναγκόσκι για την Παπαγκίκα: «Η φωνή της θυμίζει την πρώτη κραυγή του ανθρώπου». Ο Ναγκόσκι ανακάλυψε δίσκους της μέσα σ’ ένα πακέτο που κουβαλούσαν παλιατζήδες στη Βαλτιμόρη το 2005, ενώ αυτός ήταν μόλις τριάντα ετών. Απ’ τον Ναγκόσκι το Kronos Quartet έμαθε το «Αν μ’ αγαπάς κι ειν’ όνειρο» και το ενορχήστρωσαν για έγχορδα. Ο Ναγκόσκι αγόρασε το πακέτο που βρήκε για πέντε δολάρια, το οποίο μέσα είχε εφτά – οχτώ πλάκες γραμμοφώνου μιας «Ελληνίδας τραγουδίστριας που την έλεγαν Μαρίκα Παπαγκίκα» και έτσι την ξανάφερε στο προσκήνιο. Ο Ναγκόσκι δήλωσε πως το «Σμυρναίικο μινόρε» είναι το ωραιότερο τραγούδι που’χει ακούσει στη ζωή του!
– Βέβαια, πριν το 2005 και τον Ναγκόσκι, το είχε τραγουδήσει και η Σαβίνα Γιαννάτου στα «Τραγούδια της Μεσογείου» στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Σωστά, πάντα το αναφέρει αυτό η Σαβίνα, αλλά ο Ναγκόσκι μίλησε για τη διεθνή απήχηση της Παπαγκίκα. Εμείς δώσαμε στον τίτλο το «Αν μ’ αγαπά», δηλαδή αρχικά σκέφτεσαι ποιος να’ναι αυτός. Είναι ανοιχτές οι λέξεις…Υψηλού επιπέδου ποίηση, ένα ρεπερτόριο που διαφοροποιούσε τη Μαρίκα απ’ τις άλλες λαϊκές τραγουδίστριες, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι.
– Μπορούμε, γιατί αυτό ήταν στην ουσία, μία Ελληνίδα λαϊκή τραγουδίστρια σε ξένο τόπο.
Ήταν και συγχρόνως δεν ήταν λαϊκή τραγουδίστρια. Είχε μια λυρικότητα, μια ποίηση, αλλά και μια αποστασιοποίηση στον τρόπο που υπηρετούσε το ρεπερτόριο της. Εμένα αυτό μ’ αρέσει πολύ σ’ αυτήν. Τραγουδούσε από άριες μέχρι βαριά χασικλίδικα.
– Αναρωτιέμαι αν οι μεταγενέστερες συναδέλφισσές της στην Ελλάδα, από το ρεμπέτικο, η Χασκίλ, η Νίνου, ακόμη και η πρώιμη Μπέλλου, είχαν ακούσει για την Παπαγκίκα. Η δε Νίνου ηχογράφησε και δίσκο στην Αμερική.
Πρέπει να τους ήταν εντελώς άγνωστη. Όπως είχε πει και ο αιωνόβιος ρεμπέτης ο Γιώργος Κατσαρός, όλοι αυτοί οι Έλληνες της Αμερικής, επέστρεψαν πολύ μετά στην Ελλάδα. Αν κάποιοι τη γνώριζαν, θα γινόταν μέσω των δίσκων που θα έφτασαν στη χώρα μας. Η Παπαγκίκα δεν συνέπεσε χρονικά, λόγου χάρη, με τη Ρόζα Εσκενάζυ, της οποίας η μορφή διασώθηκε έως και σε τηλεοπτική εκπομπή τη δεκαετία του 1970. Συν τοις άλλοις, το ζεύγος Παπαγκίκα δεν έκανε παιδιά και δεν γύρισε ποτέ πίσω, έμειναν εκεί μονίμως οι δυο τους. Το 1932 τα χάσανε όλα, έκλεισε το μαγαζί τους και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε πολύ πιο φθηνή περιοχή, όπου η Μαρίκα έπεσε σε κατάθλιψη, όπως και πολύς κόσμος τότε. Μετά τα ίχνη της χάθηκαν…
– Ξέρουμε πότε ακριβώς απεβίωσε η Μαρίκα Παπαγκίκα;
Ξέρουμε, γιατί ο Γιώργος Κατσαρός είχε παρευρεθεί στην κηδεία της. Νομίζω πέθανε στις 2 Αυγούστου του 1943 και τέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε και ο Κώστας, ο «Gus», ο άντρας της.
– Δεν μοιάζει και λίγο σαν να ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα όλο αυτό;
(γελάει) Μοιάζει πολύ! Καταρχάς νιώθω μια σύνδεση μαζί της, όπως και με τη Μπίλι Χολιντέι. Νιώθω μια παρουσία, όπως όταν ανοίγεις ένα βιβλίο και διαβάζεις και νομίζεις πως θα τους συναντήσεις όλους αυτούς, έτσι όπως το είπε και ο Γούντι Άλεν σε ταινία του. Νομίζεις πως είναι ζωντανοί, είναι φίλοι σου, σαν να τους γνωρίζεις. Το γιατί αυτούς και όχι άλλους, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ορίσω. Είναι σημαντικό για το project αυτό να πω και ότι ήθελα ν’ ακουστεί και η δική μου φωνή. Η Μαρίκα και η Μπίλι ήταν η αφορμή ν’ αφήσω κάτι και με τη δική μου φωνή. Δεν θα το έκανα από μόνη μου, ως λαϊκή τραγουδίστρια, με τους όρους που επιβάλλουν η πιάτσα και η παραγωγή. Να βγω δηλαδή σε μια σκηνή ως η Φένια Παπαδόδημα που τραγουδάει το «Θα σπάσω κούπες». Θα βαριόμουν δυστυχώς ή ευτυχώς. Το να μιλήσω όμως για τη ζωή και τους αγώνες των δύο αυτών γυναικών, είναι κάτι που με ιντριγκάρει και με συγκινεί.
– Μια και αναφερθήκατε στις συνθήκες παραγωγής, να πούμε ότι παρουσιάζετε το project σ’ ένα κανονικό θεατράκι, το «Μικρό Γκλόρια». Ταπεινή παραγωγή, επομένως. Δεν θα υπήρχε θέση για το project σ’ έναν μεγάλο χώρο, όπως αυτόν της Στέγης που αγκαλιάζει τέτοια projects κατά καιρούς; Θυμίζω το, προ ετών, project «Sala – Sala» του Κ. Βήτα πάλι για την Παπαγκίκα.
Κοιτάξτε, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή μου, έτσι κι αυτή η παράσταση ήρθε ουρανοκατέβατη. Με ειδοποίησε η Ραφίκα Σαουίς πως ελευθερώθηκαν κάποιες ημερομηνίες στο «Μικρό Γκλόρια», αφού έτυχε μια στραβή με άλλον θίασο. Με ρώτησε αν θέλαμε να κάναμε καμιά συναυλία, αφού μας είχε ακούσει με τον Γιώργο Παλαμιώτη σχετικά πρόσφατα. Έτσι μπήκα στο λούκι να κάνω κάτι για την Παπαγκίκα απ’ το να έστηνα μια απλή συναυλία. Βεβαίως και αξίζει να παρουσιαστεί και σ’ άλλους μεγάλους χώρους και θα το «κυνηγήσω» με κάθε τρόπο, βλέποντας και το πως θα εξελιχθεί η παράσταση. Δεν είναι εύκολο πράγμα η συνύπαρξη μουσικών με σαντούρι, μπάσο και το space base του Παλαμιώτη.
– Πάντως, ακούμε άλλα κι άλλα ονόματα να κάνουν ντόρο συχνά όχι μέσω της δουλειάς τους. Δεν ξέρω αν με «πιάνετε»…
Απέχω πλήρως απ’ όλο αυτό και κατανοώ πώς το λέτε. Δηλώνω ασκήτρια. Θα μπορούσα να’μαι μέσα στο σύστημα, αλλά δεν με αφορά καθόλου. Δεν το λέω προσβλητικά, ο καθένας έχει το δικό του δρόμο, εγώ όμως δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτή τη μηχανή που ζητάει απ’ τους ανθρώπους διαρκώς να βρίσκουν τρικ και κολπάκια για να εντυπωσιάζουν ή να προκαλούν. Αυτό που ζητείται απ’ τους δημιουργούς πλέον είναι να προκαλούν με κάθε τρόπο. Ο τρόπος απεύθυνσης δεν είναι ουσιαστικά δημιουργικός και επικοινωνιακός, αλλά βασίζεται στο «σε προκαλώ και σε ιντριγκάρω», άρα μιλάμε για ένα μάρκετινγκ επιθετικού τύπου. Ένα επιθετικό ζίου ζίτσου μάρκετινγκ χωρίς κανένα έλεος, καμία αισθητική και στο τέλος καμία ουσία.
– Το να απέχεις όμως, να είσαι στην «απ’ έξω», δεν έχει και τα ζόρια του;
Φυσικά και έχει τη δυσκολία του, αλλά όταν έχεις ξεπεράσει τον εγωισμό σου, συνδιαλέγεσαι διαφορετικά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η μάχη με το Εγώ μας κάθε φορά. Όταν καταλάβεις πόσο βλαβερό είναι για σένα, συνειδητοποιείς πόσο ευαίσθητη είναι η ίδια η ζωή. Τεντώνεις μονίμως τα σχοινιά, αλλά δεν πάει έτσι, γιατί σε κάποια φάση ξυπνάς κι είσαι ένας άλλος και δεν θυμάσαι από που ξεκίνησες. Σήμερα πρέπει διαρκώς να τροφοδοτούμε το τέρας της εικόνας μας για να ‘ναι εφευρετικό, προκλητικό και απρόσμενα καινοτόμο τάχα μου αυτό που κάνουμε. Υπάρχουν άνθρωποι με σπουδαίο ταλέντο, οι οποίοι σπαταλιούνται σ’ αυτή την κούρσα, κάτι που κατευθύνεται απ’ τους χορηγούς και τους «καθοδηγητές» του κόσμου προς πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Δεν τα ονομάζω καν τέχνη…
– Ποια η σχέση σας με τη μνήμη, με το παρελθόν;
Θυμάμαι τα πάντα και μπορώ να τα θυμηθώ ανά πάσα στιγμή. Εγώ ξεκίνησα στα 19 μου, ούσα πίσω απ’ την κάμερα. Μου άρεσε να παρατηρώ, να φαντάζομαι τα τοπία και τις ιστορίες, πάντα ως σκηνοθέτιδα. Δεν είχα καμία απολύτως διάθεση να γινόμουν ηθοποιός επί σκηνής, ήταν πέρα από κάθε ενδιαφέρον μου. Να κάνω ταινίες και να γράφω μουσική ήθελα. Ούτε το να τραγουδάω το’χα στο πρόγραμμα και αυτό, ξέρετε, με έσωσε, διότι πέρασα πολλά χρόνια εκτός πεδίου της δικής μου εικόνας. Αυτό που είπα πριν, δεν χρειαζόταν να τροφοδοτώ το δικό μου φαίνεσθαι. Κέρδισα μια ησυχία που με συνοδεύει μέχρι σήμερα, στο project για τις Παπαγκίκα – Χολιντέι, που εγώ παραείμαι στο κέντρο του, ως τραγουδίστρια και αφηγήτρια. Ξέρω πως θα’ναι ακόμη ένα πέρασμα μου για λίγο χρόνο μέχρι να ξαναγυρίσω στην ησυχία μου. Αυτό δεν το αλλάζω και ίσως προκύπτει απ’ τη σχέση μου με τη βυζαντινή μουσική και το εκκλησιαστικό μέλος. Κάθε Κυριακή, αν δεν το ξέρετε, είμαι στον Άγιο Γεώργιο Ψυχικού και ψέλνω. Παίρνω απίστευτη δύναμη και χαρά, πρωτίστως γιατί λατρεύω τη βυζαντινή μουσική. Την ώρα της ψαλμωδίας παίρνω τη χαρά του κόσμου όλου, που δεν την έχω πάρει ποτέ άλλοτε και από κανένα κοινό. Τελικά δεν μασάω τόσο πολύ μ’ αυτό το «Α, η Φένια Παπαδόδημα πάλι κάνει τα δικά της»…
– Εντάξει, αλλά αυτό κατακτιέται, δεν ξεκινάνε έτσι όλοι οι καλλιτέχνες που θέλουν να επικοινωνήσουν την τέχνη τους.
Θέλω να πω ότι δεν τα θεωρώ όλα αυτά κάτι τρομερά σημαντικό. Εγώ έχω ένα φορτίο μέσα μου, σαν άνθρωπος, το οποίο θέλω να το διοχετεύσω.
– Μεγαλώνετε ένα κοριτσάκι στα πέντε του χρόνια. Πόσο σοβαρή υπόθεση είναι η μητρότητα;
Θα πω μια κοινοτοπία, αλλά είναι αλήθεια: Δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό απ’ αυτό. Πρώτα είναι η Μαρίνα, η κόρη μου, και μετά όλα τα υπόλοιπα. Το πως καταφέρνω και επιβιώνω μέσα σ’ αυτό, οφείλεται και στην τύχη να έχω ένα σύντροφο σαν τον Γιώργο Παλαμιώτη. Είναι κι αυτός μουσικός, καλλιτέχνης, άρα έχουμε μια καλή σχέση και επικοινωνία. Επειδή δεν έχουμε και βοήθεια απ’ το κοντινό περιβάλλον, αποφασίσαμε από κοινού πως θα φέρουμε εις πέρας και το γεγονός του ερχομού ενός άλλου ανθρώπου στον κόσμο. Είμαστε δεμένοι, δουλεύουμε μαζί και στηρίζουμε πολύ ο ένας τον άλλον. Τώρα μου φαίνεται δεδομένο, αλλά ειλικρινά δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς τη Μαρίνα.
– Σε μια περίοδο που όλο το ελληνικό θέατρο έχει μετακομίσει στην τηλεόραση, πως και δεν σας έχουμε δει να παίζετε σε κάποιο νέο σήριαλ;
Η αλήθεια είναι πως εδώ και πολλά χρόνια δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι. Την έχω ξεχάσει… Δεν το έκανα επίτηδες αλλά απομακρύνθηκα με το παιδί και μ’ όλα τα άλλα, τις μουσικές παραγωγές των τελευταίων ετών με το ΥΠΠΟ και με τη ΕΛΣ. Δεν είναι εύκολο να προσπαθείς να επιβιώσεις με μαθήματα και με λαϊβάκια. Δεν θα έλεγα όχι στο να ξαναπαίξω στην τηλεόραση, γιατί βλέπω ότι γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα κι έχω μαθητές μου που πρωταγωνιστούν κι είναι και πολύ καλοί.
– Σαν ποιους;
Η Δανάη Λουκάκη, ας πούμε. Ήταν μαθήτρια μου απ’ τον καιρό που προσπαθούσε να περάσει από κάποια οντισιόν.
– Γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα, είπατε, αλλά μην παραβλέπουμε και την επιστροφή σε μια Ελλάδα του ’50 τίγκα στα φοβικά σύνδρομα και την πατριαρχία.
Ισχύει κι αυτό…
– Και ερωτώ εσάς, που είστε ένθεη μ’ έναν τρόπο που θα συγκινούσε ακόμη κι έναν άθεο: Γίνεται να παρακολουθείς σε σήριαλ τον βίο ενός Αγίου;
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα: Όλα εμπορευματοποιούνται, αλλά η εμπορευματοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος είναι κάτι πολύ επικίνδυνο. Θα σας περιγράψω τον διάλογο μεταξύ ενός θεατή και ενός ιερωμένου:
– Παπά μου, πάει πολύ καλά το σήριαλ για τον τάδε Άγιο.
– Ναι, βρε παιδί μου, αλλά δεν πατάει κανείς στην εκκλησία.
– Ε, δε βαριέσαι, παπά μου, κάνει δουλειά και το σήριαλ…
Δεν έχω να πω κάτι άλλο πέραν του ό,τι οι Άγιοι αυτοπροσώπως θα έβγαζαν καντίλες αν τα έβλεπαν όλα αυτά. Είναι αυτό που μου’χε πει κάποιος πνευματικός άνθρωπος: «Αν εμφανιζόταν ο Ιησούς Χριστός στην Αθήνα, θα τον τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τηλέφωνα». Είναι βουντουδιασμένος πια ο κόσμος, τον έχουν υπό ένα καθεστώς ύπνωσης.
– Τι φιλοδοξείτε για τις παραστάσεις Παπαγκίκα – Χολιντέι;
Να ηχογραφηθούν, να μείνουν κάποια τραγούδια και με τη δική μου τη φωνούλα. Να βγει ένας δίσκος, μακάρι βινύλιο, ή έστω ψηφιακά. Είναι κάτι που σηκώνει, όπως λέγαμε, να πάει σε μεγαλύτερο χώρο και με διάρκεια.
– Πως νιώθετε σαν καλλιτέχνιδα εν έτει 2023 στην ίδια σας τη χώρα;
Είχαμε κάνει μια προσπάθεια, προ covid, να πάμε στη Γαλλία. Συνειδητοποίησα ότι και η σημερινή Γαλλία, το Παρίσι που το’χα για δεύτερη μου πατρίδα, δεν είναι πλέον αυτά που ξέραμε. Η Ευρώπη όλη δεν είναι αυτό που ξέραμε. Έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα και, ακούστε να δείτε, ίσως τα πράγματα στην Ελλάδα να είναι λίγο καλύτερα. Παρόλη την έλλειψη στηριξης του κράτους στους καλλιτέχνες, το ίδιο συμβαίνει κι εκεί. Έχει αυξηθεί το θέμα της βίας και της τρομοκρατίας. Φυσικά και δεν ευθύνονται όλοι οι μουσουλμάνοι για το πρόσωπο της τρομοκρατίας, που βλέπουμε καθημερινά πλέον στην Ευρώπη, και θυμάμαι που εμείς αφήναμε την κόρη μας σ’ ένα γλυκύτατο ζευγάρι Μαροκάνων. Μετανάστρια υπήρξα κι εγώ, αλλά καθημερινά ακούμε πια για ένα δόγμα του τύπου «Ο θάνατος σου, η ζωή μου». Υπάρχει σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα και βλέπουμε τι γίνεται και στη Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου, εγώ προτιμώ να είμαι εδώ, να αναπνέω τον αέρα και να κάνω πράγματα, παρά να είμαι κλεισμένη μέσα σ’ ένα παριζιάνικο διαμέρισμα στη γνωστή κούρσα της ευρωπαϊκής επιβίωσης. Το λέω επειδή το έχω ζήσει στην καλύτερη του εκδοχή, αλλά ανάλαβα το κόστος και γύρισα. Μου δίνω ένα περιθώριο δύο ετών για να δω που βρίσκομαι και πως θα πάνε τα πράγματα. Προσβλέπουμε στις διεθνείς συνεργασίες, γιατί πέραν του project Παπαγκίκα – Χολιντέι, ετοιμάζουμε ένα άλλο project με τον Γιώργο για μπάσο – φωνή. Θα παρουσιαστεί στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στις 29 Δεκεμβρίου, στην εκπνοή του χρόνου. Ονομάζεται «Εν Δυνάμει» προς το παρόν!
Την πολυσχιδή καλλιτέχνιδα Φένια Παπαδόδημα τη γνωρίζω από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, απ’ όταν είχα δει στο φεστιβάλ Δράμας μια εντυπωσιακή μικρού μήκους σουρεαλιστική ταινία της. Λίγο μετά, την είδα και σαν ηθοποιό στην ταινία «Χώμα και νερό» (1998) του Πάνου Καρκανεβάτου. Είναι γνωστό ακόμη πως η Παπαδόδημα σε νεαρότατη ηλικία συνδέθηκε με την Κατερίνα Γώγου και τη μοναχοκόρη της, Μυρτώ Τάσιου, μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι τους. Μέσω του Γιώργου Κορδέλλα, του Κώστα Φέρρη και του Νίκου Βεργίτση, σκηνοθετών του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που ανήκαν στον κύκλο της Γώγου, μπήκε κι η ίδια ως ηθοποιός στο χώρο του σινεμά. Διότι, όπως η ίδια πάλι εξομολογείται στην ακόλουθη συνέντευξη, δεν είχε καμία προοπτική ν’ ασχοληθεί με την υποκριτική και, βασικά, με το μπροστά από την κάμερα.
Όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθώ και τις πιο εναλλακτικές ενδιαφέρουσες δουλειές της στη μουσική, πάντα σε σύμπλευση με τον άνθρωπο της ζωής της και πατέρα της κόρης της, τον μπασίστα Γιώργο Παλαμιώτη. Αυτή τη φορά, αφορμή για τη συζήτηση μας, στάθηκε το νέο project που καταργεί τις γέφυρες μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, αφού αφορά την Ελληνίδα μετανάστρια στο Μανχάταν, την τραγουδίστρια Μαρίκα Παπαγκίκα, και την παγκοσμίως διάσημη ομότεχνή της, τη Μπίλι Χολιντέι, η οποία ξεκίνησε από το παρακείμενο Χάρλεμ. Οι παραστάσεις της Φένιας Παπαδόδημα με γενικό τίτλο «Marika’ s Dream – Αν μ’ αγαπά κι ειν’ όνειρο» ξεκινάνε αυτή την Παρασκευή 3/10 και για κάθε Παρασκευοσάββατο στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια στο κέντρο της Αθήνας.
– Τι είναι αυτό άραγε που δεν ενώνει, αλλά χωρίζει τη Μαρίκα Παπαγκίκα από τη Μπίλι Χολιντέι;
Σωστά, αυτό που τις χωρίζει… Σκέφτομαι πως μπορεί να είναι μία διαχωριστική γραμμή, που ακόμα υπάρχει, από το Χάρλεμ ως το Μανχάταν. Η αφροαμερικανική κουλτούρα έχει διαδοθεί, τα λεφτά κινούνται κι εκεί, γίνεται μια μεγάλη μπίζνα, ο ρατσισμός δεν υπάρχει πια όπως τότε που η Μπίλι πήγαινε σε μία περιοδεία και δεν κατέβαινε απ’ το πούλμαν ούτε για τουαλέτα. Απ’ την άλλη, η Μαρίκα κι ο Κώστας, ο άντρας της, ήταν μετανάστες, φτάσανε στην Αμερική με 30 δολάρια στην τσέπη το 1915, αλλά επειδή ήταν λευκοί, κατάφεραν μέχρι το 1930 να κάνουν το δικό τους στέκι και η Μαρίκα νά’χει πολλούς δίσκους με ηχογραφήσεις στην τότε Columbia. Η Μπίλι ενώ ήταν γνωστή, ηχογραφούσε με τον Μπένι Γκούντμαν και τραγουδούσε με την ορχήστρα του Κάουντ Μπέισι, δεν μπορούσε να εμφανιστεί στο Μανχάταν. Η ίδια λέει ότι «δέκα λεπτά δρόμος με τα πόδια είναι από το Χάρλεμ μέχρι το κέντρο του Μανχάταν και μου πήρε μια δεκαετία για να τραγουδήσω εκεί». Εμείς δεν το νιώθουμε και πολύ, αλλά αυτό είναι κάτι που σίγουρα τις χωρίζει.
– Άρα η φυλετική διαφορά λευκού – μαύρου είναι η βασική διαφορά των δύο συγκεκριμένων γυναικών.
Ακριβώς. Η ζωή που περίμενε τη Μπίλι ήταν εξ αρχής δέκα φορές πιο δύσκολη απ’ της Μαρίκας. Δεν τις χωρίζει, όμως, μόνο το χρώμα τους. Για τη ζωή της Παπαγκίκα, π.χ., δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο, είχε μια μεγάλη παιδεία, σπούδασε σε κλασικό ωδείο και τραγουδούσε άριες. Στην παράσταση βάλαμε τη «Σερενάτα» του Σούμπερτ και με τη δική της φωνή. Ο άντρας της έπαιζε σαντούρι και προερχόταν από οικογένεια ψαλτών. Είχαν σίγουρα και οι δύο σχέση με τη βυζαντινή μουσική. Συμπληρωματικά, λοιπόν, πέρα απ’ το χρώμα, τις χώριζε και ο τρόπος έκφρασης κι εδώ αναφέρομαι στα μπλουζ που ήταν το τραγούδι των σκλάβων. Ήταν τεράστια η απόσταση μεταξύ σκλάβου, υπηρέτη και φτωχού μετανάστη.
– Άρα βάζετε και το θέμα της κοινωνικής τάξης.
Ναι, όπως και της μόρφωσης και της παιδείας.
– Και τι ήταν αυτό που έκανε τη Μπίλι Χολιντέι παγκοσμίως διάσημη, ενώ για την Παπαγκίκα ακόμα ψάχνουμε χαμένες πληροφορίες;
Πάνω απ’ όλα η γλώσσα. Η Μπίλι ταξίδεψε πάρα πολύ στην Ευρώπη προς το τέλος της ζωής της. Έγινε πολύ γνωστή στο Παρίσι και στη Γερμανία μέσω και της δουλειάς που έκαναν οι λάτρεις της τζαζ. Σημαντικός ήταν ο Μπορίς Βιάν, ο οποίος έγραφε τότε σε δύο τζαζ περιοδικά της εποχής και αναφερόταν στις ερμηνείες της Μπίλι. Υπήρχε μια άλλη διάδοση της μαύρης αγγλόφωνης κουλτούρας.
– Όπως μου είχε πει και ο Σαββόπουλος για τον Ντίλαν: «Έβαλε την ποίηση στο τραγούδι και με τη βοήθεια της αμερικανιάς, όλο αυτό έγινε πλανητικό».
Ισχύει απόλυτα. Αυτό είναι και το φοβερό με την Παπαγκίκα, διότι ενώ τραγουδούσε ελληνικό ρεπερτόριο που ένας Αμερικανός δεν θα καταλάβαινε τίποτα, δεν ήταν το ίδιο με το «Travellin’ all alone» της Μπίλι. Μ’ ένα τρόπο η Μαρίκα, κάνοντας το αυτό στη Νέα Υόρκη με επιτυχία, ήταν η πρόδρομος της λεγόμενης world music. Κατάφερε να συγκινήσει τον κόσμο και να τη θεωρούν τη σημαντικότερη Ελληνίδα τραγουδίστρια.
– Επειδή έχετε ασχοληθεί εκτενώς με τον κινηματογράφο, θα βάζατε σε μια ενδεχόμενη μυθοπλασία τη μία να πηγαίνει να βλέπει συναυλία της άλλης;
Χρονικά η Παπαγκίκα προηγείται. Ξέρουμε, όμως, πως το 1929, που η Μαρίκα είχε ήδη το δικό της κλαμπ, το περίφημο «Marika’s» στην 8η λεωφόρο του Μανχάταν, λίγους δρόμους πιο πάνω, η Μπίλι Χολιντέι πέρασε από την πρώτη της οντισιόν. Συνέβη επίσης η Μπίλι να «ανέβει» πολύ γρήγορα και να γίνει γνωστή, ενώ το όνειρο κάθε Αφροαμερικάνας τραγουδίστριας ήταν να εμφανιστεί στο Μανχάταν. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό, εκεί που τραγουδούσε κάθε μέρα η Μαρίκα δηλαδή και ήταν επίσης γνωστή. Και στο δικό της κλαμπ, έτσι; Μιλάμε για Ελληνίδα μετανάστρια! Δεν υπήρχε, λοιπόν, περίπτωση να μην την ήξερε η Μπίλι. Δεν γνωρίζουμε αν η Μαρίκα ήξερε τη Μπίλι, πάντως – κατά τη γνώμη μου – η Μπίλι θα την ήξερε σίγουρα.
– Το λέτε εκ πεποιθήσεως ή ως προϊόν έρευνας σας;
Όχι, εδώ παλεύουμε να συλλέξουμε στοιχεία για τη ζωή της Μαρίκας, άρα την προσωπική μου γνώμη καταθέτω.
– Την περίπτωση της Κυρίας Κούλας τη γνωρίζετε; Προηγήθηκε της Παπαγκίκα ως μετανάστρια στις ΗΠΑ.
Τη γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο θεωρείται πιο γνωστή η Παπαγκίκα.
– Μάλλον επειδή η Παπαγκίκα άφησε πιο πολλές ηχογραφήσεις. Ξέρουμε πως είχαν και ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Αυτό ομολογώ πως δεν το ήξερα. Για την Κυρία Κούλα ξέρω πως είχε την πρώτη δική της δισκογραφική εταιρεία. Πάντως, θα έβαζα οπωσδήποτε σε μία ταινία μυθοπλασίας τη Μπίλι να συναντά τη Μαρίκα, παρόλο επίσης που δεν είμαι σίγουρη αν θα επιτρεπόταν σε μια μαύρη να έμπαινε σε κλαμπ λευκών. Θέλει ψάξιμο…Αν δούμε φωτογραφίες της εποχής, είναι τρομερή η διαφορά μεταξύ Χάρλεμ και Μανχάταν. Το ένα ήταν ένα χάλια χωριό, ένα γκέτο, ενώ λίγους δρόμους πιο κάτω, άρχιζε η «γκράντε» φάση. Η Μπίλι σίγουρα ήθελε να τραγουδήσει στο Μανχάταν, όπως είπαμε, πρωτίστως για να ανέβει κοινωνικά και να σταματήσει να’ναι πόρνη στης Μαντάμ Φλοράνς.
– Υπάρχει κι η ιστορία με την Έλα Φιτζέραλντ και τη Μέριλιν Μονρόε. Ένας μαγαζάτορας ζήτησε από τη Μονρόε να την πληρώνει πλουσιοπάροχα μόνο και μόνο για να πήγαινε εκεί και να έπινε το ποτό της, τίποτα άλλο. Η Μονρόε απάντησε πως θα το έκανε μόνο αν ο μαγαζάτορας έπαιρνε ως τραγουδίστρια την Έλα Φιτζέραλντ, μία άλλη μαύρη καλλιτέχνιδα. Κατά ένα τρόπο η Μονρόε επέβαλε τη Φιτζέραλντ κι αυτό η δεύτερη ποτέ δεν το ξέχασε.
Κι αυτό δεν το γνώριζα. Ωραία ιστορία, συγκινητική!
– Στην παράσταση δώσατε τον τίτλο «Αν μ’ αγαπά κι ειν’ όνειρο» από το περίφημο «Σμυρναίικο μινόρε». Το έκανε γνωστό ο Χατζιδάκις το στιχούργημα, μελοποιώντας το για τα «Λιανοτράγουδα» στον «Μεγάλο Ερωτικό».
Ο στίχος αυτός έχει κάτι πολύ αρχετυπικό που σε χτυπάει πολύ βαθιά. Είναι αυτό που έλεγε και ο Ίαν Ναγκόσκι για την Παπαγκίκα: «Η φωνή της θυμίζει την πρώτη κραυγή του ανθρώπου». Ο Ναγκόσκι ανακάλυψε δίσκους της μέσα σ’ ένα πακέτο που κουβαλούσαν παλιατζήδες στη Βαλτιμόρη το 2005, ενώ αυτός ήταν μόλις τριάντα ετών. Απ’ τον Ναγκόσκι το Kronos Quartet έμαθε το «Αν μ’ αγαπάς κι ειν’ όνειρο» και το ενορχήστρωσαν για έγχορδα. Ο Ναγκόσκι αγόρασε το πακέτο που βρήκε για πέντε δολάρια, το οποίο μέσα είχε εφτά – οχτώ πλάκες γραμμοφώνου μιας «Ελληνίδας τραγουδίστριας που την έλεγαν Μαρίκα Παπαγκίκα» και έτσι την ξανάφερε στο προσκήνιο. Ο Ναγκόσκι δήλωσε πως το «Σμυρναίικο μινόρε» είναι το ωραιότερο τραγούδι που’χει ακούσει στη ζωή του!
– Βέβαια, πριν το 2005 και τον Ναγκόσκι, το είχε τραγουδήσει και η Σαβίνα Γιαννάτου στα «Τραγούδια της Μεσογείου» στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Σωστά, πάντα το αναφέρει αυτό η Σαβίνα, αλλά ο Ναγκόσκι μίλησε για τη διεθνή απήχηση της Παπαγκίκα. Εμείς δώσαμε στον τίτλο το «Αν μ’ αγαπά», δηλαδή αρχικά σκέφτεσαι ποιος να’ναι αυτός. Είναι ανοιχτές οι λέξεις…Υψηλού επιπέδου ποίηση, ένα ρεπερτόριο που διαφοροποιούσε τη Μαρίκα απ’ τις άλλες λαϊκές τραγουδίστριες, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι.
– Μπορούμε, γιατί αυτό ήταν στην ουσία, μία Ελληνίδα λαϊκή τραγουδίστρια σε ξένο τόπο.
Ήταν και συγχρόνως δεν ήταν λαϊκή τραγουδίστρια. Είχε μια λυρικότητα, μια ποίηση, αλλά και μια αποστασιοποίηση στον τρόπο που υπηρετούσε το ρεπερτόριο της. Εμένα αυτό μ’ αρέσει πολύ σ’ αυτήν. Τραγουδούσε από άριες μέχρι βαριά χασικλίδικα.
– Αναρωτιέμαι αν οι μεταγενέστερες συναδέλφισσές της στην Ελλάδα, από το ρεμπέτικο, η Χασκίλ, η Νίνου, ακόμη και η πρώιμη Μπέλλου, είχαν ακούσει για την Παπαγκίκα. Η δε Νίνου ηχογράφησε και δίσκο στην Αμερική.
Πρέπει να τους ήταν εντελώς άγνωστη. Όπως είχε πει και ο αιωνόβιος ρεμπέτης ο Γιώργος Κατσαρός, όλοι αυτοί οι Έλληνες της Αμερικής, επέστρεψαν πολύ μετά στην Ελλάδα. Αν κάποιοι τη γνώριζαν, θα γινόταν μέσω των δίσκων που θα έφτασαν στη χώρα μας. Η Παπαγκίκα δεν συνέπεσε χρονικά, λόγου χάρη, με τη Ρόζα Εσκενάζυ, της οποίας η μορφή διασώθηκε έως και σε τηλεοπτική εκπομπή τη δεκαετία του 1970. Συν τοις άλλοις, το ζεύγος Παπαγκίκα δεν έκανε παιδιά και δεν γύρισε ποτέ πίσω, έμειναν εκεί μονίμως οι δυο τους. Το 1932 τα χάσανε όλα, έκλεισε το μαγαζί τους και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε πολύ πιο φθηνή περιοχή, όπου η Μαρίκα έπεσε σε κατάθλιψη, όπως και πολύς κόσμος τότε. Μετά τα ίχνη της χάθηκαν…
– Ξέρουμε πότε ακριβώς απεβίωσε η Μαρίκα Παπαγκίκα;
Ξέρουμε, γιατί ο Γιώργος Κατσαρός είχε παρευρεθεί στην κηδεία της. Νομίζω πέθανε στις 2 Αυγούστου του 1943 και τέσσερα χρόνια αργότερα πέθανε και ο Κώστας, ο «Gus», ο άντρας της.
– Δεν μοιάζει και λίγο σαν να ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα όλο αυτό;
(γελάει) Μοιάζει πολύ! Καταρχάς νιώθω μια σύνδεση μαζί της, όπως και με τη Μπίλι Χολιντέι. Νιώθω μια παρουσία, όπως όταν ανοίγεις ένα βιβλίο και διαβάζεις και νομίζεις πως θα τους συναντήσεις όλους αυτούς, έτσι όπως το είπε και ο Γούντι Άλεν σε ταινία του. Νομίζεις πως είναι ζωντανοί, είναι φίλοι σου, σαν να τους γνωρίζεις. Το γιατί αυτούς και όχι άλλους, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ορίσω. Είναι σημαντικό για το project αυτό να πω και ότι ήθελα ν’ ακουστεί και η δική μου φωνή. Η Μαρίκα και η Μπίλι ήταν η αφορμή ν’ αφήσω κάτι και με τη δική μου φωνή. Δεν θα το έκανα από μόνη μου, ως λαϊκή τραγουδίστρια, με τους όρους που επιβάλλουν η πιάτσα και η παραγωγή. Να βγω δηλαδή σε μια σκηνή ως η Φένια Παπαδόδημα που τραγουδάει το «Θα σπάσω κούπες». Θα βαριόμουν δυστυχώς ή ευτυχώς. Το να μιλήσω όμως για τη ζωή και τους αγώνες των δύο αυτών γυναικών, είναι κάτι που με ιντριγκάρει και με συγκινεί.
– Μια και αναφερθήκατε στις συνθήκες παραγωγής, να πούμε ότι παρουσιάζετε το project σ’ ένα κανονικό θεατράκι, το «Μικρό Γκλόρια». Ταπεινή παραγωγή, επομένως. Δεν θα υπήρχε θέση για το project σ’ έναν μεγάλο χώρο, όπως αυτόν της Στέγης που αγκαλιάζει τέτοια projects κατά καιρούς; Θυμίζω το, προ ετών, project «Sala – Sala» του Κ. Βήτα πάλι για την Παπαγκίκα.
Κοιτάξτε, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή μου, έτσι κι αυτή η παράσταση ήρθε ουρανοκατέβατη. Με ειδοποίησε η Ραφίκα Σαουίς πως ελευθερώθηκαν κάποιες ημερομηνίες στο «Μικρό Γκλόρια», αφού έτυχε μια στραβή με άλλον θίασο. Με ρώτησε αν θέλαμε να κάναμε καμιά συναυλία, αφού μας είχε ακούσει με τον Γιώργο Παλαμιώτη σχετικά πρόσφατα. Έτσι μπήκα στο λούκι να κάνω κάτι για την Παπαγκίκα απ’ το να έστηνα μια απλή συναυλία. Βεβαίως και αξίζει να παρουσιαστεί και σ’ άλλους μεγάλους χώρους και θα το «κυνηγήσω» με κάθε τρόπο, βλέποντας και το πως θα εξελιχθεί η παράσταση. Δεν είναι εύκολο πράγμα η συνύπαρξη μουσικών με σαντούρι, μπάσο και το space base του Παλαμιώτη.
– Πάντως, ακούμε άλλα κι άλλα ονόματα να κάνουν ντόρο συχνά όχι μέσω της δουλειάς τους. Δεν ξέρω αν με «πιάνετε»…
Απέχω πλήρως απ’ όλο αυτό και κατανοώ πώς το λέτε. Δηλώνω ασκήτρια. Θα μπορούσα να’μαι μέσα στο σύστημα, αλλά δεν με αφορά καθόλου. Δεν το λέω προσβλητικά, ο καθένας έχει το δικό του δρόμο, εγώ όμως δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτή τη μηχανή που ζητάει απ’ τους ανθρώπους διαρκώς να βρίσκουν τρικ και κολπάκια για να εντυπωσιάζουν ή να προκαλούν. Αυτό που ζητείται απ’ τους δημιουργούς πλέον είναι να προκαλούν με κάθε τρόπο. Ο τρόπος απεύθυνσης δεν είναι ουσιαστικά δημιουργικός και επικοινωνιακός, αλλά βασίζεται στο «σε προκαλώ και σε ιντριγκάρω», άρα μιλάμε για ένα μάρκετινγκ επιθετικού τύπου. Ένα επιθετικό ζίου ζίτσου μάρκετινγκ χωρίς κανένα έλεος, καμία αισθητική και στο τέλος καμία ουσία.
– Το να απέχεις όμως, να είσαι στην «απ’ έξω», δεν έχει και τα ζόρια του;
Φυσικά και έχει τη δυσκολία του, αλλά όταν έχεις ξεπεράσει τον εγωισμό σου, συνδιαλέγεσαι διαφορετικά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η μάχη με το Εγώ μας κάθε φορά. Όταν καταλάβεις πόσο βλαβερό είναι για σένα, συνειδητοποιείς πόσο ευαίσθητη είναι η ίδια η ζωή. Τεντώνεις μονίμως τα σχοινιά, αλλά δεν πάει έτσι, γιατί σε κάποια φάση ξυπνάς κι είσαι ένας άλλος και δεν θυμάσαι από που ξεκίνησες. Σήμερα πρέπει διαρκώς να τροφοδοτούμε το τέρας της εικόνας μας για να ‘ναι εφευρετικό, προκλητικό και απρόσμενα καινοτόμο τάχα μου αυτό που κάνουμε. Υπάρχουν άνθρωποι με σπουδαίο ταλέντο, οι οποίοι σπαταλιούνται σ’ αυτή την κούρσα, κάτι που κατευθύνεται απ’ τους χορηγούς και τους «καθοδηγητές» του κόσμου προς πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Δεν τα ονομάζω καν τέχνη…
– Ποια η σχέση σας με τη μνήμη, με το παρελθόν;
Θυμάμαι τα πάντα και μπορώ να τα θυμηθώ ανά πάσα στιγμή. Εγώ ξεκίνησα στα 19 μου, ούσα πίσω απ’ την κάμερα. Μου άρεσε να παρατηρώ, να φαντάζομαι τα τοπία και τις ιστορίες, πάντα ως σκηνοθέτιδα. Δεν είχα καμία απολύτως διάθεση να γινόμουν ηθοποιός επί σκηνής, ήταν πέρα από κάθε ενδιαφέρον μου. Να κάνω ταινίες και να γράφω μουσική ήθελα. Ούτε το να τραγουδάω το’χα στο πρόγραμμα και αυτό, ξέρετε, με έσωσε, διότι πέρασα πολλά χρόνια εκτός πεδίου της δικής μου εικόνας. Αυτό που είπα πριν, δεν χρειαζόταν να τροφοδοτώ το δικό μου φαίνεσθαι. Κέρδισα μια ησυχία που με συνοδεύει μέχρι σήμερα, στο project για τις Παπαγκίκα – Χολιντέι, που εγώ παραείμαι στο κέντρο του, ως τραγουδίστρια και αφηγήτρια. Ξέρω πως θα’ναι ακόμη ένα πέρασμα μου για λίγο χρόνο μέχρι να ξαναγυρίσω στην ησυχία μου. Αυτό δεν το αλλάζω και ίσως προκύπτει απ’ τη σχέση μου με τη βυζαντινή μουσική και το εκκλησιαστικό μέλος. Κάθε Κυριακή, αν δεν το ξέρετε, είμαι στον Άγιο Γεώργιο Ψυχικού και ψέλνω. Παίρνω απίστευτη δύναμη και χαρά, πρωτίστως γιατί λατρεύω τη βυζαντινή μουσική. Την ώρα της ψαλμωδίας παίρνω τη χαρά του κόσμου όλου, που δεν την έχω πάρει ποτέ άλλοτε και από κανένα κοινό. Τελικά δεν μασάω τόσο πολύ μ’ αυτό το «Α, η Φένια Παπαδόδημα πάλι κάνει τα δικά της»…
– Εντάξει, αλλά αυτό κατακτιέται, δεν ξεκινάνε έτσι όλοι οι καλλιτέχνες που θέλουν να επικοινωνήσουν την τέχνη τους.
Θέλω να πω ότι δεν τα θεωρώ όλα αυτά κάτι τρομερά σημαντικό. Εγώ έχω ένα φορτίο μέσα μου, σαν άνθρωπος, το οποίο θέλω να το διοχετεύσω.
– Μεγαλώνετε ένα κοριτσάκι στα πέντε του χρόνια. Πόσο σοβαρή υπόθεση είναι η μητρότητα;
Θα πω μια κοινοτοπία, αλλά είναι αλήθεια: Δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό απ’ αυτό. Πρώτα είναι η Μαρίνα, η κόρη μου, και μετά όλα τα υπόλοιπα. Το πως καταφέρνω και επιβιώνω μέσα σ’ αυτό, οφείλεται και στην τύχη να έχω ένα σύντροφο σαν τον Γιώργο Παλαμιώτη. Είναι κι αυτός μουσικός, καλλιτέχνης, άρα έχουμε μια καλή σχέση και επικοινωνία. Επειδή δεν έχουμε και βοήθεια απ’ το κοντινό περιβάλλον, αποφασίσαμε από κοινού πως θα φέρουμε εις πέρας και το γεγονός του ερχομού ενός άλλου ανθρώπου στον κόσμο. Είμαστε δεμένοι, δουλεύουμε μαζί και στηρίζουμε πολύ ο ένας τον άλλον. Τώρα μου φαίνεται δεδομένο, αλλά ειλικρινά δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς τη Μαρίνα.
– Σε μια περίοδο που όλο το ελληνικό θέατρο έχει μετακομίσει στην τηλεόραση, πως και δεν σας έχουμε δει να παίζετε σε κάποιο νέο σήριαλ;
Η αλήθεια είναι πως εδώ και πολλά χρόνια δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι. Την έχω ξεχάσει… Δεν το έκανα επίτηδες αλλά απομακρύνθηκα με το παιδί και μ’ όλα τα άλλα, τις μουσικές παραγωγές των τελευταίων ετών με το ΥΠΠΟ και με τη ΕΛΣ. Δεν είναι εύκολο να προσπαθείς να επιβιώσεις με μαθήματα και με λαϊβάκια. Δεν θα έλεγα όχι στο να ξαναπαίξω στην τηλεόραση, γιατί βλέπω ότι γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα κι έχω μαθητές μου που πρωταγωνιστούν κι είναι και πολύ καλοί.
– Σαν ποιους;
Η Δανάη Λουκάκη, ας πούμε. Ήταν μαθήτρια μου απ’ τον καιρό που προσπαθούσε να περάσει από κάποια οντισιόν.
– Γίνονται ενδιαφέροντα πράγματα, είπατε, αλλά μην παραβλέπουμε και την επιστροφή σε μια Ελλάδα του ’50 τίγκα στα φοβικά σύνδρομα και την πατριαρχία.
Ισχύει κι αυτό…
– Και ερωτώ εσάς, που είστε ένθεη μ’ έναν τρόπο που θα συγκινούσε ακόμη κι έναν άθεο: Γίνεται να παρακολουθείς σε σήριαλ τον βίο ενός Αγίου;
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα: Όλα εμπορευματοποιούνται, αλλά η εμπορευματοποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος είναι κάτι πολύ επικίνδυνο. Θα σας περιγράψω τον διάλογο μεταξύ ενός θεατή και ενός ιερωμένου:
– Παπά μου, πάει πολύ καλά το σήριαλ για τον τάδε Άγιο.
– Ναι, βρε παιδί μου, αλλά δεν πατάει κανείς στην εκκλησία.
– Ε, δε βαριέσαι, παπά μου, κάνει δουλειά και το σήριαλ…
Δεν έχω να πω κάτι άλλο πέραν του ό,τι οι Άγιοι αυτοπροσώπως θα έβγαζαν καντίλες αν τα έβλεπαν όλα αυτά. Είναι αυτό που μου’χε πει κάποιος πνευματικός άνθρωπος: «Αν εμφανιζόταν ο Ιησούς Χριστός στην Αθήνα, θα τον τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τηλέφωνα». Είναι βουντουδιασμένος πια ο κόσμος, τον έχουν υπό ένα καθεστώς ύπνωσης.
– Τι φιλοδοξείτε για τις παραστάσεις Παπαγκίκα – Χολιντέι;
Να ηχογραφηθούν, να μείνουν κάποια τραγούδια και με τη δική μου τη φωνούλα. Να βγει ένας δίσκος, μακάρι βινύλιο, ή έστω ψηφιακά. Είναι κάτι που σηκώνει, όπως λέγαμε, να πάει σε μεγαλύτερο χώρο και με διάρκεια.
– Πως νιώθετε σαν καλλιτέχνιδα εν έτει 2023 στην ίδια σας τη χώρα;
Είχαμε κάνει μια προσπάθεια, προ covid, να πάμε στη Γαλλία. Συνειδητοποίησα ότι και η σημερινή Γαλλία, το Παρίσι που το’χα για δεύτερη μου πατρίδα, δεν είναι πλέον αυτά που ξέραμε. Η Ευρώπη όλη δεν είναι αυτό που ξέραμε. Έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα και, ακούστε να δείτε, ίσως τα πράγματα στην Ελλάδα να είναι λίγο καλύτερα. Παρόλη την έλλειψη στηριξης του κράτους στους καλλιτέχνες, το ίδιο συμβαίνει κι εκεί. Έχει αυξηθεί το θέμα της βίας και της τρομοκρατίας. Φυσικά και δεν ευθύνονται όλοι οι μουσουλμάνοι για το πρόσωπο της τρομοκρατίας, που βλέπουμε καθημερινά πλέον στην Ευρώπη, και θυμάμαι που εμείς αφήναμε την κόρη μας σ’ ένα γλυκύτατο ζευγάρι Μαροκάνων. Μετανάστρια υπήρξα κι εγώ, αλλά καθημερινά ακούμε πια για ένα δόγμα του τύπου «Ο θάνατος σου, η ζωή μου». Υπάρχει σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα και βλέπουμε τι γίνεται και στη Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου, εγώ προτιμώ να είμαι εδώ, να αναπνέω τον αέρα και να κάνω πράγματα, παρά να είμαι κλεισμένη μέσα σ’ ένα παριζιάνικο διαμέρισμα στη γνωστή κούρσα της ευρωπαϊκής επιβίωσης. Το λέω επειδή το έχω ζήσει στην καλύτερη του εκδοχή, αλλά ανάλαβα το κόστος και γύρισα. Μου δίνω ένα περιθώριο δύο ετών για να δω που βρίσκομαι και πως θα πάνε τα πράγματα. Προσβλέπουμε στις διεθνείς συνεργασίες, γιατί πέραν του project Παπαγκίκα – Χολιντέι, ετοιμάζουμε ένα άλλο project με τον Γιώργο για μπάσο – φωνή. Θα παρουσιαστεί στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στις 29 Δεκεμβρίου, στην εκπνοή του χρόνου. Ονομάζεται «Εν Δυνάμει» προς το παρόν!