Θέατρο «Επί Κολωνώ, Πέμπτη βράδυ. Ο «Γάμος» ρίχνει αυλαία. Οι πρωταγωνιστές υποκλίνονται, χειροκροτούνται θερμά και αποχωρούν από τη σκηνή. Ο χώρος είναι πια άδειος και ήσυχος. Η Ελένη Σκότη, σκηνοθέτης της παράστασης και συν-ιδρύτρια του «Επί Κολωνώ» με κατευθύνει πάνω στη σκηνή. Υπάρχουν ήδη οι καρέκλες που κάθονταν οι ήρωες του έργο. Καθόμαστε και μέσα στα επόμενα λεπτά φτάνει και ο Γιώργος Χατζηνικολάου, συν- ιδρυτής του θεάτρου, αρχιτέκτονας και σκηνογράφος.
Πατάω το rec ενώ έχω ακόμα το αποτύπωμα της γροθιάς στο στομάχι από το έργο του Μάριου Ποντίκα. Έχω μπροστά μας τους δυο ανθρώπους που έχουν βάλει τα θεμέλια του ελληνικού ρεαλιστικού θεάτρου. H Ελένη Σκότη, ελληνοαμερικανίδα με πατρικούς παππούδες από την Ήπειρο και μητρικούς παππούδες από τον Πόντο, μεγάλωσε στη Μέση Ανατολή, ενηλικιώθηκε στις ΗΠΑ και επέλεξε να ζει στην Αθήνα. Δημιούργησε την ομάδα ΝΑΜΑ με τον Γιώργο Χατζηνικολάου. Η ομάδα ΝΑΜΑ έχτισε σχεδόν με τα χέρια της το θέατρο μέσα στο οποίο βρισκόμαστε.
Οι περισσότερες από δύο δεκαετίες θεατρικού ρεαλισμού προσπαθούν να χωρέσουν μέσα σε μια συζήτηση που δεν θέλει να τελειώσει. Όπως και οι ζωές των ανθρώπων που το δημιούργησαν. Η δασκάλα του εργαστηρίου της ομάδας ΝΑΜΑ με τις σκηνοθεσίες που πατούν πάνω στη ρεαλιστική φόρμα συνομιλώντας πυκνά συχνά και με άλλα θεατρικά είδη και ο αρχιτέκτονας που μεταμόρφωσε το διατηρητέο κτίριο του 1918 σε ένα πολυμορφικό θέατρο.
Η συζήτηση ξεκινά από την έμφυλη βία με αφορμή το βιασμός της ηρωίδας του «Γάμου» και διαπερνά σχεδόν όλα τα θέματα της ελληνικής κοινωνίας, ακροβατώντας ανάμεσα στο ρεαλισμό και στην ποίηση.
– Η πατριαρχία, η έμφυλη βία, το δικαίωμα των γυναικών πάνω στο σώμα τους είναι βασικά τα θέματα του «Γάμου» του Ποντίκα, Πως επιλέξατε ένα έργο που γράφτηκε πριν τέσσερις δεκαετίες;
Ε.Σ. Ο Γιώργος είχε ανοιχτά τα Άπαντα του Ποντίκα και θυμήθηκα πως είχα δει το έργο το 1979 όταν το είχε ανεβάσει ο Κουν. Μου άρεσε όμως πολύ το έργο. Τότε τα ελληνικά μου ήταν χειρότερα και δεν μπορούσα να πιάσω το χλευασμό του Ποντίκα. Τώρα μπόρεσα να το καταλάβω. Δεν ξέρεις τη γλώσσα μιας χώρας μέχρι που καταλαβαίνεις το χιούμορ της κοινωνίας της. Όταν το καταλάβεις, τότε ναι, είσαι μέλος της. Το θέμα εδώ είναι η πατριαρχία. Είναι πάντα ανάμεσα μας.
Γ. Χ. Προσπαθούμε πάντα να χρησιμοποιούμε σύγχρονα εργαλεία για κάτι που μπορεί να μην είναι τόσο σύγχρονο. Αυτό κάναμε εδώ. Δεν πειράξαμε το έργο σε επίπεδο κειμένου. Αφήσαμε τη γλώσσα του 1989. Κάποια στιγμή μιλούν στην καθαρεύουσα. Αυτό που παρακολουθήσατε είναι το μόλις πριν. Ο συγγραφέας είναι μέλος της ομάδας μας. Κι ας μη ζει. Ο συγγραφέας δεν είναι πρόσχημα για εμάς.
Ε.Σ. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε να βάλουμε τους ήρωες να κινούνται στο τώρα. Αλλά τελικά αποφασίσαμε ότι θα ήταν πιο δυνατή να τους έχουμε να παραπέμπουν ενδυματολογικά στο παρελθόν, ώστε να ενισχύσουμε τον παραλληλισμό με το τότε και το σήμερα. Με λίγα λόγια να δείξουμε ότι λίγα έχουν αλλάξει από τότε- αλλάξαμε τα ρούχα μας, αλλά οι αντιλήψεις μένουν ίδιες.
– Είχατε διαφορές στην προσέγγιση σας δεδομένης των διαφορετικών πολιτισμικών σας καταβολών;
Γ.Χ. Εγώ ήμουν πιο επιεικής απέναντι στου ήρωες γιατί μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, μεγάλωσα εδώ. Η σφαλιάρα ήταν εκείνα τα χρόνια κάτι σύνηθες. Απαράδεκτο αλλά σύνηθες.
Ε.Σ. Εγώ δεν μεγάλωσα σε τέτοιο πλαίσιο. Για μένα δεν ήταν σύνηθες το να χτυπάς κάποιον. Δεν το καταλάβαινα. Χρειάστηκε να το βρω. Είμαι ελληνοαμερικανίδα. Ελληνίδα της διασποράς. Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Αμερική. Εγώ γεννήθηκα στο Λίβανο αλλά έζησα σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής γιατί ο πατέρας μου ήταν διπλωμάτης. Στο σπίτι μιλούσαμε ρωσικά, αγγλικά, ποντιακά και γαλλικά γιατί η μαμά μου πήγαινε σε γαλλικό σχολείο στην Περσία όπου μεγάλωσε. Εγώ μέχρι τη γέννηση της κόρης μου δεν είχα ρίζες. Η οικογένεια μου ήταν η πατρίδα μου. Όταν ήμουν στην Αμερική ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα. Όταν ήμουν στην Ελλάδα και κάτι πήγαινε στραβά ήθελα να πάω στην Αμερική.
– Πότε νιώσατε για πρώτη φορά πως κατασταλάζετε σε μια πατρίδα;
Ε.Σ. Όταν πήρα τις βαλίτσες μου και έφυγα για την Αμερική για να γεννήσω την κόρη μου, την Ζωή, κατάλαβα πως ήθελα να ζήσω στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το μεγάλο δώρο. Έλειπα δυο χρόνια από το θέατρο αλλά ευτυχώς υπήρχε ο Γιώργος και με περίμεναν εδώ. Τώρα είμαι πρώτα Ελληνίδα. Η κόρη μου γεννήθηκε στην Αμερική αλλά μεγάλωσε στην Ελλάδα. Τώρα ζει στην Γλασκόβη.
Γ.Χ. Δεν είναι όμως η τυπική Ελληνίδα ( γελά). Μιλάει πολύ καλά τη γλώσσα αλλά η σκέψη δεν θυμίζει ελληνικότητα.
– Αλήθεια τι αποτύπωμα είχαν αυτοί οι τόποι πάνω σας παρόλο που μεγαλώσατε στο ασφαλές περιβάλλον της αμερικανικής διπλωματίας;
Ε.Σ. Η Μέση Ανατολή δεν έχει καμία σχέση με σήμερα. Ειδικά στην Υεμένη κάναμε κοπάνες από το σχολείο, πηγαίναμε στην έρημο και ήταν τόσο ελεύθερο και τρελό αυτό που ζούσαμε. Οι δάσκαλοι μας ήταν 22, 23 ετών και πετάγαμε με κάτι αεροπλάνα πάνω από την έρημο. Από μια αναρχική κατάσταση της Μέσης Ανατολής, βρέθηκα στην Αμερική που μου έβαλε σε τάξη τη σκέψη. Αυτό το how to do it, που οι Αμερικάνοι επιδιώκουν να κάνουν καλά. Και μετά ήρθε η Ελλάδα.
Γ.Χ. Όσο έλειψε η Ελένη στην Αμερική έπρεπε να κατευθύνουμε ένα θέατρο, μια ομάδα, να την οργανώσουμε. Οι σπουδές ενός αρχιτέκτονα αφορούν και το πως θα οργανώσει μερικά πράγματα. Εκπροσωπώ λοιπόν τώρα την οργάνωση. Μαζί με τη Μαρία Αναματερού.
– Μέσα από ποιες κοινές διαδρομές αποφασίσετε να φτιάξετε οι δυο σας μαζί ένα θέατρο στα τέλη της δεκαετίας του 90;
Ε.Σ. Γνώρισα τον Γιώργο όταν ήμουν 27 ετών και σήμερα είμαι 61. Ο Γιώργος είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος μου. Γνωριστήκαμε, παντρευτήκαμε. Του άρεσε και εκείνου πολύ το θέατρο και άρχισε να φτιάχνει τα σκηνικά των παραστάσεων.
Γ.Χ. Έφτιαχνα τα σκηνικά ως αρχιτέκτονας. Γνώρισα την Ελένη. Η οικογένεια της ήταν πελάτες μου. Είμαι αρχιτέκτονας. Όταν τελείωσα το σπίτι που έφτιαχνα για τους γονείς, γνώρισα την κόρη. Όταν βρήκαμε το χώρο ήμασταν ακόμα μαζί. Χωρίσαμε προτού φτιάξουμε το θέατρο. Βελούδινος χωρισμός χωρίς εντάσεις. Οι εντάσεις είναι στο θέατρο και έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές μας καταβολές.
Ε.Σ. Θυμάμαι όταν χωρίσαμε φάγαμε ένα παγωτό. Δεν ήταν ευχάριστο αλλά έγινε φιλικά. Βλέπαμε πως η συμβίωση στο σπίτι δεν ήταν αυτό που θέλαμε. Στο θέατρο όμως η συμβίωση λειτουργούσε. Αλλά είμαστε μαζί όλα αυτά τα χρόνια στο θέατρο. Το θέατρο είναι το παιδί μας. Εγώ γέννησα μετά την κόρη μου εκτός γάμου, ως single mother. Ο Γιώργος παντρεύτηκε τη Μαρία και έκαναν ένα αγοράκι. Η Μαρία Αναματερού δουλεύει πια εδώ. Εμείς οι τρεις είμαστε η ομάδα ΝΑΜΑ.
Γ.Χ. Η πρώην και η νυν ( γελάει).
– Τι προσδοκίες είχατε όταν ιδρύσατε το Επί Κολωνώ ;
Γ.Χ. Δεν είχαμε προσδοκίες. Ξεκινήσαμε ζώντας το παρόν. Δεν είχαμε great expectations. Εγώ δούλευα στο γραφείο μου ως αρχιτέκτονας. Η Ελένη είχε τα θεατρικά εργαστήρια της και δίδασκε. Είχε δημιουργήσει το θεατρικό τμήμα στο Deree. Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε μια παράσταση και ψάχναμε να βρούμε που θα την ανεβάσουμε. Κάναμε έρευνα αγοράς και πέσαμε πάνω σε αυτό το ωραιότατο πέτρινο διατηρητέο κτίριο του 1918. Με γοήτευσε πολύ και ως αρχιτέκτονα ενώ ταυτόχρονα μπορούσε να καλύψει όλες τις ανάγκες που είχαμε. Το είδαμε ως ευκαιρία χωρίς να έχουμε επίγνωση πως θα ήταν 23 χρόνια μετά.
Ε.Σ. Ήμασταν μια ομάδα εδώ και δουλεύαμε μέσα στις λάσπες. Κουβαλούσαμε τούβλα. Είχαμε κάτι σαν κολεκτίβα. Ήταν πολύ δυνατό το κίνημα. Ήμασταν όλοι νέοι. Ήταν πολύ έντονη η αίσθηση του τώρα. Όταν είσαι νέος δεν σκέφτεσαι τι θα πετύχεις αλλά τι είναι αυτό που θες να κάνεις τώρα. Ήταν εκρηκτικό αυτό που κάναμε για τα τότε δεδομένα. Τότε κάναμε οκτώ με εννέα μήνες πρόβες. Τώρα κάνουμε τρεις μήνες πρόβες. Τώρα είμαστε όλοι στη γρήγορη λωρίδα και αυτό με έχει κουράσει.
Γ.Χ. Όταν μπήκαμε στο θέατρο έγινε γίνει μια μείξη ανάμεσα στα συνεργεία τα δικά μου και τους ηθοποιούς μέσα στη λάσπη (γελά). Μετά όταν ανεβάσαμε την «Αγαπητή Ελένα» έγινε χαμός. Περάσαμε ένα ναδίρ γύρω στον πέμπτο χρόνο. Και μετά βρήκαμε την περπατησιά μας. Τώρα κάνουμε προγραμματισμό για δύο χρόνια μετά. Αν δεν προβλέψεις δεν θα προλάβεις.
– Τι σημαίνει η ομάδα ΝΑΜΑ για εσάς και πόσο έχει μετασχηματιστεί μέσα στο χρόνο;
Γ.Χ. Για εμάς ΝΑΜΑ είναι το ζωογόνο ύδωρ, το αθάνατο νερό. Αυτό σημαίνει. Ο Παλαμάς το χρησιμοποιούσε για τα δάκρυα. Τον πήραν τα νάματα. ΝΑΜΑ σημαίνει και θεία μετάληψη. Αλλά εμάς μας εκφράζει η άλλη έννοια. Στην αρχή ήμασταν μια μόνιμη ομάδα. Τώρα η ομάδα ανανεώνεται διαρκώς.
Ε.Σ. Τώρα πια δεν έχουμε αυτή την κολεκτίβα. Έχουμε μείνει εμείς οι δυο και η Μαρία, που τρέχει το οργανωτικό, κάνει και τα κοστούμια, με βοηθάει και στο κάστινγκ. Τα παιδιά που ήταν μαζί μας έφυγαν από τη φωλίτσα τους και έκαναν δικές τους δουλειές. Τώρα νέοι ηθοποιοί μπαίνουν στην ομάδα ΝΑΜΑ και νιώθουν ομάδα ΝΑΜΑ.
– Μοιάζει σαν να συμφωνείτε σχεδόν σε όλα. Τελικά σε τι διαφωνείτε;
Ε.Σ. Διαφωνούμε σχεδόν σε όλα. Και ταυτόχρονα συμφωνούμε σε όλα. Να, μόλις προηγουμένως ένας ηθοποιός έσπασε μια καρέκλα πάνω στην ερμηνεία του και είχαμε μια διαφωνία με το Γιώργο μέσα στο black box.
Γ.Χ. Ναι γιατί εγώ θεωρώ πως μέρος ενός ηθοποιού πρέπει να είναι η πειθαρχία.
Ε.Σ. Εγώ θέλω να νιώθουν οι ηθοποιοί ελεύθεροι να εκφραστούν και κατά λάθος μπορεί κάτι να σπάσουν.
Πόσο διαφέρουν οι επιρροές σας; Είναι ο Στανισλάφσκι κοινή σας αφετηρία;
Γ.Χ. Είναι η έρευνα που κάνουμε για να βρούμε τη σχέση ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο μη ρεαλισμό. Η ρεαλισμός είναι η βάση της παιδείας του ηθοποιού. Είναι η βάση της υποκριτικής για να βγάλεις ένα ρόλο. Εγώ γοητεύτηκα από τα μαθήματα της Ελένης. Ο ρεαλισμός έχει τις ρίζες του στο Στανισλάφσκι. Εμείς ως άξονα έχουμε το ρεαλισμό. Ακολουθούμε το ρεαλισμό για να τον ανατρέπουμε. Θέλουμε να μας καταλαβαίνουν και να μας νιώθουν. Δεν θέλουμε να κάνουμε νατουραλισμό, μια απλή απεικόνιση
Ε.Σ. Όταν είχα κάνει το μεταπτυχιακό μου είχα εστιάσει στον Μπρεχτ, όχι στον Στανισλάφσκι. Ακόμα και ο Ιονέσκο δεν ήθελε να παίζουν οι ηθοποιοί του παράλογα. Το πλαίσιο μπορεί να μην ήταν νατουραλιστικό αλλά η υποκριτική ήταν ρεαλιστική.
– Άρα κάνετε ρεαλισμό που συνομιλεί και με άλλες θεατρικές φόρμες ή εκδοχές;
Ε.Σ. Ναι, το είπες πολύ ωραία.
Γ.Χ. Ο ρεαλισμός είναι μια ραχοκοκαλιά που επηρεάζει τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία και την υποκριτική. Δεν είμαστε κολλημένοι με τον ρεαλισμό. Θέλουμε να απευθυνόμαστε στην ολότητα του θεατή. Δεν θέλουμε να είμαστε ποτέ ο βασιλιάς που ήταν γυμνός και δεν του το είπαν. Ο ρεαλισμός διατρέχει όλη την ιστορία της τέχνης. Είναι σαν να είναι η στεριά σου και μετά βγαίνεις στη θάλασσα για να ξαναγυρίσεις.
– Ποια παράσταση από αυτές που έχετε κάνει ξέφευγε πιο πολύ από το ρεαλισμό;
Ε.Σ. Η δύναμη του σκότους του Τολστόι Ήταν πείραμα για εμάς γιατί η υποκριτική είχε βάση ρεαλισμού αλλά κάναμε ένα πάντρεμα με άλλα είδη. Έβαλα μια συναισθηματική διάσταση για να μην είναι αποκομμένος ο θεατής από το συναίσθημα. Δεν μας ενδιαφέρει να απευθυνόμαστε μόνο στο θυμικό ή μόνο στο εγκεφαλικό.
Γ.Χ. Δεν είμαστε κολλημένοι με το ρεαλισμό. Είμαστε σε μια ανοιχτή σχέση μαζί του.
– Τι σας αρέσει από τα είδη του θεάτρου που δεν επιλέγετε να κάνετε;
Ε.Σ. Το κόντρα είδος είναι το μεταμοντέρνο. Μπορείς να πας σε μια παράσταση και να μην είναι όλα κατανοητά. Και να βγαίνεις με μια ωραία αίσθηση.
Γ.Χ. Εμείς πάμε σε τέτοιες παραστάσεις. Υπάρχει μια ωραία διαπήδηση ανάμεσα στα ρεύματα. Το θέατρο στην Ελλάδα είναι σε πολύ καλή φάση.
– Το θέατρο μπήκε σε διαφορετικές φάσεις και με διαφορετικό τρόπο στις ζωές σας. Για την Ελένη Σκότη στην εφηβεία όταν για πρώτη φορά σκηνοθέτησε Σάφερ και για το Γιώργο Χατζηνικολάου μέσα από τη γνωριμία με την Ελένη Σκότη, σωστά;
Γ.Χ. Ναι, σωστά. Με την Ελένη. Δεν το ανακάλυψα στα παιδικά μου χρόνια. Τότε δεν με γοήτευε. Παλαιότερα ήμουν κινηματογρατόφιλος. Μου άρεσαν τα φιλμ του Μπερτολούτσι και του Κόπολα.
Ε.Σ. Και εκεί ακούμπησε ο ρεαλισμός! (γελά) Για μένα ήταν διαφορετικά. Με έστειλαν εσωτερική σε ένα σχολείο θηλέων στην Αμερική, όπου υπέφερα. Οι συμμαθήτριες μου ήταν κορίτσια από το Τέξας, οι γυναίκες που σήμερα ψηφίζουν Τραμπ . Με πήραν από την έρημο, κυριολεκτικά, ζούσαμε στην Υεμένη τότε. Και υπέστη μπούλινγκ. Ήμουν σαν αγρίμι με τα μαλλιά κάτω. Και τότε βρήκα το θέατρο. Είχα έναν εξαιρετικό καθηγητή και με ενθάρρυνε να σκηνοθετήσω γιατί στην αρχή έπαιζα και δεν μου άρεσε. Έτσι σκηνοθέτησα Πήτερ Σάφερ. Μετά πήγα στη Νέα Υόρκη και σπούδασα θέατρο και ήμουν πανευτυχής.
– Σας ευχαριστώ που μείνατε τόσο αργά. Είναι ασυνήθιστη ώρα για μια συνέντευξη.
Ε.Σ. Εμείς ευχαριστούμε. Θα μπορούσαμε να μιλάμε μέχρι τις 4 το πρωί.
Γ.Χ. Ναι, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μέχρι το πρωί (γελά).