Τους έμαθα στα 80s όταν αγόρασα μαζί τα δύο πρώτα άλμπουμ, το Brighter Now (In Phase recordings, 1982) και το Curse (1983, Ιn Phase Recordings) και τους είδα στη σκηνή πρώτη φορά, πολλά χρόνια αργότερα, στην Ουψάλα, στις αρχές των 90s. Ήταν χειμώνας (31 Ιανουαρίου 1990), κι ο αέρας έξω μύριζε πάγο και καμένη βενζίνη. Μέσα, στη σκηνή του Barowiak, οι Legendary Pink Dots έστηναν έναν άλλο καιρό, αποκομμένο από κάθε παρελθόν και μέλλον. Ο Edward Ka-Spel, με την ήρεμη φωνή ενός μάντη που αρνείται τον ρόλο του, τραγουδούσε για κόσμους που διαλύονταν και ξαναγεννιούνταν μέσα σε synths, tapes, κιθάρες, και κρουστά. Για εμένα αυτή η ανάμνηση δεν έχει χαραχθεί στον νου σαν μια συναυλία, περισσότερο κάτι σαν τελετή. Ένας μικρός κύκλος φωτός από το τρικέρι που κρατούσε στο χέρι του ο Edward Ka-Spel, μέσα στην ηλεκτρομαγνητική σιωπή του βόρειου κόσμου.

Τους ξαναείδα αρκετές φορές, με τελευταία αυτήν στην Αθήνα, μια εξαιρετική εμφάνιση στο Gagarin μαζί με τους And Also The Trees, πριν δύο χρόνια (4 Φεβρουαρίου 1993). Διαφορετικά μέλη, αλλά ο ίδιος πυρήνας παραίσθησης και τρυφερότητας, μόνο που τώρα έβλεπες την ιστορία τους να κουρνιάζει στους ήχους, σαν φάντασμα που έμαθε να χαμογελά, και όχι μόνο να τρομάζει. Ανάμεσα στις πολιτικές αναφορές, τα αυτοσχέδια σκίτσα, τα ηλεκτρονικά παλίμψηστα, η μπάντα έδειχνε ακόμη αδύνατο να ταξινομηθεί. Οι Dots ποτέ δεν ανήκαν πουθενά, κι αυτό ήταν η δύναμή τους: ένα σύνολο αιώνιων περιπλανώμενων που επιβίωσαν τέσσερις δεκαετίες χωρίς σημαία, χωρίς στρατόπεδο, χωρίς εμπορικό ένστικτο.

Edward Ka-Spel
Legendary Pink Dots, Gagarin, Αθήνα, Φεβρουάριος 2023 | Φωτ.: Γιάννης Παπαϊωάννου

Η πορεία τους, από τις πρώτες κασέτες των Chemical Playschool 1 & 2 (Mirrodot, 1981) και Kleine Krieg (Mirrodot, 1981) μέχρι τις ψηφιακές τους οάσεις στο Bandcamp, μοιάζει με ατελείωτο ημερολόγιο. Κάθε άλμπουμ ένα νέο κεφάλαιο, κάθε ήχος μια νέα ανάσα. Παράλληλα, ο Ka-Spel, με τα side-projects του — τους Tear Garden μαζί με τον cEvin Key των Skinny Puppy, τους Richter Scale, Sorry For Laughing, Dynasti, Mimir (μεταξύ πολλών άλλων), τις δικές του αμέτρητες σόλο εξομολογήσεις — έχει φτιάξει ένα δίκτυο ήχων που εκτείνεται απ’ το σκοτάδι του industrial ως την καθαρή μεταφυσική της ambient.

O Edward Ka-Spel είναι από εκείνες τις μορφές που μοιάζουν να κατοικούν μόνιμα ανάμεσα σε κόσμους, σαν να συνθέτει μηνύματα από ραδιοκύματα που δεν πιάνει κανείς άλλος. Η φωνή του, μισή προφητεία και μισή παραίσθηση. Όπως έχει αφηγηθεί και ο ίδιος στο Τhe Quietus όλα άρχισαν μέσα σε μια σκηνή, ένα χάραμα στο Stonehenge. Ο αέρας κουβαλούσε εκείνη τη μεταλλική ηχώ των synthesizers που μοιάζουν να στέλνουν μηνύματα από άλλους πλανήτες· και κάπου εκεί, μέσα στο κρύο και στην ομίχλη, ο Edward Ka-Spel βγήκε από τη σκηνή του για να ακολουθήσει έναν ήχο μια συχνότητα ενός Korg MS10 «που έμοιαζε με κραυγή από το War of the Worlds». Και αυτή ήταν μια στιγμή καθαρής συγχρονικότητας, όπως θα την αποκαλούσε και ο Jung: ένα τυχαίο θαύμα που έσπειρε την απαρχή των Legendary Pink Dots. Ένα σπόρο φτιαγμένο από λάσπη, φως και ηλεκτρισμό.

Από εκεί και πέρα, ο Ka-Spel μοιάζει να έζησε πάντα ανάμεσα στις ρωγμές και ανάμεσα σε σύνορα, έρωτες, συστήματα και άλλες, πολλές εποχές. Ένα synth στο χέρι, ένα τρένο προς την Ολλανδία, κι ένα σακίδιο με οχτώ χιλιάδες λίρες και την ουτοπία ότι θα φτάσουν για δέκα χρόνια. Δεν κράτησαν ούτε δέκα εβδομάδες. Αλλά αυτό που γεννήθηκε εκεί, μέσα σε καταλήψεις, σε δωμάτια με τοίχους που στάζανε υγρασία και κουβέρτες στο πάτωμα, ήταν κάτι αληθινό: ένα μουσικό εργαστήριο φτιαγμένο από σιωπή και πείνα, από αγάπη και παράνοια.

Η ιστορία του Ka-Spel δεν είναι μια ιστορία επιτυχίας, αλλά μια ακολουθία ονείρων με ρεύμα. Στην Αμερική, περιόδευσε μόνος, με ένα μικρό keyboard, μια κασέτα και ένα μικρόφωνο. Ένα σχεδόν λιντσαρισμένο σώμα σε κάποιο στάση φορτηγών της Αλαμπάμα, ψευδαισθήσεις στο Ντελαγουέρ, κι ύστερα το πρώτο Tear Garden άλμπουμ με τον cEvin Key, ένα μοναδικό ταξίδι στο εσωτερικό του ίδιου του ήχου.

Ο Edward Ka-Spel από την αρχή ήταν και συνεχίζει να είναι ένας αλχημιστής του ανείπωτου. Ένας ποιητής που δεν διαχωρίζει την παραίσθηση από την καθημερινότητα ή τον έρωτα από τον ηλεκτρισμό. Κατάφερε να εδραιώσει με τους Legendary Pink Dots μια παράλληλη Ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, όχι μέσα από είδη, ρεύματα ή μόδες, αλλά μέσα από το ασυνείδητο της ίδιας της Ευρώπης, εκεί όπου οι μηχανές έχουν ψυχή και οι φωνές μιλούν για κόσμους που δεν υπήρξαν ποτέ, αλλά ίσως θα μπορούσαν.

Ο κόσμος του Ka-Spel είναι ένας τόπος χωρίς σύνορα, ούτε γεωγραφικά ούτε συναισθηματικά. Κάθε τραγούδι του είναι ένας κώδικας, κάθε ήχος μια απόπειρα να επικοινωνήσει με το αόρατο. Κι εκεί, μέσα στο χάος όλων των τεχνολογιών, στις σύγχρονες πόλεις που καίγονται αργά και στα όνειρα που μεταδίδονται σαν άγνωστοι ιοί, ο Ka-Spel παραμένει ένας αθόρυβος μάρτυρας. Ένας ταξιδευτής του εσωτερικού διαστήματος, που συνεχίζει να καταγράφει ό,τι δεν μπορούν να πουν οι υπόλοιποι.

Και τώρα, τέσσερις δεκαετίες μετά το πρώτο τους ίχνος, οι Legendary Pink Dots συνεχίζουν να ξετυλίγουν το άπειρο ημερολόγιό τους. Το 25ο μέρος της σειράς Chemical Playschool κυκλοφόρησε μόλις πριν τρεις ημέρες — ένας νέος σταθμός σ’ αυτή τη μακρόχρονη οδύσσεια του ήχου και της φαντασίας, γεμάτος παραμορφωμένες μελωδίες και ψευδαισθήσεις που θυμίζουν πως το πείραμα δεν τελείωσε ποτέ. Κι αν αυτό ακούγεται σαν επιστροφή, τότε το HALLOWE’EN SPECIAL 2025, που βγήκε στις 16 Σεπτεμβρίου, είναι το πείραμα της ίδιας της εποχής μας. «Σκεφτείτε το δίλημμα», γράφουν στο σημείωμα του δίσκου. «Σε μια χρονιά όπου το Hallowe’en μοιάζει να συμβαίνει κάθε μέρα — οι φρίκες, όχι η διασκέδαση — πώς να φτιάξεις κάτι όντως ξεχωριστό για τις 31 Οκτωβρίου;». Η απάντηση βρίσκεται στο τέλος: αυτή τη φορά, λένε, έχει ένα χαρούμενο φινάλε. Μια μικρή αναλαμπή ελπίδας μέσα στο διαρκές σκοτάδι, ίσως το πιο γνήσιο δώρο που μπορούν να προσφέρουν οι Pink Dots το 2025.

Αυτή τη στιγμή οι Legendary Pink Dots ταξιδεύουν στην Αμερική σαν μια μπάντα-φάντασμα που συνεχίζει να διασχίζει δεκαετίες, ηπείρους και ψευδαισθήσεις, κουβαλώντας στις αποσκευές της περισσότερες ιστορίες απ’ όσες μπορεί να χωρέσει ένα σώμα. Και κάπου πίσω τους, στις σκιές του δρόμου, αρχίζει να ανασαίνει ήδη το νέο άλμπουμ των Tear Garden “Astral Elevator” που κυκλοφορεί επίσημα στις 24 Οκτωβρίου — μια ακόμη επιστροφή στο εσωτερικό διάστημα του Ka-Spel, εκεί όπου η φωνή του συναντά την ηλεκτρονική ψυχή του cEvin Key.

Λίγο πριν φύγουν από την Ευρώπη, είχα την τύχη να ανταλλάξω μερικές λέξεις με τον Edward. Όχι ακριβώς συνέντευξη, περισσότερο μια ανταλλαγή σημάτων κρυμμένη ανάμεσα σε μηδενικά και άσους, σαν δυο άνθρωποι που μιλούν μέσα από το θόρυβο του κόσμου. Κι εκεί, μέσα στις παύσεις του, ανάμεσα σε ειρωνεία, σιωπή και φωτεινά θραύσματα μνήμης, ένιωσα κάτι απλό: ότι ο Edward Ka-Spel δεν “ανήκει” στη μουσική, είναι απλώς ένα όμορφο κανάλι μέσα από το οποίο η μουσική συνεχίζει να μας θυμάται.

LINE

– Οι Legendary Pink Dots υπάρχουν πάνω από τέσσερις δεκαετίες χωρίς ποτέ να είναι εύκολο να καταταχθούν σε κάποιο είδος. Εσύ προσωπικά πώς εξηγείς την επιβίωσή τους έξω από τα παραδοσιακά μουσικά όρια;
Πάντα προσαρμοζόμασταν γρήγορα στις αλλαγές. Από την αρχή ξέραμε πως δεν θα ήταν εύκολο για μια μπάντα σαν τους Dots, δηλαδή μια μπάντα που δεν μπορούσε να μπει σε καμία κατηγορία, ούτε ήθελε. Αρνηθήκαμε να δεθούμε αποκλειστικά με κάποια δισκογραφική, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ασφυξία, θα σκότωνε τον αυθορμητισμό μας. Θέλαμε να συνεχίσουμε, ό,τι κι αν γινόταν. Προσωπικά, πάντα έβλεπα τους Dots σαν αιώνιους απόκληρους, σαν μια παρέα καταδικασμένων ψυχεδελικών, που ζουν μέσα σ’ ένα δικό τους μικρό εργαστήριο θαυμάτων, ένα χειροποίητο σύμπαν φτιαγμένο από ήχους, λάθη και όνειρα.

– Αν κοιτάξεις πίσω στις πρώτες κασέτες (Chemical Playschool, Kleine Krieg) νιώθεις πως εκείνα τα ακατέργαστα πειράματα εξακολουθούν να σε στοιχειώνουν ή να σε εμπνέουν σήμερα;
Περίεργο, αλλά ναι. Όσα κάναμε τότε εξακολουθούν να καθορίζουν τον τρόπο που δουλεύω σήμερα. Οι ίδιες χειρονομίες, απλώς μέσα σε άλλο σύμπαν. Η τεχνολογία τώρα ανοίγει πόρτες που στα ’80s ήταν αδιανόητες· ο ήχος έχει βάθος, καθαρότητα, εκείνη την αίσθηση ότι μπορείς να αγγίξεις τον παλμό του ίδιου του αέρα. Κι όμως, στο βάθος, είναι πάντα το ίδιο ένστικτο που κινεί τα χέρια — εκείνο που ψάχνει το θαύμα μέσα στο παράσιτο.

– Η φωνή σου έχει χαρακτηριστεί ως «το αδιαμφισβήτητο κέντρο» του σύμπαντος των Dots. Τη θεωρείς όργανο, έναν χαρακτήρα ή μια μάσκα που φοράς κάθε βράδυ;
Είναι πολλοί χαρακτήρες μαζί. Τα τραγούδια σε πρώτο πρόσωπο σπάνια μιλούν για μένα. Δεν υπάρχουν μάσκες, ούτε καθρέφτες του εαυτού. Προσπαθώ απλώς να μπω στο μυαλό κάποιου άλλου, να δω τον κόσμο όπως θα τον έβλεπε εκείνος, ακόμη κι αν είναι κάτι εντελώς ξένο από μένα.

– Από την Ουψάλα στις αρχές των 90s μέχρι την Αθήνα των 20s, έχω δει τις εμφανίσεις σου να μοιάζουν περισσότερο με τελετές: να πλέκουν πολιτικά σκίτσα με ψυχεδελικά ταξίδια. Εσύ πώς βλέπεις τον εαυτό σου: σαν κάποιο παραμυθά, σαν performer ή κάτι σαν σαμάνο;
Κοίτα, δεν έχω τόσο καθαρή εικόνα για τον εαυτό μου. Απλώς παραδίδω αυτό που πρέπει, γιατί δεν έχω επιλογή. Και αν το σκεφτώ πολύ, μάλλον θα καταρρεύσω σαν τράπουλα που σωριάζεται στο τραπέζι.

– Πώς ισορροπείς το θεατρικό με το αληθινό πάνω στη σκηνή; Και πότε η παράσταση γίνεται προφητεία;
Δεν είναι ούτε θέατρο ούτε προφητεία. Είμαι απλώς εγώ — ολόκληρος, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, να κάνω αυτό που πρέπει. Τίποτα λιγότερο, και τίποτα περισσότερο.

– Στις συναυλίες σου σχολιάζεις συχνά τα γεγονότα της εποχής με τρόπο αιχμηρό, σχεδόν σουρεαλιστικό. Πιστεύεις πως οι καλλιτέχνες έχουν ευθύνη να έρχονται αντιμέτωποι με την πολιτική ή είναι περισσότερο ένστικτο παρά καθήκον;
Είναι καθαρά ένστικτο. Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο με γεμίζει απέχθεια η πολιτική και όσοι την υπηρετούν… Η διαφθορά, η σκληρότητα, ο τρόπος που εκμεταλλεύονται τους πιο ευάλωτους και ξεσηκώνουν τα πλήθη να τους ακολουθούν. Δεν έχω δει ποτέ τον κόσμο πιο άσχημο απ’ ό,τι είναι τώρα· και, πραγματικά, δεν σκοπεύω να τον κάνω χειρότερο.

– Δηλαδή, πώς ερμηνεύεις σήμερα τη φράση «στη χώρα της ελευθερίας», ύστερα από τόσες δεκαετίες παρατήρησης τόσο της Ευρώπης όσο και της Αμερικής από τη σκηνή;
Θα αναρωτηθώ μόνο «ήταν ποτέ πραγματικά ελεύθερες»;

– ΟΚ, ας πούμε ότι η λέξη «ελευθερία» χρησιμοποιείται και κακοποιείται υπερβολικά στις μέρες μας. Έρχομαι να πιστεύω όλο και περισσότερο πως υπήρχε περισσότερη ελευθερία πριν εμφανιστεί το διαδίκτυο ενώ, τώρα κάθε μας πράξη ή άποψη μπορεί να εντοπιστεί. Αλλά πάλι, με το Bandcamp να φιλοξενεί τόσες κυκλοφορίες των Dots, βλέπεις τις ψηφιακές πλατφόρμες ως απελευθερωτικές για τους καλλιτέχνες ή ως κάτι που τους εξαντλεί; Και ύστερα από μια τόσο τεράστια δισκογραφία, σκέφτεσαι ακόμα με όρους “άλμπουμ” ή κάθε νέα κυκλοφορία είναι απλώς ένα ακόμη κεφάλαιο σ’ ένα ατελείωτο ημερολόγιο;
Και τα δύο, θα έλεγα. Μου αρέσει βαθιά η διαδικασία της δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου έργου, ενός άλμπουμ που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του, ένα σώμα με δική του αναπνοή. Αλλά, την περίοδο της πανδημίας, βρέθηκα να φτιάχνω σχεδόν ένα άλμπουμ τον μήνα. Ίσως γι’ αυτό τα βλέπω πια σαν σελίδες από ένα ημερολόγιο — καταγραφές στιγμών, σκέψεων, ψευδαισθήσεων. Κάθε κυκλοφορία ήταν ένας τρόπος να μη χαθώ, να κρατήσω ζωντανό έναν ρυθμό όταν ο κόσμος έξω είχε σταματήσει να αναπνέει.

– Τι είναι αυτό που σε κρατά περίεργο και πρόθυμο να πειραματίζεσαι, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες δημιουργίας;
Ό,τι κινείται κάτω απ’ τον ήλιο. Ό,τι ανασαίνει κάτω απ’ το φεγγάρι. Εκεί βρίσκεται πάντα η περιέργεια.

– Σε μια εποχή όπου ακόμη και η αλήθεια μοιάζει διαπραγματεύσιμη, πιστεύεις πως οι καλλιτέχνες μπορούν ακόμη να διαπεράσουν τον θόρυβο ή έχουμε γίνει κι εμείς ένα ακόμη στρώμα μαζικής παραπληροφόρησης;
Πρέπει να προσπαθούμε να διαπεράσουμε τον θόρυβο, είναι ευθύνη, όταν κάποιοι σε ακούν και ψάχνουν νόημα στα λόγια σου. Όμως απεχθάνομαι τα συνθήματα γιατί δεν οδηγούν πουθενά. Χρειάζεται ποίηση, ομορφιά· αλλιώς ο ήχος μένει κενός, σαν φωνή που χάνεται μέσα στο πλήθος.

– Η κατάρρευση των συνόρων μοιάζει πια και κυριολεκτική (μετανάστες, πρόσφυγες) και ψηφιακή, μέσα από τα παγκόσμια δίκτυα και την τεχνητή νοημοσύνη. Πιστεύεις πως η μουσική μπορεί ακόμη να λειτουργήσει ως καταφύγιο — ή και ως πράξη αντίστασης — μέσα σ’ αυτή την αναταραχή;
Φυσικά. Και νιώθω περήφανος που έχουμε έστω ένα μικρό κοινό σε τόσες γωνιές του κόσμου. Δεν παίζουμε για σκουπιδο-πολιτικούς· παίζουμε για ανθρώπους. Κι όταν ένα σύνορο διαλύεται, το γιορτάζω. Θα ήθελα να μην υπάρχουν σύνορα πουθενά — ούτε στους χάρτες, ούτε μέσα στο μυαλό μας.

– Πολλοί μιλούν σήμερα για έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο» ή ακόμη και για έναν αργό, σιωπηλό Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εσύ, που έχεις ζήσει τόσες γεωπολιτικές μετατοπίσεις από τη δεκαετία του ’80, πώς ερμηνεύεις αυτή την επιστροφή στην παράνοια και τον διχασμό;
Η πλειονότητα των λεγόμενων ηγετών μας είναι μεγαλύτεροι κι από μένα — και μοιάζουν να νιώθουν άνετα μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο που έζησαν πριν δεκαετίες. Εγώ, όχι.

– Ο καπιταλισμός έχει τελειοποιήσει την εμπορευματοποίηση της αντίστασης: punk συνθήματα πάνω σε fast fashion μπλουζάκια και μια υπόγεια κουλτούρα που μας πωλείται πίσω σαν προϊόν. Βλέπεις ακόμη αυθεντικούς χώρους αντίστασης μέσα στη σημερινή κουλτούρα;
Απόλυτα. Ήταν πάντα εκεί και θα είναι για πάντα. Η αντίσταση δεν πεθαίνει, απλώς βρίσκει νέους τρόπους να ψιθυρίζει.

– Αν το υπόγειο κίνημα των 80s αντιδρούσε στην πυρηνική απειλή και στη φτώχεια της εποχής Thatcher/Reagan, σε τι πιστεύεις ότι θα έπρεπε να αντιδρά το σημερινό underground;
Θεωρώ ότι σήμερα πρέπει να αμφισβητούμε κάθε πληροφορία που μας πετάνε στα μούτρα. Η συνεργασία, η συμπόνια, η αγάπη, αλλά και η αληθινή επικοινωνία, μπορούν να γκρεμίσουν τα σύνορα και να μας πάνε πιο πέρα απ’ το πρωτόγονο.

– Η ζωή σου ανάμεσα σε Αγγλία και Ολλανδία πώς έχει διαμορφώσει την οπτική σου πάνω στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κρίσεις — μετανάστευση, εθνικισμό, κλίμα, πόλεμο;
Βλέπω ελπίδα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υπάρχει πολλή αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου — ειδικά στο Λονδίνο. Όταν έφυγα το 1984, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία ήταν πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι όταν γύρισα το 2010. Ναι, τα πράγματα δεν είναι τέλεια, αλλά τουλάχιστον βλέπω ότι κάποιοι μαθαίνουν να ζουν μαζί.

– Πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να επηρεάσει τη συλλογική πολιτική φαντασία ή είναι καταδικασμένη να μένει ένα ποιητικό σχόλιο πάνω σε μια παγκόσμια τάξη που καταρρέει;
Δεν είμαι σίγουρος. Θυμάμαι όμως με μεγάλη αγάπη τον Václav Havel — έναν αληθινά σοφό ηγέτη και ποιητή. Ίσως εκεί να βρίσκεται η απάντηση: όταν η πολιτική και η ποίηση συναντιούνται, ο κόσμος μοιάζει για λίγο λιγότερο χαμένος.

– Αν μπορούσες να διαλέξεις μια ξεχασμένη γωνιά του κόσμου για μια μικρή, μυστική εμφάνιση των Legendary Pink Dots, πού θα ήταν και γιατί;
Στο υπέροχο νησί της Ύδρας! Απλώς γιατί το αγαπώ. Τίποτα πιο σύνθετο από αυτό.

 

☞︎ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: WebsiteBandcampSpotify 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.