Η Δανάη Σπηλιώτη επιστρέφει με μια ατμοσφαιρική νέα παραγωγή, μεταφέροντας μας σε έναν σκοτεινό, αλλόκοτο κόσμο, μέσα από τη σκηνοθεσία της στο “The Dumb Waiter” του Χάρολντ Πίντερ. Μετά την επιτυχία της με τα έργα “Τάο” και “Πλατόνοφ”, αυτή τη φορά μας βυθίζει σε ένα έργο-σύμβολο του Θεάτρου του Παραλόγου, όπου οι λέξεις είναι σκιές και οι ήχοι πλέκονται με την αβεβαιότητα. Στο κέντρο του αφηγηματικού χάους βρίσκονται οι Μπεν και Γκας, παγιδευμένοι σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο, αποξενωμένοι από τον κόσμο και τον εαυτό τους. Ο χρόνος διαστέλλεται και κάθε στιγμή φαντάζει σαν ένα παιχνίδι ελέγχου, με τις παράλογες εντολές να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στους δύο ήρωες.
Οι ερμηνείες του Αντώνη Καφετζόπουλου και του Μιχάλη Τιτόπουλου, υπό την καθοδήγηση της Σπηλιώτη, θα μας βυθίσουν βαθιά στον εσωτερικό κόσμο του Πίντερ, εκεί που το αόρατο γίνεται ορατό, και το γνωστό μετατρέπεται σε άγνωστο. Καθώς οι παράλογες παραγγελίες από τον εσωτερικό ανελκυστήρα γεμίζουν τον χώρο, η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο τεταμένη, σ’ ένα παιχνίδι που μοιάζει να ελέγχει μια μυστηριώδη, υπερβατική δύναμη.
Η παράσταση δεν θέλει να είναι μόνο ένα ταξίδι στην αποξένωση και τον φόβο, αλλά και μια εξερεύνηση των πιο κρυφών γωνιών της ανθρώπινης συνείδησης. Οι ήχοι, οι σιωπές και η κωμική, αμήχανη επικοινωνία των ηρώων, μεταμορφώνουν τον χώρο σε έναν καθρέφτη που μας προκαλεί να αναμετρηθούμε με τις δικές μας αγωνίες. Ο κόσμος του Πίντερ, όπως θέλει να τον ζωντανέψει η Σπηλιώτη, είναι ένας τόπος όπου η πραγματικότητα είναι εύθραυστη, και κάθε ανάσα μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.
Αυτή η αίσθηση της αβεβαιότητας είναι που κάνει το έργο του Πίντερ τόσο επίκαιρο και ταυτόχρονα διαχρονικό. Η αναμονή δεν αφορά μόνο τους ήρωες στο υπόγειο δωμάτιο, αλλά και εμάς τους ίδιους, ως θεατές. Η σιωπή και η αναμονή τους είναι και η δική μας αγωνία για την έκβαση της πλοκής, αλλά και μια μεταφορά για την αβεβαιότητα της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Σπηλιώτη φαίνεται να κατανοεί βαθιά αυτό το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Πίντερ και θέλει να το αναδείξει μέσα από τη σκηνοθετική της ματιά, δημιουργώντας ένα τοπίο όπου τα όρια της λογικής και της παράνοιας, του ελέγχου και της αδυναμίας, διαρκώς διαλύονται και αναδομούνται.
Το Olafaq συνάντησε τη σκηνοθέτιδα λίγο πριν ξεκινήσει μια ακόμη πρόβα, και συνομίλησε μαζί της για τον σπουδαίο δραματουργό που αγαπούσε να παίζει με την έννοια της εξουσίας και της ανασφάλειας, και για το έργο “The Dumb Waiter” όπου όλη αυτή η αγάπη του φτάνει στο αποκορύφωμα της.
– Ο Πίντερ είχε δηλώσει ότι τα έργα του αποκτούν τη δική τους ζωή μόλις παιχτούν. Επηρεάζει καθόλου αυτή η φιλοσοφία την προσέγγισή σας στη σκηνοθεσία του “The Dumb Waiter”;
Αυτό ισχύει κατά τη γνώμη μου για όλα τα έργα. Το θεατρικό έργο, ως κείμενο στα χέρια ενός σκηνοθέτη, είναι κάτι σαν οδηγίες χρήσης. Με στοιχεία για τον σκηνικό χώρο, δράσεις των προσώπων και εκφερόμενο λόγο. Φυσικά έχει και μία λογοτεχνικότητα, παράγει νοήματα και ερωτήματα. Για να φτάσουμε όμως εκεί πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε τις οδηγίες του συγγραφέα. Να τις κάνουμε τρισδιάστατες. Για αυτό ίσως λέγαν κάποτε και «σηκώνω μία παράσταση». Την κάνω να αποκτήσει ζωή, να συμβαίνει από ζωντανά σώματα μπροστά στα μάτια των θεατών. Ειδικά στον Πίντερ και στο συγκεκριμένο έργο, επειδή το κείμενο είναι λιτό, μα πυκνό και με πολλές οδηγίες δράσεων, ακολούθησα μία παράδοξη για τον δικό μου τρόπο διαδικασία. Ενώ αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο στην ανάγνωση του έργου, εδώ πολύ νωρίς αισθάνθηκα πως πρέπει να κινήσω τα σώματα στη σκηνή, για να καταλάβω από τις δράσεις που προτείνει ο Πίντερ τι συμβαίνει στη σκηνή, και γιατί λέγονται όσα λέγονται. Έπειτα, ξαναγυρίζαμε στην ανάγνωση. Και αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει κάτω από αυτό το ιδιαίτερο κείμενο, τι συμβαίνει στους χαρακτήρες, στις σχέσεις τους, τις πορείες τους και στα νοήματα του Πίντερ για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
– Υπάρχει κάποιο σημείο στο έργο που αισθανθήκατε την ανάγκη να παρέμβετε δραστικά, ή πιστεύετε ότι το κείμενο είναι αρκετό από μόνο του για να «αναπνεύσει» στη σκηνή;
Είναι ένα κείμενο που δεν δέχεται κατά τη γνώμη μου προσθήκες και παρεμβάσεις. Μου αρέσει και συνηθίζω να κάνω συχνά, με δικές μου επεμβάσεις, έναν «διάλογο» με το κείμενο. Έδω, δεν αισθάνθηκα ότι έχει νόημα να γίνει με προσθήκη. Φυσικά έχει την ματιά την δική μας. Μα πρέπει να γίνει λεπτά και προσεκτικά, διότι το κείμενο του Πίντερ έχει τέτοια κατασκευή που θέλει λεπτές κινήσεις.
– Ο Πίντερ μίλησε για την αποφυγή οποιασδήποτε «διόρθωσης» των έργων του μετά την ολοκλήρωσή τους – αν και είχε διορθώσει πολλά, λίγες στιγμές πριν ανέβουν. Ωστόσο, θεωρείτε ότι το σημερινό θεατρικό κοινό μπορεί να κατανοήσει και να ταυτιστεί με το πρωτότυπο κείμενο του “The Dumb Waiter” ή χρειάζεται «εκσυγχρονισμός»;
Όχι, είναι ένα κείμενο που επικοινωνεί απόλυτα ως έχει. Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα, η γλώσσα, η θεματολογία, και οι αναφορές είναι όλα γνωστά μας.
– Επίσης, το έργο έχει έναν ιδιαίτερο ρυθμό και ένταση. Για εσάς, ποιο ήταν το μεγαλύτερο σκηνοθετικό πρόβλημα που αντιμετωπίσατε στο να αποδώσετε αυτήν τη διαρκή ένταση μεταξύ των δύο χαρακτήρων;
Ο ρυθμός στο έργο είναι, στο πρώτο μέρος κυρίως ,εσωτερικός και παράγεται από την σχέση των δύο χαρακτήρων. Στο δεύτερο μέρος ο ρυθμός αρχίζει να ορίζεται έξωθεν, από τους ανώτερούς τους. Με αυτήν την σκέψη δούλεψα και δουλεύω ακόμα. Για να πετύχει αυτό πρέπει να είναι πολύ συνειδητή η λειτουργεία της σχέσης, το μπαλάκι ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες στο πρώτο μέρος. Θέλει απόλυτη συνεννόηση με τους ηθοποιούς. Ίσως το πιο δύσκολο ήταν να καταλάβω αυτό. Να βρω δηλαδή μία ιδέα εργασίας που θα ενώνεται με τη δραματουργία και θα εξυπηρετεί και την ιστορία. Ο ρυθμός που χτίζεται από τους ίδιους τους χαρακτήρες, κάποια στιγμή φεύγει από τα χέρια τους. Τον ρυθμό τον ορίζουν άλλοι, και μάλιστα ανώτεροι ιεραρχικά. Αυτό ακουμπά στο πολιτικό στοιχείο του έργου.
– Ποιο είναι το προσωπικό σας όραμα για την ερμηνεία του έργου; Πώς διαφοροποιείται η προσέγγισή σας από προηγούμενες αναβιώσεις του “The Dumb Waiter”;
Δεν έχω δει άλλες παραστάσεις του “Dumb Waiter”. Στην χώρα μας μοιάζει άπαιχτο. Ψάχνοντας βρήκα πως έχει παιχτεί μία φορά και δεν είχα πρόσβαση σε οπτικό υλικό. Πάντα όμως όταν ανεβάζω ένα έργο, προσπαθώ να το βλέπω ως ξεχωριστό κείμενο. Στόχος και πρώτο μου μέλημα είναι να κάνω διάλογο με το έργο που έχω μπροστά μου. Αφήνοντας απέξω, όσο μπορώ, τις στερεοτυπικές γνώμες για το πως πρέπει να παίζεται τι. Φυσικά και γνωρίζω την «φιλολογία» που κουβαλάει το κάθε κείμενο, μα θέλω να το δω με τα δικά μου μάτια. Να κάνω ειλικρινή και ευθεία σχέση μαζί του. Αφήνω στην άκρη πως έχει παιχτεί μέχρι σήμερα ο Πίντερ, και προσπαθώ να δω τι έχει ανάγκη η ιστορία και ο κόσμος που αποκαλύπτει το κείμενο σε εμένα, και πάντα και σε σχέση με τα μέσα, τη σκέψη και τον χαρακτήρα των ηθοποιών μου. Γιατί εγώ διάλεξα αυτούς τους συγκεκριμένους ηθοποιούς ως καλλιτέχνες και ανθρώπους, και όλοι μαζί θα μπούμε στην συνταγή που θα βγάλει το έργο στη σκηνή.
– Η σιωπή είναι σημαντικό στοιχείο στο έργο του Πίντερ. Πώς διαχειρίζεστε αυτές τις σιωπές στη σκηνοθεσία σας, ώστε να γίνουν λειτουργικές για τους ηθοποιούς και το κοινό;
Αν κάτι λειτουργεί οργανικά στη σκηνή, λειτουργεί για όλους. Αυτό λοιπόν που εμείς κάναμε ήταν να καταλάβουμε ποια είναι η αιτία και η λειτουργία είτε της σιωπής, είτε της παύσης. Από την πορεία των χαρακτήρων μέσα στην ιστορία. Θέλω εδώ να επισημάνω, πως δεν δουλεύω από έξω προς τα μέσα. Δεν ξεκινάω από την φόρμα. Δεν εμπιστεύομαι τις εξωτερικές ιδέες. Όλα, προσπαθώ να προκύπτουν από την εσωτερική κίνηση του έργου. Φυσικά και θα εμπιστευτώ μια ενστικτώδη ιδέα μου, αλλά θα ελέγξω αν ενώνεται δραματουργικά με το κείμενο. Κάθε έργο έχει τις αντοχές του. Και η σκηνοθετική προσέγγιση πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι τέτοια που να μη διαλύει τη φύση του πρωτότυπου έργου. Και λέγοντας «φύση» εννοώ την λειτουργία του κειμένου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υποστηρίζω την πιστότητα στον τύπο του πρωτότυπου κειμένου, σε καμία περίπτωση! Μιλάω για συνομιλία και για σεβασμό στο πνεύμα του.
– Σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και θορύβου, ποια νομίζετε ότι είναι η σημασία της λιτής, και συχνά αινιγματικής, γραφής του Πίντερ στο σημερινό θεατρικό τοπίο;
Πολλές φορές στις πρόβες, παλεύοντας με τις λέξεις και τα νοητικά σχήματα, σκεφτόμουν τον Πίντερ να γελάει. Νομίζω πως διασκεδάζει που καιγόμαστε να ξεκλειδώσουμε τα κείμενά του. Ο Πίντερ ξεκινάει το έργο με μία αργή επαναληπτική, φαινομενικά ανούσια δράση. Είναι σαν να λέει στον θεατή: «τώρα άλλαξε τρόπο θέασης. Άλλαξε ρυθμό. Ζούμαρε στο μικρό, το καθημερινό, ψάξε από πίσω του». Αυτό μου φαίνεται πολύ διασκεδαστικό. Όλοι και όλες έχουμε βρεθεί σε αίθουσες θεάτρου -είτε ως θεατές, είτε από την πλευρά της σκηνής- στις οποίες θεατές βγάζουν τα κινητά να χαζέψουν. Μερικοί συνάδελφοι οργανώνουν μάλιστα τους ρυθμούς και τις εντάσεις της σκηνής με γνώμονα να μη βαρεθεί ο κόσμος και ανοίξει κινητό. Για μένα αυτή η λογική είναι από τη μία χαμένη μάχη και από την άλλη απιστία στην τέχνη. Το θέατρο είναι ανάμεσα σε πολλά, κυρίως διάλογος ανάμεσα σε κοινό και σκηνή. Ότι και να κάνεις, αν ο άλλος απέναντί σου δεν θέλει διάλογο και θέλει χάζεμα, δεν θα λειτουργήσει. Παίρνεις τα ρίσκο σου με τον συνομιλητή. Αυτόν δεν μπορείς να τον ελέγξεις. Αυτό που μπορώ να ελέγξω είναι την δική μου θέση στον διάλογο. Να είμαι ειλικρινής. Το έργο έχει λεπτές ειρωνείες, απολαυστικούς υπαινιγμούς, κλείνει το μάτι προς μια ιδιαίτερη αισθητική, και βέβαια έχει ένα βαθύ επίκαιρο κοινωνικό και πολιτικό νόημα. Σου ζητά συνεχώς να το πλησιάσεις. Θέλει από τον θεατή αυτό το πλησίασμα. Δεν θα του παραδοθεί ως διασκεδαστής του. Δεν είναι στην υπηρεσία του κοινού. Είναι συνομιλητής.
– Μπορεί το θέατρο (και η Τέχνη γενικότερα) να γίνει τόσο ανατρεπτικό σήμερα, ώστε κάποια στιγμή να καταφέρει να αλλάξει εντελώς την αντίληψή μας για τον σημερινό κόσμο;
Όχι. Όχι άμεσα. Μπορεί λίγο λίγο, ή σε κάποια σημεία, κατά τόπους και για λίγο. Η ανατροπή δεν θα έρθει από την τέχνη. Η τέχνη παίζει. Παίζει στα σοβαρά, με σοβαρά θέματα. Είναι εκεί, την λέει την αλήθεια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο άνθρωπος θα κάνει, αν τα καταφέρει, την αλλαγή.
– Υπάρχει κάτι που θεωρείτε επαναστατικό στην εποχή μας;
Την αυθεντικότητα. Την ειλικρίνεια. Την ευαισθησία. Τον αυτοπροσδιορισμό. Την προσωπική κρίση. Την ευγένεια. Την υπεράσπιση της φύσης, των παιδιών, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την αγκαλιά του διαφορετικού, του αδύναμου, να θυμάσαι τι έχει πραγματικά σημασία, να μην σε συνθλίψει ο τρόπος που κινείται η ζωή, ο ρυθμός που μας επιβάλλεται και οι αξίες της αγοράς που εφαρμόζονται στους ανθρώπους. Αυτό που ζούμε, είναι η ζωή μας και θα την ζήσουμε μία φορά. Να μην πεθάνουμε μ@λ@κες.
– Υπάρχουν βιβλία που σας κάνουν συντροφιά δίπλα στο κρεβάτι; Κάποιο τελευταίο που διαβάσατε, το θεωρείτε πολύ ενδιαφέρον και το προτείνετε;
Τα τελευταία χρόνια ανακυκλώνω παλιά αναγνώσματα. Αγαπώ τον Μπόρχες, τον Ρ. Κάρβερ, τον Φώκνερ, τον Ρ. Βάλτσερ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Καζατζάκη. Τελευταία διάβασα την “Νήσο Σαχαλίνη” και τον “Θάλαμο αρ. 6” του Α. Τσέχωφ, που αγαπώ πολύ.
– Μουσική ακούτε; Ποια μουσική σας ηρεμεί και ποια συναρπάζει τον εσωτερικό σας κόσμο, το είναι σας;
Ακούω διάφορα και διαφορετικά είδη μουσικής. Ένα δύο πράγματα δεν ακούω καθόλου. Αυτά όμως που νιώθω πιο κοντά μου είναι ο Leonard Cohen, o Tim Buckley, o Nick Drake, o Morrissey, o Neil Young, o Tom Waits μεταξύ άλλων.
– Τη σημερινή κατάσταση της χώρας και της κοινωνίας πώς τη βλέπετε; Γιατί, πιστεύετε, ενώ όλοι μιλούν για αναγκαίες αλλαγές κανένας δεν κάνει μια προσπάθεια να αλλάξει, έστω και λίγο, τον εαυτό του;
Νομίζω τους εαυτούς μας, πολλοί και πολλές τους βάζουμε στο μικροσκόπιο. Είναι όμως πολλά τα μέτωπα. Η αγορά πουλάει το άτομο σαν μικρό βασιλιά που πρέπει να ευημερήσει, για να έχει να του πουλήσει. Το lifestyle μιας ανώδυνης ζωής. Μιας όμορφης, δυνατής, επιτυχημένης ζωής. Δεν ακούγεται άσχημο στην αρχή. Όταν όμως υπάρχει υπαρξιακό άγχος να φτάσουμε αυτήν την μη φυσική εικόνα, όταν αυτή η εικόνα γίνεται απόδειξη της αξίας μας, όταν ορίζει το δικαίωμά μας να κινούμαστε ανάμεσα στους ανθρώπους, δαιμονοποιεί και βάζει στο περιθώριο το άσχημο, το αδύναμο, το ημιτελές, την αποτυχία, την κάθε παρέκκλιση και τότε υπάρχει θέμα. Δεν γίνεται να τα αρνηθούμε αυτά. Είναι η διαδικασία της ζωής. Παρασυρόμαστε από μια ταχύτητα που δεν μας αφήνει να σκεφτούμε βαθύτερα. Μένουμε στο δισδιάστατο μιας εικόνας που πουλάει και είναι δοκιμασμένη. Ένας παραγωγός με τον οποίο συζήταγα κάποιο καιρό πριν, με ρώτησε απέξω απέξω ποιο είναι το brand μου. Είναι δυνατόν; Εκεί λήγει η συζήτηση. Είμαι αυτό που είμαι, και δεν ξέρω τι θα γίνω αύριο. Ποιο brand;!!! Αυτά μόνο σε σχέση με όσα αφορούν το άτομο. Οι μηχανισμοί έχουν πάρει το δρόμο τους χρόνια και καλπάζουν, φτιάχνουν νοοτροπίες, πολιτικά αφηγήματα και επικοινωνιακές τεχνικές, γραφειοκρατίες και μηχανισμούς και οι ρίζες είναι βαθιές. Το προσβλητικό είναι ότι μας αντιμετωπίζουν σαν χαζούς. Δεν έχουν καταλάβει πως παίζουν με τα όρια της ανοχής μας.
– Η εποχή που διανύουμε σας δίνει ερεθίσματα να δημιουργήσετε; Πώς τροφοδοτείτε τη δημιουργική σας ζωή όταν δεν εργάζεστε;
Είναι δύσκολο να μιλήσεις ειλικρινά για το τώρα. Εφόσον είσαι παιδί του τώρα. Είναι αυτό που λέμε ότι εκ των υστέρων έχεις εικόνα των πραγμάτων. Τώρα απλά κάνεις ό,τι καταλαβαίνεις. Αυτό κάνω κι εγώ. Προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ, όσο καλύτερα μπορώ. Φυσικά υπάρχουν πράγματα που με προβληματίζουν, με εξοργίζουν, θέλω να τα βρίσω ή να γελάσω μαζί τους. Δεν μου αρέσει ό,τι ξεκινάει από τον φόβο. Δεν μου αρέσει η υπερβολική, τυπολατρική οχύρωση σε κανόνες που φτιάχνουν στην πραγματικότητα νέα στερεότυπα και δεν με αφήνουν να σκεφτώ ελεύθερα. Ειδικά όταν κάνει κανείς τέχνη αυτό είναι θέμα. Μιλάω για την τυπολατρία και την τυφλή εφαρμογή του political correct. Όταν δεν δουλεύω ως σκηνοθέτιδα, τρέχω ομάδες ερασιτεχνών, ενηλίκων, εφήβων και παιδιών, διαβάζω, χαζεύω, πάω βόλτες στην πόλη ή στο Πάρκο Τρίτση, χαίρομαι και φροντίζω τον γιο μου, τον βλέπω να μεγαλώνει, πίνω καφέδες στη βεράντα, βλέπω ταινίες και σειρές, και σκέφτομαι ιδέες. Τηλεφωνώ σε μία αγαπημένη φίλη που κάνει θέατρο, την Κατερίνα, και έχει και παιδιά και ξέρει πόσο δύσκολο είναι να προσπαθείς να υπάρξεις ως γυναίκα, καλλιτέχνης, μάνα, να κρατήσεις το κέντρο σου και την αυθεντικότητά σου, και λέμε εξωφρενικές ιδέες για φανταστικές παραστάσεις και γελάμε μέχρι δακρύων.
☞︎ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη
Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Δημήτρης Χατζηζήσης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός για κείμενο: Βαγγέλης Πρασσάς
Κατασκευή σκηνικού: Φάνης Κουλούρης
Φωτογραφίες promo: Μαριλένα Αναστασιάδου
Μακιγιάζ promo: Ειρήνη Γάτου
Διανομή: Αντώνης Καφετζόπουλος, Μιχάλης Τιτόπουλος
ΘΕΑΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟ
Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα
Διάρκεια παράστασης; 70 λεπτά
Πρεμιέρα: Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ Παραστάσεων
Πέμπτη: 21.00
Παρασκευή: 21.00
Σάββατο: 21.00
Κυριακή: 20.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
18€ κανονικό,
16€ φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω 65 ετών
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: https://www.more.com/theater/the-dumb-waiter-tou-xarolnt-pinter-1/
Η Δανάη Σπηλιώτη επιστρέφει με μια ατμοσφαιρική νέα παραγωγή, μεταφέροντας μας σε έναν σκοτεινό, αλλόκοτο κόσμο, μέσα από τη σκηνοθεσία της στο “The Dumb Waiter” του Χάρολντ Πίντερ. Μετά την επιτυχία της με τα έργα “Τάο” και “Πλατόνοφ”, αυτή τη φορά μας βυθίζει σε ένα έργο-σύμβολο του Θεάτρου του Παραλόγου, όπου οι λέξεις είναι σκιές και οι ήχοι πλέκονται με την αβεβαιότητα. Στο κέντρο του αφηγηματικού χάους βρίσκονται οι Μπεν και Γκας, παγιδευμένοι σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο, αποξενωμένοι από τον κόσμο και τον εαυτό τους. Ο χρόνος διαστέλλεται και κάθε στιγμή φαντάζει σαν ένα παιχνίδι ελέγχου, με τις παράλογες εντολές να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στους δύο ήρωες.
Οι ερμηνείες του Αντώνη Καφετζόπουλου και του Μιχάλη Τιτόπουλου, υπό την καθοδήγηση της Σπηλιώτη, θα μας βυθίσουν βαθιά στον εσωτερικό κόσμο του Πίντερ, εκεί που το αόρατο γίνεται ορατό, και το γνωστό μετατρέπεται σε άγνωστο. Καθώς οι παράλογες παραγγελίες από τον εσωτερικό ανελκυστήρα γεμίζουν τον χώρο, η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο τεταμένη, σ’ ένα παιχνίδι που μοιάζει να ελέγχει μια μυστηριώδη, υπερβατική δύναμη.
Η παράσταση δεν θέλει να είναι μόνο ένα ταξίδι στην αποξένωση και τον φόβο, αλλά και μια εξερεύνηση των πιο κρυφών γωνιών της ανθρώπινης συνείδησης. Οι ήχοι, οι σιωπές και η κωμική, αμήχανη επικοινωνία των ηρώων, μεταμορφώνουν τον χώρο σε έναν καθρέφτη που μας προκαλεί να αναμετρηθούμε με τις δικές μας αγωνίες. Ο κόσμος του Πίντερ, όπως θέλει να τον ζωντανέψει η Σπηλιώτη, είναι ένας τόπος όπου η πραγματικότητα είναι εύθραυστη, και κάθε ανάσα μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.
Αυτή η αίσθηση της αβεβαιότητας είναι που κάνει το έργο του Πίντερ τόσο επίκαιρο και ταυτόχρονα διαχρονικό. Η αναμονή δεν αφορά μόνο τους ήρωες στο υπόγειο δωμάτιο, αλλά και εμάς τους ίδιους, ως θεατές. Η σιωπή και η αναμονή τους είναι και η δική μας αγωνία για την έκβαση της πλοκής, αλλά και μια μεταφορά για την αβεβαιότητα της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Σπηλιώτη φαίνεται να κατανοεί βαθιά αυτό το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Πίντερ και θέλει να το αναδείξει μέσα από τη σκηνοθετική της ματιά, δημιουργώντας ένα τοπίο όπου τα όρια της λογικής και της παράνοιας, του ελέγχου και της αδυναμίας, διαρκώς διαλύονται και αναδομούνται.
Το Olafaq συνάντησε τη σκηνοθέτιδα λίγο πριν ξεκινήσει μια ακόμη πρόβα, και συνομίλησε μαζί της για τον σπουδαίο δραματουργό που αγαπούσε να παίζει με την έννοια της εξουσίας και της ανασφάλειας, και για το έργο “The Dumb Waiter” όπου όλη αυτή η αγάπη του φτάνει στο αποκορύφωμα της.
– Ο Πίντερ είχε δηλώσει ότι τα έργα του αποκτούν τη δική τους ζωή μόλις παιχτούν. Επηρεάζει καθόλου αυτή η φιλοσοφία την προσέγγισή σας στη σκηνοθεσία του “The Dumb Waiter”;
Αυτό ισχύει κατά τη γνώμη μου για όλα τα έργα. Το θεατρικό έργο, ως κείμενο στα χέρια ενός σκηνοθέτη, είναι κάτι σαν οδηγίες χρήσης. Με στοιχεία για τον σκηνικό χώρο, δράσεις των προσώπων και εκφερόμενο λόγο. Φυσικά έχει και μία λογοτεχνικότητα, παράγει νοήματα και ερωτήματα. Για να φτάσουμε όμως εκεί πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε τις οδηγίες του συγγραφέα. Να τις κάνουμε τρισδιάστατες. Για αυτό ίσως λέγαν κάποτε και «σηκώνω μία παράσταση». Την κάνω να αποκτήσει ζωή, να συμβαίνει από ζωντανά σώματα μπροστά στα μάτια των θεατών. Ειδικά στον Πίντερ και στο συγκεκριμένο έργο, επειδή το κείμενο είναι λιτό, μα πυκνό και με πολλές οδηγίες δράσεων, ακολούθησα μία παράδοξη για τον δικό μου τρόπο διαδικασία. Ενώ αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο στην ανάγνωση του έργου, εδώ πολύ νωρίς αισθάνθηκα πως πρέπει να κινήσω τα σώματα στη σκηνή, για να καταλάβω από τις δράσεις που προτείνει ο Πίντερ τι συμβαίνει στη σκηνή, και γιατί λέγονται όσα λέγονται. Έπειτα, ξαναγυρίζαμε στην ανάγνωση. Και αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει κάτω από αυτό το ιδιαίτερο κείμενο, τι συμβαίνει στους χαρακτήρες, στις σχέσεις τους, τις πορείες τους και στα νοήματα του Πίντερ για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
– Υπάρχει κάποιο σημείο στο έργο που αισθανθήκατε την ανάγκη να παρέμβετε δραστικά, ή πιστεύετε ότι το κείμενο είναι αρκετό από μόνο του για να «αναπνεύσει» στη σκηνή;
Είναι ένα κείμενο που δεν δέχεται κατά τη γνώμη μου προσθήκες και παρεμβάσεις. Μου αρέσει και συνηθίζω να κάνω συχνά, με δικές μου επεμβάσεις, έναν «διάλογο» με το κείμενο. Έδω, δεν αισθάνθηκα ότι έχει νόημα να γίνει με προσθήκη. Φυσικά έχει την ματιά την δική μας. Μα πρέπει να γίνει λεπτά και προσεκτικά, διότι το κείμενο του Πίντερ έχει τέτοια κατασκευή που θέλει λεπτές κινήσεις.
– Ο Πίντερ μίλησε για την αποφυγή οποιασδήποτε «διόρθωσης» των έργων του μετά την ολοκλήρωσή τους – αν και είχε διορθώσει πολλά, λίγες στιγμές πριν ανέβουν. Ωστόσο, θεωρείτε ότι το σημερινό θεατρικό κοινό μπορεί να κατανοήσει και να ταυτιστεί με το πρωτότυπο κείμενο του “The Dumb Waiter” ή χρειάζεται «εκσυγχρονισμός»;
Όχι, είναι ένα κείμενο που επικοινωνεί απόλυτα ως έχει. Θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα, η γλώσσα, η θεματολογία, και οι αναφορές είναι όλα γνωστά μας.
– Επίσης, το έργο έχει έναν ιδιαίτερο ρυθμό και ένταση. Για εσάς, ποιο ήταν το μεγαλύτερο σκηνοθετικό πρόβλημα που αντιμετωπίσατε στο να αποδώσετε αυτήν τη διαρκή ένταση μεταξύ των δύο χαρακτήρων;
Ο ρυθμός στο έργο είναι, στο πρώτο μέρος κυρίως ,εσωτερικός και παράγεται από την σχέση των δύο χαρακτήρων. Στο δεύτερο μέρος ο ρυθμός αρχίζει να ορίζεται έξωθεν, από τους ανώτερούς τους. Με αυτήν την σκέψη δούλεψα και δουλεύω ακόμα. Για να πετύχει αυτό πρέπει να είναι πολύ συνειδητή η λειτουργεία της σχέσης, το μπαλάκι ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες στο πρώτο μέρος. Θέλει απόλυτη συνεννόηση με τους ηθοποιούς. Ίσως το πιο δύσκολο ήταν να καταλάβω αυτό. Να βρω δηλαδή μία ιδέα εργασίας που θα ενώνεται με τη δραματουργία και θα εξυπηρετεί και την ιστορία. Ο ρυθμός που χτίζεται από τους ίδιους τους χαρακτήρες, κάποια στιγμή φεύγει από τα χέρια τους. Τον ρυθμό τον ορίζουν άλλοι, και μάλιστα ανώτεροι ιεραρχικά. Αυτό ακουμπά στο πολιτικό στοιχείο του έργου.
– Ποιο είναι το προσωπικό σας όραμα για την ερμηνεία του έργου; Πώς διαφοροποιείται η προσέγγισή σας από προηγούμενες αναβιώσεις του “The Dumb Waiter”;
Δεν έχω δει άλλες παραστάσεις του “Dumb Waiter”. Στην χώρα μας μοιάζει άπαιχτο. Ψάχνοντας βρήκα πως έχει παιχτεί μία φορά και δεν είχα πρόσβαση σε οπτικό υλικό. Πάντα όμως όταν ανεβάζω ένα έργο, προσπαθώ να το βλέπω ως ξεχωριστό κείμενο. Στόχος και πρώτο μου μέλημα είναι να κάνω διάλογο με το έργο που έχω μπροστά μου. Αφήνοντας απέξω, όσο μπορώ, τις στερεοτυπικές γνώμες για το πως πρέπει να παίζεται τι. Φυσικά και γνωρίζω την «φιλολογία» που κουβαλάει το κάθε κείμενο, μα θέλω να το δω με τα δικά μου μάτια. Να κάνω ειλικρινή και ευθεία σχέση μαζί του. Αφήνω στην άκρη πως έχει παιχτεί μέχρι σήμερα ο Πίντερ, και προσπαθώ να δω τι έχει ανάγκη η ιστορία και ο κόσμος που αποκαλύπτει το κείμενο σε εμένα, και πάντα και σε σχέση με τα μέσα, τη σκέψη και τον χαρακτήρα των ηθοποιών μου. Γιατί εγώ διάλεξα αυτούς τους συγκεκριμένους ηθοποιούς ως καλλιτέχνες και ανθρώπους, και όλοι μαζί θα μπούμε στην συνταγή που θα βγάλει το έργο στη σκηνή.
– Η σιωπή είναι σημαντικό στοιχείο στο έργο του Πίντερ. Πώς διαχειρίζεστε αυτές τις σιωπές στη σκηνοθεσία σας, ώστε να γίνουν λειτουργικές για τους ηθοποιούς και το κοινό;
Αν κάτι λειτουργεί οργανικά στη σκηνή, λειτουργεί για όλους. Αυτό λοιπόν που εμείς κάναμε ήταν να καταλάβουμε ποια είναι η αιτία και η λειτουργία είτε της σιωπής, είτε της παύσης. Από την πορεία των χαρακτήρων μέσα στην ιστορία. Θέλω εδώ να επισημάνω, πως δεν δουλεύω από έξω προς τα μέσα. Δεν ξεκινάω από την φόρμα. Δεν εμπιστεύομαι τις εξωτερικές ιδέες. Όλα, προσπαθώ να προκύπτουν από την εσωτερική κίνηση του έργου. Φυσικά και θα εμπιστευτώ μια ενστικτώδη ιδέα μου, αλλά θα ελέγξω αν ενώνεται δραματουργικά με το κείμενο. Κάθε έργο έχει τις αντοχές του. Και η σκηνοθετική προσέγγιση πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι τέτοια που να μη διαλύει τη φύση του πρωτότυπου έργου. Και λέγοντας «φύση» εννοώ την λειτουργία του κειμένου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υποστηρίζω την πιστότητα στον τύπο του πρωτότυπου κειμένου, σε καμία περίπτωση! Μιλάω για συνομιλία και για σεβασμό στο πνεύμα του.
– Σε μια εποχή υπερπληροφόρησης και θορύβου, ποια νομίζετε ότι είναι η σημασία της λιτής, και συχνά αινιγματικής, γραφής του Πίντερ στο σημερινό θεατρικό τοπίο;
Πολλές φορές στις πρόβες, παλεύοντας με τις λέξεις και τα νοητικά σχήματα, σκεφτόμουν τον Πίντερ να γελάει. Νομίζω πως διασκεδάζει που καιγόμαστε να ξεκλειδώσουμε τα κείμενά του. Ο Πίντερ ξεκινάει το έργο με μία αργή επαναληπτική, φαινομενικά ανούσια δράση. Είναι σαν να λέει στον θεατή: «τώρα άλλαξε τρόπο θέασης. Άλλαξε ρυθμό. Ζούμαρε στο μικρό, το καθημερινό, ψάξε από πίσω του». Αυτό μου φαίνεται πολύ διασκεδαστικό. Όλοι και όλες έχουμε βρεθεί σε αίθουσες θεάτρου -είτε ως θεατές, είτε από την πλευρά της σκηνής- στις οποίες θεατές βγάζουν τα κινητά να χαζέψουν. Μερικοί συνάδελφοι οργανώνουν μάλιστα τους ρυθμούς και τις εντάσεις της σκηνής με γνώμονα να μη βαρεθεί ο κόσμος και ανοίξει κινητό. Για μένα αυτή η λογική είναι από τη μία χαμένη μάχη και από την άλλη απιστία στην τέχνη. Το θέατρο είναι ανάμεσα σε πολλά, κυρίως διάλογος ανάμεσα σε κοινό και σκηνή. Ότι και να κάνεις, αν ο άλλος απέναντί σου δεν θέλει διάλογο και θέλει χάζεμα, δεν θα λειτουργήσει. Παίρνεις τα ρίσκο σου με τον συνομιλητή. Αυτόν δεν μπορείς να τον ελέγξεις. Αυτό που μπορώ να ελέγξω είναι την δική μου θέση στον διάλογο. Να είμαι ειλικρινής. Το έργο έχει λεπτές ειρωνείες, απολαυστικούς υπαινιγμούς, κλείνει το μάτι προς μια ιδιαίτερη αισθητική, και βέβαια έχει ένα βαθύ επίκαιρο κοινωνικό και πολιτικό νόημα. Σου ζητά συνεχώς να το πλησιάσεις. Θέλει από τον θεατή αυτό το πλησίασμα. Δεν θα του παραδοθεί ως διασκεδαστής του. Δεν είναι στην υπηρεσία του κοινού. Είναι συνομιλητής.
– Μπορεί το θέατρο (και η Τέχνη γενικότερα) να γίνει τόσο ανατρεπτικό σήμερα, ώστε κάποια στιγμή να καταφέρει να αλλάξει εντελώς την αντίληψή μας για τον σημερινό κόσμο;
Όχι. Όχι άμεσα. Μπορεί λίγο λίγο, ή σε κάποια σημεία, κατά τόπους και για λίγο. Η ανατροπή δεν θα έρθει από την τέχνη. Η τέχνη παίζει. Παίζει στα σοβαρά, με σοβαρά θέματα. Είναι εκεί, την λέει την αλήθεια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο άνθρωπος θα κάνει, αν τα καταφέρει, την αλλαγή.
– Υπάρχει κάτι που θεωρείτε επαναστατικό στην εποχή μας;
Την αυθεντικότητα. Την ειλικρίνεια. Την ευαισθησία. Τον αυτοπροσδιορισμό. Την προσωπική κρίση. Την ευγένεια. Την υπεράσπιση της φύσης, των παιδιών, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την αγκαλιά του διαφορετικού, του αδύναμου, να θυμάσαι τι έχει πραγματικά σημασία, να μην σε συνθλίψει ο τρόπος που κινείται η ζωή, ο ρυθμός που μας επιβάλλεται και οι αξίες της αγοράς που εφαρμόζονται στους ανθρώπους. Αυτό που ζούμε, είναι η ζωή μας και θα την ζήσουμε μία φορά. Να μην πεθάνουμε μ@λ@κες.
– Υπάρχουν βιβλία που σας κάνουν συντροφιά δίπλα στο κρεβάτι; Κάποιο τελευταίο που διαβάσατε, το θεωρείτε πολύ ενδιαφέρον και το προτείνετε;
Τα τελευταία χρόνια ανακυκλώνω παλιά αναγνώσματα. Αγαπώ τον Μπόρχες, τον Ρ. Κάρβερ, τον Φώκνερ, τον Ρ. Βάλτσερ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Καζατζάκη. Τελευταία διάβασα την “Νήσο Σαχαλίνη” και τον “Θάλαμο αρ. 6” του Α. Τσέχωφ, που αγαπώ πολύ.
– Μουσική ακούτε; Ποια μουσική σας ηρεμεί και ποια συναρπάζει τον εσωτερικό σας κόσμο, το είναι σας;
Ακούω διάφορα και διαφορετικά είδη μουσικής. Ένα δύο πράγματα δεν ακούω καθόλου. Αυτά όμως που νιώθω πιο κοντά μου είναι ο Leonard Cohen, o Tim Buckley, o Nick Drake, o Morrissey, o Neil Young, o Tom Waits μεταξύ άλλων.
– Τη σημερινή κατάσταση της χώρας και της κοινωνίας πώς τη βλέπετε; Γιατί, πιστεύετε, ενώ όλοι μιλούν για αναγκαίες αλλαγές κανένας δεν κάνει μια προσπάθεια να αλλάξει, έστω και λίγο, τον εαυτό του;
Νομίζω τους εαυτούς μας, πολλοί και πολλές τους βάζουμε στο μικροσκόπιο. Είναι όμως πολλά τα μέτωπα. Η αγορά πουλάει το άτομο σαν μικρό βασιλιά που πρέπει να ευημερήσει, για να έχει να του πουλήσει. Το lifestyle μιας ανώδυνης ζωής. Μιας όμορφης, δυνατής, επιτυχημένης ζωής. Δεν ακούγεται άσχημο στην αρχή. Όταν όμως υπάρχει υπαρξιακό άγχος να φτάσουμε αυτήν την μη φυσική εικόνα, όταν αυτή η εικόνα γίνεται απόδειξη της αξίας μας, όταν ορίζει το δικαίωμά μας να κινούμαστε ανάμεσα στους ανθρώπους, δαιμονοποιεί και βάζει στο περιθώριο το άσχημο, το αδύναμο, το ημιτελές, την αποτυχία, την κάθε παρέκκλιση και τότε υπάρχει θέμα. Δεν γίνεται να τα αρνηθούμε αυτά. Είναι η διαδικασία της ζωής. Παρασυρόμαστε από μια ταχύτητα που δεν μας αφήνει να σκεφτούμε βαθύτερα. Μένουμε στο δισδιάστατο μιας εικόνας που πουλάει και είναι δοκιμασμένη. Ένας παραγωγός με τον οποίο συζήταγα κάποιο καιρό πριν, με ρώτησε απέξω απέξω ποιο είναι το brand μου. Είναι δυνατόν; Εκεί λήγει η συζήτηση. Είμαι αυτό που είμαι, και δεν ξέρω τι θα γίνω αύριο. Ποιο brand;!!! Αυτά μόνο σε σχέση με όσα αφορούν το άτομο. Οι μηχανισμοί έχουν πάρει το δρόμο τους χρόνια και καλπάζουν, φτιάχνουν νοοτροπίες, πολιτικά αφηγήματα και επικοινωνιακές τεχνικές, γραφειοκρατίες και μηχανισμούς και οι ρίζες είναι βαθιές. Το προσβλητικό είναι ότι μας αντιμετωπίζουν σαν χαζούς. Δεν έχουν καταλάβει πως παίζουν με τα όρια της ανοχής μας.
– Η εποχή που διανύουμε σας δίνει ερεθίσματα να δημιουργήσετε; Πώς τροφοδοτείτε τη δημιουργική σας ζωή όταν δεν εργάζεστε;
Είναι δύσκολο να μιλήσεις ειλικρινά για το τώρα. Εφόσον είσαι παιδί του τώρα. Είναι αυτό που λέμε ότι εκ των υστέρων έχεις εικόνα των πραγμάτων. Τώρα απλά κάνεις ό,τι καταλαβαίνεις. Αυτό κάνω κι εγώ. Προσπαθώ να κάνω ό,τι μπορώ, όσο καλύτερα μπορώ. Φυσικά υπάρχουν πράγματα που με προβληματίζουν, με εξοργίζουν, θέλω να τα βρίσω ή να γελάσω μαζί τους. Δεν μου αρέσει ό,τι ξεκινάει από τον φόβο. Δεν μου αρέσει η υπερβολική, τυπολατρική οχύρωση σε κανόνες που φτιάχνουν στην πραγματικότητα νέα στερεότυπα και δεν με αφήνουν να σκεφτώ ελεύθερα. Ειδικά όταν κάνει κανείς τέχνη αυτό είναι θέμα. Μιλάω για την τυπολατρία και την τυφλή εφαρμογή του political correct. Όταν δεν δουλεύω ως σκηνοθέτιδα, τρέχω ομάδες ερασιτεχνών, ενηλίκων, εφήβων και παιδιών, διαβάζω, χαζεύω, πάω βόλτες στην πόλη ή στο Πάρκο Τρίτση, χαίρομαι και φροντίζω τον γιο μου, τον βλέπω να μεγαλώνει, πίνω καφέδες στη βεράντα, βλέπω ταινίες και σειρές, και σκέφτομαι ιδέες. Τηλεφωνώ σε μία αγαπημένη φίλη που κάνει θέατρο, την Κατερίνα, και έχει και παιδιά και ξέρει πόσο δύσκολο είναι να προσπαθείς να υπάρξεις ως γυναίκα, καλλιτέχνης, μάνα, να κρατήσεις το κέντρο σου και την αυθεντικότητά σου, και λέμε εξωφρενικές ιδέες για φανταστικές παραστάσεις και γελάμε μέχρι δακρύων.
☞︎ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη
Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Δημήτρης Χατζηζήσης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός για κείμενο: Βαγγέλης Πρασσάς
Κατασκευή σκηνικού: Φάνης Κουλούρης
Φωτογραφίες promo: Μαριλένα Αναστασιάδου
Μακιγιάζ promo: Ειρήνη Γάτου
Διανομή: Αντώνης Καφετζόπουλος, Μιχάλης Τιτόπουλος
ΘΕΑΤΡΟ ΣΗΜΕΙΟ
Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα
Διάρκεια παράστασης; 70 λεπτά
Πρεμιέρα: Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ Παραστάσεων
Πέμπτη: 21.00
Παρασκευή: 21.00
Σάββατο: 21.00
Κυριακή: 20.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
18€ κανονικό,
16€ φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω 65 ετών
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: https://www.more.com/theater/the-dumb-waiter-tou-xarolnt-pinter-1/