Οι Decius μιλούν στο OLAFAQ για ηλεκτρονική μουσική που δεν ζητά έγκριση
Με αφορμή το πρώτο τους live στην Αθήνα, στο πλαίσιο του POROSI 02, οι Decius μιλούν στο OLAFAQ για να μας θυμίσουν ότι η ηλεκτρονική χορευτική μουσική δεν μπορεί να είναι προϊόν, αλλά εμπειρία: σωματική, ακατέργαστη και βαθιά ανθρώπινη.
H ιστορία των Decius ξεκίνησε όχι από κάποιο business plan, ούτε από ένα όραμα «καριέρας», αλλά από ανθρώπους που συναντιούνται ξανά και ξανά στον ίδιο χώρο, ιδρώνουν στα ίδια gigs, μπλέκουν σε κουβέντες, σε μπάντες, σε labels και, προπάντων, ιδέες. Οι Decius γεννήθηκαν μέσα από αυτό το πυκνό, σχεδόν υπόγειο οικοσύστημα της σκηνής που γέννησε η Windmill pub στο Brixton Hill, σαν μια από εκείνες τις διασταυρώσεις που δεν μοιάζουν σημαντικές τη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά αργότερα καταλαβαίνεις ότι ήταν αναπόφευκτες. Τα αδέρφια Luke και Liam May και ο Quinn Whalley (μέλος των Paranoid London και των Warmduscher), με κοινές μνήμες από τη Νέα Υόρκη, τη Strictly Rhythm, το δικό τους Trashmouth label και μια δεκαετία DIY επιμονής, έφτασαν κάποια στιγμή στο σημείο όπου, όπως το λέει απλά ο Liam και στη συνέντευξη του ακολουθεί, «δεν είναι καθόλου συνειδητή η σύνδεσή μας, απλώς ο τρόπος που κάνουμε τα πράγματα».
Και κάπου εκεί, σε μια εποχή όπου η club μουσική συσκευάζεται, μετριέται και διανέμεται με όρους προϊόντος (αλγόριθμοι, safe επιλογές, προβλέψιμα builds και drops) οι Decius εμφανίζονται σχεδόν σαν μια ανωμαλία. Βασικά, επειδή αρνούνται να παίξουν το παιχνίδι του «σωστού». Χτίζουν τη μουσική τους σαν εμπειρία, όχι σαν περιεχόμενο, σαν τελετουργία, και όχι σαν release strategy. Τα πρώτα χαμηλόφωνά τους 12ιντσα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, περνούν από τα χέρια μεγάλων DJs όπως ο Daniel Avery, οι 2 Many DJs, η Moxie και ο Erol Alkan, μέχρι που το Decius Vol. I σηματοδοτεί τη στιγμή που βγαίνουν από τα χαρακώματα, χωρίς καμία διάθεση εξευγενισμού.
Ο ήχος τους πατάει μεν στο acid house και στο Paranoid London DNA, αλλά τραβάει βαθύτερα: πίσω στις πρώτες, ωμές μέρες του Chicago house, στις queer, μαύρες κοινότητες που το γέννησαν, στις νύχτες του Ron Hardy στο Muzic Box της πόλης που γέννησε τη σύγχρονη χορευτική μουσική όπως την μάθαμε αλλά και στην πρωτογενή ένταση του Patrick Cowley, που γέννησε την πρώτη, ηλεκτρισμένη μορφή της hi-NRG και της queer disco στις πίστες του Σαν Φρανσίσκο: έναν ήχο σωματικό, απελευθερωτικό και πολιτικό, φτιαγμένο για ιδρωμένα σώματα, όχι για ασφαλή ακρόαση. Η φωνή του Lias Saoudi (ο βασικός δημιουργικός άξονας των Fat White Family, και το μοναδικό σταθερό μέλος του σχήματος από την ίδρυσή του στο Peckham το 2011) λειτουργεί άλλοτε σαν υφή κι άλλοτε σαν εμμονικό μάντρα, μετατρέποντας τυχαίες φράσεις σε ψυχαναγκαστικές επαναλήψεις που κυριεύουν το σώμα και το μυαλό.
Η επιδραστικότητα των Decius δεν προκύπτει από streams, branding ή προσεκτικά χτισμένο μύθο, αλλά από κάτι πολύ πιο σπάνιο σήμερα: το ένστικτο. Την απόλυτη άρνηση της διαπραγμάτευσης, της τελειοποίησης και της «καθαρής» ασφάλειας. Επαναφέρουν στο club τη φυσική αίσθηση του κινδύνου, της φθοράς και της ανθρώπινης παρουσίας, έναν ήχο που ιδρώνει, ξεφεύγει χρονικά, αλλά παραμένει αληθινός.
Και κάπως έτσι, όλη η συζήτηση που ακολουθεί βρίσκει το φυσικό της έδαφος στην πράξη. Το πρώτο live των Decius στην Αθήνα, το Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2026 στο ΑΝ Club, ως καλεσμένοι του φεστιβάλ POROSI 02, είναι η στιγμή που αυτός ο ιδιότυπος, ανεξέλεγκτος κόσμος τους περνά από τη θεωρία στο σώμα. Ένα παράδοξο supergroup, με τον Lias Saoudi τους Luke & Liam May και τον Quinn Whalley φτάνει στην πόλη κουβαλώντας δύο άλμπουμ (Decius Vol. I και Decius Vol. II: Splendour & Obedience) και μια υπόσχεση απελευθέρωσης από την αφόρητη κοινοτοπία.
Η αφορμή για την κουβέντα που ακολουθεί είναι ακριβώς αυτή: η συνάντηση ενός ήχου που γεννήθηκε για τις πίστες, με punk ένστικτο, acid house και disco σε μόνιμη ένταση, με μια πόλη που ξέρει από νύχτες, ιδρώτα και ρίσκο. Οι Decius έρχονται να δοκιμάσουν τα όρια, να προκαλέσουν την ενέργεια ενός ιστορικού χώρου και να θυμίσουν γιατί η club μουσική, όταν είναι αληθινή, παραμένει μια ανεξέλεγκτη ώθηση χωρίς σύνορα και χωρίς λόγο. Από εκεί ξεκινά και αυτή η συζήτηση. Από την ανάγκη να καταγραφεί κάτι που συμβαίνει τώρα, ζωντανά, πριν προλάβει να εξημερωθεί.
– Οι Decius ακούγονται (τουλάχιστον σε εμένα) περισσότερο σαν “σύγκρουση” παρά σαν “σύνθεση”. Πώς θα περιγράφατε την εσωτερική λογική, ή την εσκεμμένη έλλειψή της, που κρατά τη μουσική σας ενωμένη;
Η πιο προφανής “σύγκρουση” προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στο δικό μας μουσικό υπόβαθρο και σε εκείνο του Lias. Εμείς διαμορφωθήκαμε ως άνθρωποι με τη club μουσική στο κέντρο των αναφορών μας· είναι κάτι που πια κυλάει στο αίμα μας. Ο Lias, αντίθετα, μπήκε σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχει προηγουμένως καμία ουσιαστική σχέση ή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη dance μουσική, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουμε να δουλεύουμε μαζί. Είχε μόλις επιστρέψει από το Berghain και είχε ζήσει εκείνη την κλασική, σχεδόν μυθική επιφοίτηση της πίστας, ενισχυμένη από ουσίες, που όλοι γνωρίζουμε. Ξαφνικά «το έπιασε». Την ίδια στιγμή, όμως, δεν ήταν δεμένος με το σύνηθες, προβλέψιμο πακέτο αναφορών στο οποίο καταφεύγουν συνήθως όσοι γράφουν φωνητικά για dance κομμάτια. Εγώ και ο Luke ανέκαθεν αποφεύγαμε το προβλέψιμο, αν θέλει κανείς ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αρκεί να ακούσει το Iron Stylings από την παλαιότερη ενσάρκωσή μας ως Medicine8. Κάπως έτσι, όλες αυτές οι αποκλίσεις και οι ασυμβατότητες όχι μόνο δεν συγκρούονται καταστροφικά, αλλά κουμπώνουν μεταξύ τους. Και, με έναν τρόπο που δύσκολα εξηγείται λογικά, απλώς… λειτουργεί.
– Τα κομμάτια σας ακούγονται ταυτόχρονα ωμά μίνιμαλ και παράξενα αισθησιακά. Τι σημαίνει η «απόλαυση» μέσα στο πλαίσιο του τρόπου που παράγετε μουσική;Υπάρχει πάντα μια πολύ εύθραυστη γραμμή ανάμεσα στον χορό και το σεξ και αυτό ισχύει σχεδόν αναπόφευκτα για τη μουσική που φτιάχνεται για clubs. Τουλάχιστον για τα clubs που ενδιαφέρουν εμάς. Η δημιουργία μουσικής, στην ουσία της, έχει πάντα να κάνει με το να διεγείρεσαι, να «ανάβεις» ή να αφήνεσαι σε μια μορφή έντασης ή απελευθέρωσης. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι πάντα μια διαδικασία σωματική, σχεδόν ενστικτώδης. Με δυο λόγια: είναι σεξουαλική μουσική. Όχι με την προφανή ή χυδαία έννοια, αλλά ως ενέργεια, ως παρόρμηση, ως κάτι που περνά πρώτα από το σώμα και μετά από το μυαλό.
Φωτ.: Nic Nova
– Γράφετε έχοντας στο μυαλό σας την πίστα ή μήπως η πίστα απλώς προσαρμόζεται σε ό,τι της πετάτε;
Τα κομμάτια που κυκλοφορούμε στα EPs της σειράς Decius Trax είναι σίγουρα γραμμένα με την πίστα στο μυαλό. Όταν όμως πρόκειται για τα άλμπουμ, τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Εκεί κινούμαστε περισσότερο στη λογική μιας επίκλησης, μιας αναπαράστασης του δικού μας, εν μέρει φαντασιακού κόσμου της dancefloor εμπειρίας. Κάποιες φορές αυτά τα κομμάτια δουλεύουν εξαιρετικά καλά στην πίστα, αλλά αυτό είναι σχεδόν… τυχαίο. Η βασική μας πρόθεση είναι πάντα η συνοχή ενός άλμπουμ ως ενιαίου έργου, και όλο και περισσότερο γράφουμε με γνώμονα και το live show μας. Φυσικά, είναι υπέροχο όταν άλλοι DJs πιάνουν τα κομμάτια και τα παίζουν στα set τους, αλλά στην πραγματικότητα τα φτιάχνουμε κυρίως για εμάς τους ίδιους, για να τα παίζουμε εμείς. Εκεί νιώθουμε ότι αποκτούν το πλήρες νόημά τους.
– Υπάρχει μια ξεκάθαρη punk καταγωγή στον ήχο σας, όχι μόνο ηχητικά, αλλά και σε επίπεδο στάσης. Πόσο συνειδητή είναι αυτή η σύνδεση όταν δουλεύετε;
Δεν είναι καθόλου συνειδητή. Είναι απλώς ο τρόπος που κάνουμε τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, όσο λιγότερο συνειδητό είναι κάτι, τόσο το καλύτερο για εμάς. Δουλεύουμε με βάση το συναίσθημα. Με τις αισθήσεις, όχι με θεωρίες ή προθέσεις. Εκεί βρίσκεται όλη η ουσία.
– Τα διαφορετικά υπόβαθρα των μελών πώς διαμορφώνουν τον ήχο των Decius; Είναι το πρότζεκτ μια διαπραγμάτευση, μια σύγκρουση ή ένα κοινό ένστικτο;
Όχι, δεν υπάρχει ποτέ διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση είναι απολύτως ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με το ένστικτο.
Φωτ.: Nic Nova
– Η μουσική σας αγκαλιάζει την παραμόρφωση, τη φθορά, το «στραβό» timing, πράγματα που συνήθως οι dance παραγωγοί προσπαθούν να «διορθώσουν». Τι σας τραβά στην ατέλεια ως βασικό στοιχείο;
Δεν ξέρω… απλώς έτσι μας φαίνεται καλύτερο. Μας αρέσει η μουσική που, όταν τη ακούς, μπορείς να αισθανθείς έναν συγκεκριμένο χρόνο και έναν συγκεκριμένο τόπο. Να καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει συμβεί εκεί, όχι απλώς ότι πατήθηκε ένα κουμπί. Επίσης, μας ενδιαφέρει πολύ να υπάρχει η αίσθηση ότι πίσω από τη μουσική υπάρχουν άνθρωποι, όχι μόνο μηχανές. Νομίζω ότι αυτό το στοιχείο χάνεται σε μεγάλο βαθμό στη σύγχρονη μουσική που ακούμε σήμερα, όπου είναι προφανές ότι έχει πέσει υπερβολικό ψηφιακό «καθάρισμα». Η ατέλεια, η φθορά, το λάθος, κρατούν ζωντανό το ίχνος της ανθρώπινης παρουσίας και αυτό για εμάς είναι αναντικατάστατο.
– Πιστεύετε ότι η τεχνολογία έχει κάνει τη club μουσική υπερβολικά «καθαρή»; Υπερβολικά ασφαλή;
Εν μέρει, ναι. Αλλά, και πάλι, δεν μπορείς να κατηγορείς τον κόσμο επειδή δουλεύει αποκλειστικά με laptops. Κι εμείς τα χρησιμοποιούμε. Παράλληλα όμως, βασιζόμαστε αρκετά και σε παλιό εξοπλισμό, πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν και συχνά μπελαλίδικα στη χρήση. Παρ’ όλα αυτά, για εμάς αξίζει τον κόπο. Νομίζω ότι αυτή η τάση προς το υπερβολικά «καθαρό» και «ασφαλές» δεν είναι μόνο τεχνολογικό ζήτημα, αλλά και καθαρά πολιτισμικό. Ο κόσμος μοιάζει πλέον τρομοκρατημένος στην ιδέα να κάνει κάτι λάθος. Και αυτό μπλοκάρει καλά πράγματα σε πάρα πολλά επίπεδα. Ευτυχώς, εμείς έχουμε ξεπεράσει εδώ και καιρό το στάδιο του να μας νοιάζει. Οπότε… λέμε “γ@μα το”, και απλώς το κάνουμε.
– Η club κουλτούρα του Λονδίνου μεταλλάσσεται διαρκώς. Πού πιστεύετε ότι τοποθετούνται οι Decius στο σημερινό τοπίο, αν τοποθετούνται κάπου;
Δεν χωρέσαμε ποτέ πουθενά. Ποτέ. Αυτό έχει κάποια προφανή μειονεκτήματα, αλλά είναι μάλλον και ένας από τους βασικούς λόγους που ο κόσμος μας γουστάρει.
– Πώς βλέπετε την ολοένα αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στη DIY νυχτερινή σκηνή και την εμπορική κουλτούρα των μεγάλων φεστιβάλ;
Νομίζω ότι αυτό απλώς αντανακλά την κατάσταση συνολικά, όχι μόνο στη νυχτερινή κουλτούρα. Τα πράγματα σήμερα μοιάζουν να χωρίζονται αυστηρά σε δύο άκρα: είτε είναι μαζικά, εμπορικά και τεράστια, είτε μικρά, περιθωριακά και αυστηρά niche. Δεν φαίνεται να υπάρχει ενδιάμεσος χώρος αυτή τη στιγμή, και αυτό ισχύει σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής. Προφανώς, αυτό κάνει το DIY πιο δύσκολο από ποτέ. Όμως, αν το καλοσκεφτείς, η καλύτερη μουσική και η καλύτερη τέχνη συχνά γεννιούνται μέσα από κάποια μορφή πίεσης ή δυσκολίας. Υπάρχει μια ξεκάθαρη διασύνδεση ανάμεσα στον αγώνα και στο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η καλύτερη μουσική, άλλωστε, πάντα έβγαινε μέσα από δύσκολες εποχές.
INΦΟ: POROSI 02: Οι DECIUS live στην Αθήνα
Ημερομηνία: Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2026 Opening Acts: Modern Ruin + Degear0001 Τοποθεσία: ΑΝ Club Προσέλευση: 21:00 | Έναρξη: 21:30 Περισσότερες πληροφορίες:porosi.org Διοργάνωση: ΠΩΡΩΣΗ
Με την υποστήριξη της _&beyond
Με αφορμή το πρώτο τους live στην Αθήνα, στο πλαίσιο του POROSI 02, οι Decius μιλούν στο OLAFAQ για να μας θυμίσουν ότι η ηλεκτρονική χορευτική μουσική δεν μπορεί να είναι προϊόν, αλλά εμπειρία: σωματ
Με αφορμή το πρώτο τους live στην Αθήνα, στο πλαίσιο του POROSI 02, οι Decius μιλούν στο OLAFAQ για να μας θυμίσουν ότι η ηλεκτρονική χορευτική μουσική δεν μπορεί να είναι προϊόν, αλλά εμπειρία: σωματ
Ο Γιάννης Αναστασάκης μιλά για τη "Σπασμένη Φλέβα" και αποκαλύπτει πώς ο Οικονομίδης αυτή τη φορά «πονά» περισσότερο γιατί κοιτάζει βαθύτερα μια Ελλάδα σκληρή, ταξικά διαβρωμένη, χωρίς ψευδαισθήσεις.
Ο Γιάννης Αναστασάκης μιλά για τη "Σπασμένη Φλέβα" και αποκαλύπτει πώς ο Οικονομίδης αυτή τη φορά «πονά» περισσότερο γιατί κοιτάζει βαθύτερα μια Ελλάδα σκληρή, ταξικά διαβρωμένη, χωρίς ψευδαισθήσεις.
Ο Στράτος Τζώρτζογλου, πιο αληθινός και προσγειωμένος από ποτέ, ανοίγει την καρδιά του και μιλά για εκείνες τις σκοτεινές και φωτεινές στιγμές που τον διαμόρφωσαν και πίσω από τους "κακούς" ρόλους απο
Ο Στράτος Τζώρτζογλου, πιο αληθινός και προσγειωμένος από ποτέ, ανοίγει την καρδιά του και μιλά για εκείνες τις σκοτεινές και φωτεινές στιγμές που τον διαμόρφωσαν και πίσω από τους "κακούς" ρόλους απο
Μια γυμνή πρώτη συνάντηση οδηγεί στη γέννηση μιας "Οντολογικής Εταιρείας" που αποφασίζει να πολεμήσει την απογοήτευση με ειρωνεία, χιούμορ και τη διαλεκτική. Το "Συμπόσιο Αμπελοφυλλοσοφίας" στο Booze
Μια γυμνή πρώτη συνάντηση οδηγεί στη γέννηση μιας "Οντολογικής Εταιρείας" που αποφασίζει να πολεμήσει την απογοήτευση με ειρωνεία, χιούμορ και τη διαλεκτική. Το "Συμπόσιο Αμπελοφυλλοσοφίας" στο Booze