H Αδαμαντία Καλογεροπούλου βρίσκεται στην άλλη άκρη της ιντερνετικής μου γραμμής, στο σπίτι της στο Σαν Ντιέγκο. Ακούγεται ευδιάθετη και χαλαρή, αλλά μετά τις πρώτες χαιρετούρες, βγάζει έναν αναστεναγμό και μού παραπονιέται ότι «αυτές τις ημέρες έχει φρικτή ζέστη εδώ στην Καλιφόρνια και ψηνόμαστε. Που θα πάει αυτή η κατάσταση επιτέλους;».
Καλώς ήρθατε στον υπέροχο κόσμο της Ντιαμάντα Γκαλάς. Έναν κόσμο όπου κυριαρχεί διαρκώς η απόγνωση για κάτι ήσσονος ή μείζονος σημασίας. Έναν κόσμο που κυριαρχείται από το Αλλόκοτο και το Παράδοξο. Έναν κόσμο που η 67χρονη Ελληνοαμερικανίδα σοπράνο, καλλιτέχνης και ακτιβίστρια, προσπαθεί εδώ και πάνω από 40 χρόνια να τον ερμηνεύσει με την, πάντα καθαρή, αλλά εξίσου πανταχού παρούσα δυστοπική ματιά της.
Η Ντιαμάντα γεννήθηκε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια το 1955 από Μικρασιάτη πατέρα από την Τραπεζούντα και Μανιάτισσα μητέρα. Ορμώμενη από την επιμονή του πατέρα της, έκανε κλασικές μουσικές σπουδές στο τραγούδι αλλά και στο πιάνο και συμμετείχε τόσο σε κλασικές όσο και σε σύγχρονες όπερες, αφήνοντας παράμερα το πιάνο και χρησιμοποιώντας ως μουσικό όργανο αυτή την σπάνια φωνή, εύρους πεντέμιση οκτάβων, που την προίκισε η Φύση.
Βέβαια, όσοι από εμάς την ακούμε για χρόνια, ξέρουμε καλά ότι το φόρτε της είναι η αβάν-γκαρντ και συχνά industrial μουσική με την οποία επιμένει (ορθώς) να «ντύνει» την απόκοσμα οπερατική φωνή της.
Αυτό ακριβώς κάνει και στο νέο της άλμπουμ με τον «πόσο-Ντιαμάντα-Γκαλάς-όμως» τίτλο “Broken Gargoyles”, το οποίο πραγματεύεται τις ιστορίες στρατιωτών που επέστρεψαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άλλοι σοβαρά τραυματισμένοι, άλλοι φρικτά ακρωτηριασμένοι και σίγουρα ψυχοσωματικά κατεστραμμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους.
«Ξεκίνησα να επεξεργάζομαι την ιδέα για το άλμπουμ αυτό το 2012», μού λέει, «προσπαθώντας να “ντύσω” μουσικά ένα ποίημα που είχα διαβάσει, το “The Fever Hospital” του Γερμανού Georg Heym. Το ποίημα αυτό με συγκλόνισε. Mετά έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο του συγγραφέα Ernst Friedrich με τίτλο «Krieg dem Kriege!» (σ.σ: «Πόλεμος εναντίον Πολέμου», εκδόθηκε το 1924 στην Γερμανία και απαγορεύτηκε αμέσως μετά από το Τρίτο Ράιχ επειδή «έδειχνε το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου»). Μέσα στο βιβλίο αυτό, υπάρχουν δεκάδες φωτογραφίες παρμένες από στρατιωτικές βιβλιοθήκες με πρόσωπα στρατιωτών που έχουν παραμορφωθεί μετά από συνεχόμενες χειρουργικές επεμβάσεις, ως αποτέλεσμα των τραυματισμών τους στο πεδίο της μάχης».
«Όταν οι στρατιώτες αυτοί επέστρεψαν από τον πόλεμο, τους υποσχέθηκαν ένα σωρό πράγματα, αλλά τελικά, μετά από εβδομάδες μέσα στο νοσοκομείο, τους άφησαν εκεί και σταδιακά, οι τραυματισμένοι αυτοί στρατιώτες ξέμειναν εκεί. Και φυσικά έπαθαν ένα σωρό ψυχοσωματικά προβλήματα, όπως PTSD (σ.σ: διαταραχή μετατραυματικού στρες, μια διανοητική διαταραχή που μπορεί να αναπτυχθεί μετά την έκθεση ατόμου σε τραυματικό συμβάν, όπως σεξουαλική επίθεση, πολεμική σύγκρουση, τροχαία ατυχήματα ή παιδική κακοποίηση), το οποίο κουβαλούσαν για όλη τους την ζωή».
«Και ασφαλώς εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε από τέτοιου είδους ακρωτηριασμούς. Τα έχουμε ζήσει όλα αυτά στο παρελθόν. Ξέρουμε πως είναι να είσαι ένας από αυτούς τους τραυματίες πολέμου. Για τις υποσχέσεις που δόθηκαν σε ανθρώπους που πήγαν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους (σ.σ: λέει στα ελληνικά την λέξη «πατρίδα») και τελικά οι ανώτεροί τους τούς άφησαν αβοήθητους να πεθάνουν στα χαρακώματα».
Της επισημαίνω ότι το περσινό “Τραγούδι από το αίμα των δολοφονημένων” (Song from the Blood of Those Murdered) που κυκλοφόρησε με αφορμή τις μαρτυρίες όσων βασανίστηκαν από την Χούντα κατά την διάρκεια της Επταετίας (1967-1974), αποτελεί ένα από τα συγκλονιστικότερα μουσικά και φωνητικά της επιτεύγματα.
«Διάβασα κάποιες από τις μαρτυρίες των θυμάτων που υπέστησαν τα βασανιστήρια αυτά επί χούντας. Και αυτοί οι άνθρωποι, μετά, στα επόμενα χρόνια, είχαν τα ίδια συμπτώματα με τους στρατιώτες του Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που επέστρεφαν από το πεδίο της μάχης: χτυπημένοι από ένα σφοδρό PTSD και φυσικά μια παροιμιώδη άρνηση να μιλήσουν για τα όσα φριχτά υπέστησαν στα κρατητήρια. Αυτό που με εκνευρίζει, ωστόσο, είναι ότι δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους που όντως βασανιστήκαν με απάνθρωπο τρόπο, είδαν φως και μπήκαν και διάφοροι άλλοι που μετέπειτα στην ζωή τους παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως ήρωες και μάρτυρες, αλλά το μόνο που είχαν υποστεί ήταν να περάσουν μερικές ώρες κλειδωμένοι μέσα σε ένα κελί και μετά αφέθηκαν ελεύθεροι».
Η συζήτηση γρήγορα μετατίθεται στο μόνιμο θέμα συζήτησης ανάμεσα σε δυο Έλληνες –ειδικά, αν ο ένας είναι της Διασποράς: την Αγία Ελληνική Οικογένεια και τα κληροδοτήματά της στον ψυχισμό του καθενός από εμάς.
«Η ελληνική οικογένεια, ως θεσμός, κουβαλάει μια συγκεκριμένη αυστηρότητα. Οι γονείς σου σού λένε διαρκώς «πρόσεχε αυτό, πρόσεχε το άλλο, προσέχετε μωρέ, τα μάτια σας 14» (σ.σ: λέει όλη αυτή την έκφραση στα ελληνικά). Ο πατέρας μου θυμάμαι ότι μου έλεγε “μην κάνεις παρέα με Αμερικανούς, είναι κουτοί”. Και του έλεγα “οκ, μπορώ να κάνω παρέα με Έλληνες της Αμερικής;” και μου απαντούσε “αυτοί είναι ακόμη χειρότεροι. Είναι κλέφτες. Θα σε ληστέψουν. Θα κάνεις παρέα μόνο με την άμεση οικογένεια σου, τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Ούτε καν τους θειους και τις θειες σου, γιατί αυτοί είναι ακόμη πιο πονηροί και κλέφτες”. Το οποίο, ξέρεις κατι; Ήταν όντως σωστό. Και είχε δίκιο. Οπότε εγώ γλύτωσα από όλο αυτό το μαρτύριο της ελληνικής οικογένειας. Επέλεξα να συγχρωτισθώ με το δικό μου “αίμα”, τους φίλους που διάλεξα εγώ. Και όχι με ένα τσούρμο απαίδευτους τύπους με τους οποίους μας ενώνει απλά το ίδιο dna».
Επανέρχομαι στο ζήτημα της ακτιβιστικής της δράση, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κυκλοφόρησε την τριλογία άλμπουμ «The Masque of the Red Death» (Mute, 1988) με θέμα την επιδημία του AIDS – από την οποία έχασε στην συνέχεια και τον ίδιο της τον αδελφό. Και τον τρόπο με τον οποίο αυτή, μια δεδηλωμένη άθεη, καταφέρνει και εγκολπώνει με τέτοια επιτυχία και ξεκάθαρη στόχευση μέσα στους δίσκους της χωρία και κείμενα από την Βίβλο, χωρίς καν να θεωρείται «πιστή Χριστιανή».
«Κανείς δεν με πίεσε να πάω στην εκκλησία. Ο πατέρας μου ήταν αγνωστικιστής και η μητέρα μου άθεη. Αλλά ακόμη κι έτσι, πηγαίναμε στην ορθόδοξη εκκλησία εκεί κοντά που μέναμε, γιατί η Ορθοδοξία έχει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα που μπορείς να παρακολουθήσεις, όπως τις λιτανείες, τα ρούχα ή τους ύμνους, τους ψάλτες, δηλαδή άτομα προικισμένα με φοβερές φωνές, να ψέλνουν, μέχρι και την μυρωδιά του θυμιάματος. Αλλά φυσικά, μετά βγαίνει ο ιερέας και λέει όσα λέει και εγώ σκέπτομαι από μέσα μου “φίλε, ό,τι και αν λες αυτή την στιγμή, δεν απευθύνεσαι σε μένα, οπότε λέω να φύγω τώρα”. Αλλά η αλήθεια είναι ότι με γοήτευαν οι μελωδίες που τραγουδούσαν οι ψάλτες, ακόμη και αυτοί που δεν είχαν και τόσο σπουδαίες φωνές».
Ναι, το παραδέχεται: γοητεύεται από την Ιστορία, ως επιστήμη και βρίσκει διαρκώς τον εαυτό της να «χώνεται» μέσα σε βιβλία ιστορίας, να αναμοχλεύει το ανθρώπινο παρελθόν και να ανασκαλεύει όλους αυτούς τους λόγους που μας οδήγησαν στο Αλγεινό Σήμερα.
Η Ντιαμάντα βέβαια, πολύ εύλογα, δεν βλέπει καμία απολύτως αχτίδα φωτός να περνάει, ως εχέγγυο έστω μιας τόσο δα ελάχιστης ελπίδας, μέσα από τις γρίλιες της σύγχρονης Ιστορίας.
«Με ενοχλεί η έλλειψη παιδείας. Με ενοχλεί οι άνθρωποι να μην γνωρίζουν από Ιστορία και να επαναλαμβάνουν διαρκώς τα ίδια και τα ίδια λάθη. Δες τι γίνεται αυτή την στιγμή στην Ουκρανία», επισημαίνει, καταλήγοντας με νόημα ότι «πραγματικά θεωρώ ότι αν κάποτε η ανθρωπότητα καταστραφεί, αυτό θα συμβεί όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά εξαιτίας της απαιδευσιάς των πολλών».
*Το άλμπουμ «Broken Gargoyles» είναι διαθέσιμο διαμέσου της προσωπικής της δισκογραφικής εταιρείας Intravenal Sound Operations.