Η Ευτυχία Γιαννάκη είναι μια απ’ τις πιο καταξιωμένες και ευφυείς συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων στη χώρα μας. Τα έξι μυθιστορήματά της με ήρωα τον αστυνομικό Χάρη Κόκκινο έχουν αγαπηθεί απ’ το αναγνωστικό κοινό που αναζητά αστυνομική λογοτεχνία αξιώσεων καθώς πετυχαίνει με τη γραφή της να συγκεράσει το σασπένς και τη βουτιά στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων που αναπτύσσει στις ιστορίες της.
Το τελευταίο πόνημα της Ευτυχίας Γιαννάκη είναι «Οι ναυαγοί του Αυγούστου». Το τρίτο μέρος της «Τριλογίας του βυθού», ισορροπεί στο λεπτό όριο όπου ένα πραγματικό και ανεξιχνίαστο έγκλημα, η δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, και ένα χαμένο χειρόγραφο τρυπώνουν στη μυθοπλασία, πυροδοτώντας μια ιστορία για όσους παλεύουν με τη φωτιά.
Με αφορμή το νέο της βιβλίο κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την εξέλιξη της αστυνομικής λογοτεχνίας, τη σύνδεσή της με την εποχή μας αλλά και το άλυτο μυστήριο της δικής της εξαφάνισης μεταξύ της συγγραφής του “Hardcore” και της επιστροφής της στην εκδοτική πραγματικότητα.
– Δεν ξέρω αν ισχύει στατιστικά αλλά έχουμε την αίσθηση ότι τα άγρια εγκλήματα είναι περισσότερα το καλοκαίρι ή ότι είναι πολύ πιο βίαια. Ίσως φταίει αυτή η αντίθεση μεταξύ ενός φόνου και της ξεγνοιασιάς που υποτίθεται κυριαρχεί κατά τους θερινούς μήνες.
Νομίζω ότι το καλοκαίρι ισχύει ότι ισχύει και στις γιορτές. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα χαλάρωσης κατά κάποιο τρόπο μας επιβάλλει να είμαστε και εμείς χαρούμενοι κι αυτό μας ρίχνει στο ακριβώς αντίθετο. Υπάρχει μια φράση μέσα στο βιβλίο «Ο θάνατος δεν πάει διακοπές, κι έτσι ορισμένα από τα πιο άγρια εγκλήματα συνέχιζαν να μπαίνουν στα κατάστιχα τον Αύγουστο, την εποχή που όσοι έμεναν στην πόλη είχαν αρκετό χρόνο για να ασχοληθούν με το κενό μέσα τους και γύρω τους».
Ίσως είναι η αντίστιξη με την εποχή και με το δόγμα που επιβάλλει αλλά είναι και η ίδια η συνθήκη που οξύνει, αντί να κατευνάζει το όποιο πρόβλημα.
– Υπάρχει μια πεποίθηση ότι τα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν περισσότερη ζήτηση το καλοκαίρι .
Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με δύο παράγοντες. Ο ένας είναι ότι έχει συνδεθεί η αστυνομική λογοτεχνία με αφηγήσεις που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον λόγω του σασπένς, της δομής τους και της αναζήτησης της λύσης του μυστηρίου. Ο δεύτερος είναι το καλοκαίρι διαβάζει και ο κόσμος που δεν έχει χρόνο να διαβάσει τους υπόλοιπους μήνες λόγω αυξημένων υποχρεώσεων οπότε καταφεύγει σε αναγνώσματα που θεωρεί ότι δεν θα τον κουράσουν και δεν θα τον «βουλιάξουν» σε κάτι ίσως πιο βαρύ.
Βέβαια αυτό είναι ελαφρώς ένας μύθος σε σχέση με την αστυνομικά βιβλία. Έχουν πια προχωρήσει παραπέρα απ’ την έννοια του απλού γρίφου που λειτουργεί ως διασκεδαστικό ανάγνωσμα καθώς έχουν γίνει πιο σύνθετες και βαθύτερες οι αφηγήσεις παρότι εξακολουθούν να κρατούν στο πυρήνα τους αυτό το «τυράκι» του να ψάξεις να βρεις «ποιος το έκανε». Νομίζω ότι στις καλύτερες εκδοχές της η αστυνομική λογοτεχνία ξεκλειδώνει και όλα τα υπόλοιπα επίπεδα χωρίς να το αντιλαμβάνεται όμως ο αναγνώστης ως «βάσανο», ως κόπο. Καταφέρνει δηλαδή να εμβαθύνει διασκεδάζοντας.
Γενικά και όχι μόνο το καλοκαίρι παρατηρείται μια αύξηση του κοινού που επιλέγει την αστυνομική λογοτεχνία κι αυτό νομίζω ότι συνδέεται με μια γενικότερη συνθήκη της εποχής που επιβάλλει την πολυπλοκότητα. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη η αστυνομική αφήγηση έρχεται να μας καθησυχάσει μέσα της δομής, της τάξης και ενδεχομένως της κάθαρσης δείχνοντας τον τρόπο κάπως να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας, κάπως να συναντηθούμε σε συνθήκες ασφάλειας με τους δικούς μας φόβους ίσως και με τα πιο μύχια υπαρξιακά μας και επιπλέον, να δώσουμε μια απάντηση στο μεγαλύτερο μυστήριο που θέτουν αυτές οι ιστορίες, κάτω απ’ την επίφαση της επίλυσης ενός εγκλήματος, το μυστήριο του ίδιου μας του χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, τα όρια μας και τον ίδιο τον άνθρωπο.
– Εκεί γύρω στα 12 με είχε πιάσει μια χαζή αναγνωστική μανία. Να διαβάζω πρώτα την τελευταία πρόταση κάθε βιβλίου και μετά το υπόλοιπο. Έκανα το λάθος και διάβασα την τελευταία φράση ενός μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι, η φράση αυτή αποκάλυπτε τον δολοφόνο. Ξενέρωσα αρχικά παρ’ όλα αυτά διάβασα κανονικά το βιβλίο και όταν τελείωσα συνειδητοποίησα ότι το είχα τελικά απολαύσει παρότι γνώριζα τη λύση του μυστηρίου.
Ακριβώς. Και στην Αγκάθα Κρίστι, παρότι υπάρχουν σε μικρότερο βαθμό το κοινωνικό σχόλιο και η καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό, διαβάζεις την ιστορία όχι για να μάθεις ποιος το έκανε ή γιατί το έκανε αλλά για να πειραματιστείς ο ίδιος και με τα λογικά και τα ηθικά όρια. Πέρα δηλαδή απ’ τη διασκέδαση που προσφέρει σε αναγνωστικό επίπεδο πλέον δρα και ψυχοσυναισθηματικά η αστυνομική λογοτεχνία και γι’ αυτό ταιριάζει πολύ στην εποχή μας.
– Έχεις ανακαλύψει πράγματα για σένα πράγματα γράφοντας κι αν ναι, τι;
Σίγουρα. Στον πυρήνα κάθε ιστορίας που επιλέγω να αφηγηθώ πρέπει να υπάρχουν πράγματα που δονούνται μέσα μου, με την έννοια του αναπάντητου και του αμφιλεγόμενου. Αυτό που θα γεννήσει ένα ερώτημα στον αναγνώστη πρέπει πρωτίστως να γεννήσει και σε εμένα ένα ερώτημα και μια συνθήκη αναστάτωσης. Συνεπώς κάθε βιβλίο μου είναι φορέας μιας τέτοιας αναστάτωσης που αφορά κάτι που γοητεύει, με έλκει και με απωθεί ταυτόχρονα. Είναι όπως κι όταν ερωτεύεσαι, που δεν ξέρεις ακριβώς τι είναι αυτό που σε τραβάει στον άλλον και τι είναι αυτό που σε φοβίζει. Υπάρχει λοιπόν μια ισορροπία ανάμεσα στο πάθος που σε έλκει και σε αυτό που σε απωθεί ή σε προβληματίζει. Το ίδιο γίνεται και με κάθε νέα ιδέα. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει ένας τέτοιος πυρήνας και ένα αντίστοιχο βίωμα γιατί μ’αρέσει να γράφω για το εδώ και το τώρα. Μου αρέσει να γράφω για την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τη δική μου θέση απέναντι σε αυτήν. Οπότε ναι, τα βιβλία είναι ένα πεδίο εξερεύνησης και του ίδιου μου του εαυτού. Προφανώς υπάρχει μια κατασκευή για τις ανάγκες ενός αστυνομικού βιβλίου αλλά ταυτόχρονα αφήνω ρωγμές μέσα απ’ τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να δει τον εαυτό του, όπως κι εγώ βλέπω τον εαυτό μου γράφοντας. Έτσι σκύβουμε με τρυφερότητα σε αυτό που αποκαλώ«ανοίκειο» , σε αυτό που μέσα στην ιστορία μου είναι «ξένο», σε αυτό που παράλληλα προκαλεί έλξη αλλά και φόβο.
– Τα άλυτα εγκλήματα, όπως η δολοφονία του Ταχτσή με την οποία καταπιάνεσαι στους «Ναυαγούς του Αυγούστου», αφήνουν το αποτύπωμά τους σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου;
Το ανεξιχνίαστο έγκλημα μοιάζει λίγο με ένα πρόβλημα που δεν απαντήθηκε.
– Δημιουργεί και μια υπαρξιακή ανησυχία αυτό γιατί μας υπενθυμίζει ότι δεν μπορούμε να τα λύσουμε όλα;
Ναι, έτσι είναι. Το ανεξιχνίαστο έγκλημα καθρεφτίζει ότι δεν έχουμε απάντηση άρα δεν έχουμε τον έλεγχο άρα υπάρχουν πράγματα που ξεφεύγουν απ’ τη δική μας, τουλάχιστον, λογική, κατά συνέπεια προκαλούν τον φόβο ότι θα μπορούσε αυτό να συμβεί και σε εμένα ή στους αγαπημένους μου, χωρίς καν να μπορώ να κατανοήσω την αιτία. Επιπλέον, υπάρχει η αίσθηση της μη απόδοσης δικαιοσύνης. Έχουμε ως όντα την ανάγκη να επιστρέψουμε στον θύτη και στο θύμα ή στους οικείους του θύματος την τιμωρία και την παρηγοριά, αντίστοιχα. Το έγκλημα που μένει χωρίς τιμωρία και παρηγοριά μοιάζει με γροθιά σε ένα τοίχο, που δεν επιστρέφει τίποτα και είναι έξω απ’ τη λογική μας. Το ανεξιχνίαστο έγκλημα πάντα ενεργοποιεί το φόβο, το «αναπάντητο» και μας αφήνει ένα κενό.
– Το να διαβάζουμε αστυνομικά μυθιστορήματα, το να βλέπουμε ταινίες τρόμου μοιάζει με κάποιου είδους μιθριδατισμό; Επιτρέπουμε στον εαυτό μας μικρές, ελεγχόμενες δόσεις φόβου για να αποφύγουμε να μας καταλάβει ο τρόμος σε μια μεγάλη κρίση;
Το ένα στοιχείο είναι αυτό, συμφωνώ. Το άλλο στοιχείο νομίζω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Συνηθίζω να λέω ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι απ’ το οποίο κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Οπότε το αστυνομικό μυθιστόρημα συνοψίζει ένα τέτοιο ταξίδι και μάλιστα το κάνει με έναν συναρπαστικό τρόπο, με το σασπένς του ποιος θα μείνει ζωντανός, άρα συνιστά μια εκπαίδευση στην απώλεια. Η ίδια η ζωή μας είναι μια συνεχής εκπαίδευση στην απώλεια. Γεννιόμαστε και μεγαλώνοντας χάνουμε τους άλλους μέχρι τελικά να χάσουμε τον εαυτό μας. Η αστυνομική λογοτεχνία λοιπόν είναι ένας προσομοιωτής αυτής της κατάστασης που εμπεριέχει το παιχνίδι με τον φόβο και ποιος υπαρξιακός φόβος είναι μεγαλύτερος από εκείνον του θανάτου; Εκεί λοιπόν βασίζεται η αστυνομική αφήγηση διατηρώντας ταυτόχρονα το στοιχείο της ελαφρότητας κάνοντας ακριβώς αυτό: φέρνει σε αυτό το άχθος τον σαρκασμό. Υπάρχουν αστυνομικά που είναι σχεδόν κωμωδίες. Αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις κάνουν την αστυνομική λογοτεχνία τόσο δημοφιλή.
– Έγραψες το “Hardcore” και το εξέδωσες με το ψευδώνυμο Αλέκα Λάσκου. Υπάρχει μια διθυραμβική κριτικής της Μαργαρίτας Καραπάνου γι’ αυτό το βιβλίο που έγινε και επιτυχημένη ταινία απ’ τον Ντένη Ηλιάδη. Σιώπησες εκδοτικά για 16 χρόνια και επέστρεψες το 2016 και από τότε κάθε χρόνο κυκλοφορεί ένα βιβλίο σου. Τι μυστήριο κρύβεται πίσω απ’ αυτή την πορεία σου;
Είμαστε οι πολλαπλοί εαυτοί μας και σε βάθος χρόνου όλο και κάτι νέο προκύπτει. Προφανώς άλλος είναι ο εαυτός μας στα 20, τότε δηλαδή που γράφτηκε το “Hardcore”, τότε δηλαδή που υπήρχαν άλλες ανάγκες, άλλη σταθερότητα ή αστάθεια και σίγουρα άλλες προτεραιότητες. Άλλος φυσικά είναι ο εαυτό μας στα 40, τότε δηλαδή που επανήλθα και συστηματικά πια γράφω τα μυθιστορήματα. Έχει μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα σιωπής. Αυτό προέκυψε κατ’αρχάς απ’ την ανάγκη μου να ζήσω -γιατί όσο γράφεις δεν ζεις-, να γεμίσω με εμπειρία και να επανέλθω πιο κατασταλαγμένη και συνειδητοποιημένη σε σχέση με αυτό που θέλω εκδοτικά, γιατί κι εκείνο το διάστημα εξακολουθούσα να γράφω.
Ωστόσο είναι ένα μυστήριο αυτή η εξαφάνιση, ένα μυστήριο που θα αποκαλυφθεί στην επόμενη τριλογία μου.
– Υπάρχει κάποιο σχόλιο από αναγνώστη που σε άγγιξε ιδιαίτερα ή σε εξέπληξε και το κουβαλάς μέσα σου;
Χαίρομαι πολύ όταν λαμβάνω την ενέργεια των σχολίων «πέρασα τέλεια διαβάζοντας το» ή «το συνέδεσα με τις φετινές μου διακοπές» . Με ενδιαφέρει πολύ η αναγνωστική απόλαυση, δηλαδή ο αναγνώστης να περάσει καλά. Στην ουσία ο άλλος μου επιστρέφει αυτό που νιώθει. Όταν περνάει καλά νιώθω τις καρδούλες, όταν δεν συμβεί αυτό αισθάνομαι τις πετριές.
Όμως αυτό που κάνει τη διαφορά, πέρα απ’ την κριτική «μου άρεσε/δεν μου άρεσε» ή «με άγγιξε αυτό το σημείο» κάτι που είναι ιδιαίτερα συγκινητικό γιατί βλέπεις ότι εκεί που ένιωσες περισσότερα γράφοντας αντίστοιχα νιώθει και ο αναγνώστης άρα σχηματίζεται ένας συναισθηματικός δίαυλος, είναι οι ιστορίες που έρχονται και μου λένε. Εγώ τους δίνω μια ιστορία και εκείνοι μου επιστρέφουν δικές τους, όχι απαραίτητα για να μπουν σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά για να μοιραστούν το βίωμά τους.
Πολλοί συχνά έρχονται άνθρωποι που έχουν βιώσει κάτι έντονο και δεν μπορούν να φτάσουν στο δικαστήριο είτε γιατί έχουν παρέλθει κάποια χρόνια, είτε γιατί νιώθουν αδύναμοι και μου λένε ότι θα μπορούσα να αξιοποιήσω αυτά που τους συνέβησαν. Θέλουν κάπως να μείνει στην ιστορία το βίωμα τους, θέλουν να γίνω η φωνή τους. Αυτό το βρίσκω πολύ συγκινητικό.
*Τα βιβλία της Ευτυχίας Γιαννάκη κυκλοφορούν απ΄τις εκδόσεις Ίκαρος.