Η Εύα Κοτανίδη είναι μια πολυδιάστατη καλλιτέχνις που ενσωματώνει την υποκριτική, τη μετάφραση και την παραγωγή σε μια μοναδική δημιουργική προσωπικότητα. Στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής της δραστηριότητας βρίσκεται η παράσταση που έχει αναλάβει να θεατροποιήσει το βιβλίο-μανιφέστο της Βιρζινί Ντεπάντ, “Αγαπητέ μαλάκα”, όπου όχι μόνο έχει συλλάβει την ιδέα αλλά και πρωταγωνιστεί στο Μικρό Γκλόρια.
Έχοντας διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο, αποδεικνύει ότι η τέχνη μπορεί να είναι ένα ισχυρό μέσο έκφρασης και κοινωνικής κριτικής, κι έτσι η ικανότητά της να συνδυάζει διαφορετικές μορφές τέχνης την καθιστά μια ξεχωριστή περίπτωση στον καλλιτεχνικό χώρο. Στην παράσταση, η Κοτανίδη ερευνά τις έμφυλες σχέσεις, την πατριαρχική βία και την ενδιάμεση ζώνη επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Αυτά τα θέματα είναι εξαιρετικά επίκαιρα και αναγκαία για τον σύγχρονο διάλογο γύρω από τις κοινωνικές δομές και τις ανθρώπινες σχέσεις. Μέσα από τη θεατρική της προσέγγιση, προσκαλεί το κοινό να αναστοχαστεί πάνω στις δυναμικές αυτές, δημιουργώντας έναν χώρο όπου οι φωνές των γυναικών μπορούν να ακουστούν δυνατά.
Με αφορμή την παράσταση “Αγαπητέ Μαλάκα” τo Olafaq μίλησε μαζί της για τις έμφυλες σχέσεις, την πατριαρχική βία και την ενδιάμεση ζώνη επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα.
– Το “Αγαπητέ μαλάκα” έχει στο επίκεντρό του μια σταρ του σινεμά που περνάει στο περιθώριο. Tι ήταν αυτό που σου κέντρισε το ενδιαφέρον σε αυτή;
Η ηρωΐδα είναι σε μια κατάσταση μετάβασης όσο μεγαλώνει και κάνει decline λόγω της ηλικίας, έχοντας συνηθίσει να είναι μια θεά και ξαφνικά γερνάει, παχαίνει, δεν αναγνωρίζει το σώμα της. Το έχω ζήσει σε έναν βαθμό αυτό που έχει ζήσει αυτή η γυναίκα και είναι πιο έντονο σε εμάς λόγω της κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης. Το γεγονός ότι μπορεί και σήμερα κάποιος να πει κάτι κολακευτικό προς εμένα ή σε μια γυναίκα της ηλικίας μου δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν αισθανόμαστε όπως πριν, όταν βλέπεις εσένα την ίδια να αλλάζεις δίχως να έχεις αλλάξει τίποτα από τις συνήθειές σου. Και πρέπει να το αντιμετωπίσεις όλο αυτό με πολύ συγκεκριμένους τρόπους για να μπορέσεις να πεις ότι είσαι καλά, όπως και παλιά, απλά πιο μεγάλη.
– Πέρα από την πτώση και την άνοδο έχω την αίσθηση πως η Λατέ είναι η αφορμή της Ντιπάντ ώστε να μιλήσει για την πλέον τοξική διάσταση της έμφυλης ανισότητας.
H ηρωΐδα της Ντιπάντ, την οποία εμπνέεται με σημείο αναφοράς την Γαλλίδα σταρ Μπεατρίς Νταλ, με τη διαφοροποίηση ότι η Ρεμπέκα Λατέ σε αντίθεση με την πρώτη ντίβα, κλασική σταρ. Μιλάμε για μια περσόνα βουτηγμένη στις καταχρήσεις, που νόμιζε πως η επιτυχία της της εξασφάλιζε ότι δεν θα αντιμετωπίσει ποτέ κανένα πρόβλημα. Αυτό είναι και το σοκ της πτώσης της, όταν καταλαβαίνει πια ότι γερνώντας δεν έχει τις πλάτες των κακών αγοριών που την περιέβαλαν, των drug dealers, των μπράβων, των αγοριών της νύχτας, των μποξέρ, όλων αυτών που της εξασφάλιζαν μια κάποιου είδους «προστασία». Οπότε, εκφράζει και μια παλιότερη φουρνιά γυναικών που πρόθυμες να παίξουν το παιχνίδι» δικαιολογούσαν όλη αυτή την τοξική αρρενωπότητα. Δεν είναι μια μονοδιάστατη φιγούρα η Λατέ, εκφράζει εκτός από την πτώση και την άνοδο, μια αλλαγή της ίδιας προς το καλύτερο. Είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου ότι χάρη στην επικοινωνία της με τον Όσκαρ Ζαγιάκ, τον άνδρα της υπόθεσης, αλλάζουν και οι δύο τη ζωή τους. Η Ρεμπέκα βρίσκει την ισορροπία της λέει «είμαι 50 και ξέρω ποια είμαι, παρά τους φόβους μου». Όλη η ιστορία είναι ένα πολυδιάστατο πράγμα, για αυτό και μπήκα στη διαδικασία του ρόλου, όχι απλά για να αποτυπώσω το πως είναι μια γυναίκα σε decline αλλά για να δείξω πως το ξεπερνάει και μάλιστα μέσα από την υγιή φιλία της με έναν άνδρα και σε μια φάση που αρχίζει και ενστερνίζεται τον φεμινισμό, δίχως να διστάζει να τα «χώσει» στις υπερβολές του φεμινιστικού κινήματος. Συμβολίζει αν θες και αυτού του είδους τη μέση λύση, της συνεννόησης μεταξύ των δύο φύλων.
– Το έργο θίγει και την διάσταση της επικοινωνίας μέσα από τα social media, την απόσταση που δημιουργούν. Πως «διαβάζεις» αυτή τη διάσταση του έργου;
Νομίζω πως όλη αυτή η τεχνητή ένταση και η στρατοπέδευση που βλέπουμε στον κόσμο των social media ακουμπάει στην ανάγκη μας να δημιουργήσουμε μια ταυτότητα, έστω ψεύτικη. Η Ζοέ Κατανά, ο τρίτος ρόλος του έργου βρίσκει μια ταυτότητα και έναν λόγο ύπαρξης. Και είναι πάρα πολύ αυτοί που αποκτούν μια σημαντικότητα μέσα από αυτό τον δίαυλο, τους τροφοδοτεί σε βαθμό εξάρτησης αλλά όλο αυτό είναι ψεύτικο γιατί θεωρεί ο άλλος ότι αυτά που λέει είναι σημαντικά για κάποιον λόγο. Και υπάρχει και μια εσωστρέφεια, έχει καλλιεργηθεί μια τάση να τροφοδοτείς με περιεχόμενο όσους συμφωνούν μαζί σου. Μην παρεξηγηθώ, υπάρχουν γόνιμοι τρόποι να καταπιαστείς με τα social media, υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να δημιουργήσουν μια συνειδητότητα, ένα παράδειγμα είναι η Γαλλοιρανή ηθοποιός Γκοσλιφτέχ Φαραχανί, που μιλάει μέσω Instagram για την φρικτή κατάσταση καταπίεσης των γυναικών στο Ιράν. Υπάρχει όμως και η γνώριμη τάση όπου κάποιοι ψάχνουν κάποιους να τσακωθούν με απώτερο στόχο να επιβεβαιώσουν την υπεροχή τους. Πρέπει να κάνουμε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στο για ποιους μιλάμε, αν έχουμε να πούμε κάτι σημαντικό για την ανθρωπότητα ή αν επιστρέφουμε μονίμως στον εαυτό μας.
– Επιστρέφω στην έμφυλη διάσταση. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo τι εικόνα έχεις για την εικόνα που επικρατεί στο θέατρο σχετικά με την θέση της γυναίκας σε αυτό. Σε τι στάδιο θεωρείς πως βρισκόμαστε σήμερα;
Είναι καλό που φοβούνται όσοι είχαν τις χειρότερες προθέσεις, εξαιτίας και όσων βγήκαν στην επιφάνεια και αργότερα ακολούθησαν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Για αυτό και θεωρώ πως αυτός είναι και ο λόγος που δεν ακούμε τόσα πολλά πράγματα, δεν είναι τυχαίο ότι σε άλλα «επιφανή» επαγγέλματα κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει και να αναδείξει το θέμα, είμαι σίγουρη πως αν π.χ. πήγαινε η κουβέντα στους δημοσιογράφους ή τους πολιτικούς θα γινόταν το «έλα να δεις και κάτσε να θαυμάσεις». Γενικότερα το θέμα της παρενόχλησης και της κακοποίησης αφορά όλη την κοινωνία ευρύτερα και ακουμπάει στο ζήτημα της εξουσίας, στο δικαίωμα που νομίζει πως έχει κάποιος να ορίζει τη ζωή κάποιου άλλου και να κυριαρχεί πάνω σε αυτόν. Το βλέπουμε με τον πιο ενδεικτικό τρόπο στο φαινόμενο της γυναικοκτονίας, που ακόμη και σήμερα είναι αδιανόητα ανεκτή ως γεγονός, όπως λέει και η Ντιπόντ στο βιβλίο.
– Η κομβική λέξη είναι εξουσία. Υπάρχει η γυναικοκτονία, που συνιστά το κορυφαίο είδος πατριαρχικής βίας. Υπάρχουν άλλες μορφές εξουσίας πιο άμεσες αλλά εξαιρετικά ψυχοφθόρες. Τελικά υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα δίχως τον ίδιο τον παράγοντα εξουσία;
Δεν μπορεί να υπάρξει κάποιου είδους ουσιαστική σχέση μέσα από μια προσπάθεια να εξουσιάζει ο ένας τον άλλον, και αναφέρομαι σε οποιαδήποτε είδους σχέση. Δεν είναι συστατικό μιας ισορροπημένης σχέσης το να αποπειράσαι να μακελέψεις τον άλλον, ακόμη και συναισθηματικά, που είναι εξόχως επικίνδυνη μορφή σύγκρουσης αν σκεφτείς πως αυτού του είδους η βία δεν «γράφει» άμεσα αλλά σε βάζει σε κατάσταση πολέμου. Αυτό μου αρέσει στο δίδυμο του Όσκαρ και της Ρεμπέκα, ότι ξεκινάνε από έναν μικρό πόλεμο και στην πορεία δημιουργούν μια ουσιαστική σχέση, που δεν είναι βασισμένη στο πάρε-δώσε αλλά στις πληγές που μοιράζονται.
– Γυναίκα και καλλιτέχνιδα. Ποια είναι τα δύσβατα σημεία αυτής της συνύπαρξης αυτών των δύο ταυτοτήτων;
Υπάρχει το καθαρά γυναικείο κομμάτι, το οποίο αφορά το κομμάτι της εμμηνόπαυσης και της κλιμακτηρίου, μιας πολύ δύσκολης φάσης στη ζωή της γυναίκας και στο οποίο δεν υπάρχει καμία υποστήριξη από πουθενά. Και μια γυναίκα έχει να εισπράξει όλο αυτό το βάρος της επίκρισης για το σώμα της μαζί με όλα τα άλλα, όλη αυτή τη λογική που την βλέπει σαν ένα κομμάτι κρέας. Και οφείλουμε όσοι εκφραζόμαστε δημόσια, είτε επί σκηνής είτε με την πένα, να καλλιεργούμε με τον τρόπο που μπορούμε μια αντίστροφη συνειδητότητα, την σκέψη ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι όμορφος σε όλες του τις φάσεις κόντρα στις καθιερωμένες πατριαρχικές πεποιθήσεις ότι μια γυναίκα στα 50 τελείωσε. Σε ό,τι αφορά τον χώρο μας, η ζήτηση σε άνδρες ηθοποιούς λόγω πληθυσμιακής υπεροχής των γυναικών δημιουργεί ένα ζήτημα επιλογής, το οποίο έρχεται να προστεθεί ήδη στο γεγονός ότι οι άντρες συνάδελφοι παίρνουν αμείβονται πολύ καλύτερα. Αυτό φυσικά δεν ισχύει μόνο για τον χώρο της Τέχνης, ισχύει παντού. Είναι χαρακτηριστικό το βίντεο μιας Γαλλίδας stand up comedian που παρακολουθούσα πρόσφατα και ανέλυε πόσο διαφορετικά θα ήταν μια σειρά από αλληλεπιδράσεις μας αν οι γυναίκες αποτίναζαν αυτά τα μικρά ψεύδη που φτιάχνουν μια αλυσίδα συμβιβασμών που καθησυχάζουν τους άνδρες, από το σεξ έως τη δουλειά. Αν οι γυναίκες έλεγαν την πραγματικότητα για την καθημερινότητά τους τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Το πιο δύσκολο πράγμα λοιπόν στο να είσαι γυναίκα σήμερα είναι να πεις τα πράγματα με το όνομά τους.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Η Εύα Κοτανίδη είναι μια πολυδιάστατη καλλιτέχνις που ενσωματώνει την υποκριτική, τη μετάφραση και την παραγωγή σε μια μοναδική δημιουργική προσωπικότητα. Στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής της δραστηριότητας βρίσκεται η παράσταση που έχει αναλάβει να θεατροποιήσει το βιβλίο-μανιφέστο της Βιρζινί Ντεπάντ, “Αγαπητέ μαλάκα”, όπου όχι μόνο έχει συλλάβει την ιδέα αλλά και πρωταγωνιστεί στο Μικρό Γκλόρια.
Έχοντας διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο, αποδεικνύει ότι η τέχνη μπορεί να είναι ένα ισχυρό μέσο έκφρασης και κοινωνικής κριτικής, κι έτσι η ικανότητά της να συνδυάζει διαφορετικές μορφές τέχνης την καθιστά μια ξεχωριστή περίπτωση στον καλλιτεχνικό χώρο. Στην παράσταση, η Κοτανίδη ερευνά τις έμφυλες σχέσεις, την πατριαρχική βία και την ενδιάμεση ζώνη επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Αυτά τα θέματα είναι εξαιρετικά επίκαιρα και αναγκαία για τον σύγχρονο διάλογο γύρω από τις κοινωνικές δομές και τις ανθρώπινες σχέσεις. Μέσα από τη θεατρική της προσέγγιση, προσκαλεί το κοινό να αναστοχαστεί πάνω στις δυναμικές αυτές, δημιουργώντας έναν χώρο όπου οι φωνές των γυναικών μπορούν να ακουστούν δυνατά.
Με αφορμή την παράσταση “Αγαπητέ Μαλάκα” τo Olafaq μίλησε μαζί της για τις έμφυλες σχέσεις, την πατριαρχική βία και την ενδιάμεση ζώνη επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα.
– Το “Αγαπητέ μαλάκα” έχει στο επίκεντρό του μια σταρ του σινεμά που περνάει στο περιθώριο. Tι ήταν αυτό που σου κέντρισε το ενδιαφέρον σε αυτή;
Η ηρωΐδα είναι σε μια κατάσταση μετάβασης όσο μεγαλώνει και κάνει decline λόγω της ηλικίας, έχοντας συνηθίσει να είναι μια θεά και ξαφνικά γερνάει, παχαίνει, δεν αναγνωρίζει το σώμα της. Το έχω ζήσει σε έναν βαθμό αυτό που έχει ζήσει αυτή η γυναίκα και είναι πιο έντονο σε εμάς λόγω της κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης. Το γεγονός ότι μπορεί και σήμερα κάποιος να πει κάτι κολακευτικό προς εμένα ή σε μια γυναίκα της ηλικίας μου δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν αισθανόμαστε όπως πριν, όταν βλέπεις εσένα την ίδια να αλλάζεις δίχως να έχεις αλλάξει τίποτα από τις συνήθειές σου. Και πρέπει να το αντιμετωπίσεις όλο αυτό με πολύ συγκεκριμένους τρόπους για να μπορέσεις να πεις ότι είσαι καλά, όπως και παλιά, απλά πιο μεγάλη.
– Πέρα από την πτώση και την άνοδο έχω την αίσθηση πως η Λατέ είναι η αφορμή της Ντιπάντ ώστε να μιλήσει για την πλέον τοξική διάσταση της έμφυλης ανισότητας.
H ηρωΐδα της Ντιπάντ, την οποία εμπνέεται με σημείο αναφοράς την Γαλλίδα σταρ Μπεατρίς Νταλ, με τη διαφοροποίηση ότι η Ρεμπέκα Λατέ σε αντίθεση με την πρώτη ντίβα, κλασική σταρ. Μιλάμε για μια περσόνα βουτηγμένη στις καταχρήσεις, που νόμιζε πως η επιτυχία της της εξασφάλιζε ότι δεν θα αντιμετωπίσει ποτέ κανένα πρόβλημα. Αυτό είναι και το σοκ της πτώσης της, όταν καταλαβαίνει πια ότι γερνώντας δεν έχει τις πλάτες των κακών αγοριών που την περιέβαλαν, των drug dealers, των μπράβων, των αγοριών της νύχτας, των μποξέρ, όλων αυτών που της εξασφάλιζαν μια κάποιου είδους «προστασία». Οπότε, εκφράζει και μια παλιότερη φουρνιά γυναικών που πρόθυμες να παίξουν το παιχνίδι» δικαιολογούσαν όλη αυτή την τοξική αρρενωπότητα. Δεν είναι μια μονοδιάστατη φιγούρα η Λατέ, εκφράζει εκτός από την πτώση και την άνοδο, μια αλλαγή της ίδιας προς το καλύτερο. Είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου ότι χάρη στην επικοινωνία της με τον Όσκαρ Ζαγιάκ, τον άνδρα της υπόθεσης, αλλάζουν και οι δύο τη ζωή τους. Η Ρεμπέκα βρίσκει την ισορροπία της λέει «είμαι 50 και ξέρω ποια είμαι, παρά τους φόβους μου». Όλη η ιστορία είναι ένα πολυδιάστατο πράγμα, για αυτό και μπήκα στη διαδικασία του ρόλου, όχι απλά για να αποτυπώσω το πως είναι μια γυναίκα σε decline αλλά για να δείξω πως το ξεπερνάει και μάλιστα μέσα από την υγιή φιλία της με έναν άνδρα και σε μια φάση που αρχίζει και ενστερνίζεται τον φεμινισμό, δίχως να διστάζει να τα «χώσει» στις υπερβολές του φεμινιστικού κινήματος. Συμβολίζει αν θες και αυτού του είδους τη μέση λύση, της συνεννόησης μεταξύ των δύο φύλων.
– Το έργο θίγει και την διάσταση της επικοινωνίας μέσα από τα social media, την απόσταση που δημιουργούν. Πως «διαβάζεις» αυτή τη διάσταση του έργου;
Νομίζω πως όλη αυτή η τεχνητή ένταση και η στρατοπέδευση που βλέπουμε στον κόσμο των social media ακουμπάει στην ανάγκη μας να δημιουργήσουμε μια ταυτότητα, έστω ψεύτικη. Η Ζοέ Κατανά, ο τρίτος ρόλος του έργου βρίσκει μια ταυτότητα και έναν λόγο ύπαρξης. Και είναι πάρα πολύ αυτοί που αποκτούν μια σημαντικότητα μέσα από αυτό τον δίαυλο, τους τροφοδοτεί σε βαθμό εξάρτησης αλλά όλο αυτό είναι ψεύτικο γιατί θεωρεί ο άλλος ότι αυτά που λέει είναι σημαντικά για κάποιον λόγο. Και υπάρχει και μια εσωστρέφεια, έχει καλλιεργηθεί μια τάση να τροφοδοτείς με περιεχόμενο όσους συμφωνούν μαζί σου. Μην παρεξηγηθώ, υπάρχουν γόνιμοι τρόποι να καταπιαστείς με τα social media, υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να δημιουργήσουν μια συνειδητότητα, ένα παράδειγμα είναι η Γαλλοιρανή ηθοποιός Γκοσλιφτέχ Φαραχανί, που μιλάει μέσω Instagram για την φρικτή κατάσταση καταπίεσης των γυναικών στο Ιράν. Υπάρχει όμως και η γνώριμη τάση όπου κάποιοι ψάχνουν κάποιους να τσακωθούν με απώτερο στόχο να επιβεβαιώσουν την υπεροχή τους. Πρέπει να κάνουμε αυτή τη διάκριση ανάμεσα στο για ποιους μιλάμε, αν έχουμε να πούμε κάτι σημαντικό για την ανθρωπότητα ή αν επιστρέφουμε μονίμως στον εαυτό μας.
– Επιστρέφω στην έμφυλη διάσταση. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του #MeToo τι εικόνα έχεις για την εικόνα που επικρατεί στο θέατρο σχετικά με την θέση της γυναίκας σε αυτό. Σε τι στάδιο θεωρείς πως βρισκόμαστε σήμερα;
Είναι καλό που φοβούνται όσοι είχαν τις χειρότερες προθέσεις, εξαιτίας και όσων βγήκαν στην επιφάνεια και αργότερα ακολούθησαν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Για αυτό και θεωρώ πως αυτός είναι και ο λόγος που δεν ακούμε τόσα πολλά πράγματα, δεν είναι τυχαίο ότι σε άλλα «επιφανή» επαγγέλματα κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει και να αναδείξει το θέμα, είμαι σίγουρη πως αν π.χ. πήγαινε η κουβέντα στους δημοσιογράφους ή τους πολιτικούς θα γινόταν το «έλα να δεις και κάτσε να θαυμάσεις». Γενικότερα το θέμα της παρενόχλησης και της κακοποίησης αφορά όλη την κοινωνία ευρύτερα και ακουμπάει στο ζήτημα της εξουσίας, στο δικαίωμα που νομίζει πως έχει κάποιος να ορίζει τη ζωή κάποιου άλλου και να κυριαρχεί πάνω σε αυτόν. Το βλέπουμε με τον πιο ενδεικτικό τρόπο στο φαινόμενο της γυναικοκτονίας, που ακόμη και σήμερα είναι αδιανόητα ανεκτή ως γεγονός, όπως λέει και η Ντιπόντ στο βιβλίο.
– Η κομβική λέξη είναι εξουσία. Υπάρχει η γυναικοκτονία, που συνιστά το κορυφαίο είδος πατριαρχικής βίας. Υπάρχουν άλλες μορφές εξουσίας πιο άμεσες αλλά εξαιρετικά ψυχοφθόρες. Τελικά υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα δίχως τον ίδιο τον παράγοντα εξουσία;
Δεν μπορεί να υπάρξει κάποιου είδους ουσιαστική σχέση μέσα από μια προσπάθεια να εξουσιάζει ο ένας τον άλλον, και αναφέρομαι σε οποιαδήποτε είδους σχέση. Δεν είναι συστατικό μιας ισορροπημένης σχέσης το να αποπειράσαι να μακελέψεις τον άλλον, ακόμη και συναισθηματικά, που είναι εξόχως επικίνδυνη μορφή σύγκρουσης αν σκεφτείς πως αυτού του είδους η βία δεν «γράφει» άμεσα αλλά σε βάζει σε κατάσταση πολέμου. Αυτό μου αρέσει στο δίδυμο του Όσκαρ και της Ρεμπέκα, ότι ξεκινάνε από έναν μικρό πόλεμο και στην πορεία δημιουργούν μια ουσιαστική σχέση, που δεν είναι βασισμένη στο πάρε-δώσε αλλά στις πληγές που μοιράζονται.
– Γυναίκα και καλλιτέχνιδα. Ποια είναι τα δύσβατα σημεία αυτής της συνύπαρξης αυτών των δύο ταυτοτήτων;
Υπάρχει το καθαρά γυναικείο κομμάτι, το οποίο αφορά το κομμάτι της εμμηνόπαυσης και της κλιμακτηρίου, μιας πολύ δύσκολης φάσης στη ζωή της γυναίκας και στο οποίο δεν υπάρχει καμία υποστήριξη από πουθενά. Και μια γυναίκα έχει να εισπράξει όλο αυτό το βάρος της επίκρισης για το σώμα της μαζί με όλα τα άλλα, όλη αυτή τη λογική που την βλέπει σαν ένα κομμάτι κρέας. Και οφείλουμε όσοι εκφραζόμαστε δημόσια, είτε επί σκηνής είτε με την πένα, να καλλιεργούμε με τον τρόπο που μπορούμε μια αντίστροφη συνειδητότητα, την σκέψη ότι ένας άνθρωπος μπορεί να είναι όμορφος σε όλες του τις φάσεις κόντρα στις καθιερωμένες πατριαρχικές πεποιθήσεις ότι μια γυναίκα στα 50 τελείωσε. Σε ό,τι αφορά τον χώρο μας, η ζήτηση σε άνδρες ηθοποιούς λόγω πληθυσμιακής υπεροχής των γυναικών δημιουργεί ένα ζήτημα επιλογής, το οποίο έρχεται να προστεθεί ήδη στο γεγονός ότι οι άντρες συνάδελφοι παίρνουν αμείβονται πολύ καλύτερα. Αυτό φυσικά δεν ισχύει μόνο για τον χώρο της Τέχνης, ισχύει παντού. Είναι χαρακτηριστικό το βίντεο μιας Γαλλίδας stand up comedian που παρακολουθούσα πρόσφατα και ανέλυε πόσο διαφορετικά θα ήταν μια σειρά από αλληλεπιδράσεις μας αν οι γυναίκες αποτίναζαν αυτά τα μικρά ψεύδη που φτιάχνουν μια αλυσίδα συμβιβασμών που καθησυχάζουν τους άνδρες, από το σεξ έως τη δουλειά. Αν οι γυναίκες έλεγαν την πραγματικότητα για την καθημερινότητά τους τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Το πιο δύσκολο πράγμα λοιπόν στο να είσαι γυναίκα σήμερα είναι να πεις τα πράγματα με το όνομά τους.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.