Όταν μιλάς με τη Εύη Σαουλίδου το χρώμα της φωνής της ζεσταίνει κάθε σκέψη ακόμη και όταν συζητάτε για το πόσο τυχαία είναι η ύπαρξη μας και πόσο φιασκό είναι αυτό που ονομάζουμε ζωή. Ίσως γιατί δεν κρύβεται απαισιοδοξία ή ακόμη χειρότερα κυνισμός πίσω από αυτά τα συμπεράσματα, αλλά αποδοχή μιας αλήθειας που ηρεμεί. Όπως την ηρεμούν οι φωτογραφίες του σύμπαντος από το τηλεσκόπιο Webb.
Βρεθήκαμε με αφορμή την παράσταση «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Στους φιλόξενους «Κόκκους Καφέ» ένα ήσυχο πρωινό με ωραίο φως μιλήσαμε για τα λαϊκά τραγούδια, το ψυχικό σθένος και τη στοχοποίηση της αντίληψης.
Αυτά είναι όσα μοιράστηκε μαζί μας:
Στην καραντίνα, λόγω κλειστών θεάτρων, μείναμε χωρίς ιδιότητα και αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον γιατί αναρωτήθηκα τι είναι η ιδιότητα στη ζωή μου και τι κάνουμε χωρίς αυτήν; Αν πούμε ότι εμένα πέντε χαρακτηριστικά με κάνουν καλλιτέχνη τι συμβαίνει όταν αυτά δεν μπορούν, πρακτικά, να βρουν έδαφος; Πού βρίσκονται; Εγκλωβίζονται; Παύουν να υπάρχουν; Δεν ξέρω ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά μου, ξέρω μόνο ότι κάτι με σπρώχνει προς τα εκεί.
Κάποια στιγμή σκέφτηκα τον Γιαννούλη Χαλεπά. Ο μεγαλύτερος γλύπτης της Ελλάδας έμεινε μακριά από αυτό που αγαπούσε για τριάντα χρόνια και δεν θα αντέξουμε εμείς δύο χρόνια καραντίνας; Ήταν ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης της χώρας εκείνη την εποχή και τον έψαξαν τρεις άνθρωποι. Ε, κάπως έτσι μου ήρθε ότι γενικά δεν τρέχει και τίποτα. Θέλω να πω, ότι δεν μας δίνουν πολλή σημασία. Σίγουρα υπάρχει κόσμος που χρειάζεται το θέατρο, το χρειάζεται πολύ και αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξακολουθούμε να υπάρχουμε. Θέλουμε να κάνουμε θέατρο γι’ αυτόν τον κόσμο. Όμως παράλληλα νομίζω ότι στοχεύεται η απλότητα της κατανόησης και η βαθιά αντίληψη του ενστίκτου, καθώς όλα μπολιάζονται σιγά σιγά με ένα δήθεν πράγμα. Οπότε απ’ αυτό, που εξαπλώνεται σαν ιός παντού, καλύτερα να απέχεις.
Στη «Στέλλα» του Καμπανέλλη, όπως και σε κάτι μικρά σπίτια άλλης εποχής που διασώζονται ακόμη στην Αθήνα, διακρίνουμε κάποια περισσότερα τετραγωνικά αξιοπρέπειας, ελευθερίας, φτώχειας και προσπάθειας να δούμε πώς θα σταθούμε ξανά στα πόδια μας. Πιστεύω ότι τον τελευταίο αιώνα οι άνθρωποι προσπαθούν να ορθοποδήσουν μετά από πολέμους, καταστροφές, πείνες. Πάντα τραυματισμένοι βγαίνουν αλλά και πάντα με ελπίδα. Από την πολλή σφαλιάρα που τρώμε ενώ προσπαθούμε να σηκωθούμε, σηκωνόμαστε όλο και πιο δύσκολα. Αν κάτι αναζητώ σε αυτά τα κείμενα και σε εκείνη την εποχή είναι η πίστη του ανθρώπου να προσπαθήσει και να το ξαναστήσει όλο απ’ την αρχή και η πεποίθηση ότι το τραύμα είναι κάτι που μας ενώνει και μαζί με αυτό θα πορευτούμε.
Η αδυναμία του ανθρώπου να πράξει το «θα τα καταφέρουμε απ’ την αρχή» είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Η Στέλλα και ο Μίλτος είναι δύο πρόσωπα που δεν μπορούν να τα καταφέρουν μετά από την τόση αγριότητα που έχουν βιώσει. Το τραύμα τους φέρνει όμως κοντά, ενώ με τον Αλέκο δεν γίνεται να λειτουργήσει έτσι γιατί αυτό το παιδί είναι από αλλού.
Δεν θέλω να εξιδανικεύσω μια εποχή αλλά έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στο λαϊκό ένστικτο των ανθρώπων του ’55. Θεωρώ ότι σήμερα το λαϊκό ένστικτο είναι διαβρωμένο. Άλλωστε αυτό νομίζω ότι είναι ο στόχος, να μην υπάρχει δηλαδή εντιμότητα. Και σήμερα υπάρχουν τα λαϊκά στρώματα που θέλουν να καταφέρουν στη ζωή τους κάτι όμορφο. Τότε όμως ήθελαν να συνεργαστούν με τον Τσιτσάνη και σήμερα θέλουν να πάνε στο The Voice. Ο άνθρωπος είχε ένα όνειρο να φτιάξει κάτι, να γίνει κάτι. Νιώθω ότι τώρα θέλουν να γίνονται όλα εύκολα.
Διδάσκω σε δραματική σχολή φέτος για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί δεν ήθελα να μπω σε αυτή την αλυσίδα των πολλών μαθητών, των ιδιωτικών σχολών. Προσπαθώ όμως να είμαι πολύ συνεπής και το μόνο που θέλω να κάνω είναι να τους ξυπνήσω την αντίληψη. Νομίζω ότι είναι στόχος να μας πατήσουν κάτω την αντίληψη. Θέλουν να υπάρχει κάτι που να είναι βωβό, τυφλό, να είναι ένα πράγμα στο οποίο μπορεί να γίνεται πλύση.
Το αίσθημα πια θεωρείται μπανάλ και έχει ποινικοποιηθεί. Είναι σαν τα πάντα να αφορούν το μυαλό, τη σκέψη, όλα να προσλαμβάνονται εγκεφαλικά, να υπάρχουν μόνο εγκεφαλικοί δρόμοι πρόσληψης στην Τέχνη. Είναι σαν μην προσπαθείς να βρεις έναν πολύ βασικό στόχο της ανθρώπινης ύπαρξης, το συναίσθημα. Αν μας δεις τον έναν δίπλα στον άλλον είμαστε τόσο διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι.
Σήμερα είναι σαν ντρέπεται ο κόσμος να τον αγγίξει ένα λαϊκό τραγούδι. Υπήρχε ένα κοινό στο οποίο απευθύνονταν αυτά τα τραγούδια για να το εκφράσουν, ήταν οι άνθρωποι που για να μπορέσουν να σηκώσουν τον τενεκέ με το φορτίο, πχ τα οικοδομικά υλικά, ταυτόχρονα τραγουδούσαν. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις αυτό ταυτόχρονα, αλλά δείχνει τη θέληση την ώρα της προσπάθειας να κρατήσεις ένα άλλο σημείο του κορμιού σου και της ύπαρξης σου χαλαρό. Αυτή την περιοχή οι άνθρωποι τώρα την αρνούνται, αρνούνται μέσα τους τον πόνο, το μεράκι, το σεκλέτι. Γι’ αυτό δεν υπάρχει πια λαϊκό τραγούδι. Γιατί όλα πρέπει να εναρμονίζονται με την εγκεφαλική ρυθμολογία και ταχύτητα της εποχής.
Ψυχικός σθένος για μένα είναι μια εσωτερική δύναμη που στόχο έχει ένα ιδανικό. Δυσκολευόμαστε να έχουμε ένα ιδανικό, σαν να είναι όλα γκρεμισμένα, πετσοκομμένα. Το ψυχικό σθένος εμπεριέχει την πίστη ότι αξίζει να μιλήσω για κάτι ευαίσθητο, για κάτι τρυφερό. Είναι σθένος να μην πετρώσω την ευαισθησία μου αλλά αντιθέτως να την έχω διαθέσιμη και ανοιχτή, να την έχω μαζί μου για να υπερασπιστώ ένα ιδανικό, μια ιδέα.
Τηλεόραση δεν έχω κάνει ποτέ. Έχω συζητήσει αρκετά τα τελευταία χρόνια όμως δεν έκατσε γιατί άλλες φορές δεν τα βρήκαμε στα οικονομικά, άλλες φορές δεν γινόταν γιατί ήθελα να κάνω κάτι άλλο που για εμένα είχε προτεραιότητα. Αν κάνεις τηλεόραση, έτσι που είναι τα προγράμματα όλων, δεν μπορείς να κάνεις θέατρο. Δεν βρίσκουν οι άνθρωποι ώρες να κάνουν πρόβες στο θέατρο. Άλλοι κάνουν πρόβα 8 το βράδυ με 2 τα ξημερώματα, πράγμα που κατά τη γνώμη μου δεν γίνεται. Αν έκανα τηλεόραση φέτος δεν θα έκανα τη «Στέλλα» και να σου πω την αλήθεια, πιο πολύ ήθελα να κάνω τη «Στέλλα». Ακόμη δεν έχει κουμπώσει τέλος πάντων. Τώρα όπως έχω ρίξει το βάρος μου στο θέατρο και θα ήθελα να ρίξω άλλα τόσα χρόνια το βάρος μου στο σινεμά. Μου λείπει και είναι ένα κεφάλαιο που θέλω να ανοίξει.
Το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί στη ζωή μου είναι ότι έβαλα ένα σκυλί στη ζωή μου, και πέρα από όλα τα άλλα οφέλη και όσα μου έχει διδάξει, μου έβαλε την καθημερινή βόλτα στο πρόγραμμά μου, ειδικά το πρωί. Εγώ με το πρωί δεν τα πήγαινα καλά, πολλές φορές ήμουν και θλιμμένη. Αν πας όμως μια βόλτα σίγουρα μετά γυρίζεις καλύτερα. Είμαι πολύ χαρούμενη που χάρη σε αυτήν μπήκε η πρωινή βόλτα στη ζωή μου. Σταδιακά ξεκίνησα και το τρέξιμο, όταν ήταν μικρή τρέχαμε μαζί, τώρα έχει μεγαλώσει και τρέχω μόνη μου. Όταν ζεις μαζί με ένα ζώο έχεις ένα κομμάτι αγάπης για πάντα που ανήκει μόνο σε αυτό.
Το όποιο πρόβλημά μου το παίρνω αγκαζέ και πάω να υπάρξω με άξονα το καλό, αν υπάρχει αυτό το πράγμα, για όσα χρόνια έχω σε αυτό τον κόσμο. Καμιά φορά όταν δυσκολεύομαι πολύ με τα πράγματα ανοίγω και βλέπω μια φωτογραφία από το τηλεσκόπιο Webb και ησυχάζω, πραγματικά ησυχάζω. Δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα και δεν σου φταίει και κανείς που δεν υπάρχει λύση. Έτσι κι αλλιώς είναι ένα φιάσκο το πράγμα. Τι λύση να υπάρχει; Το ότι σε πετάξαν μέσα σε όλο αυτό σημαίνει να δεις έναν ωραίο φως του ήλιου στην Ασκληπιού αλλά σημαίνει και να περάσεις από τις δυσκολίες των ασθενειών, να πεθαίνουν οι άνθρωποι γύρω σου, κάποια στιγμή να πεθάνεις κι εσύ. Είναι φιάσκο˙ πώς να λυθεί αυτό το φιάσκο;
Είναι τυχαία η ύπαρξη μας εδώ, τι να πούμε. Καμιά φορά καθόμαστε, μιλάμε, κάνουμε συνεντεύξεις, λέμε διάφορα και αισθάνομαι αστεία αναλογιζόμενη τη φωτογραφία του σύμπαντος. Όλα μέσα μας είναι ποσοστά υλικών και όλη μας τη ζωή παλεύουμε τι θα κάνουμε με αυτά τα υλικά. Ούτε να τα πάρεις πολύ στα σοβαρά πρέπει, ούτε να μην αναγνωρίσεις ότι είναι ένα θαύμα που βρέθηκες εδώ.
➭ Info: «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Παίζουν (αλφαβητικά): Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Κατερίνα Λυπηρίδου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Γιάννος Περλέγκας, Εύη Σαουλίδου, Θοδωρής Σκυφτούλης, Μιχάλης Τιτόπουλος Μουσικός επί σκηνής: Στράτος Γκρίντζαλης.Παραστάσεις έως 22 Ιανουαρίου, Τετάρτη και Κυριακή 19.00, Πέμπτη 21.00, Παρασκευή και Σάββατο 20.30. Θέατρο Τέχνης, Φρυνίχου 14. Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης με το Εθνικό Θέατρο.