Μια πανύψηλη κυρία με ιδιαίτερη κώμη και ακόμη πιο ιδιαίτερη μύτη σηκώνει το τηλέφωνο, τραγουδάει μόνη της και συναναστρέφεται άλλα παράξενα όντα, μιλώντας τους σε μια ολόδική της γλώσσα. Πρόκειται για τον Ευριπίδη Λασκαρίδη αυτοπροσώπως, μεταμορφωμένο σε μια αξιολάτρευτη όσο και εξωφρενική περσόνα, η οποία μας καλωσορίζει σε ένα σύμπαν όπου συμβιώνουν, μεταξύ άλλων, δεινόσαυροι και ανεμογεννήτριες, ο Stephen Hawking και μια στοίβα από λαμαρίνες, το βάθρο ενός dj και η Νίκη της Σαμοθράκης.
Μια απόλυτα ιδιοσυγκρασιακή σκηνική γλώσσα διέπει το εξαίσια αστείο και απείρως γοητευτικό έργο του καταξιωμένου εντός και εκτός συνόρων Έλληνα καλλιτέχνη. Με τα έργα του να χαρακτηρίζονται «τραγικές κωμωδίες», ο Ευριπίδης Λασκαρίδης δεν κατηγοριοποιείται εύκολα. Κινείται με αιφνιδιαστικό τρόπο στα όρια του χάπενινγκ, του μπουρλέσκ και του σύγχρονου χορού, καλώντας το βλέμμα μας να σταθεί στο μεταμορφωτικό «εδώ και τώρα» της κάθε σκηνικής στιγμής που καθιστά το γνώριμο ανοίκειο και το παράλογο θαυμαστό.
Λίγο πριν τον τέταρτο κύκλο περιοδείας του, το “Elenit” κάνει μια αποχαιρετιστήρια στάση στη Στέγη, εκεί όπου, τέσσερα χρόνια πριν, έδωσε την παγκόσμια πρεμιέρα του.
Με αυτή την αφορμή μιλήσαμε με τον δημιουργό του.
– Tο Elenit ήταν η πρώτη σου απόπειρα για ένα θέαμα με πολλούς ερμηνευτές αλλά και με όρους μεγάλης κλίμακας. Πώς αισθάνεσαι τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του;
Πολύ ευτυχής. Νομίζω ότι το στοίχημα κερδήθηκε και χαίρομαι πολύ για αυτό, καθώς η πορεία του έργου είχε πολλές δυσκολίες. Το άλμα η αλήθεια είναι ήταν μεγάλο, μέσα σε λίγα μόνο χρόνια πήγαμε από το σόλο του ΡΕΛΙΚ και τα μικρά θέατρα, στο ντουέτο των Τιτάνων και σε μεγαλύτερες σκηνές κι από εκεί σε ένα δεκαμελή θίασο για πολύ μεγάλα θέατρα. Δεν ήταν όμως μόνο η πρόκληση του να δημιουργήσουμε ένα έργο αυτής της κλίμακας αλλά και να το ταξιδέψουμε μες τα χρόνια της πανδημίας και νομίζω ότι η ομάδα τα κατάφερε περίφημα παρά τις τεράστιες προκλήσεις. Μετά την πρεμιέρα στη Στέγη τέλη του 2019, ταξιδέψαμε σε δώδεκα διαφορετικά διεθνή φεστιβάλ στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και τον Καναδά κι έρχονται μέσα στους επόμενους μήνες δύο υπέροχες ακόμη πόλεις, το Βελιγράδι και το Παρίσι. Αισθάνομαι χαρούμενος και υπερήφανος για όλους τους συνεργάτες της ομάδας.
– Στο Elenit, όπως και σε άλλα έργα σου, υπάρχει ένα στοιχείο αιφνιδιασμού του θεατή καθώς αναπάντεχα τον παρασύρεις σε μια σειρά αντιφατικών, εκ πρώτης όψεως, συναισθημάτων. Πόσο και γιατί χρειαζόμαστε στην Τέχνη και στη ζωή να παραδεχτούμε και να αφεθούμε σε ένα εύρος συναισθημάτων;
Αν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε – ως ανθρωπότητα – μάλλον το οφείλουμε στην ικανότητα που αναπτύξαμε μες τους αιώνες να μην παρασυρόμαστε από τα ζωώδη μας ένστικτα και να προτάσσουμε τη λογική. Η επιστήμη βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό κι ακόμη κι αν γύρω μας σήμερα μοιάζει να υπάρχει τεράστιος παραλογισμός και παρεξήγηση εγώ διακρίνω ότι στη βάση των συλλογισμών του δυτικού κόσμου, έστω και σαν πρόφαση, κρύβεται μία καρτεσιανή λογική. Σε αυτή τη διάθεση με την οποία, επί της αρχής, είμαι σύμφωνος χαίρομαι να βλέπω ώρες ώρες να αντιτάσσεται η ανάδυση του συναισθήματος, η ανάγνωση δηλαδή του κόσμου – για να το πούμε ποιητικά – «μέσα από τα μάτια της καρδιάς». Εδώ δεν χωρά αμφιβολία ότι η τέχνη μας βοηθά και μάλιστα πολύ! Μας ξεκλειδώνει, μας δίνει πατήματα για όλα όσα δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει. Αυτό είναι πολύτιμο στον σύγχρονο κόσμο που όλα μοιάζει να πρέπει να τα ελέγξεις και επειδή φυσικά δεν μπορείς πέφτεις σε θλίψη. Για αυτό οφείλει η πολιτεία να σκύψει με αγάπη στα ζητήματα των καλλιτεχνών και να μπει σε έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί τους αντί να τους βάζει στη γωνία και να υποβαθμίζει μονομερώς και με πρόχειρες διαδικασίες είτε τις επιχορηγήσεις τους, είτε τις σπουδές τους.
– Μέσα από ποια διαδικασία εφευρίσκεις ένα ολόδικο σου φωνητικό (ή θα τον χαρακτήριζες γλωσσικό;) κώδικα στις παραστάσεις σου;
Η διαδικασία είναι πολύ απλή, συναντιόμαστε στην πρόβα και με λίγη ή πολλή δουλειά τα καταφέρνουμε. Αναζητάμε κάθε φορά με τους συνεργάτες μου μια φωνή, έναν ήχο ή έναν παλμό που θα κουμπώνει με τα πλάσματα στη σκηνή. Η ακαταλαβίστικη ή αλλιώς μαύρη γλώσσα, (gibberish στα Αγγλικά) δεν είναι κάποια δική μας ανακάλυψη η πρωτοτυπία, είναι υλικό αυτοσχεδιασμού στις περισσότερες δραματικές σχολές του κόσμου. Ίσως επειδή ανήκει περισσότερο στην κωμωδία και έχει κάτι γελοίο να μην έχει τοποθετηθεί ποτέ σε κάποιο βάθρο, αλλά εμένα μου ταιριάζει πολύ, καθώς μου δίνει την ελευθερία να μιλώ χωρίς λόγια. Αυτή η απελευθέρωση της φαντασίας και του νοήματος πάνω στη σκηνή με ενδιαφέρει και σαν δημιουργό και σαν θεατή, γιατί σχεδόν πάντα με συγκινεί.
– Πώς γεννήθηκαν τα πλάσματα του “Elenit”; Είναι ανακουφιστικό να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανοίκειο;
Τα πλάσματα του ΕΛΕΝΙΤ γεννήθηκαν μέσα από πολύωρες πρόβες και αυτοσχεδιασμούς. Οι δοκιμές αυτές είχαν πολύ παιχνίδι από όλη την ομάδα των ερμηνευτών αλλά και στα κοστούμια από τον Άγγελο Μέντη και στους ήχους από τον Γιώργο Πούλιο και τους ερμηνευτές. Ο βρυχηθμός και τα βήματα του δεινοσαύρου για παράδειγμα που προκαλούνται από ένα μικρόφωνο μέσα στο στόμα του ερμηνευτή είναι αποτέλεσμα μίας τέτοιας δημιουργικής έρευνας. Όσον αφορά το ανοίκειο και τη σχέση μας με αυτό δεν ξέρω τι να πω. Εγώ τα πλάσματα αυτά κάθε άλλο παρά ανοίκεια τα βρίσκω και σίγουρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε κάθε ένα από αυτά… ίσως και για αυτό το λόγο να μπορώ να δημιουργώ έργα στα οποία αυτές οι οντότητες ενώ σε άλλους μπορεί να φαντάζουν μυστήριες, εμένα μου φέρνουν αβίαστα στο νου ήρωες της καθημερινότητας.
– Επιστρέφεις στη Στέγη για μια εκ νέου παρουσίαση του “Elenit”. Πότε ολοκληρώνεται ένα έργο;
Αν ένα έργο ολοκληρωθεί νομίζω θα πεθάνει επί τόπου. Για να μπορεί να παίζεται και να ξαναπαίζεται πρέπει να έχει τον χώρο να μεταλλάσσεται, να αναγεννιέται και να αδιπλώνεται αλλιώς ξερένεται και πεθαίνει. Το ΕΛΕΝΙΤ όπως και τα άλλα έργα μου τα αντιμετωπίζω σαν ζωντανούς οργανισμούς που αποκτούν οντότητα πέρα και έξω από εμένα ή την ομάδα μου και για αυτό με ενδιαφέρει να τα επισκέπτομαι στο πέρας των χρόνων. Μπορούμε έτσι να δίνουμε στο έργο σαν ομάδα νέους χυμούς καθώς μεγαλώνουμε μαζί του κι αυτό να μας επιστρέφει με τη σειρά του νέα μυστικά του και πλούτο που πριν δεν μπορούσαμε να βρούμε.
– Στην Ελευσίνα παρουσίασες τις Κάμαρες. Πώς διαλέγεις κάθε φορά τους συνεργάτες για ένα σου project και πώς –ειδικά σε αυτή την περίπτωση- δούλεψες με τον χώρο; Πώς εντάχθηκαν στο έργο οι χαρακτήρες προηγούμενων έργων σου;
Στις Κάμαρες φτιάξαμε μια ομάδα που είχε και παλιούς γνώριμους αλλά και νέους συνεργάτες και πρέπει να ομολογήσω ότι η σύνθεση μας πέτυχε πολύ. Οι Κάμαρες ήταν ένα site specific πείραμα, ένα έργο που σαν δεδομένο του είχε τον συγκεκριμένο χώρο, το Πολιτιστικό Κέντρο Λεωνίδας Κανελλόπουλος. Ο στόχος ήταν να κατοικηθεί ο χώρος με θραύσματα του σκηνικού σύμπαντος που έχουμε εφεύρει μαζί με την ομάδα μου τα τελευταία χρόνια και να δούμε αν αυτό μπορεί να «ταξιδέψει» έναν περιπλανώμενο θεατή που δεν κάθεται σε μία καρεκλά κοιτώντας μία σκηνή αλλά περπατά από δωμάτιο σε δωμάτιο και από το εσωτερικού του σπιτιού στον προαύλιο χώρο του πνευματικού κέντρου. Ο θεατής ήταν ελεύθερος να κάνει τη δική του πορεία, τη δική του χορογραφία στον χώρο και να επιλέξει με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό θα αφεθεί στο προτεινόμενο σύμπαν. Δεν σου κρύβω ότι ένα από τα κίνητρα μου για τη δημιουργία μιας τέτοιας συνθήκης ήταν και η έννοια της ανακύκλωσης που με απασχολεί ως άνθρωπο. Όχι γιατί είναι της μόδας η οικολογία αλλά γιατί πότισα κάποτε από τη μανία των γιαγιάδων μου να μην πετιέται τίποτα και όλα – ακόμη και το αλουμινόχαρτο – να ξαναχρησιμοποιείται 2 και 3 φορές. Στο θέατρο φτιάχνουμε ένα σωρό αντικείμενα, κοστούμια, ακόμη και χαρακτήρες που καταλήγουν σε κάποιο κουτί ή σε μια αποθήκη (ακόμη κι αυτή του μυαλού μας) και πολλά από αυτά τα ολοκληρωμένα ή ημιτελή θαυματάκια ήθελα πολύ να βρω έναν τρόπο να τα εκθέσω και να τεστάρω την συνύπαρξή τους. Επιπλέον, ήθελα να συναντηθώ με κάποιους καλλιτέχνες που δεν είχα καταφέρει να έχω στα σκηνικά μου έργα και αυτή ήταν η τέλεια ευκαιρία.
– Ο Graham Watts στο “Dance Tabs” έχει χαρακτηρίσει τις παραστάσεις σου ως «αναρχικό θέατρο». Πώς νιώθεις γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό; Τι είναι για σένα αναρχικό θέατρο;
Αναρχικό φαντάζομαι είναι αυτό που δεν ακολουθεί την πεπατημένη, αυτό που αναζητά κάτι το μη αναμενόμενο ή τετριμμένο. Ως αναρχικό θέατρο αντιλαμβάνομαι αυτό που εξερευνά σκηνικούς τρόπους που δύσκολα θα τους βρεις Σάββατο βράδυ σε ένα κεντρικό θέατρο στην Αθήνα. Θα ήταν ωραίο να τον βρούμε και να τον ρωτήσουμε τι είχε στο νου του αλλά αν με αυτό τον τρόπο μιλά για ένα θέατρο που ανατρέπει τους κανόνες και επανεφευρίσκει τον εαυτό του τότε το ακούω ως μεγάλο κοπλιμέντο αν και νομίζω ότι κάθε τέτοιο σχόλιο (όσο υπέροχο soundbite κι αν είναι για την προώθηση της δουλειάς σου) πρέπει να το διαβάζεις με ένα λίγο λοξό μάτι και να προχωράς παρακάτω.
– Tι είναι πολιτικό στον σύγχρονο χορό;
Έλα μου ντε… κι από την άλλη και τι δεν είναι; Κοίτα, δεν με βοηθούν και πολύ αυτοί οι όροι γιατί μου μοιάζει ότι μες τη φόρτιση που έχουν και την πολυσημαντότητα τους είναι επικίνδυνο να μη μας λένε και τίποτα – τόσο στο κοινό όσο και στους καλλιτέχνες. Φαντάσου τώρα να υπάρχει η αγωνία ενώ πας στην πρόβα και φτιάχνεις έργα σαν τα δικά μου σώνει και ντε να θες να τα κάνεις «πολιτικά». Μου ακούγεται σαν να βγαίνεις ραντεβού κι αντί να χαθείς στο φλερτ να σκέφτεσαι πώς θα αφήσεις ιστορία. Δεν ξέρω τι να πω… Εμένα νομίζω δεν με ενδιαφέρει και τόσο αν ένα έργο είναι πολιτικό ή όχι, περισσότερο με ενδιαφέρει αν λειτουργεί και σε ποιο επίπεδο.
– Έχεις κουραστεί να απαντάς στις ερωτήσεις «τι σήμαινε αυτό;» ή/και «τι ήθελες να πεις;». Έχεις κατακτήσει ένα κοινό που έχει κατακτήσει, με τη σειρά του, ότι τελικά τις “καλύτερες” απαντήσεις τις δίνει ο κάθε θεατής στον εαυτό του;
Δεν κουράζομαι να μιλάω για τα έργα μου, θα ήταν μεγάλο ψέμα να πω το αντίθετο. Με γαργαλάει πολύ ειδικά η κουβέντα με τον θεατή που επιμένει να θέλει να μου εκμαιεύσει το βαθύτερο νόημα του έργου μου ώστε να το καταλάβει, να το κουμπώσει, να το κλειδώσει, να το τακτοποιήσει και να κοιμηθεί ήσυχος το βράδυ με «τη σωστή» απάντηση. Γιατί όταν τον πιέζεις αυτόν τον θεατή να σου πει τι είδε εκείνος, τι κατάλαβε… και τον ακούς να παλεύει κομπιάζοντας μες την ανασφάλεια του, να λέει δειλά-δειλά ασυνάρτητες σκέψεις και ασύνδετους συνειρμούς σηκώνοντας τους ώμους σαν να σου λέει «δεν κατάλαβα και τίποτα, ό,τι να ‘ναι σου λέω τώρα…» κι εκεί που έτσι ασύνδετα τα λέει και σου θυμίζουν όλα ένα υπέροχο όνειρο και του λες ναι πες, πες, καλά το πας, μη σταματάς… κι εκείνος παίρνει θάρρος και φουσκώνει και ξαφνικά φτιάχνει μπροστά στα μάτια σου ένα εντελώς δικό του έργο – συχνά πολύ πιο ενδιαφέρον από αυτό που εγώ είχα στον νου μου – ε τότε είναι που σηκώνω τα χέρια ψηλά και λέω, ναι, γι’ αυτό αξίζει να κάνουμε έργα με ανοιχτά νοήματα και ανείπωτα μηνύματα. Είναι ένας ωραίος τρόπος να κρατήσεις έναν ποιητικό καθρέφτη στη ζωή που είναι γεμάτη ανασφάλειες, πόνο, ερωτήματα, γεννήσεις, αρρώστιες, θανάτους, χαρές, έρωτες, αγκαλιές με δάκρυα κτλ.
– Είναι περιττό να μιλάμε για τα έργα ή είναι περιττό να εξηγούμε τα έργα;
Είναι υπέροχο να μιλάμε για τα έργα και δεν το βρίσκω καθόλου περιττό να κάνουμε άπειρες κουβέντες πάνω σε αυτά ακόμη και να προσπαθούμε μανιωδώς και μάταια να τα ερμηνεύσουμε. Εκεί βρίσκεται κι όλη η γλύκα, στο «μετά» την παράσταση που πας με έναν δυο φίλους για λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι σου, να αμπελοφιλοσοφίσεις πάνω σε αυτό που είδες. Ειδικά για τα έργα που έχουν μηνύματα πιο κρυπτικά το βρίσκω το πιο όμορφο. Αυτό που πάντα με φέρνει σε αμηχανία είναι η δημόσια «ερμηνεία» ενός έργου από έναν «ειδικό» είτε λέγεται κριτική, είτε λέγεται «άποψη», είτε «ματιά»… Αυτό το έργο του ενός πάνω στο έργο του άλλου με αναστατώνει ακόμη και στις πιο καλοπροαίρετες εκδοχές του, αλλά τι να κάνουμε, έχουν κι οι άνθρωποι των λέξεων το δικαίωμα να εκφραστούν και με τον τρόπο τους να ανοίξουν ενός άλλου τύπου διάλογο με το κοινό… ακόμη κι αν το έργο που είδαν απέφυγε εσκεμμένα τις λέξεις σαν εργαλείο, ακόμη κι αν συχνά το αποτέλεσμα αυτής της διάδρασης μπορεί να είναι για το έργο «καταστροφικό». Και για να μην παρεξηγηθώ όταν λέω καταστροφικό μιλώ για την αθώα καταστροφή που μπορεί να συμβεί όταν έρχεται κάποιος μετά από ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο να στο εξηγήσει για να βεβαιωθεί ότι γέλασες με τον σωστό συνειρμό.
– Ποια είναι η πρώτη ερώτηση που κάνεις στον εαυτό σου όταν ξεκινάς να δουλεύεις μια παράσταση σου; Ποια είναι η τελευταία ερώτηση που κάνεις στον εαυτό σου πριν αποφασίσεις ότι είσαι έτοιμος να την παρουσιάσεις;
Η πρώτη ερώτηση είναι «γιατί το κάνω αυτό;» και η τελευταία είναι “όλα στη θέση τους;». Πάντα δηλαδή στην αρχή τεστάρω αν υπάρχει λόγος εσωτερικός και βαθύς. Αν υπάρχει δηλαδή ένας διακαής πόθος και μία γαργαλιστική δημιουργική φαγούρα που να μπορεί να κουνήσει βουνά – γιατί αλλιώς δεν γίνεται – και να δικαιολογήσει τον κάματο μιας ολόκληρης ομάδας να παίζει με λεπτές ισορροπίες για μήνες; Μετά η τελευταία ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου πριν την παρουσίαση του νέου έργου, πριν ανέβω δηλαδή στη σκηνή γιατί συνήθως εκεί είμαι, είναι αν είναι όλα στη θέση τους, αν δηλαδή τα αντικείμενα, τα φώτα, τα κοστούμια, οι άνθρωποι όλα όσα θα βοηθήσουν να συμβεί το σκηνικό γεγονός που οραματιστήκαμε για μήνες χωρίς συμβιβασμούς κι εκπτώσεις. Γιατί το κάνω και αν είναι όλα στη θέση τους. Αυτά ρωτάω εγώ.
Πληροφορίες παράστασης: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Συγγρού 107, 16 – 19 Φεβρουαρίου 2023, Κεντρική Σκηνή, Παραστάσεις: Πέμπτη έως Κυριακή 20:30, Διάρκεια παράστασης: 80’, Εισιτήρια, Κανονικό: 7, 13, 18, 22€, Μειωμένο, Φίλος ή Μικρή Παρέα (5-9 άτομα): 10, 14, 18€, Μεγάλη Παρέα (10+ άτομα): 9, 13, 16€, Κάτοικος Γειτονιάς: 7€, ΑΜΕΑ & Άνεργοι: 5€, Συνοδός ΑμεΑ: 10€, Ομαδικές κρατήσεις στο [email protected]