Η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τις αμβλώσεις στις ΗΠΑ αποτέλεσε το έναυσμα για τη Δανάη Λιοδάκη να δημιουργήσει το θεατρικό έργο “Αυτές που δεν προλάβατε”. Η παράσταση ξεχώρισε για τον έντονο δυναμισμό της, το ισχυρό φεμινιστικό της στίγμα και την εμβληματική εξύμνηση της γυναικείας φύσης, κερδίζοντας την προσοχή κοινού και κριτικών.
Τώρα, η Λιοδάκη επιστρέφει με το “Match”, μια τολμηρή βουτιά στα πιο αμφίρροπα ζητήματα του σύγχρονου έρωτα. Μέσα από τη διεισδυτική της πένα, εξερευνά τη μοίρα των τελευταίων ρομαντικών, αυτών που εξακολουθούν να πιστεύουν στον έρωτα, ακόμα κι όταν η ψηφιακή πραγματικότητα μοιάζει να τον απειλεί. Μέσα από τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους, το έργο θέτει το κεντρικό ερώτημα: μπορεί ο έρωτας να ξεπεράσει τον ατομισμό, τον καταναλωτισμό και τις αλλοιώσεις της εποχής μας; Πώς επιβιώνει σε έναν κόσμο όπου τα πάντα, από τα dating apps έως τις πολλαπλές οθόνες, μοιάζουν να συνωμοτούν εναντίον του;
Το Olafaq είχε την ευκαιρία να συναντήσει μία από τις πιο ταλαντούχες δημιουργούς της εποχής μας και να συζητήσει μαζί της για τον έρωτα στα χρόνια της τεχνολογίας, το ανθρώπινο στοιχείο που επιμένει να αντέχει, αλλά και το μέλλον της αγάπης σε μια κοινωνία που φλερτάρει ολοένα και περισσότερο με την αποξένωση.
– Στο έργο βλέπουμε μια νέα γυναίκα να αναζητά τον έρωτα μέσω Διαδικτύου. Πώς προέκυψε η ανάγκη για αυτή την σκηνική σύζευξη και τι θέλει να εκφράσει;
Η γενική ιδέα έχει να κάνει με τον έρωτα και τη σχέση του με τα dating apps. Η ιδέα προέκυψε από τα ταξίδια μου στη Γερμανία, στην οποία πηγαινοερχόμουν από το 2017, όταν δούλευα στη Documenta, επανήλθα το 2019 για ένα project φεμινιστικού περιεχομένου και κατέληξα να κάνω ένα διδακτορικό στην Ανθρωπογεωγραφία. Από τότε μου είχε κάνει εντύπωση πως εκεί ήταν ο βασικός τρόπος να βρεις το ταίρι σου ή κάποιου είδους ερωτική σχέση. Κάποια στιγμή το δοκίμασα και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον ως κοινωνική συνθήκη. Όταν το είδα να εξαπλώνεται και στην Ελλάδα εξαιτίας του Covid το είδα σαν μια ευκαιρία να μιλήσω με αυτή την αφορμή για το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων στις μέρες μας. Το ότι βρίσκουμε επαφή και χτίζουμε σχέσεις με αυτόν τον τρόπο λέει πράγματα για το πως κοινωνικοποιούμαστε στην εποχή μας. Η μάλλον πως δεν κοινωνοικοποιούμαστε κατά πόσο αδυνατούμε να φτιάξουμε κοινότητες, να ενταχθούμε σε κάτι παραπάνω από τον εαυτό μας.
– Θα επιχειρήσω να προβοκάρω. Τα dating apps είναι τόσο παλιά ή παίρνουν το νήμα από τα γραφεία συνοικεσίων και μια παράδοση πλάγιων γνωριμιών που μας αρέσει να αγνοούμε;
Στο γραφείο συνοικεσίων ήξερες τι ζητάς, πήγαινες με συγκεκριμένη στόχευση, γάμο, οικογένεια και παιδιά. Τώρα έχουμε μια κατάσταση ρευστότητας ανάμεσα στη σχέση, το περιστασιακό σεξ, το τίποτα και την προοπτική του γάμου. Είναι νομίζω πιο χαοτικό όλο αυτό, προκαλεί άγχος στους ανθρώπους που αναζητούν μια ρομαντική σχέση, και θέλουν να διαρρήξουν τη μοναξιά χωρίς όμως να μπορούν να βρουν τον τρόπο. Νομίζω έχει να κάνει αυτή η τάση με την εμπορευματοποίηση των σχέσεων και του ρομαντισμού εντός των σχέσεων.
Ένα από τα θέματα του έργου είναι αυτό που εύστοχα περιγράφει η κοινωνιολόγος Έβα Ιλούζ, ότι δηλαδή ρομαντισμός και σεξουαλικότητα κοντράρονται και η δεύτερη είναι οικοδομημένη πάνω στον καταναλωτισμό, στο τι νόρμες ακολουθούμε, στο τι μας προβάλλεται ως sexy, στο lifestyle μας. Τα dating apps έχουν ακριβώς να κάνουν με το πώς πουλάς τον εαυτό σου, είσαι αθλητικός, είσαι πλούσιος, είσαι διανοούμενος, εσύ επιλέγεις ως τι πλασάρεσαι, έχουμε να κάνουμε με ενός είδους παιχνίδι. Στην ιστορία μας η κοπέλα που χρησιμοποιεί τα dating apps είναι πολύ ρομαντική αλλά αισθάνεται ότι δεν μπορεί να παίξει ακριβώς αυτό το παιχνίδι των ατέλειωτων πιθανοτήτων και αποφασίζει να κάνει μια δική της εφαρμογή, αποκλειστικά για ρομαντικούς.
– Αν στο ένα άκρο βρίσκεται ο καταναλωτισμός και το ανταλλακτήριό του η ιδέα του ρομαντισμού δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια εξίσου καταπιεστική ιδέα, που βολεύει τους ανθοπώληδες και τους ζαχαροπλάστες;
Ναι, αυτό αναφέρεται και στο έργο. Υπάρχουν άλλες βιομηχανίες που επιβιώνουν από το ρομαντικό έρωτα, γίνεται και αυτός ένας προιόν. Αλλά το ζήτημα είναι βαθύτερο για μένα. Το κατά πόσο είμαστε αλλεργικοί σε μια κατάσταση, όπως ο έρωτας, κατεξοχήν αναιρετική του εαυτού μας. Η ατομικότητά μας είναι τόσο στέρεα και καθοριστική που πετάει ο,τιδήποτε άλλο έξω. Η πραγματική συνάντηση είναι πολύ δύσκολη, το βλέπεις στο έργο ότι πια υπάρχει μια λογική «να ερωτευόμαστε με προσοχή, τόσο-όσο, όχι τόσο που να χάνεις τον εαυτό σου». Εδώ βρίσκεται η απάτη αυτών των εφαρμογών, ο ιδρυτικός τους μύθος, να σε κάνουν να ερωτευτείς ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορείς να χτίσεις μια ουσιαστική, ζωντανή σχέση μόνο με την ταύτιση, χωρίς να τσαλακωθείς και σε έναν βαθμό να αναιρεθείς. Εν ολίγοις, τα dating apps δείχνουν κάτι για την επαφή μας, για το πώς συνδεόμαστε, για το πόσο η εποχή μας είναι μαζί με όλα τα άλλα μια εποχή μοναξιάς.
– Διαπιστώνω μια αλλαγή στον τρόπο που επεξεργάζεσαι τον στόχο της υπόθεσής σου. Σε αντίθεση με το «Αυτές που δεν προλάβατε» δεν υπάρχουν τόσο ευδιάκριτα δίπολα.
Ναι, δεν υπάρχει η γνώση ότι είμαστε οι καλοί και αυτοί που είναι απέναντί μας είναι κακοί. Τα πράγματα είναι πιο ρευστά, γιατί τα ερωτήματα όταν διαμεσολαβεί ο έρωτας ως θέμα είναι απροσδιόριστα. Το έργο επομένως επιδιώκει να βάλει ερωτήματα για το τι ορίζουμε ως έρωτα και την σχέση του με τον καταναλωτισμό και τον ατομισμό. Πώς ο έρωτα σήμερα έρχεται σε μια γενιά που δεν προσδοκεί συγκεκριμένα πράγματα από αυτόν, δεν ξέρει τι να τον κάνει. Και εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε μέσα σε όλο αυτό. Είναι περίεργο όλο αυτό, χωρίς να υπερασπίζομαι κάποιο παρελθόν όπου τα πράγματα είναι καλύτερα, κάνω απλώς μια διαπίστωση.
– Δεν συνδέεται αυτό που περιγράφεις με το άγχος μιας γενιάς που όλα της τα σχέδια πάνε πίσω, που βιώνει με κοινωνικούς και οικονομικούς όρους μια συμπίεση;
Όλα αυτά ισχύουν, κάθε προσδοκία που μας είχε καλλιεργηθεί έχει μετατεθεί σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Αλλά όσο κι αν θεωρούμε ότι είμαστε πιο απελευθερωμένοι από τους προηγούμενους και θέλουμε να πετάξουμε από πάνω μας όσα μας «φόρεσαν» ο τρόπος που μας μεγάλωσαν υπάρχει μέσα μας. Μικρές βλέπαμε ταινίες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, μάθαμε ότι τελειώνει με γάμο η φάση. Και τώρα είμαστε σε μια φάση που το διώχνουμε αυτό σαν πρόθεση αλλά υπάρχει μέσα μας, δεν βγαίνει από την «πέτσα» μας τόσο εύκολα. Και αρχίζουν οι μικρές προσδοκίες και αισθάνεσαι να μπαίνεις σε έναν κύκλο που προκύπτει το πρακτικό ερώτημα «τι γίνεται μετά;». Εδώ προκύπτει μια ματαίωση, προκύπτουν καταρρεύσεις. Από την άλλη όσο είσαι μέσα σε αυτό πρέπει να πιστεύεις ότι θα υπάρχει για πάντα.
– Είναι όμως και μάχη ο έρωτας; Εξού η διπλή εξήγηση του match, ως ταίριασμα και ως αγώνα;
Ακριβώς, αυτό είναι ο τίτλος. Και για αυτό και επιλέξαμε τις μάσκες δεινοσαύρων για το promo. Πέρα από όλα τα άλλα έχει και κάτι τερατώδες αυτή η αναζήτηση του κατάλληλου ταιριού. Επίσης, μου άρεσαν οι δεινόσαυροι γιατί κάνει μια σύνδεση ακόμα: ο έρωτας φαίνεται σαν ένα είδος υπό εξαφάνιση.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τις αμβλώσεις στις ΗΠΑ αποτέλεσε το έναυσμα για τη Δανάη Λιοδάκη να δημιουργήσει το θεατρικό έργο “Αυτές που δεν προλάβατε”. Η παράσταση ξεχώρισε για τον έντονο δυναμισμό της, το ισχυρό φεμινιστικό της στίγμα και την εμβληματική εξύμνηση της γυναικείας φύσης, κερδίζοντας την προσοχή κοινού και κριτικών.
Τώρα, η Λιοδάκη επιστρέφει με το “Match”, μια τολμηρή βουτιά στα πιο αμφίρροπα ζητήματα του σύγχρονου έρωτα. Μέσα από τη διεισδυτική της πένα, εξερευνά τη μοίρα των τελευταίων ρομαντικών, αυτών που εξακολουθούν να πιστεύουν στον έρωτα, ακόμα κι όταν η ψηφιακή πραγματικότητα μοιάζει να τον απειλεί. Μέσα από τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους, το έργο θέτει το κεντρικό ερώτημα: μπορεί ο έρωτας να ξεπεράσει τον ατομισμό, τον καταναλωτισμό και τις αλλοιώσεις της εποχής μας; Πώς επιβιώνει σε έναν κόσμο όπου τα πάντα, από τα dating apps έως τις πολλαπλές οθόνες, μοιάζουν να συνωμοτούν εναντίον του;
Το Olafaq είχε την ευκαιρία να συναντήσει μία από τις πιο ταλαντούχες δημιουργούς της εποχής μας και να συζητήσει μαζί της για τον έρωτα στα χρόνια της τεχνολογίας, το ανθρώπινο στοιχείο που επιμένει να αντέχει, αλλά και το μέλλον της αγάπης σε μια κοινωνία που φλερτάρει ολοένα και περισσότερο με την αποξένωση.
– Στο έργο βλέπουμε μια νέα γυναίκα να αναζητά τον έρωτα μέσω Διαδικτύου. Πώς προέκυψε η ανάγκη για αυτή την σκηνική σύζευξη και τι θέλει να εκφράσει;
Η γενική ιδέα έχει να κάνει με τον έρωτα και τη σχέση του με τα dating apps. Η ιδέα προέκυψε από τα ταξίδια μου στη Γερμανία, στην οποία πηγαινοερχόμουν από το 2017, όταν δούλευα στη Documenta, επανήλθα το 2019 για ένα project φεμινιστικού περιεχομένου και κατέληξα να κάνω ένα διδακτορικό στην Ανθρωπογεωγραφία. Από τότε μου είχε κάνει εντύπωση πως εκεί ήταν ο βασικός τρόπος να βρεις το ταίρι σου ή κάποιου είδους ερωτική σχέση. Κάποια στιγμή το δοκίμασα και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον ως κοινωνική συνθήκη. Όταν το είδα να εξαπλώνεται και στην Ελλάδα εξαιτίας του Covid το είδα σαν μια ευκαιρία να μιλήσω με αυτή την αφορμή για το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων στις μέρες μας. Το ότι βρίσκουμε επαφή και χτίζουμε σχέσεις με αυτόν τον τρόπο λέει πράγματα για το πως κοινωνικοποιούμαστε στην εποχή μας. Η μάλλον πως δεν κοινωνοικοποιούμαστε κατά πόσο αδυνατούμε να φτιάξουμε κοινότητες, να ενταχθούμε σε κάτι παραπάνω από τον εαυτό μας.
– Θα επιχειρήσω να προβοκάρω. Τα dating apps είναι τόσο παλιά ή παίρνουν το νήμα από τα γραφεία συνοικεσίων και μια παράδοση πλάγιων γνωριμιών που μας αρέσει να αγνοούμε;
Στο γραφείο συνοικεσίων ήξερες τι ζητάς, πήγαινες με συγκεκριμένη στόχευση, γάμο, οικογένεια και παιδιά. Τώρα έχουμε μια κατάσταση ρευστότητας ανάμεσα στη σχέση, το περιστασιακό σεξ, το τίποτα και την προοπτική του γάμου. Είναι νομίζω πιο χαοτικό όλο αυτό, προκαλεί άγχος στους ανθρώπους που αναζητούν μια ρομαντική σχέση, και θέλουν να διαρρήξουν τη μοναξιά χωρίς όμως να μπορούν να βρουν τον τρόπο. Νομίζω έχει να κάνει αυτή η τάση με την εμπορευματοποίηση των σχέσεων και του ρομαντισμού εντός των σχέσεων.
Ένα από τα θέματα του έργου είναι αυτό που εύστοχα περιγράφει η κοινωνιολόγος Έβα Ιλούζ, ότι δηλαδή ρομαντισμός και σεξουαλικότητα κοντράρονται και η δεύτερη είναι οικοδομημένη πάνω στον καταναλωτισμό, στο τι νόρμες ακολουθούμε, στο τι μας προβάλλεται ως sexy, στο lifestyle μας. Τα dating apps έχουν ακριβώς να κάνουν με το πώς πουλάς τον εαυτό σου, είσαι αθλητικός, είσαι πλούσιος, είσαι διανοούμενος, εσύ επιλέγεις ως τι πλασάρεσαι, έχουμε να κάνουμε με ενός είδους παιχνίδι. Στην ιστορία μας η κοπέλα που χρησιμοποιεί τα dating apps είναι πολύ ρομαντική αλλά αισθάνεται ότι δεν μπορεί να παίξει ακριβώς αυτό το παιχνίδι των ατέλειωτων πιθανοτήτων και αποφασίζει να κάνει μια δική της εφαρμογή, αποκλειστικά για ρομαντικούς.
– Αν στο ένα άκρο βρίσκεται ο καταναλωτισμός και το ανταλλακτήριό του η ιδέα του ρομαντισμού δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια εξίσου καταπιεστική ιδέα, που βολεύει τους ανθοπώληδες και τους ζαχαροπλάστες;
Ναι, αυτό αναφέρεται και στο έργο. Υπάρχουν άλλες βιομηχανίες που επιβιώνουν από το ρομαντικό έρωτα, γίνεται και αυτός ένας προιόν. Αλλά το ζήτημα είναι βαθύτερο για μένα. Το κατά πόσο είμαστε αλλεργικοί σε μια κατάσταση, όπως ο έρωτας, κατεξοχήν αναιρετική του εαυτού μας. Η ατομικότητά μας είναι τόσο στέρεα και καθοριστική που πετάει ο,τιδήποτε άλλο έξω. Η πραγματική συνάντηση είναι πολύ δύσκολη, το βλέπεις στο έργο ότι πια υπάρχει μια λογική «να ερωτευόμαστε με προσοχή, τόσο-όσο, όχι τόσο που να χάνεις τον εαυτό σου». Εδώ βρίσκεται η απάτη αυτών των εφαρμογών, ο ιδρυτικός τους μύθος, να σε κάνουν να ερωτευτείς ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Δεν μπορείς να χτίσεις μια ουσιαστική, ζωντανή σχέση μόνο με την ταύτιση, χωρίς να τσαλακωθείς και σε έναν βαθμό να αναιρεθείς. Εν ολίγοις, τα dating apps δείχνουν κάτι για την επαφή μας, για το πώς συνδεόμαστε, για το πόσο η εποχή μας είναι μαζί με όλα τα άλλα μια εποχή μοναξιάς.
– Διαπιστώνω μια αλλαγή στον τρόπο που επεξεργάζεσαι τον στόχο της υπόθεσής σου. Σε αντίθεση με το «Αυτές που δεν προλάβατε» δεν υπάρχουν τόσο ευδιάκριτα δίπολα.
Ναι, δεν υπάρχει η γνώση ότι είμαστε οι καλοί και αυτοί που είναι απέναντί μας είναι κακοί. Τα πράγματα είναι πιο ρευστά, γιατί τα ερωτήματα όταν διαμεσολαβεί ο έρωτας ως θέμα είναι απροσδιόριστα. Το έργο επομένως επιδιώκει να βάλει ερωτήματα για το τι ορίζουμε ως έρωτα και την σχέση του με τον καταναλωτισμό και τον ατομισμό. Πώς ο έρωτα σήμερα έρχεται σε μια γενιά που δεν προσδοκεί συγκεκριμένα πράγματα από αυτόν, δεν ξέρει τι να τον κάνει. Και εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε μέσα σε όλο αυτό. Είναι περίεργο όλο αυτό, χωρίς να υπερασπίζομαι κάποιο παρελθόν όπου τα πράγματα είναι καλύτερα, κάνω απλώς μια διαπίστωση.
– Δεν συνδέεται αυτό που περιγράφεις με το άγχος μιας γενιάς που όλα της τα σχέδια πάνε πίσω, που βιώνει με κοινωνικούς και οικονομικούς όρους μια συμπίεση;
Όλα αυτά ισχύουν, κάθε προσδοκία που μας είχε καλλιεργηθεί έχει μετατεθεί σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Αλλά όσο κι αν θεωρούμε ότι είμαστε πιο απελευθερωμένοι από τους προηγούμενους και θέλουμε να πετάξουμε από πάνω μας όσα μας «φόρεσαν» ο τρόπος που μας μεγάλωσαν υπάρχει μέσα μας. Μικρές βλέπαμε ταινίες με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, μάθαμε ότι τελειώνει με γάμο η φάση. Και τώρα είμαστε σε μια φάση που το διώχνουμε αυτό σαν πρόθεση αλλά υπάρχει μέσα μας, δεν βγαίνει από την «πέτσα» μας τόσο εύκολα. Και αρχίζουν οι μικρές προσδοκίες και αισθάνεσαι να μπαίνεις σε έναν κύκλο που προκύπτει το πρακτικό ερώτημα «τι γίνεται μετά;». Εδώ προκύπτει μια ματαίωση, προκύπτουν καταρρεύσεις. Από την άλλη όσο είσαι μέσα σε αυτό πρέπει να πιστεύεις ότι θα υπάρχει για πάντα.
– Είναι όμως και μάχη ο έρωτας; Εξού η διπλή εξήγηση του match, ως ταίριασμα και ως αγώνα;
Ακριβώς, αυτό είναι ο τίτλος. Και για αυτό και επιλέξαμε τις μάσκες δεινοσαύρων για το promo. Πέρα από όλα τα άλλα έχει και κάτι τερατώδες αυτή η αναζήτηση του κατάλληλου ταιριού. Επίσης, μου άρεσαν οι δεινόσαυροι γιατί κάνει μια σύνδεση ακόμα: ο έρωτας φαίνεται σαν ένα είδος υπό εξαφάνιση.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.