Έχοντας συμμετάσχει στο πολυσυζητημένο “Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα” του Πιερ-Πάολο Παζολίνι δια χειρός Άρη Μπινιάρη, και με νωπές δύο πετυχημένες τηλεοπτικές παρουσίες στις σειρές “Ποιος Παπαδόπουλος” και “Παγιδευμένοι” η Ειρήνη Τσέλλου μας μιλάει για το θέατρο ως βιωμένη επαναστατική πράξη.
Μέσα σε δεκαοκτώ μόλις μήνες από την αποφοίτησή της από τη δραματική Σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου του Γιώργου Αρμένη η Ειρήνη Τσέλλου έχει κατορθώσει να αποτελεί κομμάτι μιας υποκριτικής ομάδας που καταπιάνεται με τα πιο μεγάλα και απαιτητικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Η παρουσία της στα Σόδομα της Εναλλακτικής Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής έγινε αφετηρία μιας συζήτησης για το θέατρο και την υποκριτική γενικότερα.
– Πως ήταν η εμπειρία της συμμετοχής στο “Σαλό”, σωματικά και ψυχικά;
Δουλεύαμε πάρα πολύ με το φαντασιακό κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, βγάλαμε τα ρούχα μας και επεξεργαστήκαμε το υλικό των κοπράνων λίγες εβδομάδες πριν την πρεμιέρα, ακόμη και το κείμενο μας ερχόταν σιγά-σιγά. Αργότερα, όσο προχωρούσαν οι πρόβες, συνειδητοποιήσαμε με τι έχουμε να κάνουμε επί σκηνής. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με το κοινό αυτή διαφοροποιούνταν μέρα τη μέρα, υπήρξαν φάσεις που νιώθαμε τις δονήσεις του κόσμου, τις αντιδράσεις του. Άλλες φορές το κοινό ήταν πιο ήσυχο και εστιασμένο στη σκηνή για να ξεσπάσει μετά σε χειροκρότημα κι άλλες φορές είχαμε τέτοια συναισθηματική ένταση που ήρθε το ΕΚΑΒ.
– Πόσο είχε επιδράσει πάνω σας η ταινία του Παζολίνι;
Εξ αρχής είχαμε συζητήσει ότι δεν επιδιώκουμε μια αντιγραφή κι ο Άρης [σ.σ. Μπινιάρης] χρησιμοποίησε την ταινία ως αφορμή και βάση για να φτιάξει κάτι δικό του, μια πρώτη ύλη για να αρθρώσει λόγο για την κατάχρηση εξουσίας και την φασιστική της διάσταση. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν γίνεται να έρθει κάποιος στο θέατρο, ακόμη κι αν έχει δει την ταινία, να μην του συμβεί κάτι. Από την άλλη έχουμε συνηθίσει σε μια φρίκη ως κοινωνία. Το θέατρο ωστόσο έχει αυτή τη δύναμη να σου πει «πρέπει να φας στη μούρη αυτό που θα σου δώσω, για μιάμιση ώρα, με κλειστό το κινητό και χωρίς να κάνεις σκιπ».
– Το δικό σου δύσβατο σκέλος στην παράσταση ποιο ήταν;
Όσο προχωρούσε η παράσταση έφυγε το αρχικό τσίμπημα που σου δημιουργούσε το κείμενο, ο Άρης και όλη η ομάδα ήταν πολύ φροντιστικοί, με αποτέλεσμα να μην νιώσουμε ανασφάλεια. Εγώ προσωπικά μπήκα στο κλίμα ότι «εδώ κάνουμε μια πολύ σημαντική δουλειά» αρκετά γρήγορα. Πιο πολύ άγχος είχα αν θες γιατί το “Σαλό” ήταν η πρώτη μου δουλειά μετά τη σχολή, με έναν σκηνοθέτη που θαυμάζω και εκτιμώ, το αν θα ανταποκριθώ σε αυτό το στοίχημα. Για αυτό και η στιγμή που κλείνω την παράσταση, δίχως να μας γίνεται σαφές τι ακολουθεί, αισθάνομαι μια ευθύνη για αυτό που θεατρικά πρόκειται να συμβεί. Αυτό από την άλλη είναι ίσως και το πιο γοητευτικό στοιχείο της παρουσίας μου, αισθάνθηκα να κάνω την δική μου, προσωπική επανάσταση με την στάση μου πάνω στη σκηνή. Στο μυαλό μου, παρότι με εμπόδιζαν οι αλυσίδες, τις έσπαζα με τη γροθιά μου υψωμένη.
– Και τώρα πρόκειται να σε δούμε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη με φόντο την Επίδαυρο. Πως έγινε πράξη η εμπλοκή σου σε αυτό το εγχείρημα; Πως αισθάνεσαι;
Η πρόταση ήρθε μετά το “Σαλό” και φυσικά η απάντηση ήταν όπως καταλαβαίνεις αδύνατον να μην είναι «ναι», δεν υπήρξε δίλημμα. Δεν ξέρω πως αισθάνομαι με τους Όρνιθες, όπως δεν ήξερα με το “Σαλό”, ακόμη και μετά το “Σαλό”. Άλλο έργο, διαφορετικό, θεωρητικά πιο ελαφρύ ως κωμικό, αλλά το πως θα το διαχειριστεί ο Άρης και εμείς, πως θα μετουσιωθεί σκηνικά ένα τόσο κλασικό έργο, είναι ένα άλλο στοίχημα.
– Και στην τηλεόραση μπήκες φορτσάτη με το που τελείωσες τη σχολή 1,5 χρόνο πριν. Πως αντιλαμβάνεσαι την εμπειρία σου σε αυτό το μέσο;
Αυτό δεν πολυκατάλαβα πως έγινε. Υπάρχει η συγκυρία που επιζητά νέα πρόσωπα και ένιωσα ότι ταίριαξα με αυτό. Θυμάμαι ότι ήταν το καλοκαίρι που δούλευα ως εποχιακή εργαζόμενη στην Αθήνα γιατί έτρεχαν τα casting και οι ακροάσεις για τον χειμώνα και είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να παρουσιαστούν ευκαιρίες. Πήγα σε ό,τι γραφείο έβρισκα και μετά από διάφορα self-tape που ετοίμασα μου είπαν πολύ γρήγορα ότι «θέλουμε να σε δούμε για αυτό». Ήμουν πολύ τυχερή αν σκεφτείς κιόλας πως ακολούθησαν πράγματα που κράτησαν αρκετούς μήνες. Στους “Παγιδευμένους” αναγκάστηκα να διευρύνω την εκφραστική μου γκάμα ώστε να καταλάβω ένα κορίτσι που φτάνει στο έγκλημα, μίλησα με γιατρό για να εισπράξω την επίδραση της σωματικής κακοποίησης στον ψυχισμό, η σειρά και ο ρόλος υπήρξαν αφορμή για διάβασμα και focus.
– Ο κινηματογράφος τι σου λέει ως μέσο, πως θα έβλεπες μια εμπλοκή σου σε αυτόν;
Ο κινηματογράφος, ενώ είναι ένα πεδίο που θα ήθελα να διερευνήσω, δεν έχει έρθει όσο ήθελα και με τον τρόπο που θα ήθελα. Πρώτη μου επαφή ήταν μέσα από κάποιες σπουδαστικές μικρού μήκους και το τελευταίο διάστημα συμμετείχα σε μια αγγλόφωνη ταινία μεγάλου μήκους η οποία είναι σε διαδικασία μοντάζ, γεγονός το οποίο με ενθουσιάζει σαν προοπτική γιατί θα ήθελα να δοκιμάσω κάποια στιγμή τις δυνάμεις μου στο εξωτερικό, ούσα δίγλωσση.
– Ποιο είναι το πιο ζόρικο κομμάτι του να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα του σήμερα;
Το οικονομικό ζήτημα και το γεγονός ότι είμαστε πάρα πολλοί στον κλάδο, υπάρχει ένας πληθωρισμός αλλά και από την άλλη πολλά υπερταλαντούχα νέα παιδιά που ανεβάζουν τον πήχη στις ακροάσεις, το οποίο αν το δεις από μια άλλη οπτική είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο στην εξέλιξη της υποκριτικής και της τέχνης του θεάτρου στην Ελλάδα γενικότερα. Πιστεύω βέβαια, πως αν κοπιάζεις και το θες πάρα πολύ, σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχεις πράγματα. Στα πρώτα πέντε-έξι χρόνια φαίνεται αν ο άλλος πρόκειται να μείνει στα πράγματα έχω την αίσθηση. Από την άλλη με τρομάζει ότι ξεκίνησα με αυτή την ώθηση και φοβάμαι ότι όταν τελειώνει το ένα πράγμα δύσκολα θα ακολουθήσει κάτι άλλο άμεσα και το ίδιο ενδιαφέρον. Ευτυχώς βέβαια μέχρι σήμερα δεν έχω βιώσει μια τέτοια συνθήκη.
– Σε ενοχλεί που ορισμένοι αντιμετωπίζουν την υποκριτική ως χόμπι και τους καλλιτέχνες ως ερασιτέχνες;
Αν με ρωτούσες πως βλέπω τους ανθρώπους που το θεωρούν χόμπι θα ήμουν θυμωμένη πριν λίγο διάστημα. Μην παρεξηγηθώ, και δουλειά κανονική είναι και στους δρόμους βγήκαμε και θα ξαναβγούμε για όσα μας αντιστοιχούν και μας ανήκουν. Στην αρχή όμως που δεν έχεις την άνεση να δουλεύεις μόνο σε αυτό, υπάρχει ο κίνδυνος του συμβιβασμού-ακριβώς επειδή το ίδιο το κράτος μας αντιμετωπίζει σαν χομπίστες. Το δουλεύω «μόνο για να είμαι στον χώρο» δεν είναι πάντα καλό, ενέχει τον κίνδυνο να θυσιάσεις την παραμονή σου σε αυτόν αντί της ανεξαρτησίας που σου προσφέρει η δυνατότητα να ασκήσεις στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον κάτι παράλληλα. Νομίζω το να μην οξυδώνεσαι στις συνθήκες της ζωής και να κυνηγάς πάση θυσία να είσαι κομμάτι ενός χώρου που θες εκτός από χρήματα να σου προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας δεν είναι θετικό. Ίσως βέβαια σκέφτομαι κάπως εμπειρικά και σε παρόντα χρόνο, δεν είμαι απόλυτη σε τίποτα και επί του θέματος είμαι πρόθυμη να ακούσω επιχειρήματα. Ας κρατήσουμε πάντως πως πέρα από τα συλλογικά μας αιτήματα που πρέπει να διεκδικηθούν χρειάζεται να πυροδοτήσει καθένας μας μέσα του μια προσωπική επανάσταση.
Έχοντας συμμετάσχει στο πολυσυζητημένο “Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα” του Πιερ-Πάολο Παζολίνι δια χειρός Άρη Μπινιάρη, και με νωπές δύο πετυχημένες τηλεοπτικές παρουσίες στις σειρές “Ποιος Παπαδόπουλος” και “Παγιδευμένοι” η Ειρήνη Τσέλλου μας μιλάει για το θέατρο ως βιωμένη επαναστατική πράξη.
Μέσα σε δεκαοκτώ μόλις μήνες από την αποφοίτησή της από τη δραματική Σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου του Γιώργου Αρμένη η Ειρήνη Τσέλλου έχει κατορθώσει να αποτελεί κομμάτι μιας υποκριτικής ομάδας που καταπιάνεται με τα πιο μεγάλα και απαιτητικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Η παρουσία της στα Σόδομα της Εναλλακτικής Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής έγινε αφετηρία μιας συζήτησης για το θέατρο και την υποκριτική γενικότερα.
– Πως ήταν η εμπειρία της συμμετοχής στο “Σαλό”, σωματικά και ψυχικά;
Δουλεύαμε πάρα πολύ με το φαντασιακό κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, βγάλαμε τα ρούχα μας και επεξεργαστήκαμε το υλικό των κοπράνων λίγες εβδομάδες πριν την πρεμιέρα, ακόμη και το κείμενο μας ερχόταν σιγά-σιγά. Αργότερα, όσο προχωρούσαν οι πρόβες, συνειδητοποιήσαμε με τι έχουμε να κάνουμε επί σκηνής. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με το κοινό αυτή διαφοροποιούνταν μέρα τη μέρα, υπήρξαν φάσεις που νιώθαμε τις δονήσεις του κόσμου, τις αντιδράσεις του. Άλλες φορές το κοινό ήταν πιο ήσυχο και εστιασμένο στη σκηνή για να ξεσπάσει μετά σε χειροκρότημα κι άλλες φορές είχαμε τέτοια συναισθηματική ένταση που ήρθε το ΕΚΑΒ.
– Πόσο είχε επιδράσει πάνω σας η ταινία του Παζολίνι;
Εξ αρχής είχαμε συζητήσει ότι δεν επιδιώκουμε μια αντιγραφή κι ο Άρης [σ.σ. Μπινιάρης] χρησιμοποίησε την ταινία ως αφορμή και βάση για να φτιάξει κάτι δικό του, μια πρώτη ύλη για να αρθρώσει λόγο για την κατάχρηση εξουσίας και την φασιστική της διάσταση. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν γίνεται να έρθει κάποιος στο θέατρο, ακόμη κι αν έχει δει την ταινία, να μην του συμβεί κάτι. Από την άλλη έχουμε συνηθίσει σε μια φρίκη ως κοινωνία. Το θέατρο ωστόσο έχει αυτή τη δύναμη να σου πει «πρέπει να φας στη μούρη αυτό που θα σου δώσω, για μιάμιση ώρα, με κλειστό το κινητό και χωρίς να κάνεις σκιπ».
– Το δικό σου δύσβατο σκέλος στην παράσταση ποιο ήταν;
Όσο προχωρούσε η παράσταση έφυγε το αρχικό τσίμπημα που σου δημιουργούσε το κείμενο, ο Άρης και όλη η ομάδα ήταν πολύ φροντιστικοί, με αποτέλεσμα να μην νιώσουμε ανασφάλεια. Εγώ προσωπικά μπήκα στο κλίμα ότι «εδώ κάνουμε μια πολύ σημαντική δουλειά» αρκετά γρήγορα. Πιο πολύ άγχος είχα αν θες γιατί το “Σαλό” ήταν η πρώτη μου δουλειά μετά τη σχολή, με έναν σκηνοθέτη που θαυμάζω και εκτιμώ, το αν θα ανταποκριθώ σε αυτό το στοίχημα. Για αυτό και η στιγμή που κλείνω την παράσταση, δίχως να μας γίνεται σαφές τι ακολουθεί, αισθάνομαι μια ευθύνη για αυτό που θεατρικά πρόκειται να συμβεί. Αυτό από την άλλη είναι ίσως και το πιο γοητευτικό στοιχείο της παρουσίας μου, αισθάνθηκα να κάνω την δική μου, προσωπική επανάσταση με την στάση μου πάνω στη σκηνή. Στο μυαλό μου, παρότι με εμπόδιζαν οι αλυσίδες, τις έσπαζα με τη γροθιά μου υψωμένη.
– Και τώρα πρόκειται να σε δούμε στους Όρνιθες του Αριστοφάνη με φόντο την Επίδαυρο. Πως έγινε πράξη η εμπλοκή σου σε αυτό το εγχείρημα; Πως αισθάνεσαι;
Η πρόταση ήρθε μετά το “Σαλό” και φυσικά η απάντηση ήταν όπως καταλαβαίνεις αδύνατον να μην είναι «ναι», δεν υπήρξε δίλημμα. Δεν ξέρω πως αισθάνομαι με τους Όρνιθες, όπως δεν ήξερα με το “Σαλό”, ακόμη και μετά το “Σαλό”. Άλλο έργο, διαφορετικό, θεωρητικά πιο ελαφρύ ως κωμικό, αλλά το πως θα το διαχειριστεί ο Άρης και εμείς, πως θα μετουσιωθεί σκηνικά ένα τόσο κλασικό έργο, είναι ένα άλλο στοίχημα.
– Και στην τηλεόραση μπήκες φορτσάτη με το που τελείωσες τη σχολή 1,5 χρόνο πριν. Πως αντιλαμβάνεσαι την εμπειρία σου σε αυτό το μέσο;
Αυτό δεν πολυκατάλαβα πως έγινε. Υπάρχει η συγκυρία που επιζητά νέα πρόσωπα και ένιωσα ότι ταίριαξα με αυτό. Θυμάμαι ότι ήταν το καλοκαίρι που δούλευα ως εποχιακή εργαζόμενη στην Αθήνα γιατί έτρεχαν τα casting και οι ακροάσεις για τον χειμώνα και είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να παρουσιαστούν ευκαιρίες. Πήγα σε ό,τι γραφείο έβρισκα και μετά από διάφορα self-tape που ετοίμασα μου είπαν πολύ γρήγορα ότι «θέλουμε να σε δούμε για αυτό». Ήμουν πολύ τυχερή αν σκεφτείς κιόλας πως ακολούθησαν πράγματα που κράτησαν αρκετούς μήνες. Στους “Παγιδευμένους” αναγκάστηκα να διευρύνω την εκφραστική μου γκάμα ώστε να καταλάβω ένα κορίτσι που φτάνει στο έγκλημα, μίλησα με γιατρό για να εισπράξω την επίδραση της σωματικής κακοποίησης στον ψυχισμό, η σειρά και ο ρόλος υπήρξαν αφορμή για διάβασμα και focus.
– Ο κινηματογράφος τι σου λέει ως μέσο, πως θα έβλεπες μια εμπλοκή σου σε αυτόν;
Ο κινηματογράφος, ενώ είναι ένα πεδίο που θα ήθελα να διερευνήσω, δεν έχει έρθει όσο ήθελα και με τον τρόπο που θα ήθελα. Πρώτη μου επαφή ήταν μέσα από κάποιες σπουδαστικές μικρού μήκους και το τελευταίο διάστημα συμμετείχα σε μια αγγλόφωνη ταινία μεγάλου μήκους η οποία είναι σε διαδικασία μοντάζ, γεγονός το οποίο με ενθουσιάζει σαν προοπτική γιατί θα ήθελα να δοκιμάσω κάποια στιγμή τις δυνάμεις μου στο εξωτερικό, ούσα δίγλωσση.
– Ποιο είναι το πιο ζόρικο κομμάτι του να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα του σήμερα;
Το οικονομικό ζήτημα και το γεγονός ότι είμαστε πάρα πολλοί στον κλάδο, υπάρχει ένας πληθωρισμός αλλά και από την άλλη πολλά υπερταλαντούχα νέα παιδιά που ανεβάζουν τον πήχη στις ακροάσεις, το οποίο αν το δεις από μια άλλη οπτική είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο στην εξέλιξη της υποκριτικής και της τέχνης του θεάτρου στην Ελλάδα γενικότερα. Πιστεύω βέβαια, πως αν κοπιάζεις και το θες πάρα πολύ, σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχεις πράγματα. Στα πρώτα πέντε-έξι χρόνια φαίνεται αν ο άλλος πρόκειται να μείνει στα πράγματα έχω την αίσθηση. Από την άλλη με τρομάζει ότι ξεκίνησα με αυτή την ώθηση και φοβάμαι ότι όταν τελειώνει το ένα πράγμα δύσκολα θα ακολουθήσει κάτι άλλο άμεσα και το ίδιο ενδιαφέρον. Ευτυχώς βέβαια μέχρι σήμερα δεν έχω βιώσει μια τέτοια συνθήκη.
– Σε ενοχλεί που ορισμένοι αντιμετωπίζουν την υποκριτική ως χόμπι και τους καλλιτέχνες ως ερασιτέχνες;
Αν με ρωτούσες πως βλέπω τους ανθρώπους που το θεωρούν χόμπι θα ήμουν θυμωμένη πριν λίγο διάστημα. Μην παρεξηγηθώ, και δουλειά κανονική είναι και στους δρόμους βγήκαμε και θα ξαναβγούμε για όσα μας αντιστοιχούν και μας ανήκουν. Στην αρχή όμως που δεν έχεις την άνεση να δουλεύεις μόνο σε αυτό, υπάρχει ο κίνδυνος του συμβιβασμού-ακριβώς επειδή το ίδιο το κράτος μας αντιμετωπίζει σαν χομπίστες. Το δουλεύω «μόνο για να είμαι στον χώρο» δεν είναι πάντα καλό, ενέχει τον κίνδυνο να θυσιάσεις την παραμονή σου σε αυτόν αντί της ανεξαρτησίας που σου προσφέρει η δυνατότητα να ασκήσεις στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον κάτι παράλληλα. Νομίζω το να μην οξυδώνεσαι στις συνθήκες της ζωής και να κυνηγάς πάση θυσία να είσαι κομμάτι ενός χώρου που θες εκτός από χρήματα να σου προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας δεν είναι θετικό. Ίσως βέβαια σκέφτομαι κάπως εμπειρικά και σε παρόντα χρόνο, δεν είμαι απόλυτη σε τίποτα και επί του θέματος είμαι πρόθυμη να ακούσω επιχειρήματα. Ας κρατήσουμε πάντως πως πέρα από τα συλλογικά μας αιτήματα που πρέπει να διεκδικηθούν χρειάζεται να πυροδοτήσει καθένας μας μέσα του μια προσωπική επανάσταση.