Η Ελπίδα μας υποδέχεται χαμογελαστή στο σπίτι της, εξιστορεί με απλότητα και ζωντάνια την 50χρονη πορεία της στο τραγούδι και μας εξηγεί πόσο σημαντικό είναι για την καθημερινότητά της να είναι δημιουργική.
Στις 14 Δεκεμβρίου ξεκινά τις εμφανίσεις της στην μουσική παράσταση του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου που θα παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη και για λίγες μόνο παραστάσεις στο θέατρο Μπέλλος στην Πλάκα. Μιλάει με ενθουσιασμό για όσα θα έρθουν και όσα έχει ζήσει, αναφέρει συχνά τα παιδιά της και όλους τους αγαπημένους της ανθρώπους.
Είναι ζεστός και ειλικρινής άνθρωπος, φαίνεται τόσο στα λόγια της αλλά και στον τρόπο που μιλά. Αυτά είναι όσα μοιράστηκε μαζί μας:
Όταν βγαίνω να τραγουδήσω αισθάνομαι σα να βρίσκομαι στο σπίτι μου, μαζί με τους ανθρώπους που είναι από κάτω. Βλέπω επίσης πως ώρα με την ώρα τους κερδίζω τους ανθρώπους που έχουν έρθει να με ακούσουν˙ νιώθω ότι τους αγαπώ και με αγαπάνε. Δεν ήμουν ψώνιο ποτέ. Τα έβλεπα όλα φυσιολογικά, όπως και ήταν δηλαδή. Δεν το επιδίωξα να γίνω τραγουδίστρια, ήταν ένα ταλέντο που είχα και που κάποια στιγμή βγήκε, χωρίς καν να το καταλάβω, και μέσα σε ένα χρόνο έγινα ας πούμε «όνομα», στην Ελλάδα. Ίσως ήμουν λίγο μπροστά από την εποχή μου, ως νοοτροπία. Επίσης, τα ποπ που έκανα τότε ήταν μπροστά για την εποχή τους στην Ελλάδα, εδώ εκείνη την εποχή τα τραγούδια ήταν άλλου τύπου.
Από το ’72 και μετά που πήγα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με γνώρισε όλος ο κόσμος. Τραγούδησα το «Δεν τον είδα», ένα σύγχρονο για τότε τραγούδι, έκανα και μια εμφάνιση που συζητήθηκε -φόρεσα ένα αντρικό κοστούμι με βολάν και τα μαλλιά μου ήταν μακριά μέχρι χαμηλά στη μέση μου, δική μου επιλογή ήταν αυτό- και την επόμενη ημέρα δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στη Θεσσαλονίκη, με αναγνώριζαν όλοι. Εγώ τίποτα δεν είχα καταλάβει, μου έλεγε ο ξάδερφος μου «ρε συ, σε αναγνωρίζουν, σε χαιρετάνε» κι εγώ απαντούσα «άντε ρε, σε κάποιον άλλον θα απευθύνονται, σιγά μην μιλάνε σε μένα». Έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία το τραγούδι, όλοι έλεγαν ότι θα βγει πρώτο αλλά κατέληξε έβδομο. Έτσι συμβαίνει με μένα, δεν ξέρω γιατί. Η αλήθεια είναι ότι πέρασαν αρκετά χρόνια για να καταλάβω τι μπορώ να κάνω, ότι είμαι καλλιτέχνις. Δεν νόμιζα ότι κάνω κάτι σπουδαίο, απλώς ό,τι μου έβαζες μπροστά μου το τραγουδούσα.
Από μωρό που ήμουν μέσα στο σπίτι μας υπήρχε η μουσική. Οι γονείς μας ήταν πολύ σύγχρονα μυαλά, αγαπούσαν το τραγούδι. Ο πατέρας μου με έμαθε να τραγουδάω δημοτικά παρότι που ο ίδιος αγαπούσε το τανγκό και γενικά την ευρωπαϊκή μουσική. Οι γονείς μου ήταν πολύ αγαπημένοι, μας φρόντιζαν, είχαν πάντα μουσική στο σπίτι να παίζει, ο Κώστας (Καράλης) έπαιζε ακορντεόν από πέντε χρονών, ο άλλος μου αδερφός, ο Νίκος, φυσαρμόνικα. Γι’αυτό έμαθα να ακούω τα πάντα από Γαβαλά και Καζαντζίδη μέχρι Μούσχουρη, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι. Γι’ αυτό είμαι σίγουρη πια ότι μπορώ να τραγουδήσω όλα τα είδη. Μου αρέσουν όλα τα είδη μουσικής αρκεί να είναι καλά δηλαδή να μου χτυπάνε την καρδιά, να με συγκινούν. Μπορώ να ακούσω κάποιον να παίζει καλή κιθάρα και να βουρκώσω. Είμαι ευσυγκίνητη. Το εμπνευσμένο τραγούδι μου τσιγκλάει την καρδιά.
Συμμετείχα σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, στην Ιαπωνία και στη Χιλή, βραβεύτηκα κιόλας. Όταν ταξίδεψα στο Τόκιο το 1972 ήταν, αν θες να το πιστέψεις, το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό. Ακόμη μάθαινα αγγλικά όπως και γαλλικά, δεν μ’ αρέσει να αφήνω πράγματα στη μέση. Θυμάμαι στο αεροπλάνο προσπαθούσαμε να μάθουμε μερικές ιαπωνικές λέξεις και εκφράσεις μαζί με τον Άκη Σκαμάγκα, που είχε γράψει το τραγούδι της συμμετοχής μας και είχε αγοράσει ένα ιαπωνικό λεξικό. Όταν φτάσαμε στο Τόκιο ένιωσα σα να βρέθηκα σε άλλον κόσμο, όμως μέσα στο φεστιβάλ τα πράγματα κυλούσαν όπως κυλούν τα πράγματα στα φεστιβάλ. Στη Χιλή πήγα το 1974 και το 1975, εκεί γνώρισα τον Julio Iglesias και τον παραγωγό του τον Augusto Algueró, έναν από τους μεγαλύτερους διεθνώς παραγωγούς του ισπανόφωνου κόσμου. Ήταν τόσο σημαντικό να σε αναγνωρίσει ένας τέτοιος άνθρωπος και να πει «θέλω να είσαι μαζί μας»˙ τότε επέμεναν να βγω στο εξωτερικό μαζί τους, αλλά έγιναν ανωμαλίες εδώ, δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με τις εταιρίες. Δεν χειρίστηκαν καλά το θέμα από εδώ και έτσι δεν πήγα έξω. Σε αυτή τη χώρα δοξάζουν τους πεθαμένους. Άμα ζεις, που εκεί πρέπει να νιώσεις τον αντίκτυπο του τι κάνεις, περιμένουν να πεθάνεις για να βάλουν μετά τιμητική πλακέτα. Πάντα όμως με ακολουθούσε ο κόσμος, δεν έχω παράπονο.
Τον δίσκο με τον Κώστα Χατζή και τον Δάκη τον σταμάτησαν από την κυκλοφορία, μόλις πρόβαλε να φτάσει στις 25.000. Έγιναν διάφορα που δεν θέλω να κουβεντιάζω πια. Ήταν να τον ξανακάνουμε αυτόν τον δίσκο, δηλαδή να τον ξαναγράψουμε πριν περίπου τρία χρόνια. Κάναμε πρόβες, σχεδόν έτοιμοι ήμασταν κι αρρώστησε ο Δάκης. Ήταν γραφτό να μη γίνει αυτός ο δίσκος. Καμάρωνε και τον περίμενε τόσο μα τόσο πολύ ο γλυκούλης ο Δάκης. Έκανε μεγάλη καριέρα ο Δάκης και θα μπορούσε και καλύτερα, να φύγει στο εξωτερικό. Όμως δεν ήθελε να αφήσει τους γονείς του και καλά έκανε εφόσον το ευχαριστιόταν έτσι. Ο Κώστας Χατζής είναι ο πιο καλός άνθρωπος που ξέρω. Καθαρός και σωστός, ο ίδιος και ο λόγος του.
Την μουσική παράσταση που ετοιμάζουμε στο θέατρο «Μπέλλος» για την ψυχή μου την κάνω, ειλικρινά το λέω. Θέλω να περνάω ευχάριστα την ώρα μου, δεν θέλω να μελαγχολώ. Κινδυνεύουμε από κατάθλιψη σε αυτή την ηλικία, έτσι είναι, ψέματα να λέω; Έχασα τον άντρα μου ξαφνικά, δουλειά δεν είχα… Με τον Κώστα Τουρνά στο «Κύτταρο» γι’ αυτό ξεκίνησα, για να έχω απασχόληση. Θέλω να έχω επαφή με τον κόσμο, αυτή η ενέργεια του -λέξη που τώρα έχει γίνει μόδα- με γεμίζει, μου φτιάχνει τη διάθεση, κοιμάμαι ωραία το βράδυ. Θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα ή πιο σωστά να κάνω κάτι δημιουργικό γιατί ποτέ δεν ήμουν μέσα στα πράγματα˙ ήμουν και μέσα και έξω. Τραγουδούσα, έκανα την κόρη μου την Ήρα, σταματούσα μια δεκαετία, ξανάρχιζα, μετά ερχόταν η σειρά του γιου μου, του Στέφανου. Ο γιός μου αγαπούσε τα Ημισκούμπρια κι όταν μου έκαναν την πρόταση εκείνος, που τότε ήταν στην εφηβεία, είπε αμέσως «Μαμά σε παρακαλώ, καν’ το». Οπότε είπα κι εγώ «τελείωσε, ό, τι πει ο Στέφανος». Η αλήθεια είναι ότι είναι καταπληκτικό αυτό που έκαναν τα Ημισκούμπρια πάνω σε αυτό το τόσο ωραίο τραγούδι του Τουρνά. Ξέρεις, η «Ντισκοτέκ» ήταν μαζί με το «Σωκράτη εσύ σούπερ σταρ» οι προτάσεις μας για τη Eurovision.
Τρελαίνομαι για Eurovision, την αγαπάω και ως τηλεθεάτρια. Ο «Σωκράτης» ψηφίστηκε από το κοινό ως ένα από τα δώδεκα πιο αγαπημένα τραγούδια στην ιστορία της Eurovision. To 2019 με φώναξαν στο Ισραήλ, που διοργάνωνε ξανά την Eurovision και παράλληλα έκλεινε 40 χρόνια από τη νίκη του Ισραήλ με το “Hallelujah”.
Έγινα και ηθοποιός στα 73 μου. Με πήραν τηλέφωνο από την παραγωγή της «Γης της Ελιάς», που είναι φίλοι, και δεν με ρώτησαν αν θέλω, μου είπαν «Την Τρίτη να είσαι εδώ για γύρισμα». Ήταν καταπληκτική η εμπειρία του τηλεοπτικού. Μου άρεσαν πολύ τα γυρίσματα. Μου είπαν και οι άνθρωποι της παραγωγής μετά ότι ήμουν πολύ καλός συνεργάτης και ότι είναι πολύ ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Πράγματι, όταν το είδα κι εγώ κατάλαβα ότι είναι καλό το αποτέλεσμα αλλά μπορώ και καλύτερα. Μου βγαίνει αυθόρμητα αλλά βέβαια με βοήθησε πολύ ο Ανδρέας Γεωργίου, ο σκηνοθέτης μας, και η Άντζελα Γκερέκου. Μου στάθηκαν, δεν με άφησαν στιγμή να φοβηθώ. Ήμουν γνήσια, δεν βαφόμουν, μην σου πω ότι βαφόμουν αρνητικά για να πείθω ως φυλακισμένη. Πάντως, παρατηρώ ότι σε κάτι παλιά αποκόμματα από συνεντεύξεις μου έλεγα από μικρή «Προτιμώ και να κάνω συναυλίες σε σκηνή θεάτρου παρά να τραγουδώ σε μπουζούκια». Δεν τα ήθελα τα μπουζούκια, δεν τα χαιρόμουν και ποτέ δεν μου άρεσαν τα ξενύχτια.
Έχω πει τραγούδια σε δίσκο που δεν τα ήθελα καθόλου. Ήταν οι εταιρείες που έλεγαν ότι πρέπει να υπάρχουν και τα εμπορικά. Εμένα πάντα μου πήγαιναν της ψυχής τα τραγούδια. Δεν με ένοιαζε να κάνω επιτυχία. Αν σε εμένα άρεσε το τραγούδι και έβγαινε από την ψυχή μου, τότε γινόταν επιτυχία.
Όταν ξεκίνησα να τραγουδώ μου φαινόταν απίστευτο ότι και έπαιρνα καλά λεφτά και έκανα αυτό που αγαπώ. Με αυτά τα χρήματα βοήθησα τους γονείς μου σε ό,τι χρειαζόντουσαν, συμμορφώσαμε το σπιτάκι στο χωριό, κάναμε διάφορα πράγματα. Πάντα ήμουν του σπιτιού και της οικογένειας. Όσο κι αν αγαπάω το τραγούδι τα παιδιά μου τα αγαπάω περισσότερο.
Ό,τι βλέπετε αυτό είμαι.
Info: Θέατρο Μπέλλος: Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη, τηλ: 6948230899 Πρεμιέρα: Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κάθε Τετάρτη στις 21:00 Διάρκεια παράστασης: 130 λεπτά Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ, 18 ευρώ (χωρίς ποτό) / 19 ευρώ, 22 ευρώ (με ποτό) Τιμή ποτού στο μπαρ: 5 ευρώ (με κέρασμα) Προπώληση εισιτηρίων: https://www.viva.gr/tickets/music/topothesia-plaka/